Tag Archives: Βυζάντιο

Ο όρος «γενεά» με τη σημασία «γένος/έθνος» #1

Στη σημερινή ανάρτηση και την επόμενη θα περιγράψω την χρήση του όρου «γενεά» στο λεξιλόγιο του συλλογικού προσδιορισμού τριών γλωσσών (ελλην. γενεά, αραβ. jīl και λατ. generātiō) με σημασία παρόμοια με εκείνη των όρων γένος/έθνος και gēns/nātiō. Continue reading

5 Comments

Filed under πρώιμη νεωτερική εποχή, Αρχαιότητα, Εθνολογία, Ιστορία, Μεσαίωνας, Οθωμανική περίοδος

Τα ευρωλιγούρικα «προπύργια»

Σύμφωνα με τον Alexander Maxwell (βλ. παρακάτω), η μεταφορά «η Χ χώρα είναι το προπύργιο της Υ» (αγγλ. bulwark = λατ./ιταλ. antemurale = προπύργιο) διευκολύνει την έκκληση βοήθειας, γιατί η μεταφορά αυτή υπονοεί την έννοια κάποιου «χρέους» που η χώρα Υ «οφείλει» να ξεχρεώσει στην «προστάτιδά» της Χ με την παροχή βοήθειας: Bulwark metaphors facilitate appeals for foreign support: the bulwark-country deserves aid from the countries it defends. Continue reading

9 Comments

Filed under πρώιμη νεωτερική εποχή, Βυζαντινολογία, Ιστορία, Οθωμανική περίοδος

Η κωλοτούμπα του Παπαρρηγόπουλου

Στη σημερινή ανάρτηση θα περιγράψω την κωλοτούμπα του Κωνσταντίνου Παπαρρηγόπουλου, η οποία τον οδήγησε να οικειοποιηθεί τους μεσαιωνικούς Ρωμαίους ως «μεσαιωνικό ελληνισμό». Ενώ αρχικά είχε απορρίψει το «Βυζάντιο» ως μέρος της «μεσαιωνικής ελληνικής» ιστορίας, η ανάγκη αντίκρουσης των επιχειρημάτων του Φαλμεράυερ τον ανάγκασαν να κάνει κωλοτούμπα και να οικειοποιηθεί με την ουρά στα σκέλια το «Βυζάντιο» ως «μεσαιωνικό ελληνισμό», κατηγορώντας ως «φαλμεραϋερίζοντες» εκείνους που πίστευαν ότι οι «βυζαντινοί» αυτοκράτορες  ήταν Ρωμαίοι που προάσπιζαν το ρωμαϊκό συμφέρον. Continue reading

153 Comments

Filed under Βυζαντινολογία, Εθνολογία, Μυθοθρυψία

Από την Ρωμανία στην Ρούμελη

Στην σημερινή ανάρτηση θα περιγράψω την μετάβαση από την Ρωμανία στην Οθωμανική Ρούμελη (Rūm-ėli = «Ῥωμαίων γῆ»). Continue reading

9 Comments

Filed under πρώιμη νεωτερική εποχή, Εθνολογία, Ιστορία, Μεσαίωνας

Η διγλωσσία: ελληνικά και ρωμαίικα #1

Στη σημερινή και την επόμενη ανάρτηση θα περιγράψω την διαμόρφωση της κοινωνιογλωσσολογικής διγλωσσίας των «βυζαντινών» Ρωμαίων που είχαν ως «φυσική» γλώσσα τα ρωμαίικα, αλλά χρησιμοποιούσαν ως λόγια γραπτή γλώσσα τα ελληνικά. Continue reading

34 Comments

Filed under Αρχαιότητα, Βυζαντινολογία, Γλωσσολογία, Εθνολογία, Ελληνική γλώσσα, Ιστορία, Μεσαίωνας

«Γραικοί», «Όμβροι» και «Νέμιτζοι» στις μεταφράσεις του Θεοφύλακτου Αχρίδος

Στην σημερινή ανάρτηση θα περιγράψω τρία εθνώνυμα («Γραικοί» = Ρωμαίοι, «Ὄμβροι» = Άβαροι, «Νέμιτζοι» = Γερμανοί) που απαντούν στον Βίο του Κλήμεντος και το Μαρτύριον των δεκαπέντε μαρτύρων Τιβεριουπόλεως του Θεοφύλακτου Αχρίδος. Τα κείμενα αυτά είναι ενδιαφέροντα γιατί ξέρουμε ότι συνιστούν ελληνικές μεταφράσεις παλαιοσλαβονικών πρωτοτύπων που ο Θεοφύλακτος βρήκε στην Αχρίδα. Όπως θα φανεί παρακάτω, οι όροι αυτοί δεν είναι παρά η παθητική απόδοση στα ελληνικά των σλαβονικών όρων Grĭci = Ρωμαίοι, Obri = Άβαροι και Němĭci = Γερμανοί. Continue reading

12 Comments

Filed under Βυζαντινολογία, Εθνολογία

Οριενταλισμός και «Βυζάντιο»

Ο Παλαιστινο-Αμερικάνος διανοούμενος Edward Said το 1978 έγραψε το βιβλίο «Οριενταλισμός» (Orientalism) στο οποίο άσκησε κριτική στην αρνητική εικόνα με την οποία η Δύση απεικονίζει την Ανατολή ως εξωτική και υποδεέστερη. Επειδή η «Δύση» βρίσκεται δυτικά της Αδριατικής, οτιδήποτε ανατολικά αυτής δεν μπορεί να είναι «γνησίως Δυτικό». Ενα από τα ιστορικά πεδία όπου ο οριενταλισμός του Said είναι εμφανέστατος είναι η Βυζαντινολογία, δηλαδή η μελέτη της άπτωτης Ρωμανίας, την οποία όμως η Δύση έχει μάθει να περιγράφει ως κάτι μη ρωμαϊκό, «βυζαντινό» γιατί, όπως ανέφερα, η «γνήσια» ρωμαϊκότητα (Romanitas) κατανοείται ως κάτι το αποκλειστικά δυτικό που «φυσικά» δεν μπορεί να υπήρξε ποτέ ανατολικά της Αδριατικής. Continue reading

222 Comments

Filed under Βυζαντινολογία, Γιουτιουμποπαίδεια, Μυθοθρυψία

Μια συζήτηση για τους όρους Ρωμιός, Γραικός και Έλλην

Στα σχόλια μιας άλλης ανάρτησης ξεκινήσαμε μια συζήτηση με τον σχολιαστή ”Μωχό τον Μάντη” για τη σημασία του όρου ”Ρωμιός” κατά την Οθωμανική περίοδο και για τη λειτουργία των τριών όρων ”Ρωμιός”, ”Γραικός” και ”Έλληνας”. Επειδή στη συζήτηση ήρθε και ο φίλος Πέρτιναξ, που πρόσφατα παρακολούθησε το συνέδριο ” ‘Ελλην, Ρωμηός, Γραικός: Συλλογικοί προσδιορισμοί και ταυτότητες,” αποφάσισα να κάνω αυτήν την ανάρτηση, ώστε να έχουμε συγκεντρωμένες στα σχόλιά της τις διάφορες απόψεις. Continue reading

102 Comments

Filed under Εθνολογία, Ιστορία, Μεσαίωνας, Uncategorized

Dónde crees que estás, Yolanda?

Νομίζω πως όλοι έχει τύχει να ακούσετε το ωραίο τραγούδι Dónde estás, Yolanda? = «που βρίσκεσαι, Γιολάντα; » του Περουβιανού συνθέτη Manuel Jiménez Fernández, που έγινε γνωστό στην εποχή μας σε εκτέλεση τoυ συγκροτήματος Pink Martini.

Εγώ στη σημερινή ανάρτηση θα σας «τραγουδήσω» το «τραγούδι» Dónde crees que estás, Yolanda? = «Που νομίζεις ότι βρίσκεσαι, Γιολάντα; » και η πρωταγωνίστρια του «τραγουδιού» είναι η Γιολάντα η Μομφερρατική, δεύτερη σύζυγος του βασιλέα των Ρωμαίων Ανδρόνικου Β΄ Παλαιολόγου. Continue reading

1 Comment

Filed under Βυζαντινολογία, Εθνολογία, Ιστορία, Μεσαίωνας

Συνέντευξη με τον Ιωάννη Στουραΐτη

Σε παλαιότερη ανάρτηση είχα αναφέρει ότι ο βυζαντινολόγος Ιωάννης Στουραΐτης δέχτηκε να απαντήσει σε μια σειρά ερωτημάτων που ετοιμάσαμε με τον Περτίνακα πάνω στο θέμα της συλλογικής ταυτότητας στο Βυζάντιο.

Η συνέντευξη πήρε επιτέλους την τελική της μορφή και ο κύριος Στουραΐτης την ανήρτησε στην ιστοσελίδα του. Continue reading

5 Comments

Filed under Βυζαντινολογία, Εθνολογία, Ιστορία, Μεσαίωνας

Τα γεωγραφικά «Ρωμαίων ήθη»

Είμαι σίγουρος ότι ο τίτλος της ανάρτησης πρέπει να σας φάνηκε παράξενος. Τι θα πει «γεωγραφικά ήθη»; Continue reading

7 Comments

Filed under Βυζαντινολογία, Εθνολογία

Ο Ιωάννης Στουραΐτης για την Βυζαντινή συλλογική ταυτότητα

Σε αυτήν την ανάρτηση θα περιγράψω ένα ενδιαφέρον άρθρο του βυζαντινολόγου Ιωάννη Στουραΐτη (του Ινστιτούτου Βυζαντινών και Νεοελληνικών Ερευνών του Πανεπιστημίου της Βιέννης, Institut für Byzantinistik und Neogräzistik der Universität Wien) με θέμα την συλλογική ταυτότητα στο Βυζάντιο. Continue reading

86 Comments

Filed under Βυζαντινολογία, Εθνολογία

Η συνοπτική ιστορία της περιόδου 1204-1282 #1

Η σημερινή ανάρτηση είναι η πρώτη της σειράς (1204-1261, 1261-1282) όπου θα περιγράψω συνοπτικά την πολιτική ιστορία της περιόδου 1204-1282, δηλαδή της περιόδου από την άλωση της Κωνσταντινούπολης από τους Σταυροφόρους το 1204 μέχρι τον θάνατο του Μιχαήλ Η΄ Παλαιολόγου το 1282. Τα κύρια πολιτικά γεγονότα αυτής της περιόδου είναι ο σχηματισμός των τριών Διαδόχων Ρωμαϊκών κρατώνΑυτοκρατορία της Νίκαιας, το Δεσποτάτο της Ηπείρου και η Αυτοκρατορία της Τραπεζούντας) και των Φραγκικών κρατώνΛατινική Αυτοκρατορία, το Βασίλειο της Θεσσαλονίκης, το Πριγκηπάτο της Αχαΐας, το Δουκάτο των Αθηνών, το Δουκάτο του Αρχιπελάγους και οι (Β)Ενετικές κτήσεις του Αιγαίου), ο ανταγωνισμός Νίκαιας και Ηπείρου για την ανάκτηση της Κωνσταντινούπολης, η ανάκτηση της Κωνσταντινούπολης το 1261 από τον Αλέξιο Στρατηγόπουλο για λογαριασμό του αυτοκράτορα της Νίκαιας Μιχαήλ Η΄ Παλαιολόγου, ο σχηματισμός της Παλαιολόγειας Υστεροβυζαντινής Αυτοκρατορίας και οι ευέλικτοι διπλωματικοί χειρισμοί με τους οποίους ο Μιχαήλ Παλαιολόγος κατάφερε να εξουδετερώσει την απειλή του Καρόλου Α΄ του Ανδεγαυού.

Το βιβλίο που θα χρησιμοποιήσω ως βασική πηγή είναι το The Last Centuries of Byzantium: 1261-1453 (2η έκδοση CUP, 1993) του Donald M. Nicol.

Αυτό είναι ένα από τα πολλά βιβλία που έχει γράψει ο Nicol για την Υστεροβυζαντινή Περίοδο, την οποία γνώριζε πολύ καλά. Άλλα βιβλία του είναι The Despotate of Epirus: 1267-1479“, “The Reluctant Emperor: A Biography of John Cantacuzene, Byzantine Emperor and Monk, c.1295-1383“, Byzantium and Venice: A Study in Diplomatic and Cultural Relations“, “Church and Society in Byzantium(περιγράφει τα ιδεολογικά ρεύματα της Υστεροβυζαντινής Περιόδου), The Immortal Emperor: The Life and Legend of Constantine Palaiologos, Last Emperor of the Romansκλπ.

Από τους «Τελευταίους Αιώνες του Βυζαντίου» (από εδώ και πέρα [Nicol, Last, σλδ]) θα χρησιμοποιήσω τα δύο πρώτα εισαγωγικά κεφάλαια και το ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ που έπεται μετά από αυτά:

  1. The Byzantine Empire after the Fourth Crusade (σλδ 1-18)
  2. The Empire in exile and its restoration (σλδ 19-37)
  3. PART I, The problems of the restored Empire: the reign of Michael VIII Palaiologos, 1261-82 (σλδ 41-89)

Το άλλο βιβλίο του Nicol από το οποίο θα παραθέσω μερικά χωρία είναι το «Δεσποτάτο της Ηπείρου» του (από εδώ και πέρα [Nicol, Despotate, σλδ]).

Αμέσως μετά την Άλωση του 1204 οι Δυτικοί μοιράζουν τα εδάφη της πεπτωκυίας Ρωμανίας με το έγγραφο που είναι γνωστό ως Partitio Romaniae (Μερισμός της Ρωμανίας). Οι τρεις σημαντικές προσωπικότητες των Σταυροφόρων είναι ο αρχηγός της Σταυροφορίας Βονιφάτιος ο Μονφερρατικός, ο ενετός Δόγης Ενρίκος Δάνδολος και ο Κόμης της Φλάνδρας Βαλδουίνος.

Αν και όλοι θα περίμεναν να δουν τον Βονιφάτιο Αυτοκράτορα στην Κωνσταντινούπολη, οι Ενετοί φρόντισαν να υποστηρίξουν του Βαλδουίνο της Φλάνδρας επειδή ήταν πιο εύκολα ελεγχόμενος. Έτσι ο Βαλδουίνος στέφθηκε πρώτος αυτοκράτορας της Λατινικής Αυτοκρατορίας της Κωνσταντινουπόλεως, ενώ ο Βονιφάτιος έλαβε την δεύτερη μεγαλύτερη πόλη ης Ρωμανίας, ιδρύοντας το Λατινικό Βασίλειο της Θεσσαλονίκης.

Οι Ενετοί έλαβαν την τιμή να στείλουν τον Πρώτο Λατίνο/Καθολικό Πατριάρχη της Κωνσταντινουπόλεως (Θωμάς Μοροζίνι) και, φυσικά, εξασφάλισαν εκείνα τα εδάφη που τους ενδιέφεραν για τα ναυτεμπορικά τους συμφέροντα (Κρήτη, Εύβοια, κλπ). Ο Ενετός Μάρκος Σανούδος ίδρυσε το ημιαυτόνομο Δουκάτο Νάξου/Αρχιπελάγους (θεωρητικά αυτόνομο, αλλά στην πραγματικότητα υπό έμμεσο ενετικό έλεγχο).

Τέλος, οι Γάλλοι (Φράγκοι) Γουλιέλμος Σαμπλίτης (ή Καμπανέζης) και ο Γοδεφρείδος Α΄ Βιλλεαρδουίνος, κατέβηκαν με τα στρατεύματα τους στον νότιο ελλαδικό χώρο και ξεκίνησαν την κατάκτηση των εδαφών του αυτόνομου ηγεμόνα Λέοντα Σγουρού (Πελοπόννησος και Αττικο-Βοιωτία). Ο Σγουρός προσπάθησε να οχυρώσει το πέρασμα των Θερμοπυλών, αλλά τον εγκατέλειψαν οι στρατιώτες του (ήταν αντιπαθής λόγω της δεσποτικής του διακυβέρνησης) και αναγκάστηκε να ταμπουρωθεί στον Ακροκόρινθο. Οι Φράγκοι κατέκτησαν την Αττικο-Βοιωτία και εισήλθαν στην Πελοπόννησο. Μετά την νίκη τους στην Μάχη του Ελαιώνα του Κούντουρα (1205) έγιναν οι de facto άρχοντες της Πελοποννήσου. Ο Σγουρός κατάφερε να αντέξει ταμπουρωμένος στον Ακροκόρινθο μέχρι το 1208. Στην αρχή οι Φράγκοι της Πελοποννήσου ήταν υποτελείς του Βονιφάτιου στην Θεσσαλονίκη. Όταν το Δεσποτάτο της Ηπείρου κατέκτησε την Θεσσαλονίκη το 1224, οι Φράγκοι του Μοριά ανακήρυξαν την περιοχή τους ως αυτόνομο Πριγκηπάτο της Αχαΐας. Με το πέρασμα του χρόνου προέκυψε και το ολοένα και πιο αυτόνομο Δουκάτο της Αθήνας (με πρώτο δούκα τον Όθωνα Ντε Λα Ρος).

Στην Νίκαια της ΒΑ Μικράς Ασίας, ο Θεόδωρος Α΄ Λάσκαρις ίδρυσε το ένα μεγάλο διάδοχο ρωμαϊκό κράτος, ενώ στην Άρτα ο Μιχαήλ Α΄ Κομνηνός Δούκας ίδρυσε το άλλο μεγάλο διάδοχο ρωμαϊκό κράτος. Στην μακρινή Τραπεζούντα του Πόντου, οι εγγονοί του Ανδρόνικου Α΄ Κομνηνού Αλέξιος και Δαβίδ ίδρυσαν την επονομαζόμενη Αυτοκρατορία της Τραπεζούντας.

Την ίδια στιγμή, ο Τσάρος Καλογιάννης της Βουλγαρίας έσπευσε να προσαρτήσει πρώην βυζαντινά εδάφη από την σημερινή ευρύτερη Μακεδονία.

Έτσι, γύρω στο 1212, ο πολιτικός χάρτης του περιαιγαιακού χώρου είχε διαμορφωθεί ως εξής (τα εδάφη της Λατινικής Αυτοκρατορίας είναι αχρωμάτιστα):

map1212

Στην αρχή η αυτοκρατορία της Νίκαιας, όντας ταυτόχρονα εκτεθειμένη σε Λατίνους και Σελτζούκους σε αμφότερα τα σύνορά της, ήταν σε λίγοτερο ευνοϊκή θέση ως προς το Δεσποτάτο της Ηπείρου που ήταν προστατευμένο δυτικά από το Ιόνιο πέλαγος και ανατολικά από την οροσειρά της Πίνδου. Ωστόσο, όπως γράφει και ο Donald Nicol για τον Θεόδωρο Α΄ Λάσκαρι, «για τους -ικανούς- βυζαντινούς αυτοκράτορες, το να πολεμάνε ταυτοχρόνως σε δύο μέτωπα ήταν η δεύτερη φύση τους». Κάποια στιγμή, όπως ήταν αναμενόμενο, προέκυψε μια Λατινο-Σελτζουκική αντινικαιακή συμμαχία. Αμφότεροι οι εχθροί των Νικαιατών το 1214 είχαν αναγνωρίσει ότι η Αυτοκρατορία της Νίκαιας δημιουργήθηκε για να παραμείνει.

[Nicol, Last, σλδ 19] Once Theodore Laskaris had established himself there as emperor and defeated or assimilated his neighbouring rivals, he was faced with the problem of fighting on two sides at once. But to Byzantine emperors this was almost second nature; and, as events were to prove, Nicaea was if anything better than Constantinople for fighting the Seljuq Turks in Asia Minor. The Latin Emperor Baldwin and his brother Henry of Flanders waged a bitter struggle to stifle the Empire of Nicaea at birth, even calling on the help of the Seljuqs. But by 1214 Henry had been forced to recognize that that empire had come to stay. The Seljuq Sultans too were soon obliged to acknowledge that their Greek neighbours were now more united and better organized than for many generations.

Ένα άλλο γεγονός που είχε ευεργητικές συνέπειες για την επιβίωση των Νικαιατών ήταν το ότι ο Βούλγαρος Τσάρος Καλογιάννης αποφάσισε να κινηθεί κατά των Λατίνων. Ο πρώτος Λατίνος Αυτοκράτορας της Κωνσταντινούπολης, Βαλδουίνος, αιχμαλωτίστηκε το 1205 από τον Βουλγαρικό στρατό του Καλογιάννη (που αποτελούνταν από Βούλγαρους, Βλάχους και χιλιάδες αβάπτιστους Κουμάνους) καθώς πολιορκούσε την Αδριανούπολη και, από εκείνο το σημείο και έπειτα, εξαφανίζεται από τα αρχεία της ιστορίας. Στον θρόνο της Λατινικής Αυτοκρατορίας κάθισε ο αδελφός του Βαλδουίνου Ενρίκος/Ερρίκος που βασίλεψε μέχρι το 1216. Μετά τον θάνατο και του Ερρίκου, ο θρόνος δόθηκε στον γαμπρό του Ερρίκου Πέτρο των Καπέτων του Κουρτεναί. Φεύγοντας από την Γαλλία, ο Πέτρος πέρασε από το Βατικανό όπου στέφθηκε από τον Πάπα, αλλά δεν έφτασε ποτέ του στην Κωνσταντινούπολη, επειδή έκανε το σφάλμα να αποβιβαστεί στο Δυρράχιο, προσπαθώντας να το κατακτήσει για λογαριασμό των Ενετών. Αφού απέτυχε, επιχείρησε να φτάσει χερσαίως στην Κων/πολη. Κάπου στο «Ἄλβανον» (λόγια εκδοχή του Αρβανού ~ τα ορεινά μέρη μεταξύ του Δυρραχίου και της λίμνης Οχρίδος) , ο Πέτρος του Κουρτεναί συνελήφθη σε ενέδρα από άντρες του Δεσπότη της Ηπείρου Θεόδωρου Κομνηνού Δούκα (διάδοχος και ετεροθαλής αδελφός του ιδρυτή του δεσποτάτου Μιχαήλ, που όμως ξεκίνησε την καριέρα του στην Νίκαια) και πέθανε φυλακισμένος στην Άρτα.

Ο Ακροπολίτης περιγράφει την σύλληψη του Πέτρου του Κουρτεναί από τον Δεσπότη Θεόδωρο στο κεφάλαιο 14, όπου περιγράφει και την περίοδο ακμής και επέκτασης του Δεσποτάτου της Ηπείρου που χαρακτηρίζουν τα πρώτα ενεργητικά χρόνια του Θεόδωρου.

[Ακροπολίτης, 14] Ὁ δὲ Μιχαήλ, ὃν ἱστορήσας ὁ λόγος πέφθακε τῆς Ἠπείρου κατάρξαι καί τινος μέρους τῆς χώρας Ῥωμαίων, τρεῖς κασιγνήτους ἐκέκτητο, τὸν Κωνσταντῖνον, τὸν Θεόδωρον καὶ τὸν Μανουήλ. ὧν ὁ μὲν Θεόδωρος τῷ βασιλεῖ Ῥωμαίων συνῆν Θεοδώρῳ τῷ Λάσκαρι, ὑπηρετῶν αὐτῷ ὡς καὶ οἱ λοιποὶ τῶν Ῥωμαίων. διὰ τοῦτο παρακαλεῖ τὸν βασιλέα Θεόδωρον ὁ Μιχαήλ, ἵνα τοῦτον πρὸς αὐτὸν ἐκπέμψῃ διὰ τὸ μὴ ἔχειν ἔτι παῖδα εἰς ἥβην ἐλθόντα, ἀλλοὐδὲ γνήσιονὁ γὰρ αὐτῷ γεννηθεὶς Μιχαὴλ ἐκ παλλακῆς ἐκείνῳ γεγένηται, περὶ οὗ ἐροῦμεν ἐν τοῖς μετέπειτακαὶ τοῦ θανάτου δὲ δεδιέναι τὸ ἄωρον· τοὺς γὰρ λοιποὺς τῶν ἀδελφῶν ἀφυεῖς ἐγίνωσκεν εἰς ἀρχήν. τοῦτον δὲ τὸν Θεόδωρον ὁ βασιλεὺς ἐκπέμπει τῷ ἀδελφῷ Μιχαήλ, ὅρκοις πρῶτον ἐμπεδωσάμενος πίστιν δουλείας εἰς τοῦτον φυλάττειν καὶ εἰς τοὺς μεταὐτὸν τῶν Ῥωμαίων κατάρξοντας. ὃς καὶ ἀφικόμενος συνῆν τῷ ἀδελφῷ Μιχαήλ. μετοὐ πολὺ δὲ φονεύεται παρά του τῶν ὑπηρετῶν ὁ Μιχαὴλ νύκτωρ ἐπὶ τῆς κλίνης συγκαθεύδων τῇ γυναικί· Ῥωμαῖος δὲ ἦν τῷ φονευτῇ τοὔνομα. ἐπιλαμβάνεται γοῦν τῆς ἐξουσίας ἐκείνου ὁ ἀδελφὸς Θεόδωρος, ἔχων καὶ τοὺς ἀδελφοὺς Κωνσταντῖνον καὶ Μανουήλ. ἄρξαι δὲ βουληθεὶς πάνυ γε ἐπηύξησε τὴν αὐτοῦ ἀρχήν· ἔκ τε γὰρ τῶν Ἰταλῶν οὐκ ὀλίγην χώραν ἐκτήσατο κἀκ τῶν Βουλγάρων πολλήν· τήν τε γὰρ Θεσσαλίαν ὑφἑαυτὸν ἐποιήσατο, Ἀχρίδα τε καὶ Πρίλαπον, Ἄλβανόν τε καὶ αὐτὸ τὸ Δυρράχιον· ἔνθα καὶ Πέτρον μετὰ μεγίστης στρατιᾶς ἐξ Ἰταλίας ὁρμώμενον καὶ ὡς πρὸς τὴν Κωνσταντίνου πεποιημένον τὴν δίοδον, ἀνηγορευμένον πρὸς τοῦ πάπα καὶ βασιλέα, αὐτοῦ που γεγενημένον προχειρωσάμενόν τε καὶ αὐτὸ τὸ Δυρράχιον γενναίως κατετροπώσατο. ὁ μὲν οὖν ῥηθεὶς Πέτρος γαμβρὸς ὑπῆρχεν ἐπἀδελφῇ τοῦ πρώτως βασιλεύσαντος ἐκ τοῦ Λατίνων μέρους Βαλδουΐνου καὶ τοῦ μεταὐτὸν Ἐρῆ, ἐκαλεῖτο δὲ ἡ αὐτῶν ἀδελφὴ Ἰολεντία, ἐξ ἧς παῖδες τῷ Πέτρῳ γεγένηνται τρεῖς, ὅ τε Φίλιππος, ὁ Ῥομπέρτος καὶ ὁ Βαλδουῖνος, ὧν ὁ μὲν Ῥομπέρτος καὶ ὁ Βαλδουῖνος τῆς Κωνσταντίνου βεβασιλεύκασι, τοῦ πρώτου αὐτῶν ἀδελφοῦ τοῦ Φιλίππου τῷ ἀδελφῷ Ῥομπέρτῳ τῆς βασιλείας παραχωρήσαν τος. ὑπῆρχον δέ σφισι καὶ ἀδελφαί, ὧν μία Μαρία ἦν, ᾗ συνεζύγη ὁ βασιλεὺς Θεόδωρος. ὁ μὲν οὖν δηλωθεὶς Θεόδωρος, καθὼς εἰρήκειν, τὸ οἰκεῖον παραλαβὼν στράτευμα ἀντιτάττεται τῷ Πέτρῳ, μικρὸν ὑπερπηδήσαντι τὸ Δυρράχιον καὶ ἐν ταῖς τοῦ Ἀλβάνου δυσχωρίαις γεγενημένῳ. νικῶσι γοῦν κατὰ κράτος οἱ τοῦ Κομνηνοῦ Θεοδώρου τὸ τῶν Λατίνων στράτευμα, ὡς πάντας ἄρδην δεσμώτας ποιῆσαι σὺν πᾶσι σκεύεσι, καὶ αὐτὸν δὲ τὸν βασιλέα Πέτρον ἔργον μαχαίρας γενέσθαι. τοῦτο δὴ τότε μέγα Ῥωμαίοις ἐγεγόνει βοήθημα.

Αν και ο Ακροπολίτης αποδίδει την έναρξη του Ηπειρωτικού επεκτατισμού στον Θεόδωρο, ο Nicol στο «Δεσποτάτο της Ηπείρου» γράφει πως ο προκάτοχός του Μιχαήλ ξεκίνησε την επέκταση το 1214, όταν κατάφερε να προσαρτήσει μέρος της Θεσσαλίας και να φτάσει τα βόρεια σύνορά του ως το Δυρράχιο, το οποίο απέσπασε από τους Ενετούς μαζί με την Κέρκυρα. Ο Θεόδωρος ολοκλήρωσε την προσάρτηση όλης της Θεσσαλίας το 1218, προσάρτησε εδάφη βορείως του Δυρραχίου, όπως απέσπασε από τους Βούλγαρους και εδάφη της δυτικής Μακεδονίας (Οχρίδα, Πρίλαπο στο χωρίο του Ακροπολίτη). Η μεγάλη του στιγμή ήταν η κατάληψη της Θεσσαλονίκης τον Δεκέμβριο του 1224 και η κατάλυση του Λατινικού Βασιλείου της Θεσσαλονίκης. Το 1227 στη Θεσσαλονίκη ο Θεόδωρος στέφθηκε επίσημα Βασιλεύς Ρωμαίων από τον Αρχιεπίσκοπο Οχρίδος Δημήτριο Χωματηνό. Από αυτή τη στιγμή αρχίζει ο ανταγωνισμός των δύο Ρωμαίων ηγεμόνων (Νίκαιας και Ηπείρου/Θεσσαλονίκης) για το ποιος είναι ο πραγματικός Βασιλέας [όλων] των Ρωμαίων. Ο Θεόδωρος μετέφερε την πρωτεύουσά του από την Άρτα στην Θεσσαλονίκη και κατάφερε να φτάσει τα όρια της «Αυτοκρατορίας της Θεσσαλονίκης» (όπως πλέον ονομάζουν το κράτος του οι σημερινοί ιστορικοί κατά την βραχεία περίοδο 1224-1230) ανατολικά της Αδριανούπολης. Ο αυτοκράτορας της Νίκαιας Ιωάννης Γ΄ Βατάτζης, όπως ήταν αναμενόμενο, δεν αναγνώρισε τον τίτλο του Θεόδωρου, ενώ ο νικαιάτης Πατριάρχης Γερμανός Β΄ αμφισβήτησε την ικανότητα του αρχιεπισκόπου Οχρίδος Χωματηνού να στέψει κάποιον «Βασιλέα των Ρωμαίων». Ο πολιτικός ανταγωνισμός των δύο διαδόχων ρωμαϊκών κρατών μετατράπηκε σε εκκλησιαστικό ανταγωνισμό ανατολής-δύσης.

Κατά την περίοδο 1224-1229 ο Θεόδωρος Κομνηνός Δούκας ήταν το κύριο ρωμαϊκό φαβορί για την απελευθέρωση της Κωνσταντινουπόλεως.

[Nicol, Despotate, σλδ 4]

Not without reason did the Latins come to regard Michael Doukas as their most perfidious enemy. Within a few years he had broken all his agreements. His army invaded Thessaly, recapturing Larissa and other places. He then attacked Durazzo and Corfu, both of which he had recovered from the Venetians by 1214. When he died, probably early in 1215, it was a fact that he was master of all the land from Naupaktos in the south to Durazzo inthe north. But he also controlled a large part of Thessaly; and, while Arta remained his capital, he had transformed the city of Ioannina into a second centre of administration and defence in Epiros.

Michael was succeeded by his half-brother Theodore Komnenos Doukas. […] His ambition was to make Epiros a base for the reconquest from the Latins first of Thessalonica and then of Constantinople itself. In 1217 he made his name more widely known by ambushing and capturing the newly appointed Latin emperor of Cosntantinople, Peter of Courtenay, who has rashly attempted to reach his capital by the overland route from the west. Then, in a brilliant series of military campaigns, Theodore drove the remaining Latins out of Thessaly and beat back the Bulgarians who had occupied western Macedonia. His armies encircled and laid siege to Thessalonica. Under Theodore the state of Epirus became a serious rival to the Empire of Nicaea. […] The climax of his achievements came in December 1224 when his troops entered Thessaonica. Soon afterwards, perhaps in 1227 [*5], he was crowned emperor of the Romans by the autocephalous archibishop of Ochrida, Demetrios Chomatianos. A second Byzantine Empire in exile had been created.

[*5] σε υποσημείωση παραθέτει εναλλακτικές χρονολογήσεις της στέψης του Θεοδώρου από άλλους μελετητές που κυμαίνονται από τα τέλη του 1224 (δλδ μόλις πήρε την Θεσσαλονίκη) μέχρι τον Απρίλιο του 1228.

Κατά την ίδια περίοδο, οι Νικαιάτες κατάφεραν να διώξουν τους Λατίνους σχεδόν εξ ολοκλήρου από την Μικρά Ασία και, ταυτόχρονα, κατάφεραν να προσαρτήσουν τα δυτικότερα εδάφη της Τραπεζούντας, αποκτώντας πρόσβαση στην δυτικότερη μικρασιατική ακτή του Ευξείνου Πόντου.

Έτσι, γύρω στο 1228, ο πολιτικός χάρτης του περιαιγαιακού χώρου είχε διαμορφωθεί ως εξής:

map1228

Η «Αυτοκρατορία της Θεσσαλονίκης» του Θεόδωρου Κομνηνού Δούκα θα αποδειχθεί βραχύβια. Το 1230 καθώς ο Θεόδωρος οδεύει με τον στρατό του προς την Κωνσταντινούπολη, θα υποστεί μια καταστρεπτική ήττα από τους Βούλγαρους του Τσάρου Ιβάν Β΄ Ασέν στην Μάχη της Κλοκοτνίτσας. Ο Θεόδωρος και η οικογένειά του θα αιχμαλωτιστούν και ο Ιβάν Ασέν σε μια επινίκια παλαιοσλαβωνική επιγραφή που έκανε μετά την νίκη του ισχυρίζεται ότι «τέθηκαν υπό την εξουσία του όλα τα εδάφη του Κυρ Θεοδώρου από την Αδριανούπολη μέχρι το Δυρράχιο». Ο αδελφός του Θεόδωρου Μανουήλ κατάφερε να γλιτώσει από την μάχη και να επιστρέψει στη Θεσσαλονίκη, όπου στέφθηκε αυτοκράτορας. Ο Άσεν επέτρεψε στον Μανουήλ μία μικρή αυτόνομη χώρα γύρω από τη Θεσσαλονίκη. Ο Θεόδωρος Κομνηνός δούκας τυφλώθηκε και παρέμεινε επτά έτη φυλακισμένος στην βουλγαρική πρωτεύουσα (Τάρνοβο). Όταν απελευθερώθηκε το 1237, επέστρεψε στη Θεσσαλονίκη, έρριξε τον αδελφό του από τον θρόνο και κατάφερε ν΄ανεβάσει σ΄αυτόν τον άβουλο γιο του Ιωάννη Κομνηνό Δούκα. Ο ίδιος ο Θεόδωρος δεν μπορούσε να ενθρονιστεί επειδή ήταν τυφλός. Ωστόσο, κατάφερε να εξασκήσει πάλι την εξουσία έμμεσα κατευθύνοντας τον άβουλο γιο του.

Αντίθετα με την εκρηκτική άνοδο και πτώση της αυτοκρατορίας της Θεσσαλονίκης, η αυτοκρατορία της Νίκαιας κατά την ίδια περίοδο έχει κάνει μικρά και σταθερά βήματα, αποκτώντας πρόσβαση στα Βαλκάνια με την προσάρτηση μιας μικρής περιοχής γύρω από την Θρακική Χερσόνησο. Πλέον ο Ιωάννης Βατάτζης μπορεί να αποβιβάζει στρατεύματα στα Βαλκάνια ανενόχλητος.

Γύρω στο 1237, ο πολιτικός χάρτης του περιαιγαιακού χώρου είχε ως εξής:

map1237

Η δεκαετία 1240-50 είναι αναμφίβολα η δεκαετία των βαλκανικών κατακτήσεων του Ιωάννη Βατάτζη. Το 1241 πέθανε ο τρανός Βούλγαροτς τσάρος Ιβάν Άσέν αφήνοντας ως διάδοχο τον ανήλικο γιο του. Ο Βατάτζης άδραξε την ευκαιρία και το 1242 έκανε την πρώτη του μεγάλη βαλκανική εκστρατεία, φτάνοντας μέχρι την Θεσσαλονίκη, όπου ο Βατάτζης έπεισε τον Ιωάννη Κ. Δούκα να εγκαταλείψει τον αυτοκρατορικό του τίτλο και να δεχτεί τον τίτλο του Δεσπότη από τον πραγματικό Βασιλέα των Ρωμαίων (Βατάτζης). Ο Βατάτζης δεν πρόλαβε να οργανώσει τις βαλκανικές του κτήσεις όπως θα ήθελε, γιατί χρειάστηκε να επιστρέψει επειγόντως στην Μικρά Ασία. Ένας νέος παντοδύναμος «παίκτης» εμφανίστηκε στην σκακέρα από τα βάθη της Ανατολής: οι Μογγόλοι.

Οι μογγολικές επιδρομές στην Ασία και στα Βαλκάνια είχαν ευεργητικές συνέπειες για την αυτοκρατορία της Νίκαιας, επειδή έβλαψαν τους γειτονικούς αντιπάλους της: τους Σελτζούκους στην Μικρά Ασία και τους Βούλγαρους στα Βαλκάνια. Οι Μογγόλοι λεηλάτησαν την Βουλγαρία επιστρέφοντας από την λεηλασία της Δαλματίας, ενώ οι Σελτζούκοι και η αυτοκρατορία της Τραπεζούντας αναγκάστηκαν να γίνουν υποτελείς των Μογγόλων.

Γράφει για τα παραπάνω γεγονότα ο Nicol:

[Nicol, Last, σλδ 22-3] In 1241 John Asen of Bulgaria, who had seemed to be favouring the cause of Theodore Doukas, died leaving only an infant son. In 1242 Vatatzes crossed over to Europe with his army and marched on Thessalonica. Theodore’s son John was persuaded to lay aside his imperial crown and to accept instead the rank and title of Despot, graciously conferred upon him by the one true Emperor. The settlement was not as secure as Vatatzes would have wished. But in the end it had to be concluded in a hurry because of news reaching the emperor from Niceaea, which necessitated his immediate return to Asia; and not for another four years was he able to come back.

The news that reached the Emperor in 1242 was that the Mongols has invaded the territory of the Seljuq Sultan and that the Empire of Nicaea was in danger. The Mongol invasions of the Near East and eastern Europe in the thirteenth century were on a scale which must make the battles and rivalries of Greeks and Latins over the possession of Contantinople seem like the squabbles of naughty children. […] Genghis Khan, who has died in 1227, […] Kiev fell to the Mongols in 1240. They then pressed on through Poland, Bohemia and Moravia to Hungary and up to the Adriatic coast, before withdrawing through Serbia and Bulgaria leaving a wake of desolation […]

The Mongol invasion convulsed and devastated most of the developing countries of eastern Europe. But it had little immediate effect on the fate of Constantinople and the eastern Mediterranean. Of the countries within the Byzantine sphere of influence only Bulgaria suffered the attentions of the Mongols. But at the same time another branch of their army had stormed westwards out of Persia into Asia Minor, threatening the Seljuq Turkish Sultanate and so ultimately its western neighbur, the Empire of Nicaea, as well as the Empire of Trebizond. In 1243 the Sultan Kaykhusraw II was defeated in battle by the Mongol general Baichu. He turned for help to his natural enemy, the Emperor of Nicaea; and in the face of the common danger John Vatatzes and the Sultan signed a treaty of alliance. The Emperor of Trebizond, after one defeat, discreetly elected to pay tribute to the Khan of the Mongols and became his vassal. The Seljuqs were soon obliged to do the same to preserve what was left of their identity. […] But the Empire of Nicaea, protected from the horrors ofthe Mongol invasion by the Turks, survived unscathed and indeed stronger and more secure than before as a result of the damage done to its eastern neighbour.

Αφού, λοιπόν, η Νίκαια βγήκε ασκηθής (= ΙΕ συγγενής του αγγλικού όρου unscathed που χρησιμοποιεί ο Nicol) από μια διαδικασία που έβλαψε τους Σελτζούκους και τους Βούλγαρους, το 1246 ο Βατάτζης οδήγησε το στρατό του στην δεύτερη μεγάλη βαλκανική εκστρατεία, η οποία είχε σαν αποτέλεσμα την οριστική προσάρτηση στο Νικαιακό κράτος όλων των εδαφών μέχρι την Έδεσσα και τον Όλυμπο. Ο Ανδρόνικος Παλαιολόγος διορίστηκε από τον Βατάτζη νικαιακός διοικητής Θεσσαλονίκης, ενω ο γιος του Μιχαήλ (ο μελλοντικός αυτοκράτορας Μιχαήλ Η΄ Παλαιολόγος, τότε 21 χρονών), ανέλαβε τις πρώτες στρατιωτικές του ευθύνες στην Μακεδονία ως υφιστάμενος αξιωματικός του πατέρα του.

[Nicol, Last, σλδ 23] Once the storm had blown itself out therefore, John Vatatzes was able to turn his mind to the unresolved problems of the Byzantine world with even greater confidence. In 1246 he crossed over to Europe once again, and within twelve months his army had restored a large of southern Bulgaria to Byzantine rule and completed the work earlier begun at Thessalonica. The city was now deprived of its last vestige of independence from the Empire of Nicaea. An imperial governor was appointed as the Emperor’s deputy. His name was Andronikos Palaiologos, and at the same time his more famous son, Micheal Palaiologos, the future emperor, was given a command in Macedonia.

Έτσι, η Θεσσαλονίκη, πρωτέυουσα της Ρωμαϊκής «Αυτοκρατορίας της Θεσσαλονίκης» (δηλαδή το Δεσποτάτο της Ηπείρου κατά την περίοδο 1224-1230, όσο είχε αυτοκρατορικές διαθέσεις και πρωτεύουσα την Θεσσαλονίκη) πέρασε στα χέρια της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας της Νίκαιας. Ωστόσο ο Ακροπολίτης, που έγραψε την ιστορία του για λογαριασμό των Νικαιατών, γράφει (45) πως ο βασιλέας Ιωάννης Βατάτζης, δηλαδή «οι Ρωμαίοι» (Νικαιάτες) πήραν την Θεσσαλονίκη από τους «εναντιόφρονες των Ρωμαίων» (Δεσποτάτο Ηπείρου ~ Αυτοκρατορία Θεσσαλονίκης). Η φράση αυτή είναι τυπική της προσπάθειας ‘-τόσο του Ακροπολίτη όσο και του Παχυμέρη (Νικαιάτες ιστορικοί αμφότεροι)- απορωμαίωσης του Δεσποτάτου της Ηπείρου («αυτοκρατορίας της Θεσσαονίκης»), ώστε να φανούν οι Νικαιάτες ως οι μόνοι «γνήσιοι» διάδοχοι της Ρωμανίας. Αλλού ο Ακροπολίτης γράφει (21) πως οι θεσμοί βασιλείας του Θεόδωρου Κομνηνού Δούκα ήταν «Βουλγαρικώτεροι δηλαδή βαρβαρικώτεροι». Η χρήση του συγκριτικού βαθμού είναι σημαντική: δεν λέει τους ηπειρωτικούς/δυτικούς θεσμούς βούλγαρικούς/βαρβαρικούς, αλλά βουλγαρικότερους ~ βαρβαρικότερους ως προς τους νικαιακούς. Η Gill Page έχει μαζέψει όλα αυτά τα χωρία νικαιακής προπαγάνδας κατά του Δεσποτάτου της Ηπειρου (όσο αυτό είχε αυτοκρατορικές διαθέσεις ως «Ρωμαϊκή αυτοκρατορία της Θεσσαλονίκης») στις σελίδες 101-3. Σημειώνω εδώ ότι η αρίθμηση των χωρίων του Ακροπολίτη της Gill Page δεν είναι η ίδια με αυτή του pdf που κυκλοφορεί στο διαδίκτυο και το οποίο έχιε την ίδια αρίθμηση με την αγγλική μετάφραση της Ruth Macrides. Εγώ ακολουθώ την αρίθμηση της τελευταίας, επειδή συμφωνεί με το pdf που το έχω.

Akr-Epeiros

Τα χωρία του Ακροπολίτη που ανέφερα:

[21] βασιλεὺς οὖν ἀναγορευθεὶς ὁ Θεόδωρος βασιλικῶς ἐχρῆτο τοῖς πράγμασι, δεσπότας τε προυβάλλετο καὶ σεβαστοκράτορας μεγάλους τε δομεστίκους, πρωτοβεστιαρίους καὶ τὴν λοιπὴν πᾶσαν τάξιν βασιλικήν. ἀφυῶς δὲ ἔχων περὶ τοὺς τῆς βασιλείας θεσμοὺς Βουλγαρικώτερον ἢ μᾶλλον βαρβαρικώτερον ταῖς ὑποθέσεσι προσεφέρετο, οὐ τάξιν γι νώσκων οὐδὲ κατάστασιν οὐδὲ ὅσα ἐν τοῖς βασιλείοις ἀρχαῖα ἔθιμα καθεστήκασιν.

[45] μὲν οὖν πόλις Θεσσαλονίκη οὕτως ὑπὸ τὸν βασιλέα γέγονεν Ἰωάννην, μᾶλλον δὲ ὑπὸ Ῥωμαίους· οἱ γὰρ αὐτὴν κρατοῦντες ἐναντιόφρονες Ῥωμαίοις ἐτέλουν.

To 1255, έναν χρόνο μετά τον θάνατο του Ιωάννη Βατάτζη ο πολιτικός χάρτης του περιαιγαιακού χώρου είχε ως εξής:

map1255

Ωστόσο, η εξασθένιση της Βουλγαρίας από τις Μογγολικές επιδρομές είχε ευεργητικές συνέπειες και στις πατροπαράδοτες περιοχές του Δεσποτάτου της Ηπείρου. Μετά την μάχη της Κλοκοτνίτσας αυτές οι περιοχές είχαν καταλήξει ημιαυτόνομες και θεωρητικά υποτελείς του Ιβάν Άσεν. Τώρα πια μπορούσαν πάλι να σηκώσουν αυτόνομα το κεφάλι τους. Ο Μιχαήλ Β΄ Κομνηνός Δούκας (νόθος γιος του ιδρυτή του Δεσποτάτου της Ηπείρου Μιχαήλ και ο ίδιος ηγεμόνας των ηπειρωτικών περιοχών μετά το 1230) θέλησε να εκμεταλλευτεί προς όφελος του Δεσποτάτου της Ηπείρου τον θάνατο του Ιωάννη Βατάτζη (1254) και το γεγονός ότι ο λογιότατος και επιληπτικός γιος του και διάδοχος Θεόδωρος Β΄ Λάσκαρις ήταν ανίκανος στρατιωτικός.

Η στρατιωτική αριστοκρατία της Νίκαιας που είχε καλομάθει υπό την ηγεσία του ικανότατου Ιωάννη Βατάτζη έβλεπε με μισό μάτι τον νέο απειροπόλεμο αυτοκράτορά της.

[Nicol, Last, σλδ 23-28] In Epiros, the original centre of Greek resistance to the Latins, Michael II, a bastard son of the first Michael Doukas, had taken over what he regarded as his heritage and set up his capital at Arta. He assumed or had acquired from the Emperor of Thessalonica the title of Despot, and the territory over which he ruled came to be called the Despotate of Epiros. Michael II contrived to add Thessaly to Epirus and so to extend his rule over the whole of northern Greece and he exploited the weakness of the Bulgarians to win back much of the country that they had taken over in 1230. It did not at first seem that the Emperor in Nicaea had much to fear from this new arrival on the scene. Thessalonica was now firmly attached to his empire and protected from possible attack by a chain of fortresses in western Macedonia.

[…]

The survival of the Latin Empire in its final years was indeed only made possible by the division and rivalry between its Byzantine enemies. After the death of John Vatatzes the Despotate of Epiros rose from strength to strength, until its position became comparable to that of the Empire of Thessalonica before 1230. If Michael II of Epiros could capture Thessalonica he would be well on the way to Constantinople. The fate of Constantinople could not be decided until the issue between its rival liberators had been settled. The son who succeeded John Vatatzes as Emperor in Nicaea was not the man to grapple with this problem. Theodore II Laskaris was a scholar and a theologian, but not a soldier or a statesman. […] Theodore II was also epileptic. His illness made him the prey of his moods, and he compensated for his nervousness by an autocratic and obstinate temper. He had a morbid suspicion for the aristocracy who had served his father’s administration. He preferred to appoint his own officials from the lower ranks of society. […] He neither sought nor commanded the respect of the aristocracy of Nicaea who had helped to bring the Empire to greatness. They were soon to show their resentment in violent form.

Ο Δεσπότης Μιχαήλ Β΄ κατάφερε να σφυρηλατήσει μια αντινικαιακή συμμαχία με τον Μανφρέδο της Σικελίας και τον Γουλιέλμο Βιλλεχαρδουίνο της Αχαΐας. Εξασφαλίστηκε επίσης η υποστήριξη των ημιαυτόνομων Αλβανών τοπαρχών και της Σερβίας. Στόχος του Μιχαήλ Β΄ ήταν η κατάληψη της Θεσσαλονίκης και κατάφερε να εκτείνει τα σύνορα του αναζωογονημένου Δεσποτάτου της Ηπείρου μέχρι τον Αξιό ποταμό.

[Nicol, Last, σλδ 28] In 1257 Michael of Epirus, assisted by his friends in Serbia and Αlbania, begun a systematic campaign to encircle and capture the city of Thessalonica. The fortified towns to the west and north fo the city, which had been garrisoned by the imperial troops of Nicaea for ten years, fell one by one. Michael pushed his frontiers as far east as the Vardar valley. But a new slant was given to the situation when Michael cast his net further afield fro allies and supporters. Manfred, the bastard son of the late Frederich II, had now come into the possession of the kingdom of Sicily. Like earlier rulers of Sicily and southern Italy, Manfred had his own designs on Greece and Constantinople, and he had personal reasons for disliking the Empire of Nicaea. […] Manfred was therefore willing to give support to Michael of Epiros in his struggle to the death against the Emperor in Nicaea. It was arranged that he should marry Michael’s eldest daughter Helena; her dowry was to consist of the island of Corfu and several other places on the mainland of Epiros, […]

The other foreign ally whose help Michael II enlisted was William of Villehardouin, the French Prince of Achaia and descendant of Geoffrey of Villehardouin, who had first carved out that principality in southern Greece. William was a highly successful soldier who had made himself overlord of Athens and Euboia as well as the Morea. This alliance too was to be secured by a marriage contract. In the summer of 1258 Michael of Epiros gave his second daughter in marriage to Prince William. It seemed as if the whole continent of Greece, backed by the strength of the King of Sicily and further supported by the ruler of Serbia, was now ranged against the Empire of Nicaea.

Ο Μανφρέδος της Σικελίας, πάντοτε το 1257 έστειλε μια «αρμάδα» υπό την ηγεσία του ναυάρχου Φιλίππου Κινάρδι για την κατάληψη της αλβανικής ακτής. Πέρασαν σε σικελικά χέρια το Δυρράχιο, ο Αυλών, τα Κάνινα και, στην ενδοχώρα, το σημαντικό φρούριο Βελλέγραδα (Βελιγράδι/Μπεράτι). Ο Κινάρδι ανέλαβε διοικητής των νέων αλβανικών κτήσεων του Μανφρέδου. Η Κέρκυρα πέρασε επίσης στην κατοχή του Μανφρέδου ως προίκα που έλαβε από τον γάμο του με την κόρη του Δεσπότη της Ηπείρου Μιχαήλ Β΄Ελένη. Ο Μιχαήλ Β΄ αναγκάστηκε να συμφωνήσει σε αυτές τις παραχωρήσεις προκειμένου να εξασφαλίσει την συμμαχία του Μανφρέδου κατά των Νικαιατών. Αυτές οι σικελικές κτήσεις στην Αλβανία είναι ο πρόδρομος της μεταγενέστερης «Ανδεγαυινής Αλβανίας».

[Nicol, Despotate, σλδ 6-7] The history of Epiros was, however, to be permanently affected by an event that occurred in 1257. In that year Manfred of Hohenstaufen, son of the Emperor Frederick II of Sicily, sent an armada across the sea from Italy and occupied a large stretch of the coast of Albania and New Epiros. Durazzo fell to him as well as the ports of Valona and Kanina and the inland fortress of Berat. Before long he had seized the island of Corfu. These has been prize possessions of the rulers of Epiros. The Despot Michael had been taken by surprise. But he found a way to offset his losses while at the same time winning a powerful ally in his conflict with the Empire of Nicaea. He offered his daughter Helena in marriage to King Manfred. Since her dowry was to consist of most of the places in Epiros which he had already occupied, Manfred was pleased to accept the offer. This unexpected development established a link between Epiros and the south of Italy which was never thereafter to be broken until the Turkish conquest in the fifteenth century.

Είναι μια περίοδος όπου οι τοπικοί αριστοκράτες της ενδοχώρας της σημερινής Αλβανίας (~ «Άλβανον/Άρβανον») έχουν την δυνατότητα «να παίξουν τριπλό παιχνίδι» (Νίκαια, Ήπειρος, Σικελία) διαπραγματευόμενοι την συμμαχία με τις διάφορες πλευρές, με απαίτηση προνομίων και τίτλων. Έτσι ο Ανδρέας Βρανάς ενσωματώθηκε αργότερα στον διοικητικό μηχανισμό του Μανφρέδου ενώ, νωρίτερα, ο άρχοντας του Αρβάνου Γολέμης («Γουλάμος») αμφιταλαντεύτηκε μεταξύ του Δεσποτάτου της Ηπείρου και της αυτοκραοτρίας της Νίκαιας. Πρωτοεμφανίζεται σαν σύμμαχος του Ηπειρώτη Μιχαήλ Β΄που επέδραμε στην νικαιακή δυτική Μακεδονία. Το 1252 άλλαξε στρατόπεδο και συμμάχησε με τους Νικαιάτες και το 1257 ξανάλλαξε στρατόπεδο και επέστρεψε σε συμμαχία με το Δεσποτάτο της Ηπείρου.

Πάμε τώρα στην άλλη μεριά του Αιγαίου.

Τον Αύγουστο του 1258 πέθανε ο αυτοκράτορας της Νίκαιας Θεόδωρος Β΄ Λάσκαρις αφήνοντας ως επίτροπο και προστάτη του ανήλικού του γιου Ιωάννη τον έμπιστο Γεώργιο Μουζάλωνα. Η στρατιωτική αριστοκρατία της Νίκαιας βρήκε την ευκαιρία για να αντικαταστήσει τον Μουζάλωνα με κάποιον δικό της. Ξέσπασε μια ένοπλη εξέγερση, κατά την οποία, οι Λατίνοι μισθοφόροι που λίγα χρόνια πριν είχαν ως διοικητή τον Μιχαήλ Παλαιολόγο (ο διοικητής αυτών των μισθοφόρων είχε το αξίωμα του Μεγάλου Κον(τ)όσταυλου) σκότωσαν τον Μουζάλωνα. Η αριστοκρατία επέλεξε τον ικανότατο στρατιωτικό Μιχαήλ Παλαιολόγο ως νέο επίτροπο της βασιλείας και προστάτη του ανήλικου Ιωάννη. Μέχρι το τέλος του έτους, ο Μιχαήλ Παλαιολόγος κατάφερε να αναρριχηθεί πρώτα στο αξίωμα του Μεγάλου Δούκα, ύστερα σε αυτό του Δεσπότη (δεύτερο υψηλότερο αξίωμα μετά τον Αυτοκράτορα/Βασιλέα στην Νίκαια) και, στους πρώτους μήνες του 1259 στέφθηκε Συναυτοκράτορας μαζί με τον ανήλικο Ιωάννη από τον Πατριάρχη Αρσένιο. Ως συναυτοκράτορας ο Μιχαήλ Παλαιολόγος έχρισε τον αδελφό του Ιωάννη Σεβαστοκράτορα και Δεσπότη και του ανέθεσε την δύσκολη υπεράσπιση της Θεσσαλονίκης. Ο Ιωάννης Παλαιολόγος, όχι μόνο αποδείχτηκε ικανός αμύντορας, αλλά κατάφερε να επεκτείνει τα νικαιακά όρια προς δυσμάς αιφνιδιάζοντας τις δυνάμεις του Δεσποτάτου της Ηπείρου στην περιοχή της Καστοριάς και καταλαμβάνοντας τη Βελλέγραδα (Μπεράτι) από τον Μανφρέδο. Ο Δεσπότης Μιχαήλ Β΄ αναγκάστηκε να αποτραβηχτεί στον Αυλώνα περιμένοντας τις συμμαχικές ενισχύσεις από την Σικελία (ο Μανφρέδος έστειλε 400 Γερμανούς Ιππότες) και τον Μοριά (οι Φράγκοι και Ρωμαίοι στρατιώτες του Γουλιέλμου), μαζί με τα θεσσαλικά σώματα του Δεσποτάτου που διοικούσε ο Ιωάννης ο Νόθος, γιος του Δεσπότη Μιχαήλ. Την ίδια στιγμή, ο πολυάριθμος στρατός που ο Μιχαήλ Παλαιολόγος είχε αρχίσει να συλλέγει από τον Μάρτιο (που περιελάμβανε μεταξύ άλλων Λατίνους, Ούγγρους, Σέρβους και Βούλγαρους μισθοφόρους, καθώς και Κουμάνους και Τούρκους ιππείς) έφτασε υπό την ηγεσία του Αλέξιου Στρατηγόπουλου στην Θεσσαλονίκη και προστέθηκε στις δυνάμεις του Ιωάννη Παλαιολόγου.

[Nicol, Last, 29] But in August 1258 he [Theodore II Laskaris] died of the illness which had clouded his vision. He left his empire to his eight-year-old son, John Laskaris, under the regency of the Patriarch Arsenios and his own trusted administrator, George Mouzalon. […] The aristocracy had been summoned to the Empror’s deathbed and made to swear an oath of loyalty to a regent they despised. Only ten days later their pent-up bitterness broke out. A conspiracy was formed and, during a memorial service for the Emperor in September 1258, George Mouzalon and his brother were murdered at the altar.

By common consent of the disprized nobility the regency for the infant John Laskaris now passed to a young and vigorous member of their own class, Michael Palaiologos. The Palaiologos family had moved in high circles in Byzantium since the eleventh century. […] His father Andronikos Palaiologos had been sent to govern Thessalonica and had then been appointed Grand Domestic or commander-in-chief of the armies of Nicaea by John Vatatzes, in whose palace Michael had been brought up. […] George Akropolites, who was his [Michael’s] tutor for a while, observed how easily the young man could suit his character to his company, playing the sweet, gay and clever youth with those of his own age, and the mature, wise and responsibleman with his elders. He was ambitious, but his charm and versatility made him popular among his own class […] Michael soon showed himself to be a brilliant soldier and a courageous leader on the field of battle. He was liked by his troops, not least by the Latin mercenaries whose pay had been docked by Theodore Laskaris and whose ranks he came to command as Grand Constable. […] His part in the conspiracy to murder the regent George Mouzalon is difficult to assess though easy to surmise. The agents of the deed were, after all, the Latinmercenaries whose commander was Michael himself. Nor were the assassins punished for their crime by the new regent of the Empire. […] Michael Palaiologos was elected regent and guardian of the boy Emperor. The choise was hailed by the army, by the Church and by the common people, for Michael was evidently the man best qualified to defend the Empire of Nicaea against its enemies. […] In the last four months of 1258 Michael was elevated to the more exalted rank of Grand Duke, and then, having been careful to win the approval of the Patriarch and bishops, to that of Despot, which was next in order to that of Emperor. Finally, in December, […] Michael was proclaimed Emperor. Soon after the start of the year 1259 the Patriarch performed the double coronation of Michael VIII Palaiologos and John IV Laskaris. It did not pass unnoticed that Michael was crowned first.

In the last months of 1258 it was certainly true that the Empire of Nicaea needed an experienced soldier at its head. The coalition of Michael of Epiros with William of Achaia and Manfred of Sicily seemed likely to threaten the possession not only of Thessalonica but even Cosntantinople itself. As soon as he became regent Michael Palaiologos posted reinforcements to Thessalonica under the command of his own brother John, whom he had promoted in rank. In an effort to break up the coalition he sent separate embassies to each of the three parties concerned. They had by then made their plans and the prospect before them was too promising to be laid aside.

[…] Early in 1259, equiped now with all the authority of a Byzantine emperor, Michael made preparation for war on a scale that would have been beyond the imagination of his predecessor. In March a great army was assembled in Thrace. It included mercenary contingents from Hungary, Serbia and Bulgaria, as well as Turkish and Cuman horsemen. By the time it reached Thessalonica, however, the advance guard under John Palaiologos had already struck the first blow against the enemy by surprising Michael of Epiros and his army in the region of Kastoria and driving them across the mountains to the coast. The fortified town of Berat in Albania had been captured. The Despot of Epiros, surprised but not defeated, reassembled his forces at Avlona on the Albanian coast. He then called on the help of his ally across the water. […] Manfred quickly honoured his agreement by sending over 400 German knights to fight for his father-in-law.

Meanwhile his other ally, William of Achaia, had brought his own feudal levy over from the Morea, and the Despot’s son John Doukas had collected an army in Thessaly.

Η στιγμή της μεγάλης σύγκρουσης μεταξύ των Νικαιατών και της Αντινικαιακής Συμμαχίας είχε φτάσει!

Αυτή η σύγκρουση είναι γνωστή ως Μάχη της Πελαγονίας (τέλη Ιούλιου 1259).

Η Gill Page στην σελίδα 200 αναφέρεται στην εθνοτική σύσταση του Μοραΐτικου στρατεύματος που έφερε ο Πρίγκηπας Αχαΐας Γουλιέλμος στην Πελαγονία, παραθέτοντας τις αναφορές από τον Ακροπολίτη και από την Ελληνική και Γαλλική εκδοχή του Χρονικού του Μορέως. Ο Γουλιέλμος, έχοντας γεννηθεί στην Πελοπόννησο ήταν δίγλωσσος. Το ελληνικό χρονικό γράφει ότι μετά την ήττα διαπραγματεύτηκε με τους Νικαιάτες «στα Ρωμαϊκά», ενώ το γαλλικό χρονικό γράφει ότι μιλούσε τα «Γραίκικα» auques bien (= αρκετά καλά).

Moreots-Pelagonia

Ο Ακροπολίτης γράφει (83) ότι ο «Ἁχαΐας πρίγκιψ» Γουλιέλμος έφερε όλον τον στρατό του που αποτελούνταν «από το το Φραγκικό γένος και από τους Ρωμαίους που κατοικούν στην Αχαΐα/Πελοπόννησο ως υποτελείς του, οι περισσότεροι από τους οποίους ήταν Λάκωνες». Αυτό το χωρίο έχει ενδιαφέρον γιατί ο Ακροπολίτης κάνει χρήση της εθνοτικής Ρωμαϊκής ταυτότητας κατά Page. Κατά κανόνα, στην ιστορία του ο Ακροπολίτης προσπαθεί να κάνει νικαιακή προπαγάνδα χρησιμοποιώντας το εθνωνύμιο «Ῥωμαῖοι» με την πολιτική σημασία μόνο για τους Νικαιάτες. Οι Ηπειρώτες κατά κανόνα απορωμαιοποιούνται για λόγους προπαγάνδας και αποκαλούνται «οι άνδρες του αποστάτη Μιχαήλ», «οι δυτικοί», «οἱ ἐνάντιοι τῶν Ῥωμαίων» κλπ. Εδώ του ξεφεύγει μία εθνοτική χρήση του εθνωνυμίου για να προσδιορίσει ως Ρωμαίους άτομα που όχι μόνο δεν είναι υπήκοοι του αυτοκράτορα της Νίκαιας, αλλά πολέμησαν στην Πελαγονία εναντίον του νικαιακού στρατού.

[Ακροπολίτης, 81] Ὁ δὲ ἀποστάτης Μιχαὴλ ἐπεί περ ἑώρα ἤδη οὐκ εἰς καλὸν ἀποβῆναι μέλλειν τούτῳ τὰ πράγματα, ἀντιστῆ ναι ταῖς βασιλικαῖς δυνάμεσιν ἐβεβούλευτο, καὶ πᾶσαν μηχανὴν καὶ πάντα κάλων, τὸ τῆς παροιμίας, κεκίνηκε. καὶ τοὺς μὲν οἰκείους ἁπαξαπλῶς συλλέγδην πάντας συν ήθροισε, συμμαχίαν δὲ οὐ σμικρὰν παρὰ τοῦ ῥηγὸς Σικελίας τοῦ γαμβροῦ αὐτοῦ προσελάβετο· ἀπηρίθμηντο γὰρ οὗτοι εἰς τετρακοσίους ἱππότας, ὅπλοις ἐχυροῖς κατάφρακτοι καὶ ὑψαύχεσιν ἵπποις καὶ ἀγερώχοις ἐποχούμενοι, ἕκαστος τούτων τῶν ἐκ τοῦ σφετέρου γένους ἐκκρίτων τυγχάνοντες. ἅτερος δὲ τούτου γαμβρὸς ὁ Ἀχαΐας πρίγκιψ τὴν πᾶσαν αὐτοῦ στρατιὰν συλλεξάμενος διἑαυτοῦ τὴν πρὸς τὸν αὐτοῦ πενθερὸν συμμαχίαν πεποίηται. ἦγε δὲ οὗτος ἀπειροπληθὲς τὸ ὁπλιτικόν· ἔκ τε γὰρ τοῦ Φραγγικοῦ γένους ἐτύγχανε καὶ ἐκ τῶν οἰκητόρων Ῥωμαίων Ἀχαΐας τε καὶ Πελοποννήσου, ὧν οὗτος ἦρχεν· οἱ πλείους δὲ τοῦ τῶν Λακώνων ὑπῆρχον γένους. Συνήθροιστο γοῦν παμπληθὴς στρατιά, καὶ κατὰ τοῦ αὐταδέλφου τοῦ αὐτοκράτορος τοῦ σεβαστοκράτορος Ἰωάννου τὴν ὁρμὴν ἐποιοῦντο. ὁ δὲκαὶ γὰρ εἶχε τὰς συμβουλὰς ἀγαθὰς ἐκ τοῦ αὐταδέλφου καὶ βασιλέωςστρατηγικῶς τοὺς ἀντιπάλους μετήρχετο. ἐκεῖνος μὲν γὰρ μετὰ τῶν καταφράκτων καὶ θώραξι κεχρημένων δυνάμεων τὰ ἐχυρώτερα τῶν τόπων ἐκράτει, τοῖς δὲ ἐλαφροτέροις τῶν ὁπλιτῶν καὶ οἷς τὸ κινεῖσθαι ῥᾷον ὡς κουφοτέροις τὴν κατὰ τὰς πεδιά δας μάχην πεποιῆσθαι πρὸς τοὺς ἀντιπάλους προστέταχεν. ἦσαν δὲ οὗτοι οἱ μὲν ἐκ Σκυθῶν οἱ δὲ ἐκ Τούρκων, πολλοὶ δὲ καὶ ἐκ τῶν Ῥωμαϊκῶν φύλων, οἷς καὶ μᾶλλον ἡ τοξεία τὸ ἐπιτήδευμα.

Το «μοραΐτικο φουσσάτο» του πρίγκιπος Ἀχαΐας Γουλιέλμου «ἔκ τε γὰρ τοῦ Φραγγικοῦ γένους ἐτύγχανε καὶ ἐκ τῶν οἰκητόρων Ῥωμαίων Ἀχαΐας τε καὶ Πελοποννήσου, ὧν οὗτος ἦρχεν· οἱ πλείους δὲ τοῦ τῶν Λακώνων ὑπῆρχον γένους»(δηλαδή αποτελούνταν από Φράγγους και Ρωμαίους).

Από την άλλη, οι Νικαιακές «ελαφρότερες» δυνάμεις (ψιλοί τοξότες) «ἦσαν δὲ οὗτοι οἱ μὲν ἐκ Σκυθῶν οἱ δὲ ἐκ Τούρκων, πολλοὶ δὲ καὶ ἐκ τῶν Ῥωμαϊκῶν φύλων» (Σκύθες, Τούρκοι, Ρωμαϊκά φύλα).

Η αγγλική μετάφραση του χωρίου από την Ruth Macrides και οι σημειώσεις της:

Macrides-81

Οι «Φράγγοι τε και Ρωμαίοι» καβαλλάριοι του Μοραΐτικου φουσσάτου και τα «ρωμαίϊκα» στα οποία διαπραγματεύτηκε ο αιχμαλωτισμένος Γουλιέλμος με τον Σεβαστοκράτορα Ιωάννη Παλαιολόγο μετά την μάχη, από την ελληνική εκδοχή του Χρονικού του Μορέως:

[` 294] Κι ἀφῶν εἶδεν ὁ πρίγκιπας ὅτι ἔφυγε ὁ Δεσπότης
κ᾿ ἐγνώρισε εἰς πληροφορίαν τὸ ἔργον τὸ τοῦ ἐποῖκεν,
κ᾿ ἔμεινεν στὴν Πελαγονίαν οὕτως ἀπεργωμένος,
μόνον μὲ τὰ φουσσᾶτα του ὅπου εἶχε ἐκ τὸν Μορέαν,
κ᾿ ἔξευρεν ὅτι ἔρχετον τοῦ βασιλέως ὁ στόλος
μὲ τὸν Σεβαστοκράτοραν διὰ νὰ τὸν πολεμήσουν·
ὡς φρόνιμος κ᾿ εὐγενικὸς ὅπου ἦτον καὶ στρατιώτης,
κράζει τοὺς κεφαλᾶδες του, τοὺς πρώτους τοῦ φουσσάτου
καὶ ὅλους τοὺς καβαλλαρίους, Φράγκους τε καὶ Ρωμαίους,
καὶ ἄρξετον νὰ τοὺς λαλῇ καὶ νὰ τοὺς συντυχαίνῃ,

[` 308] Καὶ ὅσον ἀποπλήρωσεν ἐτοῦτα ὅπου σᾶς λέγω,
ὁ πρίγκιπας, ὡς φρόνιμος, ρωμαίϊκα τοῦ ἀπεκρίθη·
«Κύρης μου σεβαστοκράτορα καὶ γυναικάδελφέ μου,
πολλὰ ἔχεις τὴν προτίμησιν μεγάλην ἀπὸ ἐμέναν
νὰ λέγῃς καὶ νὰ πολεμῇς, διατὶ εἶμαι εἰς φυλακήν σου.

Πάμε τώρα στην Μάχη της Πελαγονίας.

Οι πηγές μας λένε ότι κάποιοι Φράγκοι ιππότες προσέβαλαν την γυναίκα του Ιωάννη του Νόθου (κόρη του Μεγαλοβλαχίτη = Θεσσαλού Ταρωνά) και, όταν ο τελευταίος πήγε να διαμαρτυρηθεί στον Γουλιέλμο, ο πρίγκιψ Αχαΐας τον προσέλαβε αποκαλώντας τον «άσημο μπάσταρδο» (low-born bastard). Τότε ο Νόθος αυτομόλησε στο αντίπαλο στρατόπεδο και παρέδωσε την Θεσσαλία στην Αυτοκρατορία της Νίκαιας. Όταν ο Δεσπότης Μιχαήλ έμαθε ότι ο γιος του Ιωάννης αυτομόλησε διέταξε τις ηπειρωτικές δυνάμεις του να αποχωρήσουν εν νυκτί. Έτσι έμειναν να πολεμήσουν μόνοι τους οι Μοραΐτες του Γουλιέλμου και οι Γερμανοί  του Μανφρέδου. Η μάχη έληξε με νίκη των Νικαιατών, οι οποίοι αιχμαλώτησαν και τους ιππότες του Μανφρέδου και τον ίδιο τον πρίγκηπα Γουλιέλμο κάπου κοντά στην Καστοριά. Στη συνέχεια ο νικαιακός στρατός διαιρέθηκε στα δύο και, το ένα κλάσμα υπό την ηγεσία του Ιωάννη Παλαιολόγου έφτασε στην Θεσσαλία, ενώ το άλλο κλάσμα υπό την ηγεσία του Στρατηγόπουλου εισέβαλε στην Ήπειρο και κατέκτησε την Άρτα. Ο Δεσπότης της Ηπείρου Μιχαήλ Β΄ και η οικογένειά του κατέφυγαν στην Κεφαλονιά.

[Nicol, Last, σλδ 32] The Despot Michael’s son John was provoked to anger by some ofthe French knights andthen taunted as a low-born bastard by William of Villehardouin. He deserted to the enemy. Michael himself, and his other son Nikephoros, abandoned their allies in the night. What battle there was at Pelagonia, apart from the preliminary skirmishes, was fought between John Palaiologos on the one side and the French and German cavalry of Villehardouin and Manfred on the other. They fought with the desperation of men betrayed, but they were outclassed. Some escaped but many were captured. Manfred’s knights were rounded up and surrendered. Villehardouin was found hiding near Kastoriòa and taken prisoner. John Palaiologos followed up his victory by marching into Thessaly, while his colleague, Alexios Strategopoulos, invaded Epiros and captured Arta. Michael of Epiros with his son Nikephoros took refuge in the offshore island of Cephalonia.

Και ενώ εκείνη τη στιγμή όλα έδειχναν πως είχε έρθει το τέλος του Δεσποτάτου της Ηπείρου, έναν χρόνο αργότερα, ο Δεσπότης Μιχαήλ επέστρεψε στην Άρτα, ο γιος του Νικηφόρος γύρισε από την Σικελία με ενισχύσεις και ο Ιωάννης Νόθος επέστρεψε στο ηπειρωτικό μαντρί (φέρνοντας φυσικά μαζί του και την Θεσσαλία). Ο Μιχαήλ Παλαιολόγος, έναν χρόνο μετά την μάχη της Πελαγονίας έστειλε τον αδελφό του Ιωάννη στην Θεσσαλονίκη (πλέον με το αξλίωμα του Δεσπότη), για να φυλάξει τα σύνορα με το Δεσποτάτο της Ηπείρου.

[Nicol, Last, σλδ 32-3] It looked as if the Despotate of Epiros was no more. The battle of Pelagonia seemed to have settled the issue. [… But …] A sense of urgency was introduced into the situation by the news from Greece that the Despot of Epiros had already managed to undo much of the work done at Pelagonia. Rejoined by his repentant son John Doukas he had found his way back to his capital at Arta in 1260. His other son Nikephoros had collected a company of Italian soldiers from Manfred of Sicily. The inhabitants of Epiros had hailed the return of their native ruler with joy and enthusiasm, and the fallen fortunes of the Despotate were beginning to revive. The emperor Michael VIII took the precaution of sending his brother John, now dignified with the title of Despot, back to Thessalonica to keep guard again over the western approaches.

Ο μόνος χαμένος από την μάχη της Πελαγονίας ήταν το Φραγκικό Πριγκηπάτο της Αχαΐας, γιατί είχε χάσει τον ηγεμόνα του μαζί με πολλούς στρατιώτες. Η αιχμαλωσία του Γουλιέλμου  και των λογάδων του αποδείχτηκε πολύ καλό χαρτί για τους Νικαιάτες, γιατί το 1262 (όταν πια είχε ανακτηθεί η Κωνσταντινούπολη εδώ και ένα χρόνο), ο Γουλιέλμος και οι λογάδες άνδρες του απελευθερώθηκαν με αντάλλαγμα την παραχώρηση της Λακωνίας (Μονεμβασιά, Μυστράς και Μάνη) στους Ρωμαίους. Έτσι το 1262, οι Ρωμαίοι ανακτούν πρόσβαση στην Πελοπόννησο και ο Μυστράς γίνεται το ορμητήριο από το οποίο θα ξεκινήσει η σταδιακή ανάκτηση της Πελοποννήσου.

Το χειμώνα του 1260 ο Μιχαήλ Παλαιολόγος εστίασε όλες τις δυνάμεις του στην ανάκτηση της Κωνσταντινουπόλεως. Επειδή τα Ενετικά πλοία φρουρούσαν αποτελεσματικά την Προποντίδα, ο Μιχαήλ έκρινε πως χρειαζόταν επειγόντως ένα στόλο, γιατί πίστευε πως η ανάκτηση της Κων/πόλεως προϋπέθετε την εξουδετέρωση του Ενετικού στόλου. Τότε εμφανίστηκαν στην αυλή του οι Γενοβέζοι προτείνοντας στον Μιχαήλ την εξής συμφωνία: αν τους παραχωρούσε την πόλη της Σμύρνης και τα προνόμια και την ιδιοκτησία των Ενετών στα βυζαντινά μέρη, θα του έδιναν 50 πλοία. Στις 13 Μαρτίου 1261, η συμφωνία επικυρώθηκε με την Συνθήκη του Νυμφαίου.

Δυστυχώς, όταν ο Μιχαήλ  Παλαιολόγος υπέγραφε την Συνθήκη του Νυμφαίου δεν ήξερε ότι λίγους μήνες αργότερα θα έπαιρνε την Βασιλίδα των Πόλεων εντελώς απρόβλεπτα και τυχαία, χωρίς την ανάγκη του γενοβέζικου στολίσκου!

Τον Ιούλιο του 1261, καθώς ο Αλέξιος Στρατηγόπουλος είχε υπό την ηγεσία του μια μικρή ομάδα 800 ανδρών (οι περισσότεροι από τους οποίους ήταν Κουμάνοι) σε μια αποστολή ρουτίνας που αφορούσε την επίβλεψη της Ρωμαιο-Βουλγαρικής μεθορίου, έμαθε από γηγενείς «θεληματάριους» της Σηλυμβρίας (ο όρος «θεληματάριοι» είναι του Παχυμέρη και περιγράφει λατινοκρατούμενους εθνοτικούς Ρωμαίους, ασταθούς νομιμοφροσύνης, αλλά που βοηθούσαν κρυφά τους Ρωμαίους, όταν δεν είχαν φόβο να χάσουν το κεφάλι τους) ότι ο λατινικός στρατός της Κων/πόλεως και ο Ενετικός στόλος έλειπαν σε εκστρατεία και ότι η Κων/πολη ήταν εντελώς απροστάτευτη. Επιπρόσθετα, οι θεληματάριοι του έδειξαν ένα μυστικό πέρασμα από το οποίο μπορούσε να εισέλθει στην Κωνσταντινούπολη. Ο Στρατηγόπουλος μαζί με μια μικρή ομάδα εισήλθε νύχτα από το μυστικό πέρασμα και κατάφερε να ανοίξει από μέσα μια πύλη, από την οποία μπήκε το υπόλοιπο στράτευμα.

Η περιγραφή της Gill Page της κατηγορίας «θεληματάριοι» (σλσ 113-114):

thelematarioi

Εδώ έχουμε άλλη μια χρήση της εθνοτικής Ρωμαϊκής ταυτότητας. Οι θεληματάριοι δεν ήταν ούτε πολιτικοί Ρωμαίοι (= Νικαιάτες), ούτε η «γνώμη» τους ήταν μονίμως υπέρ των Ρωμαίων (= Νικαιατών). Ωστόσο ήταν εθνοτικά Ρωμαίοι λόγω καταγωγής, γλώσσας, θρησκείας κλπ («αὐτοῖς οὖσι Ῥωμαίοις»).

[Παχυμέρης] Ἦσαν δέ τινες κατοικοῦντες ἀπὸ Χρυσείας τε καὶ ἐπέκεινα, ἀνέτους τὰς γνώμας ἔχοντες, εἴτε πρὸς Ῥωμαίους εἴτε πρὸς Ἰταλοὺς ἐθέλοιεν ἀποκλίνειν, τῶν μὲν Ῥωμαίων προσκειμένων αὐτοῖς οὖσι Ῥωμαίοις, τῶν δἸταλῶν φυλακὴν ἐκ τούτων πιστευόντων ἔχειν διὰ τὸ πρὸς αὐτοὺς σύνηθες· οὐ γὰρ ἦν ἑτέροις πιστεύειν. Τὸ δὲ καὶ τοὺς κατοικοῦντας ἐκδιῶξαι, μὴ καὶ κίνδυνος ἐκ τῆς ἐρημίας προσέσται. Ἦσαν γοῦν μεταξὺ Ῥωμαίων καὶ Ἰταλῶν καὶ διὰτοῦτο ἐκέκληντο καὶ θεληματάριοι, τὴν ἔξω τῆς πόλεως γῆν καρπιζόμενοι καὶ διαζῶντες ἐκεῖθεν καὶ παρἀμφοτέρων εἰς ἄνεσιν μένοντες, χρῃζόντων ἑκατέρων τῆς ἐκείνων ἀγάπης, ὡς ἄν γε μὴ βλάπτοιντο·

Η ανάκτηση της Πόλεως έγινε τόσο ξαφνικά, ώστε ο Λατίνος αυτοκράτορας Βαλδουίνος Β΄ που κοιμόταν στο παλάτι των Βλαχερνών ίσα ίσα που πρόλαβε να μπουκάρει σε ενα ενετικό πλοίο που έφευγε για την Εύβοια, αφήνοντας πίσω τα αυτοκρατορικά του παράσημα (στέμμα και σκήπτρο).

Όταν η Ευλογία ξύπνησε τον αδελφό της Μιχαήλ Η΄ και του είπε τα νέα, ο τελευταίος νόμιζε ότι του έκανε πλάκα! 🙂

Τρεις εβδομάδες αργότερα (15 Αυγούστου 1261), ο Μιχαήλ Η΄ μπήκε για πρώτη φορά στη ζωή του στην Κωνσταντινούπολη, οπου ο Πατριάρχης Αρσένιος τον έστεψε Αυτοκράτορα. Λίγους μήνες αργότερα, ο Μιχαήλ έβαλε να τυφλώσουν τον μικρό Ιωάννη Λάσκαρι (νόμιμος διάδοχος του πατέρα του Θεόδωρου Β΄ Λάσκαρι), για να μην προκύψουν προβλήματα διαδοχής στο μέλλον.

Η Βασιλίδα των Πόλεων ήταν πάλι Ρωμαϊκή! Η αυτοκρατορία της Νίκαιας, από αυτήν την στιγμή και μετά, δίνει την θέση της στην ανασυσταθείσα Παλαιολόγειο Αυτοκρατορία, η οποία γύρω στο 1261 είχε τα παρακάτω σύνορα:

map1261

[Nicol, Last, σλδ 33-37] In the winter of 1260 Michael VIII applied all his very considerable diplomatic and military talents to the recovery of Constantinople. Every frontier must be secured, every possible enemy pacified, and every contingency foreseen. Treaties were signed with the Seljuq Turks, the Mongols and the Bulgarians. But Michael’s greatest triumph was to discover allies who could help him break the Venetian defences of Constantinople by sea. The Genoese, ever the rivals of Venice in the trade of the eastern Mediterranean […] they were desperate to find new markets and eager to score over the Venetians in any quarter. If their own chroniclers are to be believed, it was the Genoese themselves who took the initiative in offering their services to the Emperor Michael. Had they not done so it seems probable that he would have invited them in any case. […] Negotiations took place in secret, and on 13 March 1261 a treaty was drawn up at Nymphaion where the Emperor had been spending the winter. It was ratified at Genoa on 10 July.

The Treaty of Nymphaion postulated a permanent alliance between Byzantines and Genoese directed against Venice. Genoa was to put up to 50 ships at the Emperor’s disposal. In return, assuming victory over the Venetian fleet at Constantinople, the merchants of Genoa were to inherit all the concessions formerly enjoyed by the Venetians in Byzantine waters. They would have the right to trade duty-free inall parts of the Byzantine Empire; they would have a monopoly of access to the ports of the Black Sea; they would be granted their own commercial quarter in Constantinople, in Thessalonica and in the other major ports of the Empire; and they would be given absolute possession of the city of Smyrna. All this was a heavy price to pay for the hire of 50 ships. […] For it [the Treaty of Nymphaion] laid the foundations of the Genoese commercial empire in the eastern Mediterranean and the Black Sea, […] After 1261 the trade and economy of Byzantium was to be at the mercy not of one Italian republic but of two, until the resources of the Empire were drained dry and its resistance was at an end.

It was an irony of history that the alliance between Nicaea and Genoa, designed to furnish the necessary ships for an attack on Constantinople, should ever have been concluded. For only a few weeks after it had been signed Constantinople fell without the help or the use of any fleet at all. The recovery of the capital, which had become the raison d’être of the Empire of Nicaea, was achived in the end almost by accident. In July 1261, when his latest truce with the Emperor Baldwin had still a month to run, Michael VIII had sent his general Alexios Stategopoulos with a small army over to Thrace. They were to patrol the Bulgarian frontier and spy out the defences of Constantinople on the land side. When he reached Selymbria on the coast some 30 miles west of the city, Strategopoulos learnt from some of the local farmers that almost all the Latin garrison and Venetian fleet were at the moment away on a raiding party in the Black Sea. The city lay undefended except by its massive walls. But Strategopoulos was told of a secret passage under the walls and of a spot where scaling-ladders could probably be erected. The opportunity seemed to good to miss, and in the dead of night Strategopoulos and some of his soldiers made their way, guided by the locals, under or over the walls. They surprised the guard at the Gate of the Fountain and hacked it open from inside before the alarm could be raised. On 25 July a Byzantine army was once again in possesion of a part of Constantinople.

[…] There was some fighting in the streets, but by the break of day it was seen that the Byzantines had taken control of the land walls. The Latin Emperor Baldwin was asleep in the Blachernai Palace at the northern end of the walls. He was roused by the noise and confusion, and as the Byzantine troops advanced upon him he gave up all hope and ran down to the harbour, where he boarded a Venetian merchant ship and sailed way to Euboia. His escape was so abrupt that he had no time to pack his crown and sceptre; they were found abandoned in the palace. To forestall the return of the Latins from the Black Sea, Strategopoulos acred on the advice of onw of the Greek inhabitants of the city and set fire to the buildings and warehouses of the Venetians along the Golden Horn; […] All that the Venetians could do was to salvage what was left from the flames and sail away. Refugees swarmed aoard the ships and the fleet made off for the Venetian island of Euboia.

[…] The Emperor Michael VIII was asleep in his camp at Meteorion some 200 miles away when the good news was brought to him. The first to hear it was his sister Eulogia. She woke him gently by tickling his toes and announced that he was master of Constantinople. At first Michael refused to believe the story.

[…] Not until three weeks later, when he had made fitting preparations for moving the seat of the Byzantine government back to its proper home, did Michael make the journey to Cosntantinople. On 15 August 1261, the Feast of the Dormition of the Virgin, he enetered the Golden Gate at the southwest corner of the city, and from there, after a prayer of thanksgiving, walked in solemn procession to the cathedral of St Sophia. It was through the Golden Gate that emperors returning in triumph from war were accustomed to re-enter their capital. But the entry of Michael Palaiologos, an emperor who had been born in exile and who had never seen the city, was of a different nature. […] When the liturgy had been celebrated in St. Sophia, the Patriarch Arsenios performed a second coronation ceremony. Michael and his wife Theodora were crowned Emperor and Empress, and their son, aged two, was proclaimed heir-presumptive to the throne. The legitimate Emperor, the young John IV Laskaris, had been left neglected in Nicaea. Within a few months he was to be blinded and confined to a castle on the Sea of Marmora. Tradition had it that blindness disqualified a man for the role of Byzantine Emperor. [ …] The dynasty of Laskaris, which had held the pass for 57 years, was to be repalced by the dynasty of Palaiologos.

Στις επόμενες αναρτήσεις θα περιγράψω το υπόλοιπο της βασιλείας του Μιχαήλ Η΄ Παλαιολόγου μέχρι τον θάνατό του το 1282. Η επόμενη (δεύτερη) ανάρτηση, ειδκότερα, θα έχει ως θέμα την πρώτη εξαετία μετά την ανάκτηση της Κωνσταντινούπολης (1261-1267).

3 Comments

Filed under Βυζαντινολογία, Ιστορία, Μεσαίωνας

Ο μύθος του «Ελληνικού Πολιτισμού» στο «Βυζάντιο» #3

Στην πρώτη ανάρτηση της σειράς εξέτασα την θέση της Ελληνικής Παιδείας κατά την προχασματική περίοδο (~350-550), ενώ στην δεύτερη ανάρτηση εξέτασα την μοίρα της Ελληνικής Παιδείας και της κοσμικής γραμματείας εν γένει κατά την χασματική περίοδο (640-800) και μίλησα για την αναζωπύρωση του ενδιαφέροντος για την Ελληνική Παιδεία κατά τον 9ο αιώνα.

Στην σημερινή ανάρτηση θα περιγράψω την θέση της Ελληνικής Παιδείας κατά την μεταχασματική περίοδο (800-1204) και στο τέλος θα καταλήξω σε κάποια γενικά συμπεράσματα.

Η μεταχασματική περίοδος

Τα τρία βασικά σημεία που πρέπει κάποιος να κατανοήσει για την «Ελληνική Παιδεία» κατά την μεταχασματική περίοδο είναι:

  1. ότι αυτή χαρακτηρίζεται ρητά «θύραθεν/έξωθεν», δηλαδή «ξένη».
  2. ότι αυτή ήταν προσιτή μόνο σε μία ισχνή μειοψηφία λογίων
  3. ότι αυτή η ισχνή μειοψηφία λογίων τηρούσε μια «ντεκαφεϊνέ» στάση στην πρόσληψη της Ελληνικής Παιδείας.

Σύμφωνα με μια εκτίμηση αριθμών που παρουσιάζει ο Ιωάννης Στουραΐτης, κατά τον 10ο αιώνα (δηλαδή έναν αιώνα μετά την αναζωπύρωση του ενδιαφέροντος), σε έναν συνολικό πληθυσμό 18 εκατομμυρίων, υπήρχαν μόνο 300 άτομα που μπορούσαν να διαβάσουν την Αρχαία Γραμματεία. Με άλλα λόγια, σύμφωνα με αυτήν την εκτίμηση, στο «Βυζάντιο» του 10ου αιώνα υπήρχε ένας αττικίζων για κάθε 60.000 άτομα. Ακόμα και αν στρογγυλέψουμε προς τα πάνω αυτήν την εκτίμηση, θεωρώντας ότι υπήρχαν 1000 αττικίζοντες σε 10 εκατομμύρια πληθυσμό, αυτό σημαίνει ότι η Ελληνική Παιδεία ήταν προσβάσιμη μόνο στο 0,01% του πληθυσμού (1/10.000) και παρέμενε εντελώς απρόσβατη στο υπόλοιπο 99,99% του πληθυσμού.

Στο ίδιο άρθρο του Στουραΐτη, το ποσοστό γενικού εγγραμματισμού (δηλαδή η ικανότητα γραφής και ανάγνωσης στην «λιτή» ~ «κοινή/χυδαία» ~ «ιδιώτιδα» γλώσσα) εκτιμάται στο 15-20% πιο αισιόδοξη εκτίμηση).

Stouraitis-literacy

Έξω από το Πανδιδακτήριον/Εκπαιδευτήριον της Μαγναύρας και έξω από τα θέατρα λογίων της Κωνσταντινουπόλεως του 12ου αιώνα, ο πραγματικός βυζαντινός κόσμος είναι αυτός όπου ο Λέων ο Σοφός στα Τακτικά του (~900) συμβουλεύει τον Θεματικό Στρατηγό αν είναι δυνατόν να επιλέξει εγγράμματους για την θέση του Τουρμάρχη, ιδίως για την θέση του υποστρατήγου (ο πρεσβύτερος εκ των τριών τουρμαρχών).

[Τακτικά, 4.45] νῦν δὲ τῇ συνηθείᾳ καλούμενοι τουρμάρχαι. Καὶ τούτους φρονίμους καὶ εὐτάκτους εἶναι καὶ ἐναρέτους καὶ ἐμπείρους, εἰ δυνατόν, εἰδότας καὶ γράμματα, καὶ μάλιστα τὸν τοῦ μέσου μέρους, τὸν λεγόμενον ὑποστράτηγον.

Γράφει ο Καλδέλλης στις σελίδες 137-8 του “Hellenism in Byzantium”:

small-elite

Η ισχνή μειοψηφία λογίων που είχε την δυνατότητα πρόσβασης στην Αρχαία Γραμματεία χαρακτηρίζεται από μία «ντεκαφεϊνέ» στάση στο θέμα της πρόσληψης της Ελληνικής Παιδείας. Τον εύστοχο όρο «ντεκαφεϊνέ» τον βρήκα στον Καλδέλλη που, με την σειρά του, τον πήρε από τον A.H. Armstrong. «Ντεκαφεϊνέ» στάση σημαίνει πως θέλω την «γεύση», χωρίς τις [βλαβερές/επικίνδυνες] παρενέργειες της «ουσίας». Οι θεμελιωτές της «ντεκαφεϊνέ» στάσης προς την Ελληνική Παιδεία είναι ο Μέγας/Άγιος Βασίλειος της Καισαρείας και ο Άγιος Γρηγόριος ο Ναζιανζηνός που στα γραπτά τους εξηγούν την «έμφιλτρη» πρόσληψη (σαν την μέλισσα που συλλέγει το νέκταρ των ανθών αποφεύγοντας τα αγκάθια, έτσι και εμείς πρέπει να κρατάμε το «χρήσιμο» και να απορρίπτουμε το «άχρηστο/επικίνδυνο» της Ελληνικής Παιδείας).

Γράφει ο Καλδέλλης στην σελίδα 164 του Hellenism in Byzantium:

decaffeinated

Προσέξτε την υποσημείωση 122 του Καλδέλλη, όπου ο Βασίλειος παρομοιάζει την «θύραθεν/ἔξωθεν» Ελληνική Παιδεία με την γυναίκα ενός άλλου άνδρα! Κατά συνέπεια, η ενασχόληση με την Ελληνική Παιδεία παρομοιάζεται με το αμάρτημα της μοιχείας: μπορεί μεν να προσφέρει «τέρψη» σε αυτόν τον εφήμερο και επιχθόνιο βίο, αλλά είναι παραβίαση της -υποτίθεται- θεϊκής εντολής «οὐ μοιχεύσεις» και, κατά συνέπεια, είναι κάτι που –ἄνευ μετανοίας– οδηγεί στην Κόλαση. 🙂

Η συνέπεια αυτής της «έμφιλτρης/ντεκαφεϊνέ» λόγιας χριστιανικής στάσης στην Ελληνική Παιδεία, ήταν η παρεμπόδιση της πλήρους αποδοχής του περιεχομένου της: Μελετούμε -“εμείς” οι «τρεις κι ο κούκος» βυζαντινοί λόγιοι– την «έξωθεν/θύραθεν» Ελληνική παιδεία ως Ρητορική και Γραμματική, δηλαδή ως μέσο βελτίωσης και εκλεπτισμού του γλωσσικού μας ύφους, αλλά απορρίπτουμε το ιδεολογικό της περιεχόμενο που έρχεται σε αντίθεση με τις χριστιανικές μας πεποιθήσεις.

Ο Καλδέλλης περιγράφει αυτήν την «έμφιλτρη/ντεκαφεϊνέ» στάση με τα παρακάτω λόγια:

[45:45-46:30]

Ο Steve Balch τον ρωτάει αν οι Βυζαντινοί λόγιοι έφτασαν σε σημείο να συμβιβάσουν την χριστιανική τους πίστη με τις ιδέες των [αρχαίων] Ελλήνων στοχαστών και ο Καλδέλλης απαντά:

«Αυτό συνέβη μόνο σε περιθωριακές/μεμονωμένες περιπτώσεις. Οι Βυζαντινοί λόγιοι και θεολόγοι ήταν σε γενικές γραμμές σαφείς ότι, όταν υπάρχει διαφωνία, το χριστιανικό δόγμα είναι το «ορθό» και οι [αρχαίοι] Έλληνες στοχαστές «σφάλλουν». Και αυτή είναι η γενική γραμμή. Θα χρησιμοποιήσουμε ότι είναι χρήσιμο και βολικό από τον Αριστοτέλη, θα διαβάσουμε τον Πλάτωνα επειδή μας αρέσει το όμορφο Αττικό του ύφος (το οποίο θέλουμε να μιμηθούμε), αλλά ΔΕΝ θα πάρουμε «στα σοβαρά» τις ιδέες τους. Και αυτή μάλλον ήταν η κυρίαρχη και κοινώς αποδεκτή στάση [των βυζαντινών λογίων] στο θέμα. Δεν υπήρξε ποτέ [στο Βυζάντιο] κάποια διάθεση συστηματικής και ενδελεχούς μελέτης [του αρχαιοελληνικού στοχασμού] με σκοπό την κατανόησή του

Παράδειγμα αυτής της στάσης βρίσκουμε στον Λέοντα τον Διάκονο. Παρόλο που έγραψε μία κλασικίζουσα ιστορία η οποία δείχνει ένα άριστο αττικό ύφος και επιμελή γνώση του Ομήρου, του Θουκυδίδη και του Ηροδότου (έχοντας όμως ως βασικό μιμητικό πρότυπο τον Αγαθία και, σε μικρότερο βαθμό, τον Προκόπιο), όταν -με αφορμή έναν σεισμό στην Κλαυδιούπολη της Γαλατίας- ο Λέων φτάνει σε σημείο να ερμηνεύσει το φαινόμενο του σεισμού («κλόνος, ἔνοσις»), τότε απορρίπτει τις εἰκαιομυθίες = «παπαρολογίες» των Ελλήνων (πολυθεϊστών στοχαστών) και των Μαθηματικών (εἰκαῖος = άσκοπος, άχρηστος) και προτιμά να συμβαδίσει με τον θείο Δαβίδ, ερμηνεύοντας τον σεισμό ως «επισκοπή» (=επίσκεψη) του Θεού στην γη.

[4.9] Κλαυδιούπολιν τε, τὸ εὐδαιμονέστατον χωρίον τῶν Γαλατῶν, τότε συνέβη, κατεριπωθεῖσαν ἐκ τῆς ἀνυποστάτου κινήσεως καὶ ἐνόσεως, αἰφνίδιον τῶν οἰκητόρων τάφον γενέσθαι, […] Αἴτιον δὲ τῆς τοσαύτης ἐνόσεως καὶ κινήσεως ἀτμοὺς μὲν οἱ μαθηματικοὶ καὶ ἀναθυμιάσεις μυθολογοῦσι τινας, […] ἀλλὰ ταῦτα μὲν ἡ τῶν Ἑλλήνων εἰκαιομυθία πρὸς τὸ ταύτῃ δοκοῦν ἐξηγήσατο. Ἐγὼ δὲ τῷ θείῳ Δαβίδ συνεπόμενος, ἐπισκοπῇ φαίην τοῦ Θεοῦ πρὸς ἡμᾶς τὸν τοσοῦτον κλόνον ἐγγίνεσθαι,

Ο μόνος «τολμηρός» Βυζαντινός λόγιος σε αυτό το θέμα ήταν ο Μιχαήλ Ψελλός (και, αργότερα, ο μεταβυζαντινός και ακόμα πιο ριζοσπαστικός -αλλά και πιο χαοτικός- Γεώργιος Γεμιστός-Πλήθων). Ο Ψελλός ήταν ο μόνος βυζαντινός λόγιος που τόλμησε να επεκτείνει την «έμφιλτρη/ντεκαφεϊνέ» στάση ΚΑΙ στο Χριστιανικό Δόγμα, καταλήγοντας στο συμπέρασμα πως τόσο ο Ελληνισμός ΟΣΟ ΚΑΙ ο Χριστιανισμός είναι μείγματα αλήθειας και ψεύδους και είναι το χρέος του νουνεχούς ανθρώπου ν΄αποδεχτεί την αλήθεια και ν΄απορρίψει το ψεύδος ΣΕ ΑΜΦΟΤΕΡΑ τα είδη σοφίας. Με άλλα λόγια, ο Ψελλός προσπάθησε ν΄αποδομήσει την πολική αντίθεση Ελληνικής και Χριστιανικής Σοφίας, μέσα από το κριτικό φιλτράρισμα αμφοτέρων. Δυστυχώς, ο Ψελλός όχι μόνο δεν είχε διαδόχους, αλλά προκάλεσε την αντίδραση των επίσημων φορέων (κυβέρνηση, εκκλησία), οι οποίοι έκαναν την μελέτη της Ελληνικής Φιλοσοφίας ακόμη πιο στείρα, θέτοντάς την υπό την αυστηρή επίβλεψή τους. Έτσι, μετά τον Ψελλό, ο μαθητής και διάδοχός του στην θέση του «Ύπατου των Φιλοσόφων» Ιωάννης ο Ιταλός αφορίζεται, ενώ ο αυτοκράτορας Αλέξιος Κομνηνός, όταν είδε ότι η μικρή του προφυρογέννητη κόρη Άννα είχε πέσει «με τα μούτρα» στην μελέτη της Ελληνικής Παιδείας, της απαγόρεψε την περαιτέρω μελέτη της Ρητορικής και Γραμματικής, φοβούμενος την διαφθορά της ψυχής της.

Οι παρακάτω σελίδες είναι από το Hellenism in Byzantium του Καλδέλλη.

Psellos-deconstruction

Όπως παραδέχεται ο Μιχαήλ Ψελλός «ανέστησα μόνος μου την εδώ και καιρό νεκρή φιλοσοφία» και «φιλοσοφώ μοναχός σε αφιλόσοφους καιρούς». Ο φίλος και συνάδελφος του Ψελλού Ιωάννης Ξιφιλινός (ο μετέπειτα Πατριάρχης), που δίδασκε «Νομική» στην ίδια σχολή με τον Ψελλό, γράφει σε μια επιστολή του προς τον Ψελλό «χάνεις άσκοπα τον χρόνο σου με τον Πλάτωνά σου και τους άλλους Έλληνες [στοχαστές]». Ο Ψελλός κλήθηκε για Ομολογία Πίστεως δύο φορές από τους επίσημους φορείς (Παλάτι, Πατριαρχείο).

Psellos-alone

Pesellos-Xiphilinos

Γράφει ο Ψελλός για την εδώ και καιρό νεκρή μελέτη της Φιλοσοφίας που καυχιέται ότι μόνος του ανέστησε:

Psellos-nama

[Χρονογραφία, 6.37] καί μοι συμμαρτυρήσετε οἱ τήμερον τὸν λόγον ἀναγινώσκοντες, ὅτι ἐκπνεύσασαν τὴν σοφίαν καταλαβὼν ὅσον ἐπὶ τοῖς μετέχουσιν, αὐτὸς ἀνεζωπύρησα οἴκοθεν, οὔτε διδασκάλοις ἀξιολόγοις περιτυχὼν, οὔτε σπέρμα σοφίας ἐν τῇ Ἑλλάδι ἢ τῇ βαρβάρῳ τὸ ξύμπαν διερευνησάμενος εὑρηκώς·

[Χρονογραφία, 6.42-3] καὶ εἴ μέ τις, λέγω δὲ ἁπλῶς καὶ οὐ κομψευόμενος, ἐπαινεῖν ἐπὶ τοῖς λόγοις βούλοιτο, μήμε ἐντεῦθεν, μηδὅτι πολλοῖς βιβλίοις ὡμίλησα, οὐ γὰρ ἐκ φιλαυτίας ἠπάτημαι, οὐδὲ τὸ ἐμὸν μέτρον ἠγνόηκα, ὅτι πολλοστόν ἐστι τῶν ὑπὲρ ἐμὲ σοφιστευσάντων ἢφιλοσοφησάντων, ἀλλὅτι μὴ ἐκ ῥεούσης πηγῆς εἴ τίμοι σοφίας μέρος συνείλεκται ἠρα νισάμην, ἀλλἐμπεφραγμένας εὑρηκὼς ἀνεστόμωσά τε καὶ ἀνεκάθηρα, καὶ ἐν βάθει που τὸ νᾶμα κείμενον σὺν πολλῷ ἀνείλκυσα πνεύματι.

Νῦν γὰρ οὔτε Ἀθῆναι, οὔτε ἡ Νικομήδεια, οὔτε ἡ πρὸς Αἰγύπτῳ Ἀλεξάνδρεια, οὔτε Φοινίκη, οὔτε μὴν ἑκατέρα Ῥώμη, ἥ τε πρώτη καὶ ἥττων καὶ ἡ μετἐκείνην καὶ κρείττων, οὔτἄλλη τις πόλεων ἐπί τινι τῶν λόγων σεμνύνεται τανῦν, ἀλλὰ καὶ αἱ χρυσίτιδες φλέβες καὶ αἱ μετἐκείνας καὶ ἀργυρίτιδες, καὶ εἴ τινες ἄλλαι τῆς ἀτιμοτέρας τούτων ὕλης, ἐμπεφραγμέναι ξύμπασαι πᾶσι τεθέανται·

Ο Ψελλός λοιπόν, «χωρίς να θέλει να κομπαστεί, χωρίς να έχει χάσει την αίσθηση του μέτρου και χωρίς να έχει εξαπατηθεί από φιλαυτία», ισχυρίζεται ότι μόνος του και χωρίς να έχει βοηθηθεί από κάποιον δάσκαλο, «ανεστόμωσε και ανεκαθάρισε τις εμπεφραγμένες πηγές» επιτρέποντας την επανεκροή του «νάματος» της φιλοσοφίας και αναζωπυρώνοντας την μελέτη της.

Ο Καλδέλλης γράφει πως ο μόνος λόγος που ο 11ος αιώνας θεωρείται περίοδος «πνευματικής αναγέννησης» είναι ο Ψελλός. Χωρίς τον Ψελλό, ο 11ος αιώνας θα ήταν ένας από τους πιο πνευματικά άτονους αιώνες του Βυζαντίου. «Ο Ψελλός ήταν ο μοναδικός προφήτης του [διανοητικού] Ελληνισμού της εποχής του», χωρίς φυσικά να έχει την παραμικρή διάθεση εθνοτικής ταύτισης με τους αρχαίους Έλληνες.

Psellos-11thce

Επομένως, τι ακριβώς «αναζωπύρωσαν» οι Βυζαντινοί λόγιοι κατά τον 9ο αιώνα, όταν διαβάζουμε στις πηγές για διδαχή της Φιλοσοφίας στην Μαγναύρα και για τον «Λέοντα τον Φιλόσοφο ή Μαθηματικό ή Έλληνα»;

Η αλήθεια είναι πως δεν πρέπει να περιμένουμε πολλά πράγματα. Το μόνο σίγουρο είναι ότι δημιουργήθηκε πάλι μια μεταχασματική ομάδα κοσμικών διαχειριστών της Αρχαίας Γραμματείας, η οποία όμως θα φτάσει στο ζενίθ της μόνο κατά τον 12ο αιώνα. Αναζωπυρώθηκε το ενδιαφέρον συλλογής και αντιγραφής των «χρησίμων βιβλίων», όπως ομολογεί και ο Φώτιος, αλλά πάντοτε με την «έμφιλτρη/ντεκαφεϊνέ» στάση να δεσπόζει αδιαμφισβήτητη.

Ο κυρίαρχος ορισμός της φιλοσοφίας που επανεμφανίζεται εδώ και εκεί κατά την περίοδο ~500-1000, είναι αυτός που θέλει την Φιλοσοφία ως ανόρθωση των ηθών και αναζήτηση της Αλήθειας, προσδιορίζοντας τους Έλληνες και Ιουδαίους ως «αποτυχημένους φιλοσόφους», επειδή φιλοσόφησαν χωρίς τον Χριστό, που είναι η [μόνη] Αλήθεια.

Φιλοσοφία γὰρ ἐστιν ἠθῶν κατόρθωσις μετὰ δόξης τῆς περὶ τοῦ ὄντος γνώσεως ἀληθοὺς. Ταύτης δὲ ἀπεσφάλησαν ἄμφω καὶ Ἰουδαῖοι καὶ Ἕλληνες, τὴν ἀπ΄οὐρανοῦ παραγενομένην σοφίαν παραιτησάμενοι καὶ χωρίς Χριστοῦ φιλοσοφεῖν ἐπιχειρήσαντες τοῦ μόνου παραδείξαντος ἔργῳ καὶ λόγῳ τὴν ἀληθῇ φιλοσοφίαν.

Αυτός ο ορισμός πρωτοδιατυπώθηκε προχασματικά κατά τον 5ο αιώνα από τον Νείλο τον Σιναΐτη/Αγκυρίτη, αναδιατυπώθηκε μεταχασματικά από τον Γεώργιο τον Αμαρτολό/Μοναχό κατά τον 9ο αιώνα και είναι αυτός που εν τέλει καταγράφηκε στο Λεξικό Σούδα (~1000).

Στον πρόλογο της Αλεξιάδας, η Άννα Κομνηνή καυχιέται για την «ἐς ἄκρον» Ελληνική Παιδεία που κατείχε. Ωστόσο, όπως ανέφερα παραπάνω, ο φίλος και συνθαμώνας της στα θέατρα λογίων Γεώργιος Τορνίκης, στον επικήδειο λόγο του για την Κομνηνή μας πληροφορεί ότι η Άννα ολοκλήρωσε την σπουδή της Ρητορικής και της Γραμματικής κρυφά από τους γονείς της που, από ένα σημείο και έπειτα, απαγόρεψαν την περαιτέρω μόρφωση της κόρης τους, φοβούμενοι την διαφθορά της ψυχής της.

[Αλεξιάς, Προοίμιο, 1.2] Ταῦτα δὲ διεγνωκυῖα ἐγὼ Ἄννα, θυγάτηρ μὲν τῶν βασιλέων Ἀλεξίου καὶ Εἰρήνης, πορφύρας τιθήνημά τε καὶ γέννημα, οὐ γραμμάτων οὐκ ἄμοιρος, ἀλλὰ καὶ τὸ Ἑλληνίζειν ἐς ἄκρον ἐσπουδακυῖα καὶ ῥητορικῆς οὐκ ἀμελετήτως ἔχουσα καὶ τὰς Ἀριστοτελικὰς τέχνας εὖ ἀναλεξαμένη καὶ τοὺς Πλάτωνος διαλόγους καὶ τὸν νοῦν ἀπὸ τῆς τετρακτύος τῶν μαθημάτων πυκάσασα

GTornikes-Anna

Στις αρχές του 9ου αιώνα, ο αυτοκράτορας Θεόφιλος, στο κλίμα της αναζωπύρωσης του ενδιαφέροντος για την «ἔξωθεν/θύραθεν» Ελληνική Παιδεία που προκλήθηκε από την πολιτισμική άμιλλα με το Χαλιφάτο (θυμίζω πως ήταν το ενδιαφέρον του Χαλίφη που έφερε τον Λέοντα τον Φιλόσοφο στην προσοχή του Θεόφιλου), έκλεισε τον αρμενικής καταγωγής εικονοκλάστη Πατριάρχη Ιωάννη τον Γραμματικό (θείος του Λέοντα του Φιλοσόφου) σε ένα «εργαστήριον» με σκοπό να μελετήσει τα «έξωθεν» κείμενα και να εξακριβώσει αν αυτά περιείχαν κάποιον σίγουρο τρόπο πρόβλεψης του μέλλοντος.

Σύμφωνα με την προπαγάνδα της εικονόφιλης παράταξης που εν τέλει επικράτησε, ο Ιωάννης ο Γραμματικός «όντας ισάξιος των Ελλήνων [σε δυσσέβεια]», όταν ήταν στο «πονηρόν εργαστήριόν» του «που έμοιαζε με το υπόγειο μαντείο του Τροφωνίου», μελετούσε [Ελληνικά] βιβλία που οι δίκαιες χριστιανικές φωνές είχαν αποδείξει άχρηστα και ξελόγιαζε και διέφθειρε καλόγριες και όμορφες γυναίκες, τις οποίες χρησιμοποιούσε ως βοηθούς του! 🙂 🙂

ergasterion

Για τις ξελογιασμένες και διεφθαρμένες γυναίκες παραθέτω τους Συνεχιστές Θεοφάνους [156-7]:

ergasterion2

Μόνο σε αυτό το κλίμα πολιτισμικής άμιλλας με τους Άραβες , όπου ο Θεόφιλος αρνήθηκε να κάνει την χάρη στον Χαλίφη και να στείλει τον Λέοντα στο Χαλιφάτο, βρίσκουμε μια αναφορά της «ἔξωθεν/θύραθεν» Ελληνικής Παιδείας ως «γνῶσιν, δι΄ἥν τὸ Ῥωμαίων γένος θαυμάζεται» που δεν πρέπει να χαριστεί στα «Έθνη».

[Σκυλίτσης, Μιχ. 3.15] (αφού στο [3.14] έχει αναφέρει ότι ο Καίσαρ Βάρδας ίδρυσε το Πανδιδακτήριον της Μαγναύρας και έληξε η περίοδος της [ρωμαϊκής] αγροικίας και αμάθιας) Τῆς μὲν οὖν φιλοσοφίας ἐξηγεῖτο Λέων ἐκεῖνος ὁ μέγας τε καὶ φιλόσοφος, ἀνεψιὸς ὢν Ἰαννῆ τοῦ πατριάρχου, ὃς καὶ τὸν θρόνον ἔλαχε τῆς Θεσσαλονίκης […]  Ὁ δὲ τοῦδε καιροῦ τῶν Ἰσμαηλιτῶν κατάρχων Μαμοὺμ ἄλλοις τε μαθήμασιν Ἑλληνικοῖς σχολάζων, καὶ δὴ καὶ γεωμετρίας διαφερόντως ἐξεχόμενος ἦν. […] εὐθὺς οὖν πρεσβεία πρὸς τὸν Θεόφιλον καὶ γράμματα ταύτην ἔχοντα τὴν διάνοιαν· […] αὕτη ἡ αἰτία τῷ φιλοσόφῳ Λέοντι πρὸς τὸν βασιλέα γνῶσις γίνεται καὶ οἰκείωσις, […] δεξάμενος δὲ τὰ γράμματα ὁ Θεόφιλος, ἄτοπον κρίνας, εἰ τὴν τῶν ὄντων γνῶσιν, δι’ ἣν τὸ Ῥωμαίων γένος θαυμάζεται, ἔκδοτον ποιήσει τοῖς ἔθνεσι, πρὸς τὰ αἰτηθέντα οὐκ ἐπένευσε. τὸν δὲ Λέοντα διὰ μείζονος ἦγε τιμῆς καὶ τῆς Θεσσαλονίκης προχειρίζεται πρόεδρον,

Παρακάτω θα παραθέσω μερικές αναφορές στην Ελληνική Παιδεία ως «θύραθεν/ἔξωθεν» σοφία που αντιπαραβάλλεται στην «ἡμετέρα» Χριστιανική Παιδεία.

thyrathen

Ο Λέων ο Διάκονος μας πληροφορεί ότι όταν ο Θεόδωρος Κολωνείας επιλέχθηκε από τον Πατριάρχη Πολύευκτο ως Πατριάρχης Αντιοχείας κατείχε ελάχιστα την «θύραθεν» παιδεία (οὐ πάνυ ἠκριβωκότα), αλλά ήταν φιλοτιμότατα εξησκημένος στην «θείαν καὶ ἡμετέραν» παιδεία. Αντίθετα, ο Πατριάρχης Πολύευκτος κατείχε «είς ἄκρον» τόσο την «θεία» όσο και την «ανθρώπινη» σοφία.

[6.6] ἦλθεν ὁ ἐκ Κολωνείας Θεόδωρος, ἀνὴρ ἐξ ὀνύχων τὸν ἐρημικὸν καὶ ἀπράγμονα βίον αἱρετισάμενος, καὶ πολλοῖς ἱδρῶσιν ἀσκητικοῖς τὸ σαρκίον καταδαμάσας. Τρίχινον γὰρ ῥάκος ἐνδιδυσκόμενος, […] τοῦτον τῷ Βυζαντίῳ τότε παρουσιάζοντα ὁ Ἰωάννης προσάγει τῷ Πολυεύκτῳ. Ὁ δὲ, ἅμα τοῖς ἐνδημούσι τῶν ἐπισκόπων τὸν ἄνδρα ἐξητακὼς, ἐφευρών τε τὴν μὲν θύραθεν παιδείαν οὐ πάνυ ἠκριβωκότα, τήν γε μὴν θείαν καὶ ἡμετέραν ἐξησκημένον φιλοτιμότατα, χρίει αὐτὸν πατριάρχην ἈντιοχείαςὉ δὲ Πολύευκτος, μικρὰς ἡμέρας ἐπιβιοὺς μετὰ τὴν Θεοδώρου προχείρισιν, […] καὶ τὴν γνῶσιν τῆς θείας καὶ ἀνθρωπίνης σοφίας και ἐπιστήμης, ἣν εἰς ἄκρον ἐξήσκησε.

Ο Σκυλίτσης μας πληροφορεί ότι ο Καίσαρ Βάρδας ίδρυσε το Πανδιδακτήριον της Μαγναύρας για την διδαχή της «ἔξω σοφίας» και, αργότερα, γράφει για τον Αρχιεπίσκοπο Βουλγαρίας Λέοντα τον Παφλαγόνα πως κατείχε τόσο την «θύραθεν» όσο και την «ἡμετέρα» παιδεία.

[Μιχ. 3.14] ὁ Βάρδας δὲ διεῖπε τὰ πολιτικὰ καὶ τῆς βασιλείας κατεστοχάζετο, ὡς αὐτὴν εὐκαίρως παραληψόμενος. ἐπεμελήθη δὲ καὶ τῆς ἔξω σοφίας (ἦν γὰρ ἐκ πολλοῦ χρόνου παραρρυεῖσα καὶ πρὸς τὸ μηδὲν ὅλως χωρήσασα τῇ τῶν κρατησάντων ἀγροικίᾳ καὶ ἀμαθίᾳ), διατριβὰς ἑκάστῃ τῶν ἐπιστημῶν ἀφορίσας, τῶν μὲν ἄλλων, ὅπῃ περ ἔτυχε, τῆς δ’ ἐπὶ πᾶσιν ἐπόχου φιλοσοφίας κατ’ αὐτὰ τὰ βασίλεια ἐν τῇ Μαγναύρᾳ. καὶ οὕτως ἐξ ἐκείνου ἀνηβάσκειν αἱ ἐπιστῆμαι ἤρξαντο. τοῦτο τὸ ἔργον κάλλιστόν τε καὶ περιβόητον ὂν οὐκ ἴσχυσεν ἀποπλῦναι τὰς ἐνούσας ἄλλας τῷ Βάρδᾳ κῆρας.

[Μιχ. 4.10] καὶ Ἰωάννου δὲ τοῦ Βουλγαρίας ἀρχιεπισκόπου κοιμηθέντος, ἕτερον ὁ βασιλεὺς προχειρίζεται, Παφλαγονίας μὲν ὁρμώμενον, κἂν τῇ μεγάλῃ δὲ ἐκκλησίᾳ διαπρέψαντα, καὶ τὸ τοῦ χαρτοφυλάκου διακόνημα ἐν πολλοῖς ἔτεσιν διανύσαντα, ἔρωτι δὲ ἡσυχίας καὶ τῷ (τὸ U) μὴ καλῶς τὰ θεῖα οἰκονομεῖσθαι παραιτησάμενον τοὺς ἐν μέσῳ θορύβους, καὶ διὰ τὸ μὴ θέλειν τῷ πατριάρχῃ προσκρούειν ἡσυχάζοντα καὶ ἰδιοπραγοῦντα. οὗτος Λέων μὲν ἐκαλεῖτο, πᾶσαν δὲ παιδείαν ἐξήσκητο τήν τε θύραθεν καὶ τὴν ἡμετέραν, ἐπιστὰς δὲ τῇ Βουλγαρίᾳ πολλὰ μνημεῖα τῆς αὐτοῦ ἀρετῆς καταλέλοιπεν.

Από την βιογραφία του Αγίου Συμεών του Νέου Θεολόγου μαθαίνουμε ότι ο άγιος στα νιάτα του (τέλη 10ου αιώνα) προτίμησε να ΜΗΝ «ἐξελληνισθῆναι τὴν γλῶτταν τῇ ἀναλήψει παιδείας τῆς θύραθεν … τῆς ἔξωθεν», δηλαδή προτίμησε να μην εξαττικίσει (= «εξελληνίσει») την γλώσσα του μέσα από την ανάληψη της θύραθεν/έξωθεν παιδείας.

Symeon

Τέλος, ο διπλωμάτης και επίσκοπος Συννάδων Λέων (10ος αιώνας) στην διαθήκη του εξομολογείται ότι δεν προσευχόταν καθόλου και ότι μελέτησε λιγότερο απ΄όσο έπρεπε τα θρησκευτικά κείμενα και περισσότερο απ΄όσο έπρεπε τα «ἔξωθεν/θύραθεν» κείμενα. Αυτές οι ανησυχίες θυμίζουν τον Βασίλειο της Καισαρείας που παρομοίασε την μελέτη της «ἔξωθεν/θύραθεν» Ελληνικής Παιδείας με την μοιχεία: τερπνή μεν, επικίνδυνη δε.

Leon-Synnada

Ο Ψελλός μπορεί να μην είχε ιδεολογικούς διαδόχους στο θέμα της πρόσληψης των Ελληνικών Ιδεών, αλλά τουλάχιστον, η πεποίθησή του ότι η κατοχή Ελληνικής Παιδείας ήταν κάτι το θετικό (και, αντίστοιχα, η έλλειψή της κάτι το αρνητικό), κληροδοτήθηκε στους «Ελληνιστές» της Κομνήνειας Περιόδου, οι οποίοι κατάφεραν να αποκαταστήσουν τους Αρχαίους Έλληνες ως πρότυπα αρετής και σοφίας. Όπως είδαμε με την Κομνηνή, κατά τον 12ο αιώνα, η κατοχή Ελληνικής Παιδείας (πλέον πιο ευρεία, αλλά πάντοτε στην «ντεκαφεϊνέ» της μορφή) γίνεται προσδιοριστικό συστατικό του αρχετυπικού Ρωμαίου λογίου και λόγος υπερηφάνειας.

Τα παρακάτω χωρία είναι από την Χρονογραφία του Ψελλού:

[2.6] Γράμματα μὲν γὰρ οὐ πολλὰ μεμαθήκει, ἀλλὰ βραχύ τι καὶ ὅσον ἐς παῖδας ἀνήκει τῆς ἑλληνικῆς μετέσχε παιδείας·

[4.7] Παιδείας μὲν γὰρ ἑλληνικῆς ἄμοιρος παντάπασιν ἦν, ἐρρύθμιστο δὲ τὸ ἦθος μᾶλλον ἢ οἱ κατἐκείνην φιλοσοφήσαντες,

Κατά τον 12ο αιώνα, η Ελληνική Παιδεία γίνεται δείκτης ανώτερης κοινωνικής θέσης. Το αρχαίο εθνοτικό δίπολο «Ἕλλην-βάρβαρος» επανεμφανίζεται με κοινωνική σημασία, για να διαχωρίσει τους Αττικίζοντες  των «θεάτρων/πανελληνίων» (λέσχες λογίων) της πρωτεύουσας από τους «βαρβαρίζοντες» που μιλούν την «χυδαία» και «ιδιώτιδα» κοινή γλώσσα. Έτσι ο Μιχαήλ Χωνιάτης θα γράψει για τον δάσκαλό του Ευστάθιο Θεσσαλονίκης πως «θεράπευε τις γλώσσες από βαρβαρισμό διδάσκοντάς τες να αττικίζουν», ενώ την ίδια στιγμή, σε επιστολές προς άλλους λόγιους, γράφει πως «βεβαρβάρωμαι χρόνιος ὤν ἐν Ἀθήναις» (μακριά από τα θέατρα λογίων της Κωνσταντινούπολης) και περιγράφει το Αθηναϊκό του ποίμνιο ως «βαρβαριστές που κάποτε αττίκιζαν (στην αρχαιότητα) και τώρα βαρβαρίζουν».

theatron

social-hellenism

attic-barbarian

(κάντε κλικ στην παρακάτω επιστολή του Χωνιάτη για να μεγαλώσει)

MChoniates

Συμπέρασμα

Με αυτές τις τρεις αναρτήσεις προσπάθησα να εξηγήσω, γιατί ο Καλδέλλης στο τέλος του βιβλίου του “Hellenism in Byzantium” γράφει πως από τους τρεις ιδεολογικούς πυλώνες του Βυζαντίου κατά Ostrogorsky (Ρωμαϊκή Πολιτική Ιδεολογία, Ελληνικός Πολιτισμός και Ορθόδοξος Χριστιανισμός), ο πυλώνας του «Ελληνικού Πολιτισμού» είναι ο λιγότερο σημαντικός και o ολιγοβριθέστερος. Η ολιγοβρίθεια του «Ελληνικού Πολιτισμού» είναι διδιάστατη. Στην δημογραφική διάσταση του ζητήματος, ο Ελληνικός Πολιτισμός ήταν ολιγοβριθής επειδή ήταν προσιτός μόνο σε μια ισχνή μειοψηφία λογίων και εντελώς απρόσβατος στην πλειοψηφία του πληθυσμού, η οποία όμως ήταν πλήρως εμποτισμένη στους άλλους δύο πυλώνες του Ostrogorky (Ρωμαϊκότητα και Χριστιανισμός). Στην ιδεολογική διάσταση του ζητήματος, ο Ελληνικός Πολιτισμός ήταν ολιγοβριθής επειδή η στάση των λίγων «ελληνιζόντων» λογίων ήταν «έμφιλτρη» και «ντεκαφεϊνέ», δηλαδή οι λόγιοι αυτοί -εκτός από μεμονωμένες εξαιρέσεις όπως ο Ψελλός- δεν έδειξαν ποτέ μια ειλικρινή διάθεση πρόσληψης των Ελληνικών Ιδεών. Το μόνο που τους ενδιέφερε ήταν η καλλιέργεια ενός επιτηδευμένου γλωσσικού ύφους (αττικισμός) που, μαζί με την γνώση της Αρχαίας Γραμματείας που συνόδευε αυτήν την καλλιέργεια, διαφοροποιούσε την λόγια τάξη από την «μάζα».

Η «Ελληνική Παιδεία», επομένως, ήταν μια τρυφηλή πολυτέλεια των ολίγων και πεπαιδευμένων, κατά τις περιόδους της αμέριμνης ευδαιμονίας. Όταν όμως οι καιροί γίνονταν δύσκολοι και απαιτούσαν πληθυσμιακή συσπείρωση, η επίτευξη αυτής της συσπείρωσης στηριζόταν πάντοτε στους δύο ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΥΣ πυλώνες του Βυζαντίου: Ρωμαϊκότητα και Χριστιανισμό. Αν υπάρχει ένα παράδειγμα που δείχνει αυτό το συμπέρασμα, αυτό είναι οι τρεις πολιορκίες της Κωνσταντινουπόλεως: το 626 συνέβη η τριπλή Αβαρο-Σλαβο-Περσική πολιορκία με τους Αβαρο-Σλάβους να πολιορκούν την πόλη από τα Θεοδοσιανά Τείχη και τους Σασσανίδες Πέρσες να βρίσκονται στην ασιατική όχθη του Βοσπόρου, ενώ το 674-8 και 717-8 είναι οι Άραβες που πολιορκούν την Βασιλίδα των Πόλεων. Σύμφωνα με την παράδοση, και στις τρεις πολιορκίες οι πολιορκημένοι Κωνσταντινουπολίτες τραγούδησαν τον Ακάθιστο Ύμνο, δηλαδή τον Ύμνο που εξυμνεί τον θρίαμβο της Θεοτόκου εναντίον της Ελληνικής Παιδείας. Όποιος θέλει να διαλογιστεί για την θέση του «Έλληνικού Πολιτισμού» στο «Βυζάντιο» ας αναρωτηθεί γιατί η παράδοση που σχηματίστηκε γύρω από αυτές τις πολιορκίες, δεν θέλει τους Κωνσταντινουπολίτες να απαγγέλλουν κάποιο Ομηρικό Έπος ή κάποιον Πλατωνικό Διάλογο.

akathistos

Τῇ ὑπερμάχῳ στρατηγῷ τὰ νικητήρια,
ὡς λυτρωθεῖσα τῶν δεινῶν εὐχαριστήρια,
ἀναγράφω σοι ἡ Πόλις σου Θεοτόκε.
Ἀλλ’ ὡς ἔχουσα τὸ κράτος ἀπροσμάχητον,
ἐκ παντοίων με κινδύνων ἐλευθέρωσον,
ἵνα κράζω σοι·

Χαῖρε, Νύμφη ἀνύμφευτε

[…]

Ρήτορας πολυφθόγγους,
ὡς ἰχθύας ἀφώνους,
ὁρῶμεν ἐπὶ σοὶ Θεοτόκε•
ἀποροῦσι γὰρ λέγειν,
τὸ πῶς καὶ Παρθένος μένεις,
καὶ τεκεῖν ἴσχυσας•
ἡμεῖς δὲ τὸ μυστήριο ν θαυμάζοντες,
πιστῶς βοῶμεν•
Χαῖρε, σοφίας Θεοῦ δοχεῖον,
χαῖρε, προνοίας αὐτοῦ ταμεῖον.

Χαῖρε, φιλοσόφους ἀσόφους δεικνύουσα,
χαῖρε, τεχνολόγους ἀλόγους ἐλέγχουσα.
Χαῖρε, ὅτὶ ἐμωράνθησαν οἱ δεινοὶ συζητηταί,
χαῖρε, ὅτι ἐμαράνθησαν οἱ τῶν μύθων ποιηταί.
Χαῖρε, τῶν Ἀθηναίων τὰς πλοκὰς διασπῶσα,
χαῖρε, τῶν ἁλιέων τὰς σαγήνας πληροῦσα.
Χαῖρε, βυθοῦ ἀγνοίας ἐξέλκουσα,
χαῖρε, πολλοὺς ἐν γνώσει φωτίζουσα.
Χαῖρε, ὁλκὰς τῶν θελόντων σωθῆναι,
χαῖρε, λιμὴν τῶν τοῦ βίου πλωτήρων.

Χαῖρε, Νύμφη ἀνύμφευτε.

49 Comments

Filed under Αρχαιότητα, Βυζαντινολογία, Ιστορία, Μυθοθρυψία, Μεσαίωνας

Ο μύθος του «Ελληνικού πολιτισμού» στο «Βυζάντιο» #2

Στην πρώτη ανάρτηση της σειράς παρουσίασα την αρνητική φόρτιση που είχε αποκτήσει η «Ελληνική Παιδεία» στα μάτια των χριστιανών ήδη κατά την ύστερη αρχαιότητα και ανέφερα περιληπτικά το αβυσσαλέο πολιτισμικό χάσμα του 7ου αιώνα που δημιουργήθηκε από την καθολική παρακμή του αστικού βίου. Η μεταχασματική εποχή που αναδύεται μετά το 800 δεν έχει καμία σχέση με την προχασματική εποχή.

Στην σημερινή ανάρτηση θα παραθέσω την περιγραφή του John Haldon για το χάσμα του 7ου αιώνα, ενώ στην επόμενη και τελευταία ανάρτηση της σειράς θα συνεχίσω με την περιγραφή της θέσης που είχε η «Ελληνική Παιδεία» στην μεταχασματική βυζαντινή κοινωνία.

Όποιος θέλει να κατανοήσει το χάσμα του 7ου αιώνα (στην πραγματικότητα το χάσμα της περιόδου 550-800) πρέπει να διαβάσει το βιβλίο του John F. Haldon “Byzantium in the Seventh Century: the Transformation of a Culture” (Cambridge University Press, 2η έκδοση paperback 1997).

Όποιος θέλει να κατανοήσει την βαθμιαία ανάκαμψη της βυζαντινής κοινωνίας κατά την περίοδο 780-842 (εντός της οποίας φυσικά περιγράφεται και η ανάκαμψη της Παιδείας), τότε πρέπει να διαβάσει το βιβλίο του Warren Treadgold “The Byzantine Revival 780-842” (Stanford University Press, 2η έκδοση paperback 1991).

Το χάσμα του 7ου αιώνα

Τα περισσότερα λόγια που θα παραθέσω παρακάτω είναι από το κεφάλαια “Literature, Piety and the End of Antiquity” (Γραμματεία, Ευσέβεια και το τέλος της Αρχαιότητας, σλδ 425-443) και “Contradiction and Regeneration: the Dynamic of the Byzantine Social Formation” (Αντίφαση και Αναγέννηση: η Δυναμική της Βυζαντινής Κοινωνικής Διαμόρφωσης, σλδ 443-458) του προαναφερθέντος βιβλίου του Haldon. Συμπληρωματικές πηγές θα είναι «Η Πολιτική Ιδεολογία της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας» της Αρβελέρ και, πάντοτε, το βιβλίο του Αντώνη Καλδέλλη “Hellenism in Byzantium” (Cambridge University Press, 2007).

Το πρώτο πράγμα που πρέπει να ξεκαθαριστεί είναι ότι ο τίτλος «το Χάσμα του 7ου αιώνα» για την πολιτισμική ρήξη/μεταμόρφωση που χωρίζει την Ύστερη Αρχαιότητα από το Πρώιμο Βυζάντιο είναι λίγο παραπλανητικός, και αυτό γιατί το χάσμα ξεκινάει ήδη στα τελευταία χρόνια του Ιουστινιανού και το «βαθύτερό» του σημείο τοποθείται στο πρώτο μισό του 8ου αιώνα. Επομένως, στην πραγματικότητα έχουμε να κάνουμε με ένα ευρύτερο πολιτισμικό χάσμα δυόμισι περίπου αιώνων (~ 550-780).

Πηγές του 9ου αιώνα όπως ο Θεοφάνης ο Ομολογητής (που φυσικά χρεώνει την απαιδευσία της χασματικής περιόδου στον «σαρακηνόφρονα» εικονοκλάστη Λέοντα τον Ίσαυρο 🙂 ) και ο Γεώργιος ο Αμαρτολός/Μοναχός τοποθετούν την επίτευξη του «βυθού» του μορφωτικού χάσματος στο 726 (άλλες πάλι πηγές τοποθετούν τον «βυθό» μετά το τέλος της βασιλείας του Ιουστινιανού Β΄ του Ρινότμητου το 711), ενώ ο Σκυλίτσης (γράφοντας γύρω στο 1090 και χρησιμοποιώντας κυρίως πηγές του δευτέρου μισού του 10ου αιώνα) ταυτίζει την έναρξη της μορφωτικής αναγέννησης στην πρωτεύουσα και το τέλος της περιόδου «αγροικίας και αμάθιας» με την ίδρυση του εκπαιδευτηρίου της Μαγναύρας στα μέσα του 9ου αιώνα από τον Καίσαρα Βάρδα. Στην πραγματικότητα όμως, όπως θα δείξω με μερικά χωρία από τον Treadgold, οι πρώτες σπίθες αυτής της αναγέννησης εμφανίζονται με την «πρώτη φουρνιά» λογίων όπως ο Ιγνάτιος ο Διάκονος που, παρόλο που αναγνωρίζε ως δάσκαλό του τον Πατριάρχη Ταράσιο (784-806), καυχιόταν ότι αυτός ήταν το πρόσωπο σταθμός που ξεκίνησε «την μελέτη της γραμματείας που είχε καλυφθεί από τη θάλασσα της λήθης», ενώ ο Φώτιος σε ένα γράμμα που έγραψε γύρω στο 845 αντιπαραβάλλει την σύγχρονή του βελτιωμένη κατάσταση της παιδείας «με τους παλιούς καιρούς, όταν ο κόσμος αδιαφορούσε για την διάσωση των χρήσιμων βιβλίων». Φυσικά, αυτή η μορφωτική αναγέννηση είναι αποκλειστικό χαρακτηριστικό της Κωνσταντινούπολης. Μόνον από τον 12ο αιώνα και μετά μπορούμε να μιλάμε για ένα κάπως ανάλογο φαινόμενο στις μεγάλες πόλεις της επαρχίας (λ.χ. Θεσσαλονίκη, Σμύρνη, Αδριανούπολη κλπ). Το Ψαλτήρι (Psalter), από τα μέσα του 7ου αιώνα και έπειτα, γίνεται το βασικό μέσο διδαχής αναγνώσης σε Κωνσταντινούπολη και επαρχία.

726-secular

[Χρονικό Θεοφάνους, έτος 725/6] Οἱ δὲ κατὰ τὴν βασιλίδα πόλιν ὄχλοι σφόδρα λυπούμενοι ἐπὶ ταῖς καιναῖς διδασκαλίαις αὐτῷ τε ἐμελέτων ἐπελθεῖν καί τινας βασιλικοὺς ἀνθρώπους ἀνεῖλον καθελόντας τὴν τοῦ κυρίου εἰκόνα τὴν ἐπὶ τῆς μεγάλης Χαλκῆς πύλης, ὡς πολλοὺς αὐτῶν ὑπὲρ τῆς εὐσεβείας τιμωρηθῆναι μελῶν ἐκκοπαῖς καὶ μάστιξι καὶ ἐξορίαις καὶ ζημίαις, μάλιστα δὲ τοὺς εὐγενείᾳ καὶ λόγῳ διαφανεῖς· ὥστε καὶ τὰ παιδευτήρια σβεσθῆναι καὶ τὴν εὐσεβῆ παίδευσιν τὴν ἀπὸ οῦ ἐν ἁγίοις Κωνσταντίνου τοῦ μεγάλου καὶ μέχρι νῦν κρατήσασαν, ἧς καὶ μετὰ ἄλλων πολλῶν καλῶν καθαιρέτης ὁ σαρακηνόφρων οὗτος Λέων γέγονεν.

Οι Mango-Scott-Greatrex στην αγγλική μετάφραση του Θεοφάνη παραθέτουν το παρακάτω σχόλιο:

Mango

Παραθέτω τα λόγια του Ιγνάτιου του Διακόνου (~830) και του Φώτιου (~845) από τον Treadgold:

Ignatius

Τέλος, παραθέτω τα λόγια του Σκυλίτση για την λήξη «της μακράς περιόδου αγροικίας και αμάθιας» με την ίδρυση του εκπαιδευτηρίου της Μαγναύρας στα μέσα του 9ου αιώνα, όπου ξεκίνησε να διδάσκεται η «ἔξω σοφία» («θύραθεν/έξωθεν» [= όχι δική μας] Ελληνική παιδεία, φυσικά με «ντεκαφεϊνέ» τρόπο όπως θα εξηγήσω παρακάτω).

[Σκυλίτσης, Μιχ. 3.14] ὁ Βάρδας δὲ διεῖπε τὰ πολιτικὰ καὶ τῆς βασιλείας κατεστοχάζετο, ὡς αὐτὴν εὐκαίρως παραληψόμενος. ἐπεμελήθη δὲ καὶ τῆς ἔξω σοφίας (ἦν γὰρ ἐκ πολλοῦ χρόνου παραρρυεῖσα καὶ πρὸς τὸ μηδὲν ὅλως χωρήσασα τῇ τῶν κρατησάντων ἀγροικίᾳ καὶ ἀμαθίᾳ), διατριβὰς ἑκάστῃ τῶν ἐπιστημῶν ἀφορίσας, τῶν μὲν ἄλλων, ὅπῃ περ ἔτυχε, τῆς δ’ ἐπὶ πᾶσιν ἐπόχου φιλοσοφίας κατ’ αὐτὰ τὰ βασίλεια ἐν τῇ Μαγναύρᾳ. καὶ οὕτως ἐξ ἐκείνου ἀνηβάσκειν αἱ ἐπιστῆμαι ἤρξαντο. τοῦτο τὸ ἔργον κάλλιστόν τε καὶ περιβόητον ὂν οὐκ ἴσχυσεν ἀποπλῦναι τὰς ἐνούσας ἄλλας τῷ Βάρδᾳ κῆρας.

Ξεκίνησα με αυτές τις αναφορές για να δείξω ότι οι Βυζαντινοί λόγιοι μετά το 830 έχουν πλήρη συνείδηση του πολιτισμικού χάσματος που προκάλεσε η λήθη της «θύραθεν/έξωθεν» Ελληνικής Παιδείας κατά την περίοδο 640-800.

Ας δούμε τώρα πως περιγράφει αναλυτικά αυτό το χάσμα ο John F. Haldon στα κεφάλαια που έχω αναφέρει παραπάνω.

Ο Haldon ξεκινώντας από το γεγονός ότι μεταξύ του Θεοφύλακτου του Σιμοκάττη (~630) και του Θεοφάνη του Ομολογητή (~813) υπάρχει πλήρης απουσία της κοσμικής γραμματείας, ενώ η θεολογική και εκκλησιαστική γραμματεία συνέχισε απτόητη, εξηγεί το χάσμα με το παρακάτω σχήμα. Μέχρι και τον Σιμοκάττη υπήρχαν δύο διαχειριστές της αρχαίας γραμματείας: οι αστυεξαρτημένοι κοσμικοί διαχειριστές (εξειδικευμένοι δάσκαλοι που δίδασκαν την Ελληνική Παιδεία στα παιδιά των αριστοκρατών) και η Εκκλησία που διέθετε έναν αστυανεξάρτητο μηχανισμό διδαχής της Αρχαίας Ελληνικής, για την ικανοποίηση των δικών της αναγκών (μόρφωση των ιερέων και θεολόγων ώστε να μπορούν να διαβάζουν τα πατερικά κείμενα).

Η παρακμή της Ελληνο-Ρωμαϊκής πόλης που πραγματοποιήθηκε κατά την διαδικασία της «εγκάστρωσης» (incastellamento, 550-700) που περιέγραψα στην προηγούμενη ανάρτηση, είχε ως συνέπεια την εξαφάνιση των αστυεξαρτημένων κοσμικών διαχειριστών της αρχαίας Γραμματείας, επειδή αυτοί μπορούσαν να λειτουργήσουν μόνον εντός του στρώματος της αρχαίας πόλης, που χαρακτηρίζεται από τοπικές αριστοκρατικές ελίτ που ενδιαφέρονται για Κλασική Παιδεία.

Αντίθετα, η παρακμή των αστικών κέντρων δεν έπληξε τον αστυανεξάρτητο εκκλησιαστικό διαχειρισμό της Αρχαίας Γραμματείας. Γι΄αυτό και το μόνο είδος γραμματείας που συνεχίζει απτόητο κατά την περίοδο του χάσματος 640-800 είναι θεολογικού και εκκλησιαστικού περιεχομένου (Βίοι Αγίων, Θεολογικές Ερμηνείες κλπ). Η βασική παρενέργεια αυτής της διαδικασίας ήταν πως οι εκκλησιαστικοί διαχειριστές της Αρχαίας Γραμματείας, οι μόνοι από ένα σημείο και έπειτα που μπορούσαν να διδάξουν την Αρχαία Ελληνική που ήταν απαραίτητη για την πρόσβαση σε αυτήν την Παιδεία, πολύ απλά αδιαφόρησαν για την διδαχή της «έξωθεν/θύραθεν» παιδείας, λόγω της Χριστιανικής τους προκατάληψης αλλά και επειδή, κατά την περίοδο της αβεβαιότητας (650-750) όπου οι Βυζαντινοί δεν ξέρουν αν θα επιβιώσουν ή όχι και προσπαθούν να «καταλάβουν» γιατί τους τιμωρεί ο «δίκαιος και φιλεύσπλαχνος» Θεός, η Εκκλησία έχει διοχευτεύσει το πνευματικό της έργο στην ικανοποίηση των μεταφυσικών ανησυχιών μιας αγροτικής κοινωνίας που έχει ως μόνη παρηγοριά την ιδεολογία του «Περιούσιου Λαού» που «δοκιμάζεται» από το Θεό. Αυτή η ανάγκη διαπεραίωσης του Περιούσιου Λαού από την δοκιμασία που του έχει επιβάλει ο Θεός για την επίτευξη της -υποτιθέμενης- μεταθανάτιας αιώνιας ευδαιμονίας έκανε την βυζαντινή κοινωνία λιγότερο ανεκτική -ή καλύτερα αυστηρώς μη ανεκτική- στις διάφορες αποκλίσεις από την -υποτιθέμενη- Ορθοδοξία («αιρέσεις», «θύραθεν/έξωθεν» παιδεία κλπ).

Όταν πια μετά το 800 αρχίζει σιγά σιγά να αναθερμαίνεται το ενδιαφέρον για την κοσμική Αρχαία Γραμματεία, το κατάλοιπο αυτού του εκκλησιαστικού διαχειρισμού της Αρχαίας Γραμματείας ήταν η «ντεκαφεϊνέ» νοοτροπία στην πρόσληψη της  Ελληνικής Παιδείας που θα περιγράψω στην επόεμνη ανάρτηση.

Αυτή είναι η ερμηνεία του Haldon για το πολιτισμικό χάσμα του 7ου αιώνα. Ας δούμε τα ακριβή του λόγια:

[σλδ 425]

The second of the two phenomena noted above, namely the more or less complete disappeance after the first quarter of the seventh century of a secular literature, has provoked much comment and discussion. […] After the late-sixth- or early-seventh century works of Theophylact Simocatta, for example, or the anonymous Paschal Chronicle, or that of John of Antioch, there is a lacuna of almost two centuries until the next surviving historical work. Similarly, the seventh and much of the eighth century provide no examples of geographical, philosophical or philological literature; there is no historical poetry after George of Pisidia, and only a trickle of legal literature and secular rhetoric. Apart from supposed lost histories of a certain Trajan patrikios of the seventh century and of the so-called megas chronographos, or “great chronographer”, of the eighth century […] the literary output of the seventh century appears to have been almost entirely theological in nature, or at least concerned with matters of dogma, devotion, various aspects of liturgical practice, problems of day-to-day piety and observance, and so on.

[σλδ 426]

Two elements in particular seem to be relevant: the decline during the later sixth, but especially during the seventh, century of traditional municipal society and culture; and the qualitative change in the nature and constitution of the ruling elite. The two are intimately bound up together, as I have tried to show in chapters 3 and 4 above. And it is clear that the demise of the urban civilization within which late Roman literary culture has flourished has a dramatic effect. […] There si no reason to assume, of course, that the new elite did not acknowledge the value of the old culture and its traditions […] But the dominant tendency does seem to have been at least apathetic in our period with regard to these traditions.

The lack of literature in the fields mentioned above […] confirms the hypothesis; the fact that theological literature does survive, and in considerable volume, makes it certain. For the Church maintained its traditional administrative organization and, to a great extent, within the empire, its sources of revenue. It needed to be able to educate its clergy, and it needed literate and cultured men for its highest offices.

[σλδ 427]

Interest in the pre-Constantinian, much less the pre-Christian, culture of the past was a rariry.

[σλδ 428]

The use of the Psalter reinforces the impression gained from the types of literary activity that did flourish at this time that the Church and the clergy came to play a much more central role in basic and more advanced education than hitherto, as well as in the transmission of literacy and a literary culture in general, especially in respect of what was read. In effect, a cycle of developments was set in train that could have had only one result: a decline, even in temporary, of interest in, and transmission of, the secular literature of the sixth century and before, contrasting with the emphasis that fell upon the reading and production of theological literature. The more pivotal position of the clergy in the maintenance of literacy and the selection of reading matter was to have important consequences for a later period. And it marks also a decisive break with the literary and cultural pluralism ofthe late antique world.

What I am suggesting, therefore, is quite straightforward. The old culture had been maintained within a specific ideological and social-economic framework, that of the municipal economies and the senatorial elite which dominated central and provincial culture and politics. During the seventh century this economic and ideological framework was shattered. In its place there developed gradually from the second half of the seventh century a new, and quite different, social and political elite drawn from a wider variety of social and cultural backgrounds […] This new elite had very much less interest in and commitment to the traditional literary culture and its values,

[…] Slowly, as this new elite became entrenched and as the structures of the medieval Byzantine state began to emerge from the difficulties of the seventh and eighth centuries, it began once more to cultivate its interest in a supposedly classical past that was, as several historians have shown, more late Roman than pre-Christian.

[σλδ 429]

The crucial importance for the inhabitants of this threatened world of belonging, and being seen to belong, to the Chosen People, of being a meaningful part of God’s plan, is the message constantly reiterated in the public and private culture of the second half of the seventh century: the icon, whether of Christ, the Virgin, a saint or an archangel, reminds of and invokes a Christian orthodox and local tradition. […] The very process of teaching to read and write were now almost entirely under the guidance of the clergy. And these forms were, in a sense, classless. They were not directed at any specific social group, but at allthe faithful; and the sources make it clear that their effectiveness was indeed universal.

[σλδ 430-1]

The cultural pluralism and relative openness of literary forms, which still typified the period before the Persian and especially the Arab invasions (and in spite of the increasingly successful screening out of classical motifs which became a feature of post-Justinianic culture), was past. Religious writing which had been tolerated, but which had come to be regarded by the later seventh century as dangerous or subversive, were banned. Canon 63 of the Quinisext counsil, for example, ordered the destruction of the apocryphal Acts of the Apostles.

The disappearance of secular literature and the concentration of both rural and especially urban culture (for it is from the latter context that the greater part of the evidence comes) on these devotional forms of a consciously collective identity, an awareness made all the more powerful through the emphasis on the individual’s  relationship and responsibilities within the wider society to the Almighty, marks the qualitative cultural transformation. Late antique civilization had given way to that of the early medieval world.

[σλδ 433-5]

The period from the middle decades of the seventh century demonstrates the rapid collapse of the traditional forms of secular literary culture, a phenomenon which accompanied the disappearance of the old educated social elite and the conditions which maintained it. Municipal culture died with the cities. In its place occured a levelling out of cultural niveax, in which a new ruling elite of administrative officialdom, many of whom can have been only marginally acquainted with the older literary culture, comes to share a set of common cultual beliefs and values with the greater part of the rural and urban population of the empire, cultural patterns determined by the stubborn anti-pluralism of the Church and the increasingly dominant role played by the clergy -and by religious literature- in the maintenance of literacy.

Of course, this is a generalised picture […] The maintenance of a literary tradition, with its classical pretensions, rhetorical artifice and stylistic conservatism is not to be doubted.

[…] But the elite culture of late antique municipal society had passed away for ever, and with it the pluralistic and multi-faceted world which it represented. The icon and the Psalter are the hallmarks of the later seventh-century world, a world which, while now now more compact and tightly controlled than before, was inhabited by individuals searching for unity and a common identity through the symbols available to them – the orthodox faith, the icon and the emperor.

[σλδ 437]

It is a world in which the public pluralism of the late antique past had been eradicated, because it no longer represented a comfortable mode of understanding and acting within )and upon) the world as it was perceived. Security, and the assurance of doing the “right thing”, could be found in a uniformity of belief, both imposed from above and at the same time desired by the “ordinary” people.

[σλδ 439] Ο ορισμός του ευρύτερου χάσματος 550-780:

And it also seems to be clear that we are dealing with a period which represents only the resolution of many much more long-term developments; indeed, it is perhaps only the later eight century which sees the completion of these processes of transformation. […] The seventh century is clearly a qualitatively very different era from the sixth, or it becomes so as it progresses; and the beginnings of this cumulative qualitative evolution, which affected different aspects of different elements of East Roman culture and perceptions at different times, can be situated, as we have seen, already in the last years of Justinian.

[σλδ 440]

The trauma of the Arab attacks and victories, the loss of the East, the devastation of much of Anatolia and the great siege of the years 674-8, as well as the loss of effective imperial control in the greater part of the Balkans– together with the cumulative results of the withering away of urban centres as meaningful social, economic and political elements within both state and society- all had a drastic effect, throwing once more the legitimating theories of the imperial political ideology into question, opening up a gulf between the “reality” of actual events and the traditional narrative representation fo the world.

[σλδ 443-447] Το κόστος της επιβίωσης ήταν η αλλαγή της ιδεολογικής φυσιογνωμίας, όπως στον άνθρωπο που επιστρέφει ζωντανός μεν από τον πόλεμο, αλλά με διαφορετική δε προσωπικότητα εξαιτίας των ψυχικών ουλών που σχηματίστηκαν.

Why did the Byzantine empire not succumb to the various forces, internal and external, which during the seventh century threatened to destroy it? The question has often exercised the minds of the historians. Some have seen its survival as mere accident, the failure of its foes adequately to organise their efforts at conquest or the result of unavoidable internal divisions within the caliphate. Others have seen the impregnable position of Constantinople, the queen of cities, as the key; yet others have regarded the strength of orthodox Christianity and the cultural bonds it forged as crucial factor; while some historians have seen the well-structured and flexible administrative, fiscal, and military apparatuses of the state as the foundation of its survival. All of these -although I should wish to modify each statement in different ways- played a role, of that there can be little doubt. But to look for single causes, or indeed prime movers, is to misunderstand the very nature of historical change. For in many ways the late Roman state did not survive […] the geography and climate […] remain much the same. But late Roman urban culture vanishes entirely, along with much of the cultural baggage it carried with it. Instead new systems of thought develop […] the old senatorial establishement,with much of the literary culture associated with it, disappears, to be replaced by a very different elite, of different social, cultural and often ethnic origins. […] Continuity of language, at least as regards Greek and Armenian, is clear, while the native languages af Asia Minor were by the early seventh century mostly extinct. Continuity of tradition, in terms of economic organisation at community level, of the rituals accompanying birth, marriage death, of popular forms of music and song, these can all be found, or assumed, to a degree. But even here, the developments of the seventh century brought about considerable changes […]

Whatever continuities and survivals one might point to, therefore, a very different culture emerges on the surviving remains of late Antiquity. […] But when the basic structures which determine how that social formation works and reproduces itself can be seen to have been fundamentally changed, then we can hardly talk of a real continuity, but only, at the most, of the survival of traditions and forms […]

An East Roman of Byzantine state “survived” the seventh century, therefore, for all the reasons listed at the beginning of this section. But it was, as I hope I have been able to show in this book, a very different state in its workings from that of the late Roman period.

[…] The first, and probably the most obvious point, concerns the fate of the late Roman cities. The evidence which we have reviewed suggests quite clearly that the urban centres of the late ancient world were almost totally eclipsed during the period with which we are concerned. […] One way of looking at these changes is to see in them a decline in urban civilisation. A more productive approach is to see them as a gradual change in the function and relevance of cities to the needs of the late Roman state and the society which supported it. However we approach the problem, of course, the results were the same for the late Roman culture and, in particular, for the state. Centralisation of tax-collection and the replacement of local centres of power by Constantinople, with the resultant attraction of social life to the capital, were part of the history of the late Roman world which the events of the seventh century brought to completion. The Byzantine state which emerged into the eight century was effectively an empire of one major urban centre, together with a few fortunate provincial urban centres which were able to survive as emporia and ports.

This development had several implications. […] It was to Constantinople that the provincial wealthy would send their sons to be educated or to gain an entrée to Church ot state service;

Νομίζω πως τα παραπάνω χωρία από τα συμπεράσματα του Haldon περιγράφουν αναλυτικότατα την φύση του πολιτισμικού χάσματος του 7ου αιώνα (±), καθώς και τις αιτίες και συνέπειές του.

Παρέθεσα παραπάνω σε ένα χωρίο του Haldon τις συνήθεις αιτίες με τις οποίες οι βυζαντινολόγοι εξηγούν γιατί επιβίωσε κατά την περίοδο ~650-750 η Βυζαντινή Αυτοκρατορία: τύχη, απόρθητη πρωτεύουσα, εγκαρτέρηση και συνοχή της Ορθόδοξης Χριστιανικής Ιδεολογίας (ο χριστιανικός πυλώνας του Ostrogorsky) και ποιότητα και ελαστικότητα της ρωμαϊκής κρατικής υποδομής που κληρονομήθηκε από την Ύστερη Αρχαιότητα (ο ρωμαϊκός πυλώνας του Ostrogorsky). Όπως είδατε, όσοι αξιωθήκατε να διαβάσετε, ο Haldon πιστεύει ότι όλες αυτές οι αιτίες έδρασαν πολυπαραγοντικά και συνεπικουρικά.

Το μόνο πράγμα που δεν έχει προταθεί ως αιτία της επιβίωσης είναι ο -δήθεν- «Ελληνικός Πολιτισμός» του «Βυζαντίου»! 🙂

Δεν μας εκπλήσσει λοιπόν το ότι η Ελληνική Παιδεία ήταν μια περιττή πολυτέλεια που εξαφανίστηκε μαζί με την παρακμή του αστικού βίου και η οποία χρειάστηκε να αναγεννηθεί υπό «ντεκαφεϊνέ» συνθήκες μετά το 800. Κανένας ελληνόφωνος ή αρμενόφωνος Χριστιανός Μικρασιάτης -οι μόνοι αληθώς άπτωτοι Ρωμαίοι της χασματικής περιόδου- δεν πήρε τα όπλα εναντίον των Αράβων είτε γιατί εμψυχώθηκε από την Ελληνική Παιδεία είτε από διάθεση για να την διασώσει. Η αυτοπεποίθηση κατοχής της «ορθής» πίστης και οι «μεταθανάτιες απολαβές» της, καθώς και η μοναδική ικανότητα της Romanitas/Ρωμιοσύνης για επανάκαμψη, ανασυγκρότηση και υπέρβαση αντιξοοτήτων είναι οι λόγοι που σταμάτησαν τους Άραβες στην οροσειρά του Ταύρου και επέτρεψαν στην Ρωμανία να επιβιώσει.

Ο Πολύβιος, μετά την περιγραφή της μάχης των Καννών (216 π.Χ.) στην οποία ο Αννίβας αποδεκάτισε 70.000 Ρωμαίους (κατά τον Πολύβιο, μεταγενέστεροι συγγραφείς μιλάνε για ~40.000) γράφει πως «τῇ τοῦ πολιτεύματος ἰδιοτήτι καὶ τῷ βουλεύεσθαι καλῶς» οι Ρωμαίοι κατάφεραν να ξεπεράσουν την καταστρεπτική σειρά ηττών από τον Αννίβα, να ανακτήσουν την δυναστεία της Ιταλίας, να νικήσουν τους Καρχηδόνιους και, λίγα χρόνια αργότερα, να γίνουν «τῆς οἰκουμένης ἁπάσης ἐγκρατεῖς».

[3.118.5-9] Ῥωμαῖοί γε μὴν τὴν Ἰταλιωτῶν δυναστείαν παραχρῆμα διὰ τὴν ἧτταν ἀπεγνώκεισαν, ἐν μεγάλοις δὲ φόβοις καὶ κινδύνοις ἦσαν περί τε σφῶν αὐτῶν καὶ περὶ τοῦ τῆς πατρίδος ἐδάφους, ὅσον οὔπω προσδοκῶντες ἥξειν αὐτὸν τὸν Ἀννίβαν[…] ὁμολογουμένως γὰρ Ῥωμαίων ἡττηθέντων τότε καὶ παραχωρησάντων τῆς ἐν τοῖς ὅπλοις ἀρετῆς, τῇ τοῦ πολιτεύματος ἰδιότητι καὶ τῷ βουλεύεσθαι καλῶς οὐ μόνον ἀνεκτήσαντο τὴν τῆς Ἰταλίας δυναστείαν, νικήσαντες μετὰ ταῦτα Καρχηδονίους, ἀλλὰ καὶ τῆς οἰκουμένης ἁπάσης ἐγκρατεῖς ἐγένοντο μετ᾽ ὀλίγους χρόνους.

Με αυτό το χωρίο του Πολύβιου οι Steven Williams και Gerald Friell αρχίζουν την βιογραφία τους του Μεγάλου Θεοδόσιου (The Empire at Bay), γιατί η ιστορία που διηγούνται είναι πάλι μια Ρωμαϊκή επανάκαμψη ύστερα από την καταστρεπτική ήττα της Αδριανουπόλεως το 378 που άφησε την ανατολική αυτοκρατορία χωρίς στρατό, λίγο πριν κάνουν την εμφάνισή τους οι Ούννοι του Αττίλα. Κι όμως, πάλι, ήταν οι Ούννοι αυτοί που έπαξαν να υφίστανται πριν τελειώσει ο 5ος αιώνας, ενώ οι Εώοι Ρωμαίοι όχι μόνο επιβίωσαν, αλλά ήταν πάλι το κυρίαρχο κράτος της Μεσογείου επί Ιουστινιανού.

Polybius

Αντίστοιχα, ακολουθώντας τους Williams & Friell, παραπέμπω και εγώ σε αυτό το χωρίο του Πολύβιου, γιατί ενώ οι Άραβες είχαν το πάνω χέρι στρατιωτικά για 150 χρόνια (~ 650-800), στο τέλος ήταν το Xαλιφάτο που διαλύθηκε και ήταν οι Άραβες που παραδέχτηκαν πως, ενώ οι Πέρσες έπεσαν αναίσθητοι με το πρώτο χτύπημα, οι Rum ήταν σαν την πολυκέφαλη [Λερναία] Ύδρα: μόλις τους κόβεις ένα κεφάλι, αμέσως ένα άλλο φυτρώνει! Στα μέσα του 10ου αιώνα, η Ρωμανία ήταν πάλι το ισχυρότερο στρατιωτικά κράτος του μεσογειακού κόσμου και τα «δυσάντητα, δυσεκβίαστα και ακαταγώνιστα» Εώα (Μικρασιατικά) στρατεύματα του Φωκά και του Τσιμισκή ήταν «ο καθοπλισμένος γίγαντας που τον έτρεμε και τον θαύμαζε άπαν το βάρβαρον», κατά τον Λέοντα τον Διάκονο.

Σύμφωνα με την αραβική παράδοση, ο πρώιμος Άραβας στρατηγός ‘Amr b. al-‘As πίστευε ότι οι Rum ειναι ο πιο «τλησικάρδιος» λαός σε κακουχίες και πολέμους και αυτός που, μετά από καταστροφή, ανασυγκροτείται/επανακάμπτει ταχύτερα.

Rum-recover

Κάντε κλικ για μεγέθυνση της παρακάτω εικόνας για τους Rum ως «πολυκέφαλη Ύδρα».

Hydra

Μετά από αυτήν την μικρή παρένθεση στο θέμα της επιβίωσης του Βυζαντινού κράτους κατά τον 7ο και 8ο αιώνα, επιστρέφω στο πολιτισμικό χάσμα που περιέγραψα με τα λόγια του Haldon. Όταν διαβάζετε συνοπτικά στον Καλδέλλη και στην Αρβελέρ για το χάσμα αυτής της περιόδου, να θυμάστε ότι εννοούν όλα αυτά που αναφέρει λεπτομερώς ο Haldon.

Ο Καλδέλλης HiB, σλδ 72, 179,180 για το χάσμα 640-780 (τις απαρχές του οποίου όμως και αυτός,  δίνοντας ως παραπομπή την Averil Cameron (1981), τοποθετεί στο δεύτερο μισού του 6ου αιώνα όπως και ο Haldon):

Kaldellis-chasm

Kaldellis-gap

Περιγραφή του ίδιου πάντα χάσματος (πλήρης ρήξη με την Ελληνο-Ρωμαϊκή παράδοση της Ύστερης Αρχαιότητας και Απαστικοποίηση/Αγροτοποίηση) από την Αρβελέρ:

Ahrweiler1

Ahrweiler2

Λοιπόν, στην πρώτη ανάρτηση περιέγραψα την θέση στην οποία βαθμιαία εξωθήθηκε η Ελληνική Παιδεία κατά την προχασματική περίοδο 350-550. Στην σημερινή δεύτερη ανάρτηση ελπίζω να περιέγραψα αναλυτικά την χασματική περίοδο 640-800. Στην επόμενη και τελευταία ανάρτηση θα περιγράψω την θέση της Ελληνικής Παιδείας κατά την μεταχασματική περίοδο 800-1204.

11 Comments

Filed under Αρχαιότητα, Βυζαντινολογία, Ιστορία, Μυθοθρυψία, Μεσαίωνας