Τα γεωγραφικά «Ρωμαίων ήθη»

Είμαι σίγουρος ότι ο τίτλος της ανάρτησης πρέπει να σας φάνηκε παράξενος. Τι θα πει «γεωγραφικά ήθη»;

Με τον όρο «ἦθος» (κατά κανόνα χρησιμοποιείται ο πληθυντικός αριθμός «τὰ ἤθη/ἤθεα») οι αρχαίοι Έλληνες εννοούσαν, συν τοις άλλοις, «τον συνήθη/οικείο/γνώριμο τόπο» (ορισμός Α. στο LSJ “an accustomed place”). Γράφει ο Ησύχιος:

ἤθεα· τοὺς συνήθεις τόπους, καὶ διατριβάς (Ζ 511)

Το «ἦθος» ενός αγριμιού ήταν η φωλιά του (abode) ή το «λημέρι/στέκι» του (haunt), ενώ το «ἦθος» (ή τα ἤθη/ἤθεα) ενός ανθρώπου ήταν τα «ιδιαίτερα υπνοδωμάτιά» του.

Ο ιστορικός του 10ου αιώνα Γενέσιος χρησιμοποιεί την φράση «Ῥωμαίων ἤθη» για να περιγράψει τα εδάφη της Ρωμανίας που κατά τον 10ο αιώνα ήταν πατροπαράδοτα.

Στο [2.4] τα «Ῥωμαίων ἤθη» στα οποία εισβάλλουν οι Σαρακηνοί είναι η Μικρά Ασία, ενώ στο [2.7] τα «Ῥωμαίων ἤθη» στα οποία «εισβάλλουν» οι Βούλγαροι είναι η ανατολική Θράκη (Κηδούκτος < Aquaeductus, βόρεια από την Ηράκλεια/Πέρινθο, στην πραγματικότητα έχουν κληθεί ως σύμμαχοι από τον Μιχαήλ Β΄ για να αντιμετωπίσουν τον αποστατήσαντα στρατό του «αποστάτη/τύραννου» Θωμά του «Σλάβου», μια ενδιαφέρουσα «αποστασία» που θα περιγράψω σε μελλοντική ανάρτηση).

[Γενέσιος, 2.4] ὃ δὴ καὶ Κωνστάντιον ἐπιτρέπει καλεῖσθαι, ἀπόμοιράν τε τούτῳ Σαρακηνῶν στρατεύματος δοὺς σὺν αὐτῷ εἰς τὰ Ῥωμαίων εἰσβάλλει ἤθη.

[Γενέσιος, 2.7] ἀλλοὗτοι μὲν κατοὐδὲν τῶν τοῦ βασιλέως φροντίσαντες λόγων κατά τε τοῦ τυράννου στρατεύουσι καὶ εἰς τὰ Ῥωμαίων εἰσβαλόντες ἤθη κατὰ τὸν Κηδούκτου καλούμενον στρατοπεδεύονται χῶρον. μαθὼν δὲ ὁ ἀποστάτης τὴν καταὐτοῦ τῶν Βουλγάρων ἔφοδον,

Αυτά είναι τα μόνα χωρία για τα οποία ο Γενέσιος χρησιμοποιεί τον όρο «Ῥωμαίων ἤθη». Αλλού μιλάει για την «Ῥωμαϊκή ἐπικράτεια», όπως λ.χ. όταν λέει ότι το κλέος της ανδρείας του Μανουήλ του Αρμένιου ήταν γνωστό σε όλη τη Συρία και την Ρωμαϊκή επικράτεια ή όταν λέει ότι ο Χουρραμίτης Κούρδος Βαβέκ εισήλθε στην Ρωμαϊκή επικράτεια, και πήγε στη Σινώπη για να βρει τον πατέρα του Θεόφοβου-Νασρ (στην πραγματικότητα είναι ο Θεόφοβος και όχι ο Βαβέκ που αυτομόλησε μαζί με 30.000 «Πέρσες» στη Σινώπη αλλά, όπως θα εξηγήσω παρακάτω, οι πηγές του Γενέσιου εδώ έχουν λόγο που παρουσιάσουν τον Θεόφοβο μεγαλωμένο εντός της Ρωμαΐδος και, κατά συνέπεια, βάζουν τον Βαβέκ να φέρνει τους 30.000 «Πέρσες»).

[Γενέσιος, 3.2] καὶ γὰρ εἶχεν μεθἑαυτοῦ καὶ Μανουὴλ τὸν γεννάδαν τὸν ἐξ Ἀρμενίων, οὗ κλέος τῆς ἀνδρείας κατὰ πᾶσαν Συρίαν καὶ Ῥωμαϊκὴν ἐπικράτειαν, πολλῷ δὲ μεῖζον καὶ εὐσεβείας

[Γενέσιος, 3.3] καὶ ἡττηθεὶς ὁ Βάβεκ εἰσῄει ἐν χιλιάσιν ἑπτὰ πρὸς τὴν Ῥωμαϊκὴν ἐπικράτειαν, κατὰ πόλιν Σινώπην ἀνερευνῶν τὸν Θεοφόβου πατέρα,

Αποφάσισα να δανειστώ τον όρο «ἤθος» από τον Γενέσιο, για να περιγράψω μονολεκτικά την «γεωγραφική περιοχή που σχετίζεται με μια εθνοτική ομάδα ή κατηγορία». Ο λόγος που θέλω να μιλήσω γι΄αυτήν την εθνολογική γεωγραφική παράμετρο είναι ένα σημείο του άρθρου του Ιωάννη Στουραΐτη για την Βυζαντινή συλλογική ταυτότητα που παρουσίασα στην προηγούμενη ανάρτηση.

Κάποιοι θα έχετε ήδη αναρωτηθεί γιατί δεν χρησιμοποιώ τον συνήθη όρο «πατρίδα». Ο λόγος για τον οποίο προτίμησα να αποφύγω τον όρο «πατρίδα» είναι η συχνή ρητορική του χρήση στις βυζαντινές πηγές για την περιγραφή όλης της Ρωμαϊκής επικράτειας. Με άλλα λόγια, επειδή ό όρος «πατρίς» χρησιμοποιείται κατά κόρον από την Ανατολική Ρωμαϊκή ελίτ (φορέας της Ρωμαϊκής αυτοκρατορικής ιδεολογίας) για να περιγράψει την περιοχή που περικλείεται εντός των εκάστοτε ρωμαϊκών πολιτικών συνόρων, προτίμησα να βρω έναν άλλο όρο για να περιγράψω το γεωγραφικό «κέντρο βάρους» της ρωμαϊκής εθνοτικής ομάδας (ή κατηγορίας).

Ένα παράδειγμα τέτοιας ρητορικής χρήσης του όρου «πατρίδα» είναι το χωρίο των «Τακτικών» του Λέοντα του Σοφού στο οποίο εξηγείται ότι ο στρατηγός πρέπει να εθίζει τους στρατιώτες του στην ιδέα ότι πολεμούν «για την πατρίδα και για όλο το Χριστιανικό έθνος».

[Τακτικά, 18.19] Καὶ ἐθίζεσθε πάντες ὁμοῦ οἱ διὰ Χριστὸν τὸν Θεὸν ἡμῶν καὶ ὑπὲρ συγγενῶν καὶ φίλων καὶ πατρίδος καὶ τοῦ ὅλου τῶν Χριστιανῶν ἔθνους ἀγωνιζόμενοι εὐκόλως ὑποφέρειν καὶ δίψης ὄχλησιν,

Ποια είναι άραγε η «πατρίδα» αυτού του «όλου των Χριστιανών έθνους»;

Αν θεωρήσουμε ως «έθνος» όλους τους Χριστιανούς τότε, γύρω στο 900 μ.Χ. που γράφει ο Λέων ο Σοφός, ένα σημαντικό μέρος αυτού του έθνους ζούσε εκτός της Ρωμαϊκής επικράτειας. Υπήρχαν οι μονοφυσίτες Χριστιανοί σε Συρία, Παλαιστίνη και Αίγυπτο, υπήρχαν οι ήδη εκχριστιανισμένοι Βούλγαροι στα βόρεια Βαλκάνια και, τέλος, υπήρχαν και οι παπικοί Χριστιανοί της Δυτικής Ευρώπης.

Το γεγονός ότι τα μέλη αυτού του ρητορικού «έθνους Χριστιανών» δεν έχουν ούτε μύθο κοινής καταγωγής, ούτε κάποια γεωγραφικά πεπερασμένη πατρίδαούτε κοινό πολιτισμόούτε φυσικά κάποια αίσθηση αλληλεγγύης, εξηγεί γιατί η συλλογικότητα των Χριστιανών δεν είναι ούτε εθνοτική ομάδα ούτε εθνοτική κατηγορία. Επιπρόσθετα, η έλλειψη αλληλεγγύης και κοινής lingua franca (και κοινού πολιτισμού εν γένει) και ο πολιτικός διαμελισμός των χριστιανικών κοινοτήτων, εξηγούν πέρα για πέρα γιατί δεν θα μπορούσε να υπάρχει ένα πραγματικό «Χριστιανικό έθνος» (με την εθνολογική σημασία του όρου «έθνος»/nation).

Στην κριτική που έκανε ο Στουραΐτης στην θεωρία του Αντώνη Καλδέλλη για την ύπαρξη ενός προνεωτερικού έθνους Ρωμαίων επισήμανε κάτι το ενδιαφέρον. Δεδομένου ότι το έθνος συνδέεται με έναν γεωγραφικά πεπερασμένο χώρο τον οποίο θεωρεί ως «εθνική πατρίδα», πως μπορούσε η βυζαντινή ελίτ να φανταστεί (και να διαδώσει ως ιδεολογία στις μάζες) ένα Ρωμαϊκό έθνος, όταν τα σύνορα της Ρωμανίας ήταν συνεχώς μεταβαλλόμενα και όταν η Ρωμαϊκή ελίτ, ως φορέας της επίσημης ρωμαϊκής ιδεολογίας, πίστευε ότι τα παλιά «της» σύνορα κατά την περίοδο της «πρότερης ευδαιμονίας» ήταν αυτά του Τραϊανού;

Ο Στουραΐτης παραθέτει τα λόγια του Κωνσταντίνου Πορφυρογέννητου από το «Περί τῶν Θεμάτων» για την «νυνί στενωθείσα και ακρωτηριασθείσα» Ρωμαϊκή Αρχή και τα λόγια της Άννας Κομνηνής για τα παλιά «μας» σύνορα κατά την «πρότερη ευδαιμονία», τα οποία ο Αλέξιος -σύμφωνα με την εγκωμιάζουσα κόρη του- θα αποκαθιστούσε αν δεν του τύχαιναν τόσοι επάλληλοι εχθροί και κόποι.

[Πορφ. Θέματα, πρόλογος] Ὅτε οἱ βασιλεῖς μετὰ τοῦ λαοῦ ἐπεστράτευον καὶ τοῖς ἀνταίρουσι τὸν τῆς Ῥωμαϊκῆς δουλείας ζυγὸν ἐπετίθεσαν καὶ μικροῦ δεῖν πᾶσαν τὴν οἰκουμένην ἐπολιόρκουν ἀτακτοῦσαν καὶ ἀντιλέγουσαν, ὡς ὁ Καῖσαρ Ἰούλιος, ὡς ὁ θαυμαστὸς Αὔγουστος, ὡς ὁ Τραϊανὸς ἐκεῖνος ὁ περιβόητος, ὡς ὁ μέγας ἐν βασιλεῦσι Κωνσταντῖνος καὶ Θεοδόσιος καὶ οἱ μετἐκείνους τὸν χριστιανισμὸν καὶ τὴν θεοσέβειαν ἀσπασάμενοι. Οὐκ ἦν γὰρ εἰκός, βασιλέως ἐπὶ στρατοπέδου παρόντος, στρατηγὸν διατάττεσθαι·ὑφἡγεμόνας γὰρ καὶ ταξιάρχας ἐτέλουν καὶ ὅλα τὰ τῶν πολέμων πράγματα ἐπὶ τῇ τοῦ βασιλέως βουλῇ ἀπεκρέμαντο· καὶ πᾶς ὁ λαὸς ἕνα καὶ μόνον τὸν βασιλέα ἑώρα. Ὅτε δὲ τοῦ στρατεύειν οἱ βασιλεῖς ἀπεπαύσαντο, τότε καὶ στρατηγοὺς καὶ θέματα διωρίσαντο. Καὶ εἰς τοῦτο κατέληξεν ἡ τῶν Ῥωμαίων ἀρχὴ μέχρι τῆς σήμερον. Νυνὶ δὲ στενωθείσης κατά τε ἀνατολὰς καὶ δυσμὰς τῆς Ῥωμαϊκῆς βασιλείας καὶ ἀκρωτηριασθείσης ἀπὸ τῆς ἀρχῆς Ἡρακλείου τοῦ Λίβυος, οἱ ἀπἐκείνου κρατήσαντες οὐκ ἔχοντες ὅποι καὶ ὅπως καταχρήσονται τῇ αὑτῶν ἐξουσίᾳ, εἰς μικρά τινα μέρη κατέτεμον τὴν ἑαυτῶν ἀρχὴν καὶ τὰ τῶν στρατιωτῶν τάγματα, μάλιστα ἑλληνίζοντες καὶ τὴν πάτριον καὶ ῥωμαϊκὴν γλῶτταν ἀποβαλόντες.

[Αλεξιάς, 14.7.2] Ἅμα γὰρ κατὰ ταὐτὸν καὶ Σκύθης ἀπὸ βορρᾶ καὶ ἀπὸ τῆς ἑσπέρας Κελτὸς καὶ ἐξ ἀνατολῶν Ἰσμαὴλ ἐτετάρακτο, χωρὶς τῶν ἀπὸ θαλάσσης κινδύνων, ἄνευ τῶν θαλασσοκρατούντων βαρβάρων, ἄνευ τῶν πειρατικῶν ἀναρίθμων νηῶν ἃς ἡ τῶν Σαρακηνῶν ἐτεκτόνευσε μῆνις, ἃς ἡ τῶν Οὐετόνων συνεπλέξατο πλεονεξία καὶ κατὰ τῆς ῥωμαϊκῆς βασιλείας δύσνοια. Καὶ γὰρ ἐποφθαλμιῶσι πάντες αὐτῇ. Φύσει γὰρ οὖσα δεσπότις τῶν ἄλλων ἐθνῶν ἡ βασιλεία Ῥωμαίων ἐχθρωδῶς διακείμενον ἔχει τὸ δοῦλον, καὶ ἐπειδὰν ἐπιδράξαιτο καιροῦ, φέρεται ἄλλος ἄλλοθεν ἐκ γῆς καὶ θαλάττης ἕκαστος.

[Αλεξιάς, 6.11.3] Ἦν μὲν γὰρ ὅτε οἱ ὅροι τῆς τῶν Ῥωμαίων ἡγεμονίας αἱ ἀμφότεραι στῆλαι ἦσαν ἀνατολὴν καὶ δύσιν περιορίζουσαι, ἐξ ἑσπέρας μὲν αἱ τοῦ Ἡρακλέους ὀνομαζόμεναι, ἐξ ἕω δὲ αἱ ἀγχοῦ που ἱστάμεναι τοῦ Ἰνδικοῦ πέρατος αἱ τοῦ Διονύσου. Κατὰ γὰρ πλάτος οὐκ ἔστιν εἰπεῖν ὅσον ἦν τῆς τῶν Ῥωμαίων βασιλείας τὸ κράτος Αἴγυπτος καὶ Μερόη καὶ Τρωγλοδυτικὴ πᾶσα καὶ τὰ ἐγγύθεν τῆς διακεκαυμένης καὶ τὰ ἐξ ἑτέρου μέρους ἡ περιθρύλλητος Θούλη καὶ ὅσα ἔθνη βόσκει τὸ κλίμα τὸ Βόρειον, οἷς κατὰ κορυφὴν ὁ Βόρειος ἵσταται πόλος. Ἀλλ’ ἐπ’ ἐκείνῳ γε τοῦ καιροῦ ἐκ μὲν ἀνατολῆς ὁ γείτων Βόσπορος ὅριον τῶν Ῥωμαϊκῶν σκήπτρων, ἐκ δὲ τῆς ἑσπέρας ἡ Ἀδριανοῦ καθίστατο πόλις. Ἀλλ’ ὅ γε βασιλεὺς Ἀλέξιος ἀμφοτέραις ὥσπερ παίων χερσὶ τοὺς ἑκατέ ρωθεν ἐπιτιθεμένους βαρβάρους καὶ καθάπερ ἀπὸ κέντρου τῆς Βυζαντίδος περιορχούμενος ηὐρύνετο τὸν κύκλον τῆς βασιλείας καὶ ἐκ μὲν ἑσπέρας τὸν Ἀδρίαντος πόντον ἔθετο ὅριον, ἐκ δὲ τῆς ἀνατολῆς Εὐφράτην καὶ Τίγρητα. Καὶ ἂν εἰς τὴν προτέραν εὐδαιμονίαν τὴν βασιλείαν ἀνενεώσατο, εἰ μή γε οἱ ἐπάλληλοι ἀγῶνες καὶ οἱ πυκνοὶ πόνοι καὶ κίνδυνοι (ἦν γὰρ καὶ ἀμφότερα ὁ αὐτοκράτωρ μεγαλοκίνδυνός τε καὶ πυκνοκίνδυνος) τοῦτον ἀπέστησαν τοῦ ὁρμήματος.

Το ερώτημα του Στουραΐτη στην κριτική που κάνει στον Καλδέλλη για το κατά πόσο η Ανατολική Ρωμαϊκή ελίτ (οι φορείς της επίσημης Ρωμαϊκής ιδεολογίας και της υψηλής παιδείας) με τις παραπάνω οικουμενικές φιλοδοξίες και «μνήμες» μπορούσε να φανταστεί μια γεωγραφικά πεπερασμένη «πατρίδα» (αυτό που εγώ εδώ ονομάζω γεωγραφικό «ήθος» ή γεωγραφικό κέντρο βάρους) για το υποτιθέμενο έθνος «Ρωμαίων» είναι σοβαρό.

Αν η Ρωμαϊκή ελίτ δεν μπορεί να οραματιστεί ένα γεωγραφικό «ήθος» τότε δεν μπορεί να οραματιστεί ούτε ένα Ρωμαϊκό «έθνος». Ωστόσο, το ερώτημα του Στουραΐτη έχει ευρύτερες επιπτώσεις που εκτείνονται πέρα από την θεωρία του Καλδέλλη περί προνεωτερικού ρωμαϊκού έθνους, γιατί το πεπερασμένο γεωγραφικό «ήθος» είναι μέσα στα απαραίτητα εθνολογικά κριτήρια για την ύπαρξη εθνοτικής ομάδαςεθνοτικής κατηγορίας όταν περιγράφεται από «άλλους»).

Παραθέτω, σε αυτό το σημείο, τα ακριβή λόγια του Στουραΐτη (σελίδες 185-189) για την αδυναμία οραματισμού (μέχρι και τον 12ο αιώνα) μιας γεωγραφικά πεπερασμένης ρωμαϊκής «πατρίδας» (από εδώ και πέρα γι΄αυτήν την έννοια θα χρησιμοποιώ αποκλειστικά τον όρο «ήθος»).

Stouraitis-fatherland

Για να καταλάβετε τις ευρύτερες επιτπώσεις του συμπεράσματος του Στουραΐτη παραθέτω την εξάδα κριτηρίων (ή «διαστάσεων» κατά Smith) που κατά τον Anthony D. Smith είναι απαραίτητα για την ύπαρξη εθνοτικής ομάδας (ethnic group/community ή ethnie), αλλά και την δυάδα κριτηρίων (μύθος κοινής καταγωγής και γεωγραφικό «ήθος») τα οποία ο Jonathan M. Hall θεωρούσε ως τα δύο πλέον σημαντικά κριτήρια της εξάδας του Smith στα βιβλία όπου εξέτασε το φαινόμενο της εθνοτικότητας στην Αρχαία Ελλάδα.

Τα αντίστοιχα βιβλία είναι το The Ethnic Origins of Nations του Smith και το Ethnic Identity in Greek Antiquity του Hall. Ο Στουραΐτης αναφέρει την εξάδα του Smith στη σελίδα 206 του άρθρου του, όπως κάνει και ο JM Hall (σλδ 25) πριν επιλέξει ως σημαντικότερη την δυάδα, με την οποία δουλεύει στο υπόλοιπο βιβλίο. Εγώ απλώς θα παραθέτω τα λόγια του Smith ειδικά για το κριτήριο του γεωγραφικού «ήθους».

Stouraitis-hexad

Hall-Smith-dyad

Smith-territory

Η περίφημη «εξάδα» κριτηρίων του Smith είναι:

  1. κοινό ενδωνύμιο
  2. κοινά αποδεκτός μύθος κοινής καταγωγής
  3. κοινή ιστορία/«μνήμη»
  4. κοινός διακριτός πολιτισμός
  5. γεωγραφικό «ήθος»
  6. αίσθημα αλληλεγγύης για ένα σημαντικό μέρος του πληθυσμού

Από αυτήν την εξάδα, ο JM Hall θεωρεί ως σημαντικότερα τα κριτήρια #2 (common myth of descent) και #5 (connection/assosiation with a specific territory).

Στην παράγραφο για το γεωγραφικό ήθος (an association with a specific territory) ο Smith αναφέρει ότι έχει λιγότερη σημασία το αν η εθνοτική ομάδα κατοικεί στο ήθος της ή αν το ήθος περιέχεται στο πολιτικό μόρφωμα που περιέχει την εθνοτική ομάδα, και έχει μεγαλύτερη σημασία η μνήμη ενός «ήθους» («πατρίδας»), δηλαδή η συμβολική αξία του γεωγραφικού ήθους. Ωστόσο, ο Smith αναφέρει στο τέλος και δύο παράδοξα παραδείγματα. Το ένα είναι οι Γύφτοι/Ρομά που αποτελούν διακριτή εθνοτική ομάδα (και ητικώς ιδωμένη διακριτή εθνοτική κατηγορία) χωρίς να πληρούν το κριτήριο του γεωγραφικού ήθους και το άλλο είναι η τραγική διαμάχη Ισραηλιτών και Παλαιστινίων που αναγνωρίζουν το ίδιο γεωγραφικό ήθος, ο καθένας για λογαριασμό του.

Με αυτό το εθνολογικό θεωρητικό υπόβαθρο κατά νου, η ύπαρξη ή μη μιας Ρωμαϊκής εθνοτικής ομάδας (ή εθνοτικής κατηγορίας) εντός της Ρωμανίας εξαρτάται από την ύπαρξη ή μη ενός ρωμαϊκού γεωγραφικού ήθους. Με άλλα λόγια, η ελίτ της πολυεθνικής Ρωμανίας μπορεί να οραματιστεί μια ρωμαϊκή εθνότητα (ή εθνοτική κατηγορία) διακριτή από τις άλλες εθνοπολιτισμικές ομάδες (λ.χ. Αρμένιοι, Σλάβοι, Βούλγαροι κλπ), μόνον εφόσον μπορεί να οραματιστεί και ένα αντίστοιχο ρωμαϊκό γεωγραφικό ήθος (μικρότερο της συνολικής έκτασης της Ρωμανίας κατά την περίοδο σταθερότητας ή επέκτασης και μεγαλύτερο των πολιτικών ορίων σε περίοδους συρρίκνωσης).

Πριν προχωρήσω θα παραθέσω ένα παράδειγμα της σχέσης μεταξύ της εθνοτικής κατηγορίας και του γεωγραφικού ήθους. Το παράδειγμα είναι οι Χουρραμίτες Κούρδοι ως εθνοτική κατηγορία «Περσών» στον Γενέσιο. Οι Χουρραμίτες της ευρύτερης σημερινής περιοχής του Αζερμπαϊτζάν (ιρανόφωνοι λαοί, άλλοι Κούρδοι άλλοι Πέρσες, αν και πολλοί βυζαντινολόγοι πιστεύουν ότι η πλειοψηφία αυτών που τελικά εισήλθαν στην Ρωμανία ήταν Κούρδοι) απέσπασαν την προσοχή των βυζαντινών συγγραφέων όταν το 816 μ.Χ. αποφάσισαν να εξεγερθούν κατά του Χαλιφάτου, υπό την ηγεσία του Βαβέκ και του Θεόφοβου-Νασρ και, αργότερα, όταν περίπου 30.000 από αυτούς εισήλθαν στην Ρωμανία με δύο ετερόχρονες μεταναστεύσεις, μία πρώτη το 834 (όταν εισήλθε ο Θεόφοβος με 14.000 άνδρες) και μία δεύτερη το 836/7 όπου ακολούθησαν οι υπόλοιποι 16.000. Οι «Πέρσες» αυτοί εκχριστιανίστηκαν (λ.χ. ο Νασρ βαπτίστηκε Θεόφοβος) και παντρεύτηκαν Ρωμαίες γυναίκες (ο Θεόφοβος παντρεύτηκε την αδελφή του αυτοκράτορα Θεόφιλου), συνεχίζοντας να πολεμάνε τους Άραβες για λογαριασμό των Ρωμαίων. Ωστόσο, επειδή κάποια στιγμή, όσο ήταν ακόμα συγκεντρωμένοι στην περιοχή της Σινώπης, εξεγέρθηκαν κατά του αυτοκράτορα Θεόφιλου, ο τελευταίος αποφάσισε να τους χωρίσει σε μικρές τούρμες 2000 ανδρών και να τους διασπείρει σε όλα τα θέματα. Με αυτόν τον τρόπο, σημειώνει ο Γενέσιος, εν τέλει συνέβη ο «ἀφανισμός» των «Περσών», δηλαδή η αφομοίωσή τους στην πρότυπη Ρωμαϊκή εθνοπολιτισμική ομάδα (οι μελλοντικοί ελληνόφωνοι εθνοτικοί Ρωμαίοι). Το μόνο που επιβίωσε μετά τον «ἀφανισμό» των «Περσών», συνεχίζει ο Γενέσιος, ήταν το όνομα «Περσικές» για τις τούρμες που είχε σχηματίσει και μοιράσει σε όλα τα θέματα ο Θεόφιλος από αυτούς τους «Πέρσες».

Οι «Πέρσες» είναι μια εθνοτική κατηγορία επειδή περιγράφονται ητικά από «άλλους». Δεν γνωρίζουμε την ημική αντίληψη των ίδιων των Χουρραμιτών Κούρδων, αλλά μόνο το τι λένε οι βυζαντινοί ιστορικοί γι΄αυτούς. Έτσι οι «Πέρσες» δεν είναι εθνοτική ομάδα, αλλά εθνοτική κατηγορία. Το μόνο που γνωρίζουμε γι΄αυτούς τους Χουρραμίτες είναι πως, για να διαφοροποιηθούν από τους άλλους Μουσουλμάνους, δημιούργησαν μια ισλαμική αίρεση που είχε ενσωματώσει στοιχεία του Ζωροαστρισμού (η θρησκεία της Ιρανικής Αβέστα, των Αχαιμενιδών και των Σασσανιδών). Από την άλλη, επειδή ο Γενέσιος χρησιμοποιεί αγιογραφικές πηγές από το μοναστήρι που ίδρυσε ο Θεόφοβος, η ιστορία του είναι αλλοιωμένη στο θέμα της καταγωγής του Θεόφοβου, ο οποίος παρουσιάζεται ως απόγονος της Αχαιμενιδικής βασιλικής δυναστείας από τον πατέρα του, και παρουσιάζεται να κατοικεί ήδη εντός της Ρωμαΐδος έχοντας Ρωμαία μητέρα (μια ταβερνιάρισσα της Κων/πόλεως). Αυτός ο εξευγενισμός και μερικός γενεαλογικός εκρωμαϊσμός του Θεόφοβου έγινε, γιατί το μοναστήρι που ίδρυσε ο τελευταίος τον λάτρευε μετά θάνατον ως «εικονόφιλο ήρωα» που αντιστάθηκε στην εικονοκλαστική πολιτική του Θεόφιλου. Έτσι, ενώ ο Βαβέκ πέθανε χωρίς να έχει εισέλθει ποτέ στην Ρωμαΐδα, στην ιστορία του Γενέσιου, ο Βαβέκ (και όχι ο Θεόφοβος) φέρνει την πρώτη φουρνιά «Περσών» το 834, ενω γνωρίζουμε από ανεξάρτητες πηγές ότι ο Βαβέκ παρέμεινε στην «Περσίδα» όπου πέθανε το 837, αντιμαχόμενος την μεγάλη εκστρατεία του Χαλίφη, η οποία κατέπνιξε την επανάσταση.

Ας δούμε τώρα πως φαντάστηκε την εθνοτική κατηγορία «Πέρσες» ο Γενέσιος (και άλλοι βυζαντινοί ιστορικοί που ακολούθησαν το παράδειγμά του). Ο Γενέσιος χρησιμοποιεί την «δυάδα» του JM Hall για να φανταστεί τους «Πέρσες»: οι «Πέρσες» είχαν κοινή καταγωγή από τους πάλαι κοσμοκράτορες Αχαιμενίδες Πέρσες και είχαν ένα γεωγραφικό ήθοςπατρίς», «οἰκεία χώρα», «Περσίς») από το οποίο διασπάρθηκαν.

[Γενέσιος, 3.2] […] εἰ καὶ πολλοὶ τῶν Περσῶν διά γε τὰς ἥττας τοῖς Ἀγαρηνοῖς προσετίθεντο, κἂν ἐπαλινόστουν τῷ ἄνακτι, αὐτὸς ὁπηνίκα πρὸς ἀντιπάλους ἐξῄει, οὐχ ἥκιστα τῷ στέργειν αὐτοὺς τὸν Θεόφοβον.

[3.3]  Τοιαύτη δὲ ἡ κατὰ τοῦτον ἀπὸ διαφόρων κατὰ διαδοχὴν διάφορος κατά τι πάντως ἀπομνημόνευσις, ὡς τοῖς ἱστοροῦσι πρὸς ἀκριβολογίαν ἐξείθιστο. ἐπειδὴ τὰ ἐγκόσμια πάντως κατὰ ῥοὴν καὶ ἀπορροὴν καθεστήκεσαν, καὶ διαφθοραὶ φύλων αἰτίαις τισὶ κατὰ διασπορὰς παρυφίστανται, ὅθεν καὶ τοῦ Περσικοῦ ἔθνους, πάλαι μὲν τὸν σκηνίτην βίον περιπεποιημένου καὶ δέρρεσι κατὰ περιστολὴν τὴν ἀπορίαν ἢ τὸ γενναῖον ἐπιδεικνυμένου, ἔτι δὲ <καὶ> ταῖς ἀνδραγαθίαις πολλῶν ἐθνῶν κυριεύσαντος, καὶ εἰς παροινίαν ἐξ εὐτυχίας ἀρθέντος, καὶ μετὰ τοῦτο τὰ μέγιστα δυστυχήσαντος καὶ διανεμηθέντος, οἷα τοῖς Ἰουδαίοις καὶ ἑτέροις συμβέβηκεν ἔθνεσιν. ἐξείθιστο δὲ τοῖς Πέρσαις τοὺς ἑαυτῶν βασιλέας ἐκ βασιλείου φυλῆς ὑπέχειν ἀνάρρησιν· ἀλλὰ πολέμοις ἐν ἐπαλλήλοις καὶ ταῖς τῶν ἐξ ὁμογενῶν ἄλλαις ἐπαγωγαῖς κατὰ τὴν πατρίδα παντελῶς τῆς βασιλικῆς σειρᾶς ἐκλιπούσης, […] εὐδόκησάν τε χάριν τῆς τοιαύτης γε σκήψεως τοῖς Ῥωμαίοις ἐπικηρυκεύεσθαι ἔθνος τὸ Περσικὸν ἀναγκαίως, καὶ ὑποτετάχθαι αὐτοῖς εἰς σπονδὰς ἧκον εἰρηνικῆς τελειότητος. ὧνπερ ἠκουτισμένων τοῖς ἐν Περσίδι ἔκ τε τῶν εἰς ἀποστολὴν προσηκόντων καὶ τῶν διὰ τὸν Θεόφοβον δῆθεν βασιλεῖ γε συναξιούντων, ἀσπαστὸν ἐλογίσαντο τῆς οἰκείας χώρας ἀπαναστεῦσαι καὶ προσχωρήσειν τῇ Ῥωμαΐδι, ὅπως τοῦ κατὰ γένος ἀρχηγοῦ ἐπιτεύξοιντο, καὶ μάλιστα, ὅτι καὶ ὁ Περσῶν ἀρχηγὸς Βάβεκ ἀποστάσει τῇ πρὸς τὸν ἀμεραμνουνῆ ἐπὶ εʹ ἔτεσι κεκορύφωτο, ὧν ἀναμεταξὺ μέγιστοι πόλεμοι συμβεβηκότες καὶ ἡττηθεὶς ὁ Βάβεκ εἰσῄει ἐν χιλιάσιν ἑπτὰ πρὸς τὴν Ῥωμαϊκὴν ἐπικράτειαν, κατὰ πόλιν Σινώπην ἀνερευνῶν τὸν Θεοφόβου πατέρα, παρὰ Πέρσαις πάνυ τιμώμενον, Ῥωμαίων ὄντα τοῖς καταλόγοις· ὃν ὁ Βάβεκ κατειληφὼς ἐγγύας τε παρὰ βασιλέως δεξάμενος τὸν ὑπαὐτόν γε λαὸν καὶ ἑαυτὸν τῷ βασιλεῖ ὑπήκοον τέθεικεν. ὁ δὲ βασιλεὺς Θεόφιλος τὸν μὲν εὐγενῆ νεανίαν Θεόφοβον καταγεραίρει πατρικιότητι καὶ τὴν ἑαυτοῦ ἀδελφὴν τούτῳ πρὸς γάμον ἐκδίδωσιν, τῷ τε Ῥωμαϊκῷ πολιτεύματι τοὺς Πέρσας συναριθμήσας ἀξιωμάτων τε βαθμοῖς καὶ στρατείας πρὸς ἀγχιστείαν τε Ῥωμαίων ἐν γάμοις ἁρμόζεται, εἰ καὶ τὸν Θεόφοβον ἀναιρεῖ μετὰ ταῦτα δολιωσάμενος.

[3.6] Καὶ ὁ μὲν Θεόφοβος τῷ βασιλεῖ αὖθις ἱλεωθεὶς ἐν τοῖς βασιλείοις κατῴκιστο καὶ τῆς πάλαι προσούσης αὐτῷ παρὰ βασιλέως φιλοστοργίας καὶ εὐπαθείας ἀπέλαυεν. Περσῶν δὲ πληθύν, διὰ τὸ προϊέναι μέχρι μυριάδων γʹ, οὐ ταύτην ἐλευθεριάζειν συμφέρον εἶναι καὶ ἐπἀδείας διάγειν τῷ βασιλεῖ κατεφαίνετο· ἐντεῦθεν τοῖς Ῥωμαϊκοῖς θέμασι χιλιάσιν ἐπὶ δυσὶν Περσικὸς ἀριθμὸς ἀπεστέλλετο ὑπὸ χεῖρα τελεῖν τῶν κατὰ στρατηγεσίαν καιροῖς τεταγμένων, ἐφὧν καὶ τουρμάρχαι τούτων ἐπιστατεῖν διωρίζοντο. ἀμέλει καὶ ἕως τῶν ἐνταυθοῖ χρόνων τὴν προσηγορίαν Περσῶν αἱ τῶν θεμάτων τοῦρμαι κεκλήρωνται, ἐφοἷς διεσπάρησαν.

[3.7] Τοιούτου δὴ πέρατος τὰ τῶν Περσῶν ὅλως τετύχηκε μετὰ τὴν στασιῶτιν κακόνοιαν οὕτω διανεμηθέντων καὶ σχεδὸν εἰς ἀφανισμὸν χωρησάντων.

Οι «Πέρσες» στα παραπάνω χωρία είναι κοινότητα κοινής καταγωγής μιας και κατάγονται από το αρχαίο «Περσικὸν ἔθνος» που εγκατέλειψε τον «σκηνίτην βίον» (3.3, 2η γραμμή) και έγινε εδραίο, ιδρύοντας με τα ανδραγαθήματά του μια αυτοκρατορία («πολλῶν ἐθνῶν κυριεύσαντος», [3.3], 3η γραμμή). Μετά ξεκίνησε μια περίοδος παρακμής («καὶ μετὰ τοῦτο τὰ μέγιστα δυστυχήσαντος») όπου το έθνος διασπάρθηκε, όπως συνέβη με τους Ιουδαίους και με άλλα έθνη («καὶ διανεμηθέντος, οἷα τοῖς Ἰουδαίοις και ἑτέροις συμβέβηκεν ἔθνεσιν»). Οι «Πέρσες» είχαν την συνήθεια να επιλέγουν για βασιλείς τους τα μέλη «ἐκ τῆς βασιλείου φυλῆς», αλλά αυτή κάποια στιγμή εξέλειψε στην «πατρίδα», εξαιτίας επαλλήλων εμφυλίων πολέμων (ἐξ ὁμογενῶν) και άλλων κακών ([3.3], 4η-5η γραμμή, ἐξείθιστο δὲ τοῖς Πέρσαις τοὺς ἑαυτῶν βασιλέας ἐκ βασιλείου φυλῆς ὑπέχειν ἀνάρρησιν· ἀλλὰ πολέμοις ἐν ἐπαλλήλοις καὶ ταῖς τῶν ἐξ ὁμογενῶν ἄλλαις ἐπαγωγαῖς κατὰ τὴν πατρίδα παντελῶς τῆς βασιλικῆς σειρᾶς ἐκλιπούσης). Μόλις έμαθαν ότι στην Ρωμαΐδα ζούσε ένας απόγονος της «βασιλείου φυλής» (ο Θεόφοβος υποτίθεται) ήρθαν μερικοί και τον βρήκαν και ειδοποίησαν τους άλλους πίσω στην «Περσίδα» (τοῖς ἐν Περσίδι) ότι τον βρήκαν. Τελικά, το «Περσικόν ἔθνος» («ἔθνος τὸ Περσικὸν») εγκατέλειψε την «οικεία του χώρα» και ήρθε στην Ρωμαΐδα (οἰκείας χώρας ἀπαναστεῦσαι καὶ προσχωρήσειν τῇ Ῥωμαΐδι) όπου οι «Πέρσες» ενσωματώθηκαν στην Ρωμαϊκή πολιτεία (τῷ τε Ῥωμαϊκῷ πολιτεύματι), στρατολογήθηκαν στους καταλόγους των Ρωμαίων (στρατιωτικές δυνάμεις) και ο Θεόφιλος φρόντισε να τους παντρέψει με Ρωμαίες, ώστε να αποκτήσουν δεσμούς «αγχιστείας» με τους Ρωμαίους (τῷ τε Ῥωμαϊκῷ πολιτεύματι τοὺς Πέρσας συναριθμήσας ἀξιωμάτων τε βαθμοῖς καὶ στρατείας πρὸς ἀγχιστείαν τε Ῥωμαίων ἐν γάμοις ἁρμόζεται). Τελικά, οι «Πέρσες» διαμελίστηκαν σε τούρμες των 2000 ανδρών και διασπάρθηκαν στα θέματα της Ρωμαΐδος, όπου και συνέβη ο «ἀφανισμός» τους ([3.7] οὕτω διανεμηθέντων καὶ σχεδὸν εἰς ἀφανισμὸν χωρησάντων).

Μόνο στο χωρίο [3.3] του Γενέσιου γίνεται τρεις φορές αναφορά στο Περσικό γεωγραφικό ήθοςκατὰ τἠν πατρίδα», «τοῖς ἐν Περσίδι», «τῆς οἰκείας χώρας ἀπαναστεῦσαι»), το οποίο δεν είναι κάποια πολιτικά αφοριζόμενη περιοχή, όπως η Ρωμαΐδα/Ρωμαϊκή επικράτεια, αλλά η κοιτίδα μιας εθνοτικής κατηγορίας.

Η εθνοτική κατηγορία «Πέρσικόν γένος/έθνος» του Γενεσίου, λοιπόν, θεωρείται «ομογενής» και «ὁμόχθονη» (η δυάδα του JM Hall).

Για να ισχυριστούμε ότι η Ανατολική Ρωμαϊκή ελίτ, από ένα σημείο και μετά, αρχίζει να οραματίζεται ένα διακριτό «Ῥωμαϊκό γένος» σαν εθνοτική κατηγορίαομάδα αν η ιδεολογία φτάνει μέχρι την μάζα), πρέπει να εντοπίσουμε το αντίστοιχο Ρωμαϊκό γεωγραφικό ήθος.

Υπήρχε ένα τέτοιο Ρωμαϊκό γεωγραφικό ήθος;

Θα ξεκινήσω από τον 12° αιώνα πηγαίνοντας, στη συνέχεια, προς τα πίσω στους προηγούμενους δύο αιώνες. Με αυτόν τον τρόπο, θα κινηθώ από τα λίγο πολύ ευρέως αποδεκτά προς τα λιγότερα αποδεκτά που θέλω να αναδείξω.

Είναι γενικά αποδεκτό ότι κατά τον 12° αιώνα στις πηγές εμφανίζεται η λεγόμενη Ρωμαϊκή εθνοτική ταυτότητα, δηλαδή ο όρος «Ρωμαίοι» χρησιμοποιείται ενίοτε για να περιγράψει την εθνοπολιτισμική συλλογικότητα των ελληνοφώνων σε αντιδιαστολή με τις άλλες υπήκοες εθνοπολισμικές συλλογικότητες (λ.χ,. Αρμένιοι, Βούλγαροι κλπ).

Η Gill Page έχει εξηγήσει αυτήν την διπλή «εθνοτική» και «πολιτική» Ρωμαϊκή ταυτότητα της περιόδου 1150-1450 σε ένα ολόκληρο βιβλίο.

Ο Γιάννης Στουραΐτης σε πολλά σημεία του άρθρου του αναφέρεται στον «μακρό 12° αιώνα» ως την περίοδο που αρχίζει να εμφανίζεται η εθνοτική ρωμαϊκή ταυτότητα, επιστώντας παράλληλα την προσοχή στον κίνδυνο «πραγμοποίησης» (reification) μιας εθνοτικής κατηγορίας σε εθνότητα. Αλλού γράφει ότι πριν τα τέλη του 11ου αιώνα δεν υπήρχε το πρόσφορο έδαφος για την ανάπτυξη μιας εθνοτικής (ή εθνικής) Ρωμαϊκής ιδεολογίας στην Ανατολική Ρωμαϊκή ελίτ.

Τέλος, ακόμα και ο Αντώνης Καλδέλλης που δεν χρησιμοποιεί την εθνοτικότητα (ethnicity) στην θεωρία του περί προνεωτερικού ρωμαϊκού έθνους, επειδή πιστεύει πως η εθνοτικότητα δεν έπαιζε κάποιο ρόλο στον βυζαντινό αυτοπροσδιορισμό, αναγνωρίζει ωστόσο την «μετά το 1071» περίοδο ως μια περίοδο όπου «οι Ρωμαίοι» είχαν την δυνατότητα να γίνουν πραγματικό γένος (εθνοτική ομάδα).

Παραθέτω τις τρεις αναφορές τους.

Gill Page (σλδ 46-48):

Page-doubleID

Στουραΐτης (σλδ 202,205):

Stouraitis-ethnic

Καλδέλλης (HiB, σλδ 76, 84, 87-8):

Kaldellis-ethnicity

Επομένως, αν υπάρχει ένα Ρωμαϊκό γεωγραφικό ήθος, αυτό πρέπει πρώτα να δειχθεί στις πηγές του 12ου αιώνα όταν, σύμφωνα με όλους τους παραπάνω μελετητές, είναι η πιο ασφαλής περίοδος πριν από το 1204 για τη μελέτη της εθνοτικής Ρωμαϊκής ταυτότητας.

Υπάρχει ένα ενδιαφέρον χωρίο από τον ιστορία του Νικήτα Χωνιάτη που δείχνει ότι στα τέλη του 12ου αιώνα υπήρχε ένα Ρωμαϊκό γεωγραφικό ήθος που ήταν μικρότερο από τα πολιτικά σύνορα και τις επίσημες βλέψεις της Ανατολικής Ρωμαϊκής ελίτ.

Το 1185 οι Βλάχοι αδελφοί Ασέν παρακίνησαν τους Βλάχους και τους Βούλγαρους του Αίμου σε μια εξέγερση που, τελικά, οδήγησε στην απόσπαση της «Μυσίας» από τα εδάφη της Ρωμανίας και στην δημιουργία της Δεύτερης Βουλγαρικής Αυτοκρατορίας. Σε πρώτη φάση, η Ρωμαϊκή Αρχή προσπάθησε να καταστείλει τους αποστάτες, ώστε να αποκατασταθεί ο Ρωμαϊκός έλεγχος στην περιοχή. Για έναν λόγιο σαν τον Μιχαήλ Ψελλό (φορέας της επίσημης Ανατολικής Ρωμαϊκής ιδεολογίας), ο Δούναβης ήταν το «φυσικό» βόρειο σύνορο της Ρωμανίας, το σύνορο όπου Ρωμαϊκότητα και βαρβαρότητα συναντιούνται!

Όταν ο Ιωάννης Τσιμισκής ξεκίνησε τη ρωμαϊκή εκστρατεία στη «Μυσία» που έδιωξε τους «Ταυροσκύθες» Ρως και προσάρτισε τη «Μυσία» στη Ρωμανία, η επίσημη βυζαντινή προπαγάνδα ήταν πως ο Τσιμισκής ανέκτησε «παραδοσιακά ρωμαϊκά εδάφη» τα οποία ο -εξόριστος στην Χερσώνα- Ιουστινιανός Β΄ είχε «χαρίσει» στους Βούλγαρους επειδή τον βοήθησαν να πάρει για δεύτερη φορά τον θρόνο. Επομένως, η βουλγαρική κατάκτηση της Μυσίας στα τέλη του 7ου αιώνα, παρουσιάζεται προπαγανδιστικά ως «χάρισμα ρωμαϊκής περιοχής σε “φοιδεράτους» (αυτή η προπαγανδιστική εκδοχή πρωτοεμφανίζεται στο χρονικό του Γεωργίου του Μοναχού/Αμαρτωλού, τέλη 9ου αιώνα).

Παραθέτω τα χωρία του Λέοντα του Διάκονου για την «Μυσία» ως «πατροπαράδοτης ρωμαϊκής περιοχής» και το «χάρισμά» της στους Βούλγαρους από τον Ιουστινιανό Β΄.

Ο Τσιμισκής έστειλε στο Σβιάτοσλαβ («Σφενδοσθλάβο») τελεσίγραφο να εγκαταλείψει την Μυσία, η οποία ανήκει στους Ρωμαίους επειδή «ἀπόμοιραν τελοῦσαν Μακεδονίας ἀνέκαθεν» (ήταν «ανέκαθεν» απόμοιρα του θέματος της Μακεδονίας, [το οποίο όμως σχηματίστηκε γύρω στο 800 μ.Χ. αφού οι Βούλγαροι είχαν ήδη κατακτήσει την «Μυσία»]).

[Λέων Διάκονος, 6.8] ηʹ. Ἰωάννῃ δὲ τῷ αὐτοκράτορι πολλαῖς ταῖς φροντίσιν ἐταλαντεύετο ἡ διάνοια, […] πρὸς μέντοι τὸν Σφενδοσλάβον, τὸν τῆς Ῥωσσικῆς πανοπλίας κατάρχοντα, ἔγνω διακηρυκεύεσθαι. καὶ δὴ πρέσβεις ὡς αὐτὸν ἐκπέμπει, παραγγέλλων αὐτῷ, τὸν πρὸς τοῦ αὐτοκράτορος Νικηφόρου ἐπὶ τῇ καταδρομῇ τῶν Μυσῶν ὑπεσχημένον ἀνειληφότα μισθὸν, ἐπὶ τὰ σφῶν ἤθη καὶ τὸν Κιμμέριον μετανίστασθαι Βόσπορον, τὴν δὲ Μυσίαν παραλιπεῖν, Ῥωμαίοις προσήκουσαν, καὶ ἀπόμοιραν τελοῦσαν Μακεδονίας ἀνέκαθεν.

Η ιστορία του «χαρίσματος» της Ρωμαϊκής γης («από τον Ίστρο μέχρι το θέμα της Μακεδονίας») από τον Ιουστινιανό στους «Μυσούς»:

[Λέων Διάκονος, 6.9] θʹ. Ἄιδεται καὶ ἕτερος περὶ τούτων λόγος, ὧδέ πη ἔχων· Ἰουστινιανοῦ, τοῦ Ῥωμαίων αὐτοκράτορος, ὑπὸ Λεοντίου ἐκτμηθέντος τὴν ῥῖνα καὶ κατὰ τὴν Χερσῶνα περιορισθέντος, ἐπείπερ ἐκεῖθεν αὐτῷ διαδράναι πολυτρόπως ἐγένετο, ἐς τὴν Μαιῶτίν τε ἀφικέσθαι, καὶ τὸ Μυσῶν ἔθνος προσεταιρίσασθαι, ἐφ, τήν τε βασιλείαν αὑτῷ ἀνασώσασθαι, καὶ μισθοὺς μεγάλους ἐναπολήψεσθαι. τοὺς δὲ ἕψεσθαί τε αὐτῷ, καὶ πρὸς αὐτοῦ, τῆς βασιλείας αὖθις ἐπειλημμένου, εἰληφέναι τὴν χώραν, ὅσην ὁ Ἴστρος ἐντὸς Μακεδόνων περιορίζει· καὶ τὴν μετοίκησιν ταύτῃ ποιήσασθαι, καὶ πολλὰ πολέμων ἔργα καὶ ἀνδραποδισμῶν προξενῆσαι Ῥωμαίοις, πολεμησείοντας ἀεὶ, καὶ τὰ Θρᾳκῷα κατατρέχοντας κλίματα. Ῥωμαίους δὲ ἀντεπιέναι τούτοις·

Η σημείωση των μεταφραστών του Λέοντα του Διακόνου γι΄αυτήν την προπαγανδιστική εκδοχή του «χαρίσματος» της Μυσίας που πρωτοεμφανίζεται στο Χρονικό του Γεωργίου του Μοναχού (υποσημ. #88):

Justinian-foederati

Αυτό είναι ένα παράδειγμα της διαδικασίας που περιέγραψε ο Στουραΐτης, όπου η Ανατολική Ρωμαϊκή ελίτ, ως επίσημος φορέας της Ρωμαϊκής ιδεολογίας, δικαιολόγησε έναν επεκτατικό πόλεμο με την πρόφαση της «ανάκτησης» εδαφών που ανήκαν στην αρχαία Ρωμαϊκή αυτοκρατορία.

Έτσι, όπως ήδη ανέφερα, ο Μιχαήλ Ψελλός μπορούσε να ισχυριστεί στα μέσα του 11ου αιώνα ότι ο Δούναβης ήταν το βόρειο «φυσικό» σύνορο της Ρωμανίας, εκεί που η Ρωμαϊκότητα [παραδοσιακά] συναντά και πολεμά την βαρβαρότητα.

Psellos-Danube

Ωστόσο, στα τέλη του 12ου αιώνα, οι απλοί Ρωμαίοι στρατιώτες που στάλθηκαν για να καταστείλουν την αποστασία των «Μυσών» στη «Μυσία», είχαν μια άποψη που ήταν διαφορετική από την «Επίσημη Ρωμαϊκή» θέση της ελίτ ότι ο Δούναβης ήταν το «φυσικό» σύνορο της Ρωμανίας. Ένα ρωμαϊκό στράτευμα που διοικούσε ο Μανουήλ Καμύτζης εξεγέρθηκε στα περάσματα του Αίμου καθ΄ όδόν για τη «Μυσία» ζητώντας από τον διοικητή της να τους επιστρέψει πίσω στα «δικά μας» (σφέτερα) εδάφη», γιατί η απόπειρα καταστολής της εξέγερσης των «Μυσών» ήταν γι΄αυτούς χαμένη υπόθεση!!!

Οι απλοί Ρωμαίοι στρατιώτες ΔΕΝ θεωρούσαν την «Μυσία» «σφέτερον» έδαφος !!!

[Νικήτας Χωνιάτης, 471] νῦν δὲὁμὲν βλακευσάμενος ἐνέφυ τοῖς ἀρχείοις καὶ πάλιν κατὰ τὸν εἰς τὸ κέλυφος βυόμενον σκώληκα, στέλλει δὲ τὸν πρωτοστράτορα Μανουὴλ τὸν Καμύτζην, ἀνειπὼν στρατηγόν. ὁδἀπάρας ἐκ τῆς Φιλίππου μετὰ τῶν ἑπομένων ἐκείνῳ δυνάμεων καὶ τῶν ὅρων τῆς Μυσίας ἄκροις ποσὶν ἐφαψάμενος παλίσσυτος γίνεται παρὰδόξαν· τὸ γὰρ στράτευμα ἐπαναστὰν πῇ ἄγεις ἡμᾶς;ἔλεγον ἢτίσι συμπλακήσεσθαι μέλλομεν; οὐχὶ πολλάκις τὰς ὀρειαίας ταύτας ὁδοὺς διήλθομεν καὶ μὴ μόνον οὐδέν τι κατωρθώκειμεν βέλτιον, ἀλλὰ καὶ μικροῦ προσαπολώλειμεν ἅπαντες; ἀνάστρεφε τοίνυν, ἀνάστρεφε, καὶ ἡγοῦ τῆς ἐπὶ τὰ σφέτερα“.

Η αγγλική μετάφραση της παραγράφου [471] του Χωνιάτη και το σχόλιο του Paul Stephenson για τα λόγια των στασιαζόντων στρατιωτών του Μανουήλ Καμύτζη:

NChon471

sphetera

Το ενδιαφέρον είναι ότι ο Χωνιάτης στην πρώτη γραμμή του χωρίου αναφέρει ότι ο αυτοκράτορας βλακωδώς εγκατέλειψε την Φιλιππούπολη και άφησε την διοίκηση του στρατεύματος στον Καμύτζη, προτιμώντας να επιστρέψει πίσωστα σφέτερα εδάφη»], «όπως ο σκώληκας μπαίνει μέσα στο κέλυφός του».

Επομένως, έχουμε τους απλούς στρατιώτες που αποκλείουν την Μυσία από τα «σφέτερα εδάφη» και τον Χωνιάτη που θεωρεί αυτά τα «σφέτερα εδάφη» των στρατιωτών ως το «κέλυφος» στο οποίο μπαίνει ο «σκώληκας», για να προστατευτεί (λ.χ. το «φερέοικο» σαλιγκάρι που μπαίνει στο καβούκι του).

Αυτό το χωρίο δείχνει μια αντίληψη για ένα ρωμαϊκό γεωγραφικό ήθος που έχει μικρότερη έκταση από τα πολιτικά Ρωμαϊκά σύνορα. Η «Μυσία» δεν ανήκει σ΄αυτό το ρωμαϊκό ήθος που έχουν κατά νου οι στρατιώτες (και πιο έμμεσα ο λόγιος Χωνιάτης, ο οποίος σε πολλά σημεία αποκαλεί «βάρβαρους» τους «Μυσούς»).

Επομένως, κατά τον 12ο αιώνα, πέρα από όλα τα χωρία που δείχνουν μια διακριτή ρωμαϊκή εθνοτική ταυτότητα (δίπλα στις άλλες εθνοπολιτισμικές ομάδες), βρίσκουμε και χωρία όπως το παραπάνω που μαρτυρούν την πεποίθηση ύπαρξης ενός ρωμαϊκού γεωγραφικού ήθους, τα σύνορα του οποίου είναι μικρότερα από τα πολιτικά ρωμαϊκά σύνορα της εποχής και ανεξάρτητα από τις αυτοκρατορικές βλέψεις της άρχουσας ελίτ.

Τώρα το ερώτημα που γεννάται είναι: υπάρχουν ανάλογες μαρτυρίες ενός ρωμαϊκού γεωγραφικού ήθους κατά τους προηγούμενους δύο αιώνες;

Υπάρχει ένα πολύ ενδιαφέρον χωρίο από την ιστορία του Μιχαήλ Ατταλειάτη (έγραψε γύρω στο 1081), ενός συγγραφέα που διακατέχεται από μια εθνοτική ρωμαϊκή ιδεολογία.

Ο Ατταλειάτης, αναφερόμενος στην αποστασία του Νικηφόρου Βασιλάκη το 1078 διακρίνει τους πληθυσμούς «γύρω από το Δυρράχιο» (δυτικά Βαλκάνια) σε Ρωμαίους, Βούλγαρους και Αρβανίτες και, την ίδια στιγμή, διαχωρίζει σε Ρωμαίους και Αρμένιους τους εποίκους που ο αυτοκράτορας Ρωμανός Διογένης εγκατέστησε στην Ιεράπολη της Συρίας το 1068. Ας δούμε πρώτα αυτά τα χωρία.

[Ατταλειάτης,17.15 στην κεφαλαιοποίηση των Καλδέλλη-Κράλλη] ἐπανελθὼν δ‘ ὁ βασιλεὺς εἰς τὸν χάρακα μετὰ τὴν τῶν ἐχθρῶν ἀποσόβησιν, ἔγνω τὴν ἀκρόπολιν τῆς Ἱεραπόλεως ἐνοικίσαι καὶ στρατηγὸν ἀποδεῖξαι ταύτης, ἐφ‘ ᾧ κατὰ μικρὸν καὶ τὴν ἄλλην πόλιν Ῥωμαίων γενέσθαι καὶ Ἀρμενίων κατοικητήριον, καὶ διὰ τοῦτο χρονίσας ἐκεῖσε, καὶ φρουράν, ὅση τις ἐδόκει πρὸς φυλακὴν αὐτάρκης, καὶ στρατηγὸν ἐπιστήσας Φαρασμάτιον ἐκεῖνον βέστην τὸν Ἀποκάπην, ἐξ Ἀρμενίων τὸ γένος ἕλκοντα,

Ο βασιλέας, μετά την κατάκτηση της Ιεράπολης, έκανε την πόλη κατοικητήριον Ρωμαίων και Αρμενίων και διόρισε ως στρατηγό τον «ἐξ Ἀρμενίων τὸ γένος ἕλκοντα» Βέστη Φαρασμάτιο Αποκάπη.

[Ατταλειάτης, 35.4-5] […] ὁ πρωτοπρόεδρος Βασιλάκης, […] καταλαβὼν τὸ Δυρράχιον, στρατιὰν ἐκ πασῶν τῶν ἐπικειμένων ἐκεῖσε χωρῶν συνελέγετο, καὶ Φράγγους μεταπεμψάμενος ἐξ Ἰταλίας […] εἶχε γὰρ καὶ Ρωμαίων πολλῶν στρατιωτικὸν, Βουλγάρων τε καὶ Ἀρβανιτῶν, καὶ οἰκείους ὑπασπιστὰς οὐκ ὀλίγους …

Ποια είναι η άποψη του Ατταλειάτη στο θέμα της ύπαρξης ή μη ενός ρωμαϊκού γεωγραφικού ήθους;

Ο ίδιος συμμετείχε στην εκστρατεία του Ρωμανού Διογένη το 1068 στη Συρία και περιγράφει τις κινήσεις του στρατεύματος. Θυμίζω πως είναι μια περίοδος όπου τα πολιτικά ρωμαϊκά σύνορα περιλαμβάνουν εδώ και έναν αιώνα περίπου την Αντιόχεια (κατακτήθηκε από τον Μιχαήλ Βούρτζη το 969και μέρη της βόρειας Συρίας.

Ο Ρωμανός Διογένης είχε φτάσει με τον στρατό του στο ερυμνότατο φρούριο του «Ἀζᾶς» (λίγο ανατολικότερα από τα πολιτικά ρωμαϊκά σύνορα κοντά στην Αντιόχεια). Όταν έκρινε πως ήταν επικίνδυνο να ξεκινήσει εκείνη τη στιγμή μια απόπειρα εκπορθήσεως του «Αζάς», εγκατέλειψε την περιοχή επιστρέφοντας γρήγορα εντός των ορίων της «Αυσονίτιδος» (δηλαδή εντός των Ρωμαϊκών πολιτικών ορίων). Στη συνέχεια ο Διογένης οδήγησε τον στρατό του πάλι εκτός συνόρων και στρατοπέδευσε στο «χωρίον Τερχαλᾶ κατονομαζόμενον» κοντά στο Χαλέπι. Αφού οι στρατιώτες χρειάστηκε να υπερασπίσουν τον «χάρακά» τους (στρατόπεδο) από μια νυχτερινή αραβική επίθεση, το επόμενο πρωί, ξαναεισήλθαν στην «ῥωμαϊκήν γῆν», διασχίζοντας ξανά τα πολιτικά ρωμαϊκά σύνορα, τα οποία ήταν σεσημασμένα (εἰς τὴν ῥωμαϊκὴν ἐπεβάλομεν γῆντυπουμένην ἐκ τῶν ὁρίων).

Παραθέτω τα χωρία για αυτές τις δύο πάνε-έλα διαβάσεις των πολιτικών ρωμαϊκών ορίων στη Συρία:

[Ατταλειάτης, 17.16] [ὁ βασιλεύς], τῷ φρουρίῳ τοῦ Ἀζᾶς μεθ΄ὅλης τῆς στρατιᾶς καὶ τῆς ἀποσκευῆς προσηνέχθη, […] ἀναστὰς ἐκεῖθεν, ὥρμησε πρὸς τὰ τῆς Αὐσονίτιδος ὅρια.

[Ατταλειάτης, 17.17] Καὶ πυρπολήσας χωρίον τι μέγιστον Κάτμα λεγόμενον τῷ ἀμηρᾷ τοῦ Χάλεπ ἀφωρισμένον ἐκ παλαιοῦ, εἰς ἕτερον χωρίον κατέλυσε Τερχαλᾶ κατονομαζόμενον, ἔνθα κοπτομένου τοῦ χάρακος […] τότε μὲν οὖν διανυκτερεύσαντες οὐκ ἀμαχητί, περιεβόμβουν γὰρ ἔξωθεν ὑλακαῖς ἀσήμοις οἱ Ἄραβες, τῇ ἐπαύριον ἄραντες εἰς τὴν ῥωμαϊκὴν ἐπεβάλομεν γῆν, οὕτω μὲν τυπουμένην ἐκ τῶν ὁρίων,

Στη συνέχεια ο ρωμαϊκός στρατός ανέκτησε από τους Σαρακηνούς το «κάστρον τοῦ Ἀρτάχ» κοντά στην Αντιόχεια και εγκατέλειψε την Συρία επιστρέφοντας στην Μικρά Ασία, περνώντας από την «πόλιν τῆς Κιλικίας λεγόμενην Ἀλεξανδρόν». Καθώς περιγράφει την διάβαση της οροσειράς του Ταύρου (το κύριο πέρασμα του Ταύρου ήταν οι λεγόμενες Κιλίκιες Πύλες), ο Ατταλειάτης (που εκεί κόντεψε να γκρεμοτσακιστεί) γράφει ότι το στράτευμα ΤΟΤΕ «εισήλθε στην γη των Ρωμαίων»!

[Ατταλειάτης, 17.18] Διελθόντες οὖν τοιούτους τόπους πολλούς, εὐθὺ τοῦ Ἀρτὰχ ἐβαδίζομεν, Τὸ δὲ τοιοῦτον κάστρον […] ὅπερ ἔγγιστα τῆς Μεγάλης Ἀντιοχείας τυγχάνον […]

[Ατταλειάτης, 17.20] ὁ βασιλεύς […] διὰ τόπων ἐλάσας ἑρήμων, ὑπερέβη τοὺς ἀυλῶνας ἐκείνους καὶ τὰς κλεισούρας δι΄ ὧν ἡ Κοίλη Συρία τῆς Κιλικίας χωρίζεται. Καὶ κατελθὼν ἐπιπόνως εἰς πόλιν τῆς Κιλικίας λεγομένην Ἀλεξανδρόν, […] Καὶ οὕτω διελθὼν τὴν χώραν ἐκείνην καὶ τὸν Ταῦρον τὸ ὄρος πανστρατιᾷ ὑπερβάς, εἰσβάλλει τῇ Ῥωμαίων. […] τότε κἀγὼ περὶ στενωπὸν τοῦ Ταύρου ὄρους ἄφυκτον διέφυγον κίνδυνον, ὁ γὰρ ἵππος εἰς ὃν ἐπωχούμην, προεστενωχωρημένος ὢν ἐκ πάθους λυκοεντερικοῦ λεγομένου […] εὐθὺς διατιναξάμενος αὐτόματος δι΄ ἑαυτοῦ τῷ κρημνῷ ἑαυτὸν κατηκόντισεν.

Τι συμβαίνει εδώ;

Ο Ατταλειάτης έχει ήδη αναφέρει πιο πριν ότι «τὰ τῆς Αὐσονίτιδος ὄρια» απ΄όπου ξεκινάει η «ῥωμαϊκή γῆ … τυπουμένη ἐκ τῶν ὁρίων» βρίσκονται στην βόρεια Συρία. Τώρα που το στράτευμα διέσχισε τον Ταύρο, ξαναγράφει ότι «καὶ τὸν Ταῦρον τὸ ὄρος πανστρατιᾷ ὑπερβάς, εισβάλλει τῇ Ῥωμαίων».

Ποια είναι αυτή «η γη των Ρωμαίων» που αρχίζει βορείως του Ταύρου, όταν τα ρωμαϊκά πολιτικά σύνορα βρίσκονται στην βόρεια Συρία; Ή, καλύτερα, ποιοι είναι αυτοί οι «Ρωμαίοι» των οποίων το γεωγραφικό ήθος βρίσκεται βορείως του Ταύρου, όταν το ρωμαϊκά πολιτικά σύνορα εκείνη τη στιγμή βρίσκονται στην βόρεια Συρία;

Η μόνη λογική απάντηση είναι πως βορείως του Ταύρου αρχίζουν «τὰ Ῥωμαίων ἤθη», δηλαδή η περιοχή που, στα μάτια του Ατταλιάτη, συσχετίζεται με την ρωμαϊκή εθνοτική ομάδα/κατηγορία!

Ο Ταύρος ήταν το παραδοσιακό πολιτικό σύνορο των Ρωμαίων κατά την περίοδο ~700-950 μ.Χ. και έπαψε να είναι, όταν ο Νικηφόρος Φωκάς κατέκτησε τα Σαμόσατα το 958, την Γερμανίκεια το 962 και όλη την Κιλικία κατά τις εκστρατείες της διετίας 964/5.

Ο παρακάτω χάρτης (κάντε επάνω του κλικ για να μεγεθυνθεί) δείχνει την επέκταση των ρωμαϊκών πολιτικών ορίων κατά την περίοδο 950-1025 μ.Χ.

Byz-map

Φτάνουμε, με άλλα λόγια, στο ίδιο συμπέρασμα που φτάσαμε και με το χωρίο του Χωνιάτη για την «Μυσία». Ο Ατταλειάτης μπορεί να δει μια ρωμαϊκή εθνοτική ομάδα (ή κατηγορία) και, ταυτόχρονα, μπορεί να δει ένα ρωμαϊκό γεωγραφικό ήθος διαφορετικό από τα εκάστοτε ρωμαϊκά πολιτικά σύνορα.

Υπάρχουν τα μεταβλητά πολιτικά σύνορα της Ρωμανίας και, ταυτόχρονα, υπάρχουν και τα πιο σταθερά και γεωγραφικά περιορισμένα «Ῥωμαίων ἤθη» (όπως θα το έθετε ο Γενέσιος), δηλαδή η οικεία χώρα των Ρωμαίων.

Ας πάμε τώρα ακόμα έναν αιώνα πίσω και ας δούμε την ιστορία του Λέοντα του Διακόνου (γράφει μεταξύ 995-1000 για τις κατακτήσεις του Νικηφόρου Φωκά και του Ιωάννη Τσιμισκή).

Ο Λέων ο Διάκονος γράφει ότι, όταν ο Νικηφόρος Φωκάς κατέκτησε το Αραβικό Εμιράτο της Κρήτης, εγκατέστησε στο νησί φατρίες Ρωμαίων, Αρμενίων και σύγκλυδων ανδρών. Ο όρος «σύγκλυδες» δηλώνει άτομα διαφορετικής καταγωγής που ξεβράστηκαν μαζί στην ίδια ακτή (από την θάλασσα) και, επομένως, ο Λέων σε αυτό το σημείο έχει κατα νου συλλογικότητες με καταγωγή (~ «Ρωμαίοι, Αρμένιοι και πληθυσμοί ποικίλης άλλης καταγωγής»). Αν έγραφε απλά «Ρωμαίοι και Αρμένιοι», τότε θα μπορούσε κάποιος να ισχυριστεί ότι εννοεί χαλκηδονικές/ορθόδοξες και μιαφυσιτικές θρησκευτικές κοινότητες. Ωστόσο, ο όρος «σύγκλυδες» συνδέεται ισχυρά με την έννοια της (ετερογενούς) καταγωγής. Σε ένα προηγούμενο χωρίο έχει ήδη αναγνωρίσει «τὸ τῶν Ἀρμενίων στῖφος» ως μέρος των ρωμαϊκών στρατευμάτων (Ῥωμαϊκή αἰχμή/φάλαγξ) του Φωκά στην Κρήτη. Σε άλλο σημείο, ο Λέων ο Διάκονος γράφει πως το πεδίο Λάπαρα ήταν το [δυτικό] μεθόριον της «χώρας των Αρμενίων». Στα χρόνια του Λέοντα του Διακόνου τα ρωμαϊκά πολιτικά όρια είχαν εδώ και μια γενιά τουλάχιστον ξεπεράσει το πεδίο της Λάπαρας. Τέλος, όταν περιγράφει την καταγωγή του Ιωάννη Τσιμισκή, αναφέρει ότι το επώνυμό του είναι παρατσούκλι στην «διάλεκτο των Αρμενίων» (= Αρμενική γλώσσα), το οποίο μεθερμηνευόμενο στην «Ἑλλάδα γλῶσσα» σημαίνει «μουζακίτσης».

[ΛΔ, 2.8]][Ὁ Νικηφόρος] καὶ τὴν νῆσον ἐξημερώσας ἅπασαν, Ἀρμενίων τε καὶ Ῥωμαίων καὶ συγκλύδων ἀνδρῶν φατρίας ἐνοικισάμενος,

[ΛΔ, 1.7] ἀκονιτὶ οὖν ἐν μικρᾷ χρόνου ῥοπῇ τὸ τῶν τεττάρων μυριάδων τῶν βαρβάρων ἡβηδὸν παραπώλετο πλῆθος, ἔργον γεγονὸς αἰχμῆς Ῥωμαϊκῆς. ἀλλὰ τῷ τοιούτῳ καινῷ τροπαίῳ ἕτερον ὁ στρατηγὸς ἐξήρτυε τρόπαιον. μισθὸν δὲ τῷ κάραν κομίζοντι δίδοσθαι διεβεβαιοῦτο ἀργύριον. τοῦτο τὸ δόγμα ἀσμένως δεξάμενος ὁ στρατὸς, καὶ μάλιστα τὸ τῶν Ἀρμενίων στῖφος, τὰ βαρβαρικὰ ἐναπέτεμε κάρηνα καὶ ταῖς πήραις ἀπέθεντο.

[ΛΔ, 5.9] καὶ περὶ τῶν τῷ Ἰωάννῃ πραχθέντων, ὃς κατἐπίκλησιν Τζιμισκῆς ἐκαλεῖτο (τοῦτο δὲ τὸ τῆς Ἀρμενίων διαλέκτου πρόσρημα ὂν, εἰς τὴν Ἑλλάδα μεθερμηνευόμενον μουζακίτζην δηλοῖ· βραχύτατος γὰρ τὴν ἡλικίαν τελῶν ἐπωνυμίαν ταύτην ἐκτήσατο)

[ΛΔ, 10.7] ὅτε κατὰ τὴν Λάπαραν τὸ πεδίον (μεθόριον δὲ τοῦτο τῆς χώρας τῶν Ἀρμενίων) ἡ μάχη συνεκροτεῖτο

Ξαναπαραθέτω τον παραπάνω χάρτη για να δείξω το μεθόριον της Λάπαρας.

Lapara

Οι «Αρμένιοι», λοιπόν, ως εθνοτική κατηγορία στην ιστορία του Λέοντα του Διακόνου έχουν ένα γεωγραφικό ήθος (η «χώρα των Αρμενίων» έχει ως μεθόριον την Λάπαρα) και έχουν την δική τους γλώσσαη διάλεκτος των Αρμενίων», ένα από τα στοιχεία του κριτηρίου περί διακριτού κοινού πολιτισμού στην εξάδα του Smith).

Τώρα γεννιούνται τα παρακάτω ερωτήματα:

  1. Αν η «Ῥωμαϊκή αἰχμή» του Φωκά στην Κρήτη περιείχε ένα «στίφος Αρμενίων», τι ήταν οι υπόλοιποι στρατιώτες της «Ῥωμαϊκῆς αἰχμῆς» που δεν ήταν Αρμένιοι;
  2. Αν από την Λάπαρα και μετά αρχίζει η χώρα των Αρμενίων, τίνων η χώρα τελείωνε στην Λάπαρα;
  3. Δεδομένου ότι ο Λέων διακρίνει τους εποίκους του Φωκά σε φατρίες Ρωμαίων, Αρμενίων και σύγκλυδων, και δεδομένης της μεταγενέστερης μαρτυρίας του Ατταλειάτη για τον Ταύρο, μήπως είναι το γεωγραφικό ήθος της εθνοτικής ομάδας (ή κατηγορίας) των Ρωμαίων που τελειώνει στην Λάπαρα;

Τελικό ερώτημα:

Μήπως η διαμόρφωση ενός Ρωμαϊκού γεωγραφικού ήθους και, ταυτόχρονα, η διαμόρφωση μιας διακριτής Ρωμαϊκής εθνοτικής ομάδαςεθνοτικής κατηγορίας στα μάτια των λογίων) είναι διαδικασίες ήδη ενεργές κατά τον ύστερο 10ο αιώνα;

7 Comments

Filed under Βυζαντινολογία, Εθνολογία

7 responses to “Τα γεωγραφικά «Ρωμαίων ήθη»

  1. Simplizissimus

    Χρόνια πολλά Σμερδαλέε!
    Θα μου επιτρέψεις να κάνω μια γλωσσική παρατήρηση; Καταλαβαίνω ότι αναζήτησες κάποιαν ασυνήθιστη λέξη (!πρόσεξε τη ρίζα της λέξης :-)) για να κατασκευάσεις έναν νέο όρο, το «γεωγραφικό ήθος», και να του δώσεις περιεχόμενο. Δύσκολη δουλειά, γιατί το πρώτο πράγμα που πρέπει να φροντίσει κανείς στην κατασκευή ενός νέου όρου είναι η διαφάνεια. Και δεν νομίζω ότι διευκολύνει τη διαφάνεια εδώ το «ήθος», ίσα ίσα τη δυσκολεύει, γιατί η λέξη όχι μόνο σημαίνει κάτι εντελώς συγκεκριμένο στην τωρινή φάση της νέας ελληνικής, αλλά έχει και τα παράγωγά της (ηθική, ηθικολογώ κ.τ.τ.), και κομβική θέση μέσα στη συγχρονία-διαχρονία. Δηλαδή στην ουσία ζητάς να αλλάξεις το νόημα μιας λέξης. Αντί γι’ αυτό, γιατί δεν θα σου έκανε, ας πούμε, η «οικεία χώρα» του Γενέσιου; Αυτήν θα μπορούσες να τη νοηματοδοτήσεις ανετότερα, καθώς ανακαλεί αμέσως εικόνες σχετικές με έναν τόπο, με τη γεωγραφία του. Δεν έχω γνώμη επαΐοντος, αλλά στοιχηματίζω ότι είναι αυτό που οι Γερμανοί θα αποκαλούσαν Kernland.

    • Χρόνια πολλά Simplizissimus!

      Έχεις δίκαιο. Μάλλον με παρέσυρε ο Γενέσιος με τα «Ρωμαίων ήθη» του. Η φράση «οικεία χώρα» είναι πολύ καλή και, για να πω την αλήθεια, το σκεφτόμουν ως υποκατάστατο του κριτηρίου “an association with a specific territory” του Smith και “homeland” του Στουραΐτη (home = οίκος, homeland = οικεία χώρα).

      Τέλος πάντων, στην τελική ο αναγνώστης θα μάθει και μια αρχαία σημασία του όρου «ἦθος» που δεν γνώριζε.

      Το γερμανικό Kernland αντιστοιχεί στο αγγλικό heartland και το δεύτερο χρησιμοποιείται συχνά στην αγγλική βιβλιογραφία για να περιγράψει την βυζαντινή Μικρά Ασία.

      http://imgur.com/CTSw4Ow

      Ο Σκυλίτσης χαρακτηρίζει την Μικρά Ασία ως την «κεφαλή» της αυτοκρατορίας και την «Ευρώπη» (Βαλκάνια) ως την «ουρά» της, ενώ ο Λέων ο Διάκονος βάζει στο στόμα του αυθάδους Σβιάτοσλαβ του Κιέβου («Σφενδοσθλάβος») τα εξής λόγια-τελεσίγραφο προς τους Ρωμαίους: «[αν θέλετε ειρήνη] αποχωρήστε γρήγορα από την Ευρώπη, που δεν σας ανήκει, και μετασκευαστείτε στην Μικρά Ασία!».

      [Σκυλίτσης, Μιχ. 2.16] Καὶ οὕτω μὲν τὰ τῆς ἀποστασίας ἀπέσβη τελέως καὶ ᾤχετο, οὐκ ἔμελλε δὲ ἄχρι τούτων στήσεσθαι ἡ φορὰ τῶν κακῶν, ἀλλὰ τῶν δύο ἠπείρων, Ἀσίας φαμὲν καὶ Εὐρώπης, ἐν θυμῷ κυρίου οἷόν τινος κεφαλῆς καὶ οὐρᾶς,

      [ΛΔ,6.10] Ὁ δὲ Σφενδοσλάβος, ταῖς κατὰ τῶν Μυσῶν νίκαις ἐπὶμέγα αἰρόμενος, καὶ τῇ βαρβαρικῇ αὐθαδείᾳ ὑπέροπλα βρενθυόμενος […] εἰδ’ οὐ βούλεσθαι Ῥωμαίους ταῦτα καταβαλεῖν, ἀλλὰ τῆς Εὐρώπης θᾶττον ἀφίστασθαι, ὡς μὴ προσηκούσης αὐτοῖς, καὶ πρὸς τὴν Ἀσίαν μετασκευάζεσθαι·

  2. Ανδρέας Μαρικάς

    Πολύ καλή ανάλυση, σάς αξίζουν συγχαρητήρια. Κάποτε πρέπει ν’ ασχοληθείτε και με το εξής ερώτημα: Γιατί οι Βυζαντινοί δεν μπόρεσαν επί 11 αιώνες να παραγάγουν το παραμικρό στην Επιστήμη και στην Τεχνολογία, ενώ είχαν στη διάθεσή τους τα συγγράμματα των αρχαίων; Μοναδική εξαίρεση το υγρό πύρ, που κι αυτό ήταν εφεύρεση κάποιων αιρετικών ελλήνων, εξ ού και το όνομά του «ελληνικό πύρ».

    • εξ ού και το όνομά του «ελληνικό πύρ».
      —-

      Και σε ποιο βυζαντινό κείμενο βρήκες εσύ τον όρο «ελληνικό πυρ» για το μηδικό/ρωμαϊκό/σκευαστό πύρ;

      Μήπως είναι κάνα βιβλίο που έγραψε ο Βογκόης ο Σερβοαρβανιτοβουλγαρόβλαχος; Γιατί μόνο οι δυτικοί και οι μιξοβάρβαροι ονόμαζαν τους Ρωμαίους «Γραικούς».

      Although usage of the term “Greek fire” has been general in English and most other languages since the Crusades, original Byzantine sources called the substance a variety of names, such as “sea fire” (Ancient Greek: πῦρ θαλάσσιον pŷr thalássion), “Roman fire” (πῦρ ῥωμαϊκόν pŷr rhōmaïkón), “war fire” (πολεμικὸν πῦρ polemikòn pŷr), “liquid fire” (ὑγρὸν πῦρ hygròn pŷr), “sticky fire” (πῦρ κολλητικόν pŷr kollētikón) or “manufactured fire” (πῦρ σκευαστόν pŷr skeuastón).

      Επειδή οι νοτιοαμερικάνοι λένε τους Αμερικάνους Gringos (< Griegos = «Γραικούς» = «αλλόγλωσσους») δεν σημαίνει ότι οι Αμερικάνοι είναι «Έλληνες».

  3. Simplizissimus

    …δεν μπόρεσαν επί 11 αιώνες να παραγάγουν το παραμικρό στην Επιστήμη και στην Τεχνολογία!;

    Μπορούμε να αρχίσουμε από εδώ και θα βρούμε κι άλλα στο δρόμο…

  4. Ιήτης

    Ο Σκυλίτσης χαρακτηρίζει την Μικρά Ασία ως την «κεφαλή» της αυτοκρατορίας και την «Ευρώπη» (Βαλκάνια) ως την «ουρά» της
    ———–
    Κουίζ: ποιο ήταν το αφτί και το μάτι της αυτοκρατορίας;
    Απάντηση: έτσι χαρακτηρίζει κάποιος Άραβας το θέμα Οπτιμάτων, από ό,τι φαίνεται λόγω λαϊκής ετυμολογίας με βάση τα δημώδη ελληνικά (Οπτι- = αυτί, -μάτων= μάτι). Ελπίζω να βρω κάποια στιγμή και την ακριβή παραπομπή.

    • Όταν το βρεις παρέθεσέ το, να το κάνω ανάρτηση.

      Μιας και έγραψες στην ανάρτηση για τα «Ρωμαίων ήθη», μου θύμισες ότι πρέπει κάποια στιγμή να κάνω μια νέα ανάρτηση όπυο θα προσθέσω τις πάμπολλες χρήσεις του όρου «ἤθη» από τον Προκόπιο και πως το μετάφρασαν οι Ιταλοί/ιταλοπρεπείς του 16ου και 17ου αιώνα που τον διάβασαν.

      Ο ιταλοπρεπής Ραγουζάνος Mauro Orbini (Regno degli Slavi 1601), όταν αντιγράφει χωρία του Προκοπίου, αποδίδει τα «πάτρια ἤθη» ως nidi paterni «πάτριες φωλιές», ενώ ο Maiolino Bisaccioni (1652) φαίνεται να εμπνεύστηκε από τον βυζαντινό όρο «οἰκεῖα ἤθη», όταν περιγράφει το Ζαπορίζιον/Ζαπορόζιον ως τα «συνήθη δώματα» (stanze consuete) των Κοζάκων του Χελμίνσκι.

Leave a comment

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.