Η Ιστορία του Λέοντος του Διακόνου #1: προλεγόμενα

Η σημερινή ανάρτηση θα είναι η πρώτη της σειράς με θέμα την ιστορία του Λέοντος του Διακόνου. Το βασικό θέμα της ιστορίας του Λέοντα είναι οι βασιλείες των στρατιωτικών αυτοκρατόρων Νικηφόρου Φωκά και Ιωάννη Τσιμισκή.  Η ιστορία ξεκινάει με τον Νικηφόρο Φωκά να είναι ήδη καταξιώμενος Δομέστικος [των Σχολών] της Ανατολής επί βασιλείας Ρωμανού Β΄ και με τον αδελφό του Λέοντα Φωκά να είναι Δομέστικος [των Σχολών] της Δύσης. Το πρώτο πολεμικό γεγονός της ιστορίας είναι η επιτυχής εκστρατεία του Νικηφόρου Φωκά που οδήγησε στην κατάλυση του Αραβικού Εμιράτου της Κρήτης και στην ρωμαϊκή ανάκτηση της μεγαλονήσου (961 μ.Χ.). Το τελευταίο γεγονός της ιστορίας του Λέοντα είναι ο θάνατος του Ιωάννη Τσιμισκή (976 μ.Χ.) αν και, λίγες παραγράφους πριν το τέλος, ο Λέοντας αναφέρει συνοπτικά μερικά γεγονότα που συνέβησαν επί βασιλείας του Βασιλείου Β΄, όπως η ταπεινωτική ρωμαϊκή ήττα στην μάχη των Πυλών του Τραϊανού (986 μ.Χ.) εναντίον των Βουλγάρων και οι αποστασίες του Βάρδα Σκληρού (976-979) και του Βάρδα Φωκά (987-989 μ.Χ.).

Επειδή, οι ημερομηνίες θα είναι πάντοτε μ.Χ., από εδώ και πέρα θα γράφω μόνο τον αριθμό του έτους.

Το πρωτότυπο ελληνικό κείμενο της Ιστορίας του Λέοντα του Διακόνου μπορείτε να το κατεβάσετε ως pdf από τον παρακάτω σύνδεσμο:

Byz-hist-Leo-Deacon

Την αγγλική μετάφραση (με εισαγωγή και αναλυτικές σημειώσεις) των Alice-Mary Talbot και Denis F. Sullivan (Dumbarton Oaks/Harvard University Press, 2005) μπορείτε να την κατεβάσετε σε pdf σε αυτόν εδώ τον σύνδεσμο (ευγενική προσφορά του Φερίστου Δώτορος Εάων Βατάλου).

Leo

Όπως θα εξηγήσω παρακάτω στα βιογραφικά στοιχεία, ο Λέων έγραψε την ιστορία του κατά την περίοδο 995-1000 και ήταν αυτόπτης μάρτυρας πολλών από τα γεγονότα που περιγράφει. Η ιστορία του, χωρισμένη σε δέκα βιβλία, είναι ενδιαφέρουσα γιατί περιγράφει έναν καλοεκπαιδευμένο Ρωμαϊκό στρατό που συμπεριφέρεται ακριβώς όπως συνιστούν τα Πολεμικά Εγχειρίδια του 10ου αιώνα, όπως τα «Τακτικά» του Λέοντος του Σοφού (~900), η «Στρατηγική Έκθεσις» του Νικηφόρου Φωκά (~965) και τα «Τακτικά» του Νικηφόρου Ουρανού (~1000).

Για τα «Τακτικά» του Λέοντος του Σοφού έχω κάνει τις δύο παρακάτω αναρτήσεις:

Η Λατινική Ορολογία στα «Τακτικά» του ΛΣ

Εθνολογικές Παρατηρήσεις στα «Τακτικά» ΛΣ

Για να χρησιμοποιήσω την ορολογία του Λέοντα, τα Ρωμαϊκά στρατεύματα του 10ου αιώνα είναι «δυσάντητα» (= δυσκόλως αντιμετωπίσιμα, ἀντάω), «δυσεκβίαστα» (= δυσνίκητα), «ἀκαταγώνιστα» και τα «φρίττει καὶ τέθηπε ἡ βάρβαρος» (τα τρέμει και τα θαυμάζει όλη η βάρβαρος οικουμένη). Στην Ιστορία του Λέοντα βλέπουμε το λεγόμενο Ακριτικό Ήθος, δηλαδή τόσο οι στρατηγοί όσο και οι απλοί στρατιώτες της Μικράς Ασίας είναι υπερήφανοι που είναι «ἀγαθοί τὰ πολέμια» (εμπειροπόλεμοι), «αἱμάτων ἄνδρες» (άνδρες βαπτισμένοι στο αίμα του πολέμου, αιμοβαφείς) και είναι υπερήφανοι που είναι «ὑπαίθριοι» (έχουν μεγαλώσει κάτω από τον αίθριο ουρανό) και δεν είναι «σκιατραφῆ ἀνδράρια» (~ «αναθρεμμένοι κάτω από την στέγη ~ στα σαλόνια»), όπως οι «τρυφηλοί Βυζάντιοι» (καλομαθημένοι Κων/πολίτες).

Η Στρατιωτική Ιστορία του 10ου Αιώνα

Ο δέκατος αιώνας ξεκινάει με την Ρωμαΐδα εξασθενισμένη και με την Βουλγαρία του Συμεών ως τον κύριο πρωταγωνιστή των Βαλκανίων. Η αποκορύφωση αυτής της κατάστασης είναι η ταπεινωτική Ρωμαϊκή ήττα στην μάχη της Αγχιάλου το 917 και ο ακόμα πιο ταπεινωτικός φόρος που οι Ρωμαίοι συμφώνησαν να πληρώνουν κάθε χρόνο στον Συμεών για να μην τους ενοχλεί. Οι διάδοχοι του Συμεών συνέχισαν να αποσπούν αυτόν τον φόρο μέχρι την άνοδο του Νικηφόρου Φωκά στον ρωμαϊκό θρόνο.

Ωστόσο, η αναβίωση της Τακτικής επιστήμης, οι στρατιωτικές μεταρρυθμίσεις που την συνόδεψαν και η στρατολόγηση πολλών Αρμενίων που άρχισαν να συρρέουν στις ανατολικές ακριτικές περιοχές, άρχισαν να αποδίδουν καρπούς από το 930 και έπειτα. Το 934 ο αρμενικής καταγωγής στρατηγός Ιωάννης Κουρκούας κατάκτησε την αραβοκρατούμενη Μελιτηνή και το 949 ακολούθησε η κατάκτηση της αραβοκρατούμενης Θεοδοσιουπόλεως (Erzurum). Στους μουσουλμάνους κατοίκους αυτών των δουρίκτητων περιοχών δόθηκε η ευκαιρία ή να φύγουν ή να εκχριστιανιστούν, ενώ έγινε και εγκατάσταση χριστιανικών πληθυσμών, τους οποίους οι μεταγενέστερες Αρμενικές πηγές χωρίζουν σε Αρμένιους (Hayer) σε «Έλληνες» (Yunakan, δηλαδή εθνοτικούς Ρωμαίους). Ο Νικηφόρος Φωκάς κατέκτησε τα Σαμόσατα το 958 και την Γερμανίκεια (γενέτειρα του Λέοντος Γ΄ του «Ισαύρου») το 962. Ήδη το 961 ο Φωκάς είχε ολοκληρώσει την ανάκτηση της Κρήτης, το 964-5 κατέκτησε την Κιλικία (Αδάνα, Ταρσός και 20 άλλα φρούρια) και, ταυτόχρονα, ανακτήθηκε πλήρως η Κύπρος που, για τρεις περίπου αιώνες, βρισκόταν σε ένα περίεργο Αραβο-Ρωμαϊκό condominium (συγκυριαρχία, οι φόροι του νησιού πήγαιναν μισοί στους Άραβες και μισοί στους Ρωμαίους). Η αποκορύφωση των ανατολικών εκστρατειών ήταν το 969 όταν ο Μιχαήλ Βούρτζης (χωρίς την έγκριση του Φωκά) κατέκτησε την Αντιόχεια. Το 966, ο Φωκάς αρνήθηκε να πληρώσει τον φόρο στους πρέσβεις των Βουλγάρων, τους οποίους τιμώρησε με ράπισμα για την «αυθάδειά» τους, κηρύττοντας πόλεμο στην Βουλγαρία. Ταυτόχρονα, έστειλε τον Καλοκυρό στους Ρώς του Κιέβου, για να εξασφαλίσει την συμμαχία τους κατά των Βουλγάρων. Ο «Σφενδοσλάβος» (Sviatoslav < Svętoslavŭ = «Ἱεροκλῆς») του Κιέβου εισέβαλε στην Βουλγαρία και κατέκτησε εύκολα την βουλγαρική πρωτεύουσα Πρεσλάβα, κάνοντας την Πρεσλαβίτσα (κοντά στο δέλτα του Δούναβη) νέα πρωτεύουσα του Ρωσικού του κράτους. Οι Ρως συνέχισαν να επεκτείνονται απειλητικά στα Βαλκάνια (κατέκτησαν μέχρι και την Φιλιππούπολη) και, σύμφωνα με τις βυζαντινές πηγές, ο Σβιάτοσλαβ έστειλε τελεσίγραφο στους Ρωμαίους συνιστώντας τους «να εγκαταλείψουν αμέσως την Ευρώπη που δεν τους ανήκε και να περιοριστούν στην Ασία!», ώστε να αποφευχθεί ο πόλεμος.

[6.10] Ὁ δὲ Σφενδοσλάβος, ταῖς κατὰ τῶν Μυσῶν νίκαις ἐπὶ μέγα αἰρόμενος, καὶ τῇ βαρβαρικῇ αὐθαδείᾳ ὑπέροπλα βρενθυόμενος […] ὑπεραύχους καὶ αὐθάδεις τὰς ἀποκρίσεις τοῖς πρέσβεσι Ῥωμαίων ἐξέφερε: […] ἀλλὰ τῆς Εύρώπης θᾶττον ἀφίστασθαι, ὡς μὴ προσηκούσης αὐτοῖς, καὶ πρὸς τὴν Ἀσίαν μετασκευάζεσθαι. Ἄλλως γὰρ μὴ οἴεσθαι, Ταυροσκύθας εἰς σπονδὰς Ῥωμαίων ξυμβήσεσθαι.

Με άλλα λόγια, με αυτό το τελεσίγραφο, αν δεν είναι βυζαντινό εφεύρημα για να δικαιολογηθεί η βυζαντινή εισβολή στην ρωσοκρατούμενη Βουλγαρία, ο Σβιατοσλάβος αρνείται να αναγνωρίσει όλη την ρωμαϊκή reconquista βαλκανικών εδαφών που πραγματοποιήθηκε κυρίως κατά την περίοδο 740-840.

Whittow-700-917

Ο Ιωάννης Τσιμισκής, που ανέβηκε στον θρόνο το 969 δολοφονώντας τον θείο του Νικηφόρο Φωκά, το 970 κήρυξε τον πόλεμο στους Ρώς, στέλνοντας με τη σειρά του το δικό του τελεσίγραφο, στο οποίο συνιστούσε στον Σβιατοσλάβο «να φύγει οικειοθελώς από την «Μυσία» που δεν του ανήκε και να επιστρέψει στην πατρίδα του, για να μην τον πετάξουν έξω με το ζόρι οι Ρωμαίοι!»

[6.10] Ἱωάννης δὲ ὁ αὐτοκράτωρ, τὰς τοιαύτας ἀποκρίσεις τοῦ Σκύθου δεξάμενος, καὶ αὖθις τοῖς προαποεσταλμένοις ἀμείβεται τάδε: […] διὰ ταῦτα εἰσηγούμεθα τε ὑμῖν ὡς φίλοις, καὶ συμβουλεύομεν, ἐξαυτῆς ἀπαίρειν τῆς μηδέν τι προσηκούσης χώρας ὑμῖν, […] ἐν Χριστῷ γὰρ θαρρούμεν τῷ ἀθανάτῳ Θεῷ, ὡς, εἰ μὴ τῆς χώρας ἀπέλθοιτε, καὶ ἄκοντες παρ΄ἡμῶν ταύτης ἀπελαθήσεσθε!

Ο Τσιμισκής ηγήθηκε στην συνέχεια της ρωμαϊκής εισβολής στην ανατολική Βουλγαρία (970-971) που ολοκληρώθηκε με την εκδίωξη των Ρώσων από τα Βαλκάνια (η μεγαλύτερη μάχη αυτής της εκστρατείας ήταν η πολιορκία/μάχη του Δορυστόλου) και την επίσημη ρωμαϊκή κατάκτηση της Βουλγαρίας, η οποία επισφραγίστηκε με μια τελετή, στην οποία ο Τσάρος Βόρις Β΄ παρέδωσε τα «παράσημα» της βουλγαρικής βασιλείας στον Τσιμισκή και τιμήθηκε με το αξίωμα του πατρικίου. Οι Βούλγαροι ζουπάνοι που δεν αποδέχτηκαν την ρωμαϊκή κατάκτηση ανασυγκροτήθηκαν γύρω από τους αδελφούς «Κομητόπουλους» στα δυτικά βουλγαρικά εδάφη (Σκόπια, Οχρίδα), όπου τελικά ο Σαμουήλ ανακηρύχθηκε νέος Τσάρος Βουλγαρίας και αντιστάθηκε δυναμικά στην Ρωμαϊκή κατάκτηση. Η οριστική ρωμαϊκή κατάκτηση/προσάρτηση όλης της Βουλγαρίας έγινε το 1018. Επιστρέφοντας στον Τσιμισκή, μετά την βουλγαρική εκστρατεία 970-1, επέστρεψε στο ανατολικό θέατρο επιχειρήσεων, όπου κατάφερε να κατακτήσει τις παράκτιες πόλεις μέχρι την Σιδώνα και να αναγκάσει την Δαμασκό σε πληρωμή φόρου υποτέλειας στους Ρωμαίους.

Ο διάδοχος του Τσιμισκή Βασίλειος Β΄ αναγκάστηκε να αντιμετωπίσει δύο αποστασίες εμπειροπόλεμων και δημοφιλών στρατηγών που αυτονόμησαν σχεδόν ολόκληρη την Μικρά Ασία (αυτήν του Βάρδα Σκληρού 976-979 και αυτήν του Βάρδα Φωκά 987-989) και, ταυτόχρονα, να αντιμετωπίσει τους Βούλγαρους του Σαμουήλ, χωρίς να έχει στην διάθεσή του την στασιάζουσα πλειοψηφία των καλοεκπαιδευμένων Ανατολικών στρατευμάτων. Τελικά, ο Βασίλειος βγήκε από την δύσκολη θέση παντρεύοντας την αδελφή του Άννα με τον Βλαδίμηρο του Κιέβου, ο οποίος εκχριστιανίστηκε και έδωσε στον Βασίλειο τους Βαράγγους μισθοφόρους που αποτέλεσαν την κύρια «στρατιωτική χείρα» του Βασιλείου (ο όρος «χείρ» χρησιμοποιείται συχνά από τους βυζαντινούς συγγραφείς με την σημασία «στράτευμα/στρατός», λ.χ. ορισμός V εδώ).

Επειδή και στις δύο αποστασίες τα μικρασιατικά στρατεύματα σχεδόν σύσσωμα τάχθηκαν με τους στασιάζοντες μικρασιάτες στρατηγούς τους και όχι με τον νόμιμο βασιλέα της Κωνσταντινούπολης, στις τελευταίες δεκαετίες της βασιλείας του, ο Βασίλειος άρχισε μια διαδικασία αποδυνάμωσης της στρατιωτικής αριστοκρατίας της Μικράς Ασίας, ώστε να μπορέσει να επαναφέρει τον πλήρη έλεγχο της Κωνσταντινουπόλεως στην περιοχή. Από αυτήν την διαδικασία προέκυψε στα θέματα μια νέα «πολιτική» διοικητική ιεραρχία που απορρόφησε πολλές από τις πολιτικές εξουσίες της παραδοσιακής θεματοστρατιωτικής ιεαρχίας. Η βασικότερη παράπλευρη απώλεια αυτής της διαδικασίας ήταν η παρακμή του θεσμού των θεμάτων και η μικρασιατική στρατιωτική αποδιοργάνωση του 11ου αιώνα που, ενισχυμένη από τα οικονομικά προβλήματα του 11ου αιώνα και τις θρησκευτικές διαμάχες Ορθοδόξων και «αιρετικών» μιαφυσιτικών Αρμενίων, θα καταλήξει στην ήττα του Ματζικέρτ το 1071 και στην σελτζουκική κατάκτηση της Μικράς Ασίας.

Στα μέσα του 10ου αιώνα, τα μικρασιατικά στρατεύματα ήταν η ραχοκοκκαλιά του εθνικού Ρωμαϊκού στρατού που ήταν ο πιο πειθαρχημένος και εκσυγχρονισμένος στρατός της εποχής του. Περίπου έναν αιώνα αργότερα, ο στρατός είχε πάψει να είναι εθνικός ρωμαϊκός θεσμός, ο μικρασιατικός στρατός είχε διαλυθεί πλήρως (η ραχοκοκαλιά του εναπομείναντος εθνικού στρατού ήταν πια οι Μακεδόνες [= Αδριανουπολίτες]) και οι αυτοκράτορες βασίζονταν ολοένα και περισότερο σε ξένους μισθοφόρους (Βαράγγους, Φράγκους, Τούρκους).

10th-ce

Για να καταλάβετε σε τι βαθμό ήρθαν τα πάνω κάτω κατά τον αιώνα 950-1050, θα παραθέσω δύο χωρία. Όταν ο Νικηφόρος Φωκάς ανακηρύχθηκε Βασιλέας των Ρωμαίων από τα στρατεύματά του στην Καππαδοκία και κίνησε μαζί με αυτά για την Κων/πολη, ώστε να παραλάβει επίσημα τον θρόνο, την εξουσία στην πρωτεύουσα ασκούσε ο ευνούχος Ιωσήφ Βρίγγας, ως επίτροπος της χήρας Θεοφανούς (όμορφη Λάκαινα εξ ασήμου γένους, κατά τον Λέοντα) και των ανήλικων γιων της (Βασίλειος Β΄ και Κωνσταντίνος Η΄).

Όταν ο Βρίγγας, λοιπόν, προσπάθησε να παροτρύνει τον Δομέστικο Δύσεως και μονοστράτηγο Μακεδονίας και Θράκης Μαριανό Αργυρό ν΄αντιμετωπίσει τα ανατολικά στρατεύματα του Φωκά με τα δικά του δυτικά στρατεύματά, ο δεύτερος -σύμφωνα με τον Λέοντα- απάντησε:

[3.2] ἔφη πρὸς τὸν λόγον ὁ Μαριανός: πίθηκον διερεθίζων καῖ προτρεπόμενος καθωπλισμένῳ γίγαντι διαμάχεσθαι, ὃν οὐ μόνο τὰ πρόσοικα φῦλα πέφρικε τῶν ἐθνῶν, ἀλλὰ καὶ ὅσα ἀνίσχων τε καὶ δυόμενος ὁ ἥλιος ἐφορᾷ.

Μετάφραση: είναι σαν να παροτρύνεις έναν πίθηκο ν΄αντιμετωπίσει έναν καθωπλισμένο γίγαντα, τον οποίο τρέμουν όχι μόνο τα πρόσοικα (γειτονικά) των «εθνών» (βαρβάρων) φύλα, αλλά όλα τα φύλα των εθνών που βλέπουν τον ήλιο να ανατέλει και να δύει (δηλαδή ἅπαν τὸ βάρβαρον).

Ένα αιώνα μετά από αυτήν την δήλωση του αδριανουπολίτη Μαριανού Αργυρού, ο «καθωπλισμένος γίγας» ήταν πια ανύπαρκτος και οι «πίθηκοι» (αξιωματικοί του θέματος Μακεδονίας), γνωρίζοντας ότι πια διοικούσαν τα καλύτερα σώματα από τον εναπομείναντα εθνικό ρωμαϊκό στρατό, είχαν αναπτύξει τέτοια αλαζονεία, ώστε ο Ψελλός περιγράφει έναν από αυτούς (τον Λέοντα Τορνίκιο) ως «ἐρυγγάνοντα μακεδονικὴν μεγαλαυχίαν» (όταν μιλούσε, το στόμα του «βρομούσε» μακεδονική μεγαλαυχία).

[Ψελλός, Χρονογραφία, 6.99] τὸ μὲν ὄνομα Λέων, τὸ δὲ γένος Τορνίκιος, τὴν Ἀδριανούπολιν οἰκῶν, καὶ Μακεδονικὴν ἐρυγγάνων μεγαλαυχίαν,

Οι ρωμαϊκές κατακτήσεις που επιτεύχθηκαν κατά την περίοδο 935-1025 φαίνονται στον παρακάτω χάρτη, όπου οι διακεκομμένες γραμμές δείχνουν το τελικό τους αποτέλεσμα. Πρόσθεσα την κόκκινη καμπύλη που χωρίζει τους Σερβοκροάτες, γιατί αυτοί δεν έγιναν ποτέ μέλη της Πολιτείας των Ρωμαίων, αλλά απλώς αναγνώρισαν τυπικά ότι ανήκαν στην σφαίρα ελέγχου του Βασιλείου Β΄. Για την Άννα Κομνηνή (λ.χ. [8.7.2-5] για το μεσαίχμιον και [9.10] για τον βάρβαρο Δαλματό/Σέρβο Βολκάνο/Vukan), το όρος «Ζυγός» (Kopaonik) ήταν ξεκάθαρα το «μεσαίχμιον» (σύνορο) που χώριζε την «ημεδαπή/ημέτερη Ρωμαϊκή χώρα» από την «βάρβαρη» Δαλματία. Όταν οι «Δαλματοί» επιτίθενται στην «ημεδαπή χώρα» θεωρούνται «παράσπονδοι» και όχι αποστάτες/στασιαστές.

map1

Τα Βιογραφικά Στοιχεία του Λέοντος του Διακόνου

Στην ιστορία του ο Λέων παραθέτει αρκετά βιογραφικά στοιχεία. Στην αρχή μας λέει ότι πατρίδα του ήταν το χωριό Καλόη (στο θέμα των Θρακησίων, σημερινό τουρκικό Keles), στις νότιες «κλιτῦς» (= πρόποδες) του όρους Τμώλος που κοιτάνε προς την άνω κοιλάδα του ποταμού Καΰστρου.

Kaloe

[1.1] ὁ δὲ ταῦτα συντάξας Λέων εἰμι Βασιλείου υἱός. Πατρὶς δέ μοι Καλόη, χωρίον τῆς Ἀσίας τὸ κάλλιστον, παρὰ τὰς κλιτῦς τοῦ Τμώλου ἀνῳκισμένον, ἀμφὶ τὰς πηγὰς τοῦ Καϋστρίου ποταμοῦ,

Η άλλη πληροφορία που μας παρέχει ο Λέων είναι ότι στα χρόνια της βασιλείας του Νικηφόρου Φωκά ήταν «μειράκιον» (νεανίας) και ολοκλήρωνε την «συλλογήν λόγων» και την «ἐγκύκλιον παίδευσίν» του στην Κωνσταντινούπολη. Δηλαδή γύρω στο 965 πρέπει να ήταν περίπου 20 ετών.

[1.7] τότε δὲ καὶ αὐτὸς ἐπεχωρίαζον ὁ ταῦτα γράφοντι Βυζάντιος, έπὶ λόγων συλλογήν τε καὶ παίδευσιν, μειράκιον ὤν.

[1.11] τότε καὶ αὐτὸς ἐγὼ τῷ Βυζάντιῳ ἐπεχωρίαζον, μετιών τὴν ἐγκύκλιον παίδευσιν.

Ο Λέων έγραψε την ιστορία του μετά το 995 και πριν από το 1000, επειδή γράφει πως ο Βασίλειος Β΄ χρειάστηκε έξι χρόνια για να επιδιορθώσει τις ζημιές της Αγιασοφιάς που προκάλεσε ο σεισμός που συνέβη τον Οκτώβριο του 989 (άρα γράφει μετά το 989+6=995) και, από την άλλη, αρχίζει την ιστορία του αναφέροντας τις εσχατολογικές χριστιανικές ανησυχίες του τέλους της 1ης χιλιετίας. Πολλοί χριστιανοί πίστευαν ότι η δευτέρα παρουσία θα γινόταν 1000 χρόνια μετά την πρώτη έλευση του Χριστού, δηλαδή γύρω στο 1000) και ο Λέων γράφει πως «ίσως είμαστε στα πρόθυρα της Δευτέρας Καταβάσεως του Χριστού και το καράβι της ζωής ίσως φτάνει στον όρμο της συντέλειας».

[1.1] καὶ τὴν προσδοκωμένην δευτέραν κατάβασιν τοῦ Σωτῆρος Θεοῦ ἐπὶ θύραις ἐγγίζειν. […] αὐτίκα καὶ κατὰ πόδας τὸ βιωτικὸν πορθμεῖον ἐν τῷ τῆς συντελείας ὅρμῳ ἐλλιμενίζειν,

Το 986 ακολούθησε –δυστυχώς, όπως ο  ίδιος τονίζει- τον Βασίλειο Β΄ ως διάκονος στην μάχη των Πυλών του Τραϊανού όπου παραλίγο θα γινόταν παρανάλωμα της «Σκυθικής» (= βουλγαρικής) μάχαιρας, αν δεν τον έσωζε η θεία πρόνοια. 

[10.8] τότε δὴ καὶ αὐτὸς ὁ ταῦτα ἐκτραγῳδῶν ἐκεῖσε παρήμην, τῷ κρατοῦντι δυστυχῶς συνεπόμενος καὶ τῇ τοῦ διακόνου λειτουργίᾳ ὑπηρετούμενος. Καὶ κᾂν ἐξεχύθη μου παρὰ μικρὸν τὰ διαβήματα, καὶ μάχαιρας Σκυθικῆς γέγονα παρανάλωμα, εἰ μὴ με θεία τις ἐξ αὐτοῦ τοῦ κινδύνου ἀπήγαγε πρόνοια,

Όσον αφορά το συγγραφικό του ύφος, ο Λέων επέλεξε ως βασικό πρότυπο μιμήσεως τον Αγαθία, ενώ δείχνει και στοιχεία από τον Προκόπιο, τον Θουκυδίδη και τον Ηρόδοτο. Η συχνή χρήση ομηρικών φρασημάτων δείχνει εξοικείωση με τα Ομηρικά Έπη. Φυσικά, όπως θα δείξω και στο εθνολογικό μέρος, η στάση του ως προς τους «Ἕλληνες» και την «θύραθεν/ἔξωθεν» παιδεία είναι τυπικά Χριστιανική και Ρωμαϊκή.

Ένα ιδιάζον γλωσσολογικό χαρακτηριστικό του Λέοντα που μου έκανε εντύπωση είναι η χρήση της προθέσεως πρὸς+γενική για την δήλωση της οργανικότητας. Η αρχαία Ελληνική χρησιμοποιούσε την πρόθεση ὑπό+γενική, ενώ εμείς στην Νεοελληνική χρησιμοποιούμε από+αιτιατική.

Παραθέτω μερικούς στίχους της Ιλιάδας και την νεοελληνική τους μετάφραση για να δείτε τι εννοώ.

[Ιλιάδα, 3.126-8]

οὕς ἑθεν εἵνεκ᾽ ἔπασχον ὑπ᾽ Ἄρηος παλαμάων·

[Ιλιάδα, 3.435-6]

ἀφραδέως, μή πως τάχ᾽ ὑπ᾽ αὐτοῦ δουρὶ δαμήῃς

ἔπασχον ὑπ΄Ἄρηος παλαμάων = υπέφεραν από τις παλάμες του Άρη

μὴ πως τάχ΄ὑπ΄αὐτοῦ δουρὶ δαμήῃς = για να μην σκοτωθείς από αυτόν με δόρυ.

Ο Λέων ο Διάκονος χρησιμοποιεί μία μόνο φορά τον τύπο ὑπό+γενική, μία μόνο φορά τον τύπο ἀπό+γενική και, σε όλες τις άλλες περιπτώσεις, χρησιμοποιεί τον ιδιάζοντα τύπο πρὸς+γενική:

[7.2] οἵ γε πάντως ὑπὸ θεοβλαβείας παρακροτούμενοι

«οι οποίοι πλήχθηκαν εντελώς από θεοβλάβεια»

[8.10] νῦν ἀπὸ Ῥωμαίων αἰσχρῶς ἡττηθέντες

«να ηττηθούν τώρα αισχρώς από τους Ρωμαίους»

Τώρα προσέξτε όλες τις άλλες περιπτώσεις:

[2.5] λέγεται δὲ τοσοῦτον αὐτουργηθῆναι φόνον τοῦ βαρβαρικοῦ πλήθους πρὸς τῶν Ῥωμαίων,

«Λέγεται ότι σκοτώθηκαν τόσο πολλοί βάρβαροι από τους Ρωμαίους

[6.4] καὶ πρὸς τοῦ Πολυεύκτου στεφθείς,

«και [ο Τσιμισκής] στέφθηκε από τον [πατριάρχη] Πολύευκτο

[7.1] καὶ Ῥωμαίων αὐτοκράτωρ ἀναφανδόν ἀνερρήθη πρὸς τῶν συστασιωτῶν

«και ανακηρύχθηκε δημοσίως αυτοκράτωρ των Ρωμαίων από τους συστασιώτες

[7.6] Ὠηλέοντα, πρὸς δὲ τῆς ἀγροικικῆς ἱδιωτείας κεκλῆσθαι Γωλέοντα.

«Ωηλέων, που αποκλήθηκε δε Γωλέων από την αγροικική ιδιωτεία»

[8.2] ἀναμαθών τε πρὸς τῶν σκοπῶν,

«και έμαθε από τους σκοπούς

[8.6] ἥκειν Μυσοῖς τιμωρήσων, δεινὰ πεπόνθοσι πρὸς τῶν Σκυθῶν.

«ήρθε ως επιτιμήτωρ στους Μυσούς, που είχαν πάθει τόσα δεινά από τους Σκύθες»

[9.8] τοὺς πρὸς τῶν ἐναντίων κατακτεινόμενους ἐν τοῖς πολέμοις,

«αυτοί που σκοτώνονται στους πολέμους από τους ενάντιους

[9.6] εἴτε πρὸς Ἀναχάρσεως ταῦτα καὶ Ζαμόλξιδος, τῶν σφετέρων φιλοσόφων, μυηθέντες, εἴτε καὶ πρὸς τῶν τοῦ Ἀχιλλέως ἑταίρων.

«και έχουν μυηθεί σε αυτά είτε από τους φιλοσόφους τους Ανάχαρσι και Ζαμόλξι είτε από τους εταίρους του Αχιλλέα

[9.10] κυκλοθέντες τε πρὸς τοῦ Μαγίστρου Βάρδα

περικυκλώθηκαν από τον Μάγιστρο Βάρδα

[10.8] ἡ Τρωϊκὴ φάλαγξ πρὸς τῶν Ἀχαιῶν εἰς φυγὴν ἀγεννῆ συνεκλείετο.

«η Τρωική φάλαγγα τράπηκε από τους Αχαιούς σε αγεννή φυγή.»

Ένα άλλο ιδιάζον στοιχείο του Λέοντα είναι η χρήση λογίων νεολογισμών στην θέση των παραδοσιακών όρων. Έτσι οι κατάφρακτοι ονομάζονται «πανσίδηροι ἱππόται», οι δρόμωνες που εκτόξευαν το «ὑγρόν/Μηδικόν πῦρ» ονομάζονται «πυρφόροι τριήρεις», ενώ οι όροι «ὁμαίμων, ὅμαιμος, σύναιμος» χρησιμοποιούνται συνεχώς αντί του κοινότυπου «ἀδελφός».

[1.2] καὶ ταχυπλοήσας, πυρφόρους τε τριήρεις πλείστας ἐπαγόμενος, δρόμονας ταύτας Ῥωμαῖοι καλοῦσι,

[4.3] κατὰ μέτωπον μὲν τοὺς πανσιδήρους ἱππότας ἱστῶν

[2.1] Λέοντα τὸν Φωκᾶν, ὁμαίμονα τοῦ Νικηφόρου τελοῦντα,

[6.2] Λέων Κουροπαλάτης, ὁ τοῦ Νικηφόρου σύναιμος,

Ο Ρωμαϊκός στρατός του 10ου αιώνα

Η αγγλική έκδοση/μετάφραση της Ιστορίας του Λέοντα του Διακόνου των Talbot-Sullivan περιέχει ένα πολύ ωραίο εισαγωγικό κεφάλαιο για τον βυζαντινό στρατό του 10ου αιώνα, γραμμένο από τον George T. Dennis (που έχει μεταφράσει πολλά από τα «Τακτικά» συγγράμματα της περιόδου), στο οποίο παρουσιάζονται τα βασικά συμπεράσματα του Eric McGeer που εξειδικεύεται σε αυτό το θέμα.

Παραδοσιακά, ο ρωμαϊκός στρατός της περιόδου 750-900 διακρινόταν σε θέματα (= επαρχιακά εγχώρια στρατεύματα υπό την εξουσία του θεματικού στρατηγού) και τάγματα (= τα επίλεκτα στρατεύματα που ακολουθούσαν τον αυτοκράτορα σε εκστρατεία, τα οποία διοικούσε ο Δομέστικος των Σχολών). Αν και τα τάγματα δημιουργήθηκαν από τον Κωνσταντίνο «Κοπρώνυμο», στην πραγματικότητα είναι ο λειτουργικός διάδοχος των τετραρχικών Comitatenses και των μεταγενέστερων Praesentales, από τους οποίους προέκυψε το αρχικά μεγάλο θέμα του Οψικίου (Obsequium ~ ακολουθία) που, μετά την αποστασία του Αρταβάσδου, διασπάστηκε σε μικρό Οψίκιον, θέμα Οπτιμάτων και θέμα Βουκελλαρίων, ώστε να περιοριστεί η ισχύς του Κόμητος (και όχι στρατηγού) του Οψικίου.

Εν καιρό πολέμου, τα θεματικά στρατεύματα τελούσαν υπό την εξουσία του Δομέστικου των Σχολών, ο οποίος γινόταν «στρατηγός-αυτοκράτωρ». Στα τελευταία χρόνια της βασιλείας του Ρωμανού Β΄ το αξίωμα του Δομέστικου των Σχολών διαιρέθηκε σε δύο νέα αξιώματα: Δομέστικος [των Σχολών] της Ανατολής/Εώας και Δομέστικος [των Σχολών] της Δύσης/Εσπέρας. Οι πρώτοι δύο γνωστοί τέτοιοι «διπλοί» Δομέστικοι ήταν οι αδελφοί Νικηφόρος και Λέων Φωκάς, των οποίων ο πατέρας Βάρδας Φωκάς και ο παππούς Νικηφόρος Φωκάς είχαν υπάρξει «μονοί» Δομέστικοι των Σχολών.

Η καινοτομία του 10ου αιώνα είναι ότι οι κατάφρακτοι (οι «πανσίδηροι ἱππόται» του Λέοντα) έχουν αυξηθεί σημαντικά σε αριθμό και έχουν εξελιχθεί στην βασική ρωμαϊκή μονάδα εφόδου. Εκτός από τους κατάφρακτους του Φωκά, ο Ιωάννης Τσιμισκής το 970 δημιούργησε και την ίλη των Αθανάτων που ο Λέων περιγράφει ως «ίλη γενναίων και νεανικών ανδρών» και «επιεικώς τεθωρακισμένη φάλαγγα» (κατάφρακτη ίλη):

[6.11] εὐθὺς οὖν ἴλην γενναίων καὶ νεανικῶν ἀνδρῶν ἐκλεξάμενος [ὁ βασιλεὺς], Ἀθανάτους τε τούτους κατονομάσας, περὶ ἁυτὸν εἶνα διεκελεύσατο.

[8.4] προπορευομένην ἔχων τὴν τῶν λεγομένων ἀθανάτων φάλαγγα, τεθωρακισμένην ἐπιεικῶς.

athanatoi

Αυτή η στρατιωτική στροφή προς το βαρύ ιππικό προκάλεσε και την αντίστοιχη ιδεολογική προσαρμογή. Η ιππομαχία στον Λέοντα παρουσιάζεται ως ο κατεξοχήν Ρωμαϊκός τρόπος πολέμου, και είναι ντροπή για τους Ρωμαίους να ηττηθούν «παρὰ πεζομαχοῦντος ἔθνους» όπως οι «Σκύθες»/Ρως που «ἱππάζεσθαι μηδόλως εἰδότες». Οι Ρως φοβούνται να συμπλεχθούν με τους «πανσιδήρους ιππότες» και δεν μπορούν να αντιμετωπίσουν την «ροπή» (=ορμή) τους. Ένα από τα στοιχεία που «αποδεικνύει» την σκυθική καταγωγή του Αχιλλέα είναι η πεζομαχία του. Εδώ έχουμε μια πλήρη αντιστροφή του «σκυθικού» προτύπου. Οι «Σκύθαι» (συνήθως νομαδικά τουρκικά φύλα των στεπών) της βυζαντινής ιστοριογραφίας είναι οι κατεξοχήν «ἱπποτοξόται», όπως οι αρχαίοι ιρανόφωνοι Σκύθες του Ηροδότου. Εδώ οι «Σκύθαι» Ρως «ἱππάζεσθαι μηδόλως εἰδότες».

[8.10] Ῥωμαίοις δὲ αἰδώς τις εἰσῄ ει καὶ νέμεσις, εἰ τὸ ἀντίξουν ἅπαν ὅπλοις καὶ τῇ σφῶν ἀρετῇ καταστρεφόμενοι, νῦν ἀπέλθοιεν, παρὰ πεζομαχοῦντος ἔθνους, ἱππάζεσθαι μηδόλως εἰδότος, καταγωνισθέντες, ὥς τινες ἔργων μάχης ἀνάσκητοι καὶ τοσοῦτον αὑτοῖς ἐν ἀκαρεῖ κλέος οἰχήσεται.

[9.7] Τότε δὲ ἤδη διανισχούσης ἡμέρας βουλὴν ὁ Σφενδοσθλάβος τῶν ἀρίστων ἐκάθιζεν, […] Οἱ μὲν ἀωρὶ συνεβούλευον τῶν νυκτῶν, έπιβάντες πλοίων, […] μὴ γὰρ οἵους τε καθηστάναι ἱππόταις πανσιδήροις ἀνδράσι συμπλέκεσθαι,

[9.10] Ῥωμαῖοι δὲ, τῷ προπορευομένῳ θείῳ ἀνδρὶ ἐφεπόμενοι, τοῖς ἐναντίοις συμπλέκονται, καὶ καρτερᾶς μάχης σύστασης, οὐκ ἐνεγκόντες τὴν τῆς ἱππικῆς φάλαγγος οἱ Σκύθαι ῥοπὴν, κυκλοθέντες τε πρὸς τοῦ Μαγίστρου Βάρδα, Σκληρὸς ἡ ἐπίκλησις – ἐκεῖνος γὰρ μετὰ τοῦ συνεπομένου πλήθους τὴν κύκλωσιν ἐποιήσατο- ἐς φυγὴν ἔκλιναν,

[9.6] Σκύθην Ἀχιλλέα […] τεκμήρια τοῦ λόγου σαφῆ ἥ, τε τῆς ἀμπεχόνης σὺν τῇ πόρπῃ σκευὴ, καὶ ἡ πεζομαχία, καὶ ἡ πυρσὴ κόμη, καὶ οἱ γλαυκιῶντες ὀφθαλμοὶ, καὶ τὸ ἀπονενοημένον, καὶ θυμοειδὲς, καὶ ὠμόν.

Το πεζικό ήταν σχεδόν διπλάσιο σε αριθμό από το ιππικό (ελαφρό και βαρύ) και η βασική εκστρατευτική μονάδα του πεζικού ήταν η ταξιαρχία, την οποία ιδανικά απάρτιζαν 1000 στρατιώτες:

400 βαρείς πεζικάριοι οπλισμένοι με ασπίδες και δόρατα

300 τοξότες

200 ελαφροί πεζικάριοι/ακροβολιστές

100 μεναυλάτοι

Οι μεναυλάτοι ήταν μία καινοτομία του 10ου αιώνα και ήταν οι χειριστές των μεναύλων/μεναυλίων. Μέχρι και τις αρχές του 10ου αιώνα, ο όρος μέναυλον/μεναύλιον δήλωνε κατά κανόνα ένα «ρικτάριον/βέλεμνον» που χρησιμοποιούσαν οι ακροβολιστές. Ο όρος προέρχεται από το λατινικό vēnābulum = «κυνηγητικό δόρυ, καπροβόλον/σιβύνη» που κυριολεκτικά σημαίνει «κυνήγηθλον» (vēnor = «κυνηγώ» + ΙΕ οργανικό επίθημα *-dhlom > -bulum/-θλον). Έχω κάνει παλαιότερη ανάρτηση για τα ΙΕ οργανικά επιθήματα *-trom/*-dhlom κλπ.

vēnābulum > venablum > *βέναβλον/βέναυλον > μέναυλον/μεναύλιον

λόγω ρινικής αφομοίωσης v..n>m..n (λ.χ. *h2egwnos > *ἀβνός > ἀμνός, ἔρεβος > ἐρεβνός > ἐρεμνός, *swop-nos > somnus και govĭno > govno ~ gomno).

Σημειώνω εδώ ότι τόσο το ρήμα όσο και το λατινικό nomen agentis vēnātor = «κυνηγός» επιβιώνουν στους δύο κλάδους της Ανατολικής Βαλκανικής Ρωμανικής:

Ρουμανικά: vâna = «κυνηγώ», vânător = «κυνήγός»

Βλαχικά/Αρουμανικά: avinu = «κυνηγώ», avinãtor[u] = «κυνηγός»

venator

Κατά την διάρκεια του 10ου αιώνα, ο όρος μέναυλον/μεναύλιον άρχισε να δηλώνει ένα χοντρό και μακρό ακόντιο που θύμιζε την μακεδονική σάρισσα. Οι μεναυλάτοι, λοιπόν, του 10ου αιώνα, σύμφωνα με τον Eric McGeer, ήταν το «ἔρυμα/ἄλκαρ» στην έφοδο του αντίπαλου βαρέος ιππικού. Όταν το αντίπαλο βαρύ ιππικό ξεκινούσε την έφοδό του κατά του ρωμαϊκού πεζικού, οι μεναυλάτοι κάθε ταξιαρχίας πήγαιναν μπροστά και σχημάτιζαν ένα τείχος προβεβλημένων μεναύλων, πάνω στο οποίο τα άλογα -λόγω ενστίκτου- απέφευγαν να πέσουν. Αντίθετα με τον McGeer, ο Αναστασιάδης πιστεύει ότι το μέναυλον/μεναύλιον συνέχισε να είναι «ρικτάριον» και στα μέσα του 10ου αιώνα.

menaulon

Αν ο McGeer έχει δίκαιο για την «αντιεφοδική» λειτουργία των μεναυλάτων κατά τον 10ο αιώνα, τότε έχουμε ένα ολοφάνερο σημάδι της στρατιωτικής παρακμής κατά τον 11ο αιώνα, όταν η Άννα Κομνηνή χαρακτήρισε την πρώτη έφοδο του Νορμανδικού βαρέος ιππικού «ανύποιστη» (= ανεπίσχετη, αναντιμετώπιστη) και περιγράφει τον νεοστεφή Αλέξιο να ηττάται τέσσερεις συνεχόμενες φορές από τον Βοημούνδο, μην μπορώντας να την αντιμετωπίσει (διαβάστε λ.χ. το Β.3 εδώ).

Το άλλο χαρακτηριστικό των ρωμαϊκών στρατευμάτων του 10ου αιώνα είναι η συχνή εκγύμναση/εξάσκηση/εκπαίδευσή τους. Ο Λέων ο σοφός αναφέρει 12 περιπτώσεις στρατιωτικής εκγύμνασης, οι 7 από τις οποίες είναι σε στρατεύματα που διοικεί ο Νικηφόρος Φωκάς (και οι 3 από αυτές τις 7 είναι αναφορές στην ἐν Κρήτῃ διαχείμαση του 960/1). Θα περιγράψω αυτές τις 7 περιπτώσεις επί διοικήσεως Νικηφόρου Φωκά ως παράδειγμα.

Ο Νικηφόρος Φωκάς διαχείμασε τον στρατό του στην Κρήτη αναβάλλοντας για την άνοιξη την έναρξη της τελικής πολιορκίας του Χάνδακα (το μόνο αραβικό οχυρό που δεν είχε πέσει πριν τον χειμώνα) και, κατά την διάρκεια του χειμώνα, διεγύμναζε τον στρατό του καθημερινά βελτιώνοντας την εμπειρία του:

[1.9] καὶ τοῦτον κυκλόθεν ἑρκίῳ καὶ ταφρείᾳ ἱκανῶς ὀχυρώσας, τὸν τε στρατὸν διεγύμναζε, καὶ ταῖς καθ΄ἡμέραν μελέταις πολλὴν τὴν ἐμπειρίαν ταῖς φάλαγξιν ἀπετίθετο,

[2.1] αὐτόθι τε διεχείμαζε, καὶ τὸν στρατὸν ὁσημέραι τῷ πολεμεῖν ἐξεπαίδευεν

[2.6] ὡς τῇ τῶν Κρητῶν πελάσας ἐκεῖ διεχείμαζε, καὶ τὸν στρατὸν τὰ πολεμικὰ διεγύμναζε,

Μετά την κατάκτηση της Κρήτης, ο Νικηφόρος Φωκάς πάντοτε συνέλεξε τους στρατιώτες του στην Καππαδοκία όπου τους εξασκούσε καθημερινά και «έθηγε» (ακόνιζε) τον θυμό τους (το τσαγανό τους) προετοιμάζοντάς τους για την κατακτητική εκστρατεία στην Κιλικία:

[3.1] τοῦ Βυζαντίου ἀπάρας ὁ Νικηφόρος […] καὶ πρὸς τὴν Καππαδόκῶν ἀφικόμενος […] ]τὸν στρατὸν πανσυδὶ ὡς αὑτὸν συνεγείρων καὶ ἐκκαλούμενος. Ἐν ᾦ δὲ συνήρχετο τὰ στρατεύματα, τοὺς ἀμφ΄ἑαυτὸν ἐξήσκει τὰ πολέμια, καὶ τὸν θυμόν ἔθηγε, καὶ ἐπερρώνυε ταῖς καθ΄ἡμέραν μελέταις, καὶ τὴν ἐνόπλιον ἐξεπαίδευε περιδίνησιν, […] ἐφ΄ἵππων τε ὑπεράλλεσθαι, καὶ τόξοις βάλλειν κατὰ σκοπὸν, καὶ ἀκοντίζειν εὐστοχώτατα. […] Ἐν ὧ δὲ ὁ στρατηγός ἐξεπαίδευε τὸν στρατὸν, καὶ τὴν ἄφιξιν τῆς λοιπῆς στρατιᾶς ἐξεδέχετο – δεδογμένον γὰρ ἦν αὐτῷ, κατὰ τοῦ Χαμβδᾶν καὶ τῶν Ταρσέων ἐκστρατεύειν ὡς μάλιστα-

Όταν διαχείμασε με τα στρατεύματά του στην Κωνσταντινούπολη, όπου ανακηρύχθηκε επίσημα βασιλέας, ο Νικηφόρος Φωκάς δεν έχασε χρόνο και συνέχισε να τα εξασκεί καθημερινά, για να μην μειονεκτήσουν ως προς τους αντιπάλους τους:

[3.9] αὐτὸς δὲ παρὰ τὴν Κωνσταντινούπολιν διαχειμάζων, […] ὅσον τε θέραπευτικὸν καὶ οἰκίδιον τοῦτῳ παρείπετο, ἐξήσκει τὰ πολεμιὰ ταῖς καθ΄ἡμέραν μελέταις ὡς μάλιστα, τόξον τε ἀνεπισφαλῶς ἐκτείνειν, καὶ τὸν ὀϊστὸν τῷ μαζῷ ἐρίειν, εὐστόχως τε βάλλειν κατὰ σκοπὸν, καὶ τὰ δόρατα κραδαίνειν καὶ περιελίσσειν εὐπετῶς τῇ δε κακεῖσε, ξίφη τε εὐθυβόλως κατὰ τὸν ἀέρα περιστρέφειν, καὶ ἵππων κούφως ὑπεράλλεσθαι. Ὡς ἐν καιρῷ τῶν ἀγώνων μὴ φαίνοιτο τῶν ἐναντίων μειονεκτοῦν.

Κατά την διάρκεια της εκστρατείας στην Κιλικία, ο Νικηφόρος Φωκάς συνέχισε να εκγυμνάζει «ἀκριβῶς» τον στρατό, περιμένοντας την κατάλληλη στιγμή για την κατάκτηση της Ταρσού (η μόνη πόλη της Κιλικίας που δεν είχε ακόμα πέσει)

[4.1] τῷ τοι καὶ τὰ ἐς τὰς μάχας τοὺς περὶ αὑτὸν διεγύμναζεν ἀκριβῶς, καὶ τὴν τοῦ ἔτους ὥραν ἧστο προσεκδεχόμενος.

Αφού ο Νικηφόρος Φωκάς διέταξε το ράπισμα των «αυθαδών» Βουλγάρων πρέσβεων κηρύττοντάς τους τον πόλεμο, στην συνέχεια διέκοψε τα θεάματα στον ιππόδρομο και έφερε μέσα σ΄αυτόν τα στρατεύματά του για εκγύμναση που περιελάμβανε και εικονική μάχη. Όταν οι  «τρυφηλοί» Βυζάντιοι -που ήταν «πολεμικῶν ἔργων ἀγνῶτες»- είδαν τους ακρίτες να εκγυμνάζονται με εικονική μάχη, τρόμαξαν και ποδοπατήθηκαν προσπαθώντας να βγουν από τον ιππόδρομο.

[4.6] αὑτὸς δὲ παρὰ τὸ θέατρον ἀναβὰς, ἱππικὸν ἀγῶνα καθῆστο τελῶν, Καὶ δῆτα τοῖς περὶ αὑτὸν στρατιώταις ἐκέλευε, καταβάντας ἐπὶ τὸ στάδιον καὶ εἰς ἀντιπάλους ἀποκριθέντας φάλαγγας σπασαμένους τα ξίφη, κατὰ παιδιὰν ἐπαλλήλοις χωρεῖν, καὶ ταύτῃ γυμνάσασθαι πρὸς τὸν πόλεμον. Βυζάντιοι δὲ, πολεμικῶν ἔργων ἀγνῶτες τυγχάνοντες, τὴν τῶν ξιφῶν καταπλαγέντες αὐγὴν, καὶ τὴν ὁμόσε τῶν στρατιωτῶν ὁρμὴν καὶ τὸν πάταγον ὑποδείσαντες, ἐκδειματωθέντες δὲ τῷ καινῷ τοῦ θεάματος, εἰς φυγὴν ἐτράποντο καὶ πρὸς τὰς σφῶν οἰκίας ἀπέτρεχον. Ἐκ δὲ τοῦ ὠθισμοῦ καὶ τῆς ἀτάκτου φορᾶς οὐκ ὀλίγος φόνος συμβέβηκε, πλείστων συμπατηθέντων καὶ ἀποπνιγέντων οἰκτρῶς.

Εκτός από την εκγύμναση των στρατιωτών όταν τους είχε μαζί του, ο Νικηφόρος Φωκάς έδινε στους στρατιώτες του και «ασκήσεις για το σπίτι», όταν μετά το τέλος της πολεμικής περιόδου θα διαχείμαζαν στα σπίτια τους. Το «ἔαρ/ἦρ» (άνοιξη) που θα επέστρεψαν, έπρεπε να είχαν την πανοπλία επισκευασμένη, το ξίφος παραθηγμένο και τον ίππο επιμελημένο. Επιπλέον, βλέποντας τους στρατιώτες του σαν «φιλοπάτορα παιδιά» του, τους συμβούλεψε σαν «φιλόπαις πατήρ» να μην περιπέσουν σε «ῥᾳστώνην καὶ τρυφήν», αλλά «ἐγρηγορέναι καὶ νήφειν».

[3.5] εὔνοιαν οὖν ἔχων ὥς τις φιλόπαις πατὴρ, συμβουλεύω πᾶσιν ὑμῖν ὡς υἱοῖς φιλοπάτορσι, μὴ πρὸς ῥᾳστώνην καὶ τρυφὴν ἀπιδεῖν, ἀλλ΄ἐγρηγορέναι καὶ νήφειν,

[3.11] φιλοφρονησάμενος ἐκέλευσεν ἐπὶ τὰ οἴκοι παλινδρομεῖν, μεμνῆσθαι τε αὖθις τῆς πρὸς αὑτὸν ἐπανόδου τοῦ ἦρος προκύπτοντος, τὰς πανοπλίας ἐπισκευασαμένους, παραθηξαμένους τε τὰ ξίφη, καὶ τῶν ἵππων ἐπιμελησαμένους ὡς μάλιστα. Οὕτως μὲν ἡ πληθὺς πρὸς οἶκον ἐχώρει.

Το άλλο πράγμα που χαρακτήριζε τον Φωκά ήταν η άκαμπτη πειθαρχία, όπως δείχνει το παρακάτω παράδειγμα ρινοτομίας/ρινοτμήσεως αξιωματικού.

Καθώς ο στρατός διέσχιζε την οροσειρά του Ταύρου, ένας στρατιώτης έχασε τον θυρεό (ασπίδα) του στον γκρεμό (ο Λέων γράφει ότι την πέταξε εσκεμμένα για να μπορέσει παρακάτω να τον χαρακτηρίσει ως «ῥιψάσπιδα») και συνέχισε να περπατά χωρίς να πάει να την πάρει. Ο Φωκάς ζήτησε να του φέρουν τον λοχαγό στον οποίο λογοδοτούσε ο «ρίψασπις» και του ζήτησε να τον συλλάβει. Αφού ο Φωκάς «έβγαλε στην αναφορά» τον ριψάσπιδα, χαρακτηρίζοντάς τον «αγεννή», διέταξε τον λοχαγό του να τον τιμωρήσει με ρινοτομία. Ο λοχαγός «είτε επειδή ήταν καλός χριστιανός είτε επειδή χρηματίστηκε από τον στρατιώτη» δεν εφάρμοσε την τιμωρία και άφησε τον ριψάσπιδα «ασινή». Όταν μετά από λίγο καιρό ο Φωκάς είδε τυχαία τον ριψάσπιδα αρινότμητο, επέπληξε σφόδρα τον λοχαγό για την ανυπακοή του και τιμώρησε αυτόν με ρινοτομία!

[4.2] Ἐν ὧ δὲ τὴν πορείαν διένυε, τῶν ψιλῶν τις στρατιωτῶν, πρὸς τὴν δυσχωρίαν ὀκλάσας -ἔτυχε γὰρ δι΄αὐλῶνος τὴν στρατία βαθυτάτου- […] τὸν ὅν ἐπὶ τὸν ὦμον ἔφερε θυρεὸν, κατὰ τὴν ὁδὸν ἀπέρριψεν ἀποφορτισάμενος. Ἐπεὶ δὲ παροδεύων ὁ βασιλεὺς τοῦτον τοῖς ὀφθαλμοῖς καθεώρακε […] ὑπό τίνα τῶν λοχαγῶν διηρευνᾶτο ταττόμενος […] Ὁ δὲ αὐτοκράτωρ […] τῷ λοχαγῷ ἐγκελεύεται, ἐκτεμόντι τε καὶ τὴν ῥῖνα θεατρίσαι κατὰ τὸ στρατόπεδον. Ἐκεῖνος δὲ, εἴτε οἴκτῳ ληφθείς πρὸς τὸν ἄνθρωπον, εἴτε καὶ δώρων ἐπιβολῇ χαυνωθεὶς, ἀσινῆ διαφῆκε τὸν ἄνδρα. […] ὁ βασιλεὺς […] σφοδρῶς οὖν αἰκίσας τὸν λοχαγὸν καὶ τῆς ῥινός ἀφελόμενος,

Σταματώ εδώ την πρώτη ανάρτηση της σειράς. Η επόμενη ανάρτηση θα έχει θέμα τις εθνολογικές παρατηρήσεις.

4 Comments

Filed under Βυζαντινολογία, Εθνολογία, Ιστορία, Μεσαίωνας

4 responses to “Η Ιστορία του Λέοντος του Διακόνου #1: προλεγόμενα

  1. Simplizissimus

    Γεια σου Σμερδαλέε.

    Μου αρέσεις που δεν ασχολείσαι μόνο με το υλικό που σε ενδιαφέρει κυρίως, τα της εθνικής συνείδησης των Βυζαντινών δηλαδή, αλλά επεκτείνεσαι και στα της βυζαντινής στρατιωτικής ιστορίας. Υποθέτω διότι, όπως κάθε αγόρι, έπαίζες με στρατιωτάκια μικρός και σου έχει μείνει από τότε. 🙂

    Τα θέματα που θίγεις είναι περισσότερα από ένα, και για ορισμένα η συζήτηση των ειδικών είναι ζωηρή και αδιάκοπη. Δύσκολα θα πάρεις απάντηση οριστική και (κυρίως) σύντομη (που να μπορεί δηλαδή να γραφτεί σε ένα σχόλιο). Όταν, ας πούμε, αναρωτιέσαι για τις αιτίες της παρακμής του στρατού των θεμάτων και την αντικατάσταση των «εθνικά» ρωμαϊκών από μισθοφορικά στρατεύματα, η φιλολογία είναι τόσο μεγάλη (από εποχής Αρβελέρ, στη δεκαετία του ’60, μέχρι σήμερα) που είναι αδύνατον να συνοψιστεί σε δυο φράσεις. Αρκούμαι εδώ να μνημονεύσω τον σπουδαιότερο (και προφανέστερο) «τεχνικό» –δηλαδή στρατιωτικό– λόγο, ότι τα θεματικά στρατεύματα από τη φύση τους προσφέρονταν για επιτόπια άμυνα, ήταν δηλαδή προσκολλημένα στην περιοχή της στρατολόγησής τους και δύσκολα μπορούσαν να συμμετέχουν σε εκστρατείες που υπερέβαιναν τα όριά της. Όσο μεγαλύτερη η εδαφική επέκταση της αυτοκρατορίας, όσο δηλαδή μακρύτερες οι εκστρατείες σε χώρο και χρόνο, τόσο δυσκολότερο να πάρουν μέρος σε αυτές. Φυσικά υπήρχαν και άλλοι, σπουδαίοι κοινωνικοί λόγοι, που τους αφήνω απ’ έξω.

    Να πάμε τώρα στα στενά στρατιωτικά: ο στρατός που περιγράφουν τα εγχειρίδια του Νικηφόρου Φωκά και του Νικηφόρου Ουρανού είναι ένας στρατός με πολύ μεγαλύτερες δυνατότητες σε σύγκριση με εκείνον των προηγούμενων αιώνων. Κυρίως διότι είναι πλέον στρατός επιθετικός, αλλά και επειδή είναι συνηθισμένος να διεξάγει επιχειρήσεις σε εχθρικό έδαφος. Διαθέτει περισσότερα εξειδικευμένα όπλα, τα οποία μάλιστα ξέρουν να συνεργάζονται μεταξύ τους. Ας σταθούμε στο παράδειγμα που δίνεις, το μοναύλιον. Το μοναύλιον ήταν πρωτοφανέρωτο όπλο, άγνωστο στις προηγούμενες γενιές. Κακώς συσχετίζεται με το venabulum (ο εξελληνισμένος τύπος του οποίου είναι μήναυλον). Τα δύο αυτά δεν έχουν σχέση ούτε γλωσσικά ούτε πραγματολογικά. Το venabulum ήταν ένα ελαφρό ρικτάρι (projectile). Το μοναύλιον ήταν ένα βαρύ και επίμηκες κοντάρι, που το κρατούσε ο χειριστής του προτεταμένο μπροστά από την παράταξη, με τη μια του άκρη μπηγμένη στο χώμα. Οι οδηγίες λένε ότι το μοναύλιον πρέπει να κατασκευάζεται από ολόσωμο κορμό δέντρου πρίνου ή βαλανιδιάς, αφού του κοπούν τα κλαδιά. Εν ολίγοις είναι ένα ειδικό όπλο για να αντιμετωπίζει κανείς εφόδους ιππικού. Την καλύτερη εικόνα ενός τέτοιου όπλου μπορείς να την παρακολουθήσεις στην ταινία «Μπρέιβχαρτ». Δες εδώ πώς αποδίδεται η μάχη της Γέφυρας του Στέρλινγκ, και, αφού θαυμάσεις τους Εγγλέζους ιππότες στην έφοδό τους, δες στο 1:52 πώς τους αντιμετώπισαν οι Σκωτσέζοι. Τέτοια ήταν η λειτουργία του μοναυλίου.

    Προσέχεις ότι γράφω μοναύλιον και όχι *μεναύλιον. Ο πρώτος τύπος είναι ο σωστός, ο δεύτερος οφείλεται σε παρανάγνωση. Το μον– προέρχεται από το «μονός», για να δείξει αυτό που είπα προηγουμένως, ότι το κοντάρι είναι στην πραγματικότητα ένας ολόσωμος κορμός.

    • Κοίτα σε όλες τις αναρτήσεις μου για κάποιον βυζαντινό ιστορικό, η πρώτη αφορά τα «ιστορικά προλεγόμενα». Αυτό το κάνω για να εξοικειώσω τους αναγνώστες στα πρόσωπα και τις καταστάσεις που αναφέρονται στα εθνολογικώς ενδιαφέροντα χωρία που θα αναφέρω.

      Τώρα, σε μια ιστορία όπως αυτή του Λέοντα που περιγράφει συνεχώς επεκτατικές μάχες των δύο κυρίων «καραβανάδων» βασιλεών του 10ου αιώνα, νομίζω πως μια συζήτηση για τον στρατό του 10ου αιώνα είναι απαραίτητη. Ιδίως όταν το θέμα περιγράφεται σε εισαγωγικό κεφάλαιο από τον George T. Dennis στην αγγλική έκδοση του Λέοντα.

      Ώστε ο τύπος «μέναυλον» των κειμένων είναι λάθος ε; Και ο Haldon έκανε λάθος που το συνέδεσε με το «κυνήγεθλον» venabulum; εΥχαριστώ για την διεκρίνιση.

  2. Simplizissimus

    Κι ένα υστερόγραφο: Γιατί γράφεις μιαφυσητικός και όχι μονοφυσητικός, όπως είναι ο καθιερωμένος όρος;

    • Έχω πετύχει πολλές φορές την άποψη ότι η Αρμενική εκκλησία ειδικά ήταν μιαφυσιτική και όχι μονοφυσιτική. Υποτίθεται ότι υπάρχει κάποια διαφορά στα δύο, αλλά δεν ασχολήθηκα ποτέ να την βρω. Στο περίπου, απ΄ότι κατάλαβα οι μιαφυσίτες είναι λιγότερο hard core από τους μονοφυσίτες στην αναγνώριση των διαφορών τους από τους χαλκηδονικούς (η δική μας ορθοδοξία).

      Historically, Monophysitism (usually capitalized in this sense) refers primarily to the position of those (especially in Egypt and to a lesser extent Syria) who rejected the Council of Chalcedon in 451 (the Fourth Ecumenical Council). The moderate members of this group, however, maintained a “Miaphysite” theology that became that of the Oriental Orthodox churches. Many Oriental Orthodox reject the label “Monophysite” even as a generic term, but it is extensively used in the historical literature.

      Διάβασε κυρίως εδώ την θέση της Αρμενικής Εκκλησίας:

      Like all Oriental Orthodox Churches, the Armenian Church has been referred to as monophysite by both Roman Catholic and Eastern Orthodox theologians because it rejected the decisions of the Council of Chalcedon, which condemned the belief of one incarnate nature of Christ (monophysis). The Armenian Church officially severed ties with Rome and Constantinople in 554, during the Second Council of Dvin where the Chalcedonian dyophysite christological formula was rejected.

      However, again like other Oriental Orthodox Churches,[17] the Armenian Orthodox Church argues that the identification as “monophysitism” is an incorrect description of its position.[18] It considers Monophysitism, as taught by Eutyches and condemned at Chalcedon, a heresy and only disagrees with the formula defined by the Council of Chalcedon.[18] The Armenian Church instead adheres to the doctrine defined by Cyril of Alexandria, considered as a saint by the Chalcedonian Churches as well, who described Christ as being of one incarnate nature, where both divine and human nature are united (miaphysis). To distinguish this from Eutychian and other versions of Monophysitism this position is called miaphysitism. Whereas the prefix “mono” means “only”, thus emphasising the singular nature of Christ, “mia”, simply means “one” unemphatically, and allows for a compound nature.

      «Μιαφυτισμός», με άλλα λόγια, είναι η μονοφυσιτική εκδοχή του Κυρίλλου της Αλεξανδρείας.

Leave a comment

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.