Γλωσσολογικό Quiz στο Κατά Ματθαίον

Για να σπάσω τη σιγή του ιστολογίου κατά το Μάρτιο, κάνω τη σημερινή ανάρτηση με θέμα ένα γλωσσολογικό Quiz σε ορισμένα χωρία από το Κατά Ματθαίον ευαγγέλιο.

Το πρωτότυπο ελληνικό κείμενο είναι το εξής:

[Κατά Ματθαίον, 8.18-34]

18 Ἰδὼν δὲ ὁ Ἰησοῦς πολλοὺς ὄχλους περὶ αὐτόν, ἐκέλευσεν ἀπελθεῖν εἰς τὸ πέραν. 19 καὶ προσελθὼν εἷς γραμματεὺς εἶπεν αὐτῷ, Διδάσκαλε, ἀκολουθήσω σοι ὅπου ἐὰν ἀπέρχῃ. 20 καὶ λέγει αὐτῷ ὁ Ἰησοῦς, Αἱ ἀλώπεκες φωλεοὺς ἔχουσι, καὶ τὰ πετεινὰ τοῦ οὐρανοῦ κατασκηνώσεις· ὁ δὲ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου οὐκ ἔχει ποῦ τὴν κεφαλὴν κλίνῃ. 21 ἕτερος δὲ τῶν μαθητῶν αὐτοῦ εἶπεν αὐτῷ, Κύριε, ἐπίτρεψόν μοι πρῶτον ἀπελθεῖν καὶ θάψαι τὸν πατέρα μου. 22 ὁ δὲ Ἰησοῦς εἶπεν αὐτῷ, Ἀκολούθει μοι, καὶ ἄφες τοὺς νεκροὺς θάψαι τοὺς ἑαυτῶν νεκρούς.

23 Καὶ ἐμβάντι αὐτῷ εἰς τὸ πλοῖον, ἠκολούθησαν αὐτῷ οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ. 24 καὶ ἰδού, σεισμὸς μέγας ἐγένετο ἐν τῇ θαλάσσῃ, ὥστε τὸ πλοῖον καλύπτεσθαι ὑπὸ τῶν κυμάτων· αὐτὸς δὲ ἐκάθευδε. 25 καὶ προσελθόντες οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ ἤγειραν αὐτόν, λέγοντες, Κύριε, σῶσον ἡμᾶς, ἀπολλύμεθα. 26 καὶ λέγει αὐτοῖς, Τί δειλοί ἐστε, ὀλιγόπιστοι; τότε ἐγερθεὶς ἐπετίμησε τοῖς ἀνέμοις καὶ τῇ θαλάσσῃ, καὶ ἐγένετο γαλήνη μεγάλη. 27 οἱ δὲ ἄνθρωποι ἐθαύμασαν, λέγοντες, Ποταπός ἐστιν οὗτος, ὅτι καὶ οἱ ἄνεμοι καὶ ἡ θάλασσα ὑπακούουσιν αὐτῷ;

28 Καὶ ἐλθόντι αὐτῷ εἰς τὸ πέραν εἰς τὴν χώραν τῶν Γεργεσηνῶν, ὑπήντησαν αὐτῷ δύο δαιμονιζόμενοι ἐκ τῶν μνημείων ἐξερχόμενοι, χαλεποὶ λίαν, ὥστε μὴ ἰσχύειν τινὰ παρελθεῖν διὰ τῆς ὁδοῦ ἐκείνης· 29 καὶ ἰδού, ἔκραξαν λέγοντες, Τί ἡμῖν καὶ σοί, Ἰησοῦ, υἱὲ τοῦ Θεοῦ; ἦλθες ὧδε πρὸ καιροῦ βασανίσαι ἡμᾶς; 30 ἦν δὲ μακρὰν ἀπ’ αὐτῶν ἀγέλη χοίρων πολλῶν βοσκομένη. 31 οἱ δὲ δαίμονες παρεκάλουν αὐτόν, λέγοντες, Εἰ ἐκβάλλεις ἡμᾶς, ἐπίτρεψον ἡμῖν ἀπελθεῖν εἰς τὴν ἀγέλην τῶν χοίρων32 καὶ εἶπεν αὐτοῖς, Ὑπάγετε. οἱ δὲ ἐξελθόντες ἀπῆλθον εἰς τὴν ἀγέλην τῶν χοίρων· καὶ ἰδού, ὥρμησε πᾶσα ἡ ἀγέλη τῶν χοίρων κατὰ τοῦ κρημνοῦ εἰς τὴν θάλασσαν, καὶ ἀπέθανον ἐν τοῖς ὕδασιν. 33 οἱ δὲ βόσκοντες ἔφυγον, καὶ ἀπελθόντες εἰς τὴν πόλιν ἀπήγγειλαν πάντα, καὶ τὰ τῶν δαιμονιζομένων. 34 καὶ ἰδού, πᾶσα ἡ πόλις ἐξῆλθεν εἰς συνάντησιν τῷ Ἰησοῦ· καὶ ἰδόντες αὐτόν, παρεκάλεσαν ὅπως μεταβῇ ἀπὸ τῶν ὁρίων αὐτῶν.

Η λατινική μετάφραση (Vulgata) του Αγίου Ιερωνύμου των επιλεγμένων χωρίων είναι η παρακάτω:

[Ιερ. 8.20] Αἱ ἀλώπεκες φωλεοὺς ἔχουσι = vulpes foveas habent

[Ιερ. 8.24] καὶ ἰδού, σεισμὸς μέγας ἐγένετο ἐν τῇ θαλάσσῃ, ὥστε τὸ πλοῖον = et ecce motus magnus factus est in mari ita ut navicula

[Ιερ. 8.31] οἱ δὲ δαίμονες παρεκάλουν αὐτόν, λέγοντες, Εἰ ἐκβάλλεις ἡμᾶς, ἐπίτρεψον ἡμῖν ἀπελθεῖν εἰς τὴν ἀγέλην τῶν χοίρων. = daemones autem rogabant eum dicentes si eicis nos mitte nos in gregem porcorum

Η παλαιά ρουμανική μετάφραση (1574) του Κατα Ματθαίον που περιέγραψα σε παλαιότερη μετάφραση αποδίδει τα παραπάνω χωρία ως εξής:

[8.20] Αἱ ἀλώπεκες φωλεοὺς ἔχουσι = și vulpile viezuini au

[8.24] σεισμὸς μέγας ἐγένετο ἐν τῇ θαλάσσῃ, ὥστε τὸ πλοῖον = cutremur mare fu în mare. căt corabiea

[8.31] οἱ δὲ δαίμονες παρεκάλουν αὐτόν, λέγοντες, Εἰ ἐκβάλλεις ἡμᾶς, ἐπίτρεψον ἡμῖν ἀπελθεῖν εἰς τὴν ἀγέλην τῶν χοίρων. = e dracii se ruga lui grăiea. să ne gonești, zi noao să mergem în ce turmă de porci

Ερωτήματα

Α. Αἱ ἀλώπεκες φωλεοὺς ἔχουσι = λατ. vulpes foveas habent = ORo și vulpile viezuini au

1. Ποια η σχέση των όρων ἀλώπηξ ~ λατ. vulpēs ~ ORo vulpe και τι είναι το «παραπανίσιο» -le στον ρουμανικό όρο vulpile;

2. Ο όρος φωλεός ~ φωλεά (> φωλιά) στην παλαιά ρουμανική αποδόθηκε με τον όρο viezurină ~ vizuină που κυριολεκτικά σημαίνει «ασβοφωλιά, ασβινή [φωλιά]». Τίνος πρωτοαλβανικού δανείου στην ρουμανική παράγωγο είναι αυτός ο ρουμανικός όρος και σε ποιο αλβανικό ρήμα ανάγεται ετυμολογικά;

Β. σεισμός μέγας = λατ. mōtus magnus = ORo cutremură mare

1. Ποια σχέση συνδέει το ελληνικό επίθετο μέγας και το λατινικό επίθετο magnus;

2. Σε ποια ΠΙΕ ρηματική ρίζα ανάγονται ετυμολογικά οι ελληνικοί όροι σείω/σεισμός; Γνωρίζετε άλλους ΙΕ συγγενείς των ελληνικών αυτών όρων;

3. Ο όρος mōtus «κίνηση» με τον οποίο ο Ιερώνυμος απέδωσε στα λατινικά τον ελληνικό όρο «σεισμός» συνήθως φέρει τη σημασία «σεισμός» στο φράσημα terrae mōtus «γης κίνηση» (πρβ. ιταλ. terremoto), που εισήλθε ως λατινικό δάνειο στην αλβανική, όπου πήρε τη μορφή tërmet. Σε ποιο χρονολογικό στρώμα λατινικών δανείων της αλβανικής πρέπει να ενταχθεί ο αλβανικός όρος tërmet και γιατί;

4. Ετυμολογήστε τον ρουμανικό όρο cutremur που αποδίδει τον ελληνικό όρο «σεισμός». Ποιος είναι ο συγγενικός βλαχικός όρος και ποια η σχέση αυτών των ΑΒΡ όρων με τον νεοελληνικό όρο τρέμουλο;

Γ. οἱ δὲ δαίμονες παρεκάλουν αὐτόν = λατ. daemones autem rogabant eum = ORo e dracii se ruga lui

1. Γιατί ο ρουμανικός όρος dracii έχει διπλό «ii» και γνωρίζετε κάποια άλλη γλώσσα που αποκαλεί «δράκο» τον διάβολο και το δαιμόνιο;

2. Στα παρεκάλουν/rogābant αντιστοιχεί ο ρουμανικός όρος (se) ruga. Τι σχέση έχει αυτός ο όρος με το νεοελληνικό όρο ρόγα  «μισθός» και τον ρουμανικό όρο rugăciune «προσευχή»;

Δ. εἰς τὴν ἀγέλην τῶν χοίρων = λατ. in gregem porcorum = ORo în ce turmă de porci

1. Αναφέρετε ένα τουλάχιστον ΙΕ συγγενή του ελληνικού όρου χοῖρος και του λατινικού όρου porcus.

2. Με ποια λέξη αποδίδεται στην παλαιά ρουμανική μετάφραση ο ελληνικός όρος «ἀγέλη» και τι σχέση έχει αυτός ο ρουμανικός όρος με τον βυζαντινό όρο «τουρμάρχης»;

3. Ο λατινικός όρος grex/gregem «αγέλη, κοπάδι, ποίμνιο» εισήλθε ως δάνειο στην αλβανική όπου πήρε τη μορφή grigjë. Πως εξηγείται η τροπή e>i στον αλβανικό όρο;

Ως συνήθως, θα παραθέσω τις απαντήσεις αύριο στο πρώτο σχόλιο της ανάρτησης.

23 Comments

Filed under ρωμανικές γλώσσες, Βαλκανικές γλώσσες, Γλωσσολογία, Ελληνική γλώσσα, Ινδοευρωπαϊκά θέματα

23 responses to “Γλωσσολογικό Quiz στο Κατά Ματθαίον

  1. Οι απαντήσεις του Quiz:

    A1. Ο ρουμανικός όρος vulpe «αλεπού» είναι ρωμανικός απόγονος του λατινικού όρου vulpēs που, με τη σειρά του, φαίνεται να είναι συγγενής του αρχαίου ελληνικού όρου ἀλώπ-ηξ, έχοντας ως κοινό πρόγονο κάποια wanderwort λέξη της οποίας το θέμα αναδομείται δοκιμαστικά ως *h2ulop-.

    Για να καταλάβετε το «παραπανίσιο» -le του ρουμανικού όρου vulpi-le «αἱ ἀλώπεκες», παραθέτω την ιταλική μετάφραση του Κατά Ματθαίον 8.20:

    8.20: καὶ λέγει αὐτῷ ὁ Ἰησοῦς, Αἱ ἀλώπεκες φωλεοὺς ἔχουσι, καὶ τὰ πετεινὰ τοῦ οὐρανοῦ κατασκηνώσεις·

    8.20 (ιταλικά): Gli rispose Gesù: «Le volpi hanno le loro tane e gli uccelli del cielo i loro nidi …»

    Ο ιταλικός όρος le volpi = αἱ ἀλώπεκες («οι αλεπούδες») περιέχει το οριστικό ρωμανικό άρθρο λατ. illae > ρωμ. le = «αἱ». Ο ρουμανικός τύπος volpi-le περιέχει το ίδιο ρωμανικό άρθρο le, με την διαφορά ότι στην ΑΒΡ (ρουμανική ,βλαχική κλπ.) το οριστικό άρθρο είναι επιτασσόμενο (μπαίνει στο τέλος της λέξης), όπως συμβαίνει και στην αλβανική, την βουλγαρική και την (σλαβο)μακεδονική.

    Όπως εξηγεί ο Michiel de Vaan εδώ (12:15-13:15) αυτό το επιτασσόμενο οριστικό άρθρο φαίνεται πως «μεταπήδησε» ως υποστρωματική επίδραση από την πρωτοαλβανική στην ΚΑΒΡ (Κοινή Ανατολική Βαλκανική Ρωμανική) και από την ΚΑΒΡ στη μεσαιωνική βουλγαρική (στη σύγχρονη ορολογία: σλαβικές ποικιλίες της βουλγαρικής και μακεδονικής γλώσσας), καθώς οι παλαιοβαλκανικοί πληθυσμοί της βαλκανικής ενδοχώρας σε πρώτη φάση λατινοφώνησαν και κατόπιν σλαβοφώνησαν.

    Α2. Ο ρουμανικός όρος viezurină «φωλιά (σε τρύπα)» κυριολεκτικά σημαίνει «ασβινή [φωλιά], ασβοφωλιά» όντας παράγωγο του ρουμανικού όρου viezure «ασβός» που, με τη σειρά του, είναι πρωτοαλβανικό δάνειο στην ΚΑΒΡ:

    IE *weg’h- «μεταφέρω» > PAlb *wedz-ō > αλβ. vjedh «κλέβω», με μεταρηματικό υποκοριστικό παράγωγο:

    PAlb *wedz-ula «κλεφτ-ούλης, μικρός κλέφτης» > «ασβός» > αλβ. vjed(h)ull ~ ρουμ. viezure

    Ο Michiel de Vaan εξηγεί το ζεύγος vjed(h)ull ~ viezure εδώ στο 13:59.

    Β1. Οι όροι μέγας και magnus είναι ΙΕ συγγενείς που ανάγονται στο ΠΙΕ επίθετο *meg’h2s «μέγας, μεγάλος».

    B2. Το ελληνικό ρήμα σείω ανάγεται ετυμολογικά στην ΠΙΕ ρηματική ρίζα *tweys-, στην οποία ανάγεται και το βεδικό (αρχαίο ινδικό) ρήμα tvéṣati «ταρακουνιέμαι, συγχύζομαι» και το αβεστικό σιγμόληκτο ουδέτερο *tweys-os > αβ. θvayah «τρόμος» (< «τρέμω»).

    Β3. Όπως εξηγεί και ο Michiel de Vaan εδώ (09:37), τα λατινικά δάνεια της αλβανικής που περιέχουν λατ. μακρό /ō/ χωρίζονται σε δύο χρονολογικά στρώματα. Το αρχαιότερο στρώμα δείχνει την πρωτοαλβανική τροπή */ō/>/oj/>/oe/>/e/ (δάνεια που είχαν ήδη εισέλθει στην πρωτοαλβανική πριν το ~350 μ.Χ.), ενώ το μεταγενέστερο (μετά το ~350 μ.Χ.) στρώμα δείχνει την απόδοση /ō/> αλβ. /o/~/u/.

    Τα δάνεια tërmet και (πληθ. ουδ. pōma >) θηλ. pe ανήκουν στο αρχαιότερο στρώμα, ενώ τα δάνεια ōrdinem > urdhër και (*sānitōsus >) shëndoshë ανήκουν στο μεταγενέστερο.

    B4. Για να απαντήσουμε σ’αυτό το ερώτημα πρέπει να ξεκινήσουμε από τον λατινικό όρο tremulus «τρέμουλο». Όπως η ιταλική διέσωσε το λατινικό ρήμα tremul-āre > ιταλ. tremolare «τρεμουλιάζω», η ΚΑΒΡ έπλασε το σύνθετο ρήμα *con-tremul-āre «συν-τρεμουλιάζω», που εξελίχθηκε στο ρουμανικό ρήμα a cutremura και στο βλαχικό αντίστοιχο cutremuru ~ cutream(b)ur.

    Το ρουμανικό ουσιαστικό cutremur με το οποίο αποδίδεται στην παλαιά ρουμανική ο όρος «σεισμός», κυριολεκτικά σημαίνει «συν-τρέμουλο» (λατ. co[n]-tremulus > ΚΑΒΡ *cu-tremuru > ρουμ. cutremur).

    Γ1. Ο ρουμανικός όρος dracii είναι ο έναρθρος οριστικός τύπος «οι δράκοι» (δημ. λατ. draci illi) με το επιτασσόμενο οριστικό άρθρο που εξήγησα παραπάνω στο vulpi-le. Απλά η ρουμανική απώλεσε το μεσοφωνηεντικό -ʎ- (= ):

    λατ. gallīna> ΚΑΒΡ *găʎină > βλαχ. ljină ~ ρουμ. găină «κότα»

    δημ. λατ. draci illi > ΚΑΒΡ *draciʎi > ρουμ. dracii «οι «δράκοι»/δαίμονες»

    Η άλλη γλώσσα (πέρα από την ΑΒΡ) που αποκαλεί «δράκο» τον «διάβολο/δαίμονα» είναι η αλβανική (dreq «διάβολος»).

    Γ2. Το ρουμανικό ρήμα a ruga είναι ο απόγονος του λατινικού ρήματος rogāre που έδωσε ως μεταρηματικό παράγωγο το ρωμαίικο όρο ρόγα «μισθός». Ο ρουμανικός όρος rugăciune «προσευχή» είχε την αρχική σημασία «παράκληση» (παρεκάλουν ~ rogabant).

    Δ1. Ο ελληνικός όρος χοῖρος ανάγεται στον ΙΕ σχηματισμό *g’hor-yos και ο ακριβής ΙΕ συγγενής του είναι ο αλβανικός όρος *dzarja > derr. Ο λατινικός όρος porcus ανάγεται στον ΠΙΕ όρο *pork’-os και συγγενείς του είναι ο πρωτοσλαβικός όρος IE *pork’-ent > PSlav *pors-ę (πρβ. OCS pras-ę) «γουρουνάκι», ο πρωτοκελτικός όρος *φorkos (> OIr orc γουρουνάκι» και τα νησιά Ὀρκάδες/Orkney «Φώκιες» (i.e., *Ork- «γουρουνάκια της θάλασσας» για τους κελτόφωνους Πικτούς), ο πρωτογερμανικός όρος *farhaz (> αγγλ. farrow) κλπ.

    Δ2. Ο λατινικός όρος turma «στρατιωτικό σώμα» επιβίωσε με την στρατιωτική του σημασία στον βυζαντινό όρο τοῦρμα, ενώ στην αλβανική (turmë) απέκτησε τη σημασία «πλήθος, όχλος» και στην ΑΒΡ (ρουμ. και βλαχ. turmă) απέκτησε τη σημασία «κοπάδι».

    Δ3. Η τροπή e>i στο δάνειο λατ. gregem > αλβ. grigjë oφείλεται στη συνήθη i-μετάλλαξη/ετεροίωση (i-mutation) της αλβανικής (πρβ. canem > αλβ. qen).

    Γενικά, όπως ανέφερα και παραπάνω στις επιμέρους απαντήσεις, αρκετές από τις απαντήσεις του Quiz θα τις βρείτε στην παρακάτω σύντομη διάλεξη του IEστή γλωσσολόγου Michiel de Vaan για το λεξιλόγιο της Παλαιάς Αλβανικής:

    • Μόλις παρέθεσα τις απαντήσεις του Quiz για όποιον ενδιαφέρεται.

      • Ιήτης

        το βλακανικής διόρθωσε

      • Ετέθη, μυριωπέ πανόπτα!

      • Jaçe

        Η μορφή cutream(b)ur της ρουμάνικης μου θυμίζει το αλβανικό ρήμα tremb (τρομάζω) με επένθεση ενός b. Η αρχική έννοια του ρήματος πρέπει να ήταν το ταρακούνημα. Στην αλβανική ο ακριβής όρος που περιγράφει κάτι που σείεται είναι lëkundje από το ρήμα lëkund με τη πρόθεση lë και το θέμα kund (βλέπε επίσης përkund, shkund).

      • Στην αλβανική η εξέλιξη *trem- > tremb– φαίνεται να είναι σαν το *iš-kruma «αποτέφρωμα» > <em>shkrumb (και ρουμ. scrum) και το scamnus > *shkëm > shkemb.

        Στο βλαχικό cu-tremuru > cutreambur μάλλον συνέβη ομοργανική επένθεση m[u]r>mb[u]r όπως στο γαλλικό tremulare > *tremlare > *tremblare > trembler

      • Η αρχική έννοια του ρήματος πρέπει να ήταν το ταρακούνημα. Στην αλβανική ο ακριβής όρος που περιγράφει κάτι που σείεται είναι lëkundje από το ρήμα lëkund με τη πρόθεση lë και το θέμα kund (βλέπε επίσης përkund, shkund).

        Jaçe, τώρα που ξαναδιάβασα το σχόλιό σου σκέφτηκα ότι το αλβανικό ρήμα shkund ενδεχομένως να είναι η πηγή του νεοελληνικού ρήματος σκουντάω/σκουντώ (σκουντιά/σκούντημα «σμπρώξιμο/ώθηση που προκαλεί ταρακούνημα»).

      • Jaçe

        Πλησιάζει στο νόημα το shkund με το σκουντάω, αλλά πως και δεν το είχε προσέξει πριν κάποιος ετυμολογός; Δεν το έχω δει σε λίστα με αλβανικές λέξεις που μπήκαν στην δημώδη ελληνική λόγω αρβανιτών. Το shkund χρησιμοποιείται με την έννοια τινάζω τα κλαδιά των δέντρων για να πέσουν οι καρποί, για τα ρούχα και για τη σκόνη. Παράγει και το όρο shkundullimë (σεισμός) καθώς και τον παράξενο όρο shkundadimën (οι τρεις τελευταίες κρύες ημέρες του Μαρτίου) γνωστές και ως plakat (γριές) σύμφωνα με τις λαϊκές πεποιθήσεις.

      • αλλά πως και δεν το είχε προσέξει πριν κάποιος ετυμολογός;

        Καλά τα ετυμολογικά λεξικά θεωρούν την κάππα ιταλικό δάνειο, ενώ η λέξη απαντά ήδη στο Στρατηγικό του Μαυρίκιου (~600 μ.Χ.). 🙂

      • Μια ακόμα ένδειξη ότι το σκουντώ μπορεί να προέρχεται από το shkund είναι η παραλλαγή σκουντουλάω ~ shkundulloj.

      • Jaçe

        Πάντως το n στο shkund πρέπει να είναι επένθεση από κάποια ρίζα *(s)kewt που έδωσε το OHG scutten (to shake) ~ schütten και το λιθουανικό kutĕti (σκουντάω κάποιον για να ξυπνήσει).

        Ανάλογη επένθεση βλέπω και σε άλλα ρήματα όπως bind < *bheid- (πείθω) και lind < *lewdh- (γενώ)

      • Έτσι. Σίγουρα είναι έρρινη ένθεση (nasal infix): (s)kewt- > *(s)ku-n-t- > shkund

  2. Η ρουμανική ασβινή (φωλιά) μου θύμισε το σλαβικό jasva, εξού και ο ασβός (στα αρχαία μάλλον ήταν πυκτίς)

  3. Jaçe

    Το le στον ρουμάνικο όρο vulpile πρέπει να είναι επιτασσόμενο οριστικό άρθρο, κοινό στην αλβανική και την βουλγαρική, πιθανόν κατάλοιπο της προγόνου της αλβανικής. 

    Ο ρουμάνικος όρος για την ασβοφωλιά είναι από το αλβανικό vjed(h)ull (ασβός) εκ του ρήματος vjedh (κλέβω), αλλά αρχικά πρέπει να είχε την έννοια φεύγω όπως μαρτυρά το σύνθετο ρήμα përvjedh, παθητική përvidhem (ξεφεύγω από κάτι). ΙΕ ρίζα *weģh.

    Το αλβανικό tërmet ανήκει στο παλαιό στρώμα των λατινικών δανείων λόγω της τροπής õ σε e λ.χ põmum > pemë.

    Το ελληνικό χοίρος είναι συγγενής του αλβανικού derr (γουρούνι) από κάποια ρίζα *ģhoir. Η γκέγκικη αλβανική έχει και thi από τη ρίζα *sūs που έδωσε και το ελληνικό υς. Το θ στο αλβανικό thi εξηγείται με disimilation ενός s.

    Το grigjë εξηγείται με την μεταφωνία του πληθυντικού/ i-μετάλλαξη.

  4. Jaçe

    Καλημέρα! Στην αλβανική ο διάβολος είναι dreq που χρησιμοποιείται συχνότερα στη γκέκικη από το πρωτοαλβανικό πληθυντικό *draki κατά το plak – pleq (γέρος – γέροι) από το λατινικό draco. Yπάρχουν επίσης οι όροι djall από το λατινικό diabolus με πτώση της άτονης συλλαβής κατά το mjek < λατ. medicus και το djemën από το λατινικό daemon. Οι όροι αυτοί ανήκουν στην εκκλησιαστική ορολογία της αλβανικής που είναι κατεξοχήν λατινικής προέλευσης με λίγες εξαιρέσεις όπως ο παλιός όρος korë από την ελληνική εικόνα με τόσκικο ρωτακισμό και πιθανόν το αλβ. hir (grace) από το ελληνικό ιερός ή από το χάρις, διαφορετικά μπορεί να συνδέεται με γοτθικό skeirs (clear).

    • Καλημέρα, Jaçe. Μόλις ξεφούρνισα και εγώ τις απαντήσεις στο Quiz. Διάβασέ τες και δες αν υπάρχει κάτι που μπορεί να προστεθεί.

  5. Simplizissmus

    Δεν πρόλαβα να απαντήσω σε ένα δυο από τα πολλά ερωτήματα που έβαλες. Ας προσθέσω τουλάχιστον μερικά (εγκυκλοπαιδικά):

    Από το rogare, “ζητώ”, και τη ρόγα, το μισθό, το χρηματικό ποσό, πρέπει να βγαίνουν τα Ρογκατσάρια, οι όμιλοι που συμμετέχουν στα λαογραφικά δρώμενα της Καστοριάς (και όχι από κάποιο σλάβικο, πιστεύω , όπως ισχυρίζεται το Βικιλεξικό).

    Από την τούρμα πρέπει να βγαίνει και το τσούρμο.

    Τέλος από το λατινικό grex και το αλβανικό grigjë πρέπει να βγαίνει το γκρέκι (παρότι βλέπω να το συσχετίζουν με λέξη τουρκική).

    • Καλημέρα, Simplizissime!

      1) Στα Ρογκατσάρια/Ρουγκάτσια της Μακεδονίας (και οι συμμετέχοντες ρουγκατσιαραίοι) νομίζω πως από διαβολική σύμπτωση συναντήθηκαν και μπολιάστηκαν δύο διαφορετικοί ομόηχα έθιμα: ο βυζαντινός όρος ρόγα (και ο λατινικός πρόδρομός του rogatio/rogationem > βλαχ. rugătsiune) και ο σλαβικός όρος *rogačь «κερασφόρος» που δηλώνει καρναβάλια ντυμένα με προβιά που έχει κέρατα.

      Οι ένοπλοι ρογκατσιαραίοι κατά την τελετή συλλέγουν «ρόγα» (καρύδια κλπ.) από αυτούς που επισκέπτονται, κάτι που θυμίζει την παρατήρηση του John Haldon για την coemptio > συνωνή, ότι η συνήθης ανταμοιβή των προθεματικών/πρωτοθεματικών στρατευμάτων (ο όρος «στρατηγίδες» ήταν σε χρήση πριν την καθιέρωση του όρου «θέματα» λίγο μετά το 800) ήταν «σε είδος» (in kind), δηλαδή τρόφιμα και εφόδια από τον αγροτικό πληθυσμό που προστάτευαν και μόνο αραιά και που ρευστό (νομίσματα) σε κάποιο αδνούμι[ον].

      Αρχικά ο λατινικός όρος coemptio δήλωνε την επίταξη, δηλαδή το δικαίωμα του ρωμαϊκού στρατού να επιτάσσει την περιουσία των υπηκόων. Κατά την ύστερη αρχαιότητα ένας αυτοκρατορικός νόμος κήρυξε παράνομη την coemptio αλλά, όταν καταλάγιασε η σκόνη του πρώιμου μεσαίωνα και μετά το 850 άρχισαν να εμφανίζονται γραπτά για την στρατιωτική και πολιτική οργάνωση της Ρωμανίας, η ελληνική μετάφραση coemptio > συνωνή πλέον δηλώνει τον συνήθη φόρο, κάτι που δείχνει ότι, κάποια στιγμή κατά την «σκοτεινή περίοδο», η Κων/πολη πρέπει να επανανομιμοποίησε την αρχαία coemptio (επίταξη) σε μια φάση κρίσης (όπως ήταν σχεδόν όλη η περίοδος από τον Ηράκλειο μέχρι τον Λέοντα Γ΄ τον «΄Ισαυρο»).

      2) Το τσούρμο (ιταλ. ciurma) συνήθως ετυμολογείται από το κέλευσμα > λατ. celeusma (cljusma > βορειοϊταλ. ciusma > ciurma).

      3) Και εμένα μου φαίνεται πολύ πιθανό το γ[κ]ρέκι να ανάγεται στα grex/grigjë.

      • Το σλαβικό καρναβαλικό έθιμο που συνδέεται με τον σλαβικό όρο *rogačь «κερασφόρος», το περιγράφει ο Vladimir Orel στον αλβανικό όρο rogeçë ‘masked participants of a carnival’ (μασκαρεμένοι που συμμετέχουν σε τελετή καρναβαλιού).

        https://imgur.com/n3ITrvy

        Υποψιάζομαι ότι λόγω της ομοηχίας, το σλαβικό αυτό έθιμο μπολιάστηκε με την προσλαβική έννοια της ρόγας/rogationem.

  6. Δεν χρειάζεται να δημοσιεύσεις το σχόλιο… προς δική σου ενημέρωση πρόκειται… https://teteleste.wordpress.com/2024/04/10/ο-πεντάλογος-των-εθνών/
    Αλλά αν θέλεις, ας το λάβουν υπόψιν κι άλλοι. Χαίρε!

Leave a comment

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.