Η σημερινή ανάρτηση είναι η πρώτη της σειράς (1204-1261, 1261-1282) όπου θα περιγράψω συνοπτικά την πολιτική ιστορία της περιόδου 1204-1282, δηλαδή της περιόδου από την άλωση της Κωνσταντινούπολης από τους Σταυροφόρους το 1204 μέχρι τον θάνατο του Μιχαήλ Η΄ Παλαιολόγου το 1282. Τα κύρια πολιτικά γεγονότα αυτής της περιόδου είναι ο σχηματισμός των τριών Διαδόχων Ρωμαϊκών κρατών (η Αυτοκρατορία της Νίκαιας, το Δεσποτάτο της Ηπείρου και η Αυτοκρατορία της Τραπεζούντας) και των Φραγκικών κρατών (η Λατινική Αυτοκρατορία, το Βασίλειο της Θεσσαλονίκης, το Πριγκηπάτο της Αχαΐας, το Δουκάτο των Αθηνών, το Δουκάτο του Αρχιπελάγους και οι (Β)Ενετικές κτήσεις του Αιγαίου), ο ανταγωνισμός Νίκαιας και Ηπείρου για την ανάκτηση της Κωνσταντινούπολης, η ανάκτηση της Κωνσταντινούπολης το 1261 από τον Αλέξιο Στρατηγόπουλο για λογαριασμό του αυτοκράτορα της Νίκαιας Μιχαήλ Η΄ Παλαιολόγου, ο σχηματισμός της Παλαιολόγειας Υστεροβυζαντινής Αυτοκρατορίας και οι ευέλικτοι διπλωματικοί χειρισμοί με τους οποίους ο Μιχαήλ Παλαιολόγος κατάφερε να εξουδετερώσει την απειλή του Καρόλου Α΄ του Ανδεγαυού.
Το βιβλίο που θα χρησιμοποιήσω ως βασική πηγή είναι το “The Last Centuries of Byzantium: 1261-1453“ (2η έκδοση CUP, 1993) του Donald M. Nicol.
Αυτό είναι ένα από τα πολλά βιβλία που έχει γράψει ο Nicol για την Υστεροβυζαντινή Περίοδο, την οποία γνώριζε πολύ καλά. Άλλα βιβλία του είναι “The Despotate of Epirus: 1267-1479“, “The Reluctant Emperor: A Biography of John Cantacuzene, Byzantine Emperor and Monk, c.1295-1383“, “Byzantium and Venice: A Study in Diplomatic and Cultural Relations“, “Church and Society in Byzantium” (περιγράφει τα ιδεολογικά ρεύματα της Υστεροβυζαντινής Περιόδου), “The Immortal Emperor: The Life and Legend of Constantine Palaiologos, Last Emperor of the Romans” κλπ.
Από τους «Τελευταίους Αιώνες του Βυζαντίου» (από εδώ και πέρα [Nicol, Last, σλδ]) θα χρησιμοποιήσω τα δύο πρώτα εισαγωγικά κεφάλαια και το ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ που έπεται μετά από αυτά:
- The Byzantine Empire after the Fourth Crusade (σλδ 1-18)
- The Empire in exile and its restoration (σλδ 19-37)
- PART I, The problems of the restored Empire: the reign of Michael VIII Palaiologos, 1261-82 (σλδ 41-89)
Το άλλο βιβλίο του Nicol από το οποίο θα παραθέσω μερικά χωρία είναι το «Δεσποτάτο της Ηπείρου» του (από εδώ και πέρα [Nicol, Despotate, σλδ]).
Αμέσως μετά την Άλωση του 1204 οι Δυτικοί μοιράζουν τα εδάφη της πεπτωκυίας Ρωμανίας με το έγγραφο που είναι γνωστό ως Partitio Romaniae (Μερισμός της Ρωμανίας). Οι τρεις σημαντικές προσωπικότητες των Σταυροφόρων είναι ο αρχηγός της Σταυροφορίας Βονιφάτιος ο Μονφερρατικός, ο ενετός Δόγης Ενρίκος Δάνδολος και ο Κόμης της Φλάνδρας Βαλδουίνος.
Αν και όλοι θα περίμεναν να δουν τον Βονιφάτιο Αυτοκράτορα στην Κωνσταντινούπολη, οι Ενετοί φρόντισαν να υποστηρίξουν του Βαλδουίνο της Φλάνδρας επειδή ήταν πιο εύκολα ελεγχόμενος. Έτσι ο Βαλδουίνος στέφθηκε πρώτος αυτοκράτορας της Λατινικής Αυτοκρατορίας της Κωνσταντινουπόλεως, ενώ ο Βονιφάτιος έλαβε την δεύτερη μεγαλύτερη πόλη ης Ρωμανίας, ιδρύοντας το Λατινικό Βασίλειο της Θεσσαλονίκης.
Οι Ενετοί έλαβαν την τιμή να στείλουν τον Πρώτο Λατίνο/Καθολικό Πατριάρχη της Κωνσταντινουπόλεως (Θωμάς Μοροζίνι) και, φυσικά, εξασφάλισαν εκείνα τα εδάφη που τους ενδιέφεραν για τα ναυτεμπορικά τους συμφέροντα (Κρήτη, Εύβοια, κλπ). Ο Ενετός Μάρκος Σανούδος ίδρυσε το ημιαυτόνομο Δουκάτο Νάξου/Αρχιπελάγους (θεωρητικά αυτόνομο, αλλά στην πραγματικότητα υπό έμμεσο ενετικό έλεγχο).
Τέλος, οι Γάλλοι (Φράγκοι) Γουλιέλμος Σαμπλίτης (ή Καμπανέζης) και ο Γοδεφρείδος Α΄ Βιλλεαρδουίνος, κατέβηκαν με τα στρατεύματα τους στον νότιο ελλαδικό χώρο και ξεκίνησαν την κατάκτηση των εδαφών του αυτόνομου ηγεμόνα Λέοντα Σγουρού (Πελοπόννησος και Αττικο-Βοιωτία). Ο Σγουρός προσπάθησε να οχυρώσει το πέρασμα των Θερμοπυλών, αλλά τον εγκατέλειψαν οι στρατιώτες του (ήταν αντιπαθής λόγω της δεσποτικής του διακυβέρνησης) και αναγκάστηκε να ταμπουρωθεί στον Ακροκόρινθο. Οι Φράγκοι κατέκτησαν την Αττικο-Βοιωτία και εισήλθαν στην Πελοπόννησο. Μετά την νίκη τους στην Μάχη του Ελαιώνα του Κούντουρα (1205) έγιναν οι de facto άρχοντες της Πελοποννήσου. Ο Σγουρός κατάφερε να αντέξει ταμπουρωμένος στον Ακροκόρινθο μέχρι το 1208. Στην αρχή οι Φράγκοι της Πελοποννήσου ήταν υποτελείς του Βονιφάτιου στην Θεσσαλονίκη. Όταν το Δεσποτάτο της Ηπείρου κατέκτησε την Θεσσαλονίκη το 1224, οι Φράγκοι του Μοριά ανακήρυξαν την περιοχή τους ως αυτόνομο Πριγκηπάτο της Αχαΐας. Με το πέρασμα του χρόνου προέκυψε και το ολοένα και πιο αυτόνομο Δουκάτο της Αθήνας (με πρώτο δούκα τον Όθωνα Ντε Λα Ρος).
Στην Νίκαια της ΒΑ Μικράς Ασίας, ο Θεόδωρος Α΄ Λάσκαρις ίδρυσε το ένα μεγάλο διάδοχο ρωμαϊκό κράτος, ενώ στην Άρτα ο Μιχαήλ Α΄ Κομνηνός Δούκας ίδρυσε το άλλο μεγάλο διάδοχο ρωμαϊκό κράτος. Στην μακρινή Τραπεζούντα του Πόντου, οι εγγονοί του Ανδρόνικου Α΄ Κομνηνού Αλέξιος και Δαβίδ ίδρυσαν την επονομαζόμενη Αυτοκρατορία της Τραπεζούντας.
Την ίδια στιγμή, ο Τσάρος Καλογιάννης της Βουλγαρίας έσπευσε να προσαρτήσει πρώην βυζαντινά εδάφη από την σημερινή ευρύτερη Μακεδονία.
Έτσι, γύρω στο 1212, ο πολιτικός χάρτης του περιαιγαιακού χώρου είχε διαμορφωθεί ως εξής (τα εδάφη της Λατινικής Αυτοκρατορίας είναι αχρωμάτιστα):
Στην αρχή η αυτοκρατορία της Νίκαιας, όντας ταυτόχρονα εκτεθειμένη σε Λατίνους και Σελτζούκους σε αμφότερα τα σύνορά της, ήταν σε λίγοτερο ευνοϊκή θέση ως προς το Δεσποτάτο της Ηπείρου που ήταν προστατευμένο δυτικά από το Ιόνιο πέλαγος και ανατολικά από την οροσειρά της Πίνδου. Ωστόσο, όπως γράφει και ο Donald Nicol για τον Θεόδωρο Α΄ Λάσκαρι, «για τους -ικανούς- βυζαντινούς αυτοκράτορες, το να πολεμάνε ταυτοχρόνως σε δύο μέτωπα ήταν η δεύτερη φύση τους». Κάποια στιγμή, όπως ήταν αναμενόμενο, προέκυψε μια Λατινο-Σελτζουκική αντινικαιακή συμμαχία. Αμφότεροι οι εχθροί των Νικαιατών το 1214 είχαν αναγνωρίσει ότι η Αυτοκρατορία της Νίκαιας δημιουργήθηκε για να παραμείνει.
[Nicol, Last, σλδ 19] Once Theodore Laskaris had established himself there as emperor and defeated or assimilated his neighbouring rivals, he was faced with the problem of fighting on two sides at once. But to Byzantine emperors this was almost second nature; and, as events were to prove, Nicaea was if anything better than Constantinople for fighting the Seljuq Turks in Asia Minor. The Latin Emperor Baldwin and his brother Henry of Flanders waged a bitter struggle to stifle the Empire of Nicaea at birth, even calling on the help of the Seljuqs. But by 1214 Henry had been forced to recognize that that empire had come to stay. The Seljuq Sultans too were soon obliged to acknowledge that their Greek neighbours were now more united and better organized than for many generations.
Ένα άλλο γεγονός που είχε ευεργητικές συνέπειες για την επιβίωση των Νικαιατών ήταν το ότι ο Βούλγαρος Τσάρος Καλογιάννης αποφάσισε να κινηθεί κατά των Λατίνων. Ο πρώτος Λατίνος Αυτοκράτορας της Κωνσταντινούπολης, Βαλδουίνος, αιχμαλωτίστηκε το 1205 από τον Βουλγαρικό στρατό του Καλογιάννη (που αποτελούνταν από Βούλγαρους, Βλάχους και χιλιάδες αβάπτιστους Κουμάνους) καθώς πολιορκούσε την Αδριανούπολη και, από εκείνο το σημείο και έπειτα, εξαφανίζεται από τα αρχεία της ιστορίας. Στον θρόνο της Λατινικής Αυτοκρατορίας κάθισε ο αδελφός του Βαλδουίνου Ενρίκος/Ερρίκος που βασίλεψε μέχρι το 1216. Μετά τον θάνατο και του Ερρίκου, ο θρόνος δόθηκε στον γαμπρό του Ερρίκου Πέτρο των Καπέτων του Κουρτεναί. Φεύγοντας από την Γαλλία, ο Πέτρος πέρασε από το Βατικανό όπου στέφθηκε από τον Πάπα, αλλά δεν έφτασε ποτέ του στην Κωνσταντινούπολη, επειδή έκανε το σφάλμα να αποβιβαστεί στο Δυρράχιο, προσπαθώντας να το κατακτήσει για λογαριασμό των Ενετών. Αφού απέτυχε, επιχείρησε να φτάσει χερσαίως στην Κων/πολη. Κάπου στο «Ἄλβανον» (λόγια εκδοχή του Αρβανού ~ τα ορεινά μέρη μεταξύ του Δυρραχίου και της λίμνης Οχρίδος) , ο Πέτρος του Κουρτεναί συνελήφθη σε ενέδρα από άντρες του Δεσπότη της Ηπείρου Θεόδωρου Κομνηνού Δούκα (διάδοχος και ετεροθαλής αδελφός του ιδρυτή του δεσποτάτου Μιχαήλ, που όμως ξεκίνησε την καριέρα του στην Νίκαια) και πέθανε φυλακισμένος στην Άρτα.
Ο Ακροπολίτης περιγράφει την σύλληψη του Πέτρου του Κουρτεναί από τον Δεσπότη Θεόδωρο στο κεφάλαιο 14, όπου περιγράφει και την περίοδο ακμής και επέκτασης του Δεσποτάτου της Ηπείρου που χαρακτηρίζουν τα πρώτα ενεργητικά χρόνια του Θεόδωρου.
[Ακροπολίτης, 14] Ὁ δὲ Μιχαήλ, ὃν ἱστορήσας ὁ λόγος πέφθακε τῆς Ἠπείρου κατάρξαι καί τινος μέρους τῆς χώρας Ῥωμαίων, τρεῖς κασιγνήτους ἐκέκτητο, τὸν Κωνσταντῖνον, τὸν Θεόδωρον καὶ τὸν Μανουήλ. ὧν ὁ μὲν Θεόδωρος τῷ βασιλεῖ Ῥωμαίων συνῆν Θεοδώρῳ τῷ Λάσκαρι, ὑπηρετῶν αὐτῷ ὡς καὶ οἱ λοιποὶ τῶν Ῥωμαίων. διὰ τοῦτο παρακαλεῖ τὸν βασιλέα Θεόδωρον ὁ Μιχαήλ, ἵνα τοῦτον πρὸς αὐτὸν ἐκπέμψῃ διὰ τὸ μὴ ἔχειν ἔτι παῖδα εἰς ἥβην ἐλθόντα, ἀλλ‘ οὐδὲ γνήσιον–ὁ γὰρ αὐτῷ γεννηθεὶς Μιχαὴλ ἐκ παλλακῆς ἐκείνῳ γεγένηται, περὶ οὗ ἐροῦμεν ἐν τοῖς μετέπειτα– καὶ τοῦ θανάτου δὲ δεδιέναι τὸ ἄωρον· τοὺς γὰρ λοιποὺς τῶν ἀδελφῶν ἀφυεῖς ἐγίνωσκεν εἰς ἀρχήν. τοῦτον δὲ τὸν Θεόδωρον ὁ βασιλεὺς ἐκπέμπει τῷ ἀδελφῷ Μιχαήλ, ὅρκοις πρῶτον ἐμπεδωσάμενος πίστιν δουλείας εἰς τοῦτον φυλάττειν καὶ εἰς τοὺς μετ‘ αὐτὸν τῶν Ῥωμαίων κατάρξοντας. ὃς καὶ ἀφικόμενος συνῆν τῷ ἀδελφῷ Μιχαήλ. μετ‘ οὐ πολὺ δὲ φονεύεται παρά του τῶν ὑπηρετῶν ὁ Μιχαὴλ νύκτωρ ἐπὶ τῆς κλίνης συγκαθεύδων τῇ γυναικί· Ῥωμαῖος δὲ ἦν τῷ φονευτῇ τοὔνομα. ἐπιλαμβάνεται γοῦν τῆς ἐξουσίας ἐκείνου ὁ ἀδελφὸς Θεόδωρος, ἔχων καὶ τοὺς ἀδελφοὺς Κωνσταντῖνον καὶ Μανουήλ. ἄρξαι δὲ βουληθεὶς πάνυ γε ἐπηύξησε τὴν αὐτοῦ ἀρχήν· ἔκ τε γὰρ τῶν Ἰταλῶν οὐκ ὀλίγην χώραν ἐκτήσατο κἀκ τῶν Βουλγάρων πολλήν· τήν τε γὰρ Θεσσαλίαν ὑφ‘ ἑαυτὸν ἐποιήσατο, Ἀχρίδα τε καὶ Πρίλαπον, Ἄλβανόν τε καὶ αὐτὸ τὸ Δυρράχιον· ἔνθα καὶ Πέτρον μετὰ μεγίστης στρατιᾶς ἐξ Ἰταλίας ὁρμώμενον καὶ ὡς πρὸς τὴν Κωνσταντίνου πεποιημένον τὴν δίοδον, ἀνηγορευμένον πρὸς τοῦ πάπα καὶ βασιλέα, αὐτοῦ που γεγενημένον προχειρωσάμενόν τε καὶ αὐτὸ τὸ Δυρράχιον γενναίως κατετροπώσατο. ὁ μὲν οὖν ῥηθεὶς Πέτρος γαμβρὸς ὑπῆρχεν ἐπ‘ ἀδελφῇ τοῦ πρώτως βασιλεύσαντος ἐκ τοῦ Λατίνων μέρους Βαλδουΐνου καὶ τοῦ μετ‘ αὐτὸν Ἐρῆ, ἐκαλεῖτο δὲ ἡ αὐτῶν ἀδελφὴ Ἰολεντία, ἐξ ἧς παῖδες τῷ Πέτρῳ γεγένηνται τρεῖς, ὅ τε Φίλιππος, ὁ Ῥομπέρτος καὶ ὁ Βαλδουῖνος, ὧν ὁ μὲν Ῥομπέρτος καὶ ὁ Βαλδουῖνος τῆς Κωνσταντίνου βεβασιλεύκασι, τοῦ πρώτου αὐτῶν ἀδελφοῦ τοῦ Φιλίππου τῷ ἀδελφῷ Ῥομπέρτῳ τῆς βασιλείας παραχωρήσαν τος. ὑπῆρχον δέ σφισι καὶ ἀδελφαί, ὧν μία Μαρία ἦν, ᾗ συνεζύγη ὁ βασιλεὺς Θεόδωρος. ὁ μὲν οὖν δηλωθεὶς Θεόδωρος, καθὼς εἰρήκειν, τὸ οἰκεῖον παραλαβὼν στράτευμα ἀντιτάττεται τῷ Πέτρῳ, μικρὸν ὑπερπηδήσαντι τὸ Δυρράχιον καὶ ἐν ταῖς τοῦ Ἀλβάνου δυσχωρίαις γεγενημένῳ. νικῶσι γοῦν κατὰ κράτος οἱ τοῦ Κομνηνοῦ Θεοδώρου τὸ τῶν Λατίνων στράτευμα, ὡς πάντας ἄρδην δεσμώτας ποιῆσαι σὺν πᾶσι σκεύεσι, καὶ αὐτὸν δὲ τὸν βασιλέα Πέτρον ἔργον μαχαίρας γενέσθαι. τοῦτο δὴ τότε μέγα Ῥωμαίοις ἐγεγόνει βοήθημα.
Αν και ο Ακροπολίτης αποδίδει την έναρξη του Ηπειρωτικού επεκτατισμού στον Θεόδωρο, ο Nicol στο «Δεσποτάτο της Ηπείρου» γράφει πως ο προκάτοχός του Μιχαήλ ξεκίνησε την επέκταση το 1214, όταν κατάφερε να προσαρτήσει μέρος της Θεσσαλίας και να φτάσει τα βόρεια σύνορά του ως το Δυρράχιο, το οποίο απέσπασε από τους Ενετούς μαζί με την Κέρκυρα. Ο Θεόδωρος ολοκλήρωσε την προσάρτηση όλης της Θεσσαλίας το 1218, προσάρτησε εδάφη βορείως του Δυρραχίου, όπως απέσπασε από τους Βούλγαρους και εδάφη της δυτικής Μακεδονίας (Οχρίδα, Πρίλαπο στο χωρίο του Ακροπολίτη). Η μεγάλη του στιγμή ήταν η κατάληψη της Θεσσαλονίκης τον Δεκέμβριο του 1224 και η κατάλυση του Λατινικού Βασιλείου της Θεσσαλονίκης. Το 1227 στη Θεσσαλονίκη ο Θεόδωρος στέφθηκε επίσημα Βασιλεύς Ρωμαίων από τον Αρχιεπίσκοπο Οχρίδος Δημήτριο Χωματηνό. Από αυτή τη στιγμή αρχίζει ο ανταγωνισμός των δύο Ρωμαίων ηγεμόνων (Νίκαιας και Ηπείρου/Θεσσαλονίκης) για το ποιος είναι ο πραγματικός Βασιλέας [όλων] των Ρωμαίων. Ο Θεόδωρος μετέφερε την πρωτεύουσά του από την Άρτα στην Θεσσαλονίκη και κατάφερε να φτάσει τα όρια της «Αυτοκρατορίας της Θεσσαλονίκης» (όπως πλέον ονομάζουν το κράτος του οι σημερινοί ιστορικοί κατά την βραχεία περίοδο 1224-1230) ανατολικά της Αδριανούπολης. Ο αυτοκράτορας της Νίκαιας Ιωάννης Γ΄ Βατάτζης, όπως ήταν αναμενόμενο, δεν αναγνώρισε τον τίτλο του Θεόδωρου, ενώ ο νικαιάτης Πατριάρχης Γερμανός Β΄ αμφισβήτησε την ικανότητα του αρχιεπισκόπου Οχρίδος Χωματηνού να στέψει κάποιον «Βασιλέα των Ρωμαίων». Ο πολιτικός ανταγωνισμός των δύο διαδόχων ρωμαϊκών κρατών μετατράπηκε σε εκκλησιαστικό ανταγωνισμό ανατολής-δύσης.
Κατά την περίοδο 1224-1229 ο Θεόδωρος Κομνηνός Δούκας ήταν το κύριο ρωμαϊκό φαβορί για την απελευθέρωση της Κωνσταντινουπόλεως.
[Nicol, Despotate, σλδ 4]
Not without reason did the Latins come to regard Michael Doukas as their most perfidious enemy. Within a few years he had broken all his agreements. His army invaded Thessaly, recapturing Larissa and other places. He then attacked Durazzo and Corfu, both of which he had recovered from the Venetians by 1214. When he died, probably early in 1215, it was a fact that he was master of all the land from Naupaktos in the south to Durazzo inthe north. But he also controlled a large part of Thessaly; and, while Arta remained his capital, he had transformed the city of Ioannina into a second centre of administration and defence in Epiros.
Michael was succeeded by his half-brother Theodore Komnenos Doukas. […] His ambition was to make Epiros a base for the reconquest from the Latins first of Thessalonica and then of Constantinople itself. In 1217 he made his name more widely known by ambushing and capturing the newly appointed Latin emperor of Cosntantinople, Peter of Courtenay, who has rashly attempted to reach his capital by the overland route from the west. Then, in a brilliant series of military campaigns, Theodore drove the remaining Latins out of Thessaly and beat back the Bulgarians who had occupied western Macedonia. His armies encircled and laid siege to Thessalonica. Under Theodore the state of Epirus became a serious rival to the Empire of Nicaea. […] The climax of his achievements came in December 1224 when his troops entered Thessaonica. Soon afterwards, perhaps in 1227 [*5], he was crowned emperor of the Romans by the autocephalous archibishop of Ochrida, Demetrios Chomatianos. A second Byzantine Empire in exile had been created.
[*5] σε υποσημείωση παραθέτει εναλλακτικές χρονολογήσεις της στέψης του Θεοδώρου από άλλους μελετητές που κυμαίνονται από τα τέλη του 1224 (δλδ μόλις πήρε την Θεσσαλονίκη) μέχρι τον Απρίλιο του 1228.
Κατά την ίδια περίοδο, οι Νικαιάτες κατάφεραν να διώξουν τους Λατίνους σχεδόν εξ ολοκλήρου από την Μικρά Ασία και, ταυτόχρονα, κατάφεραν να προσαρτήσουν τα δυτικότερα εδάφη της Τραπεζούντας, αποκτώντας πρόσβαση στην δυτικότερη μικρασιατική ακτή του Ευξείνου Πόντου.
Έτσι, γύρω στο 1228, ο πολιτικός χάρτης του περιαιγαιακού χώρου είχε διαμορφωθεί ως εξής:
Η «Αυτοκρατορία της Θεσσαλονίκης» του Θεόδωρου Κομνηνού Δούκα θα αποδειχθεί βραχύβια. Το 1230 καθώς ο Θεόδωρος οδεύει με τον στρατό του προς την Κωνσταντινούπολη, θα υποστεί μια καταστρεπτική ήττα από τους Βούλγαρους του Τσάρου Ιβάν Β΄ Ασέν στην Μάχη της Κλοκοτνίτσας. Ο Θεόδωρος και η οικογένειά του θα αιχμαλωτιστούν και ο Ιβάν Ασέν σε μια επινίκια παλαιοσλαβωνική επιγραφή που έκανε μετά την νίκη του ισχυρίζεται ότι «τέθηκαν υπό την εξουσία του όλα τα εδάφη του Κυρ Θεοδώρου από την Αδριανούπολη μέχρι το Δυρράχιο». Ο αδελφός του Θεόδωρου Μανουήλ κατάφερε να γλιτώσει από την μάχη και να επιστρέψει στη Θεσσαλονίκη, όπου στέφθηκε αυτοκράτορας. Ο Άσεν επέτρεψε στον Μανουήλ μία μικρή αυτόνομη χώρα γύρω από τη Θεσσαλονίκη. Ο Θεόδωρος Κομνηνός δούκας τυφλώθηκε και παρέμεινε επτά έτη φυλακισμένος στην βουλγαρική πρωτεύουσα (Τάρνοβο). Όταν απελευθερώθηκε το 1237, επέστρεψε στη Θεσσαλονίκη, έρριξε τον αδελφό του από τον θρόνο και κατάφερε ν΄ανεβάσει σ΄αυτόν τον άβουλο γιο του Ιωάννη Κομνηνό Δούκα. Ο ίδιος ο Θεόδωρος δεν μπορούσε να ενθρονιστεί επειδή ήταν τυφλός. Ωστόσο, κατάφερε να εξασκήσει πάλι την εξουσία έμμεσα κατευθύνοντας τον άβουλο γιο του.
Αντίθετα με την εκρηκτική άνοδο και πτώση της αυτοκρατορίας της Θεσσαλονίκης, η αυτοκρατορία της Νίκαιας κατά την ίδια περίοδο έχει κάνει μικρά και σταθερά βήματα, αποκτώντας πρόσβαση στα Βαλκάνια με την προσάρτηση μιας μικρής περιοχής γύρω από την Θρακική Χερσόνησο. Πλέον ο Ιωάννης Βατάτζης μπορεί να αποβιβάζει στρατεύματα στα Βαλκάνια ανενόχλητος.
Γύρω στο 1237, ο πολιτικός χάρτης του περιαιγαιακού χώρου είχε ως εξής:
Η δεκαετία 1240-50 είναι αναμφίβολα η δεκαετία των βαλκανικών κατακτήσεων του Ιωάννη Βατάτζη. Το 1241 πέθανε ο τρανός Βούλγαροτς τσάρος Ιβάν Άσέν αφήνοντας ως διάδοχο τον ανήλικο γιο του. Ο Βατάτζης άδραξε την ευκαιρία και το 1242 έκανε την πρώτη του μεγάλη βαλκανική εκστρατεία, φτάνοντας μέχρι την Θεσσαλονίκη, όπου ο Βατάτζης έπεισε τον Ιωάννη Κ. Δούκα να εγκαταλείψει τον αυτοκρατορικό του τίτλο και να δεχτεί τον τίτλο του Δεσπότη από τον πραγματικό Βασιλέα των Ρωμαίων (Βατάτζης). Ο Βατάτζης δεν πρόλαβε να οργανώσει τις βαλκανικές του κτήσεις όπως θα ήθελε, γιατί χρειάστηκε να επιστρέψει επειγόντως στην Μικρά Ασία. Ένας νέος παντοδύναμος «παίκτης» εμφανίστηκε στην σκακέρα από τα βάθη της Ανατολής: οι Μογγόλοι.
Οι μογγολικές επιδρομές στην Ασία και στα Βαλκάνια είχαν ευεργητικές συνέπειες για την αυτοκρατορία της Νίκαιας, επειδή έβλαψαν τους γειτονικούς αντιπάλους της: τους Σελτζούκους στην Μικρά Ασία και τους Βούλγαρους στα Βαλκάνια. Οι Μογγόλοι λεηλάτησαν την Βουλγαρία επιστρέφοντας από την λεηλασία της Δαλματίας, ενώ οι Σελτζούκοι και η αυτοκρατορία της Τραπεζούντας αναγκάστηκαν να γίνουν υποτελείς των Μογγόλων.
Γράφει για τα παραπάνω γεγονότα ο Nicol:
[Nicol, Last, σλδ 22-3] In 1241 John Asen of Bulgaria, who had seemed to be favouring the cause of Theodore Doukas, died leaving only an infant son. In 1242 Vatatzes crossed over to Europe with his army and marched on Thessalonica. Theodore’s son John was persuaded to lay aside his imperial crown and to accept instead the rank and title of Despot, graciously conferred upon him by the one true Emperor. The settlement was not as secure as Vatatzes would have wished. But in the end it had to be concluded in a hurry because of news reaching the emperor from Niceaea, which necessitated his immediate return to Asia; and not for another four years was he able to come back.
The news that reached the Emperor in 1242 was that the Mongols has invaded the territory of the Seljuq Sultan and that the Empire of Nicaea was in danger. The Mongol invasions of the Near East and eastern Europe in the thirteenth century were on a scale which must make the battles and rivalries of Greeks and Latins over the possession of Contantinople seem like the squabbles of naughty children. […] Genghis Khan, who has died in 1227, […] Kiev fell to the Mongols in 1240. They then pressed on through Poland, Bohemia and Moravia to Hungary and up to the Adriatic coast, before withdrawing through Serbia and Bulgaria leaving a wake of desolation […]
The Mongol invasion convulsed and devastated most of the developing countries of eastern Europe. But it had little immediate effect on the fate of Constantinople and the eastern Mediterranean. Of the countries within the Byzantine sphere of influence only Bulgaria suffered the attentions of the Mongols. But at the same time another branch of their army had stormed westwards out of Persia into Asia Minor, threatening the Seljuq Turkish Sultanate and so ultimately its western neighbur, the Empire of Nicaea, as well as the Empire of Trebizond. In 1243 the Sultan Kaykhusraw II was defeated in battle by the Mongol general Baichu. He turned for help to his natural enemy, the Emperor of Nicaea; and in the face of the common danger John Vatatzes and the Sultan signed a treaty of alliance. The Emperor of Trebizond, after one defeat, discreetly elected to pay tribute to the Khan of the Mongols and became his vassal. The Seljuqs were soon obliged to do the same to preserve what was left of their identity. […] But the Empire of Nicaea, protected from the horrors ofthe Mongol invasion by the Turks, survived unscathed and indeed stronger and more secure than before as a result of the damage done to its eastern neighbour.
Αφού, λοιπόν, η Νίκαια βγήκε ασκηθής (= ΙΕ συγγενής του αγγλικού όρου unscathed που χρησιμοποιεί ο Nicol) από μια διαδικασία που έβλαψε τους Σελτζούκους και τους Βούλγαρους, το 1246 ο Βατάτζης οδήγησε το στρατό του στην δεύτερη μεγάλη βαλκανική εκστρατεία, η οποία είχε σαν αποτέλεσμα την οριστική προσάρτηση στο Νικαιακό κράτος όλων των εδαφών μέχρι την Έδεσσα και τον Όλυμπο. Ο Ανδρόνικος Παλαιολόγος διορίστηκε από τον Βατάτζη νικαιακός διοικητής Θεσσαλονίκης, ενω ο γιος του Μιχαήλ (ο μελλοντικός αυτοκράτορας Μιχαήλ Η΄ Παλαιολόγος, τότε 21 χρονών), ανέλαβε τις πρώτες στρατιωτικές του ευθύνες στην Μακεδονία ως υφιστάμενος αξιωματικός του πατέρα του.
[Nicol, Last, σλδ 23] Once the storm had blown itself out therefore, John Vatatzes was able to turn his mind to the unresolved problems of the Byzantine world with even greater confidence. In 1246 he crossed over to Europe once again, and within twelve months his army had restored a large of southern Bulgaria to Byzantine rule and completed the work earlier begun at Thessalonica. The city was now deprived of its last vestige of independence from the Empire of Nicaea. An imperial governor was appointed as the Emperor’s deputy. His name was Andronikos Palaiologos, and at the same time his more famous son, Micheal Palaiologos, the future emperor, was given a command in Macedonia.
Έτσι, η Θεσσαλονίκη, πρωτέυουσα της Ρωμαϊκής «Αυτοκρατορίας της Θεσσαλονίκης» (δηλαδή το Δεσποτάτο της Ηπείρου κατά την περίοδο 1224-1230, όσο είχε αυτοκρατορικές διαθέσεις και πρωτεύουσα την Θεσσαλονίκη) πέρασε στα χέρια της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας της Νίκαιας. Ωστόσο ο Ακροπολίτης, που έγραψε την ιστορία του για λογαριασμό των Νικαιατών, γράφει (45) πως ο βασιλέας Ιωάννης Βατάτζης, δηλαδή «οι Ρωμαίοι» (Νικαιάτες) πήραν την Θεσσαλονίκη από τους «εναντιόφρονες των Ρωμαίων» (Δεσποτάτο Ηπείρου ~ Αυτοκρατορία Θεσσαλονίκης). Η φράση αυτή είναι τυπική της προσπάθειας ‘-τόσο του Ακροπολίτη όσο και του Παχυμέρη (Νικαιάτες ιστορικοί αμφότεροι)- απορωμαίωσης του Δεσποτάτου της Ηπείρου («αυτοκρατορίας της Θεσσαονίκης»), ώστε να φανούν οι Νικαιάτες ως οι μόνοι «γνήσιοι» διάδοχοι της Ρωμανίας. Αλλού ο Ακροπολίτης γράφει (21) πως οι θεσμοί βασιλείας του Θεόδωρου Κομνηνού Δούκα ήταν «Βουλγαρικώτεροι δηλαδή βαρβαρικώτεροι». Η χρήση του συγκριτικού βαθμού είναι σημαντική: δεν λέει τους ηπειρωτικούς/δυτικούς θεσμούς βούλγαρικούς/βαρβαρικούς, αλλά βουλγαρικότερους ~ βαρβαρικότερους ως προς τους νικαιακούς. Η Gill Page έχει μαζέψει όλα αυτά τα χωρία νικαιακής προπαγάνδας κατά του Δεσποτάτου της Ηπειρου (όσο αυτό είχε αυτοκρατορικές διαθέσεις ως «Ρωμαϊκή αυτοκρατορία της Θεσσαλονίκης») στις σελίδες 101-3. Σημειώνω εδώ ότι η αρίθμηση των χωρίων του Ακροπολίτη της Gill Page δεν είναι η ίδια με αυτή του pdf που κυκλοφορεί στο διαδίκτυο και το οποίο έχιε την ίδια αρίθμηση με την αγγλική μετάφραση της Ruth Macrides. Εγώ ακολουθώ την αρίθμηση της τελευταίας, επειδή συμφωνεί με το pdf που το έχω.
Τα χωρία του Ακροπολίτη που ανέφερα:
[21] βασιλεὺς οὖν ἀναγορευθεὶς ὁ Θεόδωρος βασιλικῶς ἐχρῆτο τοῖς πράγμασι, δεσπότας τε προυβάλλετο καὶ σεβαστοκράτορας μεγάλους τε δομεστίκους, πρωτοβεστιαρίους καὶ τὴν λοιπὴν πᾶσαν τάξιν βασιλικήν. ἀφυῶς δὲ ἔχων περὶ τοὺς τῆς βασιλείας θεσμοὺς Βουλγαρικώτερον ἢ μᾶλλον βαρβαρικώτερον ταῖς ὑποθέσεσι προσεφέρετο, οὐ τάξιν γι νώσκων οὐδὲ κατάστασιν οὐδὲ ὅσα ἐν τοῖς βασιλείοις ἀρχαῖα ἔθιμα καθεστήκασιν.
[45] ἡ μὲν οὖν πόλις Θεσσαλονίκη οὕτως ὑπὸ τὸν βασιλέα γέγονεν Ἰωάννην, μᾶλλον δὲ ὑπὸ Ῥωμαίους· οἱ γὰρ αὐτὴν κρατοῦντες ἐναντιόφρονες Ῥωμαίοις ἐτέλουν.
To 1255, έναν χρόνο μετά τον θάνατο του Ιωάννη Βατάτζη ο πολιτικός χάρτης του περιαιγαιακού χώρου είχε ως εξής:
Ωστόσο, η εξασθένιση της Βουλγαρίας από τις Μογγολικές επιδρομές είχε ευεργητικές συνέπειες και στις πατροπαράδοτες περιοχές του Δεσποτάτου της Ηπείρου. Μετά την μάχη της Κλοκοτνίτσας αυτές οι περιοχές είχαν καταλήξει ημιαυτόνομες και θεωρητικά υποτελείς του Ιβάν Άσεν. Τώρα πια μπορούσαν πάλι να σηκώσουν αυτόνομα το κεφάλι τους. Ο Μιχαήλ Β΄ Κομνηνός Δούκας (νόθος γιος του ιδρυτή του Δεσποτάτου της Ηπείρου Μιχαήλ και ο ίδιος ηγεμόνας των ηπειρωτικών περιοχών μετά το 1230) θέλησε να εκμεταλλευτεί προς όφελος του Δεσποτάτου της Ηπείρου τον θάνατο του Ιωάννη Βατάτζη (1254) και το γεγονός ότι ο λογιότατος και επιληπτικός γιος του και διάδοχος Θεόδωρος Β΄ Λάσκαρις ήταν ανίκανος στρατιωτικός.
Η στρατιωτική αριστοκρατία της Νίκαιας που είχε καλομάθει υπό την ηγεσία του ικανότατου Ιωάννη Βατάτζη έβλεπε με μισό μάτι τον νέο απειροπόλεμο αυτοκράτορά της.
[Nicol, Last, σλδ 23-28] In Epiros, the original centre of Greek resistance to the Latins, Michael II, a bastard son of the first Michael Doukas, had taken over what he regarded as his heritage and set up his capital at Arta. He assumed or had acquired from the Emperor of Thessalonica the title of Despot, and the territory over which he ruled came to be called the Despotate of Epiros. Michael II contrived to add Thessaly to Epirus and so to extend his rule over the whole of northern Greece and he exploited the weakness of the Bulgarians to win back much of the country that they had taken over in 1230. It did not at first seem that the Emperor in Nicaea had much to fear from this new arrival on the scene. Thessalonica was now firmly attached to his empire and protected from possible attack by a chain of fortresses in western Macedonia.
[…]
The survival of the Latin Empire in its final years was indeed only made possible by the division and rivalry between its Byzantine enemies. After the death of John Vatatzes the Despotate of Epiros rose from strength to strength, until its position became comparable to that of the Empire of Thessalonica before 1230. If Michael II of Epiros could capture Thessalonica he would be well on the way to Constantinople. The fate of Constantinople could not be decided until the issue between its rival liberators had been settled. The son who succeeded John Vatatzes as Emperor in Nicaea was not the man to grapple with this problem. Theodore II Laskaris was a scholar and a theologian, but not a soldier or a statesman. […] Theodore II was also epileptic. His illness made him the prey of his moods, and he compensated for his nervousness by an autocratic and obstinate temper. He had a morbid suspicion for the aristocracy who had served his father’s administration. He preferred to appoint his own officials from the lower ranks of society. […] He neither sought nor commanded the respect of the aristocracy of Nicaea who had helped to bring the Empire to greatness. They were soon to show their resentment in violent form.
Ο Δεσπότης Μιχαήλ Β΄ κατάφερε να σφυρηλατήσει μια αντινικαιακή συμμαχία με τον Μανφρέδο της Σικελίας και τον Γουλιέλμο Βιλλεχαρδουίνο της Αχαΐας. Εξασφαλίστηκε επίσης η υποστήριξη των ημιαυτόνομων Αλβανών τοπαρχών και της Σερβίας. Στόχος του Μιχαήλ Β΄ ήταν η κατάληψη της Θεσσαλονίκης και κατάφερε να εκτείνει τα σύνορα του αναζωογονημένου Δεσποτάτου της Ηπείρου μέχρι τον Αξιό ποταμό.
[Nicol, Last, σλδ 28] In 1257 Michael of Epirus, assisted by his friends in Serbia and Αlbania, begun a systematic campaign to encircle and capture the city of Thessalonica. The fortified towns to the west and north fo the city, which had been garrisoned by the imperial troops of Nicaea for ten years, fell one by one. Michael pushed his frontiers as far east as the Vardar valley. But a new slant was given to the situation when Michael cast his net further afield fro allies and supporters. Manfred, the bastard son of the late Frederich II, had now come into the possession of the kingdom of Sicily. Like earlier rulers of Sicily and southern Italy, Manfred had his own designs on Greece and Constantinople, and he had personal reasons for disliking the Empire of Nicaea. […] Manfred was therefore willing to give support to Michael of Epiros in his struggle to the death against the Emperor in Nicaea. It was arranged that he should marry Michael’s eldest daughter Helena; her dowry was to consist of the island of Corfu and several other places on the mainland of Epiros, […]
The other foreign ally whose help Michael II enlisted was William of Villehardouin, the French Prince of Achaia and descendant of Geoffrey of Villehardouin, who had first carved out that principality in southern Greece. William was a highly successful soldier who had made himself overlord of Athens and Euboia as well as the Morea. This alliance too was to be secured by a marriage contract. In the summer of 1258 Michael of Epiros gave his second daughter in marriage to Prince William. It seemed as if the whole continent of Greece, backed by the strength of the King of Sicily and further supported by the ruler of Serbia, was now ranged against the Empire of Nicaea.
Ο Μανφρέδος της Σικελίας, πάντοτε το 1257 έστειλε μια «αρμάδα» υπό την ηγεσία του ναυάρχου Φιλίππου Κινάρδι για την κατάληψη της αλβανικής ακτής. Πέρασαν σε σικελικά χέρια το Δυρράχιο, ο Αυλών, τα Κάνινα και, στην ενδοχώρα, το σημαντικό φρούριο Βελλέγραδα (Βελιγράδι/Μπεράτι). Ο Κινάρδι ανέλαβε διοικητής των νέων αλβανικών κτήσεων του Μανφρέδου. Η Κέρκυρα πέρασε επίσης στην κατοχή του Μανφρέδου ως προίκα που έλαβε από τον γάμο του με την κόρη του Δεσπότη της Ηπείρου Μιχαήλ Β΄Ελένη. Ο Μιχαήλ Β΄ αναγκάστηκε να συμφωνήσει σε αυτές τις παραχωρήσεις προκειμένου να εξασφαλίσει την συμμαχία του Μανφρέδου κατά των Νικαιατών. Αυτές οι σικελικές κτήσεις στην Αλβανία είναι ο πρόδρομος της μεταγενέστερης «Ανδεγαυινής Αλβανίας».
[Nicol, Despotate, σλδ 6-7] The history of Epiros was, however, to be permanently affected by an event that occurred in 1257. In that year Manfred of Hohenstaufen, son of the Emperor Frederick II of Sicily, sent an armada across the sea from Italy and occupied a large stretch of the coast of Albania and New Epiros. Durazzo fell to him as well as the ports of Valona and Kanina and the inland fortress of Berat. Before long he had seized the island of Corfu. These has been prize possessions of the rulers of Epiros. The Despot Michael had been taken by surprise. But he found a way to offset his losses while at the same time winning a powerful ally in his conflict with the Empire of Nicaea. He offered his daughter Helena in marriage to King Manfred. Since her dowry was to consist of most of the places in Epiros which he had already occupied, Manfred was pleased to accept the offer. This unexpected development established a link between Epiros and the south of Italy which was never thereafter to be broken until the Turkish conquest in the fifteenth century.
Είναι μια περίοδος όπου οι τοπικοί αριστοκράτες της ενδοχώρας της σημερινής Αλβανίας (~ «Άλβανον/Άρβανον») έχουν την δυνατότητα «να παίξουν τριπλό παιχνίδι» (Νίκαια, Ήπειρος, Σικελία) διαπραγματευόμενοι την συμμαχία με τις διάφορες πλευρές, με απαίτηση προνομίων και τίτλων. Έτσι ο Ανδρέας Βρανάς ενσωματώθηκε αργότερα στον διοικητικό μηχανισμό του Μανφρέδου ενώ, νωρίτερα, ο άρχοντας του Αρβάνου Γολέμης («Γουλάμος») αμφιταλαντεύτηκε μεταξύ του Δεσποτάτου της Ηπείρου και της αυτοκραοτρίας της Νίκαιας. Πρωτοεμφανίζεται σαν σύμμαχος του Ηπειρώτη Μιχαήλ Β΄που επέδραμε στην νικαιακή δυτική Μακεδονία. Το 1252 άλλαξε στρατόπεδο και συμμάχησε με τους Νικαιάτες και το 1257 ξανάλλαξε στρατόπεδο και επέστρεψε σε συμμαχία με το Δεσποτάτο της Ηπείρου.
Πάμε τώρα στην άλλη μεριά του Αιγαίου.
Τον Αύγουστο του 1258 πέθανε ο αυτοκράτορας της Νίκαιας Θεόδωρος Β΄ Λάσκαρις αφήνοντας ως επίτροπο και προστάτη του ανήλικού του γιου Ιωάννη τον έμπιστο Γεώργιο Μουζάλωνα. Η στρατιωτική αριστοκρατία της Νίκαιας βρήκε την ευκαιρία για να αντικαταστήσει τον Μουζάλωνα με κάποιον δικό της. Ξέσπασε μια ένοπλη εξέγερση, κατά την οποία, οι Λατίνοι μισθοφόροι που λίγα χρόνια πριν είχαν ως διοικητή τον Μιχαήλ Παλαιολόγο (ο διοικητής αυτών των μισθοφόρων είχε το αξίωμα του Μεγάλου Κον(τ)όσταυλου) σκότωσαν τον Μουζάλωνα. Η αριστοκρατία επέλεξε τον ικανότατο στρατιωτικό Μιχαήλ Παλαιολόγο ως νέο επίτροπο της βασιλείας και προστάτη του ανήλικου Ιωάννη. Μέχρι το τέλος του έτους, ο Μιχαήλ Παλαιολόγος κατάφερε να αναρριχηθεί πρώτα στο αξίωμα του Μεγάλου Δούκα, ύστερα σε αυτό του Δεσπότη (δεύτερο υψηλότερο αξίωμα μετά τον Αυτοκράτορα/Βασιλέα στην Νίκαια) και, στους πρώτους μήνες του 1259 στέφθηκε Συναυτοκράτορας μαζί με τον ανήλικο Ιωάννη από τον Πατριάρχη Αρσένιο. Ως συναυτοκράτορας ο Μιχαήλ Παλαιολόγος έχρισε τον αδελφό του Ιωάννη Σεβαστοκράτορα και Δεσπότη και του ανέθεσε την δύσκολη υπεράσπιση της Θεσσαλονίκης. Ο Ιωάννης Παλαιολόγος, όχι μόνο αποδείχτηκε ικανός αμύντορας, αλλά κατάφερε να επεκτείνει τα νικαιακά όρια προς δυσμάς αιφνιδιάζοντας τις δυνάμεις του Δεσποτάτου της Ηπείρου στην περιοχή της Καστοριάς και καταλαμβάνοντας τη Βελλέγραδα (Μπεράτι) από τον Μανφρέδο. Ο Δεσπότης Μιχαήλ Β΄ αναγκάστηκε να αποτραβηχτεί στον Αυλώνα περιμένοντας τις συμμαχικές ενισχύσεις από την Σικελία (ο Μανφρέδος έστειλε 400 Γερμανούς Ιππότες) και τον Μοριά (οι Φράγκοι και Ρωμαίοι στρατιώτες του Γουλιέλμου), μαζί με τα θεσσαλικά σώματα του Δεσποτάτου που διοικούσε ο Ιωάννης ο Νόθος, γιος του Δεσπότη Μιχαήλ. Την ίδια στιγμή, ο πολυάριθμος στρατός που ο Μιχαήλ Παλαιολόγος είχε αρχίσει να συλλέγει από τον Μάρτιο (που περιελάμβανε μεταξύ άλλων Λατίνους, Ούγγρους, Σέρβους και Βούλγαρους μισθοφόρους, καθώς και Κουμάνους και Τούρκους ιππείς) έφτασε υπό την ηγεσία του Αλέξιου Στρατηγόπουλου στην Θεσσαλονίκη και προστέθηκε στις δυνάμεις του Ιωάννη Παλαιολόγου.
[Nicol, Last, 29] But in August 1258 he [Theodore II Laskaris] died of the illness which had clouded his vision. He left his empire to his eight-year-old son, John Laskaris, under the regency of the Patriarch Arsenios and his own trusted administrator, George Mouzalon. […] The aristocracy had been summoned to the Empror’s deathbed and made to swear an oath of loyalty to a regent they despised. Only ten days later their pent-up bitterness broke out. A conspiracy was formed and, during a memorial service for the Emperor in September 1258, George Mouzalon and his brother were murdered at the altar.
By common consent of the disprized nobility the regency for the infant John Laskaris now passed to a young and vigorous member of their own class, Michael Palaiologos. The Palaiologos family had moved in high circles in Byzantium since the eleventh century. […] His father Andronikos Palaiologos had been sent to govern Thessalonica and had then been appointed Grand Domestic or commander-in-chief of the armies of Nicaea by John Vatatzes, in whose palace Michael had been brought up. […] George Akropolites, who was his [Michael’s] tutor for a while, observed how easily the young man could suit his character to his company, playing the sweet, gay and clever youth with those of his own age, and the mature, wise and responsibleman with his elders. He was ambitious, but his charm and versatility made him popular among his own class […] Michael soon showed himself to be a brilliant soldier and a courageous leader on the field of battle. He was liked by his troops, not least by the Latin mercenaries whose pay had been docked by Theodore Laskaris and whose ranks he came to command as Grand Constable. […] His part in the conspiracy to murder the regent George Mouzalon is difficult to assess though easy to surmise. The agents of the deed were, after all, the Latinmercenaries whose commander was Michael himself. Nor were the assassins punished for their crime by the new regent of the Empire. […] Michael Palaiologos was elected regent and guardian of the boy Emperor. The choise was hailed by the army, by the Church and by the common people, for Michael was evidently the man best qualified to defend the Empire of Nicaea against its enemies. […] In the last four months of 1258 Michael was elevated to the more exalted rank of Grand Duke, and then, having been careful to win the approval of the Patriarch and bishops, to that of Despot, which was next in order to that of Emperor. Finally, in December, […] Michael was proclaimed Emperor. Soon after the start of the year 1259 the Patriarch performed the double coronation of Michael VIII Palaiologos and John IV Laskaris. It did not pass unnoticed that Michael was crowned first.
In the last months of 1258 it was certainly true that the Empire of Nicaea needed an experienced soldier at its head. The coalition of Michael of Epiros with William of Achaia and Manfred of Sicily seemed likely to threaten the possession not only of Thessalonica but even Cosntantinople itself. As soon as he became regent Michael Palaiologos posted reinforcements to Thessalonica under the command of his own brother John, whom he had promoted in rank. In an effort to break up the coalition he sent separate embassies to each of the three parties concerned. They had by then made their plans and the prospect before them was too promising to be laid aside.
[…] Early in 1259, equiped now with all the authority of a Byzantine emperor, Michael made preparation for war on a scale that would have been beyond the imagination of his predecessor. In March a great army was assembled in Thrace. It included mercenary contingents from Hungary, Serbia and Bulgaria, as well as Turkish and Cuman horsemen. By the time it reached Thessalonica, however, the advance guard under John Palaiologos had already struck the first blow against the enemy by surprising Michael of Epiros and his army in the region of Kastoria and driving them across the mountains to the coast. The fortified town of Berat in Albania had been captured. The Despot of Epiros, surprised but not defeated, reassembled his forces at Avlona on the Albanian coast. He then called on the help of his ally across the water. […] Manfred quickly honoured his agreement by sending over 400 German knights to fight for his father-in-law.
Meanwhile his other ally, William of Achaia, had brought his own feudal levy over from the Morea, and the Despot’s son John Doukas had collected an army in Thessaly.
Η στιγμή της μεγάλης σύγκρουσης μεταξύ των Νικαιατών και της Αντινικαιακής Συμμαχίας είχε φτάσει!
Αυτή η σύγκρουση είναι γνωστή ως Μάχη της Πελαγονίας (τέλη Ιούλιου 1259).
Η Gill Page στην σελίδα 200 αναφέρεται στην εθνοτική σύσταση του Μοραΐτικου στρατεύματος που έφερε ο Πρίγκηπας Αχαΐας Γουλιέλμος στην Πελαγονία, παραθέτοντας τις αναφορές από τον Ακροπολίτη και από την Ελληνική και Γαλλική εκδοχή του Χρονικού του Μορέως. Ο Γουλιέλμος, έχοντας γεννηθεί στην Πελοπόννησο ήταν δίγλωσσος. Το ελληνικό χρονικό γράφει ότι μετά την ήττα διαπραγματεύτηκε με τους Νικαιάτες «στα Ρωμαϊκά», ενώ το γαλλικό χρονικό γράφει ότι μιλούσε τα «Γραίκικα» auques bien (= αρκετά καλά).
Ο Ακροπολίτης γράφει (83) ότι ο «Ἁχαΐας πρίγκιψ» Γουλιέλμος έφερε όλον τον στρατό του που αποτελούνταν «από το το Φραγκικό γένος και από τους Ρωμαίους που κατοικούν στην Αχαΐα/Πελοπόννησο ως υποτελείς του, οι περισσότεροι από τους οποίους ήταν Λάκωνες». Αυτό το χωρίο έχει ενδιαφέρον γιατί ο Ακροπολίτης κάνει χρήση της εθνοτικής Ρωμαϊκής ταυτότητας κατά Page. Κατά κανόνα, στην ιστορία του ο Ακροπολίτης προσπαθεί να κάνει νικαιακή προπαγάνδα χρησιμοποιώντας το εθνωνύμιο «Ῥωμαῖοι» με την πολιτική σημασία μόνο για τους Νικαιάτες. Οι Ηπειρώτες κατά κανόνα απορωμαιοποιούνται για λόγους προπαγάνδας και αποκαλούνται «οι άνδρες του αποστάτη Μιχαήλ», «οι δυτικοί», «οἱ ἐνάντιοι τῶν Ῥωμαίων» κλπ. Εδώ του ξεφεύγει μία εθνοτική χρήση του εθνωνυμίου για να προσδιορίσει ως Ρωμαίους άτομα που όχι μόνο δεν είναι υπήκοοι του αυτοκράτορα της Νίκαιας, αλλά πολέμησαν στην Πελαγονία εναντίον του νικαιακού στρατού.
[Ακροπολίτης, 81] Ὁ δὲ ἀποστάτης Μιχαὴλ ἐπεί περ ἑώρα ἤδη οὐκ εἰς καλὸν ἀποβῆναι μέλλειν τούτῳ τὰ πράγματα, ἀντιστῆ ναι ταῖς βασιλικαῖς δυνάμεσιν ἐβεβούλευτο, καὶ πᾶσαν μηχανὴν καὶ πάντα κάλων, τὸ τῆς παροιμίας, κεκίνηκε. καὶ τοὺς μὲν οἰκείους ἁπαξαπλῶς συλλέγδην πάντας συν ήθροισε, συμμαχίαν δὲ οὐ σμικρὰν παρὰ τοῦ ῥηγὸς Σικελίας τοῦ γαμβροῦ αὐτοῦ προσελάβετο· ἀπηρίθμηντο γὰρ οὗτοι εἰς τετρακοσίους ἱππότας, ὅπλοις ἐχυροῖς κατάφρακτοι καὶ ὑψαύχεσιν ἵπποις καὶ ἀγερώχοις ἐποχούμενοι, ἕκαστος τούτων τῶν ἐκ τοῦ σφετέρου γένους ἐκκρίτων τυγχάνοντες. ἅτερος δὲ τούτου γαμβρὸς ὁ Ἀχαΐας πρίγκιψ τὴν πᾶσαν αὐτοῦ στρατιὰν συλλεξάμενος δι‘ ἑαυτοῦ τὴν πρὸς τὸν αὐτοῦ πενθερὸν συμμαχίαν πεποίηται. ἦγε δὲ οὗτος ἀπειροπληθὲς τὸ ὁπλιτικόν· ἔκ τε γὰρ τοῦ Φραγγικοῦ γένους ἐτύγχανε καὶ ἐκ τῶν οἰκητόρων Ῥωμαίων Ἀχαΐας τε καὶ Πελοποννήσου, ὧν οὗτος ἦρχεν· οἱ πλείους δὲ τοῦ τῶν Λακώνων ὑπῆρχον γένους. Συνήθροιστο γοῦν παμπληθὴς στρατιά, καὶ κατὰ τοῦ αὐταδέλφου τοῦ αὐτοκράτορος τοῦ σεβαστοκράτορος Ἰωάννου τὴν ὁρμὴν ἐποιοῦντο. ὁ δὲ–καὶ γὰρ εἶχε τὰς συμβουλὰς ἀγαθὰς ἐκ τοῦ αὐταδέλφου καὶ βασιλέως–στρατηγικῶς τοὺς ἀντιπάλους μετήρχετο. ἐκεῖνος μὲν γὰρ μετὰ τῶν καταφράκτων καὶ θώραξι κεχρημένων δυνάμεων τὰ ἐχυρώτερα τῶν τόπων ἐκράτει, τοῖς δὲ ἐλαφροτέροις τῶν ὁπλιτῶν καὶ οἷς τὸ κινεῖσθαι ῥᾷον ὡς κουφοτέροις τὴν κατὰ τὰς πεδιά δας μάχην πεποιῆσθαι πρὸς τοὺς ἀντιπάλους προστέταχεν. ἦσαν δὲ οὗτοι οἱ μὲν ἐκ Σκυθῶν οἱ δὲ ἐκ Τούρκων, πολλοὶ δὲ καὶ ἐκ τῶν Ῥωμαϊκῶν φύλων, οἷς καὶ μᾶλλον ἡ τοξεία τὸ ἐπιτήδευμα.
Το «μοραΐτικο φουσσάτο» του πρίγκιπος Ἀχαΐας Γουλιέλμου «ἔκ τε γὰρ τοῦ Φραγγικοῦ γένους ἐτύγχανε καὶ ἐκ τῶν οἰκητόρων Ῥωμαίων Ἀχαΐας τε καὶ Πελοποννήσου, ὧν οὗτος ἦρχεν· οἱ πλείους δὲ τοῦ τῶν Λακώνων ὑπῆρχον γένους»(δηλαδή αποτελούνταν από Φράγγους και Ρωμαίους).
Από την άλλη, οι Νικαιακές «ελαφρότερες» δυνάμεις (ψιλοί τοξότες) «ἦσαν δὲ οὗτοι οἱ μὲν ἐκ Σκυθῶν οἱ δὲ ἐκ Τούρκων, πολλοὶ δὲ καὶ ἐκ τῶν Ῥωμαϊκῶν φύλων» (Σκύθες, Τούρκοι, Ρωμαϊκά φύλα).
Η αγγλική μετάφραση του χωρίου από την Ruth Macrides και οι σημειώσεις της:
Οι «Φράγγοι τε και Ρωμαίοι» καβαλλάριοι του Μοραΐτικου φουσσάτου και τα «ρωμαίϊκα» στα οποία διαπραγματεύτηκε ο αιχμαλωτισμένος Γουλιέλμος με τον Σεβαστοκράτορα Ιωάννη Παλαιολόγο μετά την μάχη, από την ελληνική εκδοχή του Χρονικού του Μορέως:
[` 294] Κι ἀφῶν εἶδεν ὁ πρίγκιπας ὅτι ἔφυγε ὁ Δεσπότης
κ᾿ ἐγνώρισε εἰς πληροφορίαν τὸ ἔργον τὸ τοῦ ἐποῖκεν,
κ᾿ ἔμεινεν στὴν Πελαγονίαν οὕτως ἀπεργωμένος,
μόνον μὲ τὰ φουσσᾶτα του ὅπου εἶχε ἐκ τὸν Μορέαν,
κ᾿ ἔξευρεν ὅτι ἔρχετον τοῦ βασιλέως ὁ στόλος
μὲ τὸν Σεβαστοκράτοραν διὰ νὰ τὸν πολεμήσουν·
ὡς φρόνιμος κ᾿ εὐγενικὸς ὅπου ἦτον καὶ στρατιώτης,
κράζει τοὺς κεφαλᾶδες του, τοὺς πρώτους τοῦ φουσσάτου
καὶ ὅλους τοὺς καβαλλαρίους, Φράγκους τε καὶ Ρωμαίους,
καὶ ἄρξετον νὰ τοὺς λαλῇ καὶ νὰ τοὺς συντυχαίνῃ,
[` 308] Καὶ ὅσον ἀποπλήρωσεν ἐτοῦτα ὅπου σᾶς λέγω,
ὁ πρίγκιπας, ὡς φρόνιμος, ρωμαίϊκα τοῦ ἀπεκρίθη·
«Κύρης μου σεβαστοκράτορα καὶ γυναικάδελφέ μου,
πολλὰ ἔχεις τὴν προτίμησιν μεγάλην ἀπὸ ἐμέναν
νὰ λέγῃς καὶ νὰ πολεμῇς, διατὶ εἶμαι εἰς φυλακήν σου.
Πάμε τώρα στην Μάχη της Πελαγονίας.
Οι πηγές μας λένε ότι κάποιοι Φράγκοι ιππότες προσέβαλαν την γυναίκα του Ιωάννη του Νόθου (κόρη του Μεγαλοβλαχίτη = Θεσσαλού Ταρωνά) και, όταν ο τελευταίος πήγε να διαμαρτυρηθεί στον Γουλιέλμο, ο πρίγκιψ Αχαΐας τον προσέλαβε αποκαλώντας τον «άσημο μπάσταρδο» (low-born bastard). Τότε ο Νόθος αυτομόλησε στο αντίπαλο στρατόπεδο και παρέδωσε την Θεσσαλία στην Αυτοκρατορία της Νίκαιας. Όταν ο Δεσπότης Μιχαήλ έμαθε ότι ο γιος του Ιωάννης αυτομόλησε διέταξε τις ηπειρωτικές δυνάμεις του να αποχωρήσουν εν νυκτί. Έτσι έμειναν να πολεμήσουν μόνοι τους οι Μοραΐτες του Γουλιέλμου και οι Γερμανοί του Μανφρέδου. Η μάχη έληξε με νίκη των Νικαιατών, οι οποίοι αιχμαλώτησαν και τους ιππότες του Μανφρέδου και τον ίδιο τον πρίγκηπα Γουλιέλμο κάπου κοντά στην Καστοριά. Στη συνέχεια ο νικαιακός στρατός διαιρέθηκε στα δύο και, το ένα κλάσμα υπό την ηγεσία του Ιωάννη Παλαιολόγου έφτασε στην Θεσσαλία, ενώ το άλλο κλάσμα υπό την ηγεσία του Στρατηγόπουλου εισέβαλε στην Ήπειρο και κατέκτησε την Άρτα. Ο Δεσπότης της Ηπείρου Μιχαήλ Β΄ και η οικογένειά του κατέφυγαν στην Κεφαλονιά.
[Nicol, Last, σλδ 32] The Despot Michael’s son John was provoked to anger by some ofthe French knights andthen taunted as a low-born bastard by William of Villehardouin. He deserted to the enemy. Michael himself, and his other son Nikephoros, abandoned their allies in the night. What battle there was at Pelagonia, apart from the preliminary skirmishes, was fought between John Palaiologos on the one side and the French and German cavalry of Villehardouin and Manfred on the other. They fought with the desperation of men betrayed, but they were outclassed. Some escaped but many were captured. Manfred’s knights were rounded up and surrendered. Villehardouin was found hiding near Kastoriòa and taken prisoner. John Palaiologos followed up his victory by marching into Thessaly, while his colleague, Alexios Strategopoulos, invaded Epiros and captured Arta. Michael of Epiros with his son Nikephoros took refuge in the offshore island of Cephalonia.
Και ενώ εκείνη τη στιγμή όλα έδειχναν πως είχε έρθει το τέλος του Δεσποτάτου της Ηπείρου, έναν χρόνο αργότερα, ο Δεσπότης Μιχαήλ επέστρεψε στην Άρτα, ο γιος του Νικηφόρος γύρισε από την Σικελία με ενισχύσεις και ο Ιωάννης Νόθος επέστρεψε στο ηπειρωτικό μαντρί (φέρνοντας φυσικά μαζί του και την Θεσσαλία). Ο Μιχαήλ Παλαιολόγος, έναν χρόνο μετά την μάχη της Πελαγονίας έστειλε τον αδελφό του Ιωάννη στην Θεσσαλονίκη (πλέον με το αξλίωμα του Δεσπότη), για να φυλάξει τα σύνορα με το Δεσποτάτο της Ηπείρου.
[Nicol, Last, σλδ 32-3] It looked as if the Despotate of Epiros was no more. The battle of Pelagonia seemed to have settled the issue. [… But …] A sense of urgency was introduced into the situation by the news from Greece that the Despot of Epiros had already managed to undo much of the work done at Pelagonia. Rejoined by his repentant son John Doukas he had found his way back to his capital at Arta in 1260. His other son Nikephoros had collected a company of Italian soldiers from Manfred of Sicily. The inhabitants of Epiros had hailed the return of their native ruler with joy and enthusiasm, and the fallen fortunes of the Despotate were beginning to revive. The emperor Michael VIII took the precaution of sending his brother John, now dignified with the title of Despot, back to Thessalonica to keep guard again over the western approaches.
Ο μόνος χαμένος από την μάχη της Πελαγονίας ήταν το Φραγκικό Πριγκηπάτο της Αχαΐας, γιατί είχε χάσει τον ηγεμόνα του μαζί με πολλούς στρατιώτες. Η αιχμαλωσία του Γουλιέλμου και των λογάδων του αποδείχτηκε πολύ καλό χαρτί για τους Νικαιάτες, γιατί το 1262 (όταν πια είχε ανακτηθεί η Κωνσταντινούπολη εδώ και ένα χρόνο), ο Γουλιέλμος και οι λογάδες άνδρες του απελευθερώθηκαν με αντάλλαγμα την παραχώρηση της Λακωνίας (Μονεμβασιά, Μυστράς και Μάνη) στους Ρωμαίους. Έτσι το 1262, οι Ρωμαίοι ανακτούν πρόσβαση στην Πελοπόννησο και ο Μυστράς γίνεται το ορμητήριο από το οποίο θα ξεκινήσει η σταδιακή ανάκτηση της Πελοποννήσου.
Το χειμώνα του 1260 ο Μιχαήλ Παλαιολόγος εστίασε όλες τις δυνάμεις του στην ανάκτηση της Κωνσταντινουπόλεως. Επειδή τα Ενετικά πλοία φρουρούσαν αποτελεσματικά την Προποντίδα, ο Μιχαήλ έκρινε πως χρειαζόταν επειγόντως ένα στόλο, γιατί πίστευε πως η ανάκτηση της Κων/πόλεως προϋπέθετε την εξουδετέρωση του Ενετικού στόλου. Τότε εμφανίστηκαν στην αυλή του οι Γενοβέζοι προτείνοντας στον Μιχαήλ την εξής συμφωνία: αν τους παραχωρούσε την πόλη της Σμύρνης και τα προνόμια και την ιδιοκτησία των Ενετών στα βυζαντινά μέρη, θα του έδιναν 50 πλοία. Στις 13 Μαρτίου 1261, η συμφωνία επικυρώθηκε με την Συνθήκη του Νυμφαίου.
Δυστυχώς, όταν ο Μιχαήλ Παλαιολόγος υπέγραφε την Συνθήκη του Νυμφαίου δεν ήξερε ότι λίγους μήνες αργότερα θα έπαιρνε την Βασιλίδα των Πόλεων εντελώς απρόβλεπτα και τυχαία, χωρίς την ανάγκη του γενοβέζικου στολίσκου!
Τον Ιούλιο του 1261, καθώς ο Αλέξιος Στρατηγόπουλος είχε υπό την ηγεσία του μια μικρή ομάδα 800 ανδρών (οι περισσότεροι από τους οποίους ήταν Κουμάνοι) σε μια αποστολή ρουτίνας που αφορούσε την επίβλεψη της Ρωμαιο-Βουλγαρικής μεθορίου, έμαθε από γηγενείς «θεληματάριους» της Σηλυμβρίας (ο όρος «θεληματάριοι» είναι του Παχυμέρη και περιγράφει λατινοκρατούμενους εθνοτικούς Ρωμαίους, ασταθούς νομιμοφροσύνης, αλλά που βοηθούσαν κρυφά τους Ρωμαίους, όταν δεν είχαν φόβο να χάσουν το κεφάλι τους) ότι ο λατινικός στρατός της Κων/πόλεως και ο Ενετικός στόλος έλειπαν σε εκστρατεία και ότι η Κων/πολη ήταν εντελώς απροστάτευτη. Επιπρόσθετα, οι θεληματάριοι του έδειξαν ένα μυστικό πέρασμα από το οποίο μπορούσε να εισέλθει στην Κωνσταντινούπολη. Ο Στρατηγόπουλος μαζί με μια μικρή ομάδα εισήλθε νύχτα από το μυστικό πέρασμα και κατάφερε να ανοίξει από μέσα μια πύλη, από την οποία μπήκε το υπόλοιπο στράτευμα.
Η περιγραφή της Gill Page της κατηγορίας «θεληματάριοι» (σλσ 113-114):
Εδώ έχουμε άλλη μια χρήση της εθνοτικής Ρωμαϊκής ταυτότητας. Οι θεληματάριοι δεν ήταν ούτε πολιτικοί Ρωμαίοι (= Νικαιάτες), ούτε η «γνώμη» τους ήταν μονίμως υπέρ των Ρωμαίων (= Νικαιατών). Ωστόσο ήταν εθνοτικά Ρωμαίοι λόγω καταγωγής, γλώσσας, θρησκείας κλπ («αὐτοῖς οὖσι Ῥωμαίοις»).
[Παχυμέρης] Ἦσαν δέ τινες κατοικοῦντες ἀπὸ Χρυσείας τε καὶ ἐπέκεινα, ἀνέτους τὰς γνώμας ἔχοντες, εἴτε πρὸς Ῥωμαίους εἴτε πρὸς Ἰταλοὺς ἐθέλοιεν ἀποκλίνειν, τῶν μὲν Ῥωμαίων προσκειμένων αὐτοῖς οὖσι Ῥωμαίοις, τῶν δ‘ Ἰταλῶν φυλακὴν ἐκ τούτων πιστευόντων ἔχειν διὰ τὸ πρὸς αὐτοὺς σύνηθες· οὐ γὰρ ἦν ἑτέροις πιστεύειν. Τὸ δὲ καὶ τοὺς κατοικοῦντας ἐκδιῶξαι, μὴ καὶ κίνδυνος ἐκ τῆς ἐρημίας προσέσται. Ἦσαν γοῦν μεταξὺ Ῥωμαίων καὶ Ἰταλῶν καὶ διὰτοῦτο ἐκέκληντο καὶ θεληματάριοι, τὴν ἔξω τῆς πόλεως γῆν καρπιζόμενοι καὶ διαζῶντες ἐκεῖθεν καὶ παρ‘ ἀμφοτέρων εἰς ἄνεσιν μένοντες, χρῃζόντων ἑκατέρων τῆς ἐκείνων ἀγάπης, ὡς ἄν γε μὴ βλάπτοιντο·
Η ανάκτηση της Πόλεως έγινε τόσο ξαφνικά, ώστε ο Λατίνος αυτοκράτορας Βαλδουίνος Β΄ που κοιμόταν στο παλάτι των Βλαχερνών ίσα ίσα που πρόλαβε να μπουκάρει σε ενα ενετικό πλοίο που έφευγε για την Εύβοια, αφήνοντας πίσω τα αυτοκρατορικά του παράσημα (στέμμα και σκήπτρο).
Όταν η Ευλογία ξύπνησε τον αδελφό της Μιχαήλ Η΄ και του είπε τα νέα, ο τελευταίος νόμιζε ότι του έκανε πλάκα! 🙂
Τρεις εβδομάδες αργότερα (15 Αυγούστου 1261), ο Μιχαήλ Η΄ μπήκε για πρώτη φορά στη ζωή του στην Κωνσταντινούπολη, οπου ο Πατριάρχης Αρσένιος τον έστεψε Αυτοκράτορα. Λίγους μήνες αργότερα, ο Μιχαήλ έβαλε να τυφλώσουν τον μικρό Ιωάννη Λάσκαρι (νόμιμος διάδοχος του πατέρα του Θεόδωρου Β΄ Λάσκαρι), για να μην προκύψουν προβλήματα διαδοχής στο μέλλον.
Η Βασιλίδα των Πόλεων ήταν πάλι Ρωμαϊκή! Η αυτοκρατορία της Νίκαιας, από αυτήν την στιγμή και μετά, δίνει την θέση της στην ανασυσταθείσα Παλαιολόγειο Αυτοκρατορία, η οποία γύρω στο 1261 είχε τα παρακάτω σύνορα:
[Nicol, Last, σλδ 33-37] In the winter of 1260 Michael VIII applied all his very considerable diplomatic and military talents to the recovery of Constantinople. Every frontier must be secured, every possible enemy pacified, and every contingency foreseen. Treaties were signed with the Seljuq Turks, the Mongols and the Bulgarians. But Michael’s greatest triumph was to discover allies who could help him break the Venetian defences of Constantinople by sea. The Genoese, ever the rivals of Venice in the trade of the eastern Mediterranean […] they were desperate to find new markets and eager to score over the Venetians in any quarter. If their own chroniclers are to be believed, it was the Genoese themselves who took the initiative in offering their services to the Emperor Michael. Had they not done so it seems probable that he would have invited them in any case. […] Negotiations took place in secret, and on 13 March 1261 a treaty was drawn up at Nymphaion where the Emperor had been spending the winter. It was ratified at Genoa on 10 July.
The Treaty of Nymphaion postulated a permanent alliance between Byzantines and Genoese directed against Venice. Genoa was to put up to 50 ships at the Emperor’s disposal. In return, assuming victory over the Venetian fleet at Constantinople, the merchants of Genoa were to inherit all the concessions formerly enjoyed by the Venetians in Byzantine waters. They would have the right to trade duty-free inall parts of the Byzantine Empire; they would have a monopoly of access to the ports of the Black Sea; they would be granted their own commercial quarter in Constantinople, in Thessalonica and in the other major ports of the Empire; and they would be given absolute possession of the city of Smyrna. All this was a heavy price to pay for the hire of 50 ships. […] For it [the Treaty of Nymphaion] laid the foundations of the Genoese commercial empire in the eastern Mediterranean and the Black Sea, […] After 1261 the trade and economy of Byzantium was to be at the mercy not of one Italian republic but of two, until the resources of the Empire were drained dry and its resistance was at an end.
It was an irony of history that the alliance between Nicaea and Genoa, designed to furnish the necessary ships for an attack on Constantinople, should ever have been concluded. For only a few weeks after it had been signed Constantinople fell without the help or the use of any fleet at all. The recovery of the capital, which had become the raison d’être of the Empire of Nicaea, was achived in the end almost by accident. In July 1261, when his latest truce with the Emperor Baldwin had still a month to run, Michael VIII had sent his general Alexios Stategopoulos with a small army over to Thrace. They were to patrol the Bulgarian frontier and spy out the defences of Constantinople on the land side. When he reached Selymbria on the coast some 30 miles west of the city, Strategopoulos learnt from some of the local farmers that almost all the Latin garrison and Venetian fleet were at the moment away on a raiding party in the Black Sea. The city lay undefended except by its massive walls. But Strategopoulos was told of a secret passage under the walls and of a spot where scaling-ladders could probably be erected. The opportunity seemed to good to miss, and in the dead of night Strategopoulos and some of his soldiers made their way, guided by the locals, under or over the walls. They surprised the guard at the Gate of the Fountain and hacked it open from inside before the alarm could be raised. On 25 July a Byzantine army was once again in possesion of a part of Constantinople.
[…] There was some fighting in the streets, but by the break of day it was seen that the Byzantines had taken control of the land walls. The Latin Emperor Baldwin was asleep in the Blachernai Palace at the northern end of the walls. He was roused by the noise and confusion, and as the Byzantine troops advanced upon him he gave up all hope and ran down to the harbour, where he boarded a Venetian merchant ship and sailed way to Euboia. His escape was so abrupt that he had no time to pack his crown and sceptre; they were found abandoned in the palace. To forestall the return of the Latins from the Black Sea, Strategopoulos acred on the advice of onw of the Greek inhabitants of the city and set fire to the buildings and warehouses of the Venetians along the Golden Horn; […] All that the Venetians could do was to salvage what was left from the flames and sail away. Refugees swarmed aoard the ships and the fleet made off for the Venetian island of Euboia.
[…] The Emperor Michael VIII was asleep in his camp at Meteorion some 200 miles away when the good news was brought to him. The first to hear it was his sister Eulogia. She woke him gently by tickling his toes and announced that he was master of Constantinople. At first Michael refused to believe the story.
[…] Not until three weeks later, when he had made fitting preparations for moving the seat of the Byzantine government back to its proper home, did Michael make the journey to Cosntantinople. On 15 August 1261, the Feast of the Dormition of the Virgin, he enetered the Golden Gate at the southwest corner of the city, and from there, after a prayer of thanksgiving, walked in solemn procession to the cathedral of St Sophia. It was through the Golden Gate that emperors returning in triumph from war were accustomed to re-enter their capital. But the entry of Michael Palaiologos, an emperor who had been born in exile and who had never seen the city, was of a different nature. […] When the liturgy had been celebrated in St. Sophia, the Patriarch Arsenios performed a second coronation ceremony. Michael and his wife Theodora were crowned Emperor and Empress, and their son, aged two, was proclaimed heir-presumptive to the throne. The legitimate Emperor, the young John IV Laskaris, had been left neglected in Nicaea. Within a few months he was to be blinded and confined to a castle on the Sea of Marmora. Tradition had it that blindness disqualified a man for the role of Byzantine Emperor. [ …] The dynasty of Laskaris, which had held the pass for 57 years, was to be repalced by the dynasty of Palaiologos.
Στις επόμενες αναρτήσεις θα περιγράψω το υπόλοιπο της βασιλείας του Μιχαήλ Η΄ Παλαιολόγου μέχρι τον θάνατό του το 1282. Η επόμενη (δεύτερη) ανάρτηση, ειδκότερα, θα έχει ως θέμα την πρώτη εξαετία μετά την ανάκτηση της Κωνσταντινούπολης (1261-1267).