Tag Archives: λεξικό

Το λεξικό λατινικών δανείων της Eleanor Dickey #3

Η σημερινή ανάρτηση συνεχίζει το θέμα των δύο προηγουμένων (#1, #2). Continue reading

35 Comments

Filed under ρωμανικές γλώσσες, Βαλκανικές γλώσσες, Γλωσσολογία, Ελληνική γλώσσα

Το λεξικό λατινικών δανείων της Eleanor Dickey #2

Επειδή η πρώτη εισαγωγική ανάρτηση της σειράς που έκανα το πρωί ήταν μικρή, θα προσθέσω σήμερα και μια δεύτερη ανάρτηση με θέμα το σχολιασμό επιλεγμένων λημμάτων από το πρόσφατο λεξικό των λατινικών δανείων της αρχαίας ελληνικής (της ύστερης αρχαιότητας) της Eleanor Dickey. Continue reading

11 Comments

Filed under ρωμανικές γλώσσες, Βαλκανικές γλώσσες, Γλωσσολογία, Ελληνική γλώσσα

Ardelio della Bella (1728): Dizionario Italiano-Latino-Illirico

Ο Ιταλός (από την Foggia) Ιησουίτης Ardelio della Bella (1655 – περ. 1737) το 1728 εξέδωσε στη Βενετία το τρίγλωσσο «Ιταλικό-Λατινικό-Ιλλυρικό Λεξικό» (Dizionario Italiano-Latino-Illirico) που μπορείτε να διαβάσετε εδώ. Με τον όρο «Ιλλυρική γλώσσα» (la Lingua Illirica) στον πρόλογο εξηγεί ότι εννοεί τη «Σλαβική» (la Slava) και, πιο συγκεκριμένα, ισχυρίζεται ότι η σλαβική γλώσσα την οποία χρησιμοποιεί είναι ένα μείγμα της «Βοσνιακής» και της «Ραγουζανικής» (Ραγούζα/Ντουμπρόβνικ), που φημολογείται πως είναι το καλύτερο (stimato il migliore). Continue reading

2 Comments

Filed under πρώιμη νεωτερική εποχή, ρωμανικές γλώσσες, Βαλκανικές γλώσσες, Γλωσσολογία, Εθνολογία, Ιστορία, Ινδοευρωπαϊκά θέματα, Οθωμανική περίοδος, Σλαβικές γλώσσες

Η ιστορία του ιταλικού όρου più

Στη σημερινή ανάρτηση θα περιγράψω την ιστορία του ιταλικού όρου più «πλέον, περισσότερο» και πως αυτός προέκυψε από το λατινικό plūs, γιατί νομίζω πως είναι ένα απλό και ξεκάθαρο παράδειγμα που εξηγεί σε όποιον ενδιαφέρεται να μάθει τη μεθοδολογία της συγκριτικής γλωσσολογίας. Continue reading

4 Comments

Filed under ρωμανικές γλώσσες, Γλωσσολογία, Ινδοευρωπαϊκά θέματα

Το λεξικό του Αρμανικού ιδιώματος του Μετσόβου του Φάνη Δασούλα #3

Στην σημερινή και τελευταία ανάρτηση της σειράς (#1, #2 και εδώ) θα σχολιάσω τους υποστρωματικούς όρους (substrate) που η ΑΒΡ συμμερίζεται με την Αλβανική, τους οποίους βρήκα στο λεξικό του Φάνη. Αυτό που τους διακρίνει από τα μεταγενέστερα (μεσαιωνικά) αλβανικά δάνεια της Αρμανικής είναι ότι εμφανίζονται και στην Ρουμανική, κάτι που δείχνει ότι είναι παλιά πρωτοαλβανικά δάνεια στην κοινή ΑΒΡ (πριν την διασπορά των ομιλητών της κατά τον πρώιμο μεσαίωνα). Continue reading

17 Comments

Filed under Βαλκανικές γλώσσες, Γλωσσολογία, Ινδοευρωπαϊκά θέματα

Το λεξικό του Αρμανικού ιδιώματος του Μετσόβου του Φάνη Δασούλα #2

Στην ανάρτηση αυτή θα συνεχίσω τον σχολιασμό που ξεκίνησα σε παλαιότερη ανάρτηση (και επιπρόσθετα εδώ) του λεξικού του Φάνη Δασούλα για το Αρμανικό ιδίωμα του Μετσόβου. Αρκετοί από τους όρους που θα περιγράψω απαντούν και σε ορισμένες βορειοελληνικές διαλέκτους, όπως η Ρουμλουκιώτικη, γι΄αυτό τόσο σ΄αυτήν όσο και στην επόμενη (και τελευταία) ανάρτηση θα παραπέμψω συχνά στο βιβλίο του Δημήτρη Θ. Δελιόπουλου Το Ρουμλουκιώτικο Ιδίωμα (από εδώ και πέρα Ρουμλ., έχω σχολιάσει το βιβλίο αυτό σε παλαιότερη ανάρτηση). Continue reading

23 Comments

Filed under Βαλκανικές γλώσσες, Γλωσσολογία, Ινδοευρωπαϊκά θέματα

Τα αρμανικά ρήματα zgrúmu και suélʲu

Η σημερινή ανάρτηση συνεχίζει το θέμα της προηγούμενης, την οποία δυστυχώς αναγκάστηκα να κλείσω πρόωρα την Κυριακή λόγω έλλειψης χρόνου. Στη σημερινή ανάρτηση θα σχολιάσω τα αρμανικά/βλαχικά ρήματα zgrúmu = «στραγγαλίζω, πνίγω» και suélʲu = «κουρεύω μαλλί από την κοιλιά, τα οπίσθια, την ουρά και τον λαιμό ενός προβάτου» που βρήκα στο λεξικό του Φάνη Δασούλα. Continue reading

16 Comments

Filed under Βαλκανικές γλώσσες, Γλωσσολογία, Ινδοευρωπαϊκά θέματα, Uncategorized

Το λεξικό του Αρμανικού ιδιώματος του Μετσόβου του Φάνη Δασούλα #1

Σε πολλές παλαιότερες αναρτήσεις έχω αναφερθεί στο λεξικό του Φάνη Δασούλα για το αρμανικό/βλαχικό ιδίωμα του Μετσόβου, αλλά ποτέ μέχρι τώρα δεν έτυχε να αφιερώσω μια σειρά αναρτήσεων γι΄αυτό το εξαιρετικό πόνημα. Όπως λέει και ο τίτλος του έργου (Η αποκωδικοποίηση ενός πολιτισμού μέσα από το πεδίο της γλωσσικής του έκφρασης. Το βλαχικό ιδίωμα του Μετσόβου), το έργο του Φάνη δεν είναι μόνο μια συλλογή λέξεων, αλλά αποτελεί κι ένα παράθυρο στον πολιτισμό και την ιστορία των ανθρώπων που χρησιμοποιούσαν καθημερινά τις λέξεις που κατέγραψε. Δυστυχώς, η γλώσσα των Βλάχων και η ιστορία της δεν έχουν ακόμα ούτε κατά διάνοια μελετηθεί με την δέουσα σοβαρότητα.

Ο Φάνης Δασούλας κι ο Σταμάτης Μπέης έχουν γράψει και το άρθρο Πρόταση για το σύστημα γραφής της Βλαχικής γλώσσας (περιοδικό γλωσσολογία 25: 51-69).

Το θέμα της παρούσας ανάρτησης (και των επομένων της σειράς) είναι ο σχολιασμός του λεξικού του Φάνη Δασούλα. Continue reading

57 Comments

Filed under Βαλκανικές γλώσσες, Γλωσσολογία, Ινδοευρωπαϊκά θέματα

Το Πρωτο-Σλαβικό Ετυμολογικό Λεξικό του Rick Derksen

Η σημερινή ανάρτηση θα είναι βραχεία, αλλά ενδιαφέρουσα για όποιον ενδιαφέρεται για το σλαβικό λεξιλόγιο. Την Κυριακή ο Χρήστος μου επεσήμανε πως υπάρχει στο διαδίκτυο το Ετυμολογικό Λεξικό της Πρωτο-Σλαβικής του Rick Derksen (Etymological Dictionary of the Slavic Inherited Lexicon, Brill, 2007, μέρος της σειράς των ΙΕ Ετυμολογικών Λεξικών που ο εκδοτικός οίκος Brill εξέδωσε σε συνεργασία με το τμήμα Γλωσσολογίας του πανεπιστημίου Leiden). Το λεξικό αυτό περιέχει το λεξιλόγιο που η Πρωτο-Σλαβική γλώσσα, δηλαδή ο κοινός πρόγονος όλων των θυγατρικών σλαβικών γλωσσών, κληρονόμησε από την Κοινή Βαλτο-Σλαβική (ο κοινός πρόγονος της Πρωτο-Βαλτικής και της Πρωτο-Σλαβικής) και, εν τέλει, από την μητρική Πρωτο-Ινδο-Ευρωπαϊκή ΠΙΕ. Στο λεξικό συμπεριλαμβάνονται και τα δάνεια που η Πρωτο-Σλαβική δέχτηκε από άλλες ΙΕ γλώσσες (λ.χ. Γερμανικά, Ιρανικά και Λατινικά δάνεια).

Το λεξικό αυτό μπορείτε να το διαβάσετε/κατεβάσετε εδώ.

Ως παράδειγμα της χρησιμότητάς του λεξικού αυτού θα εξηγήσω πως έλυσε την απορία ενός σχολιαστή του ιστολογίου για την ετυμολογία του τοπωνυμίου Όμοτσκο [(X)Οmotsko, σημερινό Λιβαδοτόπι] που βρίσκεται στον Δήμο Νεστορίου της Καστοριάς.

Όταν ο σχολιαστής με ρώτησε για την ετυμολογία του τοπωνυμίου δεν μπόρεσα να βρω κάτι βέβαιο.

Στην παλαιότερη απάντησή του (οθωμανικό έγγραφο του 1530) το τοπωνύμιο έχει αρκτικό «χ» (Xomotsko), το οποίο προφανώς χάθηκε στον δημώδη λόγο, όπως συχνά συμβαίνει στην Σλαβομακεδονική (λ.χ. χubav > ubav = «ωραίος, όμορφος», το τελικό /v/ προφέρεται /f/ στην Βουλγαρική και στην Σλαβομακεδονική).

Χθες το βράδυ, ο ίδιος σχολιαστής με πληροφόρησε ότι βρήκε την ετυμολογία στο Λεξικό του Derksen. Πράγματι, υπάρχει ο πρωτοσλαβικός όρος *xomǫtŭ = «ιπποζύγιο» που ταιριάζει γάντι στο *Xomǫt-ĭsko > (X)Omotsko. Ο πρωτοσλαβικός όρος *xomǫtŭ μάλλον είναι γερμανικό δάνειο στην Πρωτο-Σλαβική (λ.χ. πρωτογερμανικό *hamô > αγγλικό hamehorse collar), όπως λ.χ. το *hlaibaz (> αγγλικό loaf) > πρωτοσλαβικό xlěbŭ = «ψωμί». Εναλλακτικά, έχει προταθεί και το σενάριο κοινού Σλαβο-Γερμανικού δανεισμού από μια Τουρκική (Ουννική;, Αβαρική; ) γλώσσα (λ.χ. μογγολικό khomut).

xomotu

Όπως βλέπετε, το λεξικό περιέχει τον πρωτοσλαβικό όρο και από κάτω ακολουθούν οι απόγονοι του στις θυγατρικές γλώσσες, οι συγγενείς βαλτικοί όροι (όταν υπάρχουν) και η ΙΕ ρίζα στην οποία ανάγεται ο πρωτο-σλαβικός όρος.

Επεξήγηση ακρωνυμίων:

CS = Church Slavonic = Εκκλησιαστική Σλαβωνική (OCS = Old CS, ECS = East CS ~ Εκκλησιαστική Ρωσική).

Ε = East Slavic = ο ανατολικός υποκλάδος των σλαβικών γλωσσών (Ρωσική, Ουκρανική και Λευκορωσική).

W = West Slavic = ο δυτικός υποκλάδος των σλαβικών γλωσσών (Πολωνική, Σορβική, Τσεχική και Σλοβακική).

S = South Slavic = ο νότιος υποκλάδος των σλαβικών γλωσσών (Βουλγαρική, Σλαβομακεδονική, Σερβο-Κροατική, Σλοβενική).

B = Baltic = Βαλτικοί συγγενείς όροι ( από την Λιθουανική, την Λετονική, και την Παλαιά Πρωσική)

Cogn. = Cognates = συγγενείς όροι από τις άλλες ΙΕ γλώσσες έξω απόν τον Βαλτο-Σλαβικό κλάδο.

Επειδή ο ίδιος πάντα σχολιαστής χθες με ρώτησε για την ετυμολογία του τοπωνυμίου Καλέβιστα (Kalevišta ~ Kalevišča, σημερινή Καλή Βρύση Καστοριάς) θα χρησιμοποιήσω το ίδιο λεξικό για να απαντήσω.

Το τοπωνύμιο Kalevišta περιέχει το τυπικό σλαβικό διμορφηματικό επίθημα -ev-išta το οποίο αποτελείται από το «συζευκτικό» μόρφημα -ov- ~ -ev- που σχηματίζει τα τυπικά συσχετιστικά επίθετα σε -ov ~ -ev και το συλλογικό επίθημα -išt-, που έχω περιγράψει σε παλαιότερη ανάρτηση, το οποίο τοπώνυμικά είναι ισολειτουργικό (αλλά όχι συγγενές) με το επιθήμα Hoffmann *-(i)h3onh2 στους ελληνικούς όρους όπως ἐλαιών, καλαμών (= τόπος με πολλά ελαιόδενδρα/καλάμια αντίστοιχα).

Η συλλογικότητα του επιθήματος -išt- φαίνεται στο ότι χρησιμοποιήθηκε για τον σχηματισμό ορισμένων πληθυντικών (λ.χ. IE *ponth2- «δρόμος, μονοπάτι» > πρωτοσλαβικό *pǫtĭ > βουλγαρικό/σλαβομακεδονικό pǎt/pat, με πληθυντικό pǎtišta/patišta = «δρόμοι, μονοπάτια») και ορισμένων επιτατικών παρωνυμίων, όπως λ.χ. žena = «γυναίκα» > βουλγ. ženište = «νταρντανογυναίκα».

Όταν πριν από το μόρφημα -ov- υπάρχει «μαλακό σύμφωνο» (“soft consonant”: j,č,š,ž) τότε συνέβη η πρωτοσλαβική τροπή -ov->-ev- (λ.χ. Nikol-ov αλλά Georgjev, Ivan-ov αλλά Delčev), όπως ακριβώς τα ΙΕ ουδέτερα σε *-iom (λ.χ. πεδίον ~ abluvium) εξελίχθηκαν στα πρωτοσλαβικά ουδέτερα σε *-yom > *-yo > -je (λ.χ. *-om: selo = «χωριό» με πληθυντικό *-h2sela = «χωριά», αλλά *-yom: polje = «κάμπος» με πληθυντικό polja).

Γι΄αυτό, όπως εξήγησα, το επίθημα -ev-išt- είναι απλώς παραλλαγή του -ov-išt- (λ.χ. το σερβοκροατικό ζεύγος trg = «παζάρι» > trg-ov-ište = «μείζον παζάρι μιας περιοχής»).

Άρα στο τοπωνύμιο Kalevišta αναμένουμε ένα «μαλακό σύμφωνο» πριν από το μόρφημα -ev-. Πράγματι, γνωρίζουμε ότι η Βουλγαρική και η Σλαβομακεδονική έτρεψαν την δίφθογγο je>e (λ.χ. *polje > pole = «κάμπος»).

Άρα έχουμε κάθε λόγο να υποψιαζόμαστε ότι η αρχική μορφή του τοπωνυμίου Kalevišta ήταν *Kaljevišta.

To θέμα kalj- θυμίζει αυτό του σερβο-κροατικού όρου kaljugakaljuža = «λάσπη, λασπόνερα» που, με τη σειρά του, ανάγεται στο πρωτοσλαβικό ουσιαστικό *kalŭ = «λάσπη» (και το παράγωγο συγγενικό πρωτοσλαβικό ρήμα *kaliti = «λερώνω, πασαλείβω»).

Άρα το τοπωνύμιο *Kaljevista > Kalevišta ~ Kalevišča μάλλον σημαίνει «λασπότοπος, τόπος με πολλές λάσπες».

Στο λεξικό του Derksen βρίσκουμε για τους πρωτοσλαβικούς όρους *kalŭ = «λάσπη» και *kaliti = «λερώνω, πασαλείβω» τα εξής:

kal

Βέβαια πρέπει να παρατηρηθεί ότι σε μερικές θυγατρικές γλώσσες το ρήμα kaliti άλλαξε σημασία. Έτισ στην σερβο-κροατική, η σημασία άλλαξε από «πασαλείβω» > «εμβάπτω» και εν τέλει «σκληραίνω» επειδή ο πυρακτωμένος σίδηρος ψύχεται εμβαπτόμενος στο νερό για να σκληρύνει.

Το σλαβικό ρήμα kaliti με την ενδιάμεση σημασία «εμβάπτω» εισήλθε στην Αλβανική ως kalis = «καθαρίζω, ακονίζω (μέταλλο)» (η σημασιακή εξέλιξη ήταν εμβάπτω > πλένω > καθαρίζω> ακονίζω).

kalis

4 Comments

Filed under Βαλκανικές γλώσσες, Γλωσσολογία, Ινδοευρωπαϊκά θέματα, Σλαβικές γλώσσες