Ο «Θεσσαλός γόης» (incantator Thessalus)

Η σημερινή σύντομη ανάρτηση είναι για τον Αντώνη που σ’αυτό εδώ το σχόλιο μου ζήτησε να σχολιάσω το βλαχικό ρήμα discântu «ξεματιάζω, ξεμαγεύω».

Το βλαχικό ρήμα discântu «ξεμαγεύω, ξεματιάζω» είναι ο αντίστοιχος συγγενής του ρουμανικού ρήματος (a) descânta «ξεμαγεύω, ξεματιάζω, ξορκίζω».

Πρόκειται για τους ΑΒΡ απογόνους του σύνθετου λατινικού ρήματος dis-cantāre «ξε-μαγεύω» που είναι το αντίθετο του σύνθετου ρήματος in-cantāre «μαγεύω»:

λατ. incant-ō «μαγεύω (με ξόρκια)» > ιταλ. incanto, βλαχ. ncântu, ρουμ. încânt (a încânta), γαλλ. enchante > αγγλ. enchant κλπ.

Η αντιθετική σημασία του ζεύγους προθέσεων in- και dis- είναι όπως στο ρηματικό ζεύγος λατ. in-carricō > βλαχ. ncarcu (και αλβ. ngarkoj) «φορτώνω» και λατ. dis-carricō > βλαχ. discarcu «ξε-φορτώνω» (και αλβ. shkarkoj ~ ιταλ. scarico).

Στα ιταλικά το «μάγευμα (με ξόρκια), ξόρκι» λέγεται incantamento, (και incantevole ο «μαγευτικός, γοητευτικός, θεσπέσιος»), το γαλλικό αντίστοιχο του οποίου είναι ο όρος enchantement που εισήλθε στα αγγλικά ως enchantment («μάγευμα» και, με την αισθηματική σημασία, «γοητεία, ερωτική έλξη»).

Το nomen agentis του λατινικού ρήματος incantō είναι incantātor, έννοια που στα αρχαία ελληνικά φέρεται από τον όρο γόης (γόης = incantātor και γοητεύω = incantāre).

Παράδειγμα χρήσης του ρήματος incantō «μαγεύω» βρίσκουμε στον Αμμιανό Μαρκελλίνο (έγραψε για γεγονότα του β’ μισού του 4ου μ.Χ. αι.), σε ένα χωρίο όπου μας πληροφορεί ότι κάποιος πρώην δουξ ονόματι Σερηνιανός είχε «μαγέψει με απαγορευμένες τέχνες» (incantato vetitis artibus) τον πίλο (pilleus ~ pīleus) που φορούσε στο κεφάλι του, τον οποίο κάποια στιγμή έστειλε με έναν οικείο/συγγενή του σε μαντείο (ad templum), για να μάθει αν θα γίνει αυτοκράτορας.

[Αμμ. Μαρκ., RG, 14.7.7] Eodem tempore Serenianus ex duce, cuius ignavia populatam in Phoenice Celsen ante rettulimus, pulsatae maiestatis imperii reus iure postulatus ac lege, incertum qua potuit suffragatione absolvi, aperte convictus familiarem suum cum pileo, quo caput operiebat, incantato vetitis artibus ad templum misisse fatidicum, quaeritatum expresse an ei firmum portenderetur imperium, ut cupiebat, et cunctum.

[Αγγλική μετάφραση] At that same time Serenianus, a former general, through whose inefficiency Celse in Phoenicia had been pillaged, as we have described, 1 was justly and legally tried for high treason, and it was doubtful by what favour he could be acquitted; for it was clearly proved that he had enchanted by forbidden arts a cap which he used to wear, and sent a friend of his with it to a prophetic shrine, to seek for omens as to whether the imperial power was destined to be firmly and safely his, as he desired.

Παράδειγμα χρήσης του nomen agentis incantātor «γόης» βρίσκουμε στον Βίο του επισκόπου Επιφανίου της Παβίας (λατ. Ticīnum, η σημερινή Παβία της Ιταλίας) που συνέγραψε ο διάδοχός του Εννόδιος. Ο Επιφάνιος ήταν επίσκοπος Παβίας την εποχή που ο γοτθογενής magister militum Ρέκιμερ σκότωσε τον Ιταλο-Ρωμαίο αυτοκράτορα Μαϊωριανό και, αργότερα, τον Εώο Ρωμαίο Ανθέμιο που έστειλε ως δυτικό αυτοκράτορα στη Ρώμη ο Εώος Ρωμαίος αυτοκράτορας Λέων Α΄ ο Θραξ. Ο Γαλλο-Ρωμαίος Εννόδιος φαίνεται πως δεν γούσταρε τον «Γραικό» (i.e., Εώο Ρωμαίο) Ανθέμιο γιατί, χρησιμοποιώντας ως ασφαλές φερέφωνο τον «βάρβαρο» Ρέκιμερ, στον Βίο Επιφανίου χαρακτηρίζει δια στόματος Ρεκίμερος τον Ανθέμιο ως «Γραικούλη» (Graeculus), «Γαλάτη» (Galata) και «Θεσσαλό γόητα» (incantator Thessalus). Με τον τελευταίο χαρακτηρισμό μάλλον εννοεί «αγύρτης γόης που γοητεύει τον κόσμο με τα «ξόρκια» [i.e., ρητορική] του». Με τον χαρακτηρισμό «Γαλάτης» μάλλον εννοεί δύο προσβολές σε μία: «Ασιάτης» (η Γαλατία της Μικράς Ασίας) και εμμέσως «Γραικούλης» γιατί, όπως εξηγεί και ο Αμμιανός Μαρκελλίνος, ο λαός που στα λατινικά (Ῥωμαϊστί) ονομάζονται «Γάλλοι» (Galli), στην «Γραικική» γλώσσα (sermo Graecus) ήταν γνωστοί ως «Γαλάτες» (Γαλάται):

[Αμμ. Μαρκ. RG, 15.9.3] Celtis nomine regis amabilis et matris eius vocabulo Galatas dictos ita enim Gallos sermo Graecus

Παραθέτω (από εδώ) το σχετικό χωρίο του Βίου Επιφανίου του Εννοδίου:

9 Comments

Filed under ρωμανικές γλώσσες, Βαλκανικές γλώσσες, Γλωσσολογία

9 responses to “Ο «Θεσσαλός γόης» (incantator Thessalus)

  1. Melikertis

    Γεια σου Σμερδαλέε.

    Επί τη ευκαιρία της ενδιαφέρουσας γλωσσικής ανάλυσης επί ρωμανικών, ήθελα να σε ρωτήσω αν έχεις υπόψιν πιθανή ρίζα ενός επωνύμου Σπιρλίγκο(ς) που πετυχαίνω στα παράλια της Λοκρίδας κατά τον 16ο αιώνα. Πιθανολογώ λατινική ρίζα, ενώ βρίσκω παρεμφερές τοπωνύμιο και στην Σικελία (Sperlinga). Βλαχική ή ιταλιώτικη η αναγωγή του;

    • Γεια σου, Μελικέρτη.

      Το λήμμα της ιταλικής Βικιπαίδειας ετυμολογεί το σικελικό τοπωνύμιο Sperlinga από το ελληνογενές λατινικό σπῆλυγξ > spēlunca «σπηλιά» (“grotta”, υπάρχουν πολλές σπηλιές (numerose grotte) στα βράχια της περιοχής):

      etimologicamente Sperlinga deriva dal greco e significa “Spelonca”, grotta. Il territorio comunale è caratterizzato da numerose grotte scavate nella roccia arenaria.[5]

      Από την άλλη, ο όρος θυμίζει και τον γερμανικό όρο για το «σπουργίτι» Sperling.

      Απ΄όσο ξέρω οι ποικιλίες της ΑΒΡ (βλαχική και ρουμανική) δεν διαθέτουν απόγονο του λατινικού spelunca.

      Αν σε λίγο μου έρθει και καμιά άλλη ιδέα, θα την προσθέσω σε νέο σχόλιο.

  2. fanis

    Aυτά θα βοηθήσουν στην ετυμολόγηση του Σπιρλίγκο

    sperlúngu -gă επίθ. 1. ( για άνθρ. ) ραδινός, ψηλός και λιγνός:  2.(για πράγμα)  μακρόστενο, στενόμακρος:

    sperlunghédzu & sperlúngu ρ.  επεκτείνω, μεγαλώνω (κτ.) σε έκταση ή σε μήκος.

    sperlíngu ρ. 1. (τριτοπρόσ. για δοχείο, σκεύος) εμφανίζω υγρασία ή στάζω (από τις ενώσεις λόγω φθοράς ή ελαττωματικής κατασκευής) 2. (για απόστημα) πυορροώ 3. (τριτοπρόσ. για έδαφος) εμφανίζω υγρασία (εξ’ αιτίας της ανάβλυσης νερού από το υπέδαφος) 4. (τριτοπρόσ. για σοβαντισμένη επιφάνεια, se ~) υγροποιούμαι και δημιουργώ εκχυλίσματα (στην επιφάνεια του τοίχους) 5. καθαρίζω κάτι πολύ καλά, το γλύφω 6. (μτφ. για δοχείο) αδειάζω εντελώς το περιεχόμενο 7. (για στομάχι, me ~) έχω αίσθημα πείνας 8.  επαλείφω (μία υγρή ουσία) πάνω σε κτ.

    • Καλημέρα, Φάνη, και ευχαριστούμε για τη βοήθεια. Νομίζω ότι ο όρος sperlíngu που ανέφερες γίνεται η πιθανότερη υπόθεση για τους όρους που ψάχνει ο Μελικέρτης.

    • Ιήτης

      γλύφ- / γλείφ-

  3. Ιήτης

    «Θεσσαλό γόητα» (incantator Thessalus). Με τον τελευταίο χαρακτηρισμό μάλλον εννοεί «αγύρτης γόης που γοητεύει τον κόσμο με τα «ξόρκια» [i.e., ρητορική] του».

    Μην πας μακριά. Οι μάγοι της Θεσσαλίας είναι κοινός τόπος στην αρχαία γραμματεία, π.χ. στις Νεφέλες του Αριστοφάνη διαβάζουμε για τις μάγισσες της Θεσσαλίας πως κατέβαζαν το φεγγάρι και το κλείνανε σε ένα δοχείο.

    Υγ. Επιφάνιος, όχι -νειος

    • Γεια σου, Ιήτη. Ετέθη!

      Καλά ήμουν σίγουρος ότι θα υπήρχε κάποια τέτοια γραμματειακή παράδοση στην χρήση του όρου «Θεσσαλός».

  4. Antonios Avgeros

    sperlunghédzu πόσες λέξεις είναι ? μία, δύο ή τρεις? Μου θυμίζει το asprekukescu (καταβρέχω με διασπορά νερού – πασπαλίζω νερό)

    • Γειά σου, Αντώνη. Αν και το ερώτημα είναι προς τον Φάνη, νομίζω πως πρόκειται για το σύνθετο ρήμα sper-lungh-edzu που περιλαμβάνει τα εξής τρία μορφήματα:

      1) πρόθεση λατ. super > βλαχ. sper- «υπέρ»
      2) το θέμα lung- του λατινικού όρου longus «μακρός» (πρβ. ιταλ. allungare «επιμηκύνω, επεκτείνω»)
      3) η ρηματική κατάληξη α’ προσ. εν. [-ίζω >] λατ. -izō > βλαχ. -edzu

Leave a comment

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.