Υπολειμματικά γλωσσολογικά γνωρίσματα: ο «γιακαβισμός» της Καστοριάς

Στην γλωσσολογική ορολογία, ο όρος “relic feature” = «υπολειμματικό γνώρισμα» χαρακτηρίζει ένα αρχαϊκό γλωσσολογικό γνώρισμα που, ενώ «τώρα» εμφανίζεται ως περιορισμένος σε έκταση κοινός «εξωτικός» αρχαϊσμός σε μη γειτνιάζουσες περιοχές, στο παρελθόν ήταν ευρύτατα διαδεδομένο γνώρισμα. Στην περίπτωση της νεοελληνικής γλώσσας, το καλύτερο παράδειγμα υπολειμματικού γνωρίσματος είναι η διατήρηση της προφοράς του «υ» ως /ü/ σε ορισμένες διαλέκτους συστηματικά και στις υπόλοιπες σε αρκετές μεμονωμένες λέξεις (λ.χ. το κάποτε πανελλήνιο Αιγύπτιος > «γιούφτος» και το κυλάω > kjul- > tsul- > τσουλάω). Σήμερα, ένας ομιλητής της ΠΝΕ (Πρότυπος Νεο-Ελληνική) θεωρεί «εξωτικό» λ.χ. να ακούει έναν Τσάκωνα να λέει «ψιουχά» και «λιούκος» (/psü’χa/, /’lükos/ αντί για «ψυχή» και «λύκος»  (/psi’χi/, /’likos/) και δεν θα σκεφτεί ότι πίσω από το «κλιούφι» (/’klüfʲ/) = «κάλυμμα»  ορισμένων βόρειων διαλέκτων (το έχω βρει σε διαλεκτικά λεξικά για την περιοχή της Λαμίας και του Ρουμλουκιού, αλλά μπορεί κάλλιστα να είναι πιο διαδεδομένο) κρύβεται το μεσαιωνικό «κελύφιον» (< αρχ. κέλυφος , από την ρίζα *kalup- ~ *kelup- που έχει δώσει και τα καλύβα, καλύπτω, κάλυμμα κλπ) ή ότι πίσω από τον αλιευτικό όρο «κιούρτος» = «κλουβί για το πιάσιμο χταποδιών», κρύβεται το αρχαίο ελληνικό κύρτος, κύρτη που απαντά σε ένα δίστιχο της Σαπφούς (fr. 120) για τον γρῑπέα = «ψαρά» Πελαγόνα (η ΠΙΕ ρίζα που κρύβεται πίσω από τον όρο γρῑπεύς είναι μάλλον η *ghreib- «πιάνω, αρπάζω» που έδωσε το αγγλικό grip) όπου περιγράφει την ζωή του ψαρά ως «κακοζωΐα»:

Sappho 120

Τῷ γρῑπεῖ Πελαγώνι πατήρ ἐπέθηκε Μενίσκος

κύρτον καὶ κώπαν, μνάμᾱ κακοζωΐας

Μετάφραση:

Στον ψαρά Πελαγώνα ο πατέρας του Μενίσκος άφησε (ως κληρονομιά)

κιούρτο και κουπί, μνήμη κακοζωΐας

kiourtos

Όσο «περίεργη» και «εξωτική» ηχεί στα αφτιά μας σήμερα η προφορά /ü/ του ύψιλον, αυτή ήταν η ευρύτερα διαδεδομένη προφορά του γράμματος για περισσότερα από 1000 χρόνια. Η τροπή /u/>/ü/ φαίνεται να ξεκίνησε στον Αττικο-Ιωνικό κλάδο γύρω στο 500 π.Χ. και υιοθετήθηκε ως «πρότυπος» προφορά του ύψιλον στην ελληνιστική κοινή. Γύρω στο 1030 μ.Χ., ο Μιχαήλ Γραμματικός θεωρεί ως επαρχιακή «τραχύτητα, αφροσύνη και αγροικία» την ιωτακισμένη προφορά «υ» = /i/ που εκλαμβάνεται από εμάς σήμερα ως φυσιολογική και «ορθή».

Στην αγγλική γλώσσα, παράδειγμα υπολειμματικού γνωρίσματος είναι οι λεγόμενες «ρωτικές» διάλεκτοι (rhotic accents) που βρίσκονται σε περιφερειακή θέση ως προς το αρρωτικό κέντρο (ΚΑ Αγγλία γύρω από το Λονδίνο, arrhotic = non rhotic accent). Στην σημερινή ΠΒΑ (Πρότυπος Βρετανική Αγγλική) το μεταφωνηεντικό /r/ στο τέλος μιας συλλαβής έχει πάθει κώφωση με αναπληρωματική έκταση του προκείμενου φωνήεντος. Έτσι στα «σωστά» βρετανικά αγγλικά οι λέξεις heart (καρδιά), hear (ακούω) και artist (καλλιτέχνης) προφέρονται ως /hɑːt/, /hɪə(ɹ)/ και /ˈɑːtɪst/. Μόλις όμως απομακρυνθείτε από το «αρρωτικό» κέντρο (περιοχή Λονδίνου) και πάτε στις ρωτικές περιφέρειες θα ακούσετε το /r/ να προφέρεται κανονικότατα, με την σκωτσέζικη αγγλική (Scotch accent) να επιδεικνύει «παθογνωμονικό» ρωτισμό. Αν βάλετε το παρακάτω βίντεο στο [01:45] θα ακούσετε τις φράσεις “every morning I look into the mirror και “ride horses” σε ΠΒ και Σκωτσέζικη προφορά:

Στην λέξη horse ακούγεται πολύ καλά η αναπληρωματική έκταση που προκλήθηκε από την αποβολή του /r/ (/hɔː(ɹ)s/).

Με αυτά κατά νου, παραθέτω τον ορισμό του «υπολειμματικού γνωρίσματος» (relic feature) και το παράδειγμα της κατανομής του αγγλικού ρωτισμού από το βιβλίο “Dialectology” των JK Chambers & Peter Trudgill (2η έκδοση, Cambridge University Press, 1998):

relic1

relic2

Ένα υπολειμματικό γνώρισμα που απαντά στα Αρβανίτικα είναι η τάση διατήρησης του μεθυπερωικού /L/, που στην Αλβανική αποβλήθηκε με ουράνωση, όπως και στην ιταλική (λ.χ. λατιν. clāmāre, clārus > ιταλ. chiamàre, chiàro). Έτσι η ρίζα *gels- «μιλάω» (αγγλικό call, πρωτο-σλαβικό *golsŭ και OCS glasŭ) έδωσε το πρωτο-αλβανικό *gl.sa > glusa > gluša > gluha που εξελίχθηκε στο πρώιμο αλβανικό gluhë, το οποίο με τη σειρά του έδωσε πρώτα gljuhë (μορφή που διατηρείται στα Aρβανίτικα) και κατόπιν gjuhë.

Στον κλάδο της Ανατολικής Βαλκανικής Ρωμανικής (ΑΒΡ, πρόγονος της Βλαχικής/Αρωμανικής και Ρουμανικής), ένα υπολειμματικό γνώρισμα της Βλαχικής ως προς την Ρουμανική είναι η αρχαϊκή διατήρηση του προστριβόμενου /dz/ που προέκυψε από d+j, το οποίο στην Ρουμανική (και στα λατινικά δάνεια της Αλβανικής) συριστικοποιήθηκε σε /z/ (dj>dz>z) λ.χ.:

-λατινικό radius = «ακτίνα» > δημώδες λατινικό radja > ΑΒΡ radza > βλαχικό radză , ρουμανικό rază (αλβανικό rreze)

– λατινικό dècem = «δέκα» > ΑΒΡ djètse ~ djàtse > dzètse ~ dzàtse > βλαχικό dzàtse και ρουμανικό zece.

Προσθέτω και ένα ακόμα αρχαϊκό παράδειγμα με τα λατινικά clāmāre, clārus που αναφέρθηκαν παραπάνω. Στην Βλαχική το μεθυπερωικό /L/ διατηρείται στο clāmō > cliemu που αντιστοιχεί στο ρουμανικό chema δίχως /L/, ενώ το λατινικό clārus στην ρουμανική έγινε chiar, ενώ υπάρχει και το clar.

Το τελευταίο υπολειμματικό γνώρισμα που θα περιγράψω είναι ο γιακαβισμός της (σλαβο)μακεδονικής/πάλαι ποτέ βουλγαρικής διαλέκτου της Καστοριάς, όπως αυτός μαρτυρείται στα λήμματα ενός λεξικού των τελών του 16ου αιώνα. Ο συγγραφέας του λεξικού φαίνεται να ήταν από τα νότια μέρη της Καστοριάς, διότι το μόνο τοπωνύμιο που μνημονεύεται είναι το Βογατσικό (Bogacko). Κατά την ύστερη τουρκοκρατία, το Βογατσικό και η νοτιότερη περιοχή της Καστοριάς ήταν ελληνόφωνη περιοχή, όπως πολλές άλλες στην Μακεδονία (νότια μέρη Καστοριάς, Γρεβενά, νότιος νομός Κοζάνης, Πιερία, Ρουμλούκι, Χαλκιδική και τα νότια μέρη των νομών Σερρών και Καβάλας). Ακόμα και η «Μεγάλη Βουλγαρία» του Αγίου Στεφάνου άφηνε το Βογατσικό απ΄έξω μιας και το σύνορο που ζητούσαν οι Βούλγαροι (και οι Ρώσοι που τους υποστήριζαν) ήταν λίγο πολύ το παραδοσιακό ελληνο-βουλγαρικό γλωσσικό σύνορο στην δυτική και κεντρική Μακεδονία που εκτεινόταν από το Άργος Ορεστικόν (Χρούπιστα) μέχρι τον ποταμό Λουδία (Kara Asmak).

SanStefano1

Οι γλωσσολόγοι πoυ εξέδωσαν το λεξικό το 1958 (Vaillant & Giannelli) το ονόμασαν «Μακεδονικό» λεξικό διότι, από το 1950 και μετά έγινε πολιτικά ορθή μόδα η μετωνυμία του όρου «Βουλγαρική γλώσσα» σε «Ανατολικό όμιλο της Νοτιοσλαβικής ομάδας» (East South Slavic) που διασπάστηκε σε «Μακεδονική» και «Βουλγαρική» γλώσσα (αντί για «Μακεδονικές» και «Θρακο-Μυσικές» Βουλγαρικές διάλεκτους). Ο συγγραφέας του λεξικού δεν ονομάζει πουθενά τη γλώσσα του στο λεξικό (ούτε ξεκαθαρίζει ποια ήταν η μητρική του γλώσσα), αλλά εκείνα τα χρόνια ή “Našincki” ή “Bugarcki” θα έλεγε για τη σημερινή (σλαβο-)μακεδονική (Makedonski) γλώσσα, όπως ο Marko Cepenkov 250 χρόνια αργότερα και όπως ο ανώνυμος συγγραφέας της «καταγωγής των εθνών» από την Οχρίδα του Σαμουήλ που μιλάει για βουλγαρική γλώσσα και αλφάβητο ή ο στρατηγός του θέματος Ελλάδος Κεκαυμένος, του οποίου ο παππούς εκ μητρός Δημήτριος Πολεμάρχιος υπήρξε «βοεβόδας» (= πολέμαρχος) του Σαμουήλ, μιλάει για «τὴν τῶν Βουλγάρων διάλεκτον».

Cepenkov

Ο αμερικάνος γλωσσολόγος James F. Clarke, που μεγάλωσε στην Μακεδονία του Βαρδάρη όπου οι γονείς του ήταν ιεραπόστολοι, αναγνωρισμένος ως ο «Πρύτανης των Βουλγαρικών μελετών στην Αμερική» (the recognized Dean of Bulgarian historical scholarship in America), κάποτε έγραψε για το θέμα της μετάβασης Βούλγαροι > Μακεδόνες «το ν΄απαρνούνται οι (Σλαβο-)Μακεδόνες την Βουλγαρική τους [εννοείται προνεωτερική] κληρονομιά είναι σαν τον απόστολο Πέτρο που απαρνήθηκε τον Χριστό, με τη μόνη διαφορά ότι ο Πέτρος μετανόησε !»:

Clarke

Γράφω αυτά τα «παραπανίσια» διότι στις μέρες μας στο διαδίκτυο ή θα πετύχεις κανέναν Μακεντόνετς με «αμνησία» ή θα πετύχεις κανέναν «τσιουλκιστή» που θα ισχυρίζεται πως «δεν υπάρχει σλαβομακεδονική γλώσσα, αλλά σλαβοφανές ιδίωμα που παράχθηκε από τον τυχαίο συνδυασμό ζωωδών κραυγών και ελληνικών, σλαβικών και τουρκικών δανείων».

Όπως είπα το μόνο τοπωνύμιο που αναφέρεται ρητά στο λεξικό είναι το Βογατσικό (Bogacko):

Lexicon

Bogacko

Επομένως, ο συγγραφέας ήταν από εκείνα τα μέρη. Πριν προχωρήσω παρακάτω πρέπει να πω δυο λόγια για το πρωτο-σλαβικό φωνήεν yat (ě,Ѣ). To πρωτο-σλαβικό yat κατάγεται από τις ΠΙΕ διφθόγγους *oi,*ai, από το ΠΙΕ μακρό *ē (= *eh1) και από το Βαλτο-σλαβικό μακρό *ē που προέκυψε από τον νόμο του Winter. Μια επιπλέον πηγή yat για τον νοτιοσλαβικό κλάδο ειδικότερα είναι το δευτερογενές μακρό ē που προέκυψε από την μετάθεση των υγρών CeRC > CRēC> CRěC.

-*bhegw- (λ.χ. φέβομαι, φόβος) > Βαλτ-Σλαβ. *bēg- (με έκταση λόγω του νόμου του Winter) > πρωτο-σλαβικό běgati

Σχετική με το ρήμα běgati = φέβομαι είναι η ανάρτηση «βεζεῖτε βεζεῖτε Τσάσαρ !!!» (běžite, běžite, Čěsarĭ !) για τη μάχη της Σέτινας.

*sed- «κάθομαι» (sit, sedo, *si-sd-ō> ἵζω ) > Βαλτ-Σλαβ. *sēd- > πρωτοσλαβικό sěděti

– *meh1- ~ *mē– «μετρώ, υπολογίζω», με σημασιακή αλλαγή «υπολογίσιμος» > «τρανός» > OCS Vladi-mě «τρανός άρχοντας», συγγενής όρος με το ελληνικό ο-βαθμο *moh1-ros > ἐγχεσί-μωρος = «τρανός με το έγχος = δόρυ».

Vladimir

– *kwoin-eh2 (ποινή, λιθ. kaina) > πρωτο-σλαβικό cěna

*h1roi-keh2 > πρωτο-σλαβικό rěka

– ΠρΓερμ. *meluks > ΠρΣλαβ. *melko > OCS mlěko

Η μοίρα όλων αυτών των yat ήταν η ακόλουθη. Στα εδάφη που ανήκαν στην Βουλγαρική αυτοκρατορία, από το Ιόνιο Πέλαγος μέχρι τον Εύξεινο Πόντο, κατά τον 10ο και 110 αιώνα το yat διφθογγοποιήθηκε συστηματικά αν και όχι καθολικά, σε ě>ja . Σε αυτό το «γιακαβιανό» υπόστρωμα προστέθηκε ένα δεύτερο «εκαβιανό» (ě>e) επίστρωμα που χρησιμοποίησε τον άξονα Βελιγραδίου-Θεσσαλονίκης (ή Μοράβα-Αξιού) για την καθοδική του διάχυση. Το αποτέλεσμα ήταν η τριχοτόμηση των πάλαι ποτέ βουλγαρικών διαλέκτων σε δύο «γιακαβιανά» άκρα (ένα δυτικό στην περιοχή Καστοριάς-Κορυτσάς και το άλλο ανατολικά της γραμμής Θεσσαλονίκης-Νικοπόλεως) και ένα «εκαβιανό» μέσο. Το νεοελληνικό ιχθυωνύμιο «μπριάνα» προφανώς προέρχεται από το γιακαβιανό mrjana και όχι από το εκαβιανό mrena . Αντίστοιχα, ορισμένα «απολιθωμένα» σλαβικά τοπωνύμια της Θεσσαλίας και της Ηπείρου δείχνουν επίσης γιακαβισμό (δείτε λ.χ. το μέρος (4) εδώ).

yat

Ένα τοπωνύμιο που δείχνει και τις δύο τροπές είναι η Σερδική/Serdica (προσλαβικό όνομα της Σόφιας). To τοπωνύμιο υπέστη την νοτιοσλαβική μετάθεση των υγρών Serdica > Srědĭtsŭ (και έγινε τυπικά αρσενικόκλιτο όπως η Ρώμη: Rūmā > Rymā > Rimŭ) από το οποίο προέκυψε και η γιακαβιανή ποικιλία Strjadets (με τυπική επένθεση sr>str όπως στo Srebreno > Strebreno) που κρύβεται πίσω από το «μυστήριο» βυζαντινό όνομα «Τριάδιτζα».

H μετάβαση από τον «γιακαβισμό» στον «εκαβισμό» μάλλον ακολούθησε την πορεία ja >je >e διότι τόσο οι σλαβομακεδονικές όσο και οι βουλγαρικές διάλεκτοι δείχνουν την απλοποίηση je>e (λ.χ. polje > pole, jezik > ezik, zajek > zaek).

Εδώ θα παρουσιάσω τα γιακαβισμένα λήμματα του σλαβομακεδονικού Λεξικού από την Καστοριά του 16ου αιώνα. Η αρίθμηση των λημμάτων είναι αυτή του λεξικού:

10,85) χλιάπο = «ψωμί» ( *χlě > χljap[ŭ])

83) μλιάκο = «γάλα» (*mlěko > mljako)

113) ζελιάζο = «σίδηρος» ( *želězo > željazo)

124) σφιάκνοι = «φέξε» (*svě > sfiatŭ = «φως», * světja = «κερί, καντήλι»)

165) σφιάστερ = «φεγγίτης» (ίδια ετυμολογία με το παραπάνω)

H εναλλαγή sfja– sfjašt– δείχνει την διπλή τροπή kj/št του πρωτοσλαβικού *(k)tj- λ.χ. svěťa = «καντήλι, κερί» > παλαιοσλαβωνικό  svěšta, βουλγ. svešt, ΠΣΜ (Πρότυπος Σλαβο-Μακεδονική) svek’a.

221) πριαβούρσκα = «επίδεσμος». Η πρόθεση δείχνει *prě-> prja– όπως στα βουλγαρικά Pryaporets και prja-spa = «χιονοστιβάδα», το τελευταίο από το σλαβικό ρήμα prě-sypati = «ξεχειλίζω, απλώνομαι (σαν χυμένο νερό)» (με «ανώμαλη» έκταση sŭp-> syp- ίσως για να μην γίνεται σύγχυση με το ταυτόηχο θέμα sŭp- του ρήματος «κοιμάμαι») που ευθύνεται για το όνομα των Πρεσπών (*prě-sŭpa > Prespa). H IE ρίζα που κρύβεται πίσω από τους σλαβικούς αυτούς όρους είναι η *swep- (αγγλικό sweep και λατινικό dis-sipo/supo):

swep

Οι Πρέσπες δείχνουν ě>e ήδη στο 1090 μ.Χ. που γράφει ο Σκυλίτσης:

ἦσαν γὰρ πολλοὶ ἔκ τε Ῥωμαίων καὶ Ἀρμενίων  ἔν τε Πελαγονίᾳ καὶ Πρέσπᾳ καὶ τῇ Ἀχρίδι ὑπὸ Σαμουὴλ κατῳκισάμενοι

τούτων δὲ τῶν τεσσάρων ἀδελφῶν Δαβὶδ μὲν εὐθὺς ἀπεβίω ἀναιρεθεὶς μέσον Καστορίας καὶ Πρέσπας εἰς τὰς λεγομένας Καλὰς δρῦς παρά τινων Βλάχων ὁδιτῶν

Μας πληροφορεί ότι υπήρχαν πολλοί Ρωμαίοι (εδώ ο όρος έχει εθνοτική σημασία = ελληνόφωνοι χριστιανοί) και Αρμένιοι αιχμάλωτοι βυζαντινοί στρατιώτες που ο Τσάρος Σαμουήλ είχε εγκαταστήσει στην Πελαγονία, στην περιοχή των Πρεσπών και στην Οχρίδα. Πράγματι, σήμερα υπάρχουν τα τοπωνύμια Αρμένσκο και  Αρμενοχώρι στη Φλώρινα και στα βορειο-δυτικά της Οχρίδας το Grko Pol(j)e = «Γραικόκαμπος». Η άλλη πληροφορία είναι πως ο αδελφός του Σαμουήλ Δαβίδ σκοτώθηκε από Βλάχους οδίτες στις Καλές Δρύες (μάλλον Dǎmbeni/Δενδροχώρι, dǫbŭ > dab, dǎ(m)b = «βελανίδι»), κάπου μεταξύ Καστοριάς και Πρεσπών.

Grko Polje

242) ριάκα = «ποτάμι» (rěka > rjaka)

249) νεβιάστα = «νύφη» (nevěsta > nevjasta).

281) βιάτερ = «αέρας» (větrŭ > vjater)

yat1

32 Comments

Filed under Βαλκανικές γλώσσες, Γλωσσολογία, Σλαβικές γλώσσες

32 responses to “Υπολειμματικά γλωσσολογικά γνωρίσματα: ο «γιακαβισμός» της Καστοριάς

    • Νά΄σαι καλά Νώντα.

      Συγγνώμη για την καθυστερημένη δημοσίευση, αλλά η σπαμοπαγίδα είχε πιάσει το σχόλιό σου.

    • Λοιπόν διαβάζοντας τις αναρτήσεις σου σταμάτησα αμέσως στο:

      Αρχή εν Βουλγαρίοις ριμάτου εις κινή γλότα (=κοινή γλώττα) ερχομένη.

      Αν διάβασες την ανάρτησή μου, δεν ήξερα αν ονόμαζε την γλώσσα και «μάντεψα» πως ή Βουλγαρική/Bugarcki ή «δικιά μας»/Našinski θα την έλεγε εκείνα τα χρόνια.

      Να΄σαι καλά για την πληροφορία που μας έδωσες.

  1. “Το νεοελληνικό ιχθυωνύμιο «μπριάνα» προφανώς προέρχεται από το γιακαβιανό mrjan”

    δι΄ ολίγον ευτράπελη διάθεση:΄
    “Μπριάνις κι μπουφ'”
    http://envogatsiko.blogspot.gr/2013/05/blog-post_6458.html

    • Ωραίο Νώντα, θα το έχω υπόψη μου όταν θα κάνω καμιά ανάρτηση με δείγματα νεοελληνικών διαλέκτων.

  2. Κουκόηλ'ς

    Yπάρχει ένας ερευνητής ο Σωκράτης ο Λιάκος, που ισχυρίζεται πως τα τοπωνύμια “Αρμένσκο” και “Αρμέσκα” στη Φλώρινα δεν έχουν να κάνουν με τους Αρμένιους του Μεσαίωνα, αλλά με τους Αρεμένους (Αρβανιτόβλαχους) των νεώτερων χρόνων. Παραθέτει και τα επώνυμα των κατοίκων των χωριών θεωρώντας τα ως βλάχικα. Είναι λίγο Βλαχοκεντρικός ο Σωκράτης και …παλαιάς σχολής, οπότε ήμουν αρκετά επιφυλακτικός μαζί του. Εντύπωση όμως μου έκανε ο Κωτσόπουλος που στο “Απαγορευμένη” γλώσσα αναφέρει πως τα επώνυμα των κατοίκων του Αρμένσκο δε χρειάστηκε να εξελληνιστούν, γιατί δεν ήταν Σλάβικα. Εσύ τι λες; 🙂

  3. Κουκόηλ'ς

    Στα γράφω αυτά, γιατί από αυτά που διαβάζω από σένα, καταλαβαίνω ότι αν το “Αρβανίτσα” γίνεται “Λαβανιτσα”, και το “Αρδούβιστα” γίνεται “Ραντόβιστα” τότε το “Αρμένσκο” -αν κρατάει πάνω από 800 χρόνια- δεν θα έπρεπε να γίνει “Ραμένσκο” ή κάτι τέτοιο; Γλωσσολόγος φυσικά δεν είμαι. Απλώς αναρωτιέμαι μήπως ο Λιάκος τελικά δίκιο για αμφότερα τα τοπωνύμια.

    • Γειά σου Κοκόλια λεβεντιά! Συγγνώμη για την καθυστερημένη δημοσίευση και απάντηση, αλλά για ένα μήνα δεν μπήκα στην ιστοσελίδα.

      Δεν αποκλείεται το Αρμένσκο και το Αρμενοχώρι να μην έχουν σχέση με τους Αρμένιους, αλλά με τους Βλάχους και να είναι πολύ πιο πρόσφατα. Βέβαια πρέπει να πω, πως οι Σλάβοι δεν χρησιμοποιούν το όνομα «Αρμάνοι» για τους Βλάχους, αλλά χρησιμοποιούν το Vlah,Vlasi. Άρα το Αρμένσκο θα έπρεπε να ήταν Vlaško (λ.χ. Vlahina, Vlaškovo κλπ.).

      Πάντως, είναι αλήθεια ότι υπάρχουν και περιπτώσεις όπου δεν έχουμε μετάθεση των υγρών.

      Λ.χ. το όνομα Βαρδάρης/Vardar και το όρος Vardenik πιο πάνω.

      Δεν υπάρχει λ.χ. καμία εξήγηση στο γιατί έγινε η καθυστερημένη μετάθεση στο dl.bok > dolbok > dlabok, άλλά όχι στα vl.k > volk, pl.n > poln και Bl.garin > Bolgarin.

      Ούτε υπάρχει καμία εξήγηση γιατί οι Σέρβοι λένε το Ἄρβανον Raban σε έγγραφο των αρχών του 13ου αιώνα, αλλά την ίδια στιγμή συνεχίζουν να ονομάζουν τους Αλβανούς Arbanasi αμετάθετα μέχρι και την τουρκοκρατία. Στα Σερβικά μεσαιωνικά τραγουδιά ο κλέφτης Musa Arbanasa είναι ο μεγάλος εχθρός του Πρίγκηπα Μάρκου.

      Προφανώς, η διαδικασία μετάθεσης των υγρών είχε ολοκληρώσει τον βασικό της κύκλο γύρω στο 1000 και τα λίγα παραδείγματα μετάθεσης είναι το «κύκνειο άσμα» της διαδικασίας.

      Οι γλωσσικές τροπές εφαρμόζονται σε συγκεκριμένα χρονικά διαστήματα και μετά παύουν. Πάντως, όπως μπορείς να διαβάσεις και εδώ, υπάρχει πάντοτε ένα υπολειμματικό (συνήθως μικρό) μέρος του λεξιλογίου που καταφέρνει να ξεφύγει από μία γλωσσική τροπή.

      Η ελληνική ιωτάκιζε το υ, αλλά μέχρι σήμερα λέμε κυτίον > κουτί ανιωτάκιστο.

      • Κουκόηλ'ς

        Κατάλαβα. Όπως η “πτέρυξ” έγινε “φτερούγα” και όχι “φτερίγα/ φτερύγα”. Η κατάληξη -νικ στα Σλαβικά ξέρουμε τι δηλώνει; Το βλέπω συχνά:Κάμενικ, Ντρουμπρόβνικ, Βάρδενικ, Ντρεσινικ…
        .

      • Ωραίο παράδειγμα η πρέρυγα > φτερούγα που ανέφερες.

        Το -nik αρχικά εμφανιζόταν όταν σε ένα ν-ληκτο θέμα κολλούσε το επίθημα -ikŭ. Με τον καιρό, το επίθημα -n-ikŭ απέκτησε δική του υπόσταση.

        Λ.χ. η αρχική χρήση ήταν kamy/kamen = «πέτρα» > παραχθέν τοπωνύμιο Kamen-ik και Kamènica/Καμενίτσα

        Όταν όμως απέκτησε δική του υπόσταση, άρχισε να προστίθεται ως -nik:

        Λ.χ. dub = βελανιδιά σερβο-κροατιστί > Dubrava = «Βελανιδότοπος», αλλά και Dubrovnik

        Δες και το wiktionary τι λέει για το επίθημα -nik.

        H χρήση του εκτεταμένου -in-ikos είχε αρχίσει ήδη στην Βαλτο-Σλαβική περίοδο επειδή στις βαλτικές γλώσσες υπάρχει αντίστοιχο επίθημα λ.χ. το λιθουανικό laukas = «χωράφι,αγρός» και το παράγωγο laukynikas = «γεωργός, αγρότης».

        Από τις σλαβικές γλώσσες έχουμε:

        ljubav = αγάπη , ljubavnik = «εραστής, αγαπητικός»

        voji = στρατός , vojnik = στρατιώτης και Vojevoda = στρατηγός

        Όταν προσδιορίζει πρόσωπο τότε έχει την σημασία “nomen agentis” δηλαδή δηλώνει το πρόσωπο που τελεί το ρήμα του θέματος (εράω > ερασ-τής = ljubav-nik, στρατός/voji > στρατ-ι-ώτης/voj-nik).

      • Κουκόηλ'ς

        Τώρα που το ξαναδιάβασα με μπέρδεψες!
        Γράφεις: “Προφανώς, η διαδικασία μετάθεσης των υγρών είχε ολοκληρώσει τον βασικό της κύκλο γύρω στο 1000 και τα λίγα παραδείγματα μετάθεσης είναι το «κύκνειο άσμα» της διαδικασίας”.
        Αυτό όμως δε θα σήμαινε ότι το Αρβανίτσα γίνεται Λαβανίτσα πριν το 1000;
        Άρα οι Αλβανοί ήταν στα Σέρβια πριν το 1000;

        Ο Βαρδάριος είναι Θρακικό ε;

      • Γιατί μπερδεύτηκες;

        Να θυμάσαι πάντα το dl.bok > dolbok > dlabok του οποίου η μετάθεση συνέβη σίγουρα κάποια στιγμή μετά το 1200. Μέχρι το 1200 προφερόταν ως dl.bok με το συλλαβικό ένηχο ακόμα ενεργό, όπως προφέρουν σήμερα οι Τσέχοι τον ποταμό Vltava

        Από εκεί και μετά στο βουλγαρικό έγγραφο της «Καταγωγής των Εθνών» που γράφθηκε γύρω στο 1010 μ.Χ. στην Οχρίδα του Τσάρου Σαμουήλ, οι Αλβανοί εμφανίζονται αμετάθετοι ως Arbanasi.

        It can be seen that there are various languages on earth. Of them, there are five Orthodox languages: Bulgarian, Greek, Syrian, Iberian (Georgian) and Russian. Three of these have Orthodox alphabets: Greek, Bulgarian and Iberian. There are twelve languages of half-believers: Alamanians, Franks, Magyars (Hungarians), Indians, Jacobites, Armenians, Saxons, Lechs (Poles), Arbanasi (Albanians), Croatians, Hizi, Germans.

        Ο ίδιος τύπος (Arbanasa) απαντά και στα μεσαιωνικά σερβικά τραγούδια, παρόλο που το Άρβανον απαντά άπαξ ως Raban στον Βίο του Stefan Nemanja (αρχές 13ου αιώνα).

        Από εκεί και μετά το βρίσκω δύσκολο να είχαν κατέβει οι Αλβανοί τόσο κάτω πριν από το 1000. Η «καταγωγή των εθνών» τους περιγράφει ως καθολικούς («ημίπιστους», half-believers), άρα πρέπει να κατοικούσαν ακόμα τότε ως επί το πλείστον πάνω από τον Shkumbin. Δεν πιστεύω οι καθολικές επισκοπές Σκόδρας και Αντιβαρίου να έφταναν τόσο κάτω στο βυζαντινό θέμα Βουλγαρίας.

        Νομίζω ότι αυτά τα τοπωνύμια σχηματίστηκαν μετά το 1300 όταν και ο Καντακουζηνός και ο Marino Sanudo περιγράφουν την Αλβανική κάθοδο από το Μπεράτι/Βελλάγραδα στην Θεσσαλία.

        Τώρα για το τοπωνύμιο Βαρδάρης ισχύει το εξής. Ορισμένοι έχουν προτείνει ότι μπορεί να είναι το παιονικό όνομα του Αξιού και έχει την ίδια σημασία με το θρακικό Αξιός (*n.-ksey- «μη λευκός, σκούρος/μαύρος»).

        Το Θρακικό Αξιός = «μαύρος» απαντά και στην μυσική Αξιούπα = Cerna Voda (μαυρονέρι) και στον Ἄξεινο Πόντο (παλιό όνομα του Ευξείνου) = «Μαύρη Θάλασσα». (ιρανικό axsaena = «μαύρος»).

        Έτσι ορισμένοι έχουν προτείνει ότι το όνομα Βαρδάρης είναι το παιονικό όνομα και προέρχετια από την ρίζα *swerd- «μαύρος» (λ.χ. γερμανικό schwarz)

        *swr.d-aros > Vardar-

        Εγώ το βρίσκω λίγο απίθανο επειδή κανένας αρχαίος συγγραφέας δεν έχει διασώσει το όνομα, αλλά δεν το αποκλείω κιόλας.

        Το όρος Vardenik μπορεί να σημαίνει «μαύρο βουνό» από την ίδια προσλαβική ρίζα που μπορεί να υιοθετήθηκε από τους Σλάβους, μιας κια όχι τόσο μακριά είναι το «Μαυροβούνι των Σκοπίων» (Skopska Crna Gora)

        Φυσικά, πρέπει να δωθεί μια καλή εξήγηση στο γιατί δεν έγινε ούτε η αναμενόμενη κανονική μετάθεση των υγρών, αλλά γι΄αυτό μπορεί να ευθύνονται οι Βλάχοι του όρους Vardenik που κατοικούν στην περιοχή Vlasina.

        Δεν ξέρω αν η Surdulica της περιοχής Vlasina έχει καμιά σχέση με τους «Σιούρδους» της Κοζάνης.

  4. Κουκόηλ'ς

    H Λαβανίτσα των Σερβίων, με βάση τους χάρτες που μας έστειλες, είναι πάνω σε σταυροδρόμι, στο στενό που συνδέει τη Δ. Μακεδονία με τη Θεσσαλία. Περιοχή ταμάμ για να εγκαταστήσεις Αρβανίτες νταβατζο-χωροφύλακες… Αν η εγκατάστασταση έγινε μετά το 1300, τότε το αρχικό όνομα του οικισμού “Αλβανίτσα” έγινε “Λαβανίτσα” μετά το 1300!
    Το παράδειγμα με το dl.bok > dolbok > dlabok σημαίνει πως οι μεταθέσεις γίνονταν και πιο μετά σωστά;

    Αναφορικά με το παρατσούκλι τους “Σούρδοι”, οι Κοζανίτες -οι βέροι Κοζανίτες- έχουν την εξής εξήγηση. Επειδή κατά την Τουρκοκρατία οι Κοζανίτες είχαν πολλές παροικίες σε Κεντρική και Αν. Ευρώπη (η Βουδαπέστη έβγαλε και Κοζανίτη Δήμαρχο!) είχανε πολλές μετακινήσεις σε Ρουμανόφωνες περιοχές. Όταν ήταν να περάσουν τα “διόδια” εκείνης της εποχής/περιοχής, κάνανε “τον κουφό” στις εντολές/οδηγίες των Λατινόφωνων φυλάκων και περνούσανε στη ζούλα χωρίς να πληρώνουν ή να μένουν στην καραντίνα. Κάνανε “την πάπια” ή “τον Κινέζο” που δεν καταλαβαίνει. Έτσι, οι φύλακες της Μολδοβλαχίας, όταν βλέπανε Κοζανίτες τους αποκαλούσαν με κωδικό “Surdi” που στη γλώσσα τους θα πει “οι κουφοί”. Δεν ΞΕΡΩ αν ισχύει η ιστορία, αλλά ΠΙΣΤΕΥΩ πως ισχύει!
    Αν και οι γείτονες των Κοζανιτών, Γιαννιώτες, Βερροιώτες, Φλωρινιώτες κλπ, θεωρούν το “Σούρδος” σκωπτικό, οι ίδιοι οι Κοζανίτες δεν ενοχλούνται καθόλου με το επίθετο. Στο ιδίωμά τους, “Σούρδος” σημαίνει τον πανέξυπντο που κάνει το χαζό. Αυτόν που το παίζει τρελίτσα. Αν ένας Κοζανίτης σου πει: “Τι λες αρά, σούρντσις;” εννοεί: “Τι λες φιλαράκι, με δουλεύεις;”

    • Ναι αυτό ακριβώς δείχνει το dlabok, ότι ορισμένες μεταθέσεις μπορεί να συνέβησαν μετά το 1200.

      Ένα άλλο Αλβανικό τοπωνύμιο λίγο πιο κάτω από τη Σιάτιστα είναι το Σπάτα, το οποίο, όπως και το ομώνυμο χωριό στην Αττική, σχετίζονται με τον Gjin Bua Shpata και τη φάρα του.

      ΒΤW, μιας και μιλάμε για Σιούρδους, σημείωσα και το χωριό Σουρδάν στον χάρτη.

      http://postimg.org/image/45gmiw0b3/

      • Ώπα βρήκα και άλλο Αλβανικό τοπωνύμιο ξανακοιτώντας τον χάρτη. νοτιοδυτικά του Σουρδάν στο ποτάμι υπάρχει το Šenkol = Άγιος Νικόλαος (Shën Kolli)

      • Κουκόηλ'ς

        Εγώ δεν είμαι τόσο σίγουρος ότι σχετίζονται με πρόσωπα.Αν γκουγκλάρεις στο translate, spata στα Αλβανικά σημαίνει “άξονες”. Δες το στο χάρτη. Πάλι σε σταυροδρόμι είναι το πρώην αρβανιτοχώρι, μπροστά στο στενό μεταξύ Βούρινου και Βέλιας που φυλάει τη διέλευση από το Βόιο στην Ελίμεια. Περίεργο για αρβανιτοχώρι νταβατζο-χωροφυλάκων του μεσαίωνα ε; 🙂 shpatë επίσης σημαίνει το ξίφος στα Αλβανικά, εξόυ και η μαισαιωνική Ελληνική σπάθη ή σπαθί.

        Το “Σουρδάν” δεν νομίζω να έχει να κάνει με τους Σούρδους. Δεν ξέρω και Τούρκικα γρι…

        Την ετυμολογία από το “Σισάνι” θέλω να μάθω, που ήταν τεράστια πολη στη Δ. Μακεδονία στο Μεσαίωνα. Στα ερείπιά του,έχει βρεθεί ο μεγαλύτερος ναός στον Ελλαδικό χώρο. Σκέψου ότι σε όλο το Άνω Βόιο, μεσαιωνικά μνημεία δεν υπάρχουν. Μπορεί να είναι τίγκα στα σλαβικά τοπωνύμια, αλλά ο υπαίθριος (σλαβόφωνος) πληθυσμός δεν πρέπει να ήταν πάνω από πέντε – δέκα χιλιάδες. Στο Σισάνι όμως, πρέπει να ζούσαν πάνω από δέκα χιλιάδες.

      • Εγώ δεν είμαι τόσο σίγουρος ότι σχετίζονται με πρόσωπα.Αν γκουγκλάρεις στο translate, spata στα Αλβανικά σημαίνει “άξονες”.

        Το τοπωνύμιο Σπάτα σίγουρα σχετίζεται με τη φάρα των Σπαταίων, όπως και το Λιόσια σχετίζεται με τον Pjeter Losha και τους απογόνους του.

        Το χωριό ήταν μια φάρα με έναν φύλαρχο (λ.χ. η φάρα των Λιόσηδων, η φάρα των Σπαταίων) και έπαιρνε το όνομα του φυλάρχου.

        Βάλε στο [08:20]:

  5. Ψέκκας

    σούρδος στην τοπική διάλεκτο σημαίνει χαζός και όχι Κοζανίτης ειδικά και σουρδαμάρα είναι η χαζομάρα.
    Επειδή φώναζε ο ένας τον άλλο σούρδο όπως σήμερα χρησιμοποιούμε τη λέξη μαλ ακας κάποιοι ονόμασαν τους Κοζανίτες Σούρδους όπως Γκατζόλους τους Εβρίτες και Μινάρες τους Πατρινούς.
    Χρησιμοποίησαν δηλαδή μια ιδιωματική βρισιά σαν όνομα των κατοίκων.

    • Για τους Σιούρδους δεν ξέρω από που πήραν το όνομα, αλλά εγώ ξέρω τη λέξη σιούρδος = «χορτάτος, που έχει χωνέψει», για την οποία δεν ξέρω από που προέρχεται.

    • Πάντως αν «σιούρδος» = «χαζός» όπως λες τότε ταιριάζει με το λατινικό absurdus = «παράλογος» (λ.χ. αγγλικό absurd, surd = παράλογος, κουφός στη λογική).

      • Κουκόηλ'ς

        Πάντως οι ίδιοι οι Κοζανίτες, δεν το έχουν και τόσο σαν βρισιά. Περισσότερο σαν βρισιά-παρατσούκλι για τους Κοζανίτες το χρησιμοποιούνε οι γείτονές τους. Οι Γρεβενιώτες, οι Καστοριανοί, οι Πτολεμαϊδιώτες. Επειδή έχω πολλούς φίλους από το Σουρδιστάν, για τους ίδιους, Σιούρδος σημαίνει περισσότερο αυτόν που πουλάει τρέλα, παρά τον παράλλογο.

      • Και εγώ όσες φορές το έχω ακούσει να λέγεται δεν είναι υβριστικό, αλλά δηλώνει αυτόν που έχει περίεργα χούγια.

    • όπως Γκατζόλους τους Εβρίτες

      Το «Γκατζολία» για τα μέρη του Έβρου, μπορεί να έχει σχέση με τους Gadzal τούρκους που κατοικούσαν/κατοικούν σε εκείνα τα μέρη.

      The Gajal or Gadzhal (Turkish: Gacal, Bulgarian: Гаджал, Gadzhal) are a Turkic subgroup[clarification needed], closely related to the Gagauz. Their name derives from a common root (Gajal are also sometimes named as Gagauz).[citation needed] The Gajal, however, are Sunni Muslims, unlike the Gagauz, who are Orthodox Christians

      Στη βικιπέδια λέει πως συγγενεύουν με τους Γκαγκαβούζηδες, απλά οι Γκατζάλοι ήταν Μουσουλμάνοι και οι Γκαγκαβούζηδες Χριστιανοί.

  6. Dimitris

    “Κατά την ύστερη τουρκοκρατία, το Βογατσικό και η νοτιότερη περιοχή της Καστοριάς ήταν ελληνόφωνη περιοχή, όπως πολλές άλλες στην Μακεδονία (νότια μέρη Καστοριάς, Γρεβενά, νότιος νομός Κοζάνης, Πιερία, Ρουμλούκι, Χαλκιδική και τα νότια μέρη των νομών Σερρών και Καβάλας)”.

    Πάρα πολύ σωστά απλά έχω να προσθέσω και αρκετά χωριά στο νομό Θεσσαλονίκης (Δρυμός, Μελισσοχώρι, Βερτίσκος, Λαγυνά, Επανομή, Βασιλικά, Χαλάστρα, Περιστερά κλπ. κλπ. κλπ.) καθώς και μερικά χωριά στο νομό Δράμας (η πόλη της Δράμας, το Δοξάτο, η Χωριστή, η Αδριανή και τα Κύργια τα οποία από πολύ νωρίς έχασαν τον πληθυσμό τους αφού διασκορπίστηκε ο ντόπιος πληθυσμός και εποικίστηκαν μετά το 1922 καθαρά από προσφυγικό πληθυσμό). Το λέω απλά για να ξέρουμε την
    αλήθεια γιατί δυστυχώς ακούμε τα δύο άκρα, τους πορωμένους “ελληναράδες” ότι στη Μακεδονία δεν υπάρχει κανένας αλλόφωνος πληθυσμός και τους κολλημένους από την άλλη μεριά ότι οι ελληνόφωνοι στη Μακεδονία δεν υπήρξαν ποτέ.

    • Το λέω απλά για να ξέρουμε την αλήθεια γιατί δυστυχώς ακούμε τα δύο άκρα, τους πορωμένους “ελληναράδες” ότι στη Μακεδονία δεν υπάρχει κανένας αλλόφωνος πληθυσμός και τους κολλημένους από την άλλη μεριά ότι οι ελληνόφωνοι στη Μακεδονία δεν υπήρξαν ποτέ.
      —-

      Νομίζω πως η καλύτερη απάντηση στις «θεωρίες των δύο άκρων» είναι το σλαβομακεδονικό τραγούδι που μιλάει για τα τρία κορίτσια από την Μακεδονία που απήγαγαν οι Τούρκοι:

      ednata bile Vlahinka
      drugata beshe Gərkinka
      tretata beshe Bugarka

      Η μία ήταν Βλάχα (Αρμάνα)
      Η άλλη ήταν «Γραικιά» (Ρωμιά)
      Η τρίτη ήταν Βουλγάρα/η Θοδώρα η Βουλγάρα (στην οποία είναι αφιερωμένο το τραγούδι)

      • Dimitris

        Αγαπητέ με έχεις αφήσει άναυδο ειλικρινά! Και να φανταστείς ότι ασχολούμαι με την παράδοση της Μακεδονίας – σλαβόφωνη και ελληνόφωνη – αλλά αυτό το τραγούδι δεν είχε πέσει στην αντίληψή μου ποτέ.
        Με έχεις εντυπωσιάσει με τις γνώσεις σου που περιλαμβάνουν πολλά περισσότερα από την επιτυχέστατη γλωσσολογική ανάλυση των Βαλκανικών γλωσσών. Μπράβο και πάλι μπράβο!

      • Το τραγούδι είναι από την συλλογή του Verković που είναι ταυτόχρονη (γύρω στο 1860) με την συλλογή τραγουδιών που εξέδωσαν οι αδελφοί Μιλαντίνωφ. Έχω αναφερθεί σε αυτές τις συλλογές εδώ.

  7. cavirostris

    Kαλημερα,
    Δηλαδή το “Σιάτιστα” ίσως κάποτε να ήταν Σέτσιστα. https://bg.wikipedia.org/wiki/%D0%A1%D0%B5%D1%87%D0%B8%D1%89

    • Όχι. Αν η Σιάτιστα είναι σλαβικό τοπωνύμιο και το «ια» ανάγεται σε παλαιοσλαβονικό «γιατ» (ě), τότε μπορείς να πεις ότι κάποτε ήταν Sětišta. Σίγουρα δεν ήταν Σέτιστα, γιατί ο εκαβισμός (ě>e) είναι μεταγενέστερο φαινόμενο.

      Αλλά απ΄όσο ξέρω το θέμα της Σιάτιστας δεν είναι ξεκάθαρα σλαβικό (σύμφωνα με την βουλγαρική βικιπαίδεια οι κάτοικοι ήταν κυρίως βλαχικής καταγωγής) και μια πιθανή ετυμολογία είναι το αλβανικό fshat = «χωριό» (fossatum > αλβ. fshat ~ ρουμαν. (f)sat). *fshat-išta όπως selo > Selište.

      Σύμφωνα μ΄αυτή την ετυμολογική υπόθεση, η γραφή Σιάτιστα είναι μια προσπάθεια απόδωσης του «παχέος» «sh» = /š/, λ.χ. Shopi > Σιώπηδες.

  8. cavirostris

    Ευχαριστώ. Πάντως εδώ, κάποιος την έχει κοτσάρει κάτω από τα Σέτσιστε: https://bg.wikipedia.org/wiki/%D0%A1%D0%B5%D1%87%D0%B8%D1%89%D0%B5_(%D0%BF%D0%BE%D1%8F%D1%81%D0%BD%D0%B5%D0%BD%D0%B8%D0%B5)

    Αναρωτήθηκα…
    Και πάλι ευχαριστώ

    • Μπορεί να σχετίζονται. Έχεις καμιά ιδέα για την ετυμολογία του θέματος seč- του τοπωνυμίου Sečište;

      Το μόνο που μου έρχεται στο μυαλό είναι το πρωτοσλαβικό ρήμα *sēk-tey > sěťi = «κόβω» (λ.χ. βουλγαρικό seka/sečeš = «κόβω, κόβεις»), το οποίο έχει και «γιατ» που μπορεί να εξηγήσει το ě>ya της Σιάτιστας (αν είναι γιακαβικό Sěč-ište > Syač-ište).

  9. cavirostris

    Όχι. Δεν έχω ιδέα!
    🙂

Leave a reply to Νώντας Τσίγκας Cancel reply

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.