Η καβάτζα

Επειδή στις τελευταίες αναρτήσεις ανέφερα τους Λαγγοβάρδους της μεσαιωνικής Ιταλίας, το θέμα της σημερινής σύντομης ανάρτησης είναι η ετυμολογία του νεοελληνικού όρου καβάτζα.

Ο ΠΙΕ ουδέτερος όρος *kag’h-yom σημαίνει «περίφραξη, περιφραγμένος χώρος» και ο πρωτογερμανικός απόγονός του είναι ο θηλυκός όρος PGmc *hagjō, του οποίου απόγονος είναι ο αγγλικός όρος hedge «φράχτης».

Οι Λαγγοβάρδοι διέθεταν τον απόγονο του σύνθετου PGmc ουδετέρου *ga-hagją (< IE *k’om-kag’h-yom, βλ. PGmc *ga-), τον οποίο απέδιδαν στα λατινικά ως gahagium, gauagium, cahagium, cafagio, όρος που επιβιώνει στην πρότυπη ιταλική ως cafaggio «περιφραγμένη περιοχή που αφήνεται αχρησιμοποίητη για μελλοντική χρήση». Κάποια ιταλορωμανική (υποθέτω βενετσιάνικη) παραλλαγή του ιταλικού όρου με /v/ αντί για /f/ (πρβ. το προρρηθέν gauagium) προφανώς εισήλθε ως δάνειο στην νεοελληνική και έδωσε τον όρο καβάτζα.

Στο λαγγοβαρδικό Edictum Rothari βρίσκουμε την φράση gahagium regis «καβάτζα του βασιλιά» (λ.χ. ER, 319-20: in gahagio regis … in gahagium regis … de cahagio regis) για εκτάσεις στις οποίες απαγορευόταν δια νόμου στους υπόλοιπους (βλ. ιταλ. bandita) το ψάρεμα, το κυνήγι και η βοσκή, γιατί η έκταση φυλάσσονταν μόνο για βασιλική χρήση, ήταν «καβατζωμένη» από τον βασιλιά.

Στην Ιταλία υπάρχουν πλείστα τοπωνύμια Cafaggio ~ Gaggio ~ (Monte) Caggio (> Caggiole «Καβατζούλες») κλπ.

Η Nicoletta F. Onesti (εδώ, σ. 87) εξηγεί τον λατινοπρεπή λαγγοβαρδικό όρο gahagium ως “cafaggio, terreno o bosco riservato, bandita” και τον ετυμολογεί από το PGmc σύνθετο ουδέτερο *ga-hagją:

Leave a comment

Filed under ρωμανικές γλώσσες, Γλωσσολογία, Ελληνική γλώσσα, Ινδοευρωπαϊκά θέματα

Leave a comment

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.