Tag Archives: Ρουμλούκι

Το επίθετο ρέχαβος

Το θέμα της σημερινής ανάρτησης προέκυψε από μια μικρή τοπωνυμική παρατήρηση της προηγούμενης ανάρτησης, στην οποία παρέθεσα την περιγραφή του Θεοφύλακτου του Σιμοκάττη (ΙΙ.15-16) για την αβαρική εκπόρθηση της Ἀππιάρειας (Ἀππιάρεια/Appiāria, οι κάτοικοι Appiārēnsēs), ενός παραδουνάβιου φρουρίου τα ερείπια του οποίου βρίσκονται 7 χιλιόμετρα από το σημερινό βουλγαρικό Ryahovo.

Appiaria

Συνέχισα να γράφω την προηγούμενη ανάρτηση βάζοντας στην άκρη το βουλγαρικό τοπωνύμιο Ryaχovo για γλωσσολογική ανάλυση. Το τοπωνύμιο προφανώς είναι ο γιακαβικός τύπος του παλαιοσλαβωνικού Rěχovo, του οποίου ο εκαβικός απόγονος είναι Reχovo. Πράγματι, στην σημερινή νότια Αλβανία (πάλαι ποτέ βουλγαρική Κουτμιτσεβίτσα) υπάρχουν τα τοπωνύμια Rehovë και Rehovicë. Επομένως, βρίσκουμε τα ζεύγη:

γιακαβικά (ě>ya): Ryahovo, Ryaχovcite (= «οι Ριαχοβίτες» με το τυπικό βουλγαρικό επιθηματικό/επιτασσόμενο οριστικό άρθρο, όπως στο τοπωνύμιο Kumanite = «οι Κουμάνοι»)

εκαβικά (ě>e): Reχovo, Reχovica

όπως OCS mlěko > mlyako ~ mleko και OCS orěχŭ > Oryaχovo ~ Oreχovo

Όπως προέκυψε από την συζήτηση που ξεκίνησε στα σχόλια της ανάρτησης ο Δημήτρης, το πρώτο πράγμα που πρέπει να αναφερθεί στη συζήτηση γι΄αυτά τα τοπωνύμια είναι η πιθανότητα αυτά να είναι «Αράχωβες/Καρυδότοποι» που απλώς έχασαν το αρκτικό /o-/ (Orěχovo > Rěχovo, orěχŭ = «καρύδι») στο στόμα των μη σλαβόφωνων στομάτων.Η πιθανότητα αυτή είναι μεγάλη στα τοπωνύμια στην Αλβανία, επειδή στο Κοσσυφοπέδιο, οι αλβανικοί τύποι των τοπωνυμίων Orahovo και Orahovec είναι Rahovë και Rahovec αντίστοιχα, όπως οι Ρουμάνοι ονομάζουν Rahova το βουλγαρικό Oryahovo. Βέβαια αυτό δεν έχει σημασία για το κυρίως θέμα της ανάρτησης, επειδή αυτά τα τοπωνύμια απλώς μου θύμισαν το επίθετο ρέχαβος στο οποίο είναι αφιερωμένη η ανάρτηση.

Θυμίζω πως η ισογλωσσική γραμμή που χωρίζει χονδρικά τις δυτικές εκαβικές διαλέκτους από τις ανατολικές γιακαβικές είναι η γραμμή Θεσσαλονίκης-Νικοπόλεως, αν και υπάρχουν νησίδες ετερότητας και στα δύο ημιμέρη (λ.χ. ο γιακαβισμός της περιοχής της Καστοριάς που έχω περιγράψει σε παλαιότερη ανάρτηση).

Επομένως, η παλαιοσλαβωνική ρίζα rěχ- πίσω από αυτά τα τοπωνύμια είναι σίγουρη και αυτό μου θύμισε το επίθετο ρέχαβος (βορειοελληνιστί ρέχαβους) που χρησιμοποιείται στο Ρουμλούκι και στην Ορεινή Πιερία (γειτνιάζουσες περιοχές της νοτιοκεντρικής Μακεδονίας).

Ο Δημήτρης Δελιόπουλος στο βιβλίο του «Το Ρουμλουκιώτικο Ιδίωμα» περιγράφει το επίθετο ρέχαβος με την φράση «ρέχαβο χωράφι» (ρέχαβου χουράφ΄) = «ολιγόγονο/άγονο χωράφι».

Από την άλλη, οι Χρήστος Τζιτζιλής και Ευανθία Δουγά-Παπαδοπούλου, στο βιβλίο τους «Το γλωσσικό Ιδίωμα της Ορεινής Πιερίας» περιγράφουν το επίθετο ρέχαβος με την σημασία «αραιός», ενώ παραθέτουν το ουσιαστικό «(το) ριβένι» (ριβέν΄) = «άγονο χωράφι» και το επίθετο «ριβένιος» (ριβένιους) = «άγονος» (λ.χ. ριβένιου χουράφ΄/χώμα = άγονο χωράφι/χώμα).

rexavos

rehavos

Το επίθετο ριβένιος = «άγονος» εξηγείται σχετικά εύκολα ως σλαβικό δάνειο (λ.χ. το σλοβενικό reven = «φτωχός», τα σερβικά rvati = «παλεύω, παλεύω με δυσκολίες» και revan = «δουλευταράς», ρωσικό rvʲenʲije = «ζήλος, εντατικότητα, ενθουσιασμός» κλπ). Εν τέλει το «ριβένιου» χωράφι έχει «φτωχή» απόδοση και απαιτεί «πολύ/εντατικό κόπο». Το πρωτοσλαβικό ρήμα που κρύβεται από πίσω είναι το *rŭvati = «αποσπώ, αφαιρώ, σχίζω» και διατήρησε την σημασία στο ρωσικό rvatʲ (τα βαλτικά συγγενή ρήματα σημαίνουν «ξεβοτανίζω»). Η σημασιακή εξέλιξη ήταν μαδημένος > φτωχός/αραιός > άγονος.

ruvati

Από την άλλη, το επίθετο ρέχαβους αναμφίβολα πρόκειται για σλαβικό ποιοτικό επίθετο σε *-eh2-wos > *-āwos > -avŭ (λ.χ. το σερβοκροατικό παράγωγο επίθετο dlaka = «τρίχα» >  dlakav = «τριχωτός»). Επίσης, οι διαφορετικές σημασίες του επιθέτου σε Πιερία («αραιός») και Ρουμλούκι («άγονος/ολιγόγονος») μπορούν να συσχετιστούν αρκετά λογικά, μιας και το «ολιγόγονο/άγονο» χωράφι είναι «αραιόφυτο, ψιλόφυτο».

Το πρόβλημα είναι πως πέρα από τα βουλγαρικά παραδείγματα Ryaχovo, Ryaχovcite, Reχovo και Reχovica που ανέφερα (και το rehav που βρήκα στον Τζιτζιλή), τα οποία μπορούν ν΄αναχθούν στην παλαιοσλαβωνική ρίζα *rěχ-, δεν μπορώ να βρω στο πρωτοσλαβικό λεξικό του Derksen κάποιον πρωτοσλαβικό όρο (*erχ-, *rěχ-) που να ταιριάζει στις σημασίες του επιθέτου ρέχαβος (αραιός, ολιγόγονος/άγονος).

Εδώ όποιος γνωρίζει κάτι παραπάνω για το επίθετο ρέχαβος ας το σχολιάσει.

Θυμίζω πως η παλαιοσλαβωνική ρίζα *rěχ- είτε προέκυψε από την νοτιοσλαβική εκτατική μετάθεση των υγρών, κάτι που εξηγεί και το /χ/ λόγω κανόνα RUKI (λ.χ. *(h1)ers- > erš- > erχ- > rěχ-, όπως IE *pors– > ΚΒΣ parš– > PSlv *porxŭ > OCS praχŭ = «σκόνη»), είτε το yat ανάγεται σε ΙΕ δίφθογγο *oi/ai, κάτι που πάλι εξηγεί το /χ/ λόγω κανόνα RUKI (λ.χ. *(s)mei- «γελώ» > IE *smoisos > ΚΒΣ *smaišas > PSlv směχŭ = «γέλιο» > βουλγ. smyaχ).

smexu

Σημειώνω εδώ πως από την ΙΕ ρίζα *(s)mei- «γελώ» προέρχεται το αγγλικό smile και τα ελληνικά μειδάω = «χαμογελώ», μεῖδος/μείδημα/μειδίαμα = «γέλιο» και το ομηρικό επίθετο της Αφροδίτης *φιλο-σμειδής > φιλομμειδής = «που της αρέσουν τα γέλια» (με διπλό μμ όπως στα Πέλοπος νῆσος > Πελοπόσνησος > Πελοπόννησος και *m.g’h2-snigwh-os > *ἀγά-σνιφος > ἀγάννιφος ~ snow ~ sněgŭ).

Επομένως, αν υπάρχει κάποια ΙΕ ετυμολογία για την παλαιοσλαβωνική ρίζα *rěχ- που υποπτεύομαι ότι κρύβεται πίσω από το επίθετο *rěχavŭ > ρέχαβος = «αραιός, ολιγόγονος/άγονος» και πίσω από τα τοπωνύμια του τύπου Ryaχovo ~ Rehovo τότε οι δυνατές ΙΕ ρίζες είναι:

*h1ers-

*(H)rois-/(H)rais- (< *(H)r(e)h2is-)

*wrois-/*wrais- (< *wr(e)h2is-)

Μια πιο σπάνια περίπτωση είναι το σλαβικό /χ/ να ανάγεται σε ΙΕ *sk (*sk>ks>χ, όπως στην Aλβανική λ.χ. hudhër, hu/hundë, hedh, hell, hi, njoh, ngroh κλπ). Οι σλαβιστές δέχονται ότι αυτή η τροπή συνέβη περιστασιακά και στην πρωτοσλαβική και με αυτήν εξηγούν το περίεργο /χ/ μιας δεκαριάς πρωτοσλαβικών όρων, όπως *χorbrŭ = «γενναίος» (< *skorb-),  *χoldŭ = «κρύος» (< *skold- < *(s)gol-dh- ~ πρωτογερμανικό *kaldaz > αγγλικό cold και λατινικό gelidus), *χūdŭ = «μικρός, λεπτός, λειψός» (< *ksoud-os), *χromŭ = «κουτσός», *χlębŭ = «καταρράκτης» (< *sklembh- «πέφτω, γλιστρώ»), *χlǫdŭ = «παλούκι, βακτηρία/μαγκούρα» (< *skland-) κλπ.

sk1

sk2

sk3

Τέλος, μία άλλη πηγή πρωτοσλαβικού /χ/ είναι τα γερμανικά και ιρανικά δάνεια της πρωτοσλαβικής (λ.χ. PGmc *hlaibaz > PSlv χlěbŭ, Ιραν. χvarəna > PSlv *χorna «τροφή, φορβή»).

xleb

Επομένως, οι άλλες δύο ετυμολογικές περιπτώσεις για το σλαβωνικό επίθετο *rěχavŭ που πιστεύω πως κρύβεται πίσω από το επίθετο ρέχαβος = «αραιός, ολιγόγονος/άγονος» και τα τοπωνύμια τύπου Ryaχovo ~ Reχovo είναι:

*h1er-sk- ~ *h1er-ks-

*(H/w)reh1-sk- ~ *(H/w)reh1-ks-

*(H/w)roi-sk- ~ *(H/w)roi-ks-

*(H/w)r(e)h2i-sk- ~ (H/w)r(e)h2i-ks-

και, τέλος, κάποιο γερμανικό ή ιρανικό δάνειο με /χ/ που στο στόμα των πρωτοσλάβων θα κατέληγε *erχ-/*rěχ-.

Υπάρχουν δύο περιπτώσεις από όλες τις παραπάνω που θεωρώ περισσότερο πιθανές.

Η ΙΕ ρίζα *h1reh1- «απομονωμένος, χωριστός» έχει δώσει το ελληνικό επίθετο ἐρῆμος ~ ἔρημος , το λατινικό επίθετο rārus = «αραιός, σπάνιος» και, μεταξύ άλλων, το βαλτοσλαβικό επίθετο *h1reh1-d- > *rēd- «αραιός» (η μία σημασία του ρέχαβος): πρωτοσλαβικό *rědŭkŭ = «αραιός», λετονικό rēds ~ rets = «αραιός».

h1reh1

Αυτό κάνει πιθανή την περίπτωση:

*h1reh1-sk-eh2-wos ~ *h1reh1-ks-eh2-wos > ΚΒΣ *rēskāwas ~ *rēksāwas > Slv *rěχavŭ = «αραιός, αραιόφυτος».

Η άλλη περίπτωση είναι η ρίζα *h1rei- «δρέπω, αποσπώ, μαδάω, σχίζω» που έδωσε τα ελληνικά ρήματα ἐρείκω και ἐρείπω (μαδάω/σχίζω > καταστρέφω και, κατά συνέπεια, ἐρείπιον = «κατεστραμμένο», με τον λατινικό συγγενή rīpa να έχει ακολουθήσει την σημασιακή εξέλιξη σχίζω > σχισμή > όχθη -λ.χ. Dacia Rīpēnsis = Δακία Παραποτάμια- που συνέβη και στο ελληνικό παράγωγο ἐρίπνη = «απότομη πλαγιά, γκρεμός» [< σχισμένος βράχος]).

h1rei

Η ρίζα *h1rei- κάνει πιθανή την περίπτωση:

*h1roi-s-eh2-wos > ΚΒΣ *raišāwas > Slv *rěχavŭ «αραιός, αραιόφυτος» (< μαδημένος, με σημασιακή εξέλιξη μαδημένος > φτωχός/αραιός > άγονος όπως αυτή που περιέγραψα για το επίθετο ριβένιους παραπάνω).

16 Comments

Filed under Βαλκανικές γλώσσες, Γλωσσολογία, Ελληνική γλώσσα, Ινδοευρωπαϊκά θέματα, Σλαβικές γλώσσες