Η Ρουμλουκιώτικη διάλεκτος #1

Αυτά τα Χριστούγεννα είχα την ευκαιρία να ξαναρίξω μια γρήγορη ματιά στο βιβλίο του Δημητρίου Δελιόπουλου «Το Ρουμλουκιώτικο Ιδίωμα», για το οποίο έχει κάνει μια ανάρτηση ο Νίκος Σαραντάκος στο παρελθόν. Το βιβλίο πραγματεύεται την διάλεκτο του Ρουμλουκιού παρουσιάζοντας, εκτός από αλφαβητικό λεξικό όρων, και ορισμένα στοιχεία για την γραμματική και τις φωνολογικές εξελίξεις.

Η διάλεκτος του Ρουμλουκιού ανήκει στις λεγόμενες Βόρειες Νεοελληνικές Διαλέκτους, που είναι αυτές που μιλιούνται βορείως του Κορινθιακού κόλπου και της Αττικής, καθώς και στο βόρειο Αιγαίο.

Γενικά χαρακτηριστικά των Βορείων Ιδιωμάτων είναι:

1) Η τροπή των ατόνων /e/ (ε,αι) και /o/ (ο,ω) σε /i/ και /u/ αντίστοιχα:

νερό > νιρό (/ɲirò/), είμαι > είμι , παιδί > πιδί , με φαίνεται > μι φαίνιτι/φαίν΄τι

εύμορφος > όμουρφους/έμουρφους , άρρωστος > άρρουστους , Ρωμιός > Ρουμιός

2) Αποκοπή/κώφωση των ατόνων /i/ (ι,η,υ,οι,ει) και /u/ (ου):

κουνούπι > κνούπ’ , κουτί > κτί , μανιτάρι > μαν΄τάρ΄

Έχουν γίνει πολλές συζητήσεις σχετικά με την χρονολογία αυτής της αποκοπής/κώφωσης. Η κυρίαρχη άποψη είναι ότι συνέβη κατά την περίοδο 1200-1600 (δηλαδή κατά την περίοδο όπου διαμορφώθηκαν οι νεοελληνικές διάλεκτοι), ενώ ορισμένες «αρχαιόπληκτες» προτάσεις αρχαίας καταγωγής δεν είναι πειστικές όταν εξετάζονται λεπτομερώς. Η «κώφωση» των ατόνων /i/,/u/ συνέβη αφού είχε ήδη ολοκληρωθεί η ανομοίωση των κλειστών κτ,πτ > χτ, φτ (λ.χ. κτίζω > χτίζω και πτερόν > φτερό). Ο λόγος γι΄αυτήν την διαστρωμάτωση είναι ότι το κουτί > κτί δεν προφέρεται ποτέ χτί. Επίσης, το γεγονός ότι το πηγάδι είναι πάντοτε /bγàδ/ και ποτέ /vγàδ/ δείχνει ότι η κώφωση στο πηγάδι συνέβη πολύ αργότερα από τον σχηματισμό της πανελλήνιας λέξης εκβαίνω > βγαίνω (ekvèno > eγvèno > vγèno ύστερα από μετάθεση).

Γράφει ο Geoffrey Horrocks για το θέμα:

Horrocks

Η αποκοπή/κώφωση αυτή έχει ορισμένες συνέπειες στους γειτονικούς φθόγγους:

α) Στην άτονη συλλαβή /ni/, το /n/ παραμένει ουρανωμένο (ɲ) και μετά την απώλεια του /i/, αλλά για λόγους απλότητος δεν θα σημειώνω κάθε φορά το ɲ :

σκόνη [skòni] > skòɲi > σκόν΄ [skòɲ]

γουρούνι [γurùni] > γurùɲi > γρούν΄ [γrùɲ]

Μερικές φορές η ουράνωση φτάνει μέχρι την προουράνωση (prepalatalization, σχηματισμός ημιφωνικής ουράς στην προηγούμενη συλλαβή) -nj > -jn- , δηλαδή ακούγεται κάτι σαν «γρούιν», «σκόιν». Ανάλογα φαινόμενα έχουν παρατηρηθεί και σε ορισμένες σλαβικές διαλέκτους της Μακεδονίας (λ.χ. konj > kojn = «άλογο»).

prepalatalization

Εδώ θα προσθέσω ότι, σύμφωνα με τον Victor Friedman, η προουράνωση nj> jnj στα γραπτά του Krte Petkov Misirkov είναι χαρακτηριστικό της τοπικής του σλαβομακεδονικής διαλέκτου (γεννήθηκε στους τότε Αγίους Αποστόλους/Postol Γιαννιτσών, σημερινή Πέλλα).

Misirkov-jnj

Στην πρώτη από τις δύο σελίδες πιο πάνω έβαλα ένα ερωτηματικό στα δεδομένα του Newton για το Μακεδονικό δικός μου > /θkòzim/ έναντι του Θεσσαλικού δικός μου > /θkòzum/, γιατί στο Ρουμλούκι το «δικός μου» είναι ή /θkòzum/ ή /θkòm/ και όχι /θkozim/, όπως ισχυρίζεται ο Newton. Θα το δείξω παρακάτω.

Μερικές φορές, το άτονο /li/ υφίσταται τα ίδια φαινόμενα που περιγράφτηκαν για το άτονο /ni/, ενώ η προουράνωση μπορεί να συμβεί και σε εξακολουθητικά σύμφωνα (λ.χ βόδι, ρόδι > βόιδ΄, ρόιδ΄, αν και ο τύπος βόιδι δεν αποκλείεται να είναι αρχαϊσμός και όχι προϊόν προουράνωσης, λ.χ. ο υποκοριστικός όρος βοΐδιον < βοϝ-ίδιον απαντά στον Αριστοφάνη).

β) Στο επίθημα -στικός μαζί με το άτονο /i/ εξαφανίζεται και το /t/ προκαλώντας ελαφρά πάχυνση του s>š: λ.χ. νηστικός > νησ΄κός [ɲiškòs].

Παρομοίως:

ζαλίστηκα > ζαλίšκα

σκέφτηκα > σκέφ΄κα

φρίχτηκα > φρίχ΄κα (= τρόμαξα, φρίσσω/φρίκη)

Ένα ανάλογο φαινόμενο έχει παρατηρηθεί και στην Ανατολική Βαλκανική Ρωμανική (Βλαχική/Αρουμανική και Ρουμανική) όπου το άτονο σύμπλεγμα -sti- γίνεται -šti- και, ενίοτε, το /t/ χάνεται:

Λατινικά Christianus, castigare > Βλαχικά Crishtin, cîshtigari και Ρουμανικά Creștin, știgare  [θυμίζω πως š=ș=sh],

ενώ παράδειγμα με απώλεια του /t/, όπως στα νηστικός > νηšκός και ζαλίστηκα > ζαλίšκα είναι το λατινικό pastiō/pastionem > Βλαχικό pîshuni και Ρουμανικό șune.

Δεν ξέρω κατά πόσο η σλαβική εξέλιξη –štĭn-/-ščĭn- > -šn- μπορεί να συνδεθεί με τα παραπάνω φαινόμενα. Λ.χ. τα «παντελόνια» στις διάφορες σλαβομακεδονικές/βουλγαρικές διαλέκτους είναι gašti/gašči/gakʲi, ενώ το «ζωνάρι που κράταει τα παντελόνια» είναι gaščĭnikŭ/gaštĭnikŭ > gaštnik/gašnik ακόμα και στις διαλέκτους που σήμερα λένε gakʲi (η επιλεγμένη φωνολογία στην Πρότυπο Σλαβομακεδονική).

gašnik

Αναλόγως, το τοπωνύμιο *Lěštĭnica/*Lěščĭnica (= «φουντουκότοπος» εκ του  lěska = «φουντούκι/φουντουκιά») που στην ταινία «Η κυρά μας η μαμή» με την Βασιλειάδου απαντά ως «Λεστινίτσα», στις σημερινές σλαβικές γλώσσες πολλές φορές απαντά ως Lešnica.

[07:35] , [10:1ο] , ο Παντελής  Ζερβός που δίνει ρεσιτάλ στο [11:30]:

– Και θα μείνετε πολύ καιρό στη Λεστινίτσα, αν επιτρέπετε;

– Μα θα εγκατασταθούμε μονίμως!

– Δηλαδή πόσον καιρό; (ήταν «ελληνικούρα» για τον άνθρωπο το «θα εγκατασταθούμε μονίμως» :p3: )

– Για πάντα!

– Αχά

και ο Ορέστης Μακρής στο [22:38] που αμολάει την «ελληνικούρα» «αχ τι ωραία που περνάμε ἐν Λεστινίτσῃ !».

γ) Όταν η αποκοπή φέρνει σε επαφή σύμφωνα διαφορετικής ηχηρότητος συμβαίνει υποχωρητική αφομοίωση (regressive assimilation), δηλαδή το δεύτερο σύμφωνο επιβάλλει την ηχηρότητά του στο πρώτο:

Ηχηρά σύμφωνα είναι τα [b,d,g,v,δ,γ,z], ενώ τα αντίστοιχα άηχά τους είναι τα [p,t,k,f,θ,χ,s].

sb>zb: συμπέθερος [sibèθeros] > ζμπέθ(ι)ρους [zbèθ(i)rus]

pγ>bγ: πηγάδι [piγàδi] > μπγάδ΄ [bγàδ], πηγούνι [piγùni] > μπγούν΄ [bγùɲ]

δk>θκ: δικός μου [δikòs mu] > θκόζουμ/θκομ [θkòzum/θkom]

vt>ft: βοτρύδιον > βουτρύδι [vutrìδi] > φτρύδ΄ [ftriδ]

vk>fk: βούκεντρον > βουκέντριον > βουκέντρι [vukè(n)dri] > φκέντρι [fkè(n)dri]

Αυτό το είδος αφομοίωσης συμβαίνει σε όλες τις γλώσσες λ.χ. gt>kt στα διάγω, agō > Διάκτωρ, actōr και το σλαβικό *vъtorъ = «δεύτερος» που, μετά την απώλεια του πρώτου yer, έδωσε το βουλγαρικό vtori που όμως προφέρεται /ftɔri/.

δ) Στις εκφράσεις του τύπου «ο δικός μου» και «ο πατέρας μου» κλπ, η απώλεια του /u/ στο «μου» δημιούργησε ένα σύμπλεγμα /-sm./ το οποίο απλοποιήθηκε με διάφορους τρόπους. Κατά κανόνα, το /s/ ηχηροποιήθηκε σε /z/ και ένα νέο αναπτυκτικό φωνήεν αναπτύχθηκε ανάμεσα στο /z/ και στο /m/. Το αποτέλεσμα ήταν οι τύποι «ου/ι θκόζουμ», «ου/ι πατέραζουμ». Μία άλλη εξέλιξη ήταν η απώλεια του /s/ και οι τύποι «ου/ι θκόμ», «ου/ι πατέραμ».

Στο Ρουμλούκι λ.χ. ο συχνότερος τύπος είναι «ι θκόζουμ», «ι πατέραζουμ», «ι αδιρφόζουμ» αν και στα «πιρατνά» (περατινά = κάτω/πέρα από τον Αλιάκμονα) χωριά, σύμφωνα με τον Δελιόπουλο, ακούγονται και οι τύποι «ι θκομ», «ι πατέραμ», «ι αδιρφόμ».

paterazoum

3) Το «θα» στα βόρεια ιδιώματα προφέρεται κατά κανόνα «δα», λ.χ. «δα πάμι» = «θα πάμε».

4) Το «με» και το «σαν» συντάσσονται με ένα συνοδευτικό «τι»:

Επειδή το νεοελληνικό «με» κατάγεται από το «μετά» (λ.χ. μετά τῆς γυναικός = (μαζί) με την γυναίκα) η αρχή του φαινομένου πρέπει να ήταν οι φράσεις:

μετ΄εμένα > μιτ΄ιμένα > μιτι μένα = με εμένα

μετ΄εσένα > μιτ΄ισένα > μιτι σένα = με εσένα

Αυτές οι εκφράσεις φαίνεται να είχαν αναλογική επίδραση στο «σαν» και προέκυψαν τα:

σαντι μένα = σαν εμένα

σαντι σένα = σαν εσένα

5) Η αιτιατική πληθυντικού κατά κανόνα δεν χρησιμοποιείται (λ.χ. «έχ΄ καλκατζαραίοι!» αντί για «έχει καλικατζαραίους!» ή «πήρα τς δρόμ΄ [= τους δρόμοι]» αντί για «πήρα τους δρόμους»), ενώ η γενική πληθυντικού συνήθως σχηματίζεται περιφραστικά με το «από» + αιτιατική (που όπως είπα στον πληθυντικό δεν χρησιμοποιείται) λ.χ. «η τρουφή απ΄τ΄αρνίθια» αντί για «η τροφή των αρνιθιών [= ορνίθια = κοτόπουλα]), ενώ η φράση «τα σαμάρια των γαϊδάρων» λέγεται «τα σαμάρια απ τς/τσι γαϊδάρ΄» (= τα σαμάρια απ΄ τους γαϊδάροι).

6) Όταν το αρκτικό άτονο φωνήεν δεν χάνεται (λ.χ. ημέρα > μέρα, εγγαστρωμένη > γκαστρωμένη , Θεσσαλονίκη > Σαλουνίκη) τότε συχνά μετατρέπεται σε /α/, ιδίως όταν μετά ακολουθεί ένηχο σύμφωνο (ν,μ,λ,ρ) και όταν το επόμενο φωνήεν είναι /α/ (ώστε να δράσει ως πυρήνας αφομοίωσης).

εγγόνι > αγγόνι

εντροπή > αντρουπή

εμπόδιο > αμπόδιου

ομφαλός > αφαλός (αυτό είναι πανελλήνιο)

ελαφρός > αλαφρός (και αυτό νομίζω πως μπορεί να θεωρηθεί πανελλήνιος τύπος)

ορνίθι > αρνίθ΄

εργάτης > αργάτς

μοναχός > μαναχός

επάνω > απάν΄

Ανάλογα φαινόμενα μπορεί να συνέβησαν και στην Ανατολική Βαλκανική Ρωμανική λ.χ. το λατινικό ēricius «σκατζόχοιρος» έγινε ariciu στη βλαχική και arici στη ρουμανική (και iriq/uriq στην Αλβανική).

7) Το μη ετυμολογικό προθηματικό α- είναι πολύ συχνό:

χείλος > χείλι > αχείλ΄

στήθος > στήθι > αστήθ΄

λυπούμαι > λπούμι > αλπούμι

ρεβίθι > ριβίθι > ρβίθ΄ > αρβίθ΄

γρήγορα > αγλήγουρα

χώρια > αχώρια

πηδώ > πδώ > bδώ > αbδώ

καλέω > ακαλνώ = «προσκαλώ»

Και εδώ κάποιος μπορεί να επισημάνει ανάλογα φαινόμενα στην Βλαχική λ.χ. Rōmānus > Rumãn[u] > Armãn[u], το λατινικό rapiō > βλαχικό arakju ~ arap[u] (με τυπική για την βλαχική τροπή py>ky όπως στο piatră > kyatrã) και το λατινικό vēnor/vēnātor = «κυνηγώ, κυνηγός» που έγιναν avinu/avinator[u] στην Βλαχική.

8) Ο παρατατικός των ρημάτων σε -μαι είναι -μαν/-σαν/-ταν αντί για -μουν/-σουν/-ταν (λ.χ. ήμαν = ήμουν, κ(οι)μώμαν = κοιμόμουν, καθόμαν/κάθουμαν = καθόμουν). Θα αναφέρω δύο παραδείγματα.

i) Παραδοσιακό Μακεδονικό τραγούδι «τί θιλα κι σ΄αγαπούσα κι δι gάθουμαν (= δεν καθόμουν) καλά»:

ii) Κώστας Χατζηχρήστος στο «της Κακομοίρας» [01:07:30] «ήμαν καλός δισκοβόλος»:

9) Η δοτική (λ.χ. δοκεῖ μοὶ = φαίνεται σε εμένα) έδωσε τη θέση της στην αιτιατική (δοκεῖ μοὶ > με φαίνεται > μι φαίν΄τι) και όχι στην γενική (δοκεῖ μοὶ > μου φαίνεται) που είναι η ποικιλία των νοτίων διαλέκτων που εν τέλει πέρασε στην Πρότυπο Νεοελληνική (ΠΝΕ). Διαβάζοντας τον Robert Browning εξεπλάγην από το πόσο νωρίς άρχισε να αντικαθίσταται η δοτική δίνοντας την θέση της σε γενική/αιτιατική. Τα πρώτα παραδείγματα απαντούν ήδη στον 1° π.Χ. αιώνα, αλλά η γεωγραφική τους κατανομή μονιμοποιήθηκε πολλούς αιώνες αργότερα. Το πρώτο παράδειγμα αιτιατικής απαντά στο 81 π.Χ. στην φράση «γράφομαι σε» = «σε γράφω» (ή, καλύτερα «σι γράφου» = «σου γράφω» της ΠΝΕ = «γράφω σε εσένα»), ενώ το πρώτο παράδειγμα γενικής απαντά στο 46 π.Χ. στην φράση «δώσω σοὺ» (= θα σου δώσω).

Browning me-mou

10) Σε ορισμένες περιοχές, η παρελθοντική αύξηση ε- συνοδεύεται από διπλό τονισμό του τύπου «έκατσάμι κι έφαγάμι» αντί για «εκάτσαμε και εφάγαμε».

Ειδικά φωνολογικά χαρακτηριστικά της Ρουμλουκιώτικης διαλέκτου

(Πολλά από αυτά μάλλον υπάρχουν και σε άλλα βόρεια ιδιώματα, αλλά όχι σε όλα)

1) Το αρσενικό άρθρο ενικού είναι «ι» και όχι «ου» (< ο) όπως στις περισσότερες βόρειες διαλέκτους. Η καλύτερη εξήγηση που βρήκα γι΄αυτό είναι η αναλογική επίδραση από τα ταυτόηχα θηλυκά άρθρα (η, οι = /i/). Με άλλα λόγια, το θηλυκό ζεύγος η μάνα > οι μανάδις (μανάδες) έδρασε αναλογικά, αλλάζοντας το αρσενικό ζεύγος ο/ου πατέρας > οι πατιράδις (πατεράδες) προς το ταυτόηχο ι πατέρας > οι πατιράδις.

Το αποτέλεσμα ήταν να γενικευτεί παντού ως αρσενικό άρθρο ενικού το «ι»: ι Νίκους, ι λύκους ι μαύρους, ι πατέρας κλπ.

i-article

2) Όταν η αποκοπή φέρνει σε επαφή  ένα «σ» με προκείμενα «λ» και «ν», το «σ» προφέρεται «τσ», δηλαδή συνέβη επένθεση ενός /t/:

μέλισσα > μέλσα > μέλτσα

αλυσίδα > αλσίδα > αλτσίδα

τι κάνεις > τι κάνς > τι καντς

τι θα γίνεις; > τι δα γένς > τι δα γέντς

ο Γιάννης > ι Γιάννς > ι Γιάνντς

ο Αντώνης > ι (Α)Ντώντς

ο Βαγγέλης > ι Βαγγέλτς

ο Βασίλης > ι Βασίλτς

3) Το «ν» των άρθρων της αιτιατικής «τον» και «την» (και στα «στον» και «στην») πριν εξαφανιστεί προκάλεσε ηχηροποίηση στο άηχο κλειστό σύμφωνο που ακολουθεί (p,t,k > b,d,g), το οποίο, με τη σειρά του, προκάλεσε ανάδρομη ηχηροποίηση στο «τ» του άρθρου (και στο σ>ζ του «στην»)

Το πρώτο βήμα είναι όπως τα πανελλήνια: συν+κοινωνία > συγκοινωνία [si(ŋ)ginonia] , συν+τόμος > σύντομος [sì(n)domos] , συν+πολίτης > συμπολίτης [si(m)bolìtis], ενώ το δεύτερο είναι σαν τα πηγάδι > bγάδ΄ και συμπέθερος > ζμπέθ(ι)ρος που αναφέρθηκαν παραπάνω.

τον Κώτσο > τουν Κώτσιου > του Γκώτσιου και στον Κώτσο > στου Γκώτσου

τον Πέτρο > τουν Πέτρου > του Μπέτρου και στον Πέτρο > στου Μπέτρου

τον Τάσο > τουν Τάσου > του Ντάσου και στον Τάσο > στου Ντάσου

την πόρτα > τη bόρτα > τ΄bόρτα > d΄bόρτα , αλλά στην πόρτα > σ΄ν πόρτα > σ΄bόρτα > ζ΄bόρτα (εδώ χάθηκε το /ti/ του «στην» όπως στο νηστικός > νησ΄κός)

Έτσι προκύπτουν τα θηλυκά παραδείγματα:

ζ΄dαβέρνα = στην ταβέρνα

ζ΄bαραλία = στην παραλία

ζ΄gατάψυξ = στην κατάψυξη

ζ΄Gλούρα/Gατερίν΄/Gοζάν΄ = στην Κουλούρα/Κατερίνη/Κοζάνη

4) H απλολογία/συρριστική ανομοίωση του τύπου ο Θανάσης > ι Θανάης.

Όταν στις δύο τελευταίες συλλαβές μιας λέξης υπάρχουν δύο συρριστικά σύμφωνα (s,z) το ένα από τα δύο χάνεται. Ενώ εκ πρώτης όψεως φαίνεται ότι χάνεται το πρώτο εκ των δύο στην πραγματικότητα συνέβη ένας συνδυασμός προουράνωσης και απλολογίας (Anglaland > England, ἀμφιφορεύς > ἀμφορεύς):

i) Προουράνωση: θanàsis > θanàʲsis > θanàjsis όπως ρόδι > ρόιδ΄

ii) Απώλεια της τελικής συλλαβής /-is/ είτε λόγω απλολογίας (-jsis) είτε λόγω της κώφωσης του άτονου /i/ της τελικής συλλαβής.

Η παραπάνω διαδικασία εξηγεί γιατί στον τύπο -ίζεις > -ίειζ το συρριστικό που επιβιώνει είναι το /z/: -izis > -iʲzis > -ijzis > -ijz.

καθαρίζεις > καθαρίειζ΄

δεν μας χέζεις > δι μας χέειζ΄

θα περάσεις > δα πιράεισ΄

Εξαίρεση είναι το ορνιθωνύμιο «κουκκνουγκoύηζ΄» (= κοκκινογκούσης = κοκκικολαίμης που περιέχει το βλαχικό gushã /αλβανικό gushë = «λαιμός») και δείχνει μη ετυμολογικό /z/, όπως το «σ΄αρέειζ΄;» (= σου αρέσει;) που ακούγεται καμιά φορά. Πιστεύω ότι η ηχηροποίηση s>z σε αυτά τα παραδείγματα οφείλεται στα προκείμενα σύμφωνα (ηχηρό /g/ και ένηχο /r/, λ.χ. *dr.k’- > *δρακάτης > δραγάτης). 

5) Ορισμένες φορές τα ηχηρά τριβόμενα της ελληνιστικής κοινής [β,γ,δ] προφέρονται σαν ηχηρά κλειστά [b,d,g] αντί για τον συνήθη νεοελληνικό τους ήχο.

Οι λαγόνες λ.χ. εξελίχθηκαν στη λέξη (τα) λαgόνια = οι λαγόνιες χώρες των ζώων (το κενό ανάμεσα στα πλευρά και στα οστά της λεκάνης), από τις οποίες οι παλιοί έκριναν αν το χορτοφάγο ζώο ήταν χορτάτο (το χορτασμένο ζώο είχε φουσκωμένα τα λαgόνια), ενώ η λέξη δίδυμος έδωσε το διδυμάρικο > dιdμάρκου. Ένας φίλος από την Τσακωνιά μου είπε ότι τα «δίδυμα» στην Τσακωνική λέγονται διδυμαρικάζυμαρικά.

bgd

6) To ρουμλουκιώτικο επιφώνημα «κο» ~ «καλέ».

Εκεί όπου στην ΠΝΕ (πρότυπος νεοελληνική) χρησιμοποιείται το επιφώνημα «καλέ», στο Ρουμλούκι χρησιμοποιείται το «κο». Παραδείγματα χρήσης:

Μάνα προς κόρη: «κο κουρίτσ΄μ΄ καλό» = «βρε/καλέ καλό μου κορίτσι»

Εγγονός προς βαρήκοη γιαγιά: «μανιά; … μανιά; … μανιά κο μ΄ακούς;»

Όταν η ΠΝΕ άρχισε να επιδρά την ρουμλουκιώτικη διάλεκτο, το «πουλιτ΄κό» (= πολιτικό = αστό) «καλέ» ηχούσε τόσο άσχημα στους Ρουμλουκιώτες που μόλις το άκουγαν έλεγαν «καλέ καλέ να σι ρίξου στου χαλέ!».

illinikura

Ο όρος «ιλληνικούρα» μου θύμισε τις παρακάτω σκηνές:

α) «Ο Κλέαρχος, η Μαρίνα και ο κοντός»: λέει ο Νίκος Ρίζος στο [00:08:20]:

«Διότι και να μιλάω αδερφέ μου σαν υποψήφιος βουλευτής, με την ελληνικούρα μου ξεροψημένη …»

β) «Βαβυλωνία»: λέει στο [00:41:30] ο Ηλίας Λογοθέτης που ως επτανήσιος αστυνόμος ανακρίνει τον «λογιότατο»:

Λογιότατος: «… αμφοτέρους μαχεσαμένους»

Λογοθέτης: «Ποιος χέστηκε μουρέ; Ανάθεμά με κι αν δεν κατάλαβα τίπουτσι που να πάρει ο διάολος με τις ελληνικούρες σου παλιολογιότατε!»

Λογοθέτης [42:28]: «Μουρέ εγώ σε ρωτάω ρωμέικα: ήτανε caso pensato ή caso accidente; (ιταλικά δάνεια στις διαλέκτους των Επτανήσων)

Γραμματικός [42:45]: «Ερωτά ο κύριος αστυνόμος: το επεισόδιον ήτο εκ προμελέτης ή τυχαίον γεγονός;»

7) Η αποκοπή προθέσεως.

Στα Ρουμλουκιώτικα, η πρόθεση «κατά» κατά κανόνα αποκόπτεται σε «κα» όταν ακολουθούν τα άρθρα αιτιατικής «τον, την,το, τους, τις, τα».

επάνω κατά τα βουνά χιωνίζει > απάν΄ κα τα βνά χιουνίζ΄

πάω κατά τη Δέσπω > πάου κα τη Δέσπου

Παραθέτω ένα από τα διαλεκτικά κείμενα που παραθέτει ο Δελιόπουλος (το παραμύθι «ι Ντίνας ι βαρκάρς» = «ο Ντίνος ο βαρκάρης») όπου έχω υπογραμμίσει την αποκοπή κατά>κα:

kata1

kata2

Η αποκοπή αυτή φαίνεται και στο λήμμα κασταλαή = κατασταλαγή , όπου ο Δελιόπουλος παρουσιάζει την άποψη του Ιωάννη Προμπονά για την καταγωγή της.

kastalai

Ενώ μπορεί κάλλιστα να είναι ένα μεταγενέστερο μεσαιωνικό φαινόμενο απλολογίας (κατά τα > κα τα), έχει ενδιαφέρον ότι θυμίζει ένα ανάλογο φαινόμενο που συνέβαινε στις αρχαίες μη Αττικο-Ιωνικές διαλέκτους (Αιολική, Δωρική, Αρκαδο-Κυπριακή) όπου κατά κανόνα η πρόθεση «κατά» πριν από σύμφωνο αποκόβεται σε «κὰτ-» με το «τ» να αφομοιώνεται από το σύμφωνο που ακολουθεί.

Λ.χ. οι επικοί αιολισμοί κατά-μορος > κάτμορος > κάμμορος = κατάμοιρος και κατα-μύω > κατμύω > καμμύω

και, παρομοίως, στην Οδύσσεια λ.χ. (8.85), η φράση «κατὰ κεφαλῆς» αποκόπτεται σε «κακ κεφαλῆς»:

ταῦτ᾽ ἄρ᾽ ἀοιδὸς ἄειδε περικλυτός: αὐτὰρ Ὀδυσσεὺς
πορφύρεον μέγα φᾶρος ἑλὼν χερσὶ στιβαρῇσι
κὰκ κεφαλῆς εἴρυσσε, κάλυψε δὲ καλὰ πρόσωπα:

Σε μια διαλεκτική επιγραφή της Λάρισας του 168/7 π.Χ. (A. Tziaphalias – J.L. García Ramón – B. Helly, BCH 130, 2006, 435-483; fig. 1-5. – AE 2006.
SEG 56, 0636) διαβάζουμε:

Ταγευόντουν Τιμοσθένεος Ἀλεξιαίοι Ἱπ/πολόχοι Ἀλεξιππείοι Πολεμάρχοι Πολεμαρ/χιδαίοι, Λυκούρτοι Εὐστρατιδαίοι Δικαίοι / Εὐφορβείοι ταμιευόντουν Πίθουνος Αἰ/σχυλείοι καὶ Πολεμαίοι Ἀμφιαίοι γυμνασι/αρχέντουν Σούεος Φιλαγρείοι καὶ Ἀντιγέ/νεος Φιλοξενείοι Θύοι πεμπεκαιδεκότα / ἀγορᾶς ἐόνσας ἀγ[ορα]νομέντος Ἱππολόχοι Ἀλεξιπ/πεί[ο]ι? Ἱππολόχοι Ἀλεξιππείοι λέξαντος ἔδοξε τοῦ / δάμου τοῦ Λαρισαίουν· ὀπειδ[εὶ] Σάτ[υ]ρος Φιλίνειος Ἀ/θα[να]ῖος ἐοὺν φιλόσοφος τὰν ἐνδαμίαν πεποίειτει / χρόνοι πλείονος ὀστρεφόμενος οὑς ποτείνεκε ἀν/δρὶ καλοῦ καὶ ἀγαθοῦ καὶ τὰ κράτιστα καὶ κάλλι/στα τοῦν ἐν τοῦ βίου πάνσας ποτ τὸς πολίτας προθυμίας / καὶ σπουδᾶς ⟨ο⟩ὐθὲν ἐ[λλεί]πουν καὶ τὸν ἐνεστακόντα πό/λεμον συνμένο[υν] μετὰ τοῦν πολιτᾶν, ἔδοξε τοῦ δά/μου τοῦ Λαρισαίουν ἐπαινεῖσειν Σάτυρον Φιλίνειον Ἀ/θ[α]ναῖον ἐτ τοῦ τὰν ἐνδαμίαν ποιεῖσθειν οὑς ποτείνε/κε ἀνδρὶ καλοῦ κα[ὶ ἀ]γαθοῦ καὶ ἐτ τοῦ εὐνόους διεκεῖ/σθειν ποτ τὸς πολίτας, καὶ τὸς ἐπιμελείτας ὀπεὶ κε κατε/νέκει ὁ καῖρος περ τὰν πολιτείαν φροντίξειν οὕστε δο/θεῖ αὐτοῦ πολιτεία κατ τὸν νόμον καὶ συμφανὲς εἶ παν/τεσσι διέκι ὁ δᾶμος ὁ Λαρισαίουν περ[ρ]ᾶτει τοῖς ὀρθοῦς / ὀστρεφομένοις καταξίας τίμας καὶ χάριτας ἀτδίδο[υ]/μεν καὶ τὸ ψάφισμα τόνε κύριον ἔμμεν καπ πάντος χρόνο[ι] / τὸς ταμίας ὀγγράψαντας αὐτὸ ἐν κίονα λιθίαν κατ/θέμεν ἐν τὸ ἱερὸν τοῖ Ἄπλουνος τοῖ Κερδοίοι καὶ τὰν ὀ/νάλαν κίς κε γινύειτει δόμεν Ὁμολουίοι ὑστέ/ρα ἀγόρας ἐόνσας ἀγορανομέντος Πολεμάρχοι Πολε/μαρχιδαίοι Πολεμάρχοι Πολεμαρχι[δ]αίοι λέξαντος ἔ/δοξε τοῦ δάμου τοῦ Λαρισαίουν Σ[α]τύρου Φιλινείου Ἀθα/ναίου δεδόσθειν πολιτείαν καὶ τὰ λοιπὰ τιμία ὑπαρχέ/μεν αὐτοῦ κάτταπερ καὶ Λαρισαίοις καὶ τὸ ψάφισμα τό/νε κυρίον ἔμμεν καπ πάντος χρό[ν]οι καὶ τὸς ταμίας τό/νε τε καὶ τὸ πρὸ τοῖ γενόμενον πε̣ρ αὐτοῖ ψάφισμα ἐσδό/μεν ὀγγράψειν ἐν κίονα λ[ι]θίαν καὶ κατθέμεν ἐν τὸ ἱερὸν / τ[οῖ] Ἄπλουνος τοῖ Κερδ[οί]ο̣[ι] καὶ τὰν ὀνάλαν κίς κε γενεί/τει δόμεν ἀτ τᾶν κοινᾶν ποθόδουν· vacat Ὁμολουίοι / δευτέρα, ἀγορᾶς ἐόνσας ἀγορανομέντος Πολεμάρ/χοι Πολεμαρχιδαίοι Πολεμάρχοι Πολεμαρχιδαίοι λέξαν/τος ὀπειδεὶ Νούιος Λατῖνος Οὐίοι Μαμερτῖνος παργενόμε/νος καὶ ἐπελθοὺν ἐτ τὰν παρελθόνσαν ἀγόραν ἐνεφά̣[νισ]/σε πόκ?[κ]ι Πατροκλέα τοῖ Ἀστοκλέα παιδὸς ποππετόντος / ἑυτοῦ ἐν Σικελία καὶ ἐμφανίσσοντος διέκι ἀνδραποδι/σθὲς ὑκ κινοῦν στρατιουτᾶν ἐδούλευε ἐπιγvνὸς διέ/κι εἶς ἐλεύθερος καὶ Λαρισαίος ἐξαγγρέμενος εἶς κα[ὶ] / κατεσταούκουν ἐλεύθερον καὶ ἑυτοῖ κυρίον Ἱππ[ολό]/χοι Ἀλεξιππείοι λεξάντος ἔδοξε τοῦ δάμου [τοῦ Λα]/ρισαίουν ἐπαινεῖσειν Νούιον Λατινὸν Οὐίοι Μαμ[ερτῖνον] / [ἐ]τ τᾶ [ἅγ]γρεσι τᾶ ἔχε[ι ποτ τὰν] πόλιν [—] / [—] τοῖ δάμοι το[ῖ Λαρισαίουν —] / [——]

kata-larissa

Στο κείμενο αυτό βλέπουμε τις εξής αποκοπές προθέσεων:

i) κατά: καττούς νόμους (κατά τοὺς νόμους) και δύο φορές καππαντός χρόνοι (κατά παντός χρόνου, με την τυπική Θεσσαλική γενική -οιο > -οι αντί για -οιο > -οο > -ου)

ii) ἀνά > ἀν- > ὀν- (αρκαδο-κυπριακό ὑν-): ὀγγράψαντας, ὀγγράψειν (ἀναγράφειν), ὀστρεφομένοις [ο(ν)- < ἀναστρεφομένοις]

iii) *proti > πρός, ποτί : 2 φορές ποτ τὸς πολίτας (= πρὸς τοὺς πολίτας), ποθόδουν (= προσόδων), ποππετόντος (προσπετόντος), ποττὰν πόλιν (= πρὸς τὴν πόλιν)

iv) περὶ > περ: περ τὰν πολιτείαν, περ αὐτοῖ (= περὶ αὐτοῦ)

v) ἀπό > ἀπ- : τίμας καῖ χάριτας ἀτδίδουμεν (= τιμὰς καὶ χάριτας ἀποδίδωμεν, με το /ω/ της υποτακτικής υποθέτω), δόμεν ἀτ τᾶν κοινᾶν ποθόδουν (= δοῦναι ἀπὸ τῶν κοινῶν προσόδων, για το αιολικό και δωρικό απαρέμφατο αορίστου δόμεν = δοῦναι δείτε τον στίχο [4.379] της Ιλιάδας, μία από τις λίγες φορές που χρησιμοποιείται το γνήσιο αιολοδωρικό απαρεμφατικό επίθημα -μεν και όχι το πιο συχνό υβριδικό λεσβικό -μεναι, προϊόν συγκρητισμού του βορείου -μεν με το νότιο -ναι).

vi) παρὰ > παρ : παργενόμενος (=παραγενόμενος). Σημειώνω εδώ και τα γνωστά ονόματα Παρμενίδης και Παρμενίων όταν συγκρίνονται με το υπέρσυχνο Παράμονος (763 φορές! «αυτός που παραμένει στη μάχη»).

paramonos

Ο Κατάδεσμος της Πέλλας έχει το αποκομμένο ρήμα παρκαττίθεμαι = παρακατατίθεμαι :

[ΘΕΤΙ]ΜΑΣ ΚΑΙ ΔΙΟΝΥΣΟΦΩΝΤΟΣ ΤΟ ΤΕΛΟΣ ΚΑΙ ΤΟΝ ΓΑΜΟΝ ΚΑΤΑΓΡΑΦΩ ΚΑΙ ΤΑΝ ΑΛΛΑΝ ΠΑΣΑΝ ΓΥ[ΝΑΙΚ]ΩΝ ΚΑΙ ΧΗΡΑΝ ΚΑΙ ΠΑΡΘΕΝΩΝ ΜΑΛΙΣΤΑ ΔΕ ΘΕΤΙΜΑΣ ΚΑΙ ΠΑΡΚΑΤΤΙΘΕΜΑΙ ΜΑΚΡΩΝΙ ΚΑΙ[ΤΟΙΣ] ΔΑΙΜΟΣΙ ΚΑΙ ΟΠΟΚΑ ΕΓΩ ΤΑΥΤΑ ΔΙΕΛΕΞΑΙΜΙ ΚΑΙ ΑΝΑΓΝΟΙΗΝ ΠΑΛΕΙΝ ΑΝΟΡΟΞΑΣΑ [ΤΟΚΑ] ΓΑΜΑΙ ΔΙΟΝΥΣΟΦΩΝΤΑ ΠΡΟΤΕΡΟΝ ΔΕ ΜΗ ΜΗ ΓΑΡ ΛΑΒΟΙ ΑΛΛΑΝ ΓΥΝΑΙΚΑ ΑΛΛ᾽ Η ΕΜΕ [ΕΜΕ Δ]Ε ΣΥΝΚΑΤΑΓΗΡΑΣΑΙ ΔΙΟΝΥΣΟΦΩΝΤΙ ΚΑΙ ΜΗΔΕΜΙΑΝ ΑΛΛΑΝ ΙΚΕΤΙΣ ΥΜΩΝ ΓΙΝΟ[ΜΑΙ ΦΙΛ]ΑΝ ΟΙΚΤΙΡΕΤΕ ΔΑΙΜΟΝΕΣ ΦΙΛ[ΟΙ] ΔΑΓΙΝΑΓΑΡΙΜΕ ΦΙΛΩΝ ΠΑΝΤΩΝ ΚΑΙ ΕΡΗΜΑ ΑΛΛΑ [ΤΑΥΤ]Α ΦΥΛΑΣΣΕΤΕ ΕΜΙΝ ΟΠΩΣ ΜΗ ΓΙΝΗΤΑΙ ΤΑ[Υ]ΤΑ ΚΑΙ ΚΑΚΑ ΚΑΚΩΣ ΘΕΤΙΜΑ ΑΠΟΛΗΤΑΙ [….]ΑΛ[-].ΥΝΜ .. ΕΣΠΛΗΝ ΕΜΟΣ ΕΜΕ Δ᾽ ΕΥ[Δ]ΑΙΜΟΝΑ ΚΑΙ ΜΑΚΑΡΙΑΝ ΓΕΝΕΣΤΑΙ [-]ΤΟ[.].[-].[..]..Ε.Ε.Ω[?]Α.[.]Ε..ΜΕΓΕ [-]

vii) ὑπὸ > ὑπ- : ἀνδραποδισθὲς ὑκ κινοῦν στρατιωτᾶν (= ἀνδραποδισθείς ὑπὸ ἐκείνων [τῶν] στρατιωτῶν)

Ο αποκομμένος τύπος «καττοὺς νόμους» απαντά και σε επιγραφή των Δελφών του 50 π.Χ.:

kattous-phokis-50BC

Τα νεοελληνικά παραδείγματα του Προμπονά που αναφέρει ο Δελιόπουλος είναι:

α) Η προαναφερθείσα κασταλαή (= κατασταλαγή) που θυμίζει τα αιολικά κασπολέω = καταστελῶ της Σαππφούς (σπολά = αιολικός τύπος του όρου στολή) και καστόρνυμι = καταστόρνυμι

β) Το αγκαθίζου (< ανακαθίζω) και ο αγκαστός (< αγκαθιστός < ανα-καθιστός) χώρος θυμίζουν την αποκοπή ἀνά > αν- που αναφέρθηκε παραπάνω (λ.χ. ἀνα-γράφω > ἀγγράφω ~ ὀγγράφω), την οποία βρίσκουμε λ.χ. στον ομηρικό στίχο:

 [Ιλ. 11.379]

ἐν γαίῃ κατέπηκτο: ὃ δὲ μάλα ἡδὺ γελάσσας
ἐκ λόχου ἀμπήδησε καὶ εὐχόμενος ἔπος ηὔδα:
‘βέβληαι οὐδ᾽ ἅλιον βέλος ἔκφυγεν: ὡς ὄφελόν τοι

ἐκ λόχου ἀμπήδησε (< ἀνεπήδησε).

Προσθέτω και δύο επιγραφές από τα Μέγαρα (~ 300 π.Χ.) και τους Δελφούς (~ 225 π.Χ.) που δείχνουν τους αποκομμένους τύπους ἀγγράψαι = ἀνα-γράψαι και ἀνθέμεν = ἀνα-τιθέναι:

aggrapsai

Για όσους αναρωτιέστε αν το ομηρικό «ἀμπηδάω» έχει καμιά σχέση με το αbδώ των βορείων διαλέκτων, έχω εξηγήσει πιο πάνω ότι το δεύτερο κατάγεται από το πηδώ (πηδώ > πδώ > bδώ > αbδώ) και το /α/ είναι προθετικό (λ.χ. λυπούμαι > αλπούμι).

Εδώ τελειώνω το πρώτο μέρος και στο δεύτερο θα παρουσιάσω ορισμένα ενδιαφέροντα λήμματα από το λεξικό ιδιωματικών όρων του βιβλίου.

(συνεχίζεται στο μέρος #2)

30 Comments

Filed under Βαλκανικές γλώσσες, Γλωσσολογία, Ελληνική γλώσσα

30 responses to “Η Ρουμλουκιώτικη διάλεκτος #1

  1. nikos

    Δεν γνωρίζω αν έχετε όλη την ταινία την κυρά μαμή. Οταν ο Ζερβος βλέπει τον γιατρό να έρχεται λεει στο φίλο του σε καποιο σημείο, κατι που εχουμε φαει τον κοσμο να καταλαβουμε αλλα μάλλον είναι Ρουμλουκιωτικα.Μπορει κανείς να μας εξηγήσει τι λέει?

    • Κατάλαβα σε ποιο σημείο της ταινίας αναφέρεσαι Νίκο, αλλά ούτε εγώ δεν μπορώ να καταλάβω τι λέει εκεί.

      • Είναι στο [55:35]

        Και εγώ δεν μπορώ να καταλάβω ούτε τι ρωτάει ο ενδιαφερόμενος στο Ζερβό και στον άλλο, ούτε τι του απαντάνε ο άλλος και ο Ζερβός.

        Ο άλλος απαντά «μίρι, μίρι» και ο Ζερβός προσθέτει κάτι σαν «μίρι μίρι κουσι μίρι παρέα κάνουμε …».

        Επειδή μιλάνε για το αν είναι καλός ο γιατρός, και ακούγεται συχνά αυτό το «μίρι» αναρωτιέμαι αν είναι η αρβανίτικη λέξη για «καλός» (αλβ. mirë = καλός)

        Απλή υπόθεση κάνω. Το λογικό είναι να του απαντάει ο Ζερβός κάτι σαν «καλός, καλός [είναι], το ξέρω καλά, γιατί παρέα κάνουμε».

        Σε αυτά τα τρία «καλός, καλός, καλά» ταιριάζει η τριάδα «μίρι, μίρι … μίρι» αν μιλάει αρβανίτικα. Αλλά απλή υπόθεση κάνω, επειδή ούτε εγώ μπορώ να καταλάβω.

  2. nikos

    Σ ευχαριστώ πάντως. Δεν πρέπει να υπάρχει άλλος στην Ελλάδα που να κατάλαβε περισσότερα από σένα…..!! (((μιρε μιρε τουτς εμιρε κουσιριαμ παρεκαμ μαγεζμιχ))) τι λεει ο ατιμος…

    • Χαχα! Προσπάθησα, δεν ξέρω αν τα κατάφερα!

      http://imgur.com/2xhIyTr

      • Erevennos

        Γεια σου Σμερδαλέε και Νίκο,

        Με τα λίγα αρβανίτικα που ξέρω ( Θεός σχωρέστους τους παππούδες μου) νομίζω πως μπορώ να βοηθήσω:
        Ο χωρικός ,μόλις λέει ο Ζερβός ότι ο γιατρός είναι καλός για αγελάδες,ρωτάει : ε άι μιρ ; ( και αυτός (είναι) καλός) ;
        Tην πρώτη λέξη που λέει ο Ζερβός δεν την καταλαβαίνω (αν και πρέπει να είναι ερωτηματική) ,συνεχίζει όμως λέγοντας : κουσουρί ε παρë καμ (τον έχω μακρινο ξάδελφο) ,μος γιε μιρ (το μος σημαινει δεν,μην αλλά κρίνοντας από το υφος του Ζερβού πρεπει να σημαινει κάτι σαν “πώς να μην ειναι καλός”)
        Στην αρχή της ταινιάς, καπου στο 10:00 – 11:00 οι πρωταγωνιστές συστήνονται και καταλήγουν στο συμπέρασμα πως είναι μακρινα ξαδελφια.

      • 1)Νά΄σαι καλά Ερεβεννέ!!

        Λύθηκε το μυστήριο!

        Καλά το μυρίστηκα το μίρë = «καλός»

        2) το μος σημαινει δεν,μην αλλά κρίνοντας από το υφος του Ζερβού πρεπει να σημαινει κάτι σαν “πώς να μην ειναι καλός

        Δεν ξέρω αν το γνωρίζεις, αλλά ο όρος mos είναι ακριβής ΙΕ συγγενής του ελληνικού μήτε:
        IE *mē-kwe > ελληνικό μήτε και πρωτοαλβ. *mētše > αλβ. mos, λόγω τροπής ē>ā>o, όπως λ.χ. στο *plēta > plotë (ομόρριζο με τα πλήρης και complētus) και *kwe> tše>së, όπως στο *penkwe > πέντε ~ pentše> pense > pesë

  3. Ρωμηός=Έλληνας=Γραικός Όλα δικά μας είναι

    Πάντως ωραία τα λέει ! Να είχε αρβανίτικη καταγωγή ο Ζερβός ;

    • Μπορεί να είχε.

      Πάντως ήταν καταπληκτικός ηθοποιός (όπως όλη η γενιά του).

      • Άλλος θρυλικός του ρόλος ήταν ως μπάρμπας (θείος) του Ηλιόπουλου στο Μακρυκωσταίοι και Κοντιογιώργηδες.

        [09:00]

        Ζερβός: Θα τον αφήκεις να ζει;
        Ηλιοπ: Θα τον αφήκω μπάρμπα
        Ζερβός: Τότενες … φ(υ)λάξου (στρίβοντας το μουστάκι) 🙂

        Αλλά όλα τα λεφτά είναι η θεία Παρασκευούλα του Χατζηχρήστου.

        Στο [24:40] αρχίζει η συζήτηση και στο [25:07], όταν η θείτσα βγάζει τα όπλα, ο Χατζηχρήστος λέει «Ααα, τη χάνουμε τη θειά μου τη Παρασκευούλα! Κάτσε θείτσα μου, Αθήνα είναι εδώ, ευκολίες έχει, ό,τι και να χρειαστεί θα το βρούμε … που λέει ο λόγος και καμιά βελόνα να χρειαστεί να τη χτυπήσουμε, θα τη χτυπήσουμε»

  4. Βασιλ'Μάκος

    Σμερδαλέε πολλους χαιρετισμούς! Σχετικά με τον φωνηεντισμό των βόρειων ελληνικών διαλέκτων το ερώτημα μου. Με προβλημάτιζε πάντα το φαινόμενο αυτό όσον αφορά τις Ηπειρώτικες διαλέκτους. Υπάρχει ένα δίπολο μεταξύ ανατολικών και δυτικών διαλέκτων με ενδιάμεσες γκρίζες ζώνες. Στην ανατολή επικρατεί πλήρως ο βόρειος φωνηεντισμός (από την Άρτα έως και την Κόνιτσα σχεδόν) με όλα σχεδόν τα φαινόμενα που περιγράφεις παραπάνω, ενώ στην Δύση (από Βόρειο Ήπειρο, Πωγώνι, Θεσπρωτία, Πρέβεζα έως και Ακαρνανία μάλλον) υπάρχουν κάποιες αποκοπές άτονων ι και ου (ή υπερβραχύνσεις πιό σωστά) όχι καθολικές , σε σπάνιες περιπτώσεις τροπή άτονου ο σε ου και ε σε ι (μάλλον επίρροή από τις ανατολικές διαλέκτους σε συγκεκριμένες λέξεις). ΟΙ διαλεκτοι των δύο ομάδων είναι συγγενικές δίνουν την εντύπωση διαφορετικής “προφοράς”. Είναι πιθανή κατα την γνώμη σου η επιστρωματική επιρροή ομιλητών άλλων βαλκανικών γλωσσών οι οποίοι έγιναν εντέλει ελληνόφωνοι; Το μόνο που μπορώ να σκεφτώ ειναι η σαφώς ισχυρότερη παρουσία της Αλβανικής στην δύση από τον 14ο μέχρι και τον 20ο αιώνα. Και σχετικά με τον βόρειο φωνηεντισμό, μήπως είναι και αυτός επιστρωματική επίρροή άλλων γλωσσών; Πολλούς χαιρετισμούς και πάλι!

    • Γεια σου Βασίλη. Πρέπει να ψάξω περισσότερο για να σου δώσω κάποια απάντηση με ψαχνό, αλλά μόλις διάβασα το σχόλιό σου θυμήθηκα δύο πραγματα:

      1) Ο βόρειος φωνηεντισμός τείνει να καταργείται στις πόλεις και στα λιμάνια του βορειοελληνόφωνου χώρου. Στην πρώτη περίπτωση, επειδή υπήρχε επίδραση της λογιότερης/συντηρητικότερης κοινωνιολέκτου που χρησιμοποιούσε η αστική ελίτ και στην δεύτερη περίπτωση επειδή στα λιμάνια υπήρχε συχνή επαφή με ελληνόφωνους των άλλων περιοχών και, συνεπώς, συνέβαινε σύγκλιση προς κάποια ενδιάμεση ποικιλία χωρίς βόρειο φωνηεντισμό.

      Το τυπικότερο παράδειγμα που μου έρχεται κατά νου είναι η διαφορά μεταξύ Θεσσαλονικέων (σε λέω = σου λέω, δε με λες = δε μου λες) και των λοιπών ελληνικών διαλέκτων της Μακεδονίας, όπου λόγω του βόρειου φωνηεντισμού, χρησιμοποιούνται οι τύποι μιιι φαίνιτι/φαίν’τι = μου φαίνεται, σι λέου = σου λέω κλπ).

      2) Έχει ενδιαφέρον αυτό που μου επισήμανε ο Φάνης Δασούλας: και οι βλαχικές διάλεκτοι διακρίνονται ανάμεσα σ΄αυτές στις οποίες εμφανίζεται ο βόρειος φωνηεντισμός και αυτές στις οποίες δεν εμφανίζεται. Στην βλαχική διάλεκτο του Μετσόβου έτσι όπως την περιγράφει ο Φάνης Δασούλας εδώ, δεν συμβαίνει βόρειος φωνηεντισμός (δες λ.χ. στην δεξιά στήλη της σλδ 175 τους υποκοριστικούς όρους pericu/peritşu = «αχλαδάκι» και pericu/peruşu = «τριχούλα», όπου το ατόνιστο /e/ της πρώτης συλλαβής παραμένει /e/, ενώ το λήμμα pirosu = «τριχωτός» στο βικιλεξικό προφανώς προέρχεται από βλαχική διάλεκτο που εφαρμόζει το βόρειο φωνηεντισμό (péru > *perósu > pirósu).

  5. Βασιλ'Μάκος

    Καλησπέρα Σμερδαλέε, πολύ ενδιαφέρουσα η διευκρίνιση σου για την κατανόμη του βόρειου φωνηεντισμού στην Μακεδονία, ήταν κάτι που δεν γνώριζα. Στο μυαλό μου ήρθε αμέσως η είκονα της υπαίθρου της Θεσσαλονίκης όπως αυτή παρουσιάζεται στα “Θάυματα του Αγίου Δημητρίου” και σε μεταγενέστερα κείμενα, προφανώς όμως είναι πολύ δύσκολο να ανακαλυφθεί η γλωσσική διεργασία που οδήγησε στον Βόρειο φωνηεντισμό. Αντίθετη εικόνα παρουσίαζαν στην Ηπείρο οι πόλεις της Άρτας και των Ιωαννίνων όπου επικρατούσε το παραπάνω γλωσσικό φαινόμενο. Πολύ ένδιαφέρουσα και η επισήμανση του Φάνη Δασούλα όσον αφορά την κατανομή του φαινομένου αυτού στις Βλαχικες διαλέκτους. Είναι αξιοπερίεργο το γεγονός ότι οι ελληνικες διάλεκτοι που μιλιούνται πλησιέστερα στην περιοχή του Μετσόβου ακολουθούν όλες τον βόρειο φωνηεντισμό. Πολλούς χαιρετισμούς!

  6. Eπισκέπτης

    Αυτό το “δα” αντί το “θα” μου μοιάζει λιγάκι παρόμοιο με μια αλλαγή που ήτανε χαρακτεριστική για την αρχαία μακεδονική διαλέκτο (ή ίσως γλώσσα;), δηλαδή με την προφορά των ακολουθών θ, φ, χ ως δ, β και γ. Κατά την ύποψή σου αυτό μπορεί να ‘ναι ένα μικρό υπόλειμμα αυτών των χρόνων ή μάλλον σχετίζεται με μια άλλη διαδικασία που δεν ξέρω;

    • Γεια σου Επισκέπτη. Νομίζω πως το «δα» αντί του «θα» είναι γενικότερο βορειοελληνικό χαρακτηριστικό. Έχω την εντύπωση πως και στην Λέσβο λένε «δα» (αν κάποιος γνωρίζει, ας μας το επιβεβαιώσει).

      Μου φαίνεται λίγο παρακινδυνευμένη η αναγωγή του φαινομένου στην αρχαιότητα.

      • Επισκέπτη, από μια πρώτη, πρόχειρη αναζήτηση βρήκα να λένε «δα» και στη Θράκη (Ανατολική Ρωμυλία):

        πληροφορίες

        κείμενο: Συγνώμη δα σταματήστει κι δα παίξτει
        του τραγούδ’ του εισαγγιλεύς κι σ’ Χιλιουδάκις.

        Δα κάνουμι μια έκπληξ’ ιδώ στου γλέντ’.

      • Επισκεπτής

        Ναι, αναγκάζομαι να συμφονήσω με εσένανε ότι αυτό είναι παρακινδυνευμένο να υποπτεύεται τέτοιες σχέσεις. Να πούμε ότι αυτό ήτανε μόνο μία χαλαρή σκέψη ενός αρχάριου γλωσσολόγου.
        Δυστυχώς η Κοινή ελληνική εξαφάνισε πολλές αρχαίες διαλέκτους. Είναι ένα μεγάλο κρίμα πως καμία από τους γνωστές μακεδονικές λέξεις μάλλον δεν διασώθηκε στις σύγχρονες διάλεκτους της Μακεδονίας. Μόνο θυμάμαι τη λέξη ρουμνίδα στα Δαρνακικά από την ρύμη που ο Φρυνίχιος Αράβιος θεωρούσε ως “μακεδονική στην αρχή”, μα αυτό είναι μάλλον ίδια υπερβολικό..
        Ετσι κι αλλιώς, σου ευχαριστώ πολλά για τις πληροφορίες για την Ρουμλουκιώτικη διάλεκτο! Ελπίζω ότι αυτό το ιδίωμα δεν θα πεθάνει, τουλάχιστον τόσο νωρίτερα…

      • Ετσι κι αλλιώς, σου ευχαριστώ πολλά για τις πληροφορίες για την Ρουμλουκιώτικη διάλεκτο! Ελπίζω ότι αυτό το ιδίωμα δεν θα πεθάνει, τουλάχιστον τόσο νωρίτερα…

        Νομίζω πως πλέον έχει νοθευθεί αρκετά από την Πρότυπη Νεοελληνική της τηλεόρασης και του σχολείου, όπως συνέβη με όλες τις τοπολαλιές στην εποχή μας. Ίσως ορισμένοι ηλικιωμένοι στα μικρότερα χωριά να είναι οι τελευταίοι που μιλάνε ακόμα κάπως παραδοσιακά.

  7. Επισκέπτης

    Σμερδαλέε, νομίζεις ότι οι κάτοικοι του Ρουμλούκιου, της Βέροιας και της Νάουσσας μπορούνε να κατάγονται σε κάποιο βαθμό απ’ τους εξελλενισμένους αρχαίους Μακεδόνες, που επέζησαν υπό τον έλεγχο των Σλάβων Σαγουδάτων, ή μάλλον ότι αναγκαστικά είναι μόνο απόγονοι των μικρασιατών εποικιστών που έστειλε εκεί ο Νικήφορος Β’; Προσωπικά νομίζω ότι είναι δυνατό για τους γηγενούς Ελληνες και Σλάβους (αυτούς που κατοικούσανε εδώ πριν την ανταλαγή των πληθυσμών) να μοιράζουν μια κοινή καταγωγή από τους Μακεδόνες και Παιώνους (ιδιαίτερα στον νόμο Σερρών και στα Δαρνακοχώρια, όπου οι Παιώνες ζούσανε ακόμα στα χρόνια του Αλεξανδρου), ωστόπο στα σίγουρα έχουνε οι δύο και πολύ σλαβικό, βλαχικό και ισως ουγγρικό (;) αίμα…
    Το άλλο “μακεδονικό΄ θέμα που μου ενδιαφέρει είναι οι Βαρδαριώτες, λοιπόν αν αφήσανε κάποια ίχνη της παρουσιας τους (όπως κάποια (μικρο)τοπωνύμια, ονόματα, συνηθεια;) ή μάλλον αφομοίωσαν από τους Σλαβους και Ελληνες χωρίς να απομείνουν τίποτα; Ξέρω μόνο την ετυμολογία του πόταμου Βαρδάρ και ένα χωριό ονομασμένο Вардено (σημερινό Λιμνότοπος Κιλκίς) στο οποίο “έδωσαν” το όνομά του. Απορώ επίσης αν υπάρχει κάτι που ενισχύει ιδιαίτερα την θεωρία για την ουγγαρική κατάγωγή τους.

    • Γεια σου Επισκέπτη.

      1) Σύμφωνα με τον βυζαντινολόγο Timothy E. Gregory όλοι οι νέοι μεσαιωνικοί πληθυσμοί των Βαλκανίων που προέκυψαν μετά το φαινόμενο του σλαβικού εποικισμού, αντικειμενικά κατάγονται ως επί το πλείστον από τους προσλαβικούς πληθυσμούς των ρωμαϊκών Βαλκανίων. Απλώς εκτέθηκαν σε νέες κοινωνικοπολιτικές συνθήκες οι οποίες τους ενέταξαν σε νέες ταυτότητες και γλωσσικές ομάδες.

      Αντιγράφω τα λόγια του Gregory (από εδώ): For example Timothy Gregory conjectures that “It is now generally agreed that the people who lived in the Balkans after the Slavic “invasions” were probably for the most part the same as those who had lived there earlier, although the creation of new political groups and arrival of small numbers of immigrants caused people to look at themselves as distinct from their neighbours, including the Byzantines”[54]

      Οι σημερινοί Κροάτες και Βόσνιοι ως επί το πλείστον κατάγονται (από γενετική άποψη) από τους προσλαβικούς πληθυσμούς των περιοχών τους (Δαλματία), οι σημερινοί Σέρβοι κατάγονται ως επί το πλείστον από τους προσλαβικούς κατοίκους της Άνω Μυσίας, οι σημερινοί Αλβανοί και Μαυροβούνιοι κατάγονται ως επί το πλείστον από τους εκρωμαϊσμένους απογόνους των αρχαίων Ιλλυριών που κατοικούσαν στα μέρη τους, οι σημερινοί Βούλγαροι κατάγονται ως επί το πλείστον από τους εκρωμαϊσμένους απογόνους των αρχαίων Θρακών που κατοικούσαν στα εδάφη της σημ. Βουλγαρίας και οι ντόπιοι πληθυσμοί της ελληνικής Μακεδονίας που προυπήρχαν στην περιοχή πριν την έλευση των προσφύγων κατάγονται ως επί το πλείστον από τους προσλαβικούς πληθυσμούς της ρωμαϊκής Μακεδονίας της ύστερης αρχαιότητας (ελληνόφωνη στο νότο, λατινόφωνη στο βορρά).

      Σύμφωνα με μια μελέτη που αναφέρει στο παρακάτω βίντεο ο γλωσσολόγος Hans Hock, μόνο το 1,5% του DNA των σημερινών Τούρκων της Μικράς Ασίας φαίνεται να προέρχεται από την κεντρική Ασία, «παρόλο που η τουρκική γλώσσα ήρθε στη Μικρά Ασία από την κεντρική Ασία»

      [01:27-01:55]

      Φυσικά, αυτές οι γενετικές συνέχειες (ή ασυνέχειες) -στο βαθμό που μπορούν ν΄αποδειχτούν από την γενετική- είναι θέματα που εξετάζουν οι γενετιστές και δεν έχουν καμία σχέση με την ιστορική συνέχεια ή ασυνέχεια των συλλογικών ταυτοτήτων των λαών, γιατί οι συλλογικές ταυτότητες είναι συλλογικές αυτοσυνειδησίες, οι οποίες άλλαξαν πολλές φορές σε όλα αυτά τα μέρη από τη ρωμαϊκή κατάκτηση μέχρι σήμερα.

      Οι όσοι Σλάβοι εγκαταστάθηκαν στη Μακεδονία μετά το 600 δεν βρήκαν Μακεδόνες σ΄εκείνα τα μέρη αλλά ελληνόφωνους και λατινόφωνους Ρωμαίους.

      Παρομοίως, οι όσοι Σλάβοι εγκαταστάθηκαν στην Άνω Μυσία μετά το 600 δεν βρήκαν εκεί τους βάρβαρους Μυσούς/Τριβαλλούς/Θράκες του Στράβωνα, αλλά λατινόφωνους Ρωμαίους (Illyriciani = Ιλλυρικιανοί = Ρωμαίοι του Ιλλυρικού) σαν τον γεννημένο στη Ναϊσσό δυτικό Ρωμαίο αυτοκράτορα Κωνστάντιο Γ΄ που, όταν ανέλαβε την ηγεσία των δυτικών ρωμαϊκών δυνάμεων, ο Ιβηρο-Ρωμαίος Ορόσιος έγραψε «επιτέλους, ύστερα από μια μακρά σειρά βαρβάρων στρατηλατών (per longa tempa barbaris comitibus), ανέλαβε την ηγεσία του δυτικού ρωμαϊκού στρατού ένας Ρωμαίος που νοιάζεται για την προκοπή της Ρωμαίων πολιτείας (respublica et quam utilitatem in Romano tandem duce)»:

      https://imgur.com/1is4YXY

      [Ορόσιος, 7.42] Anno ab urbe condita MCLXV Honorius imperator, uidens tot oppositis tyrannis nihil aduersus barbaros agi posse, ipsos prius tyrannos deleri iubet. Constantio comiti huius belli summa commissa est. 2 sensit tunc demum respublica et quam utilitatem in Romano tandem duce receperit et quam eatenus perniciem per longa tempora barbaris comitibus subiecta tolerarit. 3 igitur Constantius comes in Galliam cum exercitu profectus, Constantinum imperatorem apud Arelatem ciuitatem clausit cepit occidit.

      Παρομοίως, αν μπορούσε να δειχθεί η ύπαρξη χεττιτικών «γονιδίων» πιστεύω ότι θα βρίσκαμε αυτά τα γονίδια στους σημερινούς τούρκους που κατοικούν στα μέρη γύρω απ΄την Άγκυρα. Αλλά οι πρώτοι Τούρκοι που έφεραν την τουρκική γλώσσα στην Μικρασία τον 11° αιώνα δεν βρήκαν Χεττίτες σ΄εκείνα τα μέρη (είχαν εξαφανιστεί ως λαός τουλάχιστον 2000 χρόνια πριν), αλλά Ρωμαίους της Ρωμανίας (Bilad al-Rum = Ανατολία) που μιλούσαν ρωμαίικα (τουρκ. Rumca).

      2) Για τους Βαρδαριώτες δεν γνωρίζω τίποτε πέρα από τις 2-3 σποραδικές αναφορές τους στη βυζαντινή γραμματεία.

      • Επισκέπτης

        Ευχαριστώ για την εξαντλητική απάντηση! Επίσης πιστεύω πως ήτανε έτσι, και είμαι πλήρως ενήμερος για την ασυνέχεια της ταυτότητας στην Μακεδονία. Παραδείγματος χάρη δεν νομίζω ότι το γυναικειο κατσούλι πραγματικά προέρχεται από τα κράνη που χάρισαν δήθεν στις γυναίκες ο Αλεξανδρος ο Μεγας, ωστόσο σίγουρα αυτό το μύθος είναι ένα συμαντικό και όμορφο μέρος του τοπικου πολιτισμού…
        Μάλιστα από τις προσπάθειες να δείξω ανύπαρκτη ταυτοτική ή γλωσσική συνέχεια συχνά έχουνε αστεία αποτελέσματα… Μου αρέσει πολύ αυτό το βιντέο όπου ένας Βορειος Μακεδόνας θεωρεί ότι είχε βρει στην γλώσσα του κάποιες λέξεις που κατάγονται από τα αρχαία μακεδονικά, αληθεινό καμπαρέ:

        Ετσι φοβόμουνα ότι οι πληροφορίες για τους Βαρδαριωτες είναι ανεπαρκείς. Και κρίμα γιατί πάντα μ’αρέσει πολύ η πολυεθνικότητα. Υποτεύομαι ότι παρόμοια κατάσταση είναι και με τους Γότθους του θέματος Ωψίκιον και τους Μαρδαιτες του Πελοπονήσσου και Επτάνησσων;

      • Καλημέρα Επισκέπτη. Το παραμύθι με το κατσούλι και τον Μεγαλέξανδρο στο Ρουμλούκι είναι μια επινοημένη παράδοση που επινοήθηκε κάποια στιγμή κατά το πρώτο τρίτο του 20ου αιώνα. Ο όρος κατσούλι ήταν γνωστός σε Ρωμιούς, Βούλγαρους, Αλβανούς και Βλάχους και ανάγεται στον λατινικό όρο casula «ευτελές κάλυμμα (χωρικού)». Συνεπώς, ούτε αποτελεί ιδιαιτερότητα της ρουμλουκιώτικης φορεσιάς, ούτε έχει κάποια σχέση με την αρχαία Μακεδονία. Πρόσθεσε σ΄αυτό ότι οι Ρουμλουκιώτες, όπως και οι υπόλοιποι χωρικοί της ευρύτερης Μακεδονίας, πριν τα τέλη του 19ου αιώνα ούτε ήξεραν τους όρους «Μακεδονία/Μακεδόνες» ούτε διέθεταν κάποια παράδοση καταγωγής από τους αρχαίους Μακεδόνες.

        Όποιος θέλει να μάθει για την ιστορία του κατσουλιού πρέπει να διαβάσει την ρωμαϊκή ιστορία της ύστερης αρχαιότητας, όχι την ιστορία των αρχαίων Μακεδόνων. Καθώς διηγείται την ιστορία του Αρεοβίνδου στην Αφρική (στο βανδαλικό βασίλειο που κατέκτησε ο Βελισάριος κατά τον Βανδαλικό πόλεμο), ο Προκόπιος γράφει ότι οι στασιώτες του Γονθάριδος τον ανάγκασαν να παραιτηθεί από το αξίωμά του και να φύγει ντυμένος (ἀμπεχόμενος) όχι ως αξιωματούχος ή στρατιωτικός, αλλά ως απλός ιδιώτης ή δούλος φορώντας [φτωχική] κασούλα, «όπως αποκαλούν [το ένδυμα αυτό] οι Ρωμαίοι στα λατινικά»:

        [Προκόπιος, Πόλεμοι, 4.26.26] Ἀρεόβινδος δὲ οὐδέν τι μελλήσας αὐτῷ εἵπετο, ἱμάτιον ἀμπεχόμενος οὔτε στρατηγῷ οὔτε ἄλλῳ στρατευομένῳ ἀνδρὶ ἐπιτηδείως ἔχον, ἀλλὰ δούλῳ ἢ ἰδιώτῃ παντάπασι πρέπον· κασοῦλαν αὐτὸ τῇ Λατίνων φωνῇ καλοῦσι Ῥωμαῖοι.

        Ο λατινικός όρος casula απαντά στα αλβανικά ως kësulë/kaçule, στα ρουμανικά ως căciulă, στα βλαχικά ως cãciulã, στα βενετσιάνικα (ενετορωμανική) ως caciòła και πέρασε ως δάνειο στην κοινή σλαβική (πρωτοσλαβική = ο κοινός πρόγονος των σημερινών θυγατρικών σλαβικών γλωσσών) ως *košulja με τη σημασία «πουκάμισο, κατασάρκι». Ειδικά οι Βούλγαροι, εκτός από το πρωτοσλαβικό δάνειο casula > košulja έχουν και το μεταγενέστερο δάνειο (μετά το 800, όπως δείχνει η διατήρηση του /a/) kačul(ka) «κάλυμμα της κεφαλής, το λειρί στο κεφάλι των πτηνών» που κληρονόμησαν από τους προσλαβικούς πληθυσμούς των Βαλκανίων (εδώ, σσ. 294-5):

        https://imgur.com/uQhOgy7

        Συνεπώς, το μόνο πράγμα που δείχνει το κατσιούλι για τους Ρουμλουκιώτες είναι ότι είναι Βαλκάνιοι που συμμερίζονται με άλλους Βαλκάνιους μια ενδυματολογική ορολογία που ανάγεται στη ρωμαϊκή ύστερη αρχαιότητα, αιώνες αφού οι αρχαίοι Μακεδόνες είχαν εξαφανιστεί ως διακριτός λαός από την ιστορία και σε μια εποχή όπου, σύμφωνα με τον Άγιο Ιερώνυμο, οι κάτοικοι όλων των βαλκανικών [ρωμαϊκών] επαρχιών («μεταξύ Άλπεων και Κων/πολέως»: Μικρά Σκυθία, Θράκη, Μακεδονία, Δαρδανία, Δακία, Θεσσαλία, Αχαΐα, Ήπειρος, Δαλματία και όλες οι Παννονίες) είχαν «ρωμαϊκό αίμα» (romanus sanguis), το οποίο έχυναν καθημερινά με τις λεηλασίες τους οι Γότθοι, οι Ούννοι και οι λοιποί υπερδουνάβιοι «βάρβαροι» κατά την εικοσαετία μετά τη μάχη της Αδριανουπόλεως (378).

        [Ιερ., Επ. 60.16] Horret animus temporum nostrorum ruinas persequi. Viginti et eo amplius anni sunt, quod inter Constantinopolim, et alpes Julias, quotidie Romanus sanguis effunditur. Scythiam, Thraciam, Macedoniam, Dardaniam, Daciam, Thessaliam, Achaiam, Epiros, Dalmatiam, cunctasque Pannonias Gothus, Sarmata, Quadus, Alanus, Hunni, Wandali, Marcomanni vastant, trahunt, rapiunt.

        [Αγγλική μετάφραση] I shudder when I think of the catastrophes of our time. For twenty years and more the blood of Romans has been shed daily between Constantinople and the Julian Alps. Scythia, Thrace, Macedonia, Dardania, Dacia, Thessaly, Achaia, Epirus, Dalmatia, the Pannonias — each and all of these have been sacked and pillaged and plundered by Goths and Sarmatians, Quades and Alans, Huns and Vandals and Marcomanni.

      • Επισκέπτης

        Μάλλον δεν προσδόκουσα τίποτ’ άλλο, αλλά μου έκπληξε λίγο ότι αυτό το παραμύθι είναι τόσο νωρίς. Σκέφτηκα ότι δημιουργήθηκε αυθόρμητα από τους χωρτιατες που άρχισαν να γνωρίζουν λίγη ιστορία κατά τα τέλη του ΧΙΧ αιώνα…
        Αυτό σημαίνει λοιπόν ότι και οι τοπικοί Σλάβοι έχουνε την παράδοση να δώσουνε “κατσιούλια” στους παντρεμένους γυναίκες; Αν είναι έτσι, έχουνε την ίδια μορφή;

      • «Κατσιούλα» ως όρο και αντικείμενο σίγουρα είχαν, τόσο οι Βούλγαροι της Μακεδονίας όσο και οι Βούλγαροι εκτός Μακεδονίας (αλλά και Αλβανοί, Βλάχοι, Ρουμάνοι κλπ). Από εκεί και μετά δεν ξέρω τι παραδόσεις υπήρχαν γι΄αυτά τα κατσιούλια πριν αρχίσει η επινόηση «μακεδονικών» παραδόσεων στους πληθυσμούς της Μακεδονίας.

  8. Ιήτης

    πότι / ποτί

    • Καλημέρα, Ιήτα, πάνσκοπον όμμα Δίκης! Ετέθη (αν και ο θεσσαλικός (αιολικός υποχωρητικός) τονισμός ήταν μάλλον πότι, πρβ. θεσσ. Πέρρανδρος (εξέλιξη του Πέρjανδρος) = Περίανδρος και αιολ. (λεσβ.) πόταμος = ποταμός, στρότος/στρόταγος = στρατός/στρατηγός βμος = βωμός)

      Μιας και σχολίασες το σημείο της αποκοπής προθέσεως, μου θύμισες ένα θέμα που πραγματεύεται ο Thomas Charles Edwards για δύο τυπολογικά χαρακτηριστικά των γλωσσών της ΒΔ Ευρώπης (Γαλλία και Μεγάλη Βρετανία):

      1) απώλεια πτώσεων
      2) αποκοπή (απώλεια τελικού φωνήεντος)

      Κάποτε πίστευαν ότι η αποκοπή ήταν η αιτία της απώλειας της πτώσεων αλλά, όπως εξηγεί και ο Charles-Edwards, αυτό δεν μπορεί να ισχύει γιατί η Ιταλική και η Ισπανική συμμετείχαν στην απώλεια πτώσεων (της λατινικής), αλλά δεν συμμετείχαν στην αποκοπή (λατ. lupus/lupum > δημ. λατ. lupo/lopo > ιταλ. lupo, ισπαν. lobo, αντίθετα με το γαλλικό loup και το αγγλικό *wulfaz > wolf).

      Συνεπώς, η αποκοπή δεν συνέβη στις μεσογειακές γλώσσες της Ευρώπης και η περιοχή απώλειας πτώσεων βρίσκεται δυτικά της Γερμανίας, γιατί ανατολικά της Γερμανίας υπάρχουν οι γλώσσες του Βαλτο-Σλαβικού κλάδου που διατήρησαν ένα πλουσιότατο πτωτικό σύστημα (και κλιτική μορφολογία γενικότερα).

      https://imgur.com/EuVWUPz

      Τώρα παραθέτω το αστείο σχόλιο του Vladimir Pozner για την διατηρήση των πτώσεων στη ρωσική ως κάτι που την διαφοροποιεί από την αγγλική και την γαλλική. Ο Pozner (όπως εξηγεί εδώ στο 07:30 και μετά) γεννήθηκε στη Γαλλία, 3 μηνών η μητέρα του τον έφερε στη Νέα Υόρκη όπου έζησε ως τα 15 του (και μαθαίνοντας συνεπώς ως πρώτη γλώσσα τα αμερικανικά αγγλικά και ως δεύτερη γλω΄σσα τα γαλλικά της μητέρας του) και στα 15 του χρειάστηκε για πρώτη φορά να μάθει ρωσικά, επειδή ο (γεννημένος στην Αγία Πετρούπολη) πατέρας του αποφάσισε να επιστρέψει στην τότε Σοβιετική Ένωση. Έτσι ο Pozner στα 15 του άρχισε να μαθαίνει ρωσικά, γνωρίζοντας μέχρι τότε μόνο αγγλικά και γαλλικά.

      Εξηγεί, λοιπόν, ότι άρχισε να διαβάζει βιβλία στα ρωσικά και κάθε άγνωστη λέξη που συναντούσε την έγραφε σε ένα τετράδιο και την έψαχνε σε ένα (ρωσοαγγλικό; ρωσογαλλικό;) λεξικό. Λέει αστειευόμενος «διαβάζω στο βιβλίο na uglu [«στη γωνία»] και ψάχνω στο λεξικό να βρω τη λέξη “uglu”, αλλά ανακαλύπτω πως η λέξη αυτή στο λεξικό δεν απαντά ως “uglu” (τοπική/locative), αλλά ως “ugol” (ονομαστική/nominative) και απόρησα σκεφτόμενος «τι παράξενα πράματα είναι αυτά (οι πτώσεις); Τέτοιες παραξενιές (πτώσεις) δεν υπάρχουν ούτε στα γαλλικά ούτε στα αγγλικά!» : ) : )

      Κάποτε το βίντεο αυτό υπήρχε στο youtube με αγγλικούς υπότιτλους (ευτυχώς πρόλαβα να το δω τότε), αλλά τώρα δεν μπόρεσα να το βρω με αγγλικούς υπότιτλους:

      [03:06-45]

      (03:28 “na uglu” = «στη γωνία»)

      • Ιήτης

        Οι Ρώσοι πάλι, επειδή δεν έχουν άρθρα, κάνουν συχνά λάθη στη χρήση τους όταν μαθαίνουν ξένες γλώσσες που διαθέτουν άρθρα, αγγλικά π.χ. ή ελληνικά.
        Τέτοιες διαφοροποιήσεις είναι πολύ διασκεδαστικές. Πριν καιρό είχα δεξιωθεί μια Ιταλίδα. Κάτι με ρώτησε και της έγνεψα αρνητικά, σηκώνοντας δλδ λίγο το κεφάλι προς τα πάνω. Ξαφνιάστηκε γιατί δεν γνώριζε το νεύμα αυτό και με ρωτησε αν αυτό που μόλις έκανα σημαίνει “όχι”. Με τη σειρά μου ξαφνιάστηκα, γιατί μόλις τότε συνειδητοποίησα ότι το νεύμα αυτό δεν ήταν διεθνής κωδικός, όπως ίσως νόμιζα.
        Λίγο που το έψαξα, η συνήθεια αυτή είναι ήδη ομηρική (βλ. πρόχειρα στο Liddel-Scott, στο λήμμα ανανεύω). Δεν ξέρω βέβαια αν έχει ΙΕ προέλευση ή αν οι πρωτοέλληνες την ξεσήκωσαν από τους προέλληνες.

      • Ξαφνιάστηκε γιατί δεν γνώριζε το νεύμα αυτό και με ρωτησε αν αυτό που μόλις έκανα σημαίνει “όχι”. Με τη σειρά μου ξαφνιάστηκα, γιατί μόλις τότε συνειδητοποίησα ότι το νεύμα αυτό δεν ήταν διεθνής κωδικός, όπως ίσως νόμιζα.

        Η Ιταλίδα ήταν απ΄το βορρά;

        Γιατί στον [άκρο;] νότο έχουν ακριβώς το ίδιο αρνητικό νεύμα με εμάς που περιέγραψες.

        Ο Σικελός Φιορέλο εξηγεί την κίνηση προς τα πάνω της κεφαλής στο νεύμα «όχι» που κάνουν οι Σικελοί:

        [03:45] noi Siciliani … quando noi vogliamo dire “no”
        [04:20] κάνει το σιτσιλιάνικο νεύμα «όχι»

      • Ιήτης

        Ναι, καταγωγή από βορρά.
        Όχι μόνο νεύει ο Φιορέλο, κάνει και το “τσ”!

      • Όχι μόνο νεύει ο Φιορέλο, κάνει και το “τσ”!

        Έτσι ακριβώς!

        Και μιας και μιλάμε για βορρά-νότο στην Ιταλία, θυμήθηκα μια από τις σημαντικότερες πηγές για την ιστορία της (βορειοκεντρικής) Ιταλίας κατά την περίοδο 1167-1287 που είναι το Χρονικό του Παρμιζάνου Salimbene di Adam (τελείωσε τη συγγραφή το 1288, εδώ το κείμενο για όποιον ενδιαφέρεται).

        Λόγω της λομβαρδικής συμμαχίας (βλ. μάχη του Λενιάνο), ο Salimbene προσδιορίζει «Λομβαρδούς» τους βόρειους Ιταλούς που βρίσκονταν βορειότερα των Τοσκάνων (Tusci = de Tuscia) και των Ρωμανιόλων (Romagnoli = από την Ρωμάνια/Romagna):

        [καταχώρηση έτους 1283] lombardi et tusci et romagnoli = «Λομβαρδοί και Τοσκάνοι και Ρωμανιόλοι»

        Για τους Σικελούς (Siculi) και Απουλιώτες/Πουλιέζους (Apulii) [= πρώην βυζ. υπήκοοι] του άκρου νότου που κατέκτησε ο Νορμανδός Ρομπέρτος Γισκάρδος, ο Salimbene γράφει ότι ο Ρομπέρτος που τους κατέκτησε τους θεωρούσε απτόλεμες (inermes) «κουραδίτσες» (caccarelli, i.e., «χέστες» (δειλοί), cacasotti που λένε οι Ιταλοί σήμερα) και «άνανδρους σκατιάρηδες» (merdazoli parvique valoris) που δεν είχαν ούτε ανδρεία ούτε εμπειρία στην τέχνη του πολέμου (sine virtute et sine peritia artis pugnae).

        [καταχώρηση έτους 1250] Robertus … illi siculi et apuli: erant enim homines caccarelli et merdazoli parvique valoris. […] homines viles et inermes et sine virtute et sine peritia artis pugnae.

        https://imgur.com/LjI1qbN

Leave a comment

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.