Tag Archives: αρβανίτικη

Οι boni Italiani του Marino Sanudo #5

Αφού στην προηγούμενη ανάρτηση περιέγραψα τους διάφορους όρους με τους οποίους προσδιορίζεται στα Diarii του Marin(o) Sanudo η «ιδία» γλώσσα των Ιταλών, στη σημερινή ανάρτηση και την επόμενη θα περιγράψω την ορολογία για τις άλλες γλώσσες της οικουμένης που υπέπεσαν στην αντίληψη του Sanudo και των πηγών του. Continue reading

Leave a comment

Filed under πρώιμη νεωτερική εποχή, Βαλκανικές γλώσσες, Γλωσσολογία, Εθνολογία, Ιστορία, Οθωμανική περίοδος, Σλαβικές γλώσσες

Ο Φάρας και οι φάρες

Ο όρος ψευδοσυγγενείς όροι (false cognates) χρησιμοποιείται για να περιγράψει ετυμολογικά άσχετους όρους διαφορετικών γλωσσών που συμπτωματικά έτυχε να είναι (λίγο πολύ) ταυτόηχοι και ταυτόσημοι. Παραδείγματα τέτοιων ζευγών είναι o αγγλικός όρος much «πολύς, μπόλικος» (< OEng. myċel ~ miċel < PGmc *mikilaz < IE *meg’h2-) και ο ισπανικός όρος mucho «πολύς, πολύ» (< λατ. multus), το γερμανικό ρήμα haben «έχω» (< PGmc *habjaną < IE *keh2p-) και το λατινικό ρήμα habēre (< IE *gheh1bh-), ο αγγλικός όρος dog «σκύλος» και ο μβαβαραμικός όρος dog «σκύλος» κοκ.

Ψευδοσυγγενές ζεύγος φαίνεται (?) να συνιστούν και ο λογγοβαρδικός/λομβαρδικός όρος fara και ο αρβανίτικος όρος φάρα (< αλβ. farë) που αμφότεροι κατέληξαν να σημαίνουν «φυλή, εκτεταμένο σόι, μεταναστευτική κοινότητα». Continue reading

Leave a comment

Filed under Βυζαντινολογία, Βαλκανικές γλώσσες, Γλωσσολογία, Ινδοευρωπαϊκά θέματα

Η αρβανίτικη λεξιπλασία

Στην προηγούμενη ανάρτηση παρουσίασα την λεξιπλασία (παραγωγή και σύνθεση λέξεων) της σύγχρονης αλβανικής γλώσσας, μια πρότυπη γλώσσα κράτους της οποίας η μορφή κωδικοποιήθηκε και ρυθμίστηκε θεσμικά μετά την ίδρυση του αλβανικού κράτους. Στην παρούσα ανάρτηση θα περιγράψω συνοπτικά την αρβανίτικη λεξιπλασία μέσα από το βιβλίο του Hans-Jürgen Sasse Arvanitika: Die albanischen Sprachreste in Griechenland (Αρβανίτικα: Τα υπολείμματα αλβανοφωνίας στην Ελλάδα, Harrassowitz 1991). Αντίθετα με την Πρότυπη Αλβανική, τα αρβανίτικα ιδίωματα της Ελλάδας (arvanitische Mundarten Griechenlands) περάμειναν αρύθμιστα και ακωδικοποίητα προφορικά ιδιώματα, τα οποία ανέπτυξαν την δική τους χαρακτηριστική φυσιογνωμία, μέσα από την στενότατη και μακρόχρονη καθημερινή επαφή με την νεοελληνική γλώσσα. Ένας αρβανίτικος όρος όπως το επίθετο kata-i-bardhë μπορεί να γίνει κατανοητός μόνον όταν συγκριθεί με τα αντίστοιχα νεοελληνικά επίθετα κατάλευκος/κάτασπρος (νεοελληνική επιτατική λειτουργία της πρόθεσης κατά + αλβ. (ibardhë = «λευκός, άσπρος»), ενώ νεολογισμοί της Πρότυπης Αλβανικής όπως varrmihës = «νεκροθάπτης» (κυριολεκτικά «ταφοσκάφτης» ~ gravedigger, τοσκ. varr ~ γκεγκ. vorr(ë) = «τάφος» + mih = «σκάβω» + –ës ~ «-της», ο παραδοσιακός γκεγκικός όρος ήταν vorra-xhi με το τουρκικό επίθημα -ci = «-τζης») φυσικά δεν υπάρχουν στα αρβανίτικα.

Continue reading

Leave a comment

Filed under Βαλκανικές γλώσσες, Γλωσσολογία, Ινδοευρωπαϊκά θέματα