Η διασπορά του ποιμενικού λεξιλογίου της ΑΒΡ

Στη σημερινή ανάρτηση θα περιγράψω την διασπορά του ποιμενικού λεξιλογίου της Ανατολικής Βαλκανικής Ρωμανικής (ΑΒΡ) στην ανατολική Ευρώπη (η περιοχή που ο Orel ονομάζει Καρπαθο-Βαλκανική περιοχή: Βαλκάνια και χώρες γύρω από τα Καρπάθια). O Andre Du Nay περιγράφει το φαινόμενο αυτό στις σελίδες 133-7 του βιβλίου του The Origins of the Rumanians: The Early History of the Rumanian Language (2η έκδοση, Matthias Corvinus publishing, 1996).

Τα βασικά σημεία του Du Nay είναι:

  1. Κατά το μεσαίωνα οι ομιλητές της ΑΒΡΒλάχοι») ήταν οι par excellence ποιμένες της Ανατολικής Ευρώπης και γι’αυτό σε πολλές γλώσσες της περιοχής ο όρος «Βλάχος» έγινε συνώνυμος με τον όρο «βοσκός, ποιμένας».
  2. Το ποιμενικό λεξιλόγιο της ΑΒΡ (ιδίως αυτό που σχετίζεται με την ποιμασία αιγοπροβάτων) είχε ήδη διαμορφωθεί προς το τέλος της αρχαιότητας (περ. 6ος μ.Χ. αι.) και, κατά την χιλιετία που πάνω κάτω ακολούθησε μέχρι και την έναρξη της νεωτερικής εποχής (18ος αι.), το ποιμενικό αυτό λεξιλόγιο όχι μόνο αντιστάθηκε στον δανεισμό, αλλά διασπάρθηκε σε όλες τις άλλες γλώσσες της ανατολικής Ευρώπης.
  3. Η μόνη γλώσσα που κατόρθωσε να αντιστρέψει τη ροή του δανεισμού και να δανείσει συστηματικά ποιμενική ορολογία στην ΑΒΡ είναι η Αλβανική, τους ομιλητές της οποίας ο Du Nay χαρακτηρίζει ως «τους άλλους par excellence ποιμένες των Βαλκανίων». Τα πρωτοαλβανικά αυτά ποιμενικά δάνεια (που αποτελούν το 1/3 του υποστρωματικού λεξιλογίου της ΑΒΡ) είχαν ήδη εισέλθει στην ΑΒΡ κατά την ύστερη αρχαιότητα (τουλάχιστον) και, εκτός από το ότι πιστοποιούν την στενή και εντατική συμβίωση των δύο γλωσσικών ομάδων κατά την ύστερη αρχαιότητα, πολύ πιθανόν μας δίνουν πληροφορίες για την γλώσσα που μιλούσαν οι πρόγονοι των ομιλητών της ΑΒΡ πριν τον εκλατινισμό τους (προφανώς ήδη ασχολούνταν με την κτηνoτροφία/ποιμασία πριν τον εκλατινισμό τους).

Ενώ σε άλλους τομείς του λεξιλογίου η υπερχιλιάχρονη καθημερινή επαφή με τους σλάβους είχε ως αποτέλεσμα τον εκτενέστατο δανεισμό σλαβικών όρων, τα μόνα σλαβικά κτηνοτροφικά δάνεια της Ρουμανικής είναι οι παρακάτω 5 όροι, η πλειοψηφία των οποίων δεν σχετίζεται με την ποιμασία αιγοπροβάτων (οι σλάβοι κατά κανόνα δάνεισαν αγροτικούς/γεωργικούς όρους και όρους που ανήκουν στο λεξιλόγιο της εδραίας κτηνοτροφίας βοοειδών και πουλερικών):

σλαβ. *dobytŭkŭ = «περιουσία, βιος σε γελάδια» (λ.χ. σλαβομακεδονικό dobitok = «το βιος σε ζώα/γελάδια», τσεχικό και πολωνικό dobytek «το βιος σε γελάδια, περιουσία») > ρουμανικό dobitoc «ζώο, αγρίμι» (και μεταφορικά «ζώο» = «ανόητος»).

σλαβ. *byvolŭ (λατινικό δάνειο απώτερης ελληνικής καταγωγής, βούβαλος > būbalus > būvalu) > ρουμανικό bivol (ο γνήσιος ρουμανικός απόγονος του λατινικού όρου είναι būvalu > buvaru > buar/buăr/bour 

Ο πρώιμος σλαβικός όρος *byvolŭ/*byvolica είναι και η πηγή των αλβανικών όρων buall/buallicë.

σλαβ. živina (πληθυντικός ουδετέρου) = «βιος σε γελάδια, πουλερικά (κότες, πάπιες κλπ)» > ρουμανικό jivină «αγρίμι» (animal sălbatic).

σλαβ. kokošĭ = «κότα» > ρουμανικό cocoș = «κόκορας, πετεινός»

σλαβ. stanŭ = «οίκημα, σκήνωμα» ( η πηγή του νεοελληνικού όρου στάνη) > ρουμανικό stână «καλύβα βοσκού»

Παραθέτω τώρα τις σελίδες όπου ο Du Nay αναφέρει τα παραπάνω και, στη συνέχεια, περιγράφει τα βλαχικά/ρουμανικά (ΑΒΡ) δάνεια στις γλώσσες που κατά το μεσαίωνα μιλιούνταν γύρω από τα Καρπάθια (Ουγγρική, Τρανσυλβανική Σαξονική, Ουκρανική, Ρωσική, Πολωνική, Σλοβακική, και Τσεχική). O Du Nay παραθέτει τη γνώμη του Macrea (σλδ 137) ότι ο δανεισμός αυτός συνέβη «κατά τη μεγάλη διασπορά των (βόρειων) Βλάχων μεταξύ 10ου και 13ου αιώναΑπό τα ΑΒΡ δάνεια αυτών των γλωσσών έχω υπογραμμίσει μόνο αυτά που προέρχονται από το ποιμενικό λεξιλόγιο ης ΑΒΡ.

Σημειώνω ότι στις σελίδες αυτές θα βρείτε συχνά το σύμβολο “_“. Αυτό δυστυχώς είναι πρόβλημα του pdf που έχω βρει, το οποίο δεν μπορεί να αποδώσει τα ειδικά γραφήματα των γλωσσών αυτών (λ.χ. ă, țș, š,č κλπ).

A. Ο δανεισμός του ποιμενικού λεξιλογίου στις υπερδουνάβιες γλώσσες

1) Ουγγρική:

ρουμ. berbec(e) = «κριάρι» (λατ. vervex/vervecem) > ουγγρ. berbecs

brân(d)ză (είδος τυριού, βλ. παρακάτω) > brindza

țap = «τράγος» > cap

țigaie = «είδος προβάτου» > cigaia

strungă = «στρούγγα» > esztrenga

stână = «καλύβα βοσκού» > esztena

fluier(ă) = «φλογέρα» (βλ. παρακάτω) > furulya

mior/mioară = «μλιόρι/προβατίνα» > miora

păcurar = «βοσκός» > pakular

urdă (είδος τυριού, βλ. παρακάτω) > orda

κλπ

2) Τρανσυλβανική «Σαξονική»:

baci = «αρχιποιμένας» > batsch

berbec(e) = «κριάρι» > berbetsch

strungă > strunge

brân(d)ză > prents

zară/zer = «βουτυρόγαλα, τυρόγαλα» > zare/zer

fluier(ă) = «φλογέρα» > flur

κλπ

3) Ουκρανική:

brân(d)ză > bryndza

cljag (νυν ρουμ. cheag, εκ του λατινικού coāgulum) = «πυτιά» > klʲag

ΑΒΡ frunte = «μέτωπο» = σλαβικό čelo > ουκρ. fruntaš = čelnik = «αρχηγός, τσέλιγκας»

turmă = «κοπάδι» (< λατ. turma = στρατιωτική μοίρα, λ.χ. τουρμάρχης = μοίραρχος) > turma

(d)zer = «τυρόγαλα» > dzer

κλπ

4) Ρωσική:

brân(d)ză > bryn(d)za

urdă > urda

țigaie > cigejka

κλπ

5) Πολωνική:

baci > bacza

berbec(e) > berbeč

brân(d)ză > bryndza

cornută > kornuta = «θηλυκό ζώωο με μακρά κέρατα»

fluier(ă) > fujara

urdă > urda

(d)zer > dzer

κλπ

6) Τσεχική και Σλοβακική:

cljag (νυν cheag) = «πυτιά» > klʲag

cornută > kornuta

coraslă/corastră (< λατ. colostra/colostrum) = «πρωτόγαλα» > kul(j)astra

țarc (< PAlb *tsarka > αλβ. thark) = «πρόχειρο μαντρί για νεογνά ζώα» > carek/carok

a meri(d)za (< λατ. merīdiāre) = «μεσημεριάζω τα πρόβατα, ξεκουράζω τα πρόβατα σε σκιά το μεσημέρι» > meridzat’i

murgană = «προβατίνα με μαύρες γραμμώσεις» (εκ του υποστρωματικού murg = «μαύρος») > murgana

țigaie > cigaja

laie = «μαύρo πρόβατο» > laja

strungă > strunga

brân(d)ză > bryndza

urdă > urda

baci > bača

κλπ

Β. brân(d)ză, urdă, και fluier(ă)

Μαζί με τον όρο στρούγγα, ο όρος φλογέρα και τα υποστρωματικά τυρωνύμια brân(d)ză και urdă είναι από τα πιο συχνά ποιμενικά δάνεια της Ρουμανικής προς τις άλλες υπερδουνάβιες γλώσσες.

H ετυμολογία του όρου φλογέρα (αρμανικό fluiarã, ρουμανικό fluier(ă), αλβανικό floiere, νεοελληνικό φλογέρα) παραμένει αινιγματική, αλλά όλες σχεδόν οι υποθέσεις παράγουν τον όρο από κάποιο δημώδες παράγωγο του λατινικού ρήματος flō = «αναπνέω, φυσώ». Έχει ενδιαφέρον ότι στην ΑΒΡ ο όρος φλογέρα σημαίνει και «φλoγέρα» και «κνήμη, “καλάμι” του ποδιού», όπως ο λατινικός όρος tībia.

Το υποστρωματικό τυρωνύμιο brân(d)ză αρχικά χαρακτήριζε ένα είδος τυριού που θυμίζει το ανεβατό της δυτικής Μακεδονίας και παραδοσιακά ετοιμαζόταν σε στομάχι ζώου (εξού και η ρουμανική παροιμία brânză bună în burduf de câine = «η καλή η brânză φτιάχνεται σε στομαχόσακο σκύλου»). Ο Orel παράγει το υποστρωματικό αυτό τυρωνύμιο από το θέμα *brend- του αλβανικού όρου brëndës = «εντόσθια», παράγωγο του επιρρήματος brenda = «εντός» (λ.χ. ἐντός ~ ἔντερα, ἐντόσθια):

*brend-ea > *brendya > *brendza > brân(d)ză

Τον 14° αιώνα, ένα έγγραφο από το λιμάνι της Ραγούσας/Ντουμπρόβνικ αναφέρει την brân(d)ză ως  brençe, caseus vlachiscus [= caseum vlachiscum = βλαχικό τυρί].

Το τυρί ούρδα (ρουμανικό urdă = αλβανικό urdhë) είναι τυρί που φτιάχνεται από τυρόγαλο, όπως η ιταλική ricotta και εν μέρει η μυζήθρα. Τα τυριά αυτά προκύπτουν από βρασμό/ζέσταμα του τυρόγαλου που παρέμενε ως παραπροϊόν από την παρασκευή άλλων τυριών (γι’αυτό και οι Ιταλοί ονόμασαν το τυρί ricotta = «ξαναβρασμένο, ξαναζεσταμένο (προϊόν)», λατ. coctus = «μαγειρεμένος, ψημένος» > ιταλικό cotto).

Σύμφωνα με τον Orel, ο πρωτοαλβανικός όρος *urdā (ο πρόγονος των urdă και urdhë) έχει παρόμοια ετυμολογία με την ιταλική ricotta, από την ΙΕ ρίζα *wer(H)- «ζεσταίνω, βράζω» (λ.χ. λιθ. *wr.(H)-teyvirti «μαγειρεύω, βράζω», τα σλαβικά *wōr(H)-ey-tey > variti = «βράζω, μαγειρεύω» και *wr.(H)-ē-tey > vĭrěti «βράζω» κλπ):

IE *wor(H)-d(h)-eh2 > EPAlb *wardā > LPAlb *urdā (με τυπική κατά τον Orel πρωτοαλβανική εξέλιξη  *wo– > *wa– > u– σε αρκτική θέση).

Από την ίδια ΙΕ ρίζα *wer(H)- «καίω, ζεσταίνω, βράζω» προκύπτει και ο αλβανικός όρος *worH-eh2 > *warā > urë = «(ετυμολογία 2) πυρακτωμένο ξύλο, δάδα, δαυλός».

24 Comments

Filed under Βαλκανικές γλώσσες, Γλωσσολογία, Ινδοευρωπαϊκά θέματα

24 responses to “Η διασπορά του ποιμενικού λεξιλογίου της ΑΒΡ

  1. Το ποιμενικό λεξιλόγιο που παραθέσατε διασώζεται σχεδόν αυτούσιο και στους σημερινούς Βλάχους της Ελλάδας. Υπάρχουν βεβαία και παρά πολλές άλλες λέξεις. Είναι επίσης χαρακτηριστικό το γεγονός ότι μεταξύ Βλάχων , Αλβανών, Σαρακατσάνων και ελληνοφώνων κτηνοτροφικών πληθυσμών της βόρειου Ελλάδας ( στον νότο δεν έχω ακούσει για τσελιγκάτα) υφίσταται ένα απόλυτα κοινό λεξιλόγιο όσον αφορά τις ονομασίες των ζώων βάσει των χαρακτηριστικών τους κυρίως των χρωμάτων τους. Αλλά απορώ με κάτι. Ενώ υπάρχουν αλβανικά ποιμενικά δάνεια, οι Αλβανοί παρά την ζωοτροφία που ασκούσαν δεν αναφέρονται ως φορείς σχημάτων τύπου τσελιγκάτων, δηλαδή ποτέ η κτηνοτροφία τους δεν πήρε τις διαστάσεις που της είχαν δώσει οι Βλάχοι. Εκτος εαν οι δύο γλώσσες τα κληρονομήσαν από παλιότερες παλιοβαλκανικες γλώσσες και δεν αποτελεί μεταξύ τους δανεισμό. Σχετικά με τις οικονομικές δομές των μεσαιωνικών κοινωνιών των Βλάχων στον βαλκανικό χώρο νοτίως του Δούναβη μπορείτε να δείτε σχετικό μου αρθρο στην ηλεκτρονική έκδοση του περιοδικού Βαλκανικά Σύμμεικτα τεύχος 16 (2005-2014) . εκεί αναφέρομαι και στις περιπέτειες των λέξεων cătună και tşelnicu που σήμερα έχουν κατά βάση ποιμενικό χαρακτήρα στη βλαχική γλώσσα αλλά δεν είχαν πάντα.

    • Αλλά απορώ με κάτι. Ενώ υπάρχουν αλβανικά ποιμενικά δάνεια, οι Αλβανοί παρά την ζωοτροφία που ασκούσαν δεν αναφέρονται ως φορείς σχημάτων τύπου τσελιγκάτων, δηλαδή ποτέ η κτηνοτροφία τους δεν πήρε τις διαστάσεις που της είχαν δώσει οι Βλάχοι.
      —-

      Γεια σου Φάνη λεβεντιά! Σε παρακαλώ μη μου μιλάς στον πληθυντικό γιατί εδώ είμαστε μια παρέα (και είσαι και μεγαλύτερός μου 🙂 🙂 )

      Το έχω διαβάσει το άρθρο σου στα Βαλκανικά Σύμμεικτα, μου άρεσε πάρα πολύ, και πιστεύω ότι εκεί έδωσες την απάντηση σε αυτό που ρωτάς για τα αλβανικά δάνεια.

      Φάνη, τα δάνεια από την πρωτοαλβανική είναι σίγουρα από την ύστερη αρχαιότητα (τουλάχιστον) και, πολύ πιθανόν και παλαιότερα. Όπως πολύ σωστά ισχυρίζεσαι στο άρθρο σου, οι εκλατινισμένοι πρόγονοι των Βλάχων δεν ήταν μόνο ποιμένες, αλλά ασχολούνταν και με την γεωργία, όπως δείχνει το πλούσιο λατινικό γεωργικό λεξιλόγιο που παραθέτεις (λ.χ. η επιβίωση λατινικών γεωργικών όρων όπως aratrum, aro, semino κλπ).

      Παραθέτω τις σελίδες 38-9 από το άρθρο σου για τους αναγνώστες που μας παρακολουθούν:

      https://imgur.com/a/nECkB

      Τότε, κατά την ύστερη αρχαιότητα, φαίνεται ότι οι πρόγονοι των Βλάχων ενδεχομένως να μην είχαν γίνει ακόμα par excellence ποιμένες και να ζούσαν ως εκλατινισμένοι εδραίοι γεωργοί ή «αστοί» δίπλα στους αναφομοίωτους πρωτοαλβανόφωνους (Δάρδανοι; , Βέσσοι; ) ορεινούς ποιμένες.

      Ο Andras Mocsy στο βιβλίο του για την Παννονία και την Άνω Μυσία αναφέρει ένα τέτοιο παράδειγμα από το χωρίο του κόμητα Μαρκελλίνου που λέει ότι, όταν η πόλη των Σκούπων (τα αρχαία Σκόπια) το 518 καταστράφηκε από σεισμό, οι λατινόφωνοι κάτοικοί της κατέφυγαν στα τριγύρω βουνά, για να προστατευτούν από τις επιδρομές βαρβάρων. Εκεί στα βουνά, σύμφωνα με τον Mocsy, οι λατινόφωνοι αυτοί πληθυσμοί αναγκάστηκαν να προσαρμοστούν στον «παλαιό (ποιμενικό) δαρδανικό ζωής» (τον οποίο έμαθαν από προϋπάρχοντες αναφομοίωτους δαρδανικούς/βεσσικούς ποιμενικούς πληθυσμούς, οι οποίοι μπορεί κάλλιστα να είναι η πηγή των αλβανικών δανείων στο ποιμενικό λεξιλόγιο της ΑΒΡ).

      Μια τέτοια επαφή το 518, μπορεί να εξηγήσει πως λατινόφωνοι πρώην εδραίοι αστοί/γεωργοί (σχετικά άπειροι στην ποιμασία) δανείστηκαν πρωτοαλβανικούς ποιμενικούς όρους από τους (μέχρι τότε) πιο έμπειρους αναφομοίωτους ορεινούς ποιμένες που βρήκαν στα βουνά.

      Όμως, από εκείνο το σημείο και μετά, οι λατινόφωνοι πληθυσμοί (ανώτερες οργανωτικές ικανότητες; ) φαίνεται ότι εξειδικεύτηκαν/οργανώθηκαν ακόμα περισσότερο στην ποιμασία/κτηνοτροφία, σε σημείο που ξεπέρασαν σ’αυτόν τον τομέα ακόμα και αυτούς τους αναφομοίωτους Δαρδάνους που τους δάνεισαν τα πρωτοαλβανικά δάνεια. Από αυτό το σημείο και μετά, οι ομιλητές της ΑΒΡ έγιναν πια οι par excellence ποιμένες της Βαλκανικής, όπως γράφει ο Du Nay.

      Φυσικά, μέρος αυτού του λεξιλογίου πρέπει να ήταν ήδη γνωστό στους λατινόφωνους κατοίκους, επειδή οι αναφομοίωτοι ποιμένες πήγαιναν στην πόλη να πουλήσουν τα προϊόντά τους και επειδή ουσιαστικά ήταν το λεξιλόγιο των προγόνων των λατινόφωνων.

      Σου παραθέτω την σελίδα του Mocsy για την συλλογή σου.

      https://imgur.com/a/bAM4B

      Ένα άλλο σενάριο δανεισμού, κατά τη γνώμη μου, είναι τα prata legionis = «λιβάδια/βοσκοτόπια της λεγεώνας». Κάθε ρωμαϊκό στρατόπεδο (σίγουρα τα λεγεωνικά από τα οποία έχουμε και τις σχετικές μαρτυρίες) είχε και βοσκοτόπια δίπλα από το στρατόπεδο, όπου διατηρούσε κοπάδια. Οι Ρωμαίοι στρατιώτες είχαν και ποιμενική υπηρεσία (όπως σήμερα λέμε σκοπιά, μαγειρεία, τουαλέτες, έτσι υπήρχε και ποιμενική υπηρεσία στα prata legionis).

      Η πλειοψηφία των στρατιωτών από την Άνω Μυσία ήταν εγχώριοι σαν τον Μαξιμίνο Θράκα, ο οποίος:

      1) πριν καταταχθεί στο στρατό ήταν ποιμένας στα βουνά της Θράκης (Ηρωδιανός 7.1: ὅτι δὴ ποιμαίνων ἐν τοῖς Θρᾳκίοις ὄρεσιν)
      2) όταν κατατάχθηκε δεν ήξερε γρι λατινικά και μιλούσε μόνο θρακικά (Historia Augusta, Maximinus: hic adulescens et semibarbarus et vix adhuc Latinae linguae, prope Thracica imperatorem publice petiit)

      Όταν τέτοιοι στρατιώτες, που ουσιαστικά μάθαιναν να μιλάνε λατινικά στο στρατόπεδο, είχαν ποιμενική υπηρεσία στα prata legionis, τότε είναι αναμενόμενο να μετέφεραν στην επιχωρική δημώδη λατινική του στρατοπέδου την γηγενή τους ποιμενική ορολογία.

      Σου παραθέτω μια σελίδα από το βιβλίο της Pat Southern για τον Ρωμαϊκό στρατό, όπου αναφέρει τα prata legionis σε Ισπανία, Δαλματία κλπ, στα οποία υπήρχαν και κοπάδια και χωράφια (να και η λατινική γεωργική ορολογία που αναφέρεις στο άρθρο!). Ο Mocsy στο δικό του βιβλίο αναφέρει τα prata legionis στα στρατόπεδα της Παννονίας.

      Pat Southern (σλδ 113):

      https://imgur.com/a/lXRdb

      • VASILEIOS CHATZIATHANASIOU

        Πιστεύω ότι Αλβανοί έμαθαν τη δουλειά του ποιμένα αλλά η τέχνη τους ήταν στη γεωργία.

      • Γεια σου Βασίλη. Θα ρίξω μια ματιά να δω τι γίνεται με την γεωργική ορολογία της αλβανικής και θα σου απαντήσω μέχρι το βράδυ.

      • Βασίλη, σε μια πρώτη έρευνα που έκανα, δεν βρήκα κάποιο άρθρο που να ασχολείται ειδικά με την αλβανική γεωργική ορολογία. Θα συνεχίσω να ψάχνω και αν βρω κάτι καλό θα κάνω ανάρτηση.

      • Jaçe

        Σχετικά με την αλβανική γεωργική ορολογία, να επισημάνω ότι όροι όπως elb (κριθάρι) το οποίο έχει υποστεί i-μετάλλαξη από το πρωτοαλβανικό *albi, είναι συγγενής με το ελληνικό άλφι, το αλβανικό farë από το πρωτοαλβανικό *sparā είναι εξίσου συγγενής με το ελληνικό σπόρος. Οι δύο αυτοί όροι απ’όσο γνωρίζω υπάρχουν μόνο στην αλβανική και την ελληνική. Η λίστα με τα ελληνο-αλβανικά ισόγλωσσα δεν είναι αμελητέα. Να προσθέσω και το γνωστό hudhër ~ σκόρδο. Επίσης τα παλαιότερα δάνεια στην αλβανική είναι γεωργικής φύσεως λ.χ. mokën, drapën από τα μαχανά, δράπανον.

      • Γεια σου Jaçe. Έτσι.

        1) Παραθέτω τον σύνδεσμο *h2elbhi(t) «κριθάρι» για όποιον ενδιαφέρεται.

        2) Ο ελληνικός θηλυκός όρος σπορά είναι ο ακριβής συγγενής του θηλυκού αλβανικού farë (ΙΕ *spor-eh2).

        Η πρωτοαλβανική τροπή sp > ps > pʰ > f θυμίζει την παρεμφερή τροπή sk > ks > kʰ > χ (“h”) και μάλλον συνέβη αρκετά νωρίς και ταυτόχρονα με αυτήν.

        3) Το σκόρ(ο)δον ~ hudhër φαίνεται να είναι κοινό δάνειο από κάποια προ-ΙΕ γλώσσα. Το δάνειο αυτό φαίνεται πως εισήλθε και στην αρμενική (βλ. OArm xstor).

  2. Αποστόλης

    Καλησπέρα!! Ελπίζω να είσαι καλά . Η ύπαρξη αρμανικων σημαντικών κτηνοτροφικών όρων στο ποιμενικό λεξιλόγιο των Σαρακατσάνων που πιστεύεις οφείλεται; σε εξάρτηση των Σαρακατσάνων επαγγελματική και οικονομική από τους Αρμάνους; σε απλή γεωγραφική γειτνίαση;

    • Αποστόλης

      Επίσης σχετικά με την ύπαρξη των prata legionis και στην Ιβηρική. Ίσως εκει οφείλεται η σημαντική σε ποσοστό ύπαρξη ημινομαδικής κτηνοτροφίας, ανάλογης με των Εώων Ρωμάνων.

    • Γεια σου Αποστόλη.

      Αν οι Σαρακατσάνοι έχουν αρμανικό/βλαχικό ποιμενικό λεξιλόγιο, τότε οι Βλάχοι είναι ο παλαιότερος ποιμενικός πληθυσμός.
      Η ροή των τεχνικών δανείων πάει πάντα από αυτόν που ήδη διαθέτει την τεχνογνωσία προς αυτόν που την αποκτά.

      Η διασπορά του ποιμενικού λεξιλογίου της ΑΒΡ σ΄όλη την κεντροανατολική Ευρώπη κατά την περίοδο 1000-1300 δείχνει ότι οι sensu lato Βλάχοι εκείνη την εποχή ήταν οι par excellence ποιμένες της κεντροανατολικής Ευρώπης.

      Η μόνη γλωσσική ομάδα που κατάφερε να δανείσει συστηματικά ποιμενικό λεξιλόγιο στους Βλάχους είναι οι Πρωτο-Αλβανοί, «οι άλλοι [παλαιότεροι;] par excellence ποιμένες των Βαλκανίων», σύμφωνα με τον Andre Du Nay, αλλά αυτός ο δανεισμός συνέβη κατά την περίοδο διαμόρφωσης της ΑΒΡ στην ύστερη αρχαιότητα, όταν οι δύο γλωσσικές ομάδeς συμβίωναν και οι πρωτο-Αλβανοί (είτε ως υποστρωματική γλωσσική ομάδα [των εκλατινισθέντων] είτε απλά ως συντοπίτες) ήταν οι παραδοσιακοί ποιμένες σ΄αυτή την συμβίωση.

      Αν δεν γνωρίζαμε λ.χ. ότι τα Ευαγγέλια γράφτηκαν πρώτα στην Ελληνική και προσπαθούσαμε να βρούμε που εμφανίστηκε πρώτα ο χριστιανισμός, στην ελληνόφωνη ανατολή ή στην λατινόφωνη δύση, θα παρατηρούσαμε ότι το ελληνικό χριστιανικό λεξιλόγιο δεν έχει καθόλου λατινικά δάνεια, ενώ το αντίστοιχο λατινικό λεξιλόγιο είναι γεμάτο με ελληνικά δάνεια:

      ἐκκλησία > ecclesia (ιταλ. chiesa κλπ)
      Εὐαγγέλιον > Evangelium (ιταλ. vangelo κλπ)
      ἄγγελος > angelus
      Διάβολος > Diabolus
      ἐπίσκοπος > episcopus (> ιταλ. vescovo, αγγλ. bishop κλπ)
      Ἐπιφάνεια > Epiphania (> ιταλ. Befana)

      • Αποστόλης

        Σωστά. Υπάρχει και η περιοχή της Μοραβιανής Βλαχιας στην Τσεχία . Μάλλον υπήρχε εγκατάσταση ρωμανόφωνων εκει οι οποίοι σταδιακά αφομοιώθηκαν από τους Τσέχους. https://en.wikipedia.org/wiki/Moravian_Wallachia

      • Αρκεί να δεις εδώ πως ονομάζουν οι Τσέχοι, οι Σλοβάκοι και οι Πολωνοί την φλογέρα του βοσκού (fujara) και καταλαβαίνεις αμέσως από ποια γλωσσική ομάδα πήραν τον ποιμενικό αυτό όρο (ρουμ. fluier > τσεχ, σλοβ., πολ. fujara).

      • Αποστόλη, σκέψου το βλαχικό ρήμα suelju (< sub-ilio/sub-iliare = κουρεύω το μαλλί απ΄τα subilia [= «υπολαγόνια»] του προβάτου). Απ΄όσο ξέρω, το λατινικό αυτό ρήμα επιβιώνει μόνο στην ΑΒΡ (αρμανική και ιστρορουμανική) και στη σύγχρονη Σικελική/Σιτσιλιάνικη γλώσσα (assubbagghiari).

        Ο όρος subilia απαντά στο λατινικό κτηνιατρικό εγχειρίδιο Μulomedicina Chironis (4ος μ.Χ. αι.): όποιος θέλει να εξακριβώσει αν μια προβατίνα έχει βατευτεί προσφάτως , ας κοιτάξει αν είναι ερεθισμένα τα subilia της: si quod subilia molesta sunt.

        Οι Ρουμάνοι κάποια στιγμή έχασαν το ρήμα subiliare, αλλά το αντικατέστησαν πάντα με ένα άλλο κληρονομημένο λατινικό ρήμα: sub-ventrare (λατ. venter «κοιλιά, γαστήρ») > suvintru, a suvintra = «κουρεύω τα υπογάστρια του προβάτου».

      • Αποστόλης

        Δεν το ήξερα το ρήμα σε ευχαριστώ!!. Ισχύει ότι ο βοσκός στην σικελικη είναι lu picuraru? Ποια είναι η ετυμολογία της λέξης;

      • Λατ. pecor-ārius = «ποιμένας» (κυρ. «προβατ-άς»).

        Στα ιταλικά είναι pecoraio/pecoraro

        Η λέξη είναι παράγωγο του λατ. όρου pecus/pecora = «πρόβασις» = «κινητή περιουσία (σε ζώα)» [σε αντίθεση με «τὰ κειμήλια» = «ακίνητη περιουσία (γη και αντικείμενα αξίας)»]

  3. Ghelu

    Και στην αρβανιτοβλαχικη (ramaneshti) dzer (τυρογαλα) παραμενει. Οπως ακριβως το δανειστηκε η Ουκρανικη απο την Ρουμανικη. Συν τοις αλλοις ειναι εμφανες οτι οι Ομιλητες της ΑΒΡ καποτε ηταν διπλα-διπλα και μετα σκορπισαν (οπως αναφερεις πολυ ωραια σε αρκετα αρθα σου). Η πυτια λεγεται chiag (βλεπε ρουμανικο : cheag, μικρη η διαφορα). Τωρα, δεν ξερω αν εχει ρωτησει καποιος, το marcat / mãrcat (γιαουρτι), γνωριζουμε απο που προερχεται ?

    Ευχαριστω εκ των προτερων !

    • Καλημέρα Ghelu. Δεν ξέρω την ετυμολογία του όρου «μαρκάτι» = «γιαούρτι». Για να δούμε αν γνωρίζει κάτι κάποιος σχολιαστής.

  4. Konstantinos Zaharopoulos

    Μια απορία: Στα χωριά της περιοχής Αγράφων (καταγωγή μου) η γυναίκα παίρνει το όνομα του συζύγου. Πχ Γιωργινα, Δμητρινα, κοκ
    Να υποθέσω ότι είναι σλαβικό κατάλοιπο? Όπως Πουτιν~Πούτινα?

    • Καλημέρα Κώστα. Οι Σλάβοι σίγουρα έχουν αυτό το έθιμο, αλλά δεν είμαι σε θέση να πω αν το ελληνικό έθιμο έχει σλαβικές καταβολές.

      Στη Ρωσία, η γυναίκα του Γέλτσιν είναι Γέλτσινα και του Τολστόι είναι Τολστάϊα (είναι οι θηλυκοί τύποι των επιθετικών επωνύμων Γέλτσ-ιν και Τολστ-όι). Στους δυτικούς σλάβους, πιο κοντά στην νεοελληνική περίπτωση, όταν ο άνδρας έχει ουσιαστικό για επώνυμο, το επώνυμο της συζύγου του είναι το παράγωγο θηλυκό επίθετο αυτού του ουσιαστικού, λ.χ. Novak > Novakova.

      Αντιγράφω από εδώ:

      The surnames that originally are short (-ov, -ev, -in) or full (-iy/-oy/-yy) Slavic adjectives, have different forms depending on gender: male forms -ov, -ev, -in and -iy/-oy/-yy correspond to female forms -ova, -eva, -ina and -aya, respectively. For example, the wife of Борис Ельцин (Boris Yel’tsin) was Наина Ельцина (Naina Yel’tsina); the wife of Leo Tolstoy was Sophia Tolstaya, etc. All other, i.e. non-adjectival, surnames stay the same for both genders (including surnames ending with -енко (-yenko), -ич (-ich) etc.), unlike in many West Slavic languages, where the non-adjectival surname of men corresponds to derivative feminine adjectival surname (Novák → Nováková).

      • Παραθέτω μια σελίδα για το ίδιο έθιμο στους Λιθουανούς: το όνομα της παντρεμένης γυναίκας σχηματίζεται με την προσθήκη του επιθήματος -ien-ė στο όνομα του συζύγου της, λ.χ. αν ο άνδρας λέγεται Jakait-is «Γιακάιτις», η σύζυγός του λέγεται Jakait-ienė «Γιακάιτινα/Γιακάιταινα».

        https://imgur.com/pYKKouX

        Παρομοίως, από το λιθ. karal-ius «βασιλιάς», προκύπτουν τα θηλυκά παράγωγα karal-ienė «βασίλισσα» (κυρ. «γυναίκα του βασιλιά») και karal-aitė «πριγκίπισσα» (κυρ. «βασιλοπούλα, κόρη του βασιλιά»).

  5. Επισκεπτής

    Θα ήθελα να σου ρωτήσω, Σμερδαλέε, τι σκεφτείς για την καταγωγή των Σαρακατσάνων; Κατά την ύποψή σου, πότε μπορούσανε να γίνουν κτηνοτρόφοι; Για μένα η θεωρία ότι είναι παρά πιο νωρίς “εξελλενισμένοι” βλάχοι δεν είναι πιστική, μα επίσης δεν πιστεύω καθόλου ότι είναι πρόγονοι των αρχαίων ελληνικών κτηνοτρόφων. Στο ιδίωμά τους, που είναι τόσο διάσημος για την τάχα δορική κατάγωγή του, δεν μπορούσα να βρω κανένους σημαντικούς αρχαισμούς. Στην αλήθεια νομίζω ότι τα σαρακατσανικά δεν διαφέρουν μάλλον πολλά από την νεοελληνική γλώσσα..

    • Γεια σου Επισκέπτη και Καλή Χρονιά.

      Το ιδίωμα των Σαρακατσάνων σίγουρα δεν είναι «δωρικό» (μόνο τα τσακώνικα είναι τέτοια), αλλά μια βόρεια νεοελληνική διάλεκτος. Οι νεοελληνικές διάλεκτοι κατάγονται από την ελληνιστική κοινή (άρα δεν είναι «δωρικές») και οι βορειοελληνικές διάλεκτοι απέκτησαν τα βασικά τους διαλεκτικά χαρακτηριστικά κατά την περίοδο 1100-1500.

      Αν θέλεις να καταλάβεις τους Σαρακατσάνους, πρέπει να βρεις:

      1) πότε εμφανίζεται στις πηγές ο όρος για πρώτη φορά. Αν ο όρος δεν απαντά πριν από την έναρξη της Οθωμανικής περιόδου, η οποιαδήποτε αναζήτηση κάποιας απώτερης «αρχαίας» καταγωγής είναι κενή νοήματος. Το μόνο που χρειάζεσαι είναι οι κοινωνικές συνθήκες της εποχής όπου πρωτοεμφανίζεται ο όρος «Σαρακατσάνοι», ποιος τους ονόμασε έτσι και για ποιο λόγο τους θεωρούσε ως διακριτή ομάδα.

      2) πως όριζαν τους εαυτούς τους οι Σαρακατσάνοι (με τι τρόπους άρθρωναν το «εμείς» και ποιους διέκριναν ως «άλλους») πριν την επίδραση των νεωτερικών εθνικισμών

      3) πως τους έβλεπαν οι «άλλοι» που τους κατανοούσαν ως διακριτή κατηγορία Σαρακατσάνων, πάντοτε πριν την επίδραση των νεωτερικών εθνικισμών.

      Από εκεί και μετά, αν θέλεις να εξακριβώσεις αν υπάρχει κάποιο αλλόγλωσσο υπόστρωμα, θα πρέπει να εξετάσεις όρους της καθημερινής ζωής με συναισθηματική φόρτιση και, αν είναι δυνατόν, κάποια τυποποιημένα (formulaic) έθιμα στα οποία απαγγέλεται παραδοσιακό λεξιλόγιο που σήμερα είναι δυσνόητο.

      • Επισκεπτής

        Κατά την γνώση μου ο όρος “Σαρακατσάνοι” πρωτοφανίστηκε στην ΧVIII αιώνα και σίγουρα είναι τουρκικό. Από τότε αναφέρθηκαν να μηλούνε Ελληνικά, ωστόσο ήτανε συχνά μπερδεμένοι με τους Βλάχους. Γι’αυτό μου φαίνεται πιο πιθανή μια θεωρία ότι οι Σαρακατσάνοι είναι απλώς απόγονοι Ελλήνων της Ευρυτανίας, Θεσσαλίας και ίσως Αιτωλοακαρνανίας που έκανε αυτό που έπραξαν πολλές φορές οι άλλοι Ελληνες όταν οι Τούρκοι εισέβαλαν την Ελλάδα – έφυγαν στα βουνά. Εδώ μπορούσαν να αλλάξω τον τρόπο ζωής τους, όπως έγινε πριν μερικές αιώνες πιθανώς και με τους Βλάχους που δραπέτεψαν στα όρη για να αποφύγουν την ορμή των Σλάβων.

        Μου φαίνεται λίγο απίστευτο ότι οι Σαρακατσάνοι, όντας μία νομαδική φυλή, μπορούσαν να “εξελλενιστούν” πλήρως κατά της τουρκοκρατίας, όταν δεν υπήρχαν εθνικές σχολίες στις οποίες κάποιος μπορουσε να τους δίδασκει τα νεα ελληνικά. Και ποιοι Βλάχοι εξελλινίστηκαν πιο γρήγορα; Μάλλον αυτοί που εγκατάλειψαν τον νομαδικό τρόπο ζωής και εγκαταστάθηκαν στους μόμιμους οικισμούς. Ταυτόχρονα οι Σαρακατσάνοι έφτιαχναν οικισμούς κιόλας σπανιότερα από ίδιους τους Βλάχους.
        Οσο για την συνείδησή τους, είμαι βέβαιος ότι οι Σαρακατσάνοι δεν νοιάζοταν για την κατάγωγή τους πριν το 1821. Απλώς όταν ο εθνικισμός περρίσεψε, και οι Ρουμάνοι άρχισαν να δημοφιλούν την αβάσιμη θεωρία για την “πιστοποιημένη” βλαχική καταγωγή των Σαρακατσάνων, οι Σαρακατσάνοι, για να διαφερθούν απ’ τους άλλους νομαδικούς πλυθησμούς, αναγκάστηκαν να φτιάξουν μια ίσια αδύνατη θεωρία, ψάχνωντας ανύπαρκτους ρίζες στην αρχαιότητα.

      • Το ότι οι Σαρακατσάνοι ήταν γνωστοί ως «Βλάχοι» δεν έχει να κάνει με την (όποια) καταγωγή τους, αλλά με τον νομαδο-ποιμενικό τρόπο ζωής τους. Αυτό οφείλεται στην πολυσημία του όρου «Βλάχος», η οποία, εκτός από τον ρωμανόφωνο Αρμάνο, είχε επιπρόσθετες σημασίες από «βοσκός» μέχρι «ορθόδοξος της Vojna Krajina» (βλ. Statuta Valachorum και «βάλθηκες να μας βλαχέψεις!»).

        Όταν μια αυστριακή πηγή του 1538 θέλει να διακρίνει εθνοτικά τους «Βλάχους» (ορθόδοξους) της Vojna Krajina σε Σέρβους και εθνοτικούς Βλάχους, προσδιορίζει τους δεύτερους με τον επιπρόσθετο προσδιορισμό «Βλάχοι που είναι γνωστοί σ΄εμάς [τους Γερμανούς] και ως Αρχαίοι Ρωμαίοι».

        Οι Σέρβοι της Vojna ήταν «Βλάχοι» μόνο με την κοινωνική έννοια (προσέφεραν στρατιωτική υπηρεσία έναντι κάποιων φορολογικών προνομίων), όχι με την εθνοτική με την οποία προσδιορίζονται οι εθνοτικοί Βλάχοι μέσα από τη σχέση τους με τους αρχαίους Ρωμαίους.

Leave a comment

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.