Tag Archives: Πάπας

Ο Καλογιάννης ο Ρωμαιοκτόνος και η «Μητέρα Ρώμη»

Λοιπόν, άρχισε χθες ο Αρχικλέφταρος πάλι τις συζητήσεις για «Γραικούς» και για «Ρωμαίους = Λατίνους» και θυμήθηκα το βραχύ επιστολογραφικό φλερτ μεταξύ του Πάπα Ιννοκέντιου Γ΄ και του Βλάχου Καλογιάννη/Ιωαννίτσα Ασέν του «Ρωμαιοκτόνου» που κατέληξε Τσάρος της Δεύτερης Βουλγαρικής Αυτοκρατορίας κατά την περίοδο της Δ΄ Σταυροφορίας. Σε αυτή τη σειρά επιστολών αμφότεροι αναφέρονται στους Ρωμαίους ως «Γραικούς».

Η ανάρτηση θα είναι μικρή, χωρίς ιδιαίτερες αναλύσεις, επειδή θυμήθηκα ότι παλαιότερα είχα αποφασίσει ν΄αφιερώσω μια ανάρτηση γι΄αυτό το ενδιαφέρον άλλα άγνωστο στους περισσότερους θέμα και τελικά το ξέχασα.

Ο Καλογιάννης (= Όμορφος Γιάννης) ή Ιωαννίτσας (Ioanica/Ivanica = «Γιαννάκης»), ήταν ο μικρός αδελφός των Βλάχων αδελφών Ασέν (Πέτρος-Θεόδωρος και Ιωάννης/Ιβάν) που ξεσήκωσαν τους Βούλγαρους, τους Βλάχους και τους Κουμανο-Πατζινάκους βορείως της οροσειράς του Αίμου κατά των «Βυζαντινών» το 1185, εκμεταλλευόμενοι την εξασθένιση και αποσύνθεση της Ρωμανίας μετά τον θάνατο του Μανουήλ Κομνηνού το 1180 και τον ολιγηπελή έλεγχο που η Κωνσταντινούπολη ασκούσε στις επαρχίες που είχαν δυσανασχετήσει από την υψηλή της φορολογία.

Ύστερα από μια σειρά λεηλασιών στο θέμα της Μακεδονίας που ήταν ταυτόχρονη με τις «Ιταλικές» (Φραγκικές) εκστρατείες που συνδέονται με την Δ΄ Σταυροφορία, ο Ακροπολίτης μας πληροφορεί ότι ο Καλογιάννης επέλεξε τον τίτλο «Ρωμαιοκτόνος», για να εκδικηθεί τα κακά που έκανε στους Βούλγαρους ο Βασίλειος ο «Βουλγαροκτόνος».

[Ακροπολίτης, 13] ἀπάρας γοῦν ἐκεῖθεν ὁ τῶν Βουλγάρων βασιλεύς, μὴ ἔχων τὸ ἐμποδὼν ὡς τῶν Ἰταλῶν αὐτοῦ καταπορθηθέντων τὸ ἔσχατον, ἑτέρου δὲ μὴ ὄντος τοῦ ἀνθισταμένου, πᾶσαν κατατρέχει Μακεδονίαν. λείαν οὖν παμπόλλην ἐποιήσατο, αὐτάνδρους τὰς πόλεις ἀνδραποδισάμενος καὶ τέλεον κατα σκάψας αὐτάς. τὸ δέ οἱ διανόημα ἦν, ὡς μήποτε Ῥωμαίους ἀνάκλησιν σχεῖν τῶν σφετέρων ἐπιδράξεσθαι πόλεων. κατέσκαψε γοῦν ἐκ βάθρων αὐτῶν τὴν Φιλιππούπολιν, θαυμαστὴν ἄγαν οὖσαν, ἥτις παρὰ τῷ Ἕβρῳ κεῖται, εἶτα τὰς ἄλλας πάσας πόλεις, τὴν Ἡράκλειαν, τὸ Πάνιον, τὴν Ῥαιδεστόν, Χαριούπολιν, Τραϊανούπολιν, Μάκρην, Κλαυδιούπολιν, Μοσυνούπολιν, Περιθεώριον καὶ ἄλλας πολλάς, ἃς ἀριθμεῖν οὐ χρεών. τὸν δὲ λαὸν ἀπάρας ἐκεῖθεν περὶ τὰς παραρροίας καθίζει τοῦ Ἴστρου, ἐκ τῶν ἰδίων τῶν ἠνδραποδισμένων κωμῶν καὶ πόλεων τὰς κλήσεις ἐπιθεὶς ταῖς οἰκήσεσιν. ἀντάμυναν οὖν, ὡς ἔφασκεν, ἐποιεῖτο τῶν ὧν εἰργάσατο πρὸς Βουλγάρους κακῶν ὁ βασιλεὺς Βασίλειος, καὶ καλεῖσθαι μὲν ἔλεγεν ἐκεῖνον Βουλγαροκτόνον, Ῥωμαιοκτόνον δὲ ὠνόμαζεν ἑαυτόν.

Φυσικά, στα Βουλγαρικά ο τίτλος του Καλογιάννη θα ήταν «Γραικοκτόνος», όπως τον αποδίδουν μερικές φορές οι Βούλγαροι σήμερα (Гръкоубиец ~ Ромеоубиец).

Υπάρχει μεγάλη διαφωνία γύρω από την καταγωγή των Ασενιδών. Το όνομα Ασέν (στις βυζαντινές πηγές Ασάν/Ασάνης) είναι σίγουρα «σκυθικής» (τουρκοστεπικής) καταγωγής (Κουμανικό ή Πατσινακικό που μπορεί να αναχθεί στον πρωτοτουρκικό επίθετο esen = «υγιής, σθεναρός»), όπως και το παρατσούκλι του Ιωάννη Ασέν Bělgun («Σοφός/Πονηρός», λ.χ. το τουρκικό επίθετο bilge = «σοφός» που απαντά και ως όνομα Bilge). Από την άλλη, τόσο οι βυζαντινές όσο και οι δυτικές πηγές ξεκαθαρίζουν ότι οι δύο αδελφοί ήταν Βλαχικής καταγωγής και ο Νικήτας Χωνιάτης, όταν δεν χρησιμοποιεί τον κλασικίζοντα όρο «Μυσοί» για τους επαναστάτες, χρησιμοποιεί κατά κανόνα το εθνωνύμιο «Βλάχοι» για να τους περιγράψει, ξεκαθαρίζοντας μάλιστα ότι, για να μιλήσει κάποιος μαζί τους, έπρεπε να ήταν «ἴδρυς τῆς τῶν Βλάχων διαλέκτου» (δηλαδή να γνωρίζει την Βλαχική), όπως ήταν ένας αιχμάλωτος Ρωμαίος ιερέας τον οποίο ο Χωνιάτης περιγράφει ως «ὁμόφωνο» του Ασέν.

Ας δούμε λίγο τα χωρία αυτά του Νικήτα Χωνιάτη.

Οι Ρωμαίοι αναγκάστηκαν ν΄αντιμετωπίσουν του βάρβαρους του Αίμου που κάποτε λεγόταν «Μυσοί» και τώρα λέγονται «Βλάχοι».

Οι Βλάχοι αδελφοί Ασέν ενώνουν τα δύο γένη του Αίμου (Βούλγαρους και Βλάχους, «ἐξ ἑκατέρου γένους») σε εξέγερση, με ένα τέχνασμα που έδειχνε ότι ο Άγιος Δημήτριος είχε εγκαταλείψει τους Ρωμαίους που μέχρι τότε προστάτευε και ήταν πια με το μέρος τους:

[Χωνιάτης, 368-9] ἑαυτῷ δὲ μάλιστα καὶ Ῥωμαίοις ἐκπολεμώσας τοὺς κατὰ τὸν Αἷμον τὸ ὄρος βαρβάρους, οἳ Μυσοὶ πρότερον ὠνομάζοντο, νυνὶ δὲ Βλάχοι κικλήσκονται. Οὗτοι γὰρ ταῖς δυσχωρίαις πεποιθότες καὶ τοῖς φρουρίοις θρασυνόμενοι, ἃ πλεῖστα τέ εἰσι καὶ ὀρθὰ κατἀποτόμους κείμενα πέτρας, καὶ ἄλλοτε μὲν κατὰ Ῥωμαίων ἐμεγαλαύχησαν, τότε δὲ πρόφασιν εὑρηκότες ὃ δὴ λέγεται Πάτροκλον τὴν τῶν οἰκείων θρεμμάτων ἀπαγωγὴν καὶ κάκωσιν ἑαυτῶν ἐς ἀποστασίαν λαμπρὰν ἀνεσκίρτησαν. Ἦσαν δὲ οἱ τοῦ κακοῦ πρωτουργοὶ καὶ τὸ ἔθνος ὅλον ἀνασείσαντες Πέτρος τις καὶ Ἀσάν, ὁμογενεῖς καὶ ταὐτόσποροι, οἳ καὶ μὴ δρῶντες τὴν νεωτέρισιν ἀπροφάσιστον προσίασι βασιλεῖ, σκηνουμένῳ ἐν τοῖς Κυψέλλοις, αἰτούμενοι συστρατολογηθῆναι Ῥωμαίοις καὶ διὰ βασιλείου γράμματος σφίσι βραβευθῆναι χωρίον τι βραχυπρόσοδον κατὰ τὸν Αἷμον κείμενον·

[Χωνιάτης, 371] Τῶν δὲ Μυσῶν ἀποστασίαν νοσησάντων περιφανῆ καὶ ἀρχηγῶν τοῦ κακοῦ τοῦδε ὧν εἴρηκα γεγονότων, ἔξεισι βασιλεὺς καταὐτῶν. Χρὴ δὲ κἀκεῖνα μὴ παριδεῖν ἀνιστόρητα. Οἱ Βλάχοι ὤκνουν τὰ πρῶτα καὶ ἀπεπήδων πρὸς τὴν ἀπόστασιν, εἰς ἣν ἐνήγοντο πρὸς τοῦ Πέτρου καὶ τοῦ Ἀσάν, τὸ τοῦ πράγματος μέγεθος ὑφορώμενοι. τῆς δὲ δειλίας ταύτης τοὺς ὁμογενεῖς ἀπάγοντες οἱ ταὐτόαιμοι εὐκτήριον ἐδείμαντο οἶκον ἐπὀνόματι Δημητρίου τοῦ καλλιμάρτυρος, εἰς ὃν πολλοὺς τῶν δαιμονολήπτων συνηθροικότες ἐξ ἑκατέρου γένους, αἱμωποὺς καὶ διαστρόφους τὰς κόρας, λυσιχαίτους, καὶ τἆλλα ἀκριβῶς διασώζοντας, ὁπόσα οἱ τοῖς δαίμοσι κάτοχοι διαπράττονται, τοιάδε τούτοις ἐνθουσιῶσιν ὑπετίθουν φθέγγεσθαι, ὡς ὁ θεὸς τοῦ τῶν Βουλγάρων καὶ Βλάχων γένους ἐλευθερίαν εὐδόκησε καὶ τοῦ χρονίου ζυγοῦ ἐπένευσεν ἀπαυχένισιν, οὗ χάριν καὶ τὸν Χριστομάρτυρα Δημήτριον ἀπολιπεῖν μὲν τὴν Θεσσαλονικέων μητρόπολιν καὶ νεὼν τὸν ἐκεῖ καὶ τὰς παρὰ Ῥωμαίοις διατριβάς, ἐς δαὐτοὺς ἀφικέσθαι ὡς ἐπαρήξοντα καὶ συλλήπτορα τοῦ ἔργου ἐσόμενον.

Ο δορυάλωτος [Ρωμαίος] ιερέας που μίλησε με τον Άσεν επειδή ήταν «ἴδρις τῆς τῶν Βλάχων διάλεκτου» και «ὀμόφωνός» του, ζητώντας του να ελευθερώσει τους Ρωμαίους αιχμαλώτους που είχε ζωγρήσει, γιατί αλλιώς «προφήτεψε» ότι ο Άσεν θα σκοτωνόταν από κάποιον οικείο (πράγματι, αργότερα τον σκότωσε το «ὁμοφυές» πρωτοπαλλίκαρό του, ο Βλάχος Ιβαγκός/Ivanko, ο οποίος μετά τον φόνο κατέφυγε στους Ρωμαίους και διορίστηκε τοπάρχης Φιλιππουπόλεως). Ο Ασέν απάντησε πως όχι μόνο δεν θα «απέλυε» τους Ρωμαίους αιχμαλώτους, αλλά θα τους «έλυε» (= διαμέλιζε):

[Χωνιάτης, 438] ὡς εἰ τοὺς Βλάχους διελθὼν ἐς τὰ οἰκεῖα ἤθη τοῦτον ἀπενέγκαι, πλεῖστα ἂν αὐτῷ κατάθοιτο λύτρα ὁ βασιλεύς. τῆς δὲ φήμης κατειπούσης συλληφθῆναι τὸν στρατηλάτην, ἐπιμελοῦς γεγενημένης ἐρεύνης, δῆλος γίνεται καὶ τῷ Ἀσὰν ἐμφανίζεται. Καὶ τῇδε μὲν ἀπέβη καὶ ταῦτα. τὶς δὲ τῶν δορυαλώτων ἱερέων, εἰς τὸν Αἷμον αἰχμάλωτος ἀπαγόμενος, δεῖται τοῦ Ἀσὰν λυθῆναι, διὁμοφωνίας ὡς ἴδρις τῆς τῶν Βλάχων διαλέκτου εἰς ἔλεον αὐτὸν ἐκκαλούμενος. ὁ δἀνανεύσας ἔφατο μηδέ ποτε προθέσθαι Ῥωμαίους λύειν, ἀλλἀπολλύειν·

Ο Ιβαγκός που σκότωσε τον Ιωάννη Ασέν και κατέληξε Ρωμαίος τοπάρχης Φιλιππουπόλεως, στην αρχή αποδείχτηκε χρήσιμος στους Ρωμαίους επειδή κατάφερε να επαναφέρει πολλούς από τους Βλάχους ομογενείς του στο Ρωμαϊκό μαντρί, τους οποίους άρχισε να εκγυμνάζει στρατιωτικά. Ο βασιλέας των Ρωμαίων, παρόλο που προειδοποιήθηκε από τους συμβούλους του να μην δείχνει τόση εμπιστοσύνη σε έναν βάρβαρο που μέχρι προ ολίγου πολεμούσε τους Ρωμαίους, συνέχισε να εμπιστεύεται τον Ιβαγκό. Ο τελευταίος,όμως, βαθμιαία ελάττωσε τον αριθμό των Ρωμαίων στρατιωτών που είχε στην διάθεσή του (οι λίγοι που έμειναν κατέληξαν να είναι «ἀπόμαχοι»), αυξάνοντας ταυτοχρόνως τον αριθμό των «εμφυλίων» (=ομοφύλων) στρατιωτών του και, λίγο αργότερα, ξαναεπαναστάτησε κατά της Ρωμαϊκής Αρχής.

[Χωνιάτης, 509-10] ἡ δὲ ἦν τὸ ἀποστῆναι τὸν Ἰβαγκὸν κατὰ Φιλιππούπολιν. ὡς γὰρ ἄνωθεν εἴπομεν, μετονομασθεὶς ὅδε Ἀλέξιος καὶ γαμβρὸς ἐπὶ θυγατρόπαιδι τῷ βασιλεῖ γεγονὼς καὶ πλείω τῆς δεούσης ἰσχὺν ὑποδὺς στρατηγεῖν εἰλήφει καὶ προεστάναι τῶν τάξεων, αἳ τοῖς ὁμογενέσιν αὐτῷ Βλάχοις περὶ τὴν Φιλίππου ἐπαρχίαν ἀντεκάθηντό τε καὶ ἀντεφέροντο. ἀμέλει καὶ τῶν ἐκεῖσε χωρῶν φανεὶς κύριος ἦγέ τε τὰ πάντα καὶ ἔφερεν, ἀγχίστροφος ὢν καὶ δραστήριος πρὸς ἅπαν σύνδρομον ἔργον τοῖς ἐν τῇ ψυχῇ κινήμασι καὶ βουλεύμασιν. ἤσκει τε εἰς πόλεμον τὸπερὶαὐτὸν ὁμόφυλον, δωρεαῖς πιαίνων καὶ ὁπλισμοῖς κρατύνων, καὶ φρουρίων ἐρυμνῶν ἀνεγέρσεσι τὰ ἀντικείμενα τῷ Αἵμῳ ὄρη ἀνεπιχείρητα μικροῦ ἀπειργάζετο.

[…] τὰ δὲ παρὰ τοῦ ἀνδρὸς τοῦδε πραττόμενα οἱ περὶ τὸν βασιλέα συνορῶντες καλὰ μὲν ἀπεφαίνοντο εἶναι καὶ ἀρίστως ἔλεγον δρᾶσθαι, οὐ μὴν καὶ ἐπὶ σκοπῷ Ῥωμαίοις συνοίσοντι παρὰ τοῦ πράττοντος γίνεσθαι, ὅθεν καὶ παραίνεσιν εἰσῆγον τῷ αὐτοκράτορι παραλῦσαι τῆς ἀρχῆς τὸν Ἀλέξιον· μηδὲ γὰρ ἂν βάρβαρον ἄνδρα μὴ πάνυ πρώην Ῥωμαίοις πολεμιώτατον ἐς τὴν ἐναντίαν ἐξαίφνης οὕτως μεταπεσεῖν ἀκραιφνῆ διάθεσιν, ὡς φρούρια καὶ πολίχνας ἐν τοῖς ἐπικαίροις νεουργεῖν τόποις καὶ αὔξειν μὲν τὸ ἐμφύλιον αὐτῷ στράτευμα, σμικρύνειν δὲ τὸ Ῥωμαϊκόν, ἐνιαχοῦ δὲ καὶ ὡς δύσχρηστον τιθέναι ἀπόμαχον, εἰ μή τις αὐτῷ ἐνέσπαρτο τοῦ τυραννίδι ἐπιβαλεῖν ἔννοια

Τα χωρία αυτά δείχνουν ότι δεν υπάρχει αμφιβολία για την Βλαχική καταγωγή των Ασέν, παρά τις παραδοσιακές βουλγαρικές προσπάθειες για θόλωμα των υδάτων (Βλάχοι = «ποιμένες, αγροίκοι» κλπ), με σκοπό να παρουσιάσουν τους εξεγερθέντες ως «γνήσιους Βούλγαρους». Όπως γράφει και o István Vásáry, ο Χωνιάτης είναι σαφέστατος όταν αναφέρεται σε Βλάχους που εξεγέρθηκαν μαζί με τους Βούλγαρους, ζητώντας αργότερα και την βοήθεια των Κουμάνων. Οι Ασέν ήταν εθνοτικοί Βλάχοι που έτυχε να έχουν κουμανικό επώνυμο και που κατέληξαν να είναι Βούλγαροι Τσάροι.

Vasary1

Vasary2

Vasary3

Ο ίδιος ο Vásáry υπέπεσε σε ένα μικρό σφαλματάκι όταν προσδιόρισε τον δορυάλωτο Ρωμαίο ιερέα ως «Γραικό» (“a Greek priest”), όταν ο ιερέας ζήτησε από τον Ασέν να τον ακούσει λόγω της ομοφωνίας τους. Ο ιερέας μάλλον ήταν βλαχικής καταγωγής νομιμόφρων Ρωμαίος/«Βυζαντινός». Αλλά και την Ελληνική να είχε ως μητρική γλώσσα ο δορυάλωτος ιερεύς και τύχαινε να γνωρίζει και την Βλαχική, αυτό φυσικά τον κάνει εθνοτικό Ρωμαίο και όχι «Γραικό», όπως τον παρουσιάζει ο Vásáry.

Μετά από αυτήν την εισαγωγή στο θέμα της καταγωγής των Ασενιδών, περνάω στο κυρίως θέμα που είναι το επιστολογραφικό φλερτ του Καλογιάννη/Ιωαννίτσα Ασέν με τον Πάπα Ιννοκέντιο Γ΄. Ο Καλογιάννης είχε το πρόβλημα ότι οι στρατιώτες του τον είχαν αναγνωρίσει ως «Τσάρο», αλλά ο τίτλος του δεν ήταν διεθνώς αποδεκτός. Οι Ρωμαίοι, ειδικότερα, θεωρούσαν τόσο τα αδέλφια του όσο και τον ίδιο ως «μιξοβάρβαρους» στασιαστές κατά της Ρωμαϊκής αρχής.

Ο Καλογιάννης σκέφτηκε -όπως και ο «Πρωτοστεφής» Σέρβος Stefan Nemanjićνα αποκτήσει έναν διεθνώς αναγνωρισμένο τίτλο από τον Πάπα, ως αντάλλαγμα της στροφής του στον Καθολικισμό. Το φλερτ και των δύο αυτών ηγεμόνων με τον Καθολικισμό ήταν εφήμερο, ίσα ίσα μέχρι να αναγνωρίσει ο Πάπας επίσημα τον τίτλο τους.

Έτσι ο Καλογιάννης έστειλε πρέσβεις στο Βατικανό, ζητώντας από τον Πάπα Ιννοκέντιο να τον αναγνωρίσει ως «Τσάρο/Αυτοκράτορα των Βούλγαρων και των Βλάχων» ως αντάλλαγμα της στροφής του στον Καθολικισμό.

Από εκεί και μετά οι δύο άνδρες αντάλλαξαν μια σειρά επιστολών, στις οποίες ο ένας προσπαθεί να παραμυθιάσει τον άλλο. Ο μεν Καλογιάννης έγραψε τις επιστολές του στην «Βουλγαρική» (= Εκκλησιαστική Παλαιοσλαβωνική), τις οποίες ο Ιννοκέντιος διάβαζε μεταφρασμένες στα Λατινικά (μάλιστα στην μεταφραστική αλυσίδα υπήρχε και μια διαμεσολαβητική ελληνική μετάφραση: Βουλγαρικά <=> Ελληνικά <=> Λατινική). Ο δε Ιννοκέντιος έγραφε τις επιστολές του στα Λατινικά, οι οποίες όμως -μέσα από την ίδια διαδικασία- έφευγαν από το Βατικανό μεταφρασμένες στην Βουλγαρική.

Ο Ιννοκέντιος στις επιστολές του γράφει ότι «έμαθε πως οι πρόγονοι του Καλογιάννη ήταν ευγενείς εκ της Παλαιάς Ρώμης και πως από αυτούς κληρονόμησε το γενναιόδωρο αίμα και το ειλικρινές αίσθημα αφοσίωσης [στην Παλαιά Ρώμη]» (δηλαδή, αυτό που μας λέει με πομπώδη ορολογία ο Ιννοκέντιος είναι πως έμαθε ότι ο Καλογιάννης ήταν Βλάχος και μιλούσε μια λατινογενή γλώσσα) και πως «έχει περάσει πολύς καιρός που ο λαός του (οι Βλάχοι προφανώς) έχει απομακρυνθεί από τα στήθια της μητέρας τους [Ρώμης]».

Ο Καλογιάννης, με τη σειρά του, αποδέχτηκε το κομπλιμέντο της ευγενούς καταγωγής από την Παλαιά Ρώμη και απάντησε πως «η πρώτη χάρη που ζητάει από την Μητέρα Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία, ως αγαπητός γιος της, είναι η αναγνώριση του ως Αυτοκράτορα/Τσάρο των Βουλγάρων και των Βλάχων».

Όταν ο Καλογιάννης είδε ότι ο Ιννοκέντιος δίσταζε να τον αναγνωρίσει ως «Αυτοκράτορα/Τσάρο» και του έδινε μόνο τον τίτλο του «Βασιλέα/Rex των Βουλγάρων και των Βλάχων», του έστειλε μια επιστολή στην οποία του ζητούσε να επισπεύσει την ανανγνώριση, «επειδή οι “Γραικοί” είχαν μάθει για τις συνομιλίες τους και του έταξαν πως θα τον αναγνώριζαν εκείνοι ως «Τσάρο» και θα του έστελναν έναν Ορθόδοξο Πατριάρχη για το Αυτόνομο Βουλγαρικό Πατριαρχείο που ήθελε να ιδρύσει στο Τάρνοβο».

Ioannitsa1

Ioannitsa2

Ioannitsa3

Ioannitsa4

Ο σοβαρός Ρουμάνος ιστορικός Florin Curta βάζει αποσιωπητικά στον όρο “Γραικοί” με τον οποίο ο Βλάχος Καλογιάννης χαρακτηρίζει τους Ρωμαίους/«Βυζαντινούς», γιατί αυτές οι συζητήσεις περί Ρωμαϊκής κληρονομιάς ήταν «υπολογισμοί χωρίς τον ξενοδόχο».

Κλείνω την ανάρτηση με μια ενδιαφέρουσα διάλεξη του Αντώνη Καλδέλλη με τίτλο «Μία ιστορία πάρα πολλών Ρωμών» (A tale of too many Romes). Το θέμα της συζήτησης του Καλδέλλη είναι να συγκρίνει την ρωμαϊκότητα των  «Βυζαντινών» με την γιαλαντζί ρωμαϊκότητα που πίστευαν ότι διέθεταν οι διάδοχοι του Καρλομάγνου.

2 Comments

Filed under Ιστορία, Μεσαίωνας