Tag Archives: Αλανοί

Τα ανατολικά γερμανικά φύλα #6: Οι Βάνδαλοι

Στη σημερινή ανάρτηση θα περιγράψω συνοπτικά την ιστορία του ανατολικού γερμανικού φύλου των Βανδάλων από το εθνώνυμο των οποίων το 1794 ο Henri Grégoire έπλασε τον όρο «βανδαλισμός» (γαλ. vandalisme > αγγλ. vandalism) για την καταστροφή των μνημείων πολιτιστικής κληρονομιάς, έχοντας κατά νου την βανδαλική λεηλασία της Ρώμης το 455.

Αν και σήμερα χρησιμοποιούμε την μορφή του εθνωνύμου Βάνδαλοι (Vandals), στις πρώτες αναφορές του 1ου μ.Χ. αιώνα (Πλίνιος ο Πρεσβύτερος και Τάκιτος) και σε συντηρητικούς συγγραφείς της ύστερης αρχαιότητας όπως ο Προκόπιος το εθνώνυμο απαντά με τη μορφή Βανδίλοι (λατ. Vándili). Ο Δίων Κάσσιος στην Ρωμαϊκή Ιστορία αναφέρει τα Οὐανδαλικὰ ὄρη (Ρωμ. Ιστ., 55.1.3) με «α», αλλά παρακάτω χρησιμοποιεί τον τύπο Οὐανδίλοι (Ρωμ. Ιστ., 73.2.4) με «ι». Continue reading

1 Comment

Filed under Αρχαιότητα, Εθνολογία, Ιστορία

Από τον Ιουλιανό μέχρι τον Θεοδόσιο #2

Έκλεισα την πρώτη ανάρτηση της σειράς με τις καταστροφικές συνέπειες τις αποτυχημένης περσικής εκστρατείας του Ιουλιανού.

Μετά τον μυστηριώδη θάνατο του Ιουλιανού, το ρωμαϊκό επιτελείο ανακήρυξε αυτοκράτορα τον Ιοβιανό και τον έστειλε να συνθηκολογήσει με τον Σαπώρη Β΄ και να εξασφαλίσει την ασφαλή επιστροφή του ρωμαϊκού στρατεύματος σε ρωμαϊκό έδαφος. Το τίμημα της ασφαλούς επιστροφής του στρατεύματος ήταν η παράδοση στους Πέρσες της «Απορθήτου Πόλεως» Νισίβεως, των Σιγγάρων και όλων των περιοχών που με την Συνθήκη της Νισίβεως του 299 είχαν περάσει σε ρωμαϊκά χέρια. Η συνθήκη της Νισίβεως ήταν το αποτέλεσμα της νικιφόρου για τους Ρωμαίους αναμέτρησης του Γαλερίου (τότε υφιστάμενος τετραρχικός Καίσαρ του Αυγούστου Διοκλητιανού) με τον σασσανίδη Ναρσή στην μάχη των Σατάλων το 298.

Ο Ιοβιανός

Ο Ιοβιανός είχε γεννηθεί στην Σιγγιδώνα (Singidunum, Βελιγράδι) και πριν ανακηρυχθεί αυτοκράτορας ήταν διοικητής της αυτοκρατορικής φρουράς (primicerius domesticorum > πριμικήριος των δομεστικών) του Κωνσταντίου και, αργότερα, του Ιουλιανού. Ήταν τόσο ψηλός (procerus = υψηλός, proceritas = υψηλότης, ύψος) που όταν ανακηρύχθηκε αυτοκράτορας δεν υπήρχε αυτοκρατορικό ένδυμα (indumentum regium) που να τον χωράει.

[Amm. 25.10.14] Incedebat autem motu corporis gravi, vultu laetissimo, oculis caesiis, vasta proceritate et ardua, adeo ut diu nullum indumentum regium ad mensuram eius aptum inveniretur. Et aemulari malebat Constantium, agens seria quaedam aliquotiens post meridiem, iocarique palam 1 cum proximis assuetus.

He walked with a dignified bearing; his expression was very cheerful. His eyes were gray. He was so unusually tall that for some time no imperial robe could be found that was long enough for him. He took as his model Constantius, often spending the afternoon in some serious occupation, but accustomed to jest in public with his intimates.

Το αρχαίο όνομα του Βελιγραδίου Singidunum είναι κελτικό (το έφεραν στα Βαλκάνια μάλλον οι Σκορδίσκοι) και περιέχει ως δεύτερο συνθετικό τον πρωτοκελτικό όρο *dūnom «κάστρο, ακρόπολις» που εισήλθε ως δάνειο στην Πρωτογερμανική ως *tūną = «περιτειχισμένος οικισμός», όρος που είναι ο πρόγονος του αγγλικού town. Το πρωτογερμανικό *tūną, με τη σειρά του, εισήλθε ως δάνειο στην Πρωτοσλαβική και έτσι προέκυψε ο πρωτοσλαβικός όρος *tynŭ = «(πρόχειρος) φράκτης».

Ο πρωτοκελτικός όρος *dūnom απαντά επίσης στο γαλλικό τοπωνύμιο Lug[u]dunum > Lyon , στο παραδουνάβιο Noviodunum (~ Νεόκαστρο) και σε άλλα κελτικά τοπωνύμια.

Αλλά ας γυρίσουμε στον Ιοβιανό.

Δυστυχώς, ο Αμμιανός Μαρκελλίνος μας δίνει μια σκοπίμως «ανενθουσιώδη» (unenthusiastic) περιγραφή του Ιοβιανού ως «αμόρφωτη μετριότητα» που βασίλεψε εφήμερα μέχρι να βρεθεί κάποιος «πραγματικός» αυτοκράτορας. Σκοπός του Αμμιανού όμως είναι να μειώσει τον Ιοβιανό και να του φορτώσει όλο το βάρος της ντροπιαστικής συνθηκολόγησης με τους Πέρσες. Ο πραγματικός υπαίτιος της ντροπιαστικής συνθηκολόγησης ήταν φυσικά ο –ήρωας του Αμμιανού– Ιουλιανός που ξεκίνησε την αποτυχημένη εκστρατεία και ο Ιοβιανός ήταν απλά αυτός που έπρεπε να βγάλει τα κάστανα από τη φωτιά στη συνθηκολόγηση με τον Σαπώρη. Ο Αμμιανός παραθέτει μερικές ανώνυμες ιδέες κατά την εκλογή του Ιοβιανού, οι οποίες δέιχνουν ότι όποιος κι να εκλεγόταν εκείνη την στιγμή αυτοκράτορας, ώστε να συνθηκολογήσει με τον Σαπώρη, είχε σαν πρωταρχικη΄επιδίωξη την με κάθε τρόπο τον ασφαλή «νόστο» του εξαθλιωμένου ρωμαϊκού στρατεύματος.

Στο άλλο άκρο, μία χριστιανική συριακή πηγή των αρχών του 6ου αιώνα που κοινώς ονομάζεται «το συριακό ρομάντζο του Ιουλιανού» παρουσιάζει τον Ιοβιανό ως «τον Νέο Μεγάλο Κωσταντίνο και τόσο ενάρετο και ικανό που μέχρι και ο Σαπώρης σκεφτόταν να τον υιοθετήσει σαν γιο ώστε να τον διαδεχθεί στον περσικό θρόνο.»

Η αλήθεια, φυσικά, βρίσκεται ανάμεσα σε αυτά τα δύο άκρα. Ίσως η σημαντικότερη πληροφορία για την αξιολόγηση του Ιοβιανού είναι αυτή του Θεμιστίου. Σύμφωνα με τον Θεμίστιο, με το που πέθανε ο Κωνστάντιος Β΄ και πριν ακόμα φτάσει ο Ιουλιανός στην Κωνσταντινούπολη, μερικοί ήθελαν να ανακηρύξουν τον Ιοβιανό ως διάδοχό του Κωνσταντίου. Αυτό δείχνει ότι σίγουρα δεν ήταν η «εφήμερη μετριότητα» που παρουσιάζει ο Αμμιανός, έστω κι αν δεν είχε την μόρφωση του Ιουλιανού.

Ο Simplizissimus μου έδωσε ένα ωραίο άρθρο του Jan Willem Drijvers όπου συγκρίνει αυτές τις δύο αντίθετες περιγραφές του Ιοβιανού και προσπαθεί να εξηγήσει την διαφορά τους.

Drijvers-Jovian

Όποιος ενδιαφέρεται για το άρθρο του Drijvers για τον Ιοβιανό μπορεί να το καταβάσει από τον παρακάτω σύνδεσμο:

Drijvers-Jovian

Η βασιλεία του Ιοβιανού ήταν σύντομη (8 μηνές). Μετά την επιστροφή του ρωμαϊκού στρατεύματος σε ρωμαϊκό έδαφος, ο Ιοβιανός ανέθεσε την ταφή του πτώματος του Ιουλιανού στην Ταρσό (όπου ο ίδιος ο Ιουλιανός είχε επιλέξει ως μελλοντική κατοικία του για όταν θα επέστρεφε από την εκστρατεία) στον συγγενή του νεκρού Προκόπιο, ο οποίος τέλεσε την αποστολή που του ανατέθηκε και αποσύρθηκε σε κτήμα του στην Καππαδοκία, χωρίς να δείξει την παραμικρή διάθεση σφετερισμού του θρόνου. Ο ίδιος ο Ιοβιανός αποφάσισε να επιστρέψει στην Κωνσταντινούπολη, την οποία δεν πρόφτασε να αντικρίσει. Έφτασε στην Άγκυρα στις 1 Ιανουαρίου 364, όπου ανακηρύχθηκε επίσημα Ύπατος (Consul) μαζί με τον νεογέννητο γιο του Βαρρωνιανό και βρέθηκε νεκρός στο κρεβάτι του στις 17 Φερβρουαρίου στα Δαδάστανα, επί του μεθορίου Βιθυνίας και Γαλατίας. Η επίσημη αιτία θανάτου ήταν ασφυξία από τις αναθυμιάσεις του μαγκαλιού, αλλά ο Αμμιανός υποψιάστηκε δολοφονία.

Στην σύντομη βασιλεία του ο Ιοβιανός πρόλαβε να κάνει τα εξής:

  1. Εξέδωσε νόμισμα με το πρόσωπό του ξυρισμένο, εκφράζοντας επιστροφή στην παράδοση και ρήξη με το νόμισμα του γενειοφόρου Ιουλιανού.
  2. Ζήτησε να συναντηθεί αυτοπροσώπως με τον εξόριστο Αθανάσιο και επισημοποίησε το Νικαιακό δόγμα, ίσως για να γίνει δημοφιλής στην Δύση.
  3. Προπαγάνδισε την αποτυχημένη περσική εκστρατεία ως «Νίκη των Ρωμαίων».
  4. Διόρισε τον πεθερό του Λουκιλλιανό (πρώην magister equitum του Ιλλυρικού, είχε παντρευτεί την κόρη του Χαριτώ) ως magister equitum et peditum της Δύσης.

Φτάνοντας στην Δουρικόρτορα/Durocortorum (σημερινό Reims της Γαλλίας), ο Λουκιλλιανός προσπάθησε να αντικαταστήσει τον magister equitum της Γαλλίας Ιοβίνο με τον φραγκογενή Μαλάριχο που αρνήθηκε την θέση και, εν τέλει, προέκυψε μια ανταρσία του στρατού, στην οποία σκοτώθηκε ο Λουκιλλιανός και παραλίγο να πέθαινε μαζί του και ο μελλοντικός αυτοκράτορας Βαλεντινιανός Α΄ που τότε συνόδευε τον Λουκιλλιανό ως πολλά υποσχόμενος νεαρός αξιωματικός. Ο Βαλεντινιανός και ο αδελφός του Βάλης (Valens) γεννήθηκαν στην Κίβαλη της Παννονίας (Cibalae, σημερινό κροατικό Vincovci) όπου, μισό αιώνα πριν, ο Μέγας Κωνσταντίνος και ο Λικίνιος συγκρούστηκαν για πρώτη φορά και πολύ κοντά στην Μούρσα, όπου το 351, ο Κωνστάντιος Β΄ νίκησε τον σφετεριστή Μαγνέντιο σε μια εμφύλια μάχη όπου ξεκληρίστηκε ίσως ο μισός ρωμαϊκός στρατός.

Την ανταρσία σταμάτησε ο Ιοβίνος όταν αποφάσισε ν΄αναγνωρίσει το νέο καθεστώς. Ίσως και να την είχε προκαλέσει ο ίδιος ο Ιοβιανός μόνο και μόνο για να την σταματήσει, δείχνοντας ότι ήταν εκείνος που έλεγχε τα δυτικά στρατεύματα και, κατά συνέπεια, ότι ήταν απαραίτητος στο νέο καθεστώς για τον έλεγχο της Δύσης. Το αποτέλεσμα ήταν ότι ο Ιοβίνος θα παραμείνει στην θέση του μέχρι το 369, οταν αντικαταστάθηκε από τον πατέρα του Μεγάλου Θεοδοσίου Θεοδόσιο τον Πρεσβύτερο.

Η Βαλεντινιανική Δυναστεία

Όπως ανέφερα παραπάνω, ο Ιοβιανός πέθανε στις 17 Φεβρουαρίου 364 και στις 26 Φεβρουαρίου ο Βαλεντινιανός Α΄ ανακηρύχθηκε αυτοκράτορας στην Νίκαια από το επιτελείο του στρατού. Οι στρατιώτες ζήτησαν από τον νέο Αύγουστο να επιλέξει έναν συνάδελφο με τον οποίο να βασιλεύσουν ως διαρχία. Στις 28 Μαρτίου, ο Βαλεντινιανός επέλεξε ως συναύγουστο τον αδελφό του Βάλεντα (το λατινικό όνομα Valens/Velentem στα ελληνικά κείμενα της εποχής αποδίδεται ως «Οὐάλης/τον Οὐάλεντα» λόγω παραδοσιακής απόδοσης του κλασικού λατινικού v = /w/ ως «ου»). Οι δύο αδελφοί είναι οι πρώτοι αυτοκράτορες της Βαλεντινιανικής Δυναστείας.

Το όνομα Valēns είναι η ενεργητική μετοχή του ρήματος valeō = «είμαι ισχυρός/άξιος/υγιής» (λ.χ. valor = αξία και valentia ~ σθένος > valence/valency = χημικό σθένος) και το όνομα Valentīniānus είναι παράγωγο σε -iānus (λ.χ. Iūstīnus > Iūstīniānus) του ονόματος Valentīnus ~ Βαλεντῖνος.

Η έλλειψη του /n/ στην ελληνική απόδοση Valēns > Οὐάλης/Βάλης (και αναλόγως στο Cōnstāns > Κώνστας) οφείλεται στο ότι τα αντίστοιχα ελληνικά ονόματα σε *-nt-s > *-n-s υπέστησαν την Δεύτερη Αναπληρωματική Έκταση (ΑΕ2) και απώλεσαν το /n/, λ.χ. ἀ-δάμαντ-ς > Ἀδάμανς > Ἀδάμᾱς (τὸν Ἀδάμαντα) και ἀ-κάμαντ-ς > Ἀκάμανς > Ἀκάμᾱς. Οι παλαιοί τύποι σε -ανς απαντούν σε μερικές αρχαϊκές επιγραφές και, αργότερα, πρέπει να επιβίωσαν σε εκείνες τις αρχαίες διαλέκτους που δεν εφάρμοσαν την ΑΕ2 (λ.χ. θεσσαλικό, αρκαδικό, αργολιδικό και κρητικό πάνσα = πᾶσα). Παραθέτω ως παράδειγμα το αρχαϊκό λακωνικό όνομα Χαλκοδάμανς = Χαλκοδάμᾱς και τις επιγραφικές απαντήσεις της μορφής *pant-ih2 > *pantsa > πάνσα = πᾶσα και *sm.-pant-ih2 > *hapantsa > ἅπανσα = ἅπᾱσα.

Xalkodamans

pansa

Από τo αρσενικό σιγμόληκτο ουσιαστικό *wal-os-s > *walōs > valor (το /r/ είναι αναλογικό από τις πλάγιες πτώσεις όπου συνέβη ρωτακισμός λ.χ. η αιτιατική *walōs-m. > *walōzem > valōrem) προέρχεται και το όνομα Valerius (< *wales-ios).

Η ΙΕ ρίζα *wal- «έχω ισχύ» απαντά, μεταξύ άλλων, στο αγγλικό ρήμα wield = «άρχω, ελέγχω, κυβερνώ» και στο πρωτοσλαβικό ουσιαστικό *wal-dh-tis > *volstĭ «ισχύς, εξουσία» (OCS vlastĭ). Από την ίδια ρίζα προέρχεται το γερμανικό όνομα Walther (< *walt+heri, αγγλικό Walter, ταυτόσημο με τα ελληνικά «Ἀγέλαος/Ἀγέστρατος, Ἀρχέλαος/Ἀρχέστρατος, Ἡγησίλαος/Ἡγησίστρατος») και το σλαβικό Vladimir («τρανός άρχων»).

Η ετυμολογική καταγωγή του γνωστού λατινικού επιθήματος -iānus ανάγεται στην προσθήκη του επιθήματος *-nos σε θηλυκά σε *-i(e)h2 για τον σχηματισμό κτητικών/συσχετιστικών παραγώγων, αλλά με τον καιρό αυτονομήθηκε ως επίθημα και γενικεύθηκε η χρήση του στον σχηματισμό κτητικών/συσχετιστικών παραγώγων:

*Rōmā (αργότερα στην καταγεγραμμένη Λατινική Rōma) > *Rōmā-nos > Rōmānus (κάτοικος Ρώμης, Ρωμαίος),

gens Iulia > Iuliā-nos > Iuliānus (μέλος της gens Iulia),

αλλά αυτονομημένο στο Christus/Χριστός > Christ-iānus > Christiānus/Χριστιανός (οπαδός του Χριστού)

Σταματώ εδώ την μακρά γλωσσολογική παρένθεση και επανέρχομαι στους νεοστεφείς αδελφούς Βαλεντινιανό Α΄ και Βάλεντα.

Οι δύο Αύγουστοι ταξίδευσαν το καλοκαίρι του 364 στην Ναϊσσό, όπου μοίρασαν τις Διοικήσεις της αυτοκρατορίας μεταξύ τους: διατήρησαν την διαίρεση της αυτοκρατορίας του Κωνσταντίου σε τρεις μεγάλες Υπαρχίες και ο Βαλεντινιανός ανέλαβε την διοίκηση της δυτικής (Γαλλία, Βρετανία, Ισπανία) και «μεσαίας» (Ιταλία, Ιλλυρικόν, Αφρική) υπαρχίας, ενώ ο Βάλης ανέλαβε την διοίκηση της ανατολικής υπαρχίας (Θράκη, Ασία και Αίγυπτος).

Μία από τις πρώτες κινήσεις των δύο αδελφών ήταν να συλλάβουν και να εξορίσουν τα άτομα που είχαν στενή σχέση με τον Ιουλιανό, αλλά όταν επιχείρησαν να συλλάβουν τον συγγενή του Προκόπιο, αυτός κατάφερε να διαφύγει στην Κριμαία. Εκεί ο Προκόπιος άρχισε να οργανώνει σχέδια για τον σφετερισμό του θρόνου της Κωνσταντινουπόλεως. Στις 28 Σεπτεμβρίου 365 και ενώ ο Βάλης ήταν καθ΄οδόν για την Αντιόχεια, ο Προκόπιος εισήλθε στην Κωνσταντινούπολη, συνέλαβε τους ανώτατους αξιωματούχους του Βάλεντος και τους αντικατέστησε με ανθρώπους πιστούς στην Κωνσταντίνεια Δυναστεία. Το πραξικόπημά του πέτυχε επειδή ο Προκόπιος είχε την υποστήριξη της τρίτης γυναίκας του Κωνσταντίου Β΄ Φαουστίνης.

Για να διαφημίσει την στέψη του, ο Προκόπιος εξέδωσε αμέσως νόμισμα όπου εμφανίζεται με γένι, για να διαφημίσει την αλλαγή του καθεστώτος (ο Βάλης ήταν ξυρισμένος στα νομίσματά του, όπως και ο Ιοβιανός) και ότι ήταν ο «αληθινός» διάδοχος του Ιουλιανού.

Ο Βάλης, που έμαθε για το πραξικόπημα του Προκοπίου στην Κιλικία καθ΄οδόν για την Αντιόχεια, ζήτησε την βοήθεια του αδελφού του Βαλεντινιανού, ο οποίος του απάντησε πως δεν μπορούσε να βοηθήσει γιατί ήταν απασχολημένος με τις επιδρομές των Αλαμανών στον Ρήνο. Από την Κιλικία, ο Βάλης διαχείμασε στην Γαλατία παρακολουθώντας τις κινήσεις του Προκοπίου.

Κατά τους επόμενους μήνες, ο Προκόπιος επέκτεινε την εξουσία του στην Βιθυνία και έλαβε την υπόσχεση στρατιωτικής ενίσχυσης από τους υπερδουνάβιους Γότθους, θυμίζοντάς τους την συμφωνία που είχαν κάνει με τον Μεγάλο Κωνσταντίνο το 332. Θυμίζω ότι τα θρακικά στρατεύματα που είχαν ανακηρύξει τον Προκόπιο αυτοκράτορα, τον είχαν χαιρετήσει με το «βάρβαρο και τρομακτικό» γερμανικό barritus και όχι με ρωμαϊκό clāmor.

[Amm, 26.7.17] Hac sermonis placiditate molliti omnes, qui acriter venerant pugnaturi, signorum apicibus aquilisque summissis descivere libentes ad eum, et pro terrifico fremitu, quem barbari dicunt barritum, nuncupatum imperatorem, stipatumque de more, 2 consentientes in unum, reduxerunt ad castra, testati more militiae Iovem, invictum Procopium fore.

Αγγλική μετάφραση του John Rolfe:

Through these calm words, all the men who had come to fight hotly against him were pacified, and willingly went over to his side with the eagles and the tips of their standards lowered; and in place of terrible shouts that the barbarians call barritus he was hailed as emperor; all crowded about him in the customary manner, and in harmony escorted him back to the camp, swearing, in the soldiers’ manner, by Jupiter that Procopius would be invincible.

Γράφει ο Potter στην σελίδα 580 για την αντικατάσταση του ρωμαϊκού clāmor (στην μάχη πολεμική κραυγή ~ φύλοπις ~ αλαλαγμός, στην ανακήρυξη acclāmātiō = ζητοκραυγή, επευφημία) με το «βάρβαρο και τρομακτικό» γερμανικό barritus κατά τον 4ο αιώνα:

clamor-barritus

Η τύχη του Βάλεντος άλλαξε όταν αποφάσισε να τον υποστηρίξει ο βετεράνος magister militum Αρβιτίων (ήταν ήδη υψηλόβαθμος αξιωματικός κατά τα τελευταία χρόνια του Μεγάλου Κωνσταντίνου και έφτασε να είναι magister militum επί Κωνσταντίου Β΄). Όταν τα αντίπαλα στρατεύματα συναντήθηκαν στην Θυάτειρα της Φρυγίας για να πολεμήσουν, ο Αρβιτίων απευθυνόμενος στα προκοπιανά στρατεύματα (τα οποία διοικούσαν οι γερμανογενείς αξιωματικοί Γομοάριος/Gomoarius και Αγίλων/Agilo), κατάφερε να πείσει μεγάλο μέρος των στρατιωτών ν΄αλλάξουν στρατόπεδο. Έτσι ο Προκόπιος συνελήφθη από τα ίδια του τα στρατεύματα καθώς προσπαθούσε να διαφύγει και, λίγο αργότερα, αποκεφαλίστηκε μπροστά στον Βάλεντα. Αυτό ήταν το άδοξο τέλος του τελευταίου αρσενικού μέλους της Κωνσταντίνειας δυναστείας. Όταν, λίγο αργότερα, η Ιουστίνη (ανιψιά του Ιουλιανού) παντρεύτηκε τον Βαλεντινιανό Α΄ και έγινε η μητέρα του Βαλεντινιανού Β΄ και της δεύτερης γυναίκας του Μεγάλου Θεοδοσίου Γάλλης, οι νέες δυναστείες σε ανατολή και δύση κατάφεραν ν΄απορροφήσουν την μνήμη της Κωνσταντίνειας δυναστείας.

Τα ιστορικά γεγονότα που έχω περιγράψει μέχρι στιγμής περιγράφονται στις σελίδες 520-525 του Potter:

Valent1

Valent2

Παρόλο που τα δύο αδέλφια θα βασιλέψουν για πολλά χρόνια (11 ο Βαλεντινιανός Α΄ και 14 ο Βάλης), η αλήθεια είναι ότι δεν ασκούσαν την πραγματική εξουσία στα παλάτια τους.

Στην Δύση, η de facto πολιτική εξουσία θα περάσει στα χέρια μιας διεφθαρμένης κλίκας -υποτίθεται- στενών συμβούλων του Βαλεντινιανού, ενώ την αφοσίωση των στρατιωτών θα μονοπωλήσουν γερμανογενείς μάγιστροι/στρατηλάτες που θα αψηφούν ολοένα και περισσότερο τις κυβερνήσεις των παλατιών μέχρι που θα φτάσουν στο σημείο ν΄ανεβοκατεβάζουν οι ίδιοι αυτοκράτορες ανδρείκελα. Το μόνο κοινό μεταξύ της κυβερνητικής κλίκας και των μαγίστρων ήταν ότι αμφότεροι ήθελαν έναν ανίσχυρο (και αν γίνεται ανήλικο) αυτοκράτορα στον θρόνο.

Ο Αμμιανός Μαρκελλίνος περιγράφει την πολιτική της διεφθαρμένης κυβερνητικής κλίκας στην Δύση σαν πόλεμο κατά της αξιοκρατίας: παραγκωνισμός των «απειλητικά» ικανών ανδρών και προώθηση των ανίκανων και άβουλων ανδρών που μπορούσαν να ελεγχθούν.

[Αmm. 25.8.11] Prudentique consilio Malarichum, ex familiaribus negotiis agentem etiam tum in Italia, missis insignibus, Iovino iussit succedere, armorum magistro per Gallias, gemina utilitate praespeculata, ut et dux meriti celsioris, ideoque suspectus, abiret e medio, et homo inferioris spei ad sublimiora provectus, auctoris sui nutantem adhuc statum studio fundaret ingenti.

And he took the prudent step of appointing Malarichus, who also was even then living in Italy in a private capacity, as successor to Jovinus, commander of the cavalry in Gaul, sending him the insignia of that rank. Thereby he aimed at a double advantage: first, in getting rid of a general of distinguished service and therefore an object of suspicion; and, second, the hope that a man of slight expectations, when raised to a high rank, might show great zeal in supporting the position of his benefactor, which was still uncertain.

Ανάμεσα στα «ικανά» θύματα της δυτικής αυτής κλίκας ήταν ο Μέγας Θεοδόσιος στα νιάτα του και ο πατέρας του Θεοδόσιος ο Πρεσβύτερος.

Όταν στην Διοίκηση της Αφρικής ξέσπασε μια εξέγερση, ο εκεί εκπρόσωπος της κλίκας Ρωμανός φέρθηκε άδικα στους κατοίκους της Leptis Magna που είχαν πληχθεί από την εξέγερση. Οι πληχθέντες αποφάσισαν να διαμαρτυρηθούν στον αυτοκράτορα Βαλεντινιανό, αλλά ο Ρωμανός ειδοποίησε τον Ρηγίμιο (μέλος της κλίκας στο παλάτι) να αναθέσει σε αυτόν και στον «δικό» του άνθρωπο Δρακόντιο την διερεύνηση της διαμαρτυρίας αν την διέταζε ο Βαλεντινιανός. Τελικά στην Αφρική στάλθηκε ο νοτάριος Παλλάδιος που είχε σκοπό να διεξαγάγει κανονικότατη έρευνα. Ο Ρωμανός κατάφερε να του στήσει παγίδα και να τον εκβιάσει ζητώντας του να φύγει, αλλιώς θα παρουσίαζε στρατιώτες που θα τον κατηγορούσαν για κατάχρηση δημοσίων χρημάτων.

Τελικά το ζήτημα της Αφρικής έμεινε ανοιχτό μέχρι που ο Βαλεντινιανός έστειλε εκεί το 373 τον Θεοδόσιο τον Πρεσβύτερο (magister equitum praesentalis στην Γαλλία από το 369) να λύσει το ζήτημα. Ο Θεοδόσιος κατάφερε σε δύο χρόνια και να καταστείλει την εξέγερση και να συλλάβει τον Ρωμανό στέλνοντάς τον για δίκη στην Augusta Treverorum μαζί με τις επιστολές του που απεδείκνυαν την ενοχή του. Στην δίκη που έγινε, ο ένας εκ των δύο δικαστών ήταν μέλος της κλίκας (ο φραγκογενής Μεροβαύδης) και κατάφερε να αθωώσει τον Ρωμανό παρά τα ενοχοποιητικά στοιχεία! Λίγο αργότερα, ο Θεοδόσιος ο Πρεσβύτερος, συνελήφθηκε και εκτελέστηκε μέσα σε εντελώς νεφελώδεις συνθήκες και ο γιος του Θεοδόσιος (ο μελλοντικός αυτοκράτορας) που το 369 είχε διοριστεί Δούξ Κάτω Μοισίας (Dux Moesiae), όπου είχε ήδη επιδείξει τις στρατηγικές του ικανότητες κατά των Σαρματών και Γερμανών επιδρομέων, απολύθηκε και επέστρεψε στα πατρικά του κτήματα στην Ισπανία.

Το 377, έναν χρόνο πριν από την μάχη της Αδριανουπόλεως, ο Αυσόνιος έγινε Ύπαρχος Γαλλίας και, χρησιμοποιώντας την επιρροή που είχε στον γιο του Βαλεντινιανού Α΄ Γρατιανό (είχε υπάρξει δάσκαλός του), προσπάθησε να καθαρίσει την διαφθορά ανανεώνοντας όσο μπορούσε την κυβέρνηση με την προώθηση ικανών ανδρών. Μία από τις επιτυχίες του ήταν ο επαναδιορισμός του Θεοδοσίου ως magister equitum et peditum in Illyricum. Μακροπρόθεσμη συνέπεια αυτού του κύματος κυβερνητικής ανανεώσεως ήταν ο διορισμός το 381/2 του Θεσσαλονίκεα Φλαβίου Υπατίου (αδελφός της δεύτερης γυναίκας του Κωνσταντίου Β΄ Ευσεβίας) στην θέση του Υπάρχου Ιταλίας και Ιλλυρικού.

Κατά τις τελευταίες δεκαετίες του 4ου αιώνα, όπως θα φανεί και παρακάτω, η Θεσσαλονίκη αρχίζει να εκτοπίζει το Σίρμιον ως σημαντικότερη πόλη του Ιλλυρικού και, κατά τον επόμενο αιώνα θα αναδειχθεί σε νέα πρωτεύουσα του Ιλλυρικού. Το πρόβλημα με το Σίρμιον, μετά την μάχη της Αδριανουπόλεως το 378, ήταν πως είχε καταντήσει πολύ επισφαλές εξαιτίας των Γότθων. Τον επόμενο αιώνα, οι Ούννοι του Αττίλα με τις επιδρομές τους θα σφραγίσουν οριστικά την παρακμή του Σιρμίου.

Theodosioi

Η μάχη της Αδριανουπόλεως

Ο Βαλεντιανιανός Α΄ πέθανε, μάλλον από εγκεφαλική αποπληξία, το 375 στην παραδουνάβια Βριγετίωνα (Brigetio), καθώς φώναζε νευριασμένος κατά την διάρκεια διαπραγματεύσεων με πρέσβεις από το γερμανικό φύλο των Κουάδων. Ενώ είχε ήδη ορίσει ως διάδοχό του από το 367 τον μεγαλύτερο γιο του Γρατιανό, ο «τελευταίος της παλαιάς κλίκας» Μεροβαύδης άδραξε την ευκαιρία και ανακήρυξε ως αυτοκράτορα τον τετράχρονο γιο του Βαλεντινιανού Βαλεντινιανό Β΄. Θυμίζω πως στα μάτια της κλίκας όσο πιο ανήλικος ο αυτοκράτορας-ανδρείκελο τόσο το καλύτερο. Το αποτέλεσμα ήταν πως ο Γρατιανός ανέλαβε την διοίκηση της «μεταλπικής» υπαρχίας με πρωτεύουσα την Augusta Treverorum, ενώ ο Βαλεντινιανός Β΄ βασίλεψε μαζί με την μητέρα του Ιουστίνη από τα Μεδιόλανα (Μιλάνο) την υπαρχία Ιταλίας, Ιλλυρικού και Αφρικής.

Στις αρχές της δεκαετίας του 370 οι Ρωμαίοι θα αισθανθούν έμμεσα για πρώτη φορά την άφιξη στις δυτικές ποντοκασπικές στέπες των Ούννων. Εκείνα τα χρόνια, οι υπερδουβάνιοι Γότθοι ήταν χωρισμένοι σε δύο μεγάλες πληθυσμιακές ομάδες: οι Τερβίγκοι (T(h)ervingi, «κάτοικοι των δασών», από τον πρωτογερμανικό πρόγονο *trewą του αγγλικού tree και το επίθημα *-ingaz) ζούσαν πάνω από τον κάτω Δούναβη και οι Γρευθύγκοι (Greut(h)ungi ~ «Στεπαίοι») ζούσαν στα ανατολικά τους στις δυτικές στέπες.

goths

Το 376 δεκάδες χιλιάδες Τερβίγκων Γότθων ζήτησαν την άδεια του Βάλεντος να διασχίσουν τον Δούναβη για να γλιτώσουν από τους Ούννους. Ο Βάλης έδωσε την άδεια και οι Γότθοι εγκαταστάθηκαν στην Μυσία, γιατί σκεφτόταν την στρατολόγηση των Τερβίγκων στον ρωμαϊκό στρατό. Λίγο αργότερα, ένα δεύτερο κύμα δεκάδων χιλιάδων Γρευθύγκων Γότθων διέσχισαν και αυτοί τον Δούναβη, αυτή τη φορά χωρίς να πάρουν την άδεια των Ρωμαίων.

Ο Βάλης μαζί με το τους ανατολικούς comitatenses ήταν εκείνη την περίοδο στην Αντιόχεια σε διαπραγματεύσεις με τον Σαπώρη Β΄ για τον έλεγχο της Αρμενίας, όταν οι πανικόβλητοι διοικητές της Θράκης, όπως ο Λυπικίκος, χειρίστηκαν βιαστικά και ασύνετα το γοτθικό ζήτημα, καλώντας σε δείπνο τους φυλάρχους των Γότθων στην Μαρκιανούπολη, με σκοπό να τους συλλάβουν. Οι  φύλαρχοι κατάλαβαν την παγίδα και ξεκίνησε μια αψιμαχία όπου μερικοί από αυτούς σκοτώθηκαν και μερικοί κατάφεραν να γλιτώσουν και ξεσήκωσαν τους Γότθους σε γενική εξέγερση κατά των Ρωμαίων. Σε μια πρώτη μάχη έξω από την Μαρκιανούπολη, τα θρακικά ρωμαϊκά στρατεύματα ηττήθηκαν από τους Γότθους που είχαν ως σύμμαχους τους «Σκύθες ιπποτοξότες» Αλανούς, οι οποίοι είχαν επίσης εγκαταλείψει τις Στέπες, για να γλιτώσουν από τους Ούννους. Μετά την νίκη τους, οι ορδές των βαρβάρων άρχισαν να λεηλατούν ανενόχλητοι την ανατολική Θράκη.

Ο Βάλης έκλεισε την διαπραγμάτευση ειρήνης με την Περσία στα τέλη του 377 και ξεκίνησε με τα στρατεύματά του για να αντιμετωπίσει τους Γότθους στην Θράκη. Ο ανιψιός του Γρατιανός του ζήτησε να τον περιμένει, ώστε να αντιμετώπιζαν από κοινού τους Γότθους. Ο Βάλης, επιζητώντας την προσωπική του διάκριση, αποφάσισε να επιτεθεί στους Γότθους μόνο με τις δικές του δυνάμεις στις αρχές Αυγούστου του 378, δίχως να περιμένει την άφιξη των δυτικών στρατευμάτων.

Παραθέτω ένα βίντεο με την περιγραφή της μάχης της Αδριανουπόλεως στην οποία οι Ρωμαίοι υπέστησαν μία από τις καταστροφικότερες ήττες. Ο Βάλης σκοτώθηκε και μαζί του ξεκληρίστηκαν τα 2/3 του ανατολικού ρωμαϊκού στρατού.

Οι αιτίες της ρωμαϊκής ήττας είναι πολλές. Η μάχη ξεκίνησε απρόοπτα το μεσημέρι μιας πολύ ζεστής ημέρας και τα στρατεύματα του Βάλεντος δεν είχαν προλάβει να οργανωθούν σε θέση μάχης, έχοντας κάνει το πρωί μια πορεία 12 χιλιομέτρων χωρίς να έχουν προλάβει να ενυδατωθούν και να ξεκουραστούν. Ο άνεμος φυσούσε κατά των ρωμαίων και οι γότθοι άναψαν φωτιές των οποίων ο καπνός έπεφτε στα μάτια των Ρωμαίων. Οι πρόσκοποι των Ρωμαίων υπεκτίμησαν τον αριθμό των βαρβάρων και, κατά συνέπεια, ο Βάλης έφτασε στο σημείο της μάχης έχοντας λάβει λάθος πληροφορίες για τον αριθμό των αντιπάλων του και γνωσιμαχούσε σχετικά με το αν ήθελε να κατατροπώσει τους Γότθους ή να τους αναγκάσει προς συνθηκολόγηση και στρατολόγηση.

Όταν οι Γότθοι, μετά την νίκη τους, έφτασαν έξω από τα τείχη της Κωνσταντινουπόλεως η μόνη φρουρά της πόλεως ήταν οι Σαρακηνοί φρουροί της αυτοκράτειρας Δομ(ι)νίκης, των οποίων η βαρβαρότητα -κατά τον Αμμιανό- τρόμαξε μέχρι και τους βάρβαρους Γότθους. Σύμφωνα με τον Potter (και άλλους φυσικά ιστορικούς), ο Ανατολικός Ρωμαϊκός Στρατός ως υπολογίσιμη μαχητική δύναμη εξολοθρεύτηκε στις 9 Αυγούστου του 378 στην Αδριανούπολη.

Όταν τρία χρόνια μετά την μάχη της Αδριανουπόλεως ο Μέγας Θεοδόσιος εισήλθε στην Κωνσταντινούπολη ως ανατολικός αυτοκράτορας (ανακηρύχθηκε αυτκράτορας στην Θεσσαλονίκη και συνέχισε να ζει εκεί τα πρώτα χρόνια της βασιλείας του), αναγκάστηκε να συνθηκολογήσει με τους Γότθους, προσφέροντάς τους παραδουνάβιες περιοχές για να κατοικήσουν, με την υποχρέωση να τον υπηρετούν στρατιωτικά ως μονάδες με τους δικούς τους στρατιωτικούς ηγέτες. Επίσης επέτρεψε σε ένα πλήθος «Αλανών αυτομόλων» (κατά τον Ζώσιμο ~ «πρόσφυγες» που διέβησαν τον Δούναβη) να εγκατασταθούν στις ίδιες περιοχές με τους Γότθους. Με αυτές τις βάρβαρες στρατολογήσεις, θα μπορέσει ο Θεοδόσιος κάπως να υπερκεράσει το πρόβλημα που του δημιουργούσαν οι μεγαλογαιοκτήμονες που δεν επέτρεπαν στους πάροικούς τους να καταταχθούν, γιατί δεν ήθελαν να χάσουν γεωργικά χέρια. Από την άλλη, η νομιμοφροσύνη αυτών των βαρβάρων στρατευμάτων ήταν κάθε άλλο παρά δεδομένη. Στην μάχη του ποταμού Φριγίδου το 394 (frigidus = «παγωμένος, κρύος») η πλειοψηφία των στρατιωτών του Θεοδοσίου ήταν οι Γότθοι που είχαν εξολοθρεύσει τον Ανατολικό Ρωμαϊκό στρατό στην Αδριανούπολη. Ο Αλάριχος που ήταν δεκάχρονο παιδί όταν παρακολούθησε από τα γοτθικά κάρα την μάχη της Αδριανουπόλεως, ήταν ένας από τους Γότθους φυλάρχους στην μάχη του Φριγίδου το 394 και, αργότερα, το 410 θα λεηλατήσει την Ρώμη. Μετά τον θάνατο του Μεγάλου Θεοδοσίου, ο «βασιλοποιός» (kingmaker, η παρασκηνιακή προσωπικότητα με την de facto δύναμη να ανεβοκατεβάζει αυτοκράτορες) στην Ανατολική αυτοκρατορία θα γίνει ο Αλανο-Γότθος Άσπαρ που διέθετε έναν προσωπικό στρατό 10.000 «Θρακών Γότθων» τους οποίους διοικούσε ο Γότθος γαμπρός του Θεοδόριχος Στράβων. Στην Δυτική αυτοκρατορία ο αντίστοιχος kingmaker ήταν ήδη πριν τον θάνατο του Μεγάλου Θεοδοσίου ο Φράγκος magister militum Arbogast («Ἀρβογάστης» στον Ζώσιμο) ο οποίος, όταν ο Βαλεντινιανός Β΄ του έδωσε να διαβάσει την έγγραφη εντολή απόλυσής του, την έσκισε μπροστά στα μάτια του αυτοκράτορα λέγοντας πως δεν μπορούσε να ασκήσει καμία εξουσία πάνω του. Στην συνέχεια, ο Αρβογάστης κρατούσε τον Βαλεντινιανό Β΄ φυλακισμένο στο σπίτι του μέχρι που αποφάσισε να τον σκοτώσει τον Μάιο του 392 (το παρουσίασε σαν κρέμασμα-αυτοκτονία) και να ανεβάσει ως Αύγουστο στην Δύση τον σφετεριστή Ευγένιο, μαζί με τον οποίο αντιμετώπισε τον Θεοδόσιο στον Φρίγιδο ποταμό.

Adrianople-378

Alans-Theodosius

Arbogast

Αλλά ας επιστρέψουμε σε αυτά που συνέβησαν μετά την μάχη της Αδριανουπόλεως στην Ανατολική αυτοκρατορία.

Ο Μέγας Θεοδόσιος

Η καταστροφή της Αδριανουπόλεως ήταν σχεδόν σύγχρονη με τον διορισμό του Θεοδοσίου ως «στρατηλάτη» του Ιλλυρικού (magister equitum et peditum in Illyricum) από τον Γρατιανό (λόγω επιρροής του δασκάλου του Αυσονίου). Μόλις ο Γρατιανός έμαθε τον θάνατο του θείου του Βάλεντος στην Αδριανούπολη άρχισε να ετοιμάζει σχέδια για την προσθήκη της Ανατολικής Υπαρχίας στα εδάφη που ο ίδιος διοικούσε από την Αύγουστη Τρεβήρων. Θυμίζω πως ο ετεροθαλής αδελφός του Βαλεντινιανός Β΄ και η μητέρα του Ιουστίνη διοικούσαν την Ιταλία (και θεωρητικά αλλά όχι πρακτικά την Αφρική και το Ιλλυρικό) από το Μιλάνο.

Τα σχέδια του Γρατιανού χάλασαν όταν ο Θεοδόσιος αποφάσισε να σφετεριστεί ο ίδιος το αξίωμα του Ανατολικού Αυγούστου. Έχοντας κάνει την Θεσσαλονίκη βάση του, ο Θεοδόσιος ανακηρύχθηκε Αύγουστος από τα Ιλλυρικά στρατεύματά του στην σημαντική αυτή πόλη του Ιλλυρικού. Αυτή η ανκήρυξη ήταν προβληματική, γιατί το Ιλλυρικό και τα στρατεύματά του δεν ανήκαν στην Ανατολική Υπαρχία του νεκρού Βάλεντος, αλλά ανήκαν στην δικαιοδοσία de jure του Βαλεντινιανού Β΄ και de facto του Γρατιανού. Για να κάτσει στον θρόνο της Κωνσταντινουπόλεως, ο Θεοδόσιος έπρεπε να ανακηρυχτεί Αύγουστος από τα Ανατολικά στρατεύματα ή να διοριζόταν Αύγουστος από κάποιον από τους δυτικούς Αυγούστους.

Για μερικούς μήνες, λοιπόν, ο Θεοδόσιος παρέμεινε «ανακηρυγμένος αυτοκράτορας άνευ αυτοκρατορίας» στην Θεσσαλονίκη, μέχρι που μια πρεσβεία από την Κωνσταντινούπολη πήγε στην Θεσσαλονίκη, για να τον αναγνωρίσει ως Ανατολικό Αύγουστο. Ωστόσο, ακόμα και μετά την πρεσβεία, υπήρχε μια γενική αμηχανία ως προς το πρόσωπο του Θεοδοσίου ως νόμιμο αυτοκράτορα. Σύμφωνα με τον Ζώσιμο (4.26), όταν οι «Σκύθαι» (Γότθοι) πήραν την άδεια του Βάλεντος για να εγκατασταθούν στην Μοισία προκειμένου να γλιτώσουν από τις εφόδους των Ούννων, έδωσαν ως εχέγγυο καλής διαγωγής έναν μεγάλο αριθμό από τα παιδιά τους, τα οποία ο Βάλης ανέθεσε στον Στρατηλάτη της Ἑῴας (magister militum per Oriens ή trans Taurum κατά τον Αμμιανό) Ιούλιο, με εντολή να τα διασπείρει στις πόλεις της Ἑῴας (= Ανατολής), ώστε να «αραιωθούν» οι μεταξύ τους επαφές και να ανατραφούν μέσα σε πλειοψηφία Ρωμαίων. Όταν τα «παιδάρια» αυτά έμαθαν για τον Γοτθο-Ρωμαϊκό πόλεμο που ξέσπασε στη Θράκη, έγιναν ανήσυχα και έτοιμα να εξεγερθούν. Όταν ο Ιούλιος διέγνωσε την «ὁρμή» τους, θέλησε να πάρει εντολές για το τι έπρεπε να κάνει. Ο ίδιος είχε διοριστεί από τον Βάλεντα και δεν γνώριζε προσωπικά τον Θεοδόσιο που ήταν ακόμα στην Μακεδονία (Θεσσαλονίκη). Επομένως, ζήτησε διαταγές από την Σύγκλητο («γερουσία») της Κωνσταντινουπόλεως. Η Σύγκλητος του απάντησε πως αφού οι Γότθοι δεν τήρησαν καλή διαγωγή είχε το ελεύθερο να σκοτώσει τα «παιδάρια» των «Σκυθών» (Γότθων), ώστε να φύγει ο φόβος γοτθικής εξέγερσης από τις πόλεις της Ἑῴας.

Zosimos-Julius

Zosimos-Julius2

Ο Θεοδόσιος θα διατηρήσει την Θεσσαλονίκη ως βάση του για 3 ολόκληρα χρόνια και μόλις το 381 θα εισέλθει στην Κωνσταντινούπολη ως αδιαμφισβήτητος ανατολικός Αύγουστος. Στα χρόνια που έμεινε στην Θεσσαλονίκη, βαπτίστηκε (αν και ήταν ήδη χριστιανός) από τον επίσκοπο της πόλης Αχόλιο, τον οποίο και επέλεξε για σύμβουλο στα θρησκευτικά ζητήματαΕνώ ο Ιοβιανός και ο Βάλης είχαν δείξει ανοχή προς τους πολυθεϊστές, ο Θεοδόσιος αποφάσισε να λήξει αυτήν την ανοχή. Ο Potter πιστεύει πως οι δύο εκκλησιαστικές προσωπικότητες που ευθύνονται για την απόφαση του Θεοδοσίου και του Γρατιανού να απαγορέψουν τον πολυθεϊσμό και τις χριστιανικές «αιρέσεις» ήταν οι ακραίοι νικαιακοί Αχόλιος Θεσσαλονίκης και Αμβρόσιος Μεδιολάνων.

Υπό την καθοδήγηση του Αχολίου, ο Θεοδόσιος μαζί με τους δύο δυτικούς αυτοκράτορες εξέδωσε το Έδικτο της Θεσσαλονίκης το 380, σύμφωνα με το οποίο, ο Νικαιακός Χριστιανισμός γινόταν η επίσημη θρησκεία της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Όσοι ακολουθούσαν τον Νικαιακό Χριστιανισμό από εδώ και πέρα θα λέγονται «Καθολικοί Χριστιανοί», ενώ οι υπόλοιποι που «λόγω βλακείας και τρέλας» ακολουθούσαν άλλες εκδοχές του Χριστιανισμού χαρακτηρίστηκαν επίσημα ως «αιρετικοί» και τιμωρητέοι και από τον Θεό και από το κράτος.

Acholios

Το 381 ο Θεοδόσιος υποδέχτηκε στην Κωνσταντινούπολη τον Γότθο «βασιλιά» (καλύτερα αρχιφύλαρχο) Αθανάριχο που είχε παραμείνει μέχρι τότε βορείως του Δούναβη και στα τέλη του 382 ολοκλήρωσε τις διαπραγματεύσεις ειρήνης με τους βαλκάνιους Γότθους οι οποίοι έλαβαν κατοικήσιμη γη ως αντάλλαγμα για την στρατιωτική θητεία ως foederati.

Στην Δύση, την άνοιξη του 383 ο κόμης της Βρετανίας Μάγνος Μάξιμος αποφάσισε να ξεσηκώσει την νήσο κατά του Γρατιανού και διέσχισε τη Μάγχη με τα στρατεύματά του, ώστε να ξεσηκώσει και τα στρατεύματα της Γαλλίας. Τα στρατεύματα του Γρατιανού εγκατέλειψαν τον νόμιμο αυτοκράτορα, τάχθηκαν με τον Μάξιμο και ο Γρατιανός συνελήφθηκε και εκτελέστηκε.

Ο σφετεριστής Μάξιμος ήταν φίλος του πατέρα του Θεοδοσίου και ο τελευταίος αναγνώρισε τον Μάξιμο ως Αύγουστο. Οι Άλπεις έγιναν τα σύνορα μεταξύ της δικαιοδοσίας του Μαξίμου και του Βαλεντινιανού Β΄ που διοικούσε την Ιταλία (και θεωρητικά Ιλλυρικό και Αφρική) από το Μιλάνο, όπου ζούσε με την μητέρα του Ιουστίνη.

Τρία χρόνια αργότερα (386), ο Μάξιμος αποφάσισε να εισβάλει στην βόρεια Ιταλία, για να πάρει και το υπόλοιπο της δυτικής αυτοκρατορίας. Τότε ο Βαλεντινιανός και η Ιουστίνη εγκατέλειψαν το Μιλάνο και, διασχίζοντας την Αδριατική, έφτασαν στην Θεσσαλονίκη. Εκεί η Ιουστίνη έπεισε τον Θεοδόσιο να κηρύξει πόλεμο στον Μάξιμο προσφέροντάς του ως σύζυγο την κόρη της Γάλλη.

Το 388 ο Θεοδόσιος έστειλε ένα στράτευμα που αντιμετώπισε τον στρατό του Μαξίμου στην μάχη του Σάβου (ή της Σισκίας και του Ποιτοβίου). Τα στρατεύματα του Θεοδοσίου, εκτός από τις Γοτθο-Αλανικές μονάδες που αναφέρθηκαν, περιείχαν και Ούννους μισθοφόρους. Ο Μάξιμος συνελήφθηκε και εκτελέστηκε στην Ακουιληία.

Ο Βαλεντινιανός Β΄ επέστρεψε Αύγουστος στο Μιλάνο (μετά από μια επίσκεψη στην Ρώμη), αλλά ο Θεοδόσιος άδραξε την ευκαιρία και άρχισε να κινεί την διαδικασία που εν τέλει έφερε το νότιο Ιλλυρικό στην Ανατολική του αυτοκρατορία και μετέφερε αρκετές δυτικές στρατιωτικές μονάδες στην Ανατολή. Ο Θεοδόσιος διόρισε ως στρατηλάτες της δύσης τους Φράγκους Βαύτωνα και Αρβογάστη. Όταν πέθανε ο πρώτος, ο δεύτερος εξελίχθηκε, όπως ήδη ανέφερα, στον kingmaker της Δύσης, φυλακίζοντας και σκοτώνοντας τον Βαλεντινιανό και ανεβάζοντας αργότερα στον θρόνο τον σφετεριστή Ευγένιο.

Επειδή ο Αρβογάστης και ο Ευγένιος ήταν πολυθεϊστές, χρησιμοποίησαν ως αφορμή για τον πόλεμο κατά του Θεοδοσίου την «αποκατάσταση της Πατρώας Θρησκείας». Είναι αστείο το ότι ένας βάρβαρος Φράγκος μιλούσε για «πατρώα ρωμαϊκή θρησκεία». Λέγεται ότι πριν την μάχη του Φριγίδου, ο Αρβογάστης είπε στον Αμβρόσιο του Μιλάνου πως αν απέκρουε νικηφόρα τον Θεοδόσιο θα του μετέτρεπε την νεόκτιστη Basilica Ambrosiana σε στάβλο.

Arbogast-stable

Πριν την δολοφονία του Βαλεντινιανού και στην μάχη του Φριγίδου, έχει ενδιαφέρον να περιγράψω την «κόντρα» Αμβροσίου και Ιουστίνης στο Μιλάνο, όπου ο αρχιεπίσκοπος έδειξε στην αυτοκράτειρα ότι η πόλη ήταν «δική του». Η Ιουστίνη ήταν αρειανή και ήθελε να μετατρέψει την εκκλησία του Αγίου Λαυρεντίου, που ήταν ο πλησιέστερος ναός στα ανάκτορα, σε αρειανή εκκλησία, για να γιορτάσει εκεί το Πάσχα. Όταν το έμαθε ο ακραίος νικαιανός Αμβρόσιος, μάζεψε όχλο πιστών και έκανε κατάληψη του ναού. Η Ιουστίνη έστειλε στρατεύματα για να βγάλουν τους καταληψίες από τον ναό, αλλά ο Αμβρόσιος κατάφερε να πείσει τους στρατιώτες ότι «ήταν διώκτες σαν τον Διοκλητιανό» και ότι ακολουθούσαν τις εντολές της «Ιεζάβελ». Τελικά, ο Βαλεντινιανός αναγκάστηκε να ανακαλέσει τα στρατεύματα και ο Άγιος Λαυρέντιος παρέμεινε νικαιανός ναός.

Την ίδια στιγμή, είχε ολοκληρωθεί η ανέγερση του καινούριου «μαγαζιού» του Αμβροσίου (αυτού που ο Αρβογάστης απείλησε να μετατρέψει σε στάβλο) και ο Αμβρόσιος ήθελε να το στολίσει με λείψανα αγίων, ώστε να αυξήσει την «ιερότητά» του. Τότε βρέθηκαν -βολικά- τα λείψανα κάποιων γιγαντιαίων ανθρώπων «του παλιού καιρού» και ο Αμβρόσιος κατάλαβε ότι πρόκειται για λείψανα αγίων, αλλά δεν ήξερε ποιων αγίων. Για να εξακριβώσει την ταυτότητα των αγίων λειψάνων, ο Αμβρόσιος εξόρκισε κάτι δαιμονισμένους και ζήτησε από τα εξερχόμενα δαιμόνια να αποκαλύψουν την ταυτότητα των αγίων. Τα δαιμόνια απάντησαν πως ήταν τα λείψανα των Αγίων Γερβασίου και Προτασίου. 🙂

Έχοντας ήδη δείξει μια φορά στα ανάκτορα «ποιος έκανε κουμάντο» στο Μιλάνο, με «την καταπληκτική αυτή θεατρική παράσταση» (κατά τον Potter) στολισμού του «μαγαζιού» του με λείψανα Αγίων, ο Αμβρόσιος τώρα είχε πια όλον τον πληθυσμό του Μιλάνου να «τρώει από τα χέρια του».

Ambrose-relics

Ο Αμβρόσιος κατάφερε να έχει και τον ίδιο τον Θεοδόσιο του χεριού του, εκμεταλλευόμενος την διάθεση του αυτοκράτορα για μετάνοια μετά την Σφαγή της Θεσσαλονίκης που διέταξε το 390. Μια ομάδα Γότθων λεηλατούσε την Μακεδονία και ο Θεοδόσιος διέταξε τον επίσης Γότθο Στρατηλάτη του Ιλλυρικού Βουθέριχο να τους αντιμετωπίσει. Ο Βουθέριχος εγκαταστάθηκε με τα – ως επί το πλείστον γοτθο-αλανικά– του στρατεύματα στην Θεσσαλονίκη και, εξαιτίας του αντιγοτθικού τους αισθήματος, οι Θεσσαλονικείς λιντσάρισαν τον Βουθέριχο. Εξοργισμένος ο Θεοδόσιος από την πράξη των Θεσσαλονικέων διέταξε την θανάτωση 7000 ατόμων και την λεηλασία της πόλης για 3 ώρες.

Αργότερα, ο Αμβρόσιος θα αρνηθεί να επιτρέψει στην είσοδο του Θεοδοσίου στο άδυτο της εκκλησίας λέγοντάς του «Έξελθε βασιλεύ! Η αλουργίδα/πορφυρίδα ποιεί βασιλείς και όχι ιερείς!»

Ambrose-Theodosius

Το τελευταίο γεγονός που θα περιγράψω πριν κλείσω την ανάρτηση είναι η μάχη του ποταμού Φριγίδου (Frigidus) το 394. Σε αυτήν την εμφύλια ρωμαϊκή μάχη, η πλειοψηφία των στρατιωτών που πολέμησαν ήταν γερμανοί και λοιποί βάρβαροι foederati. Ο κατά το ήμισυ Βάνδαλος Στιλίχων και ο Αλάριχος με τους Γότθους του πολέμησαν με την μεριά του Θεοδοσίου εναντίον του Φράγκου Αρβογάστη και του Ευγενίου. Νικήτρια της μάχης ήταν η Θεοδόσεια παράταξη, με τους γότθους του Θεοδοσίου να χάνουν τους μισούς τους άνδρες. Μετά την νίκη του, ο Θεοδόσιος έγινε ο τελευταίος Μονοκράτωρ όλης της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Το 395 χώρισε την αυτοκρατορία σε δύο μισά και όρισε ως διαδόχους του σε κάθε μισό τους γιους του Ονώριο και Αρκάδιο.

Το σύνορο των δύο μισών έγινε ο ποταμός Δρίνος που σήμερα χωρίζει την Σερβία από την Βοσνία και η νοητή γραμμή που περνάει από τα Στενά του Ότραντο.

THDS1

THDS4

THDS3

THDS2

10 Comments

Filed under Αρχαιότητα, Ιστορία

Το βιβλίο 13 της Αλεξιάδας: Η συνθήκη της Διαβόλεως #2

Έκλεισα την προηγούμνη ανάρτηση με τον Αλέξιο να φτάνει στην Διάβολιν και την Κομνηνή να μας εξηγεί την σοφή επιλογή του να αντιμετωπίσει τον Βοημούνδο «δόλῳ, οὔ τι κράτεΐ γε, στεινωπῷ ἐν ὁδῷ». Ο Αλέξιος κατέστρωσε ένα σχέδιο που θα κλόνιζε την εμπιστοσύνη του Βοημούνδου στους κόμητές του.

Ο αυτοκράτορας κάλεσε ορισμένους «Λατίνους» που υπηρετούσαν στον στρατό του (τον Ναπολιτάνο Μαρίνο Μαϊστρομίλιο και τους Φράγγους Ρογήρη (Roger) και Πέτρο Αλίφα, ο τελευταίος είναι ο γεννάρχης της οικογένειας Πετραλίφα) και ζήτησε πρώτα την συμβουλή τους για τον τρόπο κατανίκησης του Βοημούνδου και μετά ζήτησε να μάθει ποιοι ήταν οι Κόμητες που ο τελευταίος θεωρούσε ως τους πιο έμπιστους. Όταν του είπαν τα ονόματα, ο Αλέξιος είπε πως έπρεπε να βρουν κάποιο τρόπο, ώστε να τους κερδίσουν με το μέρος τους και να σπείρουν διχόνοια στο Κελτικό στράτευμα. Στη συνέχεια ζήτησε από τους τρεις άνδρες να του στείλουν ο καθένας τον πιο έμπιστο και εχέμυθο υπηρέτη του.

[13.4.4] Μεταπεμψάμενος οὖν τὸν ἐκ Νεαπόλεως Μαρῖνον τὸν σεβαστόν (τῶν Μαϊστρομιλίων οὗτος ὑπῆρχε τὸ γένος· κἂν μὴ πάνυ τὸν πρὸς αὐτὸν ὅρκον ἀνόθευτον τότε ἐτήρει, ἀπατηλοῖς ἐξα πατηθεὶς λόγοις καὶ ὑποσχέσεσιν, ἀλλ’ ὅσῳ γε τὰ πρὸς τὸν Βαϊμοῦντον ἀποκαλύψαι αὐτῷ τὸ ἀπόρρητον τεθάρρηκεν), ἅμα δὲ καὶ τὸν Ῥογέρην (τῶν ἐπιφανῶν δὲ οὗτος Φράγγων) καὶ τὸν Πέτρον Ἀλίφαν, ἄνδρα κατὰ πόλεμον περιβόητον καὶ τὴν ὡς πρὸς τὸν αὐτοκράτορα πίστιν ἀκράδαντον δι’ ὅλου τηρήσαντα. Τούτους μετακαλεσάμενος, βουλὴν ἐζήτει ὅπως τὰ κατὰ τὸν Βαϊμοῦντον εὖ διαθέμενος καταγωνιεῖται αὐτόν, ἀλλὰ καὶ περὶ τῶν εὐνουστέρων τῷ Βαϊμούντῳ καὶ ὁπόσους ἐκεῖνος ἰσοψύχους ἔχει διηρώτα. Καὶ περὶ τούτων μαθὼν ἐξ αὐτῶν, δεῖν ἔλεγεν ὑποποιήσασθαι τούτους διὰ παντοίας μηχανῆς· «Καὶ εἰ τοῦτο γένοιτο, δι’ ἐκείνων καὶ τὸ κοινὸν τοῦ κελτικοῦ στρατεύματος διαρραγήσεται εἰς διψυχίαν ἐμπεσόν.» Ἀνακοινοῦται τοῦτο τοῖς ἤδη ῥηθεῖσι, καὶ ἐξ ἑκάστου τούτων ἕνα αἰτεῖται τῶν εὐνουστέρων θεραπόντων καὶ ἐχεμυθεῖν ἐπισταμένων. Οἱ δὲ ἑτοίμως τοὺς κρείττονας τῶν ὑπηκόων αὐτῷ ἔφησαν δοῦναι.

Ο Αλέξιος στην συνέχεια έγραψε γράμματα που έδιναν την εντύπωση στον αναγνώστη ότι ήταν απαντήσεις σε προηγούμενα γράμματα που δέχτηκε από τους έμπιστους κόμητες του Βοημούνδου, συμπεριλαμβανομένου και του αδελφού του «Γίδου» (Guido).

[13.4.5] Καὶ ἐπειδὴ παρῆσαν οἱ ἄνθρωποι, δραματουργεῖ τι τοιοῦτον. Γράμματα συνθέμενος ὥσπερ ἀμοιβαῖα πρός τινας τῶν ἀμφὶ τὸν Βαϊμοῦντον οἰκειοτάτους, ὡς δῆθεν ἐκείνων γεγραφότων πρὸς τοῦτον καὶ οἰκειότητά τινα μνηστευομένων καὶ τὰ ἀπόρρητα τῆς τοῦ τυράννου γνώμης ἐξαγορευόντων, πέμπει πρὸς αὐτοὺς ὥσπερ εὐχαριστηρίους λόγους συντάξας καὶ ἀποδεξάμενος τάχα τὴν τῶν ἀνδρῶν εὔνοιαν. Ἦσαν δὲ οὗτοι ὅ τε Γίδος, ὁ τοῦ Βαϊμούντου αὐτάδελφος, καί τις τῶν ἐνδοξοτάτων ἀνδρῶν, Κοπρισίανος καλούμενος, καὶ πρὸς τούτοις ὁ Ῥικάρδος, καὶ τέταρτος ὁ Πριγκιπάτος, ἀνὴρ γενναῖος καὶ τὰ πρῶτα φέρων ἐν τῇ στρατιᾷ τοῦ Βαϊμούντου, καὶ ἕτεροι πλείους τούτων. Πρὸς οὓς τὰ ἐπίπλαστα γράμματα ἐξεπέμπετο. Ἐκεῖθεν μὲν γὰρ οὐδὲν ἐδέδεκτο τοιοῦτον ὁ βασιλεύς, οὔτε παρὰ Ῥικάρδου οὔτε παρ’ ἄλλου τινὸς τοιούτου, εὔνοιαν καὶ πίστιν ὑπαγορεῦον γραμμάτιον· αὐτὸς δὲ ἀφ’ ἑαυτοῦ τὰ τοιαῦτα τῶν γραμμάτων ἐπλάττετο.

Για να μην πολυλογώ, σκοπός του Αλεξίου ήταν να πιαστούν οι έμπιστοι υπηρέτες από τον Βοημούνδο με τα γράμματα (δήθεν αποκρίσεις) του Αλεξίου στα χέρια, ώστε να κλονιστεί η εμπιστοσύνη του Βοημούνδου γι΄αυτούς που θεωρούσε οικειότατους. Ο Αλέξιος είχε υπολογίσει ότι, λόγω της «βαρβαρικής φύσης» του, ο Βοημούνδος θα κακομεταχειριζόταν (κακώσας δὲ) αυτούς τους ένδοξους και γενναίους άνδρες και ότι αυτοί με τη σειρά τους, μην έχοντας άλλη επιλογή, θα  αυτομολούσαν στον στρατό του Αλεξίου (Ἀλεξίου … πρὸς αὐτὸν στασιάσαντες), χωρίς να είχαν εξαρχής αυτήν την επιλογή κατά νου (ὅπερ εἰς νοῦν οὐκ ἦλθεν αὐτοῖς). Ο Αλέξιος ως στρατηγός ήξερε ότι το αντίπαλο στράτευμα θα περέμενε ισχυρό όσο θα ήταν «ξυγκροτούμενον», αλλά όταν «στασιάζον δὲ καὶ εἰς πολλὰ μεριζόμενον» τότε «ἀδρανέστερον γίνεται καὶ οὕτω τοῖς πολεμοῦσιν εὐχείρωτον». Αυτός λοιπόν ο «υποβρύχιος δόλος» ήταν η αιτία συγγραφής αυτών των γραμμάτων.

[13.4.6] Εἶχε δὲ νοῦν τοιοῦτον τὸ δραματούργημα, ὡς εἴπερ εἰς ἀκοὰς εἰσέλθοι Βαϊμούντου ἡ τῶν ἀνδρῶν τοιούτων προδοσία καὶ ὡς ἐκεῖνοι ἐκεῖθεν ἀπο κοπέντες τῇ γνώμῃ τῷ μέρει τῷ βασιλικῷ προσεχώρησαν, αὐτὸς μὲν εὐθὺς ταραχθήσεται καὶ πρὸς τὴν βαρβαρικὴν φύσιν ἐπανελεύσεται, κακώσας δὲ τοὺς ἄνδρας ἀπορραγῆναι τούτου καταναγκάσειε, καί, ὅπερ εἰς νοῦν οὐκ ἦλθεν αὐτοῖς, ἐκ τῆς κατασκευῆς Ἀλεξίου ποιήσειαν πρὸς αὐτὸν στασιάσαντες. Ἤιδει γάρ, οἶμαι, ὁ στρατηγὸς ὡς τὸ ἀντίπαλον ἅπαν φῦλον ξυγκροτούμενον μὲν καὶ ἀλληλουχούμενον ἔρρωται, στασιάζον δὲ καὶ εἰς πολλὰ μεριζόμενον ἀδρανέστερον γίνεται καὶ οὕτω τοῖς πολεμοῦσιν εὐχείρωτον. Ὅπερ καὶ βαθέως ἐπραγματεύετο καὶ τὸν δόλον ὑποβρύχιον εἶχε τὰ γράμματα.

Αφού έδωσε τα γράμματα στους έμπιστους δούλους των τριών «Λατίνων» με τους οποίους είχε την συνδιάσκεψη, στην συνέχεια έστειλε έναν δικό του έμπιστο άνδρα να «πιαστεί» πρώτος από τον Βοημούνδο (δήθεν ως αυτόμολος Ρωμαίος) και να πληροφορήσει τον τελευταίο ότι ήταν καθοδόν κοντά στην Πέτρουλα αγγελιοφόροι του Αλεξίου με γράμματα προς τους «προδότες». Ο Βοημούνδος συνέλαβε τους αγγελιοφόρους, διάβασε τα γράμματα και «ἰλίγγου τε πλήρης γεγονώς, μικροῦ κατέπιπτε πιστὰ λογισάμενος εἶναι». Ζήτησε να τεθούν υπό στενή παρακολούθηση οι «κονόσταυλοι» και ο αδελφός του Γίδος και ο ίδιος έμεινε «ἀπρόιτος» (ακίνητος, πρόειμι = προχωρώ, όπως πρόσειμι = προσέρχομαι > ἀπρόσιτος) έξι ημέρες μέσα στην σκηνή του «γνωσιμαχώντας» (προσπαθώντας να καταλάβει αν η «προδοσία» τους ήταν αληθής ή ψευδής και πως να χειριστεί το θέμα). Τελικά, σύμφωνα με την Κομνηνή, ο Βοημούνδος κατάλαβε «τὸν κρυπτόμενον νοῦν τῶν γραμμάτων» (δηλαδή τον δόλοτου Αλεξίου), ανέκτησε το θάρρος του και την εμπιστοσύνη του προς τους «προδότες».

[13.4.7] Μεταχειρίζεται δὲ τὸ πρᾶγμα οὑτωσί πως ὁ Ἀλέξιος. Πέμπει μὲν γὰρ τὰ πεπλασμένα γράμματα πρὸς ἐκείνους παραγγείλας ἐπιδοῦναι ἑκάστῳ ἕκαστον. Εἶχε δὲ τὰ πεμπόμενα βιβλία ἐκεῖνα οὐ μόνον εὐχαριστίαν, ἀλλὰ καὶ δόσεις κατεπηγγέλλετο καὶ βασιλικὰς δωρεὰς καὶ ὑποσχέσεις ὑπερφυεῖς· ἐφεῖλκε δὲ τούτους καὶ εἰς τὸ μετέπειτα εἶναί τε εὔνους καὶ φαίνεσθαι, καὶ μηδὲν ἀποκρύπτειν τῶν ἀπορρήτων. Κατόπιν δὲ τῶν πιστοτάτων αὐτῷ ἄνθρωπον ἀποστέλλει ἀνεπιφωράτως τούτοις παρέπεσθαι, καὶ ἐπειδὰν πλησιάσαντας ἴδοι, παρελάσαντα προφθῆναι τούτων τὴν ἔφοδον καὶ καταλαβόντα τὸν Βαϊμοῦν τον τόν τε αὐτόμολον ὑποκριθῆναι καὶ εἰπεῖν, ὡς αὐτῷ προσχωρήσειε μισήσας τὴν μετὰ τοῦ βασιλέως διατριβήν, φιλίαν δὲ πρὸς τὸν τύραννον προσποιούμενον καὶ ὡς δή τινα εὔνοιαν, κατειπεῖν ἀριδήλως τῶν ἀνδρῶν ἐκείνων ἐφ’ οὓς τὰ γράμματα, ὡς ἄρα ὁ δεῖνα καὶ ὁ δεῖνα, ὀνομαστὶ τούτους καταριθμήσας, ἐξομοσάμενοι τὴν πρὸς ἐκεῖνον πίστιν, βασιλεῖ φίλοι καὶ εὖνοι γεγόνασι καὶ τὰ ἐκείνου φρονοῦσι, καὶ ὁρᾶν δεῖ μή τι κατ’ αὐτοῦ δεινὸν μελετή σειαν ἐξ ὑπογύου καὶ πάλαι προεσκεμμένον.

[13.4.8] Ἀλλὰ δεῖ καὶ τοῦτο πεπραγματεῦσθαι, ἵνα μή τι δεινὸν τοῖς γραμματοκομισταῖς τούτοις ὁ Βαϊμοῦντος ἐργάσηται. Ἐμέλησε γὰρ καὶ τοῦτο τῷ βασιλεῖ, ὅπως τοὺς μὲν καθέ τους τούτους ἄνδρας ἀβλαβεῖς διατηρήσειε, τὰ δὲ κατὰ τὸν Βαϊμοῦντον πράγματα συνταράξειε. Καὶ οὐκ εἶπε μὲν ταῦτα καὶ συμβεβούλευκεν, οὐ γέγονε δέ, ἀλλὰ προσελθὼν καὶ δι’ ὅρκου λαβὼν τὸ ἀφρόντιστον τῶν γραμματοκομιστῶν ὁ εἰρημένος ἀνὴρ ἀπαγγέλλει πάντα κατὰ τὰς ὑποθημοσύνας τοῦ αὐτοκράτορος. Ἐρωτηθεὶς δὲ ὅπη τούτους στοχάζεται ἐφθακέναι, τὴν Πέτρουλαν αὐτοὺς ἔλεγε διελθεῖν.

[13.4.9] Καὶ ἀποστείλας κατέσχε τοὺς γραμματοκομιστάς, καὶ τὰ γράμματα ἀναπτύξας, ἰλίγγου τε πλήρης γεγονώς, μικροῦ κατέπιπτε πιστὰ λογισάμενος εἶναι. Ἐκείνους μὲν οὖν παραφυλάττεσθαι ᾠκονόμησεν, αὐτὸς δὲ ἀπρόιτος ταῖς σκηναῖς ἐν ἓξ ἡμέραις ἦν, γνωσιμαχῶν τὸ τί ἂν χρὴ ποιῆσαι, πολλοὺς παρ’ ἑαυτῷ ἀνελίττων λογισμούς, εἰ χρὴ παραστῆναι τοὺς κονοσταύλους καὶ πρὸς τὸν ἀδελφὸν αὐτοῦ Γίδον ἐξειπεῖν τὴν κατ’ αὐτοῦ δοθεῖσαν πρόληψιν, καὶ εἰ μετὰ τὸν ἔλεγχον παραστῆναι χρὴ ἢ ἄτερ ἐλέγχου, πρὸς τούτοις δὲ καὶ τὸ τίνας ἀντ’ αὐτῶν κονοσταύλους ποιήσειε. Γενναίους δὲ ὄντας τοὺς τοιούτους κἀντεῦθεν πολλὴν τὴν βλάβην ἐσομένην παρασταλέντων ὑπονοῶν, κατὰ τὸ ἐγχωροῦν τὰ κατ’ αὐτοὺς οἰκονομήσας, οἶμαι δὲ καὶ τὸν κρυπτόμενον νοῦν τῶν γραμμάτων ὑποτοπάσας, μετεληλυθὼς εὐφυῶς τούτους καὶ θαρσήσας ἐπὶ ταὐτοῦ μεμενηκέναι τούτους ξυνεχώρησεν.

Μετά από το τέχνασμα με τα γράμματα, η Κομνηνή περιγράφει το αμυντικό σχέδιο του Αλεξίου. Υπήρχαν δύο ρωμαϊκά θέατρα επιχειρήσεων. Το ένα ήταν η υπεράσπιση της αμυντικής γραμμής που ένωνε την Πέτρουλα και την «Δεύρη» (Δίβρα/Debar) περνώντας ενδιάμεσα από «τις περὶ τού Αρβάνου κλεισούρες» και σκοπό είχε τον αποκλεισμό με ξυλοκλασίες των κλεισούρων και των ατραπών, ώστε να αποτρέψει στους Κελτούς την πρόσβαση στην Πελαγονία (απ΄όπου μπορούσαν και ν΄ανεφοδιαστούν, αλλά και να κινηθούν κατά των αφύλακτων βαλκανικών περιοχών της αυτοκρατορίας). Το άλλο θέατρο επιχειρήσεων ήταν στην σημερινή ΝΔ Αλβανία και το σχέδιο ήταν η ανάκτηση και φύλαξη των τριών λιμένων ανεφοδιασμού των Κελτών στον κόλπο της Αυλώνας (Αυλώνα, Κάνινα και «Ιεριχώ» = Ωρικός) και των γειτονικών τους κάστρων και η διακοπή της χερσαίας οδού ανεφοδιασμού Αυλώνος-Δυρραχίου.

[13.5.1] Ὁ δὲ αὐτοκράτωρ, ἐπεὶ προφθάσας ἀξιόμαχον δύναμιν ἐν πάσαις ταῖς κλεισούραις κατέθετο μετ’ ἐκκρίτων ἡγεμόνων, πᾶσάν γε ἀτραπὸν διὰ τῶν καλουμένων ξυλοκλασιῶν αὖθις τοῖς Κελτοῖς ἀπετάφρευσεν. Εἶχε μὲν γὰρ εὐθὺς ὁ Αὐλών, ἡ Ἱεριχὼ καὶ τὰ Κάνινα ἀνύστακτον φύλακα Μιχαὴλ τὸν Κεκαυμένον, ἡ δὲ Πέτρουλα Ἀλέξανδρον τὸν Καβάσιλαν μετὰ συμμίκτων πεζῶν στρατιωτῶν, ἄνδρα ἐκθυμότατον καὶ πολλοὺς τῶν κατὰ τὴν Ἀσίαν Τούρκων κατατροπωσάμενον· τὴν Δεύρην δὲ Λέων ὁ Νικερίτης μετὰ ἀποχρώσης ἐφρούρει δυνάμεως· τῷ δέ γε Εὐσταθίῳ τῷ Καμύτζῃ τὰς περὶ τὸ Ἄρβανον ἀνατεθείκει κλεισούρας.

  • Ο Μιχαήλ Κεκαυμένος στάλθηκε ανύστακτος φύλακας των κάστρων της Αυλώνας, των Κανίνων και της «Ιεριχώ».
  • Ο Αλέξανδρος Καβάσιλας στάλθηκε με σύμμικτους πεζούς στατιώτες να καταλάβει και να φρουρήσει το κάστρο της Πέτρουλας.
  • Ο Λέων Νικερίτης στάλθηκε επικεφαλής μιας δυνάμεως στην «Δεύρη» με σκοπό να φρουρήσει την κομβική αυτή θέση.
  • Ο Ευστάθιος Καμύτζης στάλθηκε να φυλάξει τις κλεισούρες γύρω από το Άρβανον.

Την στρατηγική σημασία της Πέτρουλας την εξήγησα στην προηγούμενη ανάρτηση, όταν εξήγησα γιατί φρόντισε να την καταλάβει αμέσως ο Βοημούνδος. Η Πέτρουλα ελέγχει τον δρόμο που ενώνει τα Τίρανα με το Ελμπασάν ή, με άλλα λόγια, ελέγχει την ροή της Εγνατίας από το Δυρράχιο προς το Ελμπασάν.

Η «Δεύρη» (Δίβρα) είναι ένα ακόμα πιο κομβικό σημείο που ελέγχει, από την μια, την ροή κατά μήκος της ανατολικής όχθης του Μέλανος Δρίνου και, από την άλλη, ελέγχει το στόμιο του φαραγγιού του ποταμού Radika από το οποίο περνάει ο δρόμος Δίβρας-Γκόστιβαρ που, ανατολικά της λίμνης του Μαυρόβου, διχάζεται σε μία νότια οδό που πηγαίνει προς το Κίτσεβο και από εκεί στην Πελαγονία, και σε μία βόρεια οδό που πηγαίνει προς το Τέτοβο και από εκεί στα Σκόπια. Όλο αυτό το οδικό σύστημα ελέγχεται ερμητικά στο στόμιο του φαραγγιού που φυλάει η Δίβρα.

Dibra

Για να καταλάβουμε ποιες είναι «οι περί το Άρβανον κλεισούρες» πρέπει φυσικά να καταλάβουμε τι εννοεί ως Άρβανον η Κομνηνή. Αυτό θα γίνει κατανοητό λίγο παρακάτω, όταν η Κομνηνή θα μας περιγράψει τον τρόπο με τον οποίο οι Κελτοί περικύκλωσαν τον Ευστάθιο Καμύτζη.

Η αντίδραση του Βοημούνδου ήταν να στείλει τον αδελφό του «Γίδο» (Guido), τον κόμη Σαρακηνό και τον Κοντοπαγάνο κατά του Καβάσιλα που είδαμε ότι είχε καταλάβει την Πέτρουλα. Προφανώς η επίθεση κατά της Πέτρουλας απέτυχε, γιατί η Κομνηνή μετά γράφει πως το Κελτικό στράτευμα του «Γίδου» επιτέθηκε στον Καμύτζη. Υπήρχαν ορισμένοι εγχώριοι «έποικοι» (οι βυζαντινοί συγγραφείς χρησιμοποιούν αυτόν τον όρο με την σημασία «κάτοικοι») των πολιχνίων γύρω από το Άρβανον που είχαν πάρει το μέρος των Κελτών. Αυτοί οι «Δευριώτες» οδηγοί (όπως τους ονομάζει παρακάτω) έδειξαν στον «Γίδο» τις λανθάνουσες ατραπούς (μυστικά περάσματα) και τον δρόμο για την «Δεύρη». Έτσι ο «Γίδος» χώρισε τον στρατό του σε δύο μέρη: το ένα μέρος επιτέθηκε στον Καμύτζη «κατὰ πρόσωπον», ενώ το άλλο, υπό την ηγεσία του Σαρακηνού και του Κοντοπαγάνου, επιτέθηκε στον Καμύτζη «ἐξ ὀπισθίων» παρακάμπτωντας τις κλεισούρες του Αρβάνου καθοδηγούμενο από τους Δευριώτες οδηγούς.

[13.5.2α] Ὁ δέ γε Βαϊμοῦντος ἐκ πρώτης, ὅ φασιν, ἀφετηρίας κατὰ τοῦ Καβασίλα τὸν ἀδελφὸν αὐτοῦ Γίδον καὶ κόμητά τινα Σαρακηνὸν καλούμενον καὶ τὸν Κοντοπαγάνον ἐξέπεμψεν. Ἐπεὶ δέ τινα τῶν ὁμορούντων τῷ Ἀρβάνῳ πολίχνια προέφθασαν τῷ Βαϊμούντῳ προσχωρῆσαι, οἱ τούτων ἔποικοι, τὰς τοῦ Ἀρβάνου ἀτραποὺς ἀκριβῶς ἐπιστάμενοι, προσελθόντες πᾶσαν, ὡς εἶχε, τῆς Δεύρης τὴν θέσιν ἐξηγήσαντο καὶ τὰς λανθανούσας ἀτραποὺς ὑπέδειξαν. Τηνι καῦτα ὁ Γίδος διχῆ διελὼν τὸ στράτευμα αὐτὸς μὲν τὴν κατὰ πρόσωπον μετὰ τοῦ Καμύτζη μάχην ἀνεδέξατο, τὸν δέ γε Κοντοπαγάνον καὶ τὸν Σαρακηνὸν καλούμενον κόμητα παρὰ τῶν Δευριωτῶν ὁδηγουμένους ἐξ ὀπισθίων τῷ Καμύτζῃ ἐπεισπεσεῖν ἐπέταξε.

Πλέον έχουμε όλες τις απαραίτητες πληροφορίες, για να προσδιορίσουμε το Άρβανον και τις «περί το Άρβανον κλεισούρες» που φυλούσε ο Ευστάθιος Καμύτζης. Ο Κελτικός στρατός πρώτα επιτέθηκε στον Καβάσιλα που φρουρούσε την Πέτρουλα, προφανώς ερχόμενος από τα Τίρανα. Μόλις απέτυχε να εκπορθήσει την Πέτρουλα, ο Κελτικός στρατός κινήθηκε ανατολικά πάνω από τον άνω «Χαρζάνη» και βρέθηκε στα μέρη που φυλούσε ο Καμύτζης. Ο «Γίδος» (Guido) με ένα μέρος του στρατεύματος επιτέθηκε στον Καμύτζη «κατὰ πρόσωπον», ενώ το άλλο μέρος καθοδηγούμενο από τους «Δευριώτες» οδηγούς που κατοικούσαν στα πολίχνια γύρω από το Άρβανον (τῶν ὁμορούντων τῷ Ἀρβάνω πολίχνια … οἱ τούτων ἔποικοι) παρέκαμψαν το Άρβανον απο τον δρόμο που πήγαινε προς την Δεύρη (τῆς Δεύρης τὴν θέσιν ἐξηγήσαντο) και επιτέθηκαν στον Καμύτζη «ἐξ ὀπισθίων». Το σώμα που επιτέθηκε «ἐξ οπισθίων» από την μεριά της Δεύρης, σίγουρα χρησιμοποίησε τον δρόμο Τιράνων-Bulqizë-Δίβρας που περνάει από τo στενό της «Άσπρης Πέτρας» (Guri i Bardhë) που ενώνει τα Τίρανα με την άνω κοιλάδα του Μάτη. Μεταξύ της πόλης Bulqizë και της όχθης του Μαύρου Δρίνου (πίσω από τον οποίο βρίσκεται η Δίβρα) ξεκινάει ένας δρόμος που βγάζει νότια στο Librazhd, δηλαδή στην Εγνατία οδό.

Guido

Η Κομνηνή λοιπόν, ως «Ἄρβανον» εδώ εννοεί τον ορεινό όγκο που βρίσκεται εντός του τριγώνου που ορίζουν η Πέτρουλα, η Bulqizë και η Στρούγκα.

Έναν αιώνα μετά την συγγραφή της Αλεξιάδας, ο Γεώργιος Ακροπολίτης έκανε την ίδια διαδρομή με το κελτικό μέρος που επιτέθηκε στον Καμύτζη «ἐξ όπισθίων». Για να πάει από το Δυρράχιο στην Δίβρα, ο Ακροπολίτης πέρασε από την Χουναβία (περιοχή μεταξύ του Δυρραχίου, των Τιράνων και των Κροών/Kruja), το στενό της «Κακής Πέτρας» (αναμφίβολα η «Άσπρη Πέτρα»/Guri i Bardhë) και την κοιλάδα του Μάτη. Η μόνη διαφορά είναι πως στα χρόνια του Ακροπολίτη, ο όρος «Ἄλβανον» (= Ἄρβανον) είχε ευρύτερη σημασία, γιατί μιλάει για «τὸ ἐν τῷ Ἀλβάνῳ φρούριον τὰς Κρόας», δηλαδή θεωρεί την Kruja μέρος του Αλβάνου/Αρβάνου. Από την Δίβρα, ο Ακροπολίτης έφτασε στον Πρίλαπο της Πελαγονίας μέσω Κίτσεβο («Κύτζαβις»), από την οδό που εξήγησα παραπάνω.

Η Ruth Macrides έχει συγγράψει μία πολύ ωραία αγγλική έκδοση της ιστορίας του Ακροπολίτη, την οποία προίκισε με αναλυτικότατες σημειώσεις. Ο Ακροπολίτης (κεφ. 67) περιγράφει την διαδρομή Δυρράχιο-Δίβρα ως εξής:

Ἐξορμήσας γοῦν τοῦ Δυρραχίου καὶ διελθὼν τὰ τῆς Χουναβίας καὶ τὸ ὄρος ὑπερβὰς ὃ δὴ Κακὴν Πέτραν κατονομάζουσιν, εἰς τὰ περὶ τὴν Μάτην ἀπῄειν κἀντεῦθεν περὶ τὴν Δέβρην ἀφῖγμαι. πᾶσι δὲ τοῖς καθὁδὸν ξυντυχών, τοῖς ἀμφὶ τὰ ἄστη καὶ τοῖς ἀμφὶ τὰ τοπικὰ στρατόπεδα καὶ τοῖς τὰ δημόσια διενεργουμένοις πράγματα, διὰ τῆς Κυτζάβεως παριὼν ἐπὶ τὸν Πρίλαπον ἐγενόμην.

Η Macrides (ή ελληνιστί Μακρίδου) έχει τις εξής σημειώσεις στο κεφάλαιο #67 του Ακροπολίτη (το παραπάνω κείμενο):

Ruth1

Ruth2

Έβαλα ένα ερωτηματικό στην σημείωση #7 της Macrides όπου παραθέτει την άποψη του Ζακυθηνού που πίστευε ότι η κλεισούρα «Πέτρα» της Κομνηνής (θα την δούμε παρακάτω) και η «Κακή Πέτρα» του Ακροπολίτη είναι το ίδιο μέρος. Θα εξηγήσω παρακάτω πως αυτή η προτεινόμενη ταύτιση σίγουρα δεν ευσταθεί.

Ας γυρίσουμε λοιπόν στην διήγηση της Κομνηνής. Τα δύο μέρη του Κελτικού στρατεύματος κατάφεραν να περικυκλώσουν («κατὰ πρόσωπον» και «ἐξ όπισθίων») τον Ευστάθιο Καμύτζη. Κατά συνέπεια, η θέση του τελευταίου έγινε πολύ δύσκολη και έχασε πολλούς Ρωμαίους, ανάμεσα στους οποίους ήταν ο Καράς και ο ξακουστός Τούρκος Σκαλιάριος που είχε αυτομολήσει στον Αλέξιο και είχε βαπτιστεί Χριστιανός. Ο Καμίτζης και οι επιβιώσαντες στρατιώτες του αναγκάστηκαν να τραπούν σε υποχώρηση.

[13.5.2β] Τούτου γοῦν συνδόξαντος ἀμφοῖν, ἐπεὶ ὁ μὲν Γίδος κατὰ πρόσωπον ἐμάχετο, οἱ δέ γε λοιποὶ κόμητες, τῇ παρεμβολῇ τοῦ Καμύτζη ἐπεισπεσόντες ἀπὸ τῶν μεταφρένων, δεινὸν τὸν φόνον κατ’ αὐτοῦ ἀπειργάσαντο, ὡς οὐκ ἐνῆν αὐτῷ πρὸς πάντας μάχεσθαι, τραπέντας τοὺς ὑφ’ ἑαυτὸν θεασάμενος συνείπετο τούτοις καὶ αὐτός. Καὶ πίπτουσι μὲν τηνικαῦτα τῶν Ῥωμαίων πολλοί, καὶ αὐτὸς ὁ Καρᾶς νηπιόθεν τοῖς γνησίοις παρὰ τοῦ αὐτοκράτορος προσληφθεὶς καὶ καταλεγείς, καὶ ὁ Σκαλιάριος Τοῦρκος τῶν ὀνομαστῶν πάλαι κατὰ τὴν ἕω ἡγεμόνων γεγονώς, αὐτομολήσας τῷ βασιλεῖ καὶ τοῦ ἁγίου βαπτίσματος τετυχηκώς.

Στην συνέχεια η Κομνηνή πάει την διήγηση στο άλλο θέατρο επιχειρήσεων αλλά, όπως θα δούμε παρακάτω, η υποχώρηση του Καμύτζη έθεσε αυτομάτως σε δύσκολη θέση και τον Καβάσιλα στην Πέτρουλα, γιατί τώρα οι Κελτοί μπορούσαν να τον πολιορκήσουν και από τις δύο μεριές (και «κατὰ πρόσωπον» από τα Τίρανα και «ἐξ οπισθίων» ερχόμενοι από το Ελμπασάν). Όπως είπα όμως, εδώ η Κομνηνή μας πάει στον Αλυάτη που φρουρούσε την «Γλαβινίτζα» (Ballsh) και, για κάποιο άγνωστο λόγο («Θεὸς ἂν εἰδείη» ~ «ένας Θεός ξέρει»), αποφάσισε να προωθηθεί στην ελώδη πεδιάδα, όπου του επιτέθηκαν κατάφρακτοι Κελτοί, ξανά χωρισμένοι σε δύο μέρη (διχῆ διαιρεθέντες), ένα που επιτέθηκε «κατὰ πρόσωπον» και ένα «ἐξ όπισθίων».Τελικά ο Αλυάτης, αγνοώντας την έφοδο των «ἐξ οπισθίων», σκοτώθηκε από τους τελευταίους και, μαζί μ΄αυτόν, πέθαναν και ουκ ολίγοι από τους στρατιώτες του.

[13.5.3] Ἀλλὰ ταῦτα μὲν τὰ κατὰ τὸν Καμύτζην· ὁ δέ γε Ἀλυάτης μετὰ καὶ ἑτέρων λογάδων τὴν Γλαβινίτζαν φυλάττων πρὸς τὴν πεδιάδα κατῆλθεν· εἴτε πρὸς πόλεμον εἴτε καὶ κατασκοπήσων τινὰ τόπου θέσιν, Θεὸς ἂν εἰδείη. Τυχαίως δ’ οὖν συναντῶσι τούτῳ παρα χρῆμα κατάφρακτοι Κελτοί, ἄνδρες γενναῖοι καὶ τηνικαῦτα διχῆ διαιρεθέντες οἱ μέν (πεντήκοντα δὲ τὸν ἀριθμὸν ἦσαν) κατὰ πρόσωπον αὐτοῦ σφοδρᾷ τῇ ῥύμῃ ἵενται ὅλους χαλάσαντες χαλινούς, οἱ δέ γε λοιποὶ ἐξ ὀπισθίων ἀψοφητὶ τούτῳ παρείποντο· ἦν γὰρ ἑλώδης ὁ τόπος. Ὁ δὲ Ἀλυάτης, τῆς τῶν ὄπισθεν μὴ αἰσθόμενος ἐλεύσεως, ἀλλὰ κατὰ τῶν ἔμπροσθεν ὅλῃ γνώμῃ ἀγωνιζόμενος καὶ χειρί, λέληθεν ἑαυτὸν εἰς κίνδυνον συνελάσας. Ἐπεισπεσόντες γὰρ τούτῳ οἱ ἐξ ὀπισθίων ἐρχόμενοι καρτερῶς κατ’ αὐτοῦ ἐμάχοντο. Συναντήσας δὲ τούτῳ κόμης τις Κοντοπαγάνος καλούμενος βάλλει τοῦτον διὰ τοῦ δόρατος· καὶ παραχρῆμα ἄπνους κατὰ γῆς ἔκειτο. Πίπτουσι δὲ καὶ τῶν σὺν αὐτῷ οὐκ ὀλίγοι.

Όταν ο Αλέξιος έμαθε τα νέα κάλεσε τον «περὶ τὰς στρατιωτικὰς ἐγχειρήσεις ἱκανώτατον» Καντακουζηνό, που τον είχε φέρει από την Λαοδίκεια. Ο Καντακουζηνός ανέλαβε επικεφαλής αξιόμαχου στρατού, επειδή η σύρραξη με τον Βοημούνδο δεν μπορούσε άλλο να αναβληθεί. Ο Αλέξιος συνόδεψε τον Καντακουζηνό από την Διάβολιν μέχρι «τὴν κλεισούραν τὴν ἐγχωρίως οὕτω καλουμένην Πέτραν», ενθαρρύνοντας και συμβουλεύοντας και «πρὸς μάχην ὀτρύνοντας» τον τελευταίο. Στην Πέτρα ο Αλέξιος διέταξε τον Καντακουζηνό να πάει στην «Γλαβινίτζα» και ο ίδιος επέστρεψε στην Διάβολιν. Ο Καντακουζηνός καθοδόν για την Γλαβινίτσα, βρέθηκε στο φρούριο «Μύλος» (που στην προηγούμενη ανάρτηση έδειξα ότι το είχε καταλάβει ο Βοημούνδος) και έδωσε αμέσως διαταγή για πολιορκία, την οποία ξεκίνησαν αμέσως οι Ρωμαίοι, που κατάφεραν γρήγορα ν΄ανεβούν στις επάλξεις των τειχών του φρουρίου.

[13.5.4] Ταῦτα μεμαθηκὼς ὁ αὐτοκράτωρ τὸν Καντακουζηνὸν μετεπέμψατο, ἄνδρα τοῦτον γινώσκων περὶ τὰς στρατιωτικὰς ἐγχειρήσεις ἱκανώτατον. Ἔφθασε γάρ, ὡς ἔφην, καταλαβεῖν τὸν αὐτοκράτορα εἰς τόπον μετακληθεὶς ἀπὸ Λαοδικείας. Ἐπεὶ δ’ ἀναβολὴν τὰ κατὰ τὸν Βαϊμοῦντον οὐκ εἶχεν, ἀξιόμαχον στρατὸν μετ’ αὐτοῦ συνεκπέμπει καὶ τῆς παρεμβολῆς ἔξεισι προεκπέμπων οἷον καὶ πρὸς μάχας ὀτρύνων αὐτόν. Ἐφθακὼς δὲ τὴν κλεισούραν τὴν ἐγχωρίως οὕτω καλουμένην Πέτραν καὶ αὐτοῦ που ἐγκαρτερήσας, πολλοῖς τε λογισμοῖς καὶ στρατηγικοῖς ἐπιχειρήμασιν ἐφοδιάσας αὐτὸν καὶ τὰ λῴονα ὑποθέμενος πρὸς Γλαβινίτζαν χρησταῖς ἐλπίσι θαρσύνας ἐκπέμπει, ἐκεῖνος δὲ πρὸς Διάβολιν ἐπανέστρεψεν. Ὁ δὲ Καντακουζηνὸς προσπελάσας ἐν τῷ ἀπέρχεσθαι πολιχνίῳ τινί, τῷ τοῦ Μύλου καλουμένῳ, παραχρῆμα παντοίας κατασκευάσας ἑλεπόλεις ἐπολιόρκει τὸ πολίχνιον. Καὶ οἱ Ῥωμαῖοι ἀναισχύντως τοῖς τείχεσι προσεπέλαζον καὶ οἱ μὲν πῦρ ἐνιέντες τὰς πύλας ἐνεπίμπρων, οἱ δὲ καὶ διὰ τοῦ τείχους εἰς τὰς ἐπάλξεις θᾶττον ἀνῄεσαν.

Εδώ βλέπουμε «τὴν κλεισούραν τὴν ἐγχωρίως οὕτω καλουμένην Πέτραν» που, όπως είπα παραπάνω στις σημειώσεις της Ruth Macrides, ο Ζακυθηνός ταύτισε με την «Κακή Πέτρα» του Ακροπολίτη (που είδαμε πως ένωνε την Χουναβία με την κοιλάδα του Μάτη). Η Πέτρα του Καντακουζηνού βρίσκεται μεταξύ Διαβόλεως (κοιλάδας της Κορυτσάς) και του φρουρίου του Μύλου που η Κομνηνή έχει περιγράψει ως «καὶ τὸ λεγόμενον Μύλου πόλισμα ὑπερκείμενον ποταμοῦ Διαβόλεως» (βόρεια από τον ποταμό Διάβολιν/Devol). Είναι ξεκάθαρο ότι η ταύτιση του Ζακυθηνού δεν είναι δυνατόν να ισχύει. Η «κλεισούρα Πέτρα», μέχρι την οποία ο Αλέξιος συνόδεψε τον Καντακουζηνό (ξεκινώντας από το φρούριο της Διαβόλεως στον κάμπο της Κορυτσάς, όπου εν τέλει επέστρεψε ο Αλέξιος), βρισκόταν κάπου κατά μήκος του ποταμού Διαβόλεως και δεν έχει καμία σχέση με το ορεινό στενό της «Κακής Πέτρας» (Guri i Bardhë) που ενώνει την Χουναβία με την κοιλάδα του Μάτη, από το οποίο πέρασε ο Ακροπολίτης για να πάει στην Δίβρα.

Petra

Καθώς οι Ρωμαίοι του Καντακουζηνού πολιορκούσαν τον Μύλο και ήταν έτοιμοι να τον πάρουν, ένα στράτευμα Κελτών που είχε στρατοπεδεύσει στην πέρα μεριά του ποταμού «Βούση» (Βοβούσα = Αώος, αλλά μπορεί η Κομνηνή να εννοεί κάποιον άλλον ποταμό βορειότερα, γιατί συχνά μπερδεύει το ονόματα των ποταμών) έτρεξε προς αρωγή των πολιορκημένων. Μόλις τους είδαν οι σκοποί του Καντακουζηνού, «βάρβαροι δὲ ἦσαν, ὡς ὁ λόγος φθάσας ἐδήλωσεν» (που ήταν βάρβαροι, όπως έχω ήδη εξηγήσει), αντί να πουν διακριτικά στον Καντακουζηνό για την έλευση των Κελτών, άρχισαν να τρέχουν «ἀσυντάκτως» και να φωνάζουν το γεγονός, με αποτέλεσμα να σπείρουν τον πανικό στα ρωμαϊκά στρατεύματα. Πανικοβλημένοι οι Ρωμαίοι στρατιώτες, εγκατέλειψαν την πολιορκία του Μύλου εκεί που σχεδόν τον είχαν εκπορθήσει (κἂν ἐν χερσὶ τοῦτο κατέχοντες ἦσαν ἤδη) και ο καθένας έτρεξε προς το άλογό του, για να φύγει.

[13.5.5] Αἰσθόμενοι δ’ οἱ πέραθεν τοῦ ποταμοῦ, τοῦ οὑτωσὶ καλουμένου Βούση, αὐλιζόμενοι Κελτοὶ ὡς πρὸς τὸ τοῦ Μύλου καστέλλιον ἔθεον. Οὓς θεασάμενοι οἱ τοῦ Καντακουζηνοῦ σκοποί (βάρβαροι δὲ ἦσαν, ὡς ὁ λόγος φθάσας ἐδήλωσεν) ἐπανατρέχουσιν ἀσυντάκτως πρὸς αὐτὸν καὶ οὐ μυστηριωδῶς περὶ τῶν φανέντων κατήγγελλον, ἀλλὰ πόρρω που φωνοῦντες τὴν τούτων ἔφοδον ἔλεγον. Ἀκούσαντες δὲ οἱ στρατιῶται τὴν τῶν Κελτῶν ἔφοδον, κἂν τῶν τειχῶν ὑπερέβησαν, κἂν τὰς πύλας ἐνέπρησαν, κἂν ἐν χερσὶ τοῦτο κατέχοντες ἦσαν ἤδη, ἀλλ’ ἐκδειματωθέντες ἕκαστος πρὸς τὸν ἴδιον ἀπέτρεχεν ἵππον· ἔμφοβοι δὲ ὄντες καὶ συγχυθέντες τὸν νοῦν θάτερος θατέρου ἵππου ἐπέβαινε.

Εδώ λοιπόν η Κομνηνή χαρακτηρίζει ως «βάρβαρους» τους σκοπούς του Ρωμαϊκού στρατεύματος και μάλιστα γράφει «ήταν βάρβαροι, όπως έχω ήδη εξηγήσει», ενώ δεν έχει προαναφερθεί ποτέ σε αυτούς τους βάρβαρους σκοπούς. Βέβαια παρακάτω, όταν περιγράφει το στράτευμα του Καντακουζηνού αυτό περιέχει «Σκύθες» ιπποτοξότες, Τούρκους και Αλανούς (οι τελευταίοι έχουν αρχηγό τον Αλανό εξουσιοκράτορα Ρωσμίκη).

Ο Καντακουζηνός προσπάθησε να επαναφέρει σε τάξη το πανικοβλημένο στράτευμά του, αλλά δεν άκουγε κανένας. Τότε τους είπε πως αν είναι να υποχωρήσουν πρέπει πρώτα να κάψουν τον πολιορκητικό εξοπλισμό (ἑλεπόλεις) τους, ώστε να μην πέσει στα χέρια των Κελτών. Το στράτευμα συμφώνησε και μαζί με τον πολιορκητικό εξοπλισμο έκαψε και τις βάρκες («πλοία») στον ποταμό «Βούση», ώστε να δυσκολέψει την διαπεραίωση των Κελτών. Στην συνέχεια, ο Καντακουζηνός απέσυρε το στράτευμά του σε μια κοντινή πεδιάδα που στα «δεξιά» είχε τον ποταμό «Χαρζάνη» και στα αριστερά ένα έλος. Οι Κελτοί έφτασαν στον ποταμό (Βούση) είδαν τις βάρκες τους καμένες και γύρισαν πίσω απογοητευμένοι.

[13.5.6] Πολλὰ γοῦν ὁ Καντακουζηνὸς ἀγωνισάμενος καὶ πολλὰς ἱππασίας κατὰ τῶν ἐκδειματωθέντων ποιήσας· «Ἀνέρες ἔστε, φωνῶν κατὰ τὸν ποιητήν, μνήσθητε θούριδος ἀλκῆς», ὡς οὐκ ἔπειθεν, εὐφυῶς τούτους τῆς πτοίας ἀνήνεγκε φάμε νος ὡς· «Οὐ χρὴ τὰς ἑλεπόλεις καταλιπεῖν τοῖς ἐχθροῖς καθ’ ἡμῶν ὄργανα, ἀλλὰ πῦρ εἰς αὐτὰς ἐμβαλεῖν κᾆθ’ οὕτως εὐσυντάκτως ὑποχωρεῖν». Παραχρῆμα γοῦν μάλα προθύμως ἐπλήρουν οἱ στρατιῶται τὸ προσταττόμενον, καὶ οὐ τὰς ἑλεπόλεις μόνον, ἀλλὰ καὶ τὰ κατὰ τὸν ποταμὸν Βούσην ἱστάμενα πλοῖα ἐνέπρησαν, ὡς μὴ ῥᾳδίως οἱ Κελτοὶ διαπερᾶν ἔνθεν ἔχοιεν. Αὐτὸς δὲ ἀναποδίσας μικρὸν καὶ πεδιάδι τινὶ ἐντυχών, δεξιόθεν μὲν τὸν καλούμενον Χαρζάνην ποταμὸν ἐχούσῃ, ἐξ εὐωνύμου δὲ ἑλώδη τινὰ τόπον καὶ βαλτώδη, καὶ συγχρησάμενος τούτοις ὡς ὀχυρώμασιν αὐτοῦ που τὸν χάρακα ἐπήξατο. Οἱ δὲ ῥηθέντες Κελτοὶ παρὰ τῷ χείλει τοῦ ποταμοῦ γενόμενοι, τῶν πλοίων ἤδη προεμπρησθέντων, ἀστοχήσαντες τῶν ἐλπίδων κεχηνότες ὑπέστρεφον.

Στο παραπάνω χωρίο, η Κομνηνή μας έδωσε μια σημαντική πληροφορία για την τοποθεσία του Μύλου αλλά, δυστυχώς, η πληροφορία της είναι αναξιόπιστη και προϊόν συγχύσεως. Σύμφωνα με τα λεγάμενά της, το καστέλλιον/πόλισμα Μύλος ήταν αρκετά κοντά στον «Βούση» (Αώο), γιατί οι στρατιώτες έκαψαν τα «πλοία» των Κελτών στον «Βούση» την ίδια στιγμή που έκαψαν και τις «ἑλεπόλεις» με τις οποίες πολιορκούσαν τον Μύλο. Αλλά παρακάτω η Κομνηνή γράφει πως ο Καντακουζηνός «ἀναποδίσας μικρὸν» (υποχωρώντας για μικρή απόσταση) έφτασε σε μια πεδιάδα που είχε στα «δεξιά» της («δεξιόθεν» = από τα ανατολικά) τον ποταμό «Χαρζάνη» (Erzen) και «ἐξ εὐωνύμου» («από τα αριστερά» = από τα δυτικά) έναν ελώδη και βαλτώδη τόπο.

 Εδώ η Κομνηνή έχει σίγουρα μπερδέψει τον ποταμό «Χαρζάνη» με κάποιον άλλο (τον Σέμαν ή τον Σκαμπίνο/Shkumbin νοτιότερα) και είναι πολύ πιθανόν να έχει μπερδέψει και τον «Βούση», όπου είχαν τα «πλοία» οι Κελτοί. Το μόνο σίγουρο είναι ότι η μετακίνηση από τον Αώο/«Βούση» στον «Χαρζάνη» δεν είναι «μικρός ἀναποδισμός», γιατί η απόσταση των δύο ποταμών είναι αρκετά μεγάλη (δείτε τον τελευταίο χάρτη που έχω παραθέσει) και γιατί η κίνηση προς τον Χαρζάνη είναι κίνηση κατά του Βοημούνδου (που βρισκόταν ανατολικά του Δυρραχίου) και όχι «ἀναποδισμός».

Επομένως, η σύγχυση της Κομνηνής μας εμποδίζει να εντοπίσουμε γεωγραφικά το πόλισμα Μύλος. από την μια μας λέει ότι «καὶ τὸ λεγόμενον Μύλου πόλισμα ὑπερκείμενον ποταμοῦ Διαβόλεως» (ότι ο Μύλος βρισκόταν βορειότερα από τον Διαβολιν) και από την άλλη μας λέει ότι ήταν αρκετά κοντά στον «Βούση» (= Αώο), ώστε να είναι δυνατό το ταυτόχρονο κάψιμο των ελεπόλεων και των Κελτικών «πλοίων» σ΄αυτόν. Σαν να μην έφτανε το παραπάνω μπέρδευμα, η Κομνηνή μετά γράφει πως με έναν «μικρόν αναποδισμόν», ο Καντακουζηνός έφτασε στον ποταμό Χαρζάνη.

Το συμπέρασμα είναι πως σε αυτό το χωρίο η Κομνηνή έχει μπερδέψει τα μπούτια της. 🙂

Η πιθανότερη τελική θέση του Καντακουζηνού είναι κάπου στην πεδιάδα της Μουζακιάς, γύρω από τον ποταμό Σέμαν.

Όταν οι απογοητευμένοι Κελτοί επέστρεψαν στον αδελφό του Βοημούνδου «Γίδο» (Guido) και του είπαν τι συνέβη, τότε εκείνος διάλεξε θαρραλέους άνδρες και κινήθηκε προς την «Ιεριχώ» (Ωρικός) και τα Κάνινα. Στο μέσον της διαδρομής βρήκε τον Μιχαήλ Κεκαυμένο να φυλάει τα στενά που έπρεπε να περάσουν. Οι Κελτοί κατάφεραν να αναγκάσουν τις δυνάμεις του Κεκαυμένου σε υποχώρηση αλλά, περιέργως, αντί να συνεχίσουν για Αυλώνα, ενθαρρυμένοι από την νίκη τους, αποφάσισαν να επανατρέξουν κατά του Καντακουζηνού. Για να εξηγήσει η Κομνηνή την νίκη των Κελτών στα τέμπη που φυλούσε ο Κεκαυμένος μας αμολάει το απόφθεγμα «ο Κελτός άνδρας είναι ακάθεκτος στις στενωπούς, αλλά ἐν πεδιάσι λίαν εὐάλωτος». Φυσικά αυτό το απόφθεγμα δεν έχει καμία βάση, γιατί στην πεδιάδα το Κελτικό ιππικό μπορεί να επιχειρήσει την «ανύποιστη» (= ανεπίσχετη) πρώτη του έφοδο. Απλώς η Κομνηνή έπρεπε να βρει μια δικαιολογία για τον Κεκαυμένο.

[13.5.7] Ὁ δὲ τοῦ Βαϊμούντου ἀδελφὸς Γίδος, τὰ ξυμβάντα πυθόμενος παρ’ αὐτῶν, ἄλλην ἐτράπετο καὶ στρατιώτας γενναίους τῶν ὑπ’ αὐτὸν διελόμενος πρὸς Ἱεριχὼ καὶ τὰ Κάνινα ἐξέπεμψε. Καταλαβόντες οὖν τὰ ὑπὸ τοῦ Κεκαυμένου Μιχαὴλ τηρούμενα τέμπη (ἐκεῖνον γὰρ φύλακα τούτων ἐπέστησεν ὁ αὐτοκράτωρ) καὶ συμμάχῳ τῷ τόπῳ χρησάμενοι καὶ θαρρήσαντες τρέπουσι ξυμβαλόντες κατὰ κράτος. Ἀνὴρ γὰρ Κελτός, ἐπὰν <ἐν> στενωπῷ τοῖς ἐχθροῖς ἐντύχοι, ἀκάθεκτος γίνεται, ὥσπερ ἐν πεδιάσι λίαν εὐάλωτος.

[13.6.1α] Θαρσήσαντες οὖν ὡς πρὸς τὸν Καντακουζηνὸν αὖθις ἐπανατρέχουσιν.

Όταν οι Κελτοί είδαν ότι το μέρος στο οποίο είχε στρατοπεδεύσει ο Καντακουζηνός δεν ήταν ευνοϊκό δεν επιτέθηκαν αμέσως. Έτσι ο Καντακουζηνός, κατά την διάρκεια της νύκτας, βρήκε την ευκαιρία να διαπεραιωθεί στην άλλη μεριά του ποταμού (που είχε στα δεξιά του). Όταν ξημέρωσε ο Καντακουζηνός είχε ήδη το στράτευμά του ετοιμόμαχο. Αυτός βρισκόταν στο κέντρο της παράταξης, στο αριστερό μέρος ήταν οι Τούρκοι και στο δεξιό ο εξουσιοκράτωρ Αλανός Ρωσμίκης με τους ομόχθονές μαχιμότατους Αλανούς του. Ο Καντακουζηνός στην συνέχεια έστειλε τους Σκύθες (έφιπποι τοξότες), για να κάνουν στους Κελτούς το κλασικό τους «σκυθικό» τέχνασμα (ακροβολισμός, ψευδής υποχώρηση και δεύτερη επίθεση). Οι Κελτοί όμως δεν «τσίμπησαν» (δηλαδή δεν τους κυνήγησαν ατάκτως κατά την ψευδή τους υποχώρηση) και έφτασαν εύτακτοι ενώπιον του ρωμαϊκού στρατεύματος. Σε αυτό το σημείο, γράφει η Κομνηνή, οι Σκύθες υποχώρησαν, γιατί δεν μπορούσαν πλέον να τοξοβολήσουν τώρα που τ΄αντίπαλα στρατεύματα είχαν σμίξει. Τελικά οι Κελτοί απέκρουσαν την επίθεση των Τούρκων αλλά, στην συνέχεια, τους έτρεψε σε φυγή ο Καντακουζηνός και ο ρωμαϊκός στρατός τους κυνήγησε μέχρι τον Μύλο, αιχμαλωτίζοντας πάρα πολλούς κόμητες. Στην συνέχεια ο Καντακουζηνός έστειλε τους πιο ξακουστούς αιχμαλώτους στον Αλέξιο και ζήτησε από τους άνδρες του να καρφώσουν τα κεφάλια των νεκρών Κελτών στις αιχμές των δοράτων τους, για να εντυπωσιαστεί περισσότερο ο Αλέξιος.

[13.6.1β] Ἐπεὶ δὲ τὸν τόπον, οὗπερ ἔφθασεν ὁ Καντακουζηνός, ὡς εἴπομεν, τὸν χάρακα πήξασθαι, μὴ προσβοηθοῦντα τούτοις ἐγνώκεσαν, δειλιάσαντες ἀνεβάλοντο τὴν μάχην. Ὁ δέ, αὐτῶν αἰσθόμενος τῆς ἐφόδου, δι’ ὅλης νυκτὸς ξυμπάσῃ στρατιᾷ τὴν τοῦ ποταμοῦ περαίαν κατέλαβεν. Ἡλίου δὲ τοῦ ὁρίζοντος μήπω ὑπερκύψαντος, αὐτός τε θωρακισάμενος καὶ ἅπαν ὁπλίσας τὸ στράτευμα, τὴν μέσην τῆς παρατάξεως εἶχε χώραν προμετώπιος, οἱ δὲ Τοῦρκοι ἐξ εὐωνύμου· ὁ δέ γε Ἀλανὸς Ῥωσμίκης τὸ δεξιὸν διεῖπε κέρας μετὰ τῶν ὑπ’ αὐτὸν ὁμοχθόνων. Τοὺς δὲ Σκύθας προεξέπεμψε κατὰ τῶν Κελτῶν, ἐντειλάμενος δι’ ἀκροβολισμοῦ ἐπισπᾶσθαι τούτους καὶ βάλλειν μὲν συχνῶς, ὑπεκφεύγειν δὲ αὖθις καὶ παλιμπορεύτους γίνεσθαι. Καὶ οἱ μὲν προθύμως ἀπῄεσαν, ἤνυσαν δὲ οὐδαμῶς, ἐπείπερ οἱ Κελτοὶ συνησπικότες οὐδ’ ὅλως τὴν παράταξιν ἔλυον, ἀλλὰ βραδεῖ ποδὶ συντεταγμένως λίαν ᾔεσαν. Ὡς δὲ κατὰ τὰ προσήκοντα μέτρα τῆς μάχης ἄμφω τὰ στρατεύματα ἐληλύθεσαν, οἱ μὲν Σκύθαι οὐκέτι βάλλειν ὀϊστοὺς ἠδύναντο σφοδρᾷ τῇ ῥύμῃ τῶν Κελτῶν κατ’ αὐτῶν ἐξιππασαμένων, ἀλλ’ ἐδίδουν εὐθὺς τοῖς Κελτοῖς τὰ μετάφρενα. Τούτοις ἐπαμύνειν οἱ Τοῦρκοι προθυμηθέντες προσέβαλον· καὶ οὐδὲ τούτων λόγον ὅλως ποιησάμενοι οἱ Κελτοὶ ἐκθυμότερον ἐμάχοντο.

[13.6.2] Ὁ δὲ Καντακουζηνὸς ἡττωμένους ἀπάρτι τούτους ὁρῶν, τὸν ἐξουσιοκράτορα Ῥωσμίκην τὸ δεξιὸν ἐπέχοντα κέρας μετὰ τῶν ὑπ’ αὐτόν (Ἀλανοὶ δὲ ἦσαν ἄνδρες μαχιμώτατοι) τὴν μετὰ τῶν Κελτῶν μάχην ἐπέτρεψεν. Ἀλλὰ καὶ οὗτος προσβαλὼν ὀπισθόπους ἐφαίνετο, καίπερ ὡς λέων δεινῶς κατ’ αὐτῶν βρυχώμενος. Ὡς δὲ καὶ τοῦτον ἡττώμενον ὁ Καντακουζηνὸς ἐθεάσατο, ἐπιρρώσας ἑαυτὸν ὥσπερ ἐξ ὁρμητηρίου τινός, κατὰ μέτωπον τῆς τῶν Κελτῶν παρατάξεως ἵεται, καὶ εἰς μέρη πολλὰ διαλύσας τὸ στράτευμα, τρέπει τοὺς Κελτοὺς κατὰ κράτος διώξας ἄχρι πολιχνίου τοῦ καλουμένου Μύλου, πολλοὺς μὲν τῆς δευτέρας τύχης καὶ τῶν μειζόνων ἀνελών, τινὰς δὲ καὶ τῶν ἐπιφανῶν κομήτων ζωγρήσας, τόν τε Οὖβον …. ἀδελφὸν Ῥιτζάρδον καλούμενον καὶ τὸν Κοντοπαγάνον, νικητὴς ὑπέστρεψεν. Ἀκριβεστέραν τοίνυν τὴν νίκην τῷ βασιλεῖ παραστῆσαι βουλόμενος, πολλῶν Κελτῶν κεφαλὰς τοῖς δόρασι περιπείρας καὶ τοὺς μείζονας τῶν κατασχεθέντων, Οὖβον καὶ τὸν Κοντοπαγάνον καλούμενον, παρα χρῆμα ἐξέπεμψεν.

Όπως είπα παραπάνω, η Κομνηνή «μπέρδεψε τα μπούτια της» με τα ονόματα των ποταμών. Στο επόμενο χωρίο λοιπόν παίρνει μια αμυντική θέση και ζητάει από τον αναγνώστη επιείκεια γιατί γράφει αργά το βράδυ με το λυχνάρι και ελαφρώς νυσταγμένη και ζαλισμένη από τα πολλά βαρβαρικά ονόματα που χρειάστηκε να καταγράψει. Με άλλα λόγια, ποιος ξέρει τι «πατσάρια» μας έχει διηγηθεί ή πρόκειται να μας διηγηθεί 🙂

[13.6.3] Ἐνταῦθα δὲ γενομένη καὶ πρὸς λύχνων ἁφὰς τὸν κάλαμον ἐπισύρουσα, μικρὸν πρὸς τὴν γραφὴν ἐπινυστάζουσα ἐπαισθάνομαι τοῦ λόγου ἀπορρέοντος. Ὅπου γὰρ βαρβαρικῶν ὀνομάτων ἐξ ἀνάγκης ἀπαιτεῖται χρῆσις καὶ ἀλλεπαλλήλων ὑποθέσεων διήγησις, τὸ σῶμα τῆς ἱστορίας καὶ τὸ συνεχὲς τῆς γραφῆς κατ’ ἄρθρα ἔοικε διακόπτεσθαι· καὶ οὐ νέμεσις τοῖς γε εὔνως ἐντυγχάνουσι τῇ γραφῇ.

Η αντίδραση του Βοημούνδου ήταν να στείλει ένα «ἱκανὸν στράτευμα» για να λεηλατήσει τις πόλεις γύρω από τον Αυλώνα, την «Ἰεριχώ» και τα Κάνινα, αλλά επειδή «οὔτε νήδυμος ὕπνος ἔσχε τὸν ἄνδρα κατὰ τὸν ποιητήν», ο Καντακουζηνός δεν έμεινε άπρακτος, αλλά έστειλε τον Βεροΐτη (από την Βέροια ή από την Βερόη; ). Ο Βεροΐτης κατανίκησε τους Κελτούς και, επιστρέφοντας, πυρπόλησε τα πλοία του Βοημούνδου.

[13.6.4] Ὡς δὲ ὁ μαχιμώτατος Βαϊμοῦντος ἐν στενῷ κομιδῆ τὰ κατ’ αὐτὸν ἑώρα, ἔκ τε θαλάσσης ἔκ τ’ ἠπείρου βαλλόμενος, ὡς καὶ τῶν χρειωδῶν αὐτῷ ἐπιλειπόντων ἤδη πάντοθεν ἐξαπορούμενος, ἱκανὸν ἀποδιελὼν στράτευμα πρὸς τὰς κατὰ τὸν Αὐλῶνα καὶ τὴν Ἱεριχὼ καὶ τὰ Κάνινα διακειμένας πόλεις πέπομφεν ἁπάσας λῄσασθαι. Ἀλλ’ οὐδ’ ὁ Καντακουζηνὸς ἠμέλει, οὔτε νήδυμος ὕπνος ἔσχε τὸν ἄνδρα κατὰ τὸν ποιητήν, ἀλλὰ γοργῶς τὸν Βεροΐτην μετὰ ἀξιομάχου στρατιᾶς ἀντίπαλον τοῖς Κελτοῖς ἐξέπεμψεν. Ἡττᾷ μὲν οὖν αὐτοὺς καταλαβὼν παραυτίκα καὶ οἷόν τι πόρισμα τὰς τοῦ Βαϊμούντου ναῦς ἐν τῷ ἐπανέρχεσθαι πυρπολήσας διεληλύθει.

Ο Βοημούνδος μόλις έμαθε για την ήττα αποθρασύνθηκε ακόμα περισσότερο και έστειλε νέο σώμα 6.000 ανδρών κατά του Καντακουζηνού και του ρωμαϊκού στρατεύματος που διοικούσε. Αλλά ο Καντακουζηνός είχε σκοπούς που παρακολουθούσαν συνεχώς τα κελτικά πλήθη και πρόλαβε να ετοιμαστεί για την μάχη. Οι Κελτοί σταμάτησαν για να ξεκουραστούν στην όχθη του ποταμού «Βούση» (πάλι φαίνεται μπέρδεψε τον Αώο με κάποιον βορειότερό του ποταμό) και, λίγο πριν νυχτώσει, ο Καντακουζηνός τους επιτέθηκε αιφνίδια «αιχμαλωτίζοντας πολλούς και σκοτώνοντας περισσότερους», ενώ οι υπόλοιποι πνίγηκαν παρασυρμένοι από τις δίνες του ποταμού, δηλαδή «έπεσαν στον λιοντάρι προσπαθώντας να άποφύγουν τον λύκο».

[13.6.5] Ὡς ᾔσθητο δὲ ὁ τυραννικώτατος Βαϊμοῦντος τῆς τῶν πεμφθέντων ἥττης, ὥσπερ μηδένα τοῦ στρατεύματος ἀπολωλεκὼς κατέπιπτεν οὐδαμῶς· μᾶλλον μὲν οὖν καὶ θαρραλεώτερος ἐφαίνετο, καὶ ἀποδιελόμενος αὖθις πεζοὺς καὶ ἱππεῖς πρὸς μάχας ἐκθυμοτάτους, εἰς χιλιάδας ἓξ ποσουμένους, κατὰ τοῦ Καντακουζηνοῦ ἐξαπέστειλεν, οἰόμενος αὐτοβοεὶ αἱρήσειν σὺν τῷ ῥωμαϊκῷ στρατεύματι καὶ αὐτὸν τὸν Καντακουζηνόν. Ἀλλ’ ἐκεῖνος σκοποὺς ἀεὶ τοὺς ἐφεδρεύοντας τὰ κελτικὰ πλήθη ἔχων, μεμαθηκὼς τὴν αὐτῶν ἐπέλευσιν, νυκτὸς τὴν στρατιωτικὴν ὡπλίζετο πανοπλίαν καὶ ὥπλιζε τοὺς στρατιώτας σφαδάζων ἐπεισπεσεῖν αὐτοὺς κατὰ τὸ περίορθρον. Ὡς δ’ οἱ Κελτοὶ κεκοπιακότες παρὰ τῷ χείλει Βούση τοῦ ποταμοῦ ῥᾳστώνης μικρᾶς ἕνεκα κατεκλίθησαν, αὐτοῦ που καταλαμβάνει τούτους μειδιώσης ἀπάρτι τῆς ἡμέρας καί, παραχρῆμα ἐπιθέμενος πολλοὺς μὲν ζωγρίαν ἄγει, πλείονας δὲ κτείνει. Οἱ δέ γε λοιποί, ταῖς δίναις τοῦ ποταμοῦ παρασυρέντες, ἀπεπνίγησαν καὶ φεύγοντες λύκον περιέτυχον λέοντι.

Ο Καντακουζηνός έστειλε τους αιχμαλωτισμένους κόμητες στον Αλέξιο και επέστρεψε στον «Τίμορο» που ήταν ένας ελώδης και δύσβατος τόπος. Εδώ η Κομνηνή εννοεί το όρος Τόμορ, όπως και ο Ιωάννης Καντακουζηνός αργότερα θα περιγράψει το ίδιο όρος ως «Τίμορος». Είναι όντως δύσβατος τόπος, αλλά για να τον πει «ελώδη» η Κομνηνή, μάλλον δεν ήξερε ότι ήταν βουνό. Ο Καντακουζηνός έμεινε μια εβδομάδα εκεί έχοντας στείλει σκοπούς να παρατηρούν τις κινήσεις του Βοημούνδου. Όταν φάνηκαν Κελτοί που έφτιαχναν σχεδίες για να διαβούν έναν ποταμό και να εκπορθήσουν ένα πολίχνιο, οι άνδρες του Καντακουζηνού τους επιτέθηκαν και κατάφεραν να τους αιχμαλωτίσουν. Ανάμεσα στους αιχμαλώτους ήταν και ο πανύψηλος («δέκα πόδια ψηλός») ξάδελφος του Βοημούνδου τον οποίο φρουρούσε ένα «πυγμαῖον Σκυθίδιον» (υποκοριστικός τύπος Σκύθης > Σκυθίδιος, για να δείξει ότι ήταν πολύ κοντός, «τὸν μέγαν ἐκεῖνον γίγαντα καὶ τῷ ὄντι πελώριον ὑπὸ πυγμαίου κατασχεθέντα Σκυθιδίου»), που το κεφάλι του έφτανε ως τον γλουτό του πελώριου Κελτού. Ο Καντακουζηνός έστειλε το αστείο αυτό ζεύγος πυγμαίου φρουρού και γίγαντα αιχμαλώτου πακέτο στον Αλέξιο και γέλασαν όλοι οι παραβρισκόμενοι.

[13.6.6] Τοὺς μὲν οὖν κόμητας ἅπαντας πρὸς τὸν αὐτοκράτορα ἐξέπεμψε κᾆθ’ οὕτως ἀνέρχεται πρὸς τὸν Τίμορον· τόπος δὲ οὗτος ἑλώδης καὶ δύσβατος. Κεῖθι γοῦν ἑβδόμην ἡμέραν ἐγκαρτερήσας, μετρητοῦς σκοποὺς ἐν διαφόροις ἐξέπεμπε τόποις περιαθρεῖν τὰ περὶ τὸν Βαϊμοῦντον καὶ γλῶτταν αὐτῷ ἐκεῖθεν κομίσαι, ὡς τὰ κατὰ τὸν Βαϊμοῦντον πυθόμενον ἀκριβέστερον ἐγνωκέναι. Ἐντυγχάνουσι δὲ τυχαίως οἱ πεμφθέντες Κελτοῖς ἑκατὸν σχεδίας εὐτρεπίζουσι, δι’ ὧν τὸν ποταμὸν διανηξάμενοι τὸ πρὸς τὴν περαίαν διακείμενον πολίχνιον αἱρήσειν ἠβούλοντο. Τούτοις ἀθρόον ἐπεισπεσόντες ζωγροῦσι μικροῦ ἅπαντας, καὶ αὐτὸν τὸν τοῦ Βαϊμούντου ἐξάδελφον εἰς δέκατον πόδα ἀνέλκοντα τὸ μέγεθος, εὐρὺν δὲ καθάπερ τινὰ ἄλλον Ἡρακλῆν. Καὶ ἦν ἰδεῖν καινόν τι, τὸν μέγαν ἐκεῖνον γίγαντα καὶ τῷ ὄντι πελώριον ὑπὸ πυγμαίου κατασχεθέντα Σκυθιδίου. Παρε κελεύσατο δὲ ὁ Καντακουζηνός, τοὺς κατασχεθέντας ἀποστέλλων, τὸν πυγμαῖον Σκύθην δέσμιον τὸν πελώριον ἐκεῖνον εἰσάξαι τῷ αὐτοκράτορι ἀστεϊζόμενος τάχα πρὸς τὸν αὐτοκράτορα. Ὡς δὲ φθάσαντας τούτους ὁ βασιλεὺς μεμαθήκει, ἐπὶ τοῦ βασιλικοῦ προκαθίσας θρόνου ἐκέλευσεν εἰσάγεσθαι τοὺς δεσμώτας· εἴσεισι δὲ καὶ ὁ Σκύθης μηδ’ ἄχρι γλουτοῦ φθάνων τοῦ γιγαντιαίου ἐκείνου Κελτοῦ δέσμιον τοῦτον ἐπαγόμενος. Εὐθὺς οὖν γέλως πάντων ὦρτο πολύς. Καὶ τοὺς μὲν λοιποὺς κόμητας φρουρὰ διεδέξατο …

Σε αυτό το σημείο η Κομνηνή μας μεταφέρει στο άλλο θέατρο επιχειρήσεων, αυτό της Πέτρουλα και των περί το Άρβανον κλεισουρών. Θυμίζω ότι η θέση του Αλέξανδρου Καβάσιλα στην Πέτρουλα είχε γίνει πολύ δύσκολη, όταν ο περικυκλωμένος Καμύτζης υποχώρησε και οι Κελτοί απέκτησαν πρόσβαση στο τμήμα Ελμπασάν-Librazhd, γιατί πλέον η Πέτρουλα μπορούσε να πολιορκηθεί και από τις δύο πλευρές. Η Κομνηνή λοιπόν μας λέει ότι ο Αλέξιος δεν πρόλαβε να γελάσει πολύ με το αστείο ζεύγος, γιατί έφτασε αγγελία που μήνυε ότι τα ρωμαϊκά τάγματα του Καμύτζη και του Καβάσιλα είχαν υποστεί «αμύθητον φόνον». Αφού έκλαψε για τους νεκρούς άνδρες, ο αυτοκράτορας διέταξε τον «ἀρηΐ φίλιον» Κωνσταντίνο Γαβρά να πάει ως επικεφαλής μιας δυνάμεως στην Πέτρουλα με σκοπό να εξιχνιάσει πως κατάφεραν οι Κελτοί να κάνουν τόσο φόνο στα τέμπη και να «αποταφρεύσει» (αποφράξει) την δίοδο άλλων Κελτών. Ο Γαβράς αρνήθηκε την αποστολή, γιατί θεώρησε την αποστολή «μη αντάξια» των ικανοτήτων του και ο Αλέξιος τότε ανέθεσε την αποστολή στον αδριανουπολίτη αρειμάνιο άνδρα Μαριανό Μαυροκατακαλών, τον οποίο θα συνόδευε και ο Νικηφόρος Βρυέννιος («καὶ τᾠμῷ καίσαρι», η Κομνηνή χαρακτηρίζει τον σύζυγό της Νικηφόρο Βρυέννιο «ο καίσαράς μου»). Ωστόσο και ο Μαυροκατακαλών είχε τους ενδοιασμούς του για την αποστολή και κλείστηκε στην σκηνή του για να σκεφτεί.

[13.7.1] Οὔπω μικρὸν ἐπιμειδιάσαντος τοῦ αὐτοκράτορος ἐπὶ τῷ τοῦ Καντακουζηνοῦ κατορθώματι, ἑτέρα τις ἀπόφημος κατέλαβεν ἀγγελία, φόνον ἀμύθητον τῶν μετὰ τοῦ Καμύτζη καὶ τοῦ Καβασίλα ῥωμαϊκῶν ταγμάτων μηνύουσα. Κατέπιπτε μὲν οὖν οὐδαμῶς ὁ αὐτοκράτωρ, καίτοι σφόδρα δηχθεὶς τὴν καρδίαν καὶ ἀνιώμενος ἐπιστενάζων τε τοῖς πεσοῦσιν, ἔστιν οὗ καὶ δακρύων τὰ καθ’ ἕκαστον. Ἀλλὰ Κωνσταντῖνον τὸν Γαβρᾶν, ἄνδρα ἀρηΐ φιλον καὶ πῦρ κατὰ τῶν ἐναντίων πνέοντα, μεταπεμψάμενος εἰς τὴν οὕτω καλουμένην Πέτρουλαν ἀπέστειλε κατασκεψόμενον, ὅθεν οἱ Κελτοὶ εἰς τὰ τέμπη ἐμπεσόντες τὸν τοσοῦτον φόνον εἰργάσαντο, καὶ ἀποταφρεῦσαι τοῦ λοιποῦ τούτοις τὴν δίοδον. Δυσχεραίνοντος δὲ τοῦ Γαβρᾶ καὶ πρὸς τὴν ἐπιχείρησιν οἷον ἀποκναίοντος (οἰηματίας γὰρ ὁ ἀνὴρ καὶ μεγάλοις ἐγχειρεῖν ἐφιέμενος πράγμασι) Μαριανὸν τὸν Μαυροκατακαλὼν παραχρῆμα, τὸν ἐπ’ ἀδελφῇ γαμβρὸν τοὐμοῦ καίσαρος, ἄνδρα ἀρειμάνιον καὶ διὰ πολλῶν ἀνδραγαθημάτων τοῦτο παραστησάμενον φιλούμενόν τε λίαν παρὰ τοῦ αὐτοκράτορος μετὰ χιλίων γενναιοτάτων ἀνδρῶν ἐκπέμπει. Οἷς καὶ πολλοὺς τῶν τοῖς πορφυρογεννήτοις καὶ τᾠμῷ καίσαρι ἐξυπηρετουμένων σφαδάζοντας πρὸς μάχην συγκαταλέξας ἐξέπεμψεν. Ἐδεδίει μέντοι πρὸς τοῦτο καὶ οὗτος, ἀλλ’ ὅμως σκοπήσων εἰς τὴν ἰδίαν ἀπῄει σκηνήν.

Τότε έφτασε στον Αλέξιο ένα γράμμα απο τον Λαντούλφο, στο οποίο ο Ιταλός θαλασσόλυκος κατηγόρησε τους Κοντοστέφανους (τον θαλασσοκράτορα Ισαάκ και τον αδελφό του Στέφανο) και τον Κωνσταντίνο Ευφορβηνό για «χαβαλέ» (παρατούσαν την θέση τους και έβγαιναν στην στεριά όποτε τους έκανε κέφι) και μη αποτελεσματική φύλαξη του πορθμού της Λογγιβαρδίας, κάτι που επέτρεπε στα κελτικά πλοία ανεφοδιασμού να διασχίζουν την Αδριατική και να αναφοδιάζουν τους Κελτούς στο Ιλλυρικόν. Στην συνέχεια η Κομνηνή εξηγεί το πρόβλημα που δημιουργούσαν οι άνεμοι μην επιτρέποντας στα κελτικά πλοία να φτάσουν απευθείας στο ύψος του Δυρραχίου, αλλά σπρώχνοντάς τα προς τα κάτω στην Αυλώνα. Εκεί, οι ανεφοδιαστές εκτός από τις ενισχύσεις που μετέφεραν είχαν στήσει και πολλές πανηγύρεις από τις οποίες ανεφοδιάζονταν οι Κελτοί.

[13.7.2] Περὶ μέσας δὲ φυλακὰς τῆς νυκτὸς γράμματα τοῦ Λαντούλφου κατέλαβε ξυνόντος τῷ τότε μετὰ Ἰσαακίου τοῦ Κοντοστεφάνου θαλασσοκράτορος τυγχάνοντος, κατατρέχοντα αὐτῶν τε τῶν Κοντοστεφάνων τοῦ τε Ἰσαακίου καὶ τοῦ αὐταδέλφου αὐτοῦ Στεφάνου καὶ τοῦ Εὐφορβηνοῦ ὡς καταρρᾳθυμούντων τοῦ πορθμοῦ Λογγιβαρδίας καὶ ἐξερχομένων ἐνίοτε περὶ τὴν ἤπειρον χάριν ῥᾳστώνης, προσκειμένου τοῖς γράμμασιν ὅτι· «Κἂν σύ, βασιλεῦ, τὰς προνομὰς καὶ ἐκδρομὰς τῶν Κελτῶν ὅλῃ χειρὶ καὶ γνώμῃ κωλύων ἦσθα, ἀλλὰ τούτων ἀναπεπτωκότων καὶ ἐπινυσταζόντων ἔτι περὶ τὴν φυλακὴν τοῦ πορθμοῦ Λογγιβαρδίας, σχολὴν ἐξ ἀνάγκης οἱ πρὸς τὸν Βαϊμοῦντον διαπλῳζόμενοι καὶ τὰ πρὸς χρείαν κομίζοντες ἔχουσιν. Οἱ γὰρ ἀπὸ Λογγιβαρδίας πρὸ μικροῦ πρὸς τὸν Βαϊμοῦντον τὸν ἀπόπλουν ποιησάμενοι, τὸν ἐπιπνέοντα τούτοις εὔθε τον ἐπιτηρήσαντες ἄνεμον (καὶ γὰρ νότοι μὲν εὐρεῖς εὔθετοι τοῖς ἀπὸ Λογγιβαρδίας πρὸς τὸ Ἰλλυρικὸν δια πλέουσίν εἰσιν, οἱ δέ γε βορεῖς ἀνάπαλιν), πτερώσαντες τὰς ναῦς τοῖς λαίφεσι τὸν πρὸς τὸ Ἰλλυρικὸν ἀπόπλουν τότε ἐθάρρησαν. Σφοδρῶς δὲ ὁ νότος ἐπιπνέων προσορμίσαι μὲν εἰς τὸ Δυρράχιον οὐδαμῶς παρεχώρει, παραπλεῦσαι δὲ τὴν ᾐόνα Δυρραχίου καὶ τὸν Αὐλῶνα καταλαβεῖν ἠνάγκασε. Κεῖθι δὲ τὰς μυριοφόρους ὁλκάδας προσορμίσαντες δυνάμεις τε πολλὰς ἐξ ἱππέων καὶ πεζῶν συνεπαγόμενοι καὶ τὰ ζωαρκῆ ἅπαντα τῷ Βαϊμούντῳ προσαγηόχασι. Κἀντεῦθεν πανηγύρεις πολλὰς συνεστήσαντο, ὡς ἀφθονώτερον ἐκεῖθεν οἱ Κελτοὶ τὰ πρὸς διοίκησιν ἐμπορεύωνται».

Ο Αλέξιος προσπάθησε να νουθετήσει τον Κοντοστέφανο, εξηγώντας του ποια σημεία να φυλάει και πως να εκμεταλλεύεται τους ανέμους, ο νουθετημένος Κοντοστέφανος είχε κάποιες επιτυχίες, αλλά ο ερμητικός έλεγχος του πορθμού της Λογγιβαρδίας (τα στενά του Ότραντο δηλαδή) επιτεύχθηκε μόνον όταν ο Μαριανός Μαυροκατακαλών διορίστηκε δουξ του στόλου. Με αυτόν τον τρόπο, ο τελευταίος απέφυγε την αποστολή στην Πέτρουλα, την οποία ανέλαβε κάποιος άλλος που η Κομνηνή δεν προσδιορίζει.

[13.7.5] Οὔπω ταῦτα μεμαθηκὼς ὁ βασιλεύς, ἀλλὰ πρὸς τὰ παρὰ τοῦ Λαντούλφου γραφέντα καὶ αὐτοῦ δουκὸς Δυρραχίου ἐγκείμενον ἔχων τὸν νοῦν, ἑτέρου λογισμοῦ γεγονώς, παραχρῆμα τὸν ἤδη ῥηθέντα Μαριανὸν τὸν Μαυροκατακαλὼν μεταπεμψάμενος ἐκεῖθεν δοῦκα τοῦ στόλου προχειρίζεται, τὰ δὲ τῆς Πετρούλας ἑτέρῳ ἀνατίθησιν. Οὗτος οὖν ἀπελθὼν καὶ κατά τινα συντυχίαν εὐθὺς ἐντυχὼν ταῖς ἀπὸ Λογγιβαρδίας πρὸς τὸν Βαϊμοῦντον διαπλῳζομέναις λῃστρικαῖς καὶ φορτηγοῖς ναυσὶ κατέσχεν ἁπάσας πλήρεις παντοίων ἐδωδίμων. Καὶ τοῦ λοιποῦ ἄγρυπνος φύλαξ τοῦ ἀναμεταξὺ Λογγιβαρδίας καὶ Ἰλλυρικοῦ πορθμοῦ τυγχάνων οὐ συνεχώρει τὸ παράπαν τοῖς Κελτοῖς τὸν πρὸς τὸ Δυρράχιον ἀπόπλουν.

Στην συνέχεια η Κομνηνή πρέπει να παρουσιάσει τον Αλέξιο να κάνει κάτι στην Διάβολιν. Έτσι μας λέει ότι ο πατέρας της με την παρουσία του «ἀπῆγχε» αυτούς που ήθελαν να πάνε με τον Βοημούνδο και έδινε συμβουλές προς τους στρατιώτες για το πως ν΄αντιμετωπίσουν τους Κελτούς. Συμβούλεψε λ.χ. τους τοξότες να μην σημαδεύουν τους Κελτούς, αλλά τα άλογά τους, γιατί τα βέλη δεν μπορούσαν να διαπεράσουν τον «σιδηροῦν χιτώνα» («ζάβα» ή «φολιδωτός θώραξ») των Κελτών. Αντίθετα, τα βέλη θα έπιαναν τόπο στα άλογα, γιατί «Κελτὸς γὰρ ἀνὴρ ἔποχος μὲν ἀκατάσχετος καὶ κἂν τεῖχος διατετρήνειε Βαβυλώνιον, ἀποβεβηκὼς δὲ τοῦ ἵππου ἄθυρμα τοῖς ἐθέλουσι γίνεται» (ἔποχος = ἔφιππος, ἐποχέομαι = μεταφέρομαι πάνω σε κάποιο όχημα, ἄθυρμα = «παιχνιδάκι», ἀθύρω = παίζω).

[13.8.1] Ὁ δέ γε αὐτοκράτωρ, περὶ τοὺς πρόποδας τῶν κλεισουρῶν καὶ κατὰ τὴν Διάβολιν αὐλιζόμενος, ἀπῆγχε μὲν τοὺς προσχωρῆσαι τῷ Βαϊμούντῳ ὠδίνοντας, ὡσεὶ νιφετοὺς δὲ πρὸς τοὺς τὰς κλεισούρας τηροῦντας ἐξέπεμπεν, ἑκάστῳ ὑποτιθέμενος ὁπόσους εἰς τὴν πεδιάδα Δυρραχίου ἐξαποστέλλειν κατὰ τοῦ Βαϊμούντου καὶ ὁποῖον τὸ τοῦ πολέμου σχῆμα διατυποῦν τοὺς κατερχομένους χρὴ ἐν τῷ μάχεσθαι, τὰ πλεῖστά τε προτρέχειν τοῖς ἵπποις καὶ αὖθις ἀνθυπονοστεῖν καὶ οὕτω πάλιν καὶ πάλιν ποιοῦντας διὰ τῆς τοξείας μάχεσθαι, τοὺς δὲ τὰ δόρατα φέροντας ὄπισθεν αὐτῶν βραδεῖ ποδὶ στείχειν, ἵν’ εἴ που γένηται τοῖς τοξόταις πλέον τοῦ δέοντος πρὸς τὰ ὄπισθεν παρασυρῆναι, δέχωνται τούτους, ἅμα δὲ καὶ τὸν εἰς χεῖρας τού των ἴσως ἐλθόντα Κελτὸν πλήττοιεν. Ἐπεχορήγει δὲ δαψιλῆ τούτοις τὰ βέλη παρακελευόμενος μὴ φείδεσθαι τούτων ὅλως, ἀλλὰ κατὰ τῶν ἵππων μᾶλλον ἢ τῶν Κελτῶν ἐπιτοξάζεσθαι, τοῦτο μὲν εἰδὼς ὅτι ὅσον ἐπὶ τοῖς θώραξι καὶ τοῖς σιδηροῖς χιτῶσι δύστρωτοι ἦσαν ἢ καὶ παντάπασιν ἄτρωτοι. Βάλλειν οὖν εἰς μάτην καὶ πάντη ἀνόητον ᾤετο.

[13.8.2] Ὅπλον γὰρ κελτικὸν χιτών ἐστι σιδηροῦς κρίκος ἐπὶ κρίκῳ περιπεπλεγμένος καὶ τὸ σιδήριον ἀγαθοῦ σιδήρου, ὥστε καὶ βέλος ἀπώσασθαι ἱκανὸν καὶ τὸν χρῶτα φυλάξαι τοῦ στρατιώτου. Προσθήκη δὲ τῆς φυλακῆς καὶ ἀσπὶς οὐ περιφερής, ἀλλὰ θυρεὸς ἀπὸ πλατυτάτου ἀρξάμενος καὶ εἰς ὀξὺ καταλήγων, καὶ τἄνδον ἠρέμα ὑποκοιλαινόμενος, λεῖος δὲ καὶ στίλβων κατὰ τὴν ἔξωθεν ἐπιφάνειαν καὶ ἐπ’ ὀμφαλῷ χαλκοχύτῳ μαρμαίρων. Βέλος τοίνυν, κἂν σκυθικὸν εἴη, κἂν περσικόν, κἂν ἀπὸ βραχιόνων ἀπορριφείη γιγαντικῶν, ἐκεῖθεν ἀποκρουσθὲν παλινδρομήσειε πρὸς τὸν πέμψαντα.

[13.8.3] Διὰ ταῦτα τοίνυν ἔμπειρος ὢν οἶμαι ὁ βασιλεὺς τῶν κελτικῶν ὅπλων καὶ τῶν ἡμετέρων τοξευμάτων, ἀφεμένους τῶν ἀνδρῶν τοῖς ἵπποις μᾶλλον ἐπιθέσθαι παρεκελεύετο καὶ καταπτεροῦν αὐτοὺς τοῖς τοξεύμασι παρῄνει, ἅμα δὲ καὶ ἵνα τῶν ἵππων ἀποβεβηκότες εὐχείρωτοι γένοιντο. Κελτὸς γὰρ ἀνὴρ ἔποχος μὲν ἀκατάσχετος καὶ κἂν τεῖχος διατετρήνειε Βαβυλώνιον, ἀποβεβηκὼς δὲ τοῦ ἵππου ἄθυρμα τοῖς ἐθέλουσι γίνεται.

Στην συνέχεια η Κομνηνή επαναλαμβάνει την στρατηγική απόφαση του Αλεξίου για αποφυγή της αποφασιστικής σύρραξης με τον Βοημούνδο. Ο Αλέξιος ήθελε πάρα πολύ να πολεμήσει τον Βοημούνδο, αλλά πρυτάνευσε η λογική και τον αντιμετώπισε «ως θεατής», επειδή φοβόταν και τους «διεστραμμένους» συνωμότες που τον είχαν πλαισιώσει. Έτσι επέλεξε να αποκλείσει χερσαίως και διαποντίως τον Βοημούνδο στο Δυρράχιο και ο «στενοχωρούμενος» εισβολέας, μετά από καιρό, ζήτησε συνθηκολόγηση, την οποία ο Αλέξιος αποδέχτηκε κάνοντας την ανάγκη φιλότιμο, επειδή εκείνη την στιγμή είχε και «ἐγκόλπιους» (φίδια στον κόρφο = κόλπο του) και «ὀθνείους» εχθρούς και δεν μπορούσε να αντιμετωπίσει και τους δύο ταυτόχρονα.

[13.8.4] Γινώσκων γὰρ τὸ διάστροφον τῶν συνεφεπομένων αὐτῷ οὐκ ἤθελε τὰς κλεισούρας ὑπερβῆναι, καίτοι πολλὰ σφαδάζων δημοσίαν τὴν τοῦ Βαϊμούντου μάχην αὐτὸς ἀναδέξασθαι, καθά γε καὶ πάλαι πολλάκις ἡμῖν δεδιήγητο. Ἦν γὰρ πρὸς τὰς μάχας παντὸς ξίφους τομώτερος, ἄτρεστος τὴν γνώμην καὶ παντάπασιν ἀκατάπληκτος· ἀλλὰ τὰ συμπεσόντα οἱ ἀπεῖργε τοῦ ἐγχειρήματος δεινῶς αὐτοῦ τὴν ψυχὴν ἐκπιέζοντα.

[13.8.5] Στενοχωρούμενος οὖν ὁ Βαϊμοῦντος ἀπό τε ἠπείρου καὶ θαλάσσης (καὶ γὰρ ὁ μὲν αὐτοκράτωρ οἷον θεατὴς τῶν κατὰ τὴν πεδιάδα τοῦ Ἰλλυρικοῦ πραττομένων καθῆστο, κἂν ὅλῃ ψυχῇ καὶ γνώμῃ καὶ συμπαρῆν τοῖς μαχομένοις καὶ τῶν αὐτῶν ἐκείνοις ἱδρώτων καὶ πόνων μετεῖχεν, εἰ μή που καὶ πλείω τις φαίη, ἐρεθίζων πρὸς μάχας καὶ πολέμους τοὺς κατὰ τὰς ἀκρολοφίας τῶν κλεισουρῶν κατατεθέντας ἡγεμόνας καὶ ὑποτιθέμενος, ὅπως χρὴ προσβάλλειν τοῖς Κελτοῖς· ὁ δέ γε Μαριανός, τοῦ ἀναμεταξὺ Λογγιβαρδίας καὶ Ἰλλυρικοῦ πορθμοῦ τὰς κελεύθους ἐπιτηρῶν, ἀπεῖργε παντάπασι τοὺς ἐκεῖθεν πρὸς τὸ Ἰλλυρικὸν διαπερῶντας, οὐ τριάρμενον οὐδὲ μυριοφόρον ὁλκάδα οὐδὲ μυοπάρωνα δίκωπον τὸ παράπαν ξυγχωρῶν πρὸς τὸν Βαϊμοῦντον διαπερᾶν) καὶ αὐτῶν γοῦν τῶν διὰ θαλάττης κομιζομένων τροφίμων ἐκλιπόντων αὐτῷ καὶ τῶν διὰ ξηρᾶς ἐπιτιθεμένων, σὺν ἐμπειρίᾳ πολλῇ τὸν πόλεμον ἑώρα προβαίνοντα (ὁπηνίκα γὰρ τοῦ χάρακος χορ ταγωγίας χάριν ἐξῄει τις ἢ καί τινων συγκομιδῶν ἄλλων ἢ καὶ τοὺς ἵππους εἰς ποτὸν ἐξήλαυνον, ἐπετίθεντο τούτοις οἱ Ῥωμαῖοι καὶ τοὺς πλείονας ἀνῄρουν, ὡς κατὰ μικρὸν τὸ αὐτοῦ δαπανᾶσθαι στράτευμα) ἀποστείλας πρὸς τὸν δοῦκα Δυρραχίου Ἀλέξιον τὰ περὶ εἰρήνης ἐπερωτᾷ.

[13.8.6] Ἐπεὶ δὲ καὶ εἷς τις εὐγενὴς τῶν τοῦ Βαϊμούντου κομήτων, Γελίελμος ὁ Κλαρέλης, ἑώρα τὸ ἅπαν στράτευμα τῶν Κελτῶν ὑπό τε λιμοῦ καὶ νόσου (δεινὴ γάρ τις τούτοις ἐπέσκηψεν ἄνωθεν) διαφθειρόμενον, τὴν ἑαυτοῦ σωτηρίαν πραγματευόμενος μεθ’ ἵππων πεντήκοντα αὐτομολεῖ πρὸς τὸν αὐτοκράτορα. Ὁ δὲ βασιλεὺς τὸν τοιοῦτον ἀποδεξάμενος πυθόμενός τε τὰ κατὰ τὸν Βαϊμοῦντον, καὶ τήν τε ὑπὸ λιμοῦ τοῦ στρατεύματος πτῶσιν βεβαιωθεὶς καὶ ὡς ἐν στενῷ κομιδῆ τὰ κατ’ αὐτοὺς ἐληλάκει, αὐτὸν μὲν τῷ τοῦ νωβελλισίμου τηνι καῦτα τιμᾷ ἀξιώματι πολλαῖς δωρεαῖς καὶ χάρισιν ἀμειψάμενος. Μεμαθηκὼς δὲ διὰ τῶν τοῦ Ἀλεξίου γραμμάτων ὅτι ὁ Βαϊμοῦντος τὰ περὶ εἰρήνης πρὸς αὐτὸν διαπρεσβεύεται, κατανοῶν δὲ καὶ τοὺς ἀμφ’ αὐτὸν ἀεί τι κακὸν κατ’ αὐτοῦ διανοουμένους καὶ ὅσαι ὧραι ἐπανισταμένους ὁρῶν καὶ βαλλόμενος μᾶλλον ὑπὸ τῶν ἐγκολπίων ἢ τῶν ὀθνείων ἐχθρῶν, ἐπεὶ ἐδόκει αὐτῷ μὴ ἐπὶ πλέον πρὸς ἑκατέρους ἀμφοτέραις χερσὶ μάχεσθαι, τὴν ἀνάγκην φιλοτιμίαν ποιησάμενος, ὥς πού τις ἔφη, βέλτιον ἔγνωκεν εἶναι τὴν μετὰ τῶν Κελτῶν εἰρήνην ἀσπάσασθαι καὶ μὴ τὰς τοῦ Βαϊμούντου ἀπώσασθαι αἰτήσεις, ἐπτοεῖτο δὲ ἐπὶ τὰ προσωτέρω χωρῆσαι δι’ ἣν ἄνωθεν ὁ λόγος ἐνέφηνεν αἰτίαν.

Στην επόμενη ανάρτηση θα περιγράψω το τελευταίο μέρος του βιβλίου 13, δηλαδή την περιβόητη Συνθήκη της Διαβόλεως.

8 Comments

Filed under Βυζαντινολογία, Ιστορία, Μεσαίωνας