Tag Archives: Μακεδονικές ετυμολογίες

Μακεδονικές ετυμολογίες για τον φίλο ΚΕ #4

(συνέχεια από το μέρος #3)

7) Η Μίεζα, η Βέροια και ο ποταμός της Όλγανος

Ο Στέφανος Βυζάντιος στο λήμμα Μίεζα μας πληροφορεί ότι η Μίεζα είχε το παλαιότερο όνομα Στρυμόνιον και ότι στην τοπική μυθολογία ο επώνυμος ιδρυτής της Βέροιας Βέρης είχε τρία παιδιά: την Μίεζα, την Βέροια και τον θεοποιημένο ποταμό Όλγανο.

Olganos

Αυτό το μικρό χωρίο είναι μεστό γλωσσολογικών πληροφοριών και προβληματισμών. Τα ονόματα Μίεζα και Βέροια με έχουν απασχολήσει αρκετά και δεν έχω βρει ακόμα κάτι το απτό για να παρουσιάσω. Το μόνο που μπορώ να πω είναι ότι το Βέροια δεν έχει καμία σχέση με τον Βέρητα. Το παράγωγο από το όνομα Βέρης θα ήταν *Βερητ-ία > Βερησία όπως Μάγνης > Μαγνησία. Η Βέροια δείχνει το επίθημα -ο-ια που επιτρέπει τον μορφολογικό χωρισμό Βέρο-ια, όπως τα παρακάτω παραδείγματα:

*sreu- > ῥέϝ-ω > ῥοϝ-ή > διά-ρροϝ-ια

*pneu- > πνέϝ-ω > πνοϝ-ή > ἄ-πνοϝ-ια

Επομένως το /o/ της Βέροιας μπορεί να είναι είτε ο ο-βαθμός ablaut ενός /e/ IE ρίζας ή να είναι προϊόν φωνηεντοποίησης ενός λαρυγγικού *h3. To αρχικό «β» δεδομένης της μακεδονικής φωνολογίας μπορεί να προέρχεται από κάποιο ΠΙΕ *bh,p,gw(h),w. Έτσι οι πιθανές ρίζες που μπορεί να κρύβονται πίσω από το τοπωνύμιο είναι:

*bher-

*per-

*gw(h)er-

*wer-

στις οποίες πρέπει να προστεθεί το e ή h3 που εξηγούν το «ο» του τοπωνυμίου, τα οποία μπορεί να συνοδεύονται από κάποιο *s,*w που απωλέθηκε στην πορεία.

Δεδομένου ότι η πόλη ήταν κτισμένη πάνω στους πρόποδες του Βερμίου και φυλούσε το φαράγγι ανάμεσα στο Βέρμιο και τα βόρεια Πιέρια, από το οποίο ο Αλιάκμονας εισέρχεται στον κάμπο της Βοττιαίας, κάποιες δυνατές (αλλά σε καμιά περίπτωση βέβαιες) ετυμολογίες είναι οι παρακάτω:

1) Η πιο απλή και λιγότερο γλωσσολογικά μεθοδική πρόταση είναι να συσχετιστεί με το θέμα φερ- που υπάρχει στις Φερές της Θεσσαλίας και στις Φαρές της Αχαΐας, όποια κι αν είναι η ετυμολογία των δευτέρων, βασισμένη στην μακεδονική ηχηροποίηση φ>β (λ.χ. Φερενίκη ~ Βερενίκᾱ). Το αρνητικό αυτής της πρότασης είναι ότι δεν μας δίνει πληροφορίες για το επίθημα -ο-ια.

2) Να συσχετιστεί με το λήμμα βέρεθρον (~ βάραθρον) που ανάγεται στην ρίζα *gwerh3- που συζητήθηκε στην προηγούμενη ανάρτηση (θυμίζω το μακεδονικό όνομα Βέτταλος ~ Φέτταλος (=Θεσσαλός, *gwhedh-) από την επιγραφή των Βοττεατών της Βέροιας που δείχνει την εξέλιξη *gwh>…>β. Σε αυτή την περίπτωση το όνομα μπορεί να εξηγηθεί από κάποιο «φαράγγι», όπως αυτό του Αλιάκμονα στα ανατολικά της πόλης και αυτό του Όλγανου στα δυτικά. Το θέμα βερε- του βερέθρου εξηγεί το επίθημα -ο-ια.

3) Να συσχετιστεί με το Βερ- του Βερμίου και το Βρ- του Βρυανίου και της θρακικής Βρίας, τα οποία έχω ήδη ανάγει σε προηγούμενη ανάρτηση στην ΙΕ ρίζα *wer(s)- «ψηλά» (λ.χ. σανσκρ. varsman = «βουνό»). Σε αυτήν την περίπτωση, η ετυμολογία περιστρέφεται γύρω από τη σημασία «υψικείμενη». Λ.χ. *wers- > weres- > Weros-ia > Werohja > Βέροια.

4) Να συσχετιστεί με την ρίζα *peru- «πέτρα» που έχει δώσει όρους για «βουνό» και τα προελληνικά ορωνύμια Πάρνων, Παρνασσός και Πάρνηθα, δεδομένης της μακεδονικής τάσης ηχηροποίησης *p>b (λ.χ. Πορτῖνος > Βορδῖνος).

Σε αυτήν την περίπτωση έχουμε: *peru- > perew- > Perow-ia > Πέροϝ-ια > Βέροια.

Εδώ πρέπει να υπενθυμίσω ότι η ελληνική λέξη πόλις μάλλον προέρχεται από την ρίζα *pel(i)s- «πέτρα» και αρχικά σήμαινε «ακρόπολις, οχυρό πάνω σε «πέτρα»» και η ίδια ρίζα υπάρχει στο λήμμα πέλλα = «πέτρα» (< *pelsa), όρος που κρύβεται πίσω από την Πέλλα και πίσω από τα ορωνύμια Πήλιον (<*Pels-iom), Παλλήνη (< *Pl.s-en-) κλπ.

peru

Όσον αφορά την γειτονική Μίεζα, δεν έχω τίποτε το απτό να προτείνω, εκτός φυσικά από το ότι η κατάληξη -ζα μάλλον προέκυψε από το θηλυκό επίθημα -ja εφαρμοσμένο πάνω σε d ή g (λ.χ. kwtr.-ped-ja> τράπεζα και φυγή > φύγ-ια > φύζα). Το παλαιότερο όνομά της Στρυμόνιον δείχνει σχέσεις με τη Θράκη μιας και η συμφωνική επένθεση *sr>str είναι τυπική της θρακικής γλώσσας (λ.χ. *Sru-mon > Στρυμών και *ish1ros > Isros > Ἴστρος).

Δεδομένου ότι το παλαιότερο όνομά της Μίεζας Στρυμόνιον είναι υδρωνύμιο που ανάγεται στην ρίζα *sreu- «ρέω» και δεδομένου ότι υπήρχε Νυμφαίον στην περιοχή (οι Νύμφες συχνά σχετιζονται με πηγές και ρυάκια) θα κάνω μόνο μια ετυμολογική πρόταση. Υπάρχει η ΙΕ ρίζα *h3meig’h- «βρέχω, κατουρώ» που έχει δώσει τα ελληνικά ὀμείχω και ὀμίχλη (το αλβανικό mjegull , το παλαιοσλαβωνικό mĭgla και το λιθουανικό migla προέρχονται από την ίδια ρίζα) . Από τον μηδενικό βαθμό της ρίζας *h3mig’h- μπορούμε να παράξουμε τον «φρυγο-μακεδονικό» τύπο *ὀμιγ- ή τον τύπο *μιζ- μιας γλώσσας satem όπως η Θρακική που φαίνεται να κρύβεται πίσω από το όνομα Στρυμόνιον. Από αυτά μπορούμε να σχηματίσουμε το υδρωνύμιο Ὀμίγεζα/Μίζεζα (< *h3mig’h-ed-ja) «υγρός τόπος, τόπος με ρυάκια» και να φτάσουμε στον τύπο Μίεζα είτε μέσω απώλειας του μεσοφωνηεντικού ηχηρού τριβόμενου -γ- (λ.χ. λέγω > λέω) Ὀμίγεζα > Ὀμίεζα > Μίεζα είτε μέσω συριστικής ανομοίωσης (απώλεια ενός από δύο γειτονικά συριστικά σ,ζ) Ὀμίζεζα > Ὀμίεζα > Μίεζα. Η ίδια ρίζα στον ο-βαθμό *h3moig’h- μπορεί να κρύβεται στο μάλλον φρυγικό τοπωνύμιο Μυγδονία (< *Μοιγεδ- ) μέσω μονοφθογγοποίησης *oi>u που απαντά στην Μακεδονία (Λοιδίας ~ Λυδίας ~ Λουδίας, οἰετής > ετής κλπ) και στην λατινική (λ.χ. *con-moin-is > communis). Επομένως, υπάρχει μια περίπτωση τα τοπωνύμια Μίεζα και Μυγδονία να εξηγούνται από την ίδια ρίζα *h3meig’h-ed-. Χαρακτήρισα τη Μυγδονία μάλλον φρυγικό τοπωνύμιο διότι στην Ιλιάδα το όνομα Μύγδων αποδίδεται σε Φρύγα βασιλιά. Το ότι η Μυγδονία ήταν «υγρός τόπος» φαίνεται από τους ποταμούς Αξιό και Εχέδωρο που την διαρρέουν, τα έλη ανάμεσα στους δύο ποταμούς που περιγράφει ο Ηρόδοτος και τις λίμνες Βόλβη και Κορώνεια του Λαγκαδά (ανατολική Μυγδονία στην αρχαιότητα).

h3meigh

Σχετικά με την απώλεια του μεσοφωνηεντικού -γ-, ο Carl Buck στην σελίδα 59 του “The Greek Dialects” γράφει για την επιγραφική απάντηση του φαινομένου:

62.3 The occasional omission of γ or substitution of ι, as in Boeot. ἰώ, ἰών (Ar, Corinna) = ἐγώ, Pamph. μhειάλαν, μhειάλετι etc. (μεγάλος), Arc. ἐπιθιιάνε (ἐπιθιγγάνῃ), Mess., Arc. Φιάλεια beside Φιγάλεια, and ὀλίος (ὀλίγος) in late inscriptions of various places.

Ενώ ο Στέφανος Βυζάντιος μας πληροφορεί ότι η Αρκαδική Φιγαλέα προφερόταν «δίχα τοῦ γ» ως Φιάλεια:

phigalea

Τα πράγματα είναι πιο εύκολα για το υδρωνύμιο Ὄλγανος του θεοποιημένου ποταμού της Βέροιας. Πιστεύω πως μπορούμε με κάποια σχετική βεβαιότητα να το ανάγουμε στην ΠΙΕ ρίζα *welg- «υγρός» (*wolg-anos) που έχει δώσει το πρωτοσλαβικό *volga = «υγρασία» που εξελίχθηκε, ύστερα από τη μετάθεση των υγρών, στο νοτιοσλαβικό vlaga. Μάλλον το όνομα του ρωσικού ποταμού  Βόλγα προέρχεται από την εν λόγω ρίζα. Γράφω «μάλλον» διότι στην ανατολική σλαβική θα περιμέναμε την πλειοφωνική εξέλιξη σε *Vologa (λ.χ. νοτιοσλαβικά grad, krava ~ ανατολικά σλαβικά gorod, korova). Σχετικά με την απώλεια του δίγαμμα, θυμίζω ότι αυτή είναι τυπική πριν από /o/ ακόμα και στις γλώσσες που το διατηρούν συστηματικά, όπως λ.χ. στο σκανδιναβικό όνομα του πατέρα του Thor Odin (<*Wōđanaz), ενώ αλλού στην ίδια γλώσσα το *w>v διατηρείται, όπως στο σκανδιναβικό vatn = «νερό», από το πρωτο-γερμανικό *wat- < PIE *wod-.

welg

8) Η Αλμωπία

Η Αλμωπία αντιστοιχούσε στα μετέπειτα Μογλενά. Η περιοχή αποτελείται από ένα ορείκλειστο οροπέδιο στο οποίο συγκεντρώνονται αμέτρητα ρυάκια που σχηματίζουν τον ποταμό Μογλενίτσα που εξέρχεται από την περιοχή. Έχουμε κάθε λόγο λοιπόν να αναζητήσουμε την ετυμολογία του όρου Ἄλμωπες (οι κάτοικοι απ΄όπου προέκυψε το παράγωγο Ἀλμωπ-ία, όπως λ.χ. Θεσσαλός, Βοιωτός > Θεσσαλ-ία, Βοιωτ-ία) σε κάποια ρίζα που σχετίζεται με το νερό. Σε αυτό μας ωθεί και το γεγονός ότι οι Ἄλμωπες θεωρούσαν τον επώνυμο γεννάρχη τους Ἄλμωπα γιο του Ποσειδώνα. Οι πρωταρχικοί Άλμωπες ήταν ένας από τους πολλούς προμακεδονικούς λαούς που οι Μακεδόνες έδιωξαν από την περιοχή τους κατά την επέκτασή τους. Γράφει ο Θουκυδίδης:

[2.99] ξυνηθροίζοντο οὖν ἐν τῇ Δοβήρῳ καὶ παρεσκευάζοντο, ὅπως κατὰ κορυφὴν ἐσβαλοῦσιν ἐς τὴν κάτω Μακεδονίαν, ἧς ὁ Περδίκκας ἦρχεν. [2] τῶν γὰρ Μακεδόνων εἰσὶ καὶ Λυγκησταὶ καὶ Ἐλιμιῶται καὶ ἄλλα ἔθνη ἐπάνωθεν, ἃ ξύμμαχα μέν ἐστι τούτοις καὶ ὑπήκοα, βασιλείας δ᾽ ἔχει καθ᾽ αὑτά. [3] τὴν δὲ παρὰ θάλασσαν νῦν Μακεδονίαν Ἀλέξανδρος ὁ Περδίκκου πατὴρ καὶ οἱ πρόγονοι αὐτοῦ, Τημενίδαι τὸ ἀρχαῖον ὄντες ἐξ Ἄργους, πρῶτοι ἐκτήσαντο καὶ ἐβασίλευσαν ἀναστήσαντες μάχῃ ἐκ μὲν Πιερίας Πίερας, οἳ ὕστερον ὑπὸ τὸ Πάγγαιον πέραν Στρυμόνος ᾤκησαν Φάγρητα καὶ ἄλλα χωρία (καὶ ἔτι καὶ νῦν Πιερικὸς κόλπος καλεῖται ἡ ὑπὸ τῷ Παγγαίῳ πρὸς θάλασσαν γῆ), ἐκ δὲ τῆς Βοττίας καλουμένης Βοττιαίους, οἳ νῦν ὅμοροι Χαλκιδέων οἰκοῦσιν: [4] τῆς δὲ Παιονίας παρὰ τὸν Ἀξιὸν ποταμὸν στενήν τινα καθήκουσαν ἄνωθεν μέχρι Πέλλης καὶ θαλάσσης ἐκτήσαντο, καὶ πέραν Ἀξιοῦ μέχρι Στρυμόνος τὴν Μυγδονίαν καλουμένην Ἠδῶνας ἐξελάσαντες νέμονται. [5] ἀνέστησαν δὲ καὶ ἐκ τῆς νῦν Ἐορδίας καλουμένης Ἐορδούς, ὧν οἱ μὲν πολλοὶ ἐφθάρησαν, βραχὺ δέ τι αὐτῶν περὶ Φύσκαν κατῴκηται, καὶ ἐξ Ἀλμωπίας Ἄλμωπας. [6] ἐκράτησαν δὲ καὶ τῶν ἄλλων ἐθνῶν οἱ Μακεδόνες οὗτοι, ἃ καὶ νῦν ἔτι ἔχουσι, τόν τε Ἀνθεμοῦντα καὶ Κρηστωνίαν καὶ Βισαλτίαν καὶ Μακεδόνων αὐτῶν πολλήν. τὸ δὲ ξύμπαν Μακεδονία καλεῖται, καὶ Περδίκκας Ἀλεξάνδρου βασιλεὺς αὐτῶν ἦν ὅτε Σιτάλκης ἐπῄει.

Ο όρος Ἄλμωψ μπορεί να ιδωθεί ως διμορφηματικός Ἄλμ-ωπ-ς με το πρώτο μόρφημα ἀλμ- να ανάγεται στη ρίζα *h2el(m)- «πηγάζω, αναβλύζω, ρέω» και με το δεύτερο μόρφημα να ανάγεται στον ο-βαθμό της ρίζας *weHp- «νερό, υδάτινη μάζα». Αν το άγνωστο λαρυγγικό είναι το h3 τότε έχουμε *h2elmo-wh3p-s > *almo-wop-s > Ἀλμο-ϝοψ > Ἄλμωψ. Αν πάλι δεν είναι το h3 τότε η αρχή είναι ο τύπος *h2elm-(w)oHp-s. Το πρώτο συνθετικό απαντά στο θρακο-μυσικό όνομα Ἄλμος του ποταμού στη Βουλγαρία (σημερινός Lom, στα λατινικά Almus), ενώ το δεύτερο συνθετικό απαντά στα ελληνικά ποταμωνύμια Ἰνωπός, Ἀσωπός κλπ και στα Μυσικά Ἀξιόπα (Axi-ūp-a = Černa Voda) και Σκενόπα (< Skin-ūp-a ίσως «σκονισμένο νερό» εκ του *(s)kenHes- «σκόνη,στάχτη», όπως οι ποταμοί Moldau και Prahova). Το Μυσικό επίθημα –ūp-a προέρχεται από τον μηδενικό βαθμό *weHp- > *uHp- ~ ūp-.

Με άλλα λόγια, οι Ἄλμωπες ήταν λίγο πολύ «αυτοί που κατοικούσαν στην περιοχή με τις πολλές πηγές/ρυάκια» και μπορείτε να μετρήσετε τα ρυάκια που συγκλίνουν για να σχηματίσουν τον εξερχόμενο ποταμό Μογλενίτσα.

Almopia

Τέλος, παραθέτω και τις ρίζες *h2el(m)- «πηγάζω, ρέω» και *weHp- «νερό, υδάτινη μάζα» που ανέφερα:

almops

Να σημειωθεί ότι το παλαιοσλαβωνικό vapa = λίμνη προέρχεται από τον ίδιο βαθμό ablaut με το ελληνικό -(ϝ)ωπ-, μιας και το ΠΙΕ μακρό *ō τράπηκε σε /a/ στην πρωτο-σλαβική (λ.χ. δρον ~ dar, γι-γνώ-σκω ~ zna-ti, δύω ~ dva).

Για όποιον ενδιαφέρεται για τη σχέση του πατέρα του Άλμωπα Ποσειδώνα με το γλυκό νερό πριν πάρει «μεταγραφή» στη θάλασσα, παραθέτω αυτήν την παλιά ανάρτηση.

20 Comments

Filed under Βαλκανικές γλώσσες, Γλωσσολογία, Ελληνική γλώσσα, Ινδοευρωπαϊκά θέματα, Σλαβικές γλώσσες

Μακεδονικές ετυμολογίες για τον φίλο ΚΕ #3

(συνέχεια από το μέρος #2)

4) Η λίμνη Βεγορίτιδα/Βοκέρια

Το υδρωνύμιο αυτό της Εορδαίας μαζί με το Βέρμιον και το Βρυάνιον, κατά τη γνώμη μου, δείχνουν ότι πίσω από από ένα μακεδονικό «β» μπορεί ενίοτε να κρύβεται ένα πλήρως συμφωνοποιημένο δίγαμμα *w>v. Το τυπικό παράδειγμα είναι ο θρακικός απόγονος της ρίζας *wr-ieh2 = «ακρόπολις», τον οποίο οι Έλληνες απέδιδαν από πολύ νωρίς ως Βρία και οι αιολικοί όροι βρόδον και βράκος που υποτίθεται ότι ανάγονται στη Σαπφώ (~600 π.Χ.).

Τα Βρία, Βέρμιον και Βρυάνιον τα έχω συζητήσει σε παλαιότερη ανάρτηση όπου παρουσίασα τους απογόνους της ρίζας *wer(s)- «ψηλά».

To υδρωνύμιο Βεγορίτιδα/Βοκέρια πιστεύω πως περιέχει την ρίζα *wegw- «υγρός», ο μηδενικός βαθμός της οποίας *ugw- κρύβεται στο ελληνικό ὑγ-ρός και στο λατινικό uv-idus ~ (h)um-idus που τα έχω επίσης παρουσιάσει σε παλαιότερη ανάρτηση.

wegw

*wegw-/wogw- > *veg-/vok- ~ Βεγ-/Βοκ-. Ίσως το τοπωνύμιο να είναι Φρυγικό μιας και στο Πατέλι (Άγιος Παντελεήμων) υπήρξε ακμαίος αρχαιολογικός ορίζοντας κατά την Φρυγική περίοδο της Μακεδονίας (~1150-850 π.Χ.). Η απηχηροποίηση *gw>g>k φαίνεται να είναι Θρακο-Φρυγικό φαινόμενο, όπως μαρτυρεί το όνομα της γειτονικής Κέλλης (θρακ. *κέλλα = πηγή < *gwelna > γερμ. Quelle, ελλην. βλύω, αναβλύζω). Έχω περιγράψει τη ρίζα και τους απογόνους σε προηγούμενη ανάρτηση για την Θρακική γλώσσα. Από τη Φρυγική γλώσσα έχουμε τα προτεινόμενα διαβάσματα των παρακάτω απηχηροποιημένων όρων: mekas = «μέγας» (<*meg’h2s) και κναίκα = «γυναίκα» (< *gweneh2):

mekas

Ίδιου τύπου απηχηροποίηση βλέπουμε στο μακεδονικό λήμμα: ἀρκόν = σχολήν (= αργία) Μακεδόνες.

Σχετικά με τον ακμαίο προμακεδονικό Φρυγικό πολιτισμό στον Άγιο Παντελεήμονα, ο Hammond πιστεύει ότι οι Ιλλυρικές παρενοχλήσεις που συνδέονται με την εξάπλωση του Ιλλυρικού αρχαιολογικού ορίζοντα Glasinac στην Μακεδονία μετά το 850 π.Χ. ευθύνονται για την παρακμή του. Την ανασύνθεση του Hammond της νεφελώδους προϊστορίας της περιόδου εξάπλωσης και μετέπειτα συρρίκνωσης (μετά το 700 π.Χ.) του ορίζοντα Glasinac την έχω παραθέσει σε προηγούμενη ανάρτηση για τους Ιλλυριούς. Εδώ απλά θα παραθέσω λίγα λόγια του Hammond για την Φρυγική φάση του Αγίου Παντελεήμονα:

Pateli1

Pateli2

5) Οι Δερρίοπες

Ένα από τα Άνω Μακεδονικά φύλα που κατοικούσαν στο δυτικό μέρος του Κάμπου της Πελαγονίας ήταν οι Δερρίοπες. Η περιοχή τους ήταν γνωστή σαν Δερρίοπος. Ο Στράβων μας πληροφορεί ότι οι πόλεις τους όπως οι Αλαλκομεναί, το Βρυάνιον και τα Στύβερρα ήταν χτισμένες πάνω στον Εριγώνα ποταμό.  Οι Αλαλκομενές ήταν στο σημερινό Bučin και, όπως λέει και το όνομά τους (ἄλαλκε = προστατεύω, διπλασιασμένος τύπος της ρίζας *h2lek- που έχει δώσει τους όρους ἀλέξω και ἄλκαρ, εξού και το επίθετο της Αθηνάς Ἀλαλκομενηίς = Προστάτις), φυλούσαν τo «Στενό της Πελαγονίας» (κατά τον Πλίνιο “Pelagoniae Fauces“) από το οποίο ο Εριγών εισερχόταν στον Πελαγονικό κάμπο. Τα Στύβερρα αρχικά ήταν στην σημερινή Bela Crkva, αλλά κατά την ρωμαϊκή περίοδο η νέα πόλη μεταφέρθηκε στο σημερινό Čepigovo. Παραθέτω τον Αυστριακό χάρτη της περιοχής (1904) για να κατατοπιστείτε γεωγραφικά:

Derriopos

Pelagoniae Fauces

Η αρχική περιοχή των Δερριόπων ήταν πάνω από την Ηράκλεια (Μοναστήρι) και δυτικά και κάτω από τον Εριγώνα, αν και με τον καιρό εξαπλώθηκαν προς τα ανατολικά του κάμπου. Σε αυτήν την θέση οι Δερρίοπες φυλούσαν δύο στενά: ένα αυτό από το οποίο ο Εριγώνας εισέρχεται στον πελαγονικό κάμπο που αναφέρθηκε παραπάνω και ένα νοτιότερα, από το οποίο ο ποταμός Ὀσφάγος (Sevnica/Šemnica) εισέρχεται στον κάμπο. Το όνομα Ὀσφάγος μας το δίνει ο Πλίνιος και αν δεν είναι δικιά του λανθασμένη απόδοση του τύπου Οἰσοφάγος, τότε μπορεί να είναι μακεδονικός διαλεκτικός τύπος του δευτέρου. Η σημασία «οισοφάγος» ταιριάζει στο στενό του Šemnica, όπως ο Πλίνιος χρησιμοποίησε τον όρο fauces = «φάρυγγας, λαιμός» για το στενό του Εριγώνα (λ.χ. φάρυγγας > φαράγγι). Παραθέτω παρακάτω τον ορισμό της περιοχής των Δερριόπων και μια εικόνα με τα δύο στενά:

Deuriopos

Τα λόγια του Στράβωνα είναι:

[7.7.8-9] ὁ δὲ Ἐρίγων πολλὰ δεξάμενος ῥεύματα ἐκ τῶν Ἰλλυρικῶν ὀρῶν καὶ Λυγκηστῶν καὶ Βρύγων καὶ Δευριόπων καὶ Πελαγόνων εἰς τὸν Ἀξιὸν ἐκδίδωσι. πρότερον μὲν οὖν καὶ πόλεις ἦσαν ἐν τοῖς ἔθνεσι τούτοις: τρίπολις γοῦν ἡ Πελαγονία ἐλέγετο, ἧς καὶ Ἄζωρος ἦν, καὶ ἐπὶ τῷ Ἐρίγωνι πᾶσαι αἱ τῶν Δευριόπων πόλεις ᾤκηντο, ὧν τὸ Βρυάνιον καὶ Ἀλαλκομεναὶ καὶ Στύβαρα: Κύδραι δὲ Βρύγων, Αἰγίνιον δὲ Τυμφαίων, ὅμορον Αἰθικίᾳ καὶ Τρίκκῃ

Από αυτό το χωρίο βρίσκουμε τέσσερεις διαφορετικούς πληθυσμούς να κατοικούν τον ευρύτερο κάμπο της Πελαγονίας: Οι Λυγκηστές στο νοτιότερο τμήμα κάτω από την Ηράκλεια (Μοναστήρι). Οι Δερρίοπες, όπως είπα, πάνω από τους Λυγκηστές και δυτικά του Εριγώνα. Οι Πελαγόνες πρέπει να κατοικούσαν ανατολικά του Εριγώνα και του σημερινού Blato μέχρι τον Πρίλαπο (Prilep) και, σύμφωνα με τον Hammond, οι Βρύγες (υπολείμματα των Βαλκανικών Φρυγών) κατείχαν το βοριοδυτικό τμήμα της πεδιάδας, δυτικά του Blato, από το στενό του Εριγώνα μέχρι το σημερινό Κρούσεβο. Με άλλα λόγια, οι Βρύγες ήταν οι Βόρειοι γείτονες των Δερριόπων και αυτό έχει σημασία για την ποικιλία του ονόματος Δευρίοπες αντί Δερρίοπες που χρησιμοποιεί ο Στράβων. Στις επιγραφές, ο μόνος τύπος που απαντά είναι «Δερρίοπες». Ένα χαρακτηριστικό της φρυγικής γλώσσας είναι η προχειλίωση πριν από ένηχα. Για να σας δώσω ένα παράδειγμα, η ρίζα *ksenwos στα ελληνικά έγινε ξένϝος και, μετά από την τρίτη αναπληρωματική έκταση, ξένος, ξεῖνος, ξῆνος κλπ. Οι φρυγικές επιγραφές μας έχουν δώσει τον τύπο ξεῦνος, που δείχνει πως το δίγαμμα αντί να χαθεί με απανπληρωματική έκταση μετατέθηκε μπροστά από το ένηχο σχηματίζοντας την δίφθογγο -ευ- (-enw- > -eun-). Εδώ να σημειωθεί ότι η ρίζα *ksenwos μέσα από την ποικιλία *ksōnwios είναι ο πρόγονος του πρωτοαλβανικού *ksōnwja που εξελίχθηκε κανονικά στο σημερινό αλβανικό huaj.

Γράφει για την φρυγική προχειλίωση ο Orel:

xeunos

Με άλλα λόγια, ο μυστηριώδης τύπος Δευρίοπες του Στράβωνα, αν δεν είναι τυπογραφικό λάθος, μιας και στις επιγραφές απαντά μόνο ο τύπος Δερρίοπες, μπορεί να είναι το «βρυγικό» ανάλογο του μακεδονικού Δερρίοπες. Το διπλό -ρρ- πριν από /ι/ είναι κάτι το αναμενόμενο σε Μακεδονία και Θεσσαλία (λ.χ. Μακεδονικά Βιστύρριος και Ἐρδάρριος και ίσως στο όνομα Ἀρριδαῖος/Ἐρριδαῖος, όπως τα Θεσσαλικά Κραννώνιος > Κραννούνν(ι)ος και η γενική τῆς πόλλιος):

Thessalian gemination

Όλα αυτά δείχνουν ότι η αρχική μορφή του όρου Δερρίοπες/Δευρίοπες πρέπει να ήταν *Δερϝ-ί-οπες. Το θέμα δερϝ– απαντά στους όρους δείρα = τράχηλος, δειρά = «ορεινό φαράγγι», δειρή  που σε μια επιγραφή της Αρκαδίας απαντά ως δερϝά, κάτι που δείχνει ότι το «ει» είναι νόθος δίφθογγος που προέκυψε κατά την τρίτη αναπληρωματική έκταση όπως το ξένϝος > ξεῖνος. Η λέξη μάλλον προέρχεται από τη ρίζα *gwerh3- «καταπίνω» (~ λαιμός, φάρυγγας) που κρύβεται πίσω από τους όρους βάραθρον, βέρεθρον, δέρεθρον, ζέρεθρον με τον Στράβωνα να μας πληροφορεί ότι ο τύπος ζέρεθρον ήταν Αρκαδικός και όντως σήμερα γνωρίζουμε ότι οι Αρκάδες έτρεψαν τα χειλοϋπερωικά *kw,gw πριν από κλειστά φωνήεντα (ε,ι) σε προστριβόμενα (τσ,τζ) που τα συμβόλιζαν με ειδικό γράμμα στο αλφάβητό τους (Greek Sigma 01.svg) και, αργότερα, στο πανελλήνιο αλφάβητο με «ζ» (*gwelh1es- > βάλλω,βέλος αλλά αρκαδικό ζέλλω).

Σε αυτό το σημείο πρέπει να ανακεφαλαιώσω αυτά που έχω δείξει μέχρι τώρα:

1) Οι Δερρίοπες/Δευρίοπες κατοικούσαν στο δυτικό μέρος του πελαγονικού κάμπου που έλεγχε το στενό του Εριγώνα που ο Πλίνιος ονομάζει “Fauces Pelagoniae” (Πελαγονικό φαράγγι) και το στενό του Οσφάγου (< Οισοφάγος ; ).

2) Οι Βρύγες ήταν οι βόρειοι γείτονες των Δερριόπων κατά τον Hammond και ένα χαρακτηριστικό της Φρυγικής γλώσσας ήταν η προχειλίωση ξένϝος > ξεῦνος που φαίνεται να εξηγεί τον τύπο Δευρίοπες.

3) Η ρίζα *gwerh3- έδωσε στην ελληνική τους όρους *gwerwa > δερϝά > δειρή = «τράχηλος, λαιμός, φαράγγι» και *gwer-e-dhrom > βέρεθρον,ζέρεθρον, βάραθρον «φαράγγι, άνοιγμα».

4) Η πρώτη πόλη των Δερριόπων που φυλούσε το στενό του Εριγώνα ήταν οι Αλαλκομενές, τοπωνύμιο που σημαίνει «φυλάκιο».

Η γνώμη μου είναι πως το όνομα Δερρίοψ/Δευρίοψ προέρχεται από το *gwer(h3)w-i-(h3)okw-s και σημαίνει «φύλακας/επιτηρητής των στενών» με το δεύτερο συνθετικό *h3ekw- «βλέπω» > επόπτης ~ ἐφορος που υπάρχει στο μακεδονικό επίθετο για τον αετό ἀργι-όπους (arg’-i-h3kw-ont- «με εναργή (=ξεκάθαρη) όψη (< *h3okw-) ~ όραση»). Θυμίζω τα σημασιακά παράλληλα *spek- > *skep-  «βλέπω» > σκοπός και ὁράω > προ-hορός > φρουρός .

Επομένως, αντί για παραδοσιακό φύλο της Πελαγονίας, οι Δερρίοπες μπορεί να ξεκίνησαν σαν σώμα Πελαγόνων που οργανώθηκε από τον Φιλίππο Β΄, κατά την αναδιοργάνωση που έκανε στην Άνω Μακεδονία, με αποστολή την «επιτήρηση/φρούρηση/εποπτεία» των δυτικών δειρών της Πελαγονίας» (Fauces Pelagoniae), οι οποίες κατέληξαν να είναι το βορειοδυτικό σύνορο του μακεδονικού βασιλείου. Στις περιγραφές των Ρωμαιο-Δαρδανικών εκστρατειών στην Πελαγονία, τόσο οι Ρωμαίοι όσο και οι Δάρδανοι και Ιλλυριοί σύμμαχοί τους εισβάλλουν στην Πελαγονία από αυτές ακριβώς τις δειρές (στενά, fauci). Το αντίστοιχό του θεσμού των Δερρι-όπων είναι οι μετέπειτα ρωμαιο-βυζαντινές φρουρές των κλεισουρών (< clausura) ή Κλεισουραρχίες και οι Δερβεναγάδες των Οθωμανών (Δερβέναγας = «φρούραρχος του δερβενιού = στενού»):

Η λέξη Δερβέναγας ή ντερβέναγας ή ντερβεναγάς είναι τουρκική λέξη σύνθετη εκ των περσικού “ντερμπέντ” (= δίοδος, πέρασμα) και “Αγάς” (= αρχηγός – τοπάρχης) που σημαίνει τον επιτετραμένο αρχηγό φρουράς διάβασης ή περάσματος (Δερβένι).

Το τουρκικό «δερβένι» (dervent) προέρχεται από το περσικό dar-band = «ασφαλισμένη/κλειδωμένη πόρτα» (locked gate):

Derbent occupies the narrow gateway between the Caspian Sea and the Caucasus Mountains connecting the Eurasian steppes to the north and the Middle East to the south. Its etymology derives from the Persian Darband (دربند), meaning “locked gate”, and it is often identified with the legendary Gates of Alexander, being known in Arabic as Bāb al Abwab (“Gate of Gates”) and Turkish as Demirkapı (“Iron Gate”).

Εκτός από το dervent, οι Τούρκοι ονόμαζαν τέτοιες κλεισούρες και σαν «Σιδηρόκαστρα» (Demir Hisar) και «Σιδηρόπορτες» (Demir kapi). To στενό του Αξιού στο Γευγελί είναι γνωστό σαν «Σιδηρόπορτα» Demirkapi, ενώ κοντά στα στενά που επέβλεπαν οι Δερρίοπες, οι Οθωμανοί είχαν ένα «Σιδερόκαστρο» (Demir Hisar) που επέβλεπε την κίνηση επί της οδού Μοναστηρίου-Κίτσεβου. Το άλλο γνωστό Σιδερόκαστρο/Demir Hisar φυλούσε τα στενά του Στρυμόνα, όπου ο Ιουστινιανός Β΄ ο Ρινότμητος είχε ιδρύσει μια Κλεισουραρχία «Σκυθών» (μάλλον οι Βούλγαροι του Κούβερ). Γράφει ο Πορφυρογέννητος για το Θέμα Στρυμόνος:

Τὸ δὲ θέμα τοῦ Στρυμόνος τῇ Μακεδονίᾳ συντέτακται καὶ οὐδαμοῦ τούτου λόγος ἐστι περὶ θέματος, ἀλλά εῖς κλεισούραν τάξιν λελόγισται. Καὶ Σκύθαι αὐτῷ ἀντί Μακεδόνων διανέμονται, Ἰουστινιανοῦ τοῦ Ρινοτμήτου ἐν τοῖς ὄρεσι τοῦ Στρυμόνος καὶ ταῖς διαβάθρες τῶν κλεισουρῶν τούτους ἐγκατοικίσαντος.

Δηλαδή, δεν ήταν κανονικό θέμα, αλλά ανήκε στις τάξεις των Κλεισούρων και οργανώθηκε σε Κλεισούρα από τον Ρινότμητο όταν εγκατέστησε «Σκύθες» να φυλάνε τις διαβάθρες των κλεισουρών του Στρυμόνα.

Η γνώμη μου είναι πως ο Φίλιππος Β΄ έκανε ακριβώς το ίδιο με τους Δερρίοπες (< δερϝ-ί-οπ-ες = «επιτηρητές/επόπτες των δερϝών ~ δειρών») και τα δυτικά στενά της Πελαγονίας. Ίσως ο όρος Δευρίοπες του Στράβωνα να αντιστοιχεί στην άνω Μακεδονική/πελαγονική ποικιλία του κάτω μακεδονικού Δερρίοπες.

6) Δοληνέσται και Κομβρεάται

Σε μία επιγραφή από τα Ρωμαϊκά Στύβερρα βρίσκουμε τα εθνικά «Κομβρεάται» και «Δοληνέστης» να προσδιορίζουν εφήβους που ενηλικιώθηκαν:

Dolenestes

Προφανώς πρόκειται για κατοίκους τριγύρω χωριών που ανήκαν στον «δήμο» Στυβέρρων. Ο τύπος Κομβρεάτης δείχνει ένα τοπωνύμιο *Κομβρέα όπως Τεγέα > Τεγεάτης και Νεμέα > Νεμεάτης/Νεμεήτης. Τα δύο αυτά τοπωνύμια της Πελοποννήσου προέκυψαν από τα ουδέτερα ουσιαστικά τέγος και νέμος ( *(s)teges- > Teges-eh2 > Tegeha > Τεγέα). Επομένως καταλήγουμε στο ουδέτερο  *κόμβρος και με το παράγωγο Κομβρέα να προϋποθέτει την τροπή του μεσοφωνηεντικού *-s->-h->∅ που είναι τυπική της ελληνικής και της φρυγικής γλώσσας. Το νόημα όμως της λέξης *κόμβρος μας το δίνει το θρακικό όνομα του σημερινού όρους Vitosha Σκόμβρος. Οι Θρακολόγοι, πιστεύουν εδώ και καιρό ότι ο «Σκόμβρος» του Θουκυδίδη αποδίδει το θρακικό *Skumbra = «ύψωμα, βουνό» από την ίδια ρίζα *(s)keumbh- που έχει δώσει το αγγλικό hump =  «λόφος, ύψωμα, καρούμπαλο, καμπούρα». Επομένως η Κομβρέα Στυβέρρων μπορεί να ήταν κάποιος οικισμός στα βουνά νότια του Čepigovo όπου σήμερα υπάρχουν σλαβικά τοπωνύμια όπως Zagoraniαυτοί που κατοικούν πέρα από το βουνό»):

Zagorani

Το /ο/ της Κομβρέας μπορεί να προέρχεται από την δίφθογγο /ου/(*(s)koumbh-reseh2 > Κομβρέα) και ίσως είναι τυπικό της Παιονικής γλώσσας, λ.χ. *dheub– > *dhouberos > Δόβηρος και το μάλλον μη ελληνικό μακεδονικό λήμμα γοτάν = ὗν Μακεδόνες (ονομαστική γοτάς/γοτέας ~ γοτᾶς = ὗς = γουρούνι, αγριογούρουνο)  που ο Orel θεωρεί παραλλαγή του *γουτ- < *gwou-to και ΙΕ συγγενή του αλβανικού *gwou-kos > *gau-ka > gak = «αγριογούρουνο», μορφή που απαντά στα Δακο-Θρακικά ονόματα Γαῦκος, Γαυκίας κλπ. Ότι το αγριογούρουνο ήταν συχνό θέμα ανθρωπωνυμίας στα αρχαία χρόνια μας το δείχνουν τα παραδείγματα:

λατ. verres > Gaius Verres , το όνομα Συάγριος (< σύαγρος) και το όνομα του Σασσανού στρατηγού Shahrbaraz = «το αγριογούρουνο της [Σασσανικής] αυτοκρατορίας».

Gaukos

Εδώ πρέπει να πω ότι και το ορωνύμιο Σκόμβρος της ορεινής μάζας Rila-Vitosha μπορεί να μην είναι Θρακικό, αλλά Παιονικό, μιας και, σύμφωνα με τον Θουκυδίδη, το όρος αυτό ήταν το Θρακο-Παιονικό σύνορο. Με άλλα λόγια, έχουμε το ορωνύμιο Σκόμβρος στα ανατολικά παιονικά σύνορα και το εθνικό Κομβρεάτης στα δυτικά παιονικά σύνορα.

Πάμε τώρα στο εθνικό «Δοληνέστης». Γνωρίζουμε ότι οι Μακεδόνες προσέθεταν το επίθημα -εστης για να κατασκευάσουν εθνικά ακόμη και εκεί που το επίθημα δεν είναι γλωσσολογικά αναμενόμενο, όπως λ.χ. ο τύπος Ἐορδέστης αντί του Ἐορδαίος:

Eordestes

Επομένως, το τοπωνύμιο που κρύβεται πίσω από το εθνικό μάλλον είναι η *Δολήνη. Το τοπωνύμιο αυτό μάλλον είναι η κοινή αττική εκδοχή του διαλεκτικού *Δολάνᾱ/*Δολήνᾱ (λ.χ. Ἀθήνη ~ Ἀθάνᾱ ~ Ἀθήνᾱ, Μεσσήνη κλπ.) και ίσως περιέχει το επίθημα του Hoffmann στην «δυτική» ελληνική του μορφή (λ.χ. Ἑλλᾶνες ~ Ἕλληνες, Ἀκαρνᾶνες, Ἐὐρυτᾶνες, Ἀρκτᾶνες και το μακεδονικό πελιγᾶνες). Επομένως μένει να βρούμε το θέμα  Δολ-. Νομίζω ότι ταιριάζει γάντι η ρίζα *dholh2os «κοίλωμα», που ενώ στην ελληνική έδωσε τη λέξη θόλος, στις άλλες ΙΕ γλώσσες έγινε «κοιλάδα», όπως στο αγγλικό dale, γερμανικό thal (Neanderthal= η κοιλάδα του Νeumann, που επειδή ήταν βαρεμένος φιλέλληνας άλλαξε το όνομά του από Neumann σε Neander = Νέανδρος) και στα διάφορα σλαβικά dol, dolina κλπ.

dholh2os

Επομένως Κομβρεάτης φαίνεται να είναι ο «βουνίσιος» και Δοληνέστης ο «κοιλαδίτης». Το τοπωνύμιο *Δολήνᾱ/*Δολάνᾱ που φαίνεται να κρύβεται πίσω από το εθνικό «Δοληνέστης» είναι λίγο πολύ ανάλογο του σλαβικού dolina:

*dholh2-en/an- > dholē/ānā > Δολήνη

*dholh2-i-h3nh2-eh2 > *dholīnā > dolina

(συνέχεια στο μέρος #4)

5 Comments

Filed under Βαλκανικές γλώσσες, Γλωσσολογία, Ελληνική γλώσσα, Ινδοευρωπαϊκά θέματα

Μακεδονικές ετυμολογίες για τον φίλο ΚΕ #2

(συνέχεια από το μέρος #1)

2) Ἐορδαία

Η Εορδαία ήταν το δυτικότερο μέρος του παλαιού Μακεδονικού Βασιλείου. Η σημασία της ήταν στρατηγική μιας και περιείχε δύο «κλεισούρες» της Εγνατίας οδού (μία ανατολική προς την Έδεσσα και το Κιρλί Δερβένι στα σύνορα με την Λυγκηστίδα) που επέτρεπαν τον έλεγχο αυτής της σημαντικής οδού και ήταν η μόνη περιοχή του παλαιού βασιλείου που συνόρευε με τις περισσότερες περιοχές της Άνω Μακεδονίας (με τη Λυγκηστίδα στα βόρεια, με την Ορεστίδα στα νοτιοδυτικά με την οποία επικοινωνούσε μέσω του στενού της Βλαχοκλεισούρας και με την Ελίμεια στα νότια).

CAH Mak regions

Το όνομά της, όπως δείχνει το επίθημα -ια είναι παράγωγο και σημαίνει «η περιοχή των Εορδών», όπως η Θεσσαλία είναι «η περιοχή των Θεσσαλών». Οι Ἐορδοί ήταν το προμακεδονικό φύλο που κατοικούσε την περιοχή και ο Θουκυδίδης μας πληροφορεί πως κατά την Μακεδονική κατάκτηση οι Μακεδόνες εξόντωσαν σχεδόν όλο το φύλο, με τους λίγους επιζώντες να μεταναστεύουν στη Φύσκα της Χαλκιδικής.

[Θουκ. 2.99] τῶν γὰρ Μακεδόνων εἰσὶ καὶ Λυγκησταὶ καὶ Ἐλιμιῶται καὶ ἄλλα ἔθνη ἐπάνωθεν, ἃ ξύμμαχα μέν ἐστι τούτοις καὶ ὑπήκοα, βασιλείας δ᾽ ἔχει καθ᾽ αὑτά. [3] τὴν δὲ παρὰ θάλασσαν νῦν Μακεδονίαν Ἀλέξανδρος ὁ Περδίκκου πατὴρ καὶ οἱ πρόγονοι αὐτοῦ, Τημενίδαι τὸ ἀρχαῖον ὄντες ἐξ Ἄργους, πρῶτοι ἐκτήσαντο καὶ ἐβασίλευσαν ἀναστήσαντες μάχῃ ἐκ μὲν Πιερίας Πίερας, οἳ ὕστερον ὑπὸ τὸ Πάγγαιον πέραν Στρυμόνος ᾤκησαν Φάγρητα καὶ ἄλλα χωρία (καὶ ἔτι καὶ νῦν Πιερικὸς κόλπος καλεῖται ἡ ὑπὸ τῷ Παγγαίῳ πρὸς θάλασσαν γῆ), ἐκ δὲ τῆς Βοττίας καλουμένης Βοττιαίους, οἳ νῦν ὅμοροι Χαλκιδέων οἰκοῦσιν: [4] τῆς δὲ Παιονίας παρὰ τὸν Ἀξιὸν ποταμὸν στενήν τινα καθήκουσαν ἄνωθεν μέχρι Πέλλης καὶ θαλάσσης ἐκτήσαντο, καὶ πέραν Ἀξιοῦ μέχρι Στρυμόνος τὴν Μυγδονίαν καλουμένην Ἠδῶνας ἐξελάσαντες νέμονται. [5] ἀνέστησαν δὲ καὶ ἐκ τῆς νῦν Ἐορδίας καλουμένης Ἐορδούς, ὧν οἱ μὲν πολλοὶ ἐφθάρησαν, βραχὺ δέ τι αὐτῶν περὶ Φύσκαν κατῴκηται, καὶ ἐξ Ἀλμωπίας Ἄλμωπας. [6] ἐκράτησαν δὲ καὶ τῶν ἄλλων ἐθνῶν οἱ Μακεδόνες οὗτοι, ἃ καὶ νῦν ἔτι ἔχουσι, τόν τε Ἀνθεμοῦντα καὶ Κρηστωνίαν καὶ Βισαλτίαν καὶ Μακεδόνων αὐτῶν πολλήν. τὸ δὲ ξύμπαν Μακεδονία καλεῖται, καὶ Περδίκκας Ἀλεξάνδρου βασιλεὺς αὐτῶν ἦν ὅτε Σιτάλκης ἐπῄει.

Ο τύπος που μας δίνει ο Θουκυδίδης Ἐορδία είναι γλωσσολογικά ορθότερος (Θεσσαλ-ός > Θεσσαλ-ία, Βοιωτ-ός > Βοιωτ-ία άρα Ἐορδ-ός > Ἐορδ-ία). Οι νέοι Μακεδόνες κάτοικοι δεν ονομαζόταν Ἐορδοί, αλλά Ἐορδαίοι και Ἐορδέστες. Το κύριο χαρακτηριστικό της περιοχής είναι οι λίμνες της: Βεγορίτιδα/Βοκέρια (Όστροβο) είναι η μεγαλύτερη και οι μικρότερες είναι η Χειμαδίτιδα και η λίμνη της Πέτρας. Για να κατατοπιστείτε στην γεωγραφία της Εορδαίας, παραθέτω τον Αυστριακό χάρτη του 1904 της περιοχής:

Eordaia

Υπογράμμισα την δυτική «κλεισούρα» της Εορδαίας (Κιρλί Δερβένι) και σας θυμίζω ότι στα αρχαία χρόνια, η Εγνατία περνούσε από την νοτιοανατολική όχθη της Βεγορίτιδος και όχι την βορειοδυτική. Η ανατολική «κλεισούρα» της Εορδαίας δεν φαίνεται στον χάρτη. Παραθέτω και την περιγραφή του Eugene Borza για την γεωστρατηγική θέση της Εορδαίας:

Eordaia Borza

Στα ελληνιστικά χρόνια που ακολούθησαν τον θάνατο του Αλεξάνδρου, Μακεδόνες άποικοι μεταφέρθηκαν στην Χαονική Δασσαρήτιδα, δηλαδή στην περιοχή της σημερινής Κορυτσάς. Άποικοι από τα Μέγαρα της Ελιμείας ίδρυσαν τα Χαονικά Μέγαρα που αναφέρονται από τον Πλούταρχο στον Βίο του Πύρρου και, προφανώς, άποικοι από την Εορδαία ευθύνονται για το όνομα του ποταμού «Ἐορδαϊκός» (ο σημερινός Devoll) και για το τοπωνύμιο Κέλλιον (~ Κέλλη Εορδαίας, που φαίνεται να περιέχει τον Θρακο-Φρυγικό όρο *gwelna > *kella = «πηγή»). Γράφει ο Μιλτιάδης Χατζόπουλος γι΄αυτόν τον μακεδονικό εποικισμό της Δασσαρήτιδας (περιοχή του κάμπου της Κορυτσάς):

Eordaikos

Ο ποταμός Εορδαϊκός παροχέτευε την πλέον αποξηραμένη λίμνη Maliq, στις όχθες της οποίας αναπτύχθηκε ένας σημαντικός ενεολιθικός (3η χιλιετία π.Χ.) αρχαιολογικός πολιτισμός που έχει συσχετιστεί (η φάση Maliq II) με την «έλευση των πρωτο-Ελλήνων». Ο αλβανός αρχαιολόγος Frano Prendi που εξέτασε τον ενεολιθικό πολιτισμό Maliq μας πληροφορεί ότι οι τότε κάτοικοι είχαν μια έντονη λατρεία του «νερο-πουλιού» (water-bird cult), η μορφή του οποίου απαντά σε πολλά ευρήματα (αγαλματίδια και ορνιθόμορφα βάζα).

water-bird cult

Η πληροφορία αυτή με βοήθησε να καταλάβω γιατί οι Εορδαίοι ονόμασαν τον ποταμό Εορδαϊκό και, εν τέλει, πως ετυμολογείται -κατά την ταπεινή μου γνώμη- το όνομα Ἐορδοί. Το κύριο χαρακτηριστικό της λίμνης Βεγορίτιδος, αλλά και όλων των λιμνών της δυτικής Μακεδονίας (Καστοριά, Πρέσπες, Οχρίδα) είναι ο Ερωδιός. Πιστεύω πως οι προμακεδονικοί Εορδοί ονομάστηκαν έτσι διότι ζούσαν στις λίμνες της Εορδαίας «μαζί με τους Ερωδιούς», ακριβώς όπως οι Μολοσσοί Αρκτάνες ονομάστηκαν έτσι επειδή ζούσαν «μαζί με τις Αρκούδες» στην Πίνδο. Επομένως, πρέπει να εξηγήσω πως ο όρος ἐορδός είναι διαλεκτική παραλλαγή (ή ΙΕ συγγενής αν είναι φρυγικός) του όρου ἐρωδιός.

Ο ελληνικός όρος ἐρωδιός έχει ΙΕ καταγωγή και προέρχεται από την ρίζα *h1orHd-eh2 (όπου Η άγνωστο λαρυγγικό). Το λατινικό όνομα του πουλιού ardea και ο σερβο-κροατικός όρος roda = πελαργός προέρχονται από την ίδια ρίζα, όπως μας πληοροφορούν οι Mallory & Adams:

erodios

Η πορεία προς το ελληνικό ἐρωδιός περιλαμβάνει τρία βήματα:

1) Την μετάθεση του /o/ μεταξύ του /r/ και του λαρυγγικού *h1orHd-eh2 > h1roHd-eh2 ώστε να προκύψει το μακρό *ō (=ω).

2) Την φωνηεντοποίηση του αρκτικού λαρυγγικού *h1>e όπως στα *h1rudh-ros > ρυθρός και *h1leudh-ros > λεύθερος:

*h1roHd-eh2 > *erōdā

3) Την αλλαγή του γένους της λέξης από θηλυκό σε αρσενικό με την αντικατάσταση του επιθήματος *-eh2 με το αρσενικό *-ios:

*erōd-ā > erōd-ios ~ ἐρωδιός

Ὀταν εξετάζουμε τους μακεδονικούς όρους Εορδοί, Εορδαία βλέπουμε ότι και οι δύο διατηρούν το αμτάθετο βραχύ /o/ και ότι ο δεύτερος όρος είναι παράγωγο του θηλυκού *Ἐόρδᾱ, όπως και η αναδομημένη ΙΕ ρίζα. Το αμετάθετο και βραχύ /o/ μπορεί να εξηγηθεί με δύο τρόπους:

α) ή δεν έγινε ποτέ η μετάθεση του βήματος (1) και με τον καιρό χάθηκε το λαρυγγικό: *h1orHd-eh2 > *h1ord-eh2

β) ή η μετάθεση έγινε κανονικά και κάποια στιγμή έγινε νέα μετάθεση  ἐρωδ- > ἐωρδ-, όπου το μακρό φωνήεν βρίσκεται πριν από συμφωνικό σύμπλεγμα που περιέχει ένηχο (r) και, επομένως, ο νόμος του Osthoff απαιτεί βράχυνση του μακρού φωνήεντος (λ.χ. ὁ βασιληύς > βασιλεύς, αλλά η γενική τοῦ βασιλος ~ βασιλέως).

Μία ανάλογη διαδικασία έγινε στην Κρήτη με το υποκοριστικό όνομα Πρωτεσίλας (< Πρωτεσίλαος) που απαντά επιγραφικά ως Πορτεσίλας (Πρωτ- > Πωρτ- > Πορτ-).

Portesilas

Επομένως δεν υπάρχει καμία γλωσσολογική ένσταση στο να θεωρήσουμε τον τύπο ἐορδός/ἐόρδᾱ(ς) σαν διαλεκτικές ποικιλίες του όρου ἐρωδιός. Το γεγονός ότι ο όρος απαντά ως εθνωνύμιο ενός λαού που ζούσε «μαζί με τους ερωδιούς» στις λίμνες της Εορδαίας, μαζί με το ότι οι Εορδαίοι άποικοι ονόμασαν Εορδαϊκό τον ποταμό, όπου κατά την ενεολιθική περίοδο ο κόσμος λάτρευε τους ερωδιούς, νομίζω κάνει την ετυμολογική πρόταση πολύ πιθανή.

Κλείνω το θέμα με την παρουσίαση των αποικιών των ερωδιών σήμερα και με μια φωτογραφία του εντυπωσιακού λευκού ερωδιού. Παρατηρήστε την συγκέντρωσή τους στους υδροβιότοπους της δυτικής Μακεδονίας:

Heron

3) Ο ποταμός Λουδίας

Σύμφωνα με τον Πλούταρχο (De exilio, 603c), o Θεόκριτος ο Χίος λοιδόρησε τον Αριστοτέλη που δέχθηκε την πρόταση του Φιλίππου να γίνει δάσκαλος των αριστοκρατικών παίδων της Μακεδονίας λέγοντας ότι «άφησε την Ακαδημία του Πλάτωνα στην Αθήνα για να πάει να κατοικήσει στις προχοές (εκβολές) του Βορβόρου, προτιμώντας τον τρόπο ζωής (δίαιτα) του Φιλίππου και του Αλεξάνδρου». Σύμφωνα με τον Πλούταρχο, υπήρχε ένας ποταμός κοντά στην Πέλλα τον οποίο οι Μακεδόνες ονόμαζαν Βόρβορο.

Ἀριστοτέλην δὲ καὶ λελοιδόρηκε Θεόκριτος ὁ Χῖος, ὅτι τὴν παρὰ Φιλίππῳ καὶ Ἀλεξάνδρῳ δίαιταν ἀγαπήσας

εἵλετο ναίειν
ἀντ᾽ Ἀκαδημείας Βορβόρου ἐν προχοαῖς.
ἔστι γὰρ ποταμὸς περὶ Πέλλην, ὃν Μακεδόνες Βόρβορον καλοῦσι.

Καμία άλλη πηγή δεν αναφέρει την ύπαρξη ενός ποταμού κοντά στην Πέλλα με το όνομα Βόρβορος = «λασπόνερα, βάλτος». Αυτό ώθησε τον Hammond να προτείνει την ύπαρξη ενός παραπόταμου του Αξιού που είχε την εκβολή του στην Λουδιακή λίμνη (= Βάλτος των Γιαννιτσών) δίπλα στην Πέλλα, ενώ ο Eugene Borza, αφού παρατήρησε ότι η λέξη βόρβορος = λασπόνερα είναι ηχητικά όμοια με τη λέξη βάρβαρος (δηλαδή υπονοεί πως ο Θεόκριτος εννοούσε «άφησε την Αθήνα για τους βαρβάρους»), λέει πως μπορεί ο Πλούταρχος να έκανε λάθος, μιας και ο Αριστοτέλης δίδαξε στην Μίεζα (κοντά στη Νάουσα), επομένως ο ποταμός Βόρβορος πρέπει να αναζητηθεί κάπου εκεί.

borboros

Αν με ρωτούσατε μέχρι πέρυσι θα σας έλεγα ότι ο Πλούταρχος έκανε λάθος, δηλαδή δεν υπήρχε κάποιος ποταμός  με όνομα Βόρβορος, απλώς ο όρος βόρβορος = «λασπόνερα» ήταν αναφορά στην ελώδη Λουδιακή λίμνη. Φέτος συνειδητοποίησα ότι ο ποταμός Βόρβορος υπήρχε πάντοτε, απλώς είχε ένα άλλο όνομα με την ίδια σημασία.

Πρώτα από όλα λίγη γεωγραφία. Κατά την αρχαιότητα, ο Θερμαϊκός κόλπος είχε δύο μυχούς. Ο ανατολικός μυχός της Θεσσαλονίκης είναι αυτός που υπάρχει μέχρι σήμερα, ενώ κάποτε υπήρχε και ένας δυτικός μυχός που έκανε την Πέλλα σχεδόν παραθαλάσσια πόλη. Αυτός ο δυτικός μυχός ήταν σημείο εκβολής τριών ποταμών: του Αλιάκμονα, του Λουδία και του Αξιού. Αυτές οι τρεις κοντινές εκβολές μετέτρεψαν την περιοχή σε μια τεράστια αμμώδη ακτή, η οποία ονομαζόταν Ἀμαθία (= ἄμαθος) από τους Μακεδόνες και Ἠμαθίη από τον Όμηρο (το /η/ οφείλεται σε μετρική έκταση α>ᾱ>η, όπως το Εἰρέτρια για την Ἐρέτρια και το Οὔλυμπος για τον Ὄλυμπο). Με τον καιρό, οι προσχώσεις των ποταμών έκλεισαν τον μυχό μετατρέποντάς τον στην ελώδη Λουδιακή λίμνη, που στις αρχές του 20ου αιώνα ήταν γνωστή ως ο Βάλτος των Γιαννιτσών. Κατά την περίοδο 1928-1932 πραγματοποιήθηκε η αποξήρανσή της. Παραθέτω παρακάτω δύο χάρτες έναν που δείχνει την κατάσταση κατά τον 1° π.Χ. αιώνα και έναν που δείχνει την κατάσταση στις αρχές του 20ου.

Loudias1

Ο Λουδίας κατεβαίνει από την Αλμωπία και, όσο ακόμα υπήρχε η Λουδιακή λίμνη, είχε την εκβολή του στην δυτική όχθη αυτής. Η λίμνη ήταν το σημείο όπου ο Αλιάκμονας και ο Λουδίας συναντιόταν και, σύμφωνα με τον Ηρόδοτο που γράφει γύρω στο 435 π.Χ., το κοινό εκβολικό «ρέεθρον» που σχημάτιζαν οι δύο ποταμοί αποτελούσε το σύνορο της Μακεδονίδος (στα νότια) και της Βοττιαίας/Βοττιαιίδος (στα βόρεια).

[Ηρ. 7.127] ὡς δὲ ἐς τὴν Θέρμην ἀπίκετο ὁ Ξέρξης, ἵδρυσε αὐτοῦ τὴν στρατιήν. ἐπέσχε δὲ ὁ στρατὸς αὐτοῦ στρατοπεδευόμενος τὴν παρὰ θάλασσαν χώρην τοσήνδε, ἀρξάμενος ἀπὸ Θέρμης πόλιος καὶ τῆς Μυγδονίης μέχρι Λυδίεώ τε ποταμοῦ καὶ Ἁλιάκμονος, οἳ οὐρίζουσι γῆν τὴν Βοττιαιίδα τε καὶ Μακεδονίδα, ἐς τὠυτὸ ῥέεθρον τὸ ὕδωρ συμμίσγοντες. [2] ἐστρατοπεδεύοντο μὲν δὴ ἐν τούτοισι τοῖσι χωρίοισι οἱ βάρβαροι, τῶν δὲ καταλεχθέντων τούτων ποταμῶν ἐκ Κρηστωναίων ῥέων Χείδωρος μοῦνος οὐκ ἀντέχρησε τῇ στρατιῇ πινόμενος ἀλλ᾽ ἐπέλιπε.

Ο Ηρόδοτος είναι ο πρώτος που αναφέρει τον ποταμό Λουδία ως Λυδία, προφανώς διότι έτσι τον άκουσε από τους Μακεδόνες. Ο Στράβων αργότερα τον ονομάζει Λουδία, ενώ ο αθηναίος Αισχίνης Λοιδία.

[Αισχίνης, Περὶ τῆς Παραπρεσβείας, 124]

τίνες οὖν ἦσαν αἱ ἀπάται, ταῦτα γὰρ τοῦ γόητος ἀνθρώπου, ἐξ ὧν εἴρηκε λογίσασθε. εἰσπλεῖν μέ φησιν ἐν μονοξύλῳ πλοίῳ κατὰ τὸν Λοιδίαν1 ποταμὸν τῆς νυκτὸς ὡς Φίλιππον, καὶ τὴν ἐπιστολὴν τὴν δεῦρο ἐλθοῦσαν Φιλίππῳ γράψαι. ὁ μὲν γὰρ Λεωσθένης, ὁ φεύγων ἐνθένδε διὰ τοὺς συκοφάντας, οὐ δυνατὸς ἦν ἐπιδεξίως ἐπιστολὴν γράψαι, ὃν οὐκ ὀκνοῦσί τινες ἀποφαίνεσθαι μετὰ Καλλίστρατον τὸν Ἀφιδναῖον τῶν ἄλλων μάλιστα εἰπεῖν δύνασθαι:

1 Λοιδίαν Reiske (Harpocration) : Λυδίαν MSS.

[Στράβων, 7. fr. 20]

μετὰ δὲ τὸ Δῖον αἱ τοῦ Ἁλιάκμονος ἐκβολαί: εἶτα Πύδνα Μεθώνη Ἄλωρος καὶ ὁ Ἐρίγων ποταμὸς καὶ Λουδίας, ὁ μὲν ἐκ Τρικλάρων ῥέων δι᾽ Ὀρεστῶν καὶ τῆς Πελαγονίας ἐν ἀριστερᾷ ἀφιεὶς τὴν πόλιν καὶ συμβάλλων τῷ Ἀξιῷ: ὁ δὲ Λουδίας εἰς Πέλλαν ἀνάπλουν ἔχων σταδίων ἑκατὸν καὶ εἴκοσι. μέση δ᾽ οὖσα ἡ Μεθώνη τῆς μὲν Πύδνης ὅσον τετταράκοντα σταδίων ἀπέχει, τῆς Ἀλώρου δὲ ἑβδομήκοντα.

Όπως έχει προτείνει ο Χατζόπουλος, το αρχικό όνομα του ποταμού πρέπει να ήταν Λοιδίας, με την δίφθογγο οι να ακολουθεί την τυπική διαδικασία μονοφθογγοποίησης οι> υ/ου (λ.χ. κοίμᾱσις > κουμάσιον > κουμᾶσι και το μακεδονικό λήμμα ετής = οἰετής). Το τουρκικό όνομα του ποταμού ήταν Καρά Ασμάκ (= Μαύρο Ποτάμι), «μαύρο» εξαιτίας των θολών και λασπωδών νερών του. Ο Λοιδίας λοιπόν ταιριάζει απόλυτα με τον μυστήριο ποταμό κοντά στην Πέλλα που ο Πλούταρχος ονομάζει «Βόρβορο». Τώρα το μόνο που μένει είναι να βρούμε την ετυμολογία του. Αυτή προκύπτει εύκολα αν εξετάσουμε έναν αλβανικό και παλαιοπρωσικό (γλώσσα του βαλτικού κλάδου) όρο για τη «λάσπη». Η ΙΕ ρίζα *h2lei- «πασαλείβω, λερώνω, αλείφω» έχει δώσει την επαυξημένη παράγωγο ρίζα *h2loid- «βρωμιά, λάσπη» που κρύβεται πίσω από το αλβανικό ledh «λάσπη, άργιλλος, αμμώδης πρόσχωση, προχοή (river mouth !!!)» (< PA *laida < h2loid-os) και το παλαιοπρωσικό laydis = «λάσπη, άργιλλος, πηλός».

ledh

Επομένως, ο Λοιδ-ίας είναι γλωσσολογικά πιθανόν να σημαίνει «Βόρβορος» και δεν αποκλείεται ο Πλούταρχος να χρησιμοποίησε μια μακεδονική πηγή που απέδωσε το διαλεκτικό Λοιδίας/Λυδίας/Λουδίας με τον ταυτόσημο πανελλήνιο όρο Βόρβορος !!! 

Αυτή η συνειδητοποίηση μας ανοίγει την πόρτα για την ετυμολόγηση του ελληνικού ρήματος λοιδορέω = «κοροϊδεύω, προσβάλλω». Μήπως το ρήμα αρχικά σήμαινε «λασπώνω, αμαυρώνω, σπιλώνω»; Ὀλες αυτές οι σημασίες που σχετίζονται με τη λάσπη και τη βρωμιά έχουν την μεταφορική σημασία της λοιδορίας! Το ίδιο και στις άλλες γλώσσες, όπως λ.χ. το αγγλικό smear που σημαίνει κυριολεκτικά λερώνω και μεταφορικά «λασπώνω» και το denigrate που κατάγεται από λατινικό denigro = αμαυρώνω.

(συνέχεια στο μέρος #3)

16 Comments

Filed under Γλωσσολογία, Ελληνική γλώσσα, Ινδοευρωπαϊκά θέματα

Μακεδονικές ετυμολογίες για τον φίλο ΚΕ #1

Λίγες μέρες πριν, ο φίλος ΚΕ μου θύμισε σε ένα του σχόλιό του μια συζήτηση που είχαμε 4-5 χρόνια πριν πάνω στα ανετυμολόγητα Μακεδονικά ανθρωπωνύμια, τοπωνύμια και λήμματα. Γράφει στο σχόλιό του ο KE:

Περιμένω πότε θα ξεβαρεθείς λοιπόν 🙂 – και αν τελικά το τελειώσεις το ετυμολογικό/γλωσσολογικό άρθρο που συζητούσαμε κάποτε σε άλλες εποχές (και σου είχα αναφέρει να το στείλεις και στο Χατζόπουλο) αναμένω και την ανάγνωση του.

Εκείνες τις «άλλες εποχές», όπως λέει ο ΚΕ, που είχαμε τη συζήτηση, ήμουν ακόμα νεομύητος και ανώριμος σε γλωσσολογικά θέματα έχοντας διαβάσει όλα κι όλα μόνο δύο γλωσσολογικά βιβλία (το “The Oxford Introduction to PIE and the PIE world” των Mallory & Adams και το «Ιστορία της Ελληνικής Γλώσσας από τις Αρχές ως την Ύστερη Αρχαιότητα» που επιμελήθηκε ο μακαρίτης Τάσος Χρηστίδης και του οποίου την αγγλική μετάφραση εξέδωσε ο Cambridge University Press). Σήμερα, 4-5 χρόνια μετά, η γλωσσολογική βιβλιοθήκη μου υφίσταται σε ένα γεμάτο ράφι με φάρδος ενάμισι μέτρο και αμέτρητα pdf. Κοιτώντας τον εαυτό μου 4-5 χρόνια πριν με τα σημερινά μου μάτια θα με έκρινα «αδιάβαστο» και «ανώριμο» σε πολλά θέματα μιας και πολλά θέματα τα εμπέδωσα ύστερα από εκείνες τις συζητήσεις με τον ΚΕ. Έτσι λ.χ. το ΙΕ ablaut το εμπέδωσα πραγματικά αφού διάβασα το βιβλίο του Ben Fortson που έχω παραθέσει για κατέβασμα, την ικανότητα να κινούμαι με άνεση στα σιγματόληκτα ουδέτερα (λ.χ. γένος, κράτος κλπ) και στα παράγωγά τους (λ.χ. ὁμογενής, ὁμογένεια, ὁμόγνιος, ὁμόγνητος) την απέκτησα αφού διάβασα το βιβλίο του Torsten Meissner “s-stem Nouns and Adjectives in Greek and PIE” και αυτό το βιβλίο έχει μείνει στην μνήμη μου για 4 λόγους:

1) Ήρθε με καθυστέρηση 2 εβδομάδων επειδή δεν πετούσαν τα αεροπλάνα λόγω του νέφους ηφαιστειακής τέφρας που είχε προκύψει από το Ηφαίστειο στην Ισλανδία τον Απρίλη του 2010.

2) Μου έλυσε την απορία της επιβίωσης του «ανώμαλου» μεσοφωνηεντικού /s/ στα σύνθετα του τύπου ορεσ-ί-τροφος στην ελληνική που απώλεσε το κληρονομημένο μεσοφωνηεντικό της -s- (λ.χ. *g’enh1es- > τὸ γένος, τοῦ γένεσ-ος > γένεhος ~ γένεος ~ γένους) όπως στο «κανονικό» *ὀρεσ-ί-της > ὀρείτης (~ ὀρέσ-της) και στα σύνθετα σε ὀρει- όπως ὀρει-τρεφής. Δεν πρόκειται για «επιβίωση», αλλά για αναλογική επανεμφάνιση.

3) Από αυτό το βιβλίο κατάλαβα γιατί τα ουδέτερα σε -ος σχηματίζουν αρσενικά και θηλυκά επίθετα σε -ης και ουδέτερα σε -ες (λ.χ. κράτος > ὁ,ἡ ἐγκρατής, τὸ ἐγκρατές). Το /η/ προέκυψε από την αναπληρωματική έκταση του νόμου του Szemerènyi: ἐν-κρατέσ-ς > ἐγκρατής (-ess- > -ēs). Το ουδέτερο διατήρησε το /ε/ επειδή δεν υπάρχει το αρσενικόκλιτο επίθημα -ς (λ.χ. ὁ θρασύς, τὸ θρασύ από τα υ-ληκτα επίθετα).

4) Η εξέταση στο βιβλίο της πιθανότητας ύπαρξης ενός κληρονομημένου ΙΕ ουδετέρου *apel-(es-) ~ ἄπελος = «σθένος» που κρύβεται πίσω από τους όρους ἀπειλή (ἀπελ-ιή) = επίδειξη ισχύος και ὁλιγηπελής (ὁλιγο-απελής) = ολιγοσθενής μου άνοιξε τον δρόμο για την ετυμολόγηση του θεωνυμίου Ἀπόλλων/Ἀπέλλων/Ἄπλουν/Ἀπείλων ως Ἀπέλ-ιων = «Ισχυρός» που έχω παραθέσει σε προηγούμενη ανάρτηση. Το μόνο που έχω να προσθέσω στο θέμα σήμερα είναι το μυκηναϊκό θεοφορικό όνομα Ἰσχυόδοτος (Γραμμική Β΄ I-su-ku-wo-do-to) που εμφανίζεται στις πινακίδες Γραμμικής Β΄ της Κνωσσού το οποίο, όπως εξηγεί και ο Garcia-Ramon, δείχνει την ύπαρξη λατρείας μιας «Ισχυρής»  θεότητας.

Iskhuodotos

Γενικώς ωρίμασα αρκετά στα γλωσσολογικά σε αυτά τα 4-5 χρόνια που πέρασαν ώστε, όπως έγραψα και πιο πάνω, όταν κοιτάω σήμερα τον εαυτό μου σε εκείνες τις πρώτες συζητήσεις με τον ΚΕ, μοιάζω ανώριμος και αδιάβαστος. Βέβαια, πρέπει να πω ότι από τις Μακεδονικές ετυμολογήσεις που θα παρουσιάσω παρακάτω, δύο (Ἐορδαία και Λύγκος/Λυγκηστίς) προέκυψαν κατά την ανώριμή μου περίοδο και σήμερα, οπλισμένος με την όποια ωριμότητα κατέληξα να έχω, συνεχίζω να τις θεωρώ ως ορθές. Οι άλλες βέβαια, είναι προϊόντα της πιο ώριμης γλωσσολογικής μου φάσης. Θα ξεκινήσω λοιπόν με τις δύο ετυμολογίες που προέκυψαν κατά την «ανώριμη» περίοδο και μετά θα περάσω στις μεταγενέστερες.

1) Λύγκος – Λυγκηστίς

Ο Λύγκος ή η Λυγκηστίς ήταν η περιοχή που αντιστοιχεί λίγο πολύ στον σημερινό νομό Φλώρινας. Το φύλο που κατοικούσε την περιοχή κατά τους κλασικούς χρόνους έφερε το όνομα Λυγκησταί ένα εθνωνύμιο που είναι παράγωγο του τοπωνυμίου Λύγκος (Λύγκος > Λυγκηστής, όπως ἀφρός > ἀφρηστής = προσηγορία για το δελφίνι που κινείται χωροπηδώντας επάνω στον αφρό της θάλασσας). Το επίθημα -στης φαίνεται να είχε γενική γεωγραφική σημασία στη Μακεδονία όπως μαρτυρούν τα εθνωνύμια Ὀρέσται (κάτοικοι της Ὀρεστίδος), Ἀργεσταίοι (πελαγονικό υποφύλο) και τα εθνικά Ἐορδέστης (κάτοικος Ἐορδαίας) και Διάσται (κάτοικοι του Δίου).

Η περιοχή της Φλώρινας είναι μια ποταμόρρυτη και ορείκλειστη πεδιάδα με μόνο άνοιγμα στο βορρά όπου επικοινωνεί με την κυρίως Πελαγονική πεδιάδα. Ο κύριος ποταμός που διαρρέει την πέδιάδα της Φλώρινας είναι ο Σακουλέβας που χύνεται στον Εριγώνα (σλαβομακεδονιστί Crna Reka = «Μαυροπόταμος»).  Παραθέτω παρακάτω τον αυστριακό χάρτη του 1904 της περιοχής για να κατατοπιστείτε γεωγραφικά:

Lynkos

Η περιοχή των Λυγκηστών εκτεινόταν από το Κιρλί Δερβένι μέχρι το Μοναστήρι, με τις Βρυγηίδες Λίμνες (Πρέσπες) να σχηματίζουν το δυτικό της όριο. Το μόνο αρχαίο υδρωνύμιο που μας έχει διασωθεί από τον Λύγκο είναι ο ποταμός Μελιτ[ών] (το θέμα Μελιτ- είναι ευανάγνωστο, το επίθημα όχι τόσο, με τον Hammond να προτείνει το επίθημα -ων όπως στα Αλιάκμων, Εριγών και Στρυμών) που μάλλον αντιστοιχεί στον ανώνυμο ποταμό των Λυγκηστών που αναφέρει ο Θεόπομπος ο Χίος, λέγοντας ότι το νερό του είχε περίεργη και δυνατή γεύση σαν ξίδι που προκαλούσε μέθη. Τέτοια νερά υπάρχουν σήμερα στο Αμύνταιο (λ.χ. το Ξινό Νερό είναι μετάφραση του τουρκικού Ekşi Su , ενώ δεν αποκλείεται το παλιό όνομα του Αμύνταιου Σούροβο/Σουροβίτσεβο να περιέχει ως πρώτο συνθετικό έναν σλαβικό απόγονο της ΙΕ ρίζας *suH-ros = «ξινός» που έδωσε το αγγλικό sour = «ξινός». Οι Mallory-Adams γράφουν πως το παλαιοσλαβωνικό syrŭ = «υγρός» προέρχεται από την παραπάνω ρίζα και οι σημερινοί του απόγονοι σημαίνουν «τυρί» (λ.χ. sir).

Προφανώς ο όρος Μελιτών είναι ευφημισμός (ξινός > γλυκός όπως το θρακο-ιρανικό aχšaena = «μαύρος» που οι Έλληνες απέδωσαν ως Άξεινος Πόντος («αφιλόξενος») και αργότερα ευφήμισαν σε Εύξεινο Πόντο ~ Μαύρη Θάλασσα) εκτός και αν οι Λυγκηστές έβρισκαν αυτό το ξινό νερό όντως εύγευστο (με τα γούστα ποτέ δεν ξέρεις).

Meliton

Τώρα έτυχε ν΄αναφέρω και το ποτάμι της Πελαγονίας Εριγώνα. Ο Κροάτης γλωσσολόγος Radoslav Katičić βασισμένος στο σλαβικό όνομα του ποταμού Crka Reka = Μαύρο Ποτάμι πρότεινε την «Ιλλυρική» ετυμολογία του Εριγώνα ως «Μαύρος» από τη ΙΕ ρίζα *h1regw- «μαύρος, σκοτεινός» που έδωσε τα ελληνικά ἔρεβος και ἐρεβεννός ~ ἐρεμνός και το αρμενικό erek = «σκοτάδι». Η τροπή e>i μεταξύ του ένηχου /r/ και του χειλοϋπερωικού /gw/ είναι γλωσσολογικά αναμενόμενη επειδή, όπως θα δείξω και στα παραδείγματα παρακάτω, στην ίδια θέση στην ελληνική συμβαίνει η τροπή *o>u που χαρακτηρίζει τον νόμο του Cowgill. O Claude Brixhe, σε ένα κεφάλαιο με θέμα την σύγχρονη μελέτη των αρχαίων ελληνικών διαλέκτων, μας συμβουλεύει να περιμένουμε τροπή e>i σε εκείνες τις θέσεις όπου γίνεται η τροπή o>u.

Erigon

Ενώ η παραγωγή του Katičić του ονόματος Ἐριγών από την ρίζα *h1regw- είναι ενδιαφέρουσα και πολύ πιθανή, λιγότερο πιθανός είναι ο χαρακτηρισμός του ως «Ιλλυρικό» τοπωνύμιο (στην δεκαετία του 60 που έγραφε κυριαρχούσε ακόμα το ρεύμα του Πανιλλυρισμού). Οι υποψήφιες γλώσσες είναι Ελληνική, Φρυγική και Παιονική, διότι αυτοί οι τρεις λαοί κατοικούν την Πελαγονική πεδιάδα κατά την κλασική περίοδο.

Χωρίς να αποκλείσω την ετυμολογία του Katičić (που πρέπει να ομολογήσω πως την βρήκα ενδιαφέρουσα και πολύ πιθανή) πιστεύω πως υπάρχει και μία άλλη πιθανότητα για το όνομα του Ἐριγώνα. Ο πρωτο-σλαβικός όρος για το ποτάμι  rěka προέρχεται από τo IE *h1roi-ka με κανονική τροπή της διφθόγγου *oi σε yat ě όπως στο *kwoina > ποινή, αλλά OCS cěna. Ο όρος *h1roi-ka, με τη σειρά του, περιέχει την ρίζα *h1rei- «ρέω,τρέχω», ο οποίος κρύβεται πίσω από το αγγλικό run = τρέχω, από το κελτικό υδρωνύμιο Ρήνος (*h1rei-nos) και πίσω από το λατινικό rivus (< *h1rei-wos) «ρυάκι»:

The English name of the Rhine derives from Old English Rīn, which descends from Proto-Germanic *Rīnaz. This is also the source of the name in the other Germanic languages such as Dutch Rijn (formerly also Rhijn), German Rhein, Romansh Rain (via German) and also French Rhin, Czech Rýn, Spanish Rin, which came into the language through Old Frankish. This in turn derives from Indo-European *Reynos, from the root *rey- “to flow, to run”, which is also the root of words like river and run.[4] The Celtic/Gaulish name for the Rhine is Rēnos, which derives from the same Indo-European source as the Germanic name. It is also found in other names such as the Reno River in Italy, which got its name from Gaulish.[5] The Latin name Rhēnus and Ancient Greek Ῥῆνος (Rhēnos) both derive from the Celtic word, and not from Indo-European directly, because they both share the change from –ei– to –ē-, which is characteristic of the Celtic languages but not of Latin or Greek (the Latin name would have been *Rīnus otherwise).

Αν κολλήσουμε τον μηδενικό βαθμό της ρίζας *h1rei-  > *h1ri- στην επιθηματική κατάληξη *-k-h3onh2 που περιέχει το επίθημα Hoffmann (λ.χ. ο Καίσαρας διέβη τον Ρουβικώνα/Rubicō < *h1roudh-i-(h2)k-h3onh2 ~ «Κοκκινοπόταμος»), τότε το παράγωγο *h1ri-k-h3onh2 αναμένεται να δώσει κανονικά Ἐριγών στην Ελληνική και Φρυγική γλώσσα που ως γνωστόν μαζί με την Αρμενική είναι οι μόνες που συνήθως φωνηεντοποιούν τα αρκτικά λαρυγγικά (θυμίζω το φρυγικό *h1no-mn. > όνομαν και το αρμενικό *h1regw- > erek που αναφέρθηκε πιο πάνω). Όπως εξηγώ και δείχνω στην ανάρτηση για το επίθημα Hoffmann η ηχηροποίηση ενός άηχου κλειστού πριν από το επίθημα Hoffmann είναι αναμενόμενη. Εδώ στα γρήγορα αναφέρω ότι το *h1roudh-i(h2)k-h3onh2 εκτός από τον «Κοκκινοπόταμο» Ρουβικώνα/Rubicō έδωσε και την σκουριά  («κοκκινάδα») rubīgō.

Επομένως, το όνομα του Εριγώνα μπορεί κάλλιστα να προέρχεται τόσο από την ρίζα *h1regw- «σκοτεινός, μαύρος» και, κατά συνέπεια, να είναι ταυτόσημος με το σλαβικό του όνομα Crna Reka , λ.χ. θυμίζω τις περιπτώσεις τοπωνυμικής ταυτοσημίας Καρυές = Αράχωβα = «Καρυδότοπος», Θρακο-μυσ. Axi-upa = Βουλγ. Černa Voda = «Μαυρονέρι» και το αρχαίο θρακικό *Σαλδα-κέλλα = «χρυσή πηγή» (< *g’holto-gwelna) που συνέχισε στο θρακο-λατινικό Saldae-caput και στα σημερινά βουλγαρικά Zlatna Panega/ Glava Panega (την τελευταία ενδιαφέρουσα περίπτωση την έχω περιγράψει στην τρίτη ανάρτηση για την αρχαία θρακική γλώσσα), όσο μπορεί κάλλιστα να προέρχεται από την ρίζα *h1rei- «τρέχω, ρέω» που έδωσε το σλαβικό rěka = «ποτάμι», το λατινικό rivus = «ρυάκι» και τον κελτικό  Ρήνο. Θεωρώ και τις δύο εξίσου πιθανές ετυμολογικές προτάσεις. Οι ελληνικοί απόγονοι της ρίζας *h1rei- κατά τους Mallory & Adams  έχουν ξεφύγει σημασιολογικά: ὀρίνω «παροτρύνω, ξεσηκώνω» και ἐρινύω «είμαι θυμωμένος, αναστατωμένος».

h1rei

Ας πάμε τώρα στο όνομα Λύγκος, Λυγκηστίς. Όπως είπα στην αρχή, η περιοχή της Φλώρινας είναι μια ποταμόρρυτη πεδιάδα και οι γλωσσολόγοι έχουν ανασυνθέσει την ΠΙΕ ρίζα *lonkos = «ποταμόρρυτη κοιλάδα, λιβάδι», την οποία έχω περιγράψει στην ετυμολογία της λέξης λαγκάδι παλαιότερα. Στα λιθουανικά έδωσε το lanka = «ποταμόρρυτη κοιλάδα/λιβάδι» και στην Παλαιοσλαβωνική έδωσε τη λέξη lǫka με σημασίες που κυμαίνονται από «λιβάδι» και «βάλτος» μέχρι «κόλπος».  Οι σημερινοί απόγονοι του παλαιοσλαβωνικού όρου είναι, μεταξύ άλλων, το πολωνικό łąka = «λιβάδι» και το σερβο-κροατικό luka = «λιμάνι» (< κόλπος). Το παλαιοσλαβωνικό έρρινο ǫ στις σλαβομακεδονικές διαλέκτους αναμένεται να δώσει a/ăn (λ.χ. rǫka > raka, ră(n)ka = «χέρι»).

Το μόνο που πρέπει να εξηγήσουμε είναι η τροπή *lonkos > Lunkos. Η τροπή *on>un είναι χαρακτηριστική τόσο της Φρυγικής γλώσσας (avtun = αὐτόν, kakun = κακόν) όσο είναι και τυπική της Αρκαδο-Κυπριακής διαλέκτου, όπου συνοδεύται από αντίστοιχη τροπή *en>in, όπως προέβλεψε ο Claude Brixhe παραπάνω. Έτσι, η  πρόθεση ἀνά στην Αρκαδο-Κυπριακή διάλεκτο ακολούθησε την τροπή ἀνά > ἀν > ὀν όπως και στην αιολική και, κατόπιν, την τροπή ὀν>ὐν που φαίνεται στα επιγραφικά απαντημένα: αρκαδικό ὐνέθυσε ~ ἀνέθυσε και στο κυπριακό ὐνέδωσε  ~ ἀνέδωσε.

Κύπρος:

α.Nύμφηι τῆι ἐν τõι Στρόφιγγι vac. Ὀνησαγόρας Φιλουνίου vac. κουρεὺς ὁ δεκατεφ[όρος, vac. ἐμὲ καὶ ἄλλα π]ολλά· L ββ.Nύ(μ)φαι τᾶι ἐπὶ τ˜ι Στ[ρό]φιγ(γ)ι. Ὀνασαγόρας ὀ Φιλōνί<υ> παΐσκος ὀ δεκαταφόρος -ἀγαθῆι τύχηι- τὸ προξένιο τόδε, ἐπι<σ>τὰς κρούς, μὲ ὐν̣έ̣δοσε (;) ἀρὰ κὰς α½λα Fάλικα· ε[ὐ]χάρι<σ>τα ἔστω.

α.Στη Nύμφη στον Στρόφιγγα (ανέθεσε) ο Oνησαγόρας ο γιος του Φιλουνίου, κουρεύς, ο δεκατηφόρος, εμένα και άλλα πολλά (αγγεία). Έτους δευτέρου. β.Στη Nύμφη στον Στρόφιγγα (ανέθεσε) ο Oνασαγόρας ο γιος του Φιλωνίου, ο δεκατηφόρος -με το καλό- αυτό το προξένιο, επειδή ορίστηκε κωρεύς, ανέθεσε ως αφιέρωμα εμένα και άλλα παρόμοια· ας είναι ευπρόσδεκτα.

Αρκαδία:

Kαμὸ̄ ὐνέθυσε τᾱι KόρϜαι.

H Kαμώ ανέθεσε στην Kόρη.

Αυτή η Αρκαδο-Κυπριακή τροπή on>un, όπως ήδη ανέφερα, συνοδεύτηκε από αντίστοιχη τροπή en>in. Έτσι η πρόθεση ἐν στην αρκαδοκυπριακή διάλεκτο έγινε ἰν και στην Αρκαδία ειδικότερα απαντούν επιγραφικά οι μορφές Ἰνυάλιος < Ἐνυάλιος και μεσοπαθητικές μετοχές σε -μίνος < -μένος. Έχοντας αυτό υπόψη, σας παρουσιάζω το μακεδονικό λήμμα ἰν δέᾳ = ἐν δέᾳ  = μεσημβρία (μεσημέρι, ἐν = μέσα + *diwa = μέρα ~ λατ. dies).

indea

Επομένως ας ανακεφαλαιώσουμε:

1) Ο Claude Brixhe μας συμβουλεύει να αναμένουμε τροπή o>u σε εκείνες τις θέσεις όπου έχουμε τροπή e>i.

2) H Αρκαδο-Κυπριακή διάλεκτος τον επιβεβαιώνει με τη διπλή τροπή en>in και on>un

3) Η Φρυγική γλώσσα χαρακτηρίζεται από την τροπή on>un και οι Φρύγες κατοικούσαν στην Μακεδονία πριν περάσουν στην Ασία και άφησαν ως υπολείμματα τους Βρύγες της Πελαγονίας που περιγράφει ο Στράβων (και που ο Hammond θεωρεί πως κατοικούσαν στο βορειοδυτικό άκρο της Πελαγονικής πεδιάδας, πάνω από τους Μακεδόνες Δερρίοπες) και το αρχαίο όνομα των Πρεσπών ως Βρυγηίδες Λίμναι.

avtun

4) Το μακεδονικό λήμμα ἰν δέᾳ = ἐν δίᾳ δείχνει την τροπή en>in που σημαίνει ότι πρέπει να περιμένουμε και την τροπή on>un.

5) Έχουμε το τοπωνύμιο Λύγκος σε μια ποταμόρρυτη πεδιάδα και την ΠΙΕ ρίζα *lonkos = ποταμόρρυτη κοιλάδα, λιβάδι.

Νομίζω είναι ηλίου φαεινότερον ότι το τοπωνύμιο Λύγκος προέρχεται από τη ρίζα *lonkos είτε κάποιος θέλει να το δει σαν ελληνικό είτε θέλει να το δει σαν φρυγικό τοπωνύμιο.

(συνεχίζεται στο μέρος #2)

10 Comments

Filed under Γλωσσολογία, Ελληνική γλώσσα, Ινδοευρωπαϊκά θέματα