(συνέχεια από το μέρος #3)
7) Η Μίεζα, η Βέροια και ο ποταμός της Όλγανος
Ο Στέφανος Βυζάντιος στο λήμμα Μίεζα μας πληροφορεί ότι η Μίεζα είχε το παλαιότερο όνομα Στρυμόνιον και ότι στην τοπική μυθολογία ο επώνυμος ιδρυτής της Βέροιας Βέρης είχε τρία παιδιά: την Μίεζα, την Βέροια και τον θεοποιημένο ποταμό Όλγανο.
Αυτό το μικρό χωρίο είναι μεστό γλωσσολογικών πληροφοριών και προβληματισμών. Τα ονόματα Μίεζα και Βέροια με έχουν απασχολήσει αρκετά και δεν έχω βρει ακόμα κάτι το απτό για να παρουσιάσω. Το μόνο που μπορώ να πω είναι ότι το Βέροια δεν έχει καμία σχέση με τον Βέρητα. Το παράγωγο από το όνομα Βέρης θα ήταν *Βερητ-ία > Βερησία όπως Μάγνης > Μαγνησία. Η Βέροια δείχνει το επίθημα -ο-ια που επιτρέπει τον μορφολογικό χωρισμό Βέρο-ια, όπως τα παρακάτω παραδείγματα:
*sreu- > ῥέϝ-ω > ῥοϝ-ή > διά-ρροϝ-ια
*pneu- > πνέϝ-ω > πνοϝ-ή > ἄ-πνοϝ-ια
Επομένως το /o/ της Βέροιας μπορεί να είναι είτε ο ο-βαθμός ablaut ενός /e/ IE ρίζας ή να είναι προϊόν φωνηεντοποίησης ενός λαρυγγικού *h3. To αρχικό «β» δεδομένης της μακεδονικής φωνολογίας μπορεί να προέρχεται από κάποιο ΠΙΕ *bh,p,gw(h),w. Έτσι οι πιθανές ρίζες που μπορεί να κρύβονται πίσω από το τοπωνύμιο είναι:
*bher-
*per-
*gw(h)er-
*wer-
στις οποίες πρέπει να προστεθεί το e ή h3 που εξηγούν το «ο» του τοπωνυμίου, τα οποία μπορεί να συνοδεύονται από κάποιο *s,*w που απωλέθηκε στην πορεία.
Δεδομένου ότι η πόλη ήταν κτισμένη πάνω στους πρόποδες του Βερμίου και φυλούσε το φαράγγι ανάμεσα στο Βέρμιο και τα βόρεια Πιέρια, από το οποίο ο Αλιάκμονας εισέρχεται στον κάμπο της Βοττιαίας, κάποιες δυνατές (αλλά σε καμιά περίπτωση βέβαιες) ετυμολογίες είναι οι παρακάτω:
1) Η πιο απλή και λιγότερο γλωσσολογικά μεθοδική πρόταση είναι να συσχετιστεί με το θέμα φερ- που υπάρχει στις Φερές της Θεσσαλίας και στις Φαρές της Αχαΐας, όποια κι αν είναι η ετυμολογία των δευτέρων, βασισμένη στην μακεδονική ηχηροποίηση φ>β (λ.χ. Φερενίκη ~ Βερενίκᾱ). Το αρνητικό αυτής της πρότασης είναι ότι δεν μας δίνει πληροφορίες για το επίθημα -ο-ια.
2) Να συσχετιστεί με το λήμμα βέρεθρον (~ βάραθρον) που ανάγεται στην ρίζα *gwerh3- που συζητήθηκε στην προηγούμενη ανάρτηση (θυμίζω το μακεδονικό όνομα Βέτταλος ~ Φέτταλος (=Θεσσαλός, *gwhedh-) από την επιγραφή των Βοττεατών της Βέροιας που δείχνει την εξέλιξη *gwh>…>β. Σε αυτή την περίπτωση το όνομα μπορεί να εξηγηθεί από κάποιο «φαράγγι», όπως αυτό του Αλιάκμονα στα ανατολικά της πόλης και αυτό του Όλγανου στα δυτικά. Το θέμα βερε- του βερέθρου εξηγεί το επίθημα -ο-ια.
3) Να συσχετιστεί με το Βερ- του Βερμίου και το Βρ- του Βρυανίου και της θρακικής Βρίας, τα οποία έχω ήδη ανάγει σε προηγούμενη ανάρτηση στην ΙΕ ρίζα *wer(s)- «ψηλά» (λ.χ. σανσκρ. varsman = «βουνό»). Σε αυτήν την περίπτωση, η ετυμολογία περιστρέφεται γύρω από τη σημασία «υψικείμενη». Λ.χ. *wers- > weres- > Weros-ia > Werohja > Βέροια.
4) Να συσχετιστεί με την ρίζα *peru- «πέτρα» που έχει δώσει όρους για «βουνό» και τα προελληνικά ορωνύμια Πάρνων, Παρνασσός και Πάρνηθα, δεδομένης της μακεδονικής τάσης ηχηροποίησης *p>b (λ.χ. Πορτῖνος > Βορδῖνος).
Σε αυτήν την περίπτωση έχουμε: *peru- > perew- > Perow-ia > Πέροϝ-ια > Βέροια.
Εδώ πρέπει να υπενθυμίσω ότι η ελληνική λέξη πόλις μάλλον προέρχεται από την ρίζα *pel(i)s- «πέτρα» και αρχικά σήμαινε «ακρόπολις, οχυρό πάνω σε «πέτρα»» και η ίδια ρίζα υπάρχει στο λήμμα πέλλα = «πέτρα» (< *pelsa), όρος που κρύβεται πίσω από την Πέλλα και πίσω από τα ορωνύμια Πήλιον (<*Pels-iom), Παλλήνη (< *Pl.s-en-) κλπ.
Όσον αφορά την γειτονική Μίεζα, δεν έχω τίποτε το απτό να προτείνω, εκτός φυσικά από το ότι η κατάληξη -ζα μάλλον προέκυψε από το θηλυκό επίθημα -ja εφαρμοσμένο πάνω σε d ή g (λ.χ. kwtr.-ped-ja> τράπεζα και φυγή > φύγ-ια > φύζα). Το παλαιότερο όνομά της Στρυμόνιον δείχνει σχέσεις με τη Θράκη μιας και η συμφωνική επένθεση *sr>str είναι τυπική της θρακικής γλώσσας (λ.χ. *Sru-mon > Στρυμών και *ish1ros > Isros > Ἴστρος).
Δεδομένου ότι το παλαιότερο όνομά της Μίεζας Στρυμόνιον είναι υδρωνύμιο που ανάγεται στην ρίζα *sreu- «ρέω» και δεδομένου ότι υπήρχε Νυμφαίον στην περιοχή (οι Νύμφες συχνά σχετιζονται με πηγές και ρυάκια) θα κάνω μόνο μια ετυμολογική πρόταση. Υπάρχει η ΙΕ ρίζα *h3meig’h- «βρέχω, κατουρώ» που έχει δώσει τα ελληνικά ὀμείχω και ὀμίχλη (το αλβανικό mjegull , το παλαιοσλαβωνικό mĭgla και το λιθουανικό migla προέρχονται από την ίδια ρίζα) . Από τον μηδενικό βαθμό της ρίζας *h3mig’h- μπορούμε να παράξουμε τον «φρυγο-μακεδονικό» τύπο *ὀμιγ- ή τον τύπο *μιζ- μιας γλώσσας satem όπως η Θρακική που φαίνεται να κρύβεται πίσω από το όνομα Στρυμόνιον. Από αυτά μπορούμε να σχηματίσουμε το υδρωνύμιο Ὀμίγεζα/Μίζεζα (< *h3mig’h-ed-ja) «υγρός τόπος, τόπος με ρυάκια» και να φτάσουμε στον τύπο Μίεζα είτε μέσω απώλειας του μεσοφωνηεντικού ηχηρού τριβόμενου -γ- (λ.χ. λέγω > λέω) Ὀμίγεζα > Ὀμίεζα > Μίεζα είτε μέσω συριστικής ανομοίωσης (απώλεια ενός από δύο γειτονικά συριστικά σ,ζ) Ὀμίζεζα > Ὀμίεζα > Μίεζα. Η ίδια ρίζα στον ο-βαθμό *h3moig’h- μπορεί να κρύβεται στο μάλλον φρυγικό τοπωνύμιο Μυγδονία (< *Μοιγεδ- ) μέσω μονοφθογγοποίησης *oi>u που απαντά στην Μακεδονία (Λοιδίας ~ Λυδίας ~ Λουδίας, οἰετής > ὐετής κλπ) και στην λατινική (λ.χ. *con-moin-is > communis). Επομένως, υπάρχει μια περίπτωση τα τοπωνύμια Μίεζα και Μυγδονία να εξηγούνται από την ίδια ρίζα *h3meig’h-ed-. Χαρακτήρισα τη Μυγδονία μάλλον φρυγικό τοπωνύμιο διότι στην Ιλιάδα το όνομα Μύγδων αποδίδεται σε Φρύγα βασιλιά. Το ότι η Μυγδονία ήταν «υγρός τόπος» φαίνεται από τους ποταμούς Αξιό και Εχέδωρο που την διαρρέουν, τα έλη ανάμεσα στους δύο ποταμούς που περιγράφει ο Ηρόδοτος και τις λίμνες Βόλβη και Κορώνεια του Λαγκαδά (ανατολική Μυγδονία στην αρχαιότητα).
Σχετικά με την απώλεια του μεσοφωνηεντικού -γ-, ο Carl Buck στην σελίδα 59 του “The Greek Dialects” γράφει για την επιγραφική απάντηση του φαινομένου:
62.3 The occasional omission of γ or substitution of ι, as in Boeot. ἰώ, ἰών (Ar, Corinna) = ἐγώ, Pamph. μhειάλαν, μhειάλετι etc. (μεγάλος), Arc. ἐπιθιιάνε (ἐπιθιγγάνῃ), Mess., Arc. Φιάλεια beside Φιγάλεια, and ὀλίος (ὀλίγος) in late inscriptions of various places.
Ενώ ο Στέφανος Βυζάντιος μας πληροφορεί ότι η Αρκαδική Φιγαλέα προφερόταν «δίχα τοῦ γ» ως Φιάλεια:
Τα πράγματα είναι πιο εύκολα για το υδρωνύμιο Ὄλγανος του θεοποιημένου ποταμού της Βέροιας. Πιστεύω πως μπορούμε με κάποια σχετική βεβαιότητα να το ανάγουμε στην ΠΙΕ ρίζα *welg- «υγρός» (*wolg-anos) που έχει δώσει το πρωτοσλαβικό *volga = «υγρασία» που εξελίχθηκε, ύστερα από τη μετάθεση των υγρών, στο νοτιοσλαβικό vlaga. Μάλλον το όνομα του ρωσικού ποταμού Βόλγα προέρχεται από την εν λόγω ρίζα. Γράφω «μάλλον» διότι στην ανατολική σλαβική θα περιμέναμε την πλειοφωνική εξέλιξη σε *Vologa (λ.χ. νοτιοσλαβικά grad, krava ~ ανατολικά σλαβικά gorod, korova). Σχετικά με την απώλεια του δίγαμμα, θυμίζω ότι αυτή είναι τυπική πριν από /o/ ακόμα και στις γλώσσες που το διατηρούν συστηματικά, όπως λ.χ. στο σκανδιναβικό όνομα του πατέρα του Thor Odin (<*Wōđanaz), ενώ αλλού στην ίδια γλώσσα το *w>v διατηρείται, όπως στο σκανδιναβικό vatn = «νερό», από το πρωτο-γερμανικό *wat- < PIE *wod-.
8) Η Αλμωπία
Η Αλμωπία αντιστοιχούσε στα μετέπειτα Μογλενά. Η περιοχή αποτελείται από ένα ορείκλειστο οροπέδιο στο οποίο συγκεντρώνονται αμέτρητα ρυάκια που σχηματίζουν τον ποταμό Μογλενίτσα που εξέρχεται από την περιοχή. Έχουμε κάθε λόγο λοιπόν να αναζητήσουμε την ετυμολογία του όρου Ἄλμωπες (οι κάτοικοι απ΄όπου προέκυψε το παράγωγο Ἀλμωπ-ία, όπως λ.χ. Θεσσαλός, Βοιωτός > Θεσσαλ-ία, Βοιωτ-ία) σε κάποια ρίζα που σχετίζεται με το νερό. Σε αυτό μας ωθεί και το γεγονός ότι οι Ἄλμωπες θεωρούσαν τον επώνυμο γεννάρχη τους Ἄλμωπα γιο του Ποσειδώνα. Οι πρωταρχικοί Άλμωπες ήταν ένας από τους πολλούς προμακεδονικούς λαούς που οι Μακεδόνες έδιωξαν από την περιοχή τους κατά την επέκτασή τους. Γράφει ο Θουκυδίδης:
[2.99] ξυνηθροίζοντο οὖν ἐν τῇ Δοβήρῳ καὶ παρεσκευάζοντο, ὅπως κατὰ κορυφὴν ἐσβαλοῦσιν ἐς τὴν κάτω Μακεδονίαν, ἧς ὁ Περδίκκας ἦρχεν. [2] τῶν γὰρ Μακεδόνων εἰσὶ καὶ Λυγκησταὶ καὶ Ἐλιμιῶται καὶ ἄλλα ἔθνη ἐπάνωθεν, ἃ ξύμμαχα μέν ἐστι τούτοις καὶ ὑπήκοα, βασιλείας δ᾽ ἔχει καθ᾽ αὑτά. [3] τὴν δὲ παρὰ θάλασσαν νῦν Μακεδονίαν Ἀλέξανδρος ὁ Περδίκκου πατὴρ καὶ οἱ πρόγονοι αὐτοῦ, Τημενίδαι τὸ ἀρχαῖον ὄντες ἐξ Ἄργους, πρῶτοι ἐκτήσαντο καὶ ἐβασίλευσαν ἀναστήσαντες μάχῃ ἐκ μὲν Πιερίας Πίερας, οἳ ὕστερον ὑπὸ τὸ Πάγγαιον πέραν Στρυμόνος ᾤκησαν Φάγρητα καὶ ἄλλα χωρία (καὶ ἔτι καὶ νῦν Πιερικὸς κόλπος καλεῖται ἡ ὑπὸ τῷ Παγγαίῳ πρὸς θάλασσαν γῆ), ἐκ δὲ τῆς Βοττίας καλουμένης Βοττιαίους, οἳ νῦν ὅμοροι Χαλκιδέων οἰκοῦσιν: [4] τῆς δὲ Παιονίας παρὰ τὸν Ἀξιὸν ποταμὸν στενήν τινα καθήκουσαν ἄνωθεν μέχρι Πέλλης καὶ θαλάσσης ἐκτήσαντο, καὶ πέραν Ἀξιοῦ μέχρι Στρυμόνος τὴν Μυγδονίαν καλουμένην Ἠδῶνας ἐξελάσαντες νέμονται. [5] ἀνέστησαν δὲ καὶ ἐκ τῆς νῦν Ἐορδίας καλουμένης Ἐορδούς, ὧν οἱ μὲν πολλοὶ ἐφθάρησαν, βραχὺ δέ τι αὐτῶν περὶ Φύσκαν κατῴκηται, καὶ ἐξ Ἀλμωπίας Ἄλμωπας. [6] ἐκράτησαν δὲ καὶ τῶν ἄλλων ἐθνῶν οἱ Μακεδόνες οὗτοι, ἃ καὶ νῦν ἔτι ἔχουσι, τόν τε Ἀνθεμοῦντα καὶ Κρηστωνίαν καὶ Βισαλτίαν καὶ Μακεδόνων αὐτῶν πολλήν. τὸ δὲ ξύμπαν Μακεδονία καλεῖται, καὶ Περδίκκας Ἀλεξάνδρου βασιλεὺς αὐτῶν ἦν ὅτε Σιτάλκης ἐπῄει.
Ο όρος Ἄλμωψ μπορεί να ιδωθεί ως διμορφηματικός Ἄλμ-ωπ-ς με το πρώτο μόρφημα ἀλμ- να ανάγεται στη ρίζα *h2el(m)- «πηγάζω, αναβλύζω, ρέω» και με το δεύτερο μόρφημα να ανάγεται στον ο-βαθμό της ρίζας *weHp- «νερό, υδάτινη μάζα». Αν το άγνωστο λαρυγγικό είναι το h3 τότε έχουμε *h2elmo-wh3p-s > *almo-wop-s > Ἀλμο-ϝοψ > Ἄλμωψ. Αν πάλι δεν είναι το h3 τότε η αρχή είναι ο τύπος *h2elm-(w)oHp-s. Το πρώτο συνθετικό απαντά στο θρακο-μυσικό όνομα Ἄλμος του ποταμού στη Βουλγαρία (σημερινός Lom, στα λατινικά Almus), ενώ το δεύτερο συνθετικό απαντά στα ελληνικά ποταμωνύμια Ἰνωπός, Ἀσωπός κλπ και στα Μυσικά Ἀξιόπα (Axi-ūp-a = Černa Voda) και Σκενόπα (< Skin-ūp-a ίσως «σκονισμένο νερό» εκ του *(s)kenHes- «σκόνη,στάχτη», όπως οι ποταμοί Moldau και Prahova). Το Μυσικό επίθημα –ūp-a προέρχεται από τον μηδενικό βαθμό *weHp- > *uHp- ~ ūp-.
Με άλλα λόγια, οι Ἄλμωπες ήταν λίγο πολύ «αυτοί που κατοικούσαν στην περιοχή με τις πολλές πηγές/ρυάκια» και μπορείτε να μετρήσετε τα ρυάκια που συγκλίνουν για να σχηματίσουν τον εξερχόμενο ποταμό Μογλενίτσα.
Τέλος, παραθέτω και τις ρίζες *h2el(m)- «πηγάζω, ρέω» και *weHp- «νερό, υδάτινη μάζα» που ανέφερα:
Να σημειωθεί ότι το παλαιοσλαβωνικό vapa = λίμνη προέρχεται από τον ίδιο βαθμό ablaut με το ελληνικό -(ϝ)ωπ-, μιας και το ΠΙΕ μακρό *ō τράπηκε σε /a/ στην πρωτο-σλαβική (λ.χ. δῶρον ~ dar, γι-γνώ-σκω ~ zna-ti, δύω ~ dva).
Για όποιον ενδιαφέρεται για τη σχέση του πατέρα του Άλμωπα Ποσειδώνα με το γλυκό νερό πριν πάρει «μεταγραφή» στη θάλασσα, παραθέτω αυτήν την παλιά ανάρτηση.