Το Itinerario του Marcantonio Pigafetta (1566-8) #2

Μετά την προηγούμενη, πρώτη και εισαγωγική ανάρτηση της σειράς, ας περάσουμε τώρα στο Itinerario του Marcantonio Pigafetta.

1. Βιέννη-Βελιγράδι

Όπως εξήγησα και στο τέλος της προηγούμενης ανάρτησης στη σ. 85 της έκδοσης του Petar Matković (1890) αρχίζει το κεφάλαιο 2 (Cap. II) του Itinerario όπου ο Pigafetta περιγράφει τον κατάπλου του Δούναβη από την Βιέννη μέχρι το Βελιγράδι (il viaggio da Vienna infino a Belgrado, giù per lo Danubio).

Αυστρία

Επειδή το πλωτό ταξίδι ξεκίνησε από την Βιέννη (σ.85: il primo nostro montar in barca fù in Vienna), o Pigafetta αρχίζει με την περιγραφή της πόλης αυτής, την οποία χαρακτηρίζει «κύρια πόλη της Αυστρίας» (σ. 86: Vienna, principal città d’Austria). Η Βιέννη έλαβε το όνομά της από ένα μικρό ποταμάκι (un picciolo rivetto d’acqua) που φέρει το ίδιο όνομα, το οποίο οι κάτοικοί της (habitatori) προφέρουν Wien. Παρακάτω στη σ. 86 η πρεσβεία φτάνει στο φρούριο Peternel (i.e., Petronell) «όπου βρίσκεται το [ανατολικό] τέρμα της Αυστρίας και η αρχή της Ουγγαρίας» (Quivi il confine d’Austria et comincia d’Ungaria).

Ουγγαρία

Η επόμενη πόλη που αναφέρει επί του Δούναβη ο Pigafetta είναι η Βρατισλάβα (της σημερινής Σλοβακίας), την οποία αποκαλεί «Ποσσονία» (Possonia) από το ουγγρικό της όνομα Pozsony, εξηγώντας παρακάτω ότι «οι Γερμανοί την αποκαλούν «Πρεσβούργο» (Pressburg(da Tedeschi nomata Pespruch) και ότι «τώρα είναι η πρωτεύουσα του αυτοκρατορικού (i.e., αψβουργικού) τμήματος της Ουγγαρίας» (hora è capo di quella parte d’Ungaria posseduta dall’ imperatore). Στο τέλος της σ. 86 ο Pigafetta αναφέρει την πόλη Κομάρα (Comara) και τη «νήσο Κομάρα» (isola di Comara) στην οποία σήμερα ενώνονται οι γέφυρες που συνδέουν την (πιο πρόσφατη) ουγγρική πόλη Komárom (στην νότια όχθη) με την (αρχαιότερη) σλοβακική πόλη Komárno (στην βόρεια όχθη). Κοντά στην πόλη αυτή βρίσκεται το σύνορο όπου αρχίζει η Οθωμανική Ουγγαρία (σ. 87: Et è ivi frontiera de Turchi), όπου ο μπέης του Στριγονίου (il begh di Strigonia, i.e., ουγγρ. Esztergom) έστειλε άνδρες να υποδεχτούν την πρεσβεία και να την συνοδέψουν ώστε να ταξιδέψουν ασφαλώς στην εχθρική επικράτεια (sicuri nel paese inimico). Λίγο παρακάτω υποδέχτηκαν την πρεσβεία «ένας Τούρκος αγάς και ένας τσιαούσης» (uno aga de Turchi, et un chiaus) τους οποίους έστειλε ο «πασάς» (μπεηλέρμπεης) της Βούδας (mandati dal bassa di Buda), αξίωμα του οποίου ο φορέας τότε ήταν ο Μουσταφά πασάς Σοκόλοβιτς, ανιψιός (ή ξάδελφος) του μεγάλου βεζίρη, Μεχμέτ πασά Σοκόλοβιτς.

Παρακάτω η πρεσβεία έφτασε στο Στριγόνιο (Strigonia, ουγγρ. Esztergom), η ακρόπολη του οποίου ήταν κάποτε (già) η έδρα της αρχιεπισκοπής (arcivescovato) και, περνώντας από το Βισεγράδι (ουγγρ. Visegrád «Υψηλόκαστρο» σλαβιστί), στην τελευταία γραμμή της σ. 87 η πρεσβεία τελικά έφτασε στην Βούδα (giungemmo a Buda «φτάσαμε στην Βούδα»), έδρα του προρρηθέντος μπεηλέρμπεη Μουσταφά πασά Σοκόλοβιτς: σ. 88: In questa città fa la residenza il bassa, il quale governa tutta l’Ungaria «σ’αυτήν την πόλη εδρεύει ο πασάς που διοικεί όλη την Ουγγαρία».

σσ. 86-7:

Αφου στη σ. 88 ο Pigafetta περιγράφει την πόλη της Βούδας και το παλάτι του μπεηλέρμπεη, παρακάτω περιγράφει τη συνάντηση της πρεσβείας με τον μπεηλέρμπεη: «Αυτός ο πασάς μας υποδέχτηκε σε μια ευρεία αίθουσα (ampia sala) που οι Τούρκοι αποκαλούν ντιβάνι (divano), γιατί εκεί συνέρχεται το ντιβάνι τους, δηλαδή το συμβούλιο (consiglio) [των ιθυνόντων]». Ο «πρέσβης μας» (L’ambasciatore nostro), δηλαδή ο Δαλμάτης Antun Vrančić, έκανε οτν εναρκήριο λόγο του «στα ιταλικά» (in italiano), τα οποία μετέφραζε «στα τουρκικά» (in turchesco) ο διερμηνέας (interprete) μας, που ήταν «ένας Παδοβάνος Εβραίος» (σ. 89: un Giudeo Padovano). Εδώ ο Pigafetta εξηγεί ότι «εάν ήθελαν» (volendo essi), ο Δαλμάτης πρέσβης Antun Vrančić και ο τουρκευμένος Σερβοβόσνιος μπεηλέρμπεης Μουσταφά πασάς Sokolović μπορούσαν να μιλήσουν απευθείας μεταξύ τους «στα κροατικά» (parlar in crovato), αλλά ο πασάς προτίμησε ν’ακούσει μεταφρασμένες στα τουρκικά (in turchesco) από τον διερμηνέα τις προτάσεις και να απαντήσει στην ίδια γλώσσα (τουρκικά), για λόγους κυρίως οθωμανικού κύρους και τυπικού (per più reputatione et per altri rispetti), εξηγώντας παρακάτω ότι «η κροατική γλώσσα (crovata lingua) είναι οικεία (familiare) σε όλους σχεδόν τους Τούρκους, και ιδίως τους στρατιωτικούς (a tutti quasi i Turchi, et specialemente a gli huomini di guerra).

Ποια είναι αυτή η γλώσσα που ο Pigafetta αποκαλεί «κροατική»;

Πρόκειται για τα διάφορα (νοτιο)σλαβικά (και κυρίως σερβοκροατικά) ιδίωματα, τα οποία ο Δαλμάτης Antun Vrančić περιέγραψε στον Pigafetta ως «Κροατικά». Όταν παρακάτω ο Pigafetta κάνει μια μικρή παρέκβαση στη σ. 129 για την καταγωγή των Ούγγρων, γράφει ότι οι Ούγγροι μιλάνε μια ιδιαίτερη γλώσσα (Questi Ungheri … il parlar loro) που δεν μοιάζει με καμία γειτονική της, ούτε με την γερμανική γλώσσα ούτε με την Κροατική ή αλλιώς Σκλαβούνικη/Σλαβονική» (ne alla lingua tedesca, ne alla crovata, o vogliamo dir schiavona), εξηγώντας στην ίδια σελιίδα ότι οι Ούγγροι κατάγονται από τα μέρη όπου νυνί κατοικεί ο λαός που οι Μοσχοβίτες αποκαλούν Ιούγ(α)ρους (chiamati dalli Moscoviti Juhrici). Εδώ, λοιπόν, ο Pigafetta εξηγεί ρητά ότι η γλώσσα που αποκαλεί «κροατική» στο Itinerario είναι η «σκλαβούνικη/σλαβονική» (schiavona), ιταλικός όρος με φάσμα σημασιών που κυμαίνεται από «σερβοκροατική» ως «(εν γένει) σλαβική».

Στο υπόλοιπο της σ. 89 ο Pigafetta αναφέρει την Πέστη (Pesto) απέναντι από την Βούδα, την οποία περιγράφει ως πόλη που «κατοικείται από Ούγγρους και Τούρκους» (habitata da Ungari et da Turchi) και έχει κάποια εμπορεύματα (mercantie) που δεν υπάρχουν στην Βούδα και, παρακάτω, εξηγεί ότι η πρεσβεία αναχώρησε από την Βούδα και συνέχισε τον κατάπλου του Δούναβη ως το Βελιγράδι και ο πασάς (μπεηλέρμπεης) της Βούδας έστειλε τον κεχαγιά του (il chechaia suo, οθ. τουρκ. kethüda, ελλ. κεχαγιάς ~ αλβ. qehajai ~ ρουμ. chechaia κλπ.) να συνοδέψει την πρεσβεία ως την Κων/πολη, για να εξασφαλίσει την ασφαλή και δωρεάν μετακίνησή της με έξοδα του σουλτάνου. Αυτόν τον κεχαγιά θα τον ξαναβρούμε παρακάτω, όταν το Itinerario φτάσει στην Ναϊσσό, όπου ο Pigafetta θα εξηγήσει ότι η πρεσβεία παρέμεινε δύο μέρες στη Ναϊσσό, επειδή ο κεχαγιάς ήθελε να επισκεφτεί τη μητέρα του.

σσ. 88-9:

Στην επόμενη σ. 90 ο Pigafetta αρχίζει να περιγράφει τις παραδουνάβιες πόλεις που κείνται μεταξύ Βούδας και Βελιγραδίου. Λίγο πριν (i.e., βορειότερα από) την πόλη Fulduar (ουγγρ. Dunaföldvár) αναφέρει «ένα νησί» (una isola) που «κατοικείται από Κροάτες που δεν πολυενοχλούνται από τους Τούρκους» (habitata da Crovati, huomini, i quali non sono troppo angariati ai Turchi). Και εδώ χρειάζεται προσοχή στην ερμηνεία του όρου «Κροάτες» γιατί είναι απίθανο να εννοούνται τώοντι Κροάτες (από την Κροατία). Αν δεν πρόκειται για τίποτε μετοικισθέντες σερβοκροάτες, τότε οι γηγενείς σλάβοι γύρω από την Βούδα μάλλον είναι Σλοβάκοι. Αλλά, λόγω διαβολικής σύμπτωσης, οι Ούγγροι αποκαλούσαν «Τόθους/Θότους» (ουγγρ. εν./πληθ. Tót(h)/Tót(h)ok) ΟΛΟΥΣ τους καθολικούς Σλάβους υπηκόους τους, ασχέτως από το αν αυτοί ήταν Κροάτες, Σλαβόνοι (της Σλαβονίας) ή Σλοβάκοι, ένας άλλος λόγος (πέρα από την όποια επίδραση του συνοδού Vrančić) που συνεισφέρει στην «παράξενη» (έκτοπη) χρήση του όρου «Κροάτης» από τον Pigafetta στα εδάφη της Ουγγαρίας.

Παρακάτω στη σ. 90 ο κατάπλους έφτασε στο Βούκοβαρ (Valcovar, σρβ/κρ. Vukovar) της Σλαβονίας που ονομάστηκε έτσι από τον ποταμό Βούκα (fiume Volco, σρβ/κρ. Vuka) και, όταν νοτίως του Βούκοβαρ ο Pigafetta περιγράφει την πόλη Charon (μάλλον το Karlovci στη σημερινή Βοϊβοντίνα της Σερβίας), προσδιορίζει τον σλαβικό πληθυσμό της, όχι ως «Κροάτες», αλλά ως «Ρασκιανούς που … όλοι τηρούν το «γραικικό» (ορθόδοξο) δόγμα» (gli habitatori sono Rasciani … et in tutto osservino gl’ordini greci).

Σε παλαιότερη σειρά αναρτήσεων (#1, #2) με θέμα την Θρησκευτική σημασία του όρου «Γραικός» («Γραικός» = «Ορθόδοξος» και «Λατίνος» = «Ρωμαιοκαθολικός») εξήγησα ότι σε θρησκευτικό πλαίσιο ο όρος «Γραικός» στις δυτικές πηγές σημαίνει «ορθόδοξος», χωρίς αυτό να αναιρεί την εθνοτική σημασία του εξωνύμου αυτού (για τους Ρωμαίους που μιλούσαν ρωμαίικα) ή τις εθνοτικές ταυτότητες των διαφόρων μη ελληνόφωνων λαών που περιγράφονται ως «Γραικοί» (ή «του γραικικού δόγματος») απλά και μόνο με την δογματική σημασία.

Στην πιο πρόσφατη σειρά αναρτήσεων με τίτλο Σέρβοι και Ρασκιανοί (#1, #2, #3) εξήγησα ότι ο όρος «Ρασκιανοί» (ιταλ./λατ. Rasciani, ουγγρ. εν./πληθ. Rác/Rácok κλπ.) είναι δυτικό εξώνυμο για τους Σέρβους που συνήθως περιγράφει απογόνους Σέρβων προσφύγων που ήταν υπήκοοι/στρατιώτες καθολικών ηγεμονιών (το βασίλειο της Ουγγαρίας ως το 1526 και, αργότερα, οι Αψβούργοι).

Στην επόμενη σ. 91 ο Pigafetta αναφέρει την άφιξη της πρεσβείας στο Βελιγράδι (giungemmo a Belgrado «φτάσαμε στο Βελιγράδι»), πόλη που βρίσκεται κοντά στην εκβολή του Σάβου στον Δούναβη, εκβολή «απ΄όπου αρχίζει η «Ρασκία» (i.e., Σερβία), που γεωγραφικά ανήκει στην αρχαία άνω Μυσία, και τελειώνει η Ουγγαρία» (comincia la Rascia, la quale parte dell’antica Misia superiore. Et ivi finisce l’Ungaria).

σσ. 90-1:

Στην επόμενη ανάρτηση θα συνεχίσω με την περιγραφή του ταξιδιού της πρεσβείας από το Βελιγράδι ως την Κων/πολη.

Leave a comment

Filed under πρώιμη νεωτερική εποχή, Εθνολογία, Ιστορία, Οθωμανική περίοδος, Uncategorized

Leave a comment

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.