Το Itinerario του Marcantonio Pigafetta (1566-8) #1

Η σημερινή ανάρτηση είναι η πρώτη της σειράς με θέμα το Itinerario (κυρ. Δρομολόγιο, i.e., «περιγραφή διαδρομής/ταξιδιού») του Ενετού (vicentino: από την Βιτσέντζα/Vicenza του Βένετο) Marcantonio Pigafetta, μια περιγραφή του ταξιδιού Βιέννη-Κωνσταντινούπολη-Βιέννη που ο Pigafetta έκανε το 1566-8 ως μέλος της αψβουργικής πρεσβείας που στάλθηκε στην Κων/πολη για τη σύναψη ειρήνης με το νέο σουλτάνο Σελίμ Β’ (ο γιος του Σουλεϊμάν Α’ του Μεγαλοπρεπούς).

Το Itinerario έμεινε ανέκδοτο για μια περίπου εικοσαετία μέχρι το 1585, όταν εκδόθηκε στο Λονδίνο, επειδή κάποιοι λόγιοι της Οχφόρδης απευθύνθηκαν στην Βενετία ενδιαφερόμενοι για την γεωγραφία των οθωμανικών Βαλκανίων.

Μπορείτε να διαβάσετε/κατεβάσετε το Itinerario του Marcantonio Pigafetta από αυτήν εδώ την έκδοση του 1890 του Petar Matković (το πρωτότυπο ιταλικό κείμενο αρχίζει στην σ. 70):

Ο Marcantonio Pigafetta ήταν συγγενής του διασημότερου Antonio Pigafetta (θ. ~1531) που συνόδεψε τον Μαγγελάνο στον πρώτο περίπλου της γης, τον οποίο περιέγραψε στην Αναφορά του πρώτου ταξιδιού γύρω από τον κόσμο (Relazione del primo viaggio intorno al mondo). Όμως αυτή η σειρά αναρτήσεων δεν είναι για το διασημότερο ταξίδι του Antonio Pigafetta με τον Μαγγελάνο, αλλά για το ασημότερο Itinerario του Marcantonio Pigafetta στα οθωμανικά Βαλκάνια του 16ου αιώνα.

1. Τα προ του ταξιδιού

Στο κεφάλαιο 1 (σ. 73: Cap I) ο Pigafetta εξηγεί ότι ο λόγος (cagione) του ταξιδιού του στην Κων/πολη ήταν ως μέλος της πρεσβείας του Αψβούργου αυτοκράτορα (και αρχιδούκα Αυστρίας), Μαξιμιλιανού Β’ (β. 1564-1576), που έφτασε στις 22 Αυγούστου 1567 στην Κων/πολη για την διαπραγμάτευση της ειρήνης με το νέο σουλτάνο, Σελίμ Β’ (Selino II, β. 1566-1576), η οποία έληξε τον λεγόμενο Πόλεμο της Ουγγαρίας (guerra d’Ungaria, βλ. Πολιορκία Σιγέτης), στον οποίο πέθανε (από γηρατιά) ο πατέρας του Σελίμ, Σουλεϊμάν Α’ ο Μεγαλοπρεπής.

Σ’αυτό το πρώτο κεφάλαιο ο Pigafetta κάνει μια ωραία περίληψη των αψβουργοθωμανικών πολέμων για την Ουγγαρία που ακολούθησαν μετά τη μάχη του Μόχατς (1526), στην οποία σκοτώθηκε ο βασιλιάς της Ουγγαρίας, Λουδοβίκος Β΄. Μετά τον θάνατο του Λουδοβίκου ο τότε αρχιδούκας Αυστρίας και μετέπειτα (μετά το 1556) αυτοκράτορας, Φερδινάνδος Α’, αναγορεύθηκε βασιλιάς Ουγγαρίας από μια μερίδα των αριστοκρατών του βασιλείου. Ταυτόχρονα, μια άλλη μερίδα αριστοκρατών του ίδιου βασιλείου αναγόρευσε ως βασιλιά τον βοεβόδα Τρανσυλβανίας, Ιωάννη Ζαπόλια (σ. 73: Giovanni vaivoda di Transilvania). Όταν ο στρατός του Ζαπόλια ηττήθηκε σε μάχη από τον στρατό του Φερδινάνδου, ο πρώτος κατέφυγε στην Πολωνία (σ. 73: Giovanni, se ne fugì in Polonia) απ΄όπου έστειλε διάφορες πρεσβείες στον Σουλεϊμάν, ικετεύοντας (supplicandolo) το σουλτάνο να τον βοηθήσει να ανακτήσει τον θρόνο της Ουγγαρίας (σ. 73: con gli aiuti suoi restituire il regno), υποσχόμενος ότι θα βασίλευε ως φόρου υποτελής «ύπαρχός» του (σ. 73: promettendo di volergli pagar tributo).

Έτσι ο Σουλεϊμάν το 1529 εισέβαλε στην Ουγγαρία κατακτώντας την Βούδα και συνέχισε με την ανεπιτυχή πολιορκία της Βιέννης, έχοντας ενθρονίσει εκ νέου στην Βούδα τον Ζαπόλια ως βασιλιά Ουγγαρίας (σ. 74: a Buda, dove costituì Giovanni di nuovo re d’Ungaria). Ο Ζαπόλια και ο Φερδινάνδος κάποια στιγμή σταμάτησαν τη διαμάχη τους και τα βρήκαν μεταξύ τους, έχοντας συμφωνήσει ότι ο Φερδινάνδος θα διαδεχόταν τον Ζαπόλια στον ουγγρικό θρόνο μετά τον θάνατο του δευτέρου. Αλλά τα πράγματα εξελίχθηκαν διαφορετικά.

Όταν ο Ζαπόλια πέθανε το 1540, η χήρα του Ισαβέλλα, που ήταν κόρη του βασιλιά της Πολωνίας, Σιγισμούνδου Α’, ζήτησε από τον πατέρα της και τον Σουλεϊμάν Α’ να αναγνωρίσουν την αντιβασιλεία της στο όνομα του νεογέννητου γιου που είχε από τον Ζαπόλια, Ιωάννη Β’. Όταν ο Φερδινάνδος εισέβαλε με το στρατό του στην Ουγγαρία για να πάρει τη βασιλεία, η Ισαβέλλα έπεισε τον Σουλεϊμάν να έρθει με το στρατό του στην υπεράσπισή της αντιβασιλείας της και του βασιλικού δικαιώματος του γιου της. Ο «τουρκικός» στρατός του Σουλεϊμάν συνέτριψε τις δυνάμεις του Φερδινάνδου (σ. 74: Solimano fece venir i Turchi. I qualli venuti distrussero l’esercito di Ferdinando) και ο Σουλεϊμάν αποφάσισε να κρατήσει την Βούδα για την πάρτη του, ιδρύοντας το 1541 το Εγιαλέτι (ή μπεηλερμπεηλίκι) Βούδας και στέλνοντας την Ισαβέλλα και τον γιο της ως «υπάρχους» του στην Τρανσυλβανία (Solimano, prese pacificamente Buda per se, et mandò la regina et il figliuolo in Transilvania). Οι Τούρκοι έκαναν μερικές ακόμα κατακτήσεις εις βάρος του τμήματος της Ουγγαρίας που ανήκε στον Φερδινάνδο και τελικά οι δύο παρατάξεις συνθηκολόγησαν ειρήνη που διήρκεσε ως τον θάνατο του Φερδινάνδου τον Ιούλιο του 1564 (σ. 74: pace durò infino alla morte di Ferdinando, la quale fu nel mese diliglio 1564), όταν ο Μαξιμιλιανός Β’, που διαδέχθηκε ως αυτοκράτορας τον πατέρα του, Φερδινάνδο, εκκίνησε εκ νέου πόλεμο κατά του προρρηθέντος γιου της Ισαβέλλας, Ιωάννη της Τρανσυλβανίας, αρνούμενος ταυτόχρονα την καταβολή των «πάκτων» (ritenne il tributo) που ο πατέρας του πλήρωνε κάθε χρόνο (ogni anno) στην Κων/πολη.

Ο ηγεμόνας της Τρανσυλβανίας, Ιωάννης (Giovanni principe di Transilvania), και ο Οθωμανός πασάς της Τιμισοάρας (il bassà di Temisvar) κατάφεραν να πείσουν τον τότε ηλικιωμένο Σουλεϊμάν να έρθει με τον στρατό του το καλοκαίρι του 1566 σε μία ακόμα εκστρατεία στην Ουγγαρία κατά του Μαξιμιλιανού (σ. 75: l’esta seguente 1566 entra in Ungaria a danni di Massimiliano).

Σ’αυτό το σημείο ο Pigafetta αρχίζει ν’αφηγείται τα γεγονότα της πολιορκίας της Σιγέτης (1566) στην οποία πέθανε (λόγω γηρατιών) ο σουλτάνος Σουλεϊμάν Α’ και τον διαδέχθηκε ο γιος του Σελίμ Β’. Μετά την επιστροφή του Σελίμ στην Κων/πολη (για την κηδεία του πατέρα του και την επίσημη τελετή ενθρόνισής του) ο Μαξιμιλιανός Β’ αποφάσισε να στείλει στην Κων/πολη την πρεσβεία της οποίας μέλος ήταν ο Marcantonio Pigafetta και η οποία διαπραγματεύθηκε με τους Οθωμανούς βεζίρηδες την ειρήνη που έληξε αυτόν τον Πόλεμο της Ουγγαρίας. Στις τελευταίες γραμμές της σ. 79 (τίτλος υποενότητας Selino «Σελίμ»), αμέσως μετά τον θάνατο του Σουλεϊμάν (που κρατήθηκε μυστικός), ο πρώτος βεζίρης Μεχμέτ πασάς Σοκόλοβιτς έγραψε στον Σελίμ που βρισκόταν στο Κοτύαιον (τουρκ. Kütahya, στον Pigafetta: Cuteh, città in Galatia) της Μικράς Ασίας, πληροφορώντας τον για τον θάνατο του πατέρα του και προσκαλώντας τον να έρθει στην Ουγγαρία για να παραλάβει την βασιλεία και την ηγεσία της εκστρατείας. Στην αρχή της σ. 80 ο Σελίμ ύστερα από μια στάση 4-5 ημερών στην Κων/πολη έφτασε στη Σιγέτη (Zighet) «για να παραλάβει την ηγεσία του στρατού και την βασιλεία» (per pigliar il possesso dell’esercito e dell’imperio insieme), στη μέση της σ. 82 ο Σελίμ επέστρεψε με όλο το στρατό του στην Κων/πολη μαζί με τη σορό του νεκρού πατέρα του, Σουλεϊμάν (Selino … conducendo seco il corpo del padre Solimano, si ditizzo con tutto l’esercito suo verso Costantinopoli), και στη σ. 83 ο Μαξιμιλιανός Β’ επέστρεψε και αυτός στην Βιέννη όπου αποφάσισε να στείλει πρεσβεία στην Κων/πολη για την καταβολή του ετήσιου «πάκτου» (con il tributo) που πλήρωνε και ο πατέρας του και την διαπραγμάτευση ειρήνης (con intensione di far pace) με την Υψηλή Πύλη.

2. Antonio Verantio (Antun Vrančić)

Στο κάτω μέρος της σ. 85 αρχίζει το κεφάλαιο 2 (Cap. II) όπου ο Pigafetta περιγράφει το πλωτό «ταξίδι κατάπλου του Δούναβη από την Βιέννη ως το Βελιγράδι» (da Vienna fino a Belgrado, giù per lo Danubio, καταπλέω (ορισμός Ι.2) «πλέω κατά τη φορά ροής του ποταμού (to sail down stream), «κατεβαίνω» τον ποταμό»).

Στο πάνω μέρος της ίδιας σ. 85 (πριν αρχίσει το κεφ. 2) ο Pigafetta παραθέτει την πληροφορία ότι είχε συνοδό στο ταξίδι του τον 63χρονο Δαλμάτη (γεννημένος στο Σιβένικο/Šibenik) αρχιεπίσκοπο Στριγονίου, Antun Vrančić (ιταλ. Antonio Veranzio, λατ. Antonius Verantius, 1504-1573) που είχε υπάρξει μέλος 27 πρεσβείων (ventisette legationi) στην Οθωμανική αυτοκρατορία: il signor Antonio Verantio, vescovo d’Agria.

Κατά τη γνώμη μου, η συνοδεία του Vrančić είναι ο λόγος της παράξενης συνήθειας του Pigafetta να χρησιμοποιεί κάθε τόσο το εθνώνυμο «Κροάτες» με την γενικότερη σημασία «Σλάβοι», γιατί ο Vrančić έχει αφήσει δικά του γραπτά στα οποία εκφράζει την αντίληψη μιας κοινής «κροατικής» εθνότητας για τους Σκλαβούνους της Δαλματίας, Κροατίας και Βοσνίας. Όταν σε μια από τις πρεσβείες του συναντήθηκε το 1553 με το μεγάλο βεζίρη Ρουστέμ πασά (γεννήθηκε ή στην Βοσνία ή στην Σκάρδωνα της σημερινής Κροατίας), o Vrančić γράφει ότι ο Ρουστέμ, όταν κάποια στιγμή βαρέθηκε τις μεταφράσεις του δραγομάνου στην οθωμανική τουρκική, ζήτησε από τον Vrančić να συνεχίσουν τη συζήτησή τους άμμεσα χωρίς δραγομάνο στην κοινή τους (μητρική) γλώσσα, «Κροατιστί» (λατ. Croatice). Παρομοίως, σε μία επιστολή που έστειλε το 1559 στον (τουρκευμένο Σκλαβούνο) σαντζάκμπεη του Χάτβαν ονόματι Χασάν, ο Vrančić εκλιπαρεί τον Χασάν να δείξει έλεος προς τους χριστιανούς του σαντζακιού του «στο όνομα της συγγένειας (αγγλ. kinship) που μας συνδέει λόγω της κοινής μας καταγωγής από το Κροατικό γένος (λατ. nationis Croatae, gentis Croaticae) για την οποία αμφότεροι είμαστε υπερήφανοι».

Να θυμάστε αυτές τις προσωπικές ταυτοτικές αντιλήψεις του Antun Vrančić που συνοδεύει τον Marcantonio Pigafetta στην πρεσβεία, γιατί πιστεύω ότι είναι το κλειδί που εξηγεί την παράξενη συνήθεια του Pigafetta να χρησιμοποιεί κάθε τόσο τον όρο «Κροάτες» σε μερικά χωρία όπου τα συμφραζόμενα δείχνουν ότι εννοεί «Σλάβοι».

Κλείνω εδώ την πρώτη και εισαγωγική ανάρτηση της σειράς, αφήνοντας για την επόμενη ανάρτηση το κυρίως θέμα της γεωγραφικής και εθνογραφικής περιγραφής των οθωμανικών περιοχών από τις οποίες πέρασε ο Pigafetta κατά το ταξίδι του Βιέννη-Κων/πολη-Βιέννη (1566-8).

Leave a comment

Filed under πρώιμη νεωτερική εποχή, Εθνολογία, Ιστορία, Οθωμανική περίοδος

Leave a comment

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.