Σέρβοι και Ρασκιανοί #2

Συνεχίζω το θέμα που ξεκινησα στην προηγούμενη και πρώτη ανάρτηση της σειράς.

1. Ο ιταλικός όρος rascia

Στην προηγούμενη ανάρτηση εξήγησα το τοπωνύμιο Ἄρση > (Stari) Ras και την σερβική περιοχή «Ράσκα» (Raška) γύρω από αυτό. Η ορεινή περιοχή της δυτικής Ράσκας είναι γνωστή ως Stari Vlah «Παλαιοί Βλάχοι» (βλ. και Starovlaško-Raške planine «Παλαιοβλαχο-Ρασκικά όρη») και, όπως δείχνει το όνομά της, παραδοσιακά κατοικούνταν από «βλάχους» (= ποιμένες), τόσο σλαβόφωνους όσο και βλαχόφωνους/ρωμανόφωνους (η παρουσία προσλαβικών βλαχόφωνων πληθυσμών ίσως έπαιξε κάποιο ρόλο στην επιβίωση του προσλαβικού τοπωνυμίου Ἄρση > Ras). Οι μεσαιωνικοί αυτοί «βλάχοι» ποιμένες της Ράσκας παρήγαν από την κουρά των κοπαδιών τους ένα ιδιαίτερο (τραχύ και ανθεκτικό) μαλλί που ήδη τον 14ο αιώνα το εξήγαν στην Βενετία και γενικά στην Ιταλία. Αυτό το μαλλί της Ράσκας στην Βενετία (και γενικά στην Ιταλία) μετατρεπόταν σε ένα τραχύ, ευτελές αλλά ανθεκτικό ύφασμα και ένδυμα (που φορούσαν αγρότες, εργάτες και ναύτες) που στα ιταλικά είναι γνωστό ως rascia και στα βενετσιάνικα ως rassa από το όνομα της περιοχής προέλευσης του μαλλιού (σρβ. Raška > ιταλ. Rascia ~ βεν. Rassa): Specie di tessuto spigato di lana grossolana «Είδος υφάσματος από τραχύ/ακατέργαστο μαλλί».

ràscia s. f. [dal nome della città serba di Rascia (forma italianizzata di Ras e anche di Raška: v. rasense)], ant. – Specie di tessuto spigato di lana grossolanail cadavere … avvolto nella rrossa del guidone (D’Annunzio).

Στην πόλη της Βενετίας η οδός (λατ. callis/callem > ιταλ. calle «οδός, στενό») όπου ήταν μαζεμένες οι βιοτεχνίες-μαγαζιά που έφτιαχναν και πουλούσαν το ύφασμα/ένδυμα ιταλ. rascia ~ βεν. rassa μέχρι σήμερα ονομάζεται Calle delle rasse «Οδός/Στενό των ρασκιών»:

The street name derives from the presence of shops selling “rascia” or “rassa”, woollen cloths used to cover gondolas, and which were given this name because they came from the kingdom of Rascia (ancient Serbia).

Παραθέτω και ένα χάρτη που δείχνει την περιοχή Stari Vlah εντός της Ράσκας:

2. Η οθωμανική κατάκτηση του Βελιγραδίου (1521)

Στις 22 Σεπτεμβρίου 1520 πέθανε ο Οθωμανός σουλτάνος Σελίμ Α’ και τον διαδέχθηκε στον θρόνο ο νεαρός γιος του, Σουλεϊμάν Α’ ο Μεγαλοπρεπής. Σύμφωνα με κάποιες ιταλικές πηγές της εποχής, η (δυτική) χριστιανοσύνη μπορούσε επιτέλους να ησυχάσει τώρα που πέθανε το «άγριο λιοντάρι» (Σελίμ Α’) που μέχρι τώρα την απειλούσε και ο καινούριος νεαρός σουλτάνος (Σουλεϊμάν Α’) φαινόταν να είναι άνθρωπος καλλιεργημένος και φιλήσυχος που σκόπευε να συμβιώσει ειρηνικά με την (δυτική) χριστιανοσύνη. Η πρόβλεψη αυτή εν έτει 1520 είναι μία από τις θρυλικότερες λάθος προβλέψεις της ιστορίας, μιας και ο Σουλεϊμάν τελικά αποδείχθηκε «λέων πολύ αγριότερος» του πατρός του: το 1521 κατέκτησε το ουγγρικό Βελιγράδι, το 1522 κατέκτησε την Ρόδο των Ιπποτών, το 1526 στη μάχη του Μόχατς κατέλυσε και κατάκτησε το βασίλειο της Ουγγαρίας και το 1529 πολιόρκησε ανεπιτυχώς την Βιέννη.

Στον Τόμο 29 των Diarii ο Marino Sanudo περιέχει διάφορα γράμματα που έφτασαν στην Βενετία από Κέρκυρα (Corfù), Κων/πολη (ο μπάιλος Tomaso Contarini) και Χίο (Syo), τα οποία συνεγράφησαν κατά το πρώτο δίμηνο (Οκτώβριος-Νοέμβριος 1520) μετά τον θάαντο του Σελίμ Α΄ και περιγράφουν το νέο σουλτάνο, Σουλεϊμάν Α’, ως τον «φιλειρηνικό γιο» (fiol pacifico) που διαδέχθηκε τον νεκρό (morto) πατέρα του Σελίμ. Παραθέτω τρία τέτοια γράμματα:

Φυσικά, όπως εξήγησα ήδη παραπάνω, ο Σουλεϊμάν μόνο «φιλειρηνικός» δεν ήταν και στη σ. 24 του Τόμου 31 των Diarii ο Marino Sanudo παραθέτει την πρώτη ειδοποίηση που έφτασε από το Ραγούσι στην Βενετία (στάλθηκε από το Ραγούσι στις 25 Ιουλίου 1521), ειδοποιώντας τη Σινιορία ότι ο σουλτάνος (el sigor turco) είχε ήδη περάσει από την Φιλιππούπολη και την Σόφια συνεχίζοντας την πορεία του για την εκστρατεία κατά της Ουγγαρίας (la impresa di Hongaria). Στην πραγματικότητα ο Σουλεϊμάν άρχισε να πολιορκεί το Βελιγράδι στις 7 Ιουλίου, το οποίο τελικά κατέκτησε στις 28/9 Αυγούστου.

Μετά ακολουθούν πολλές άλλες ειδοποιήσεις στον ίδιο Τόμο 31 των Diarii για την εξέλιξη της εκστρατείας που κατέληξε στην περίφημη πολιορκία και εκπόρθηση του Βελιγραδίου, κάστρο που περιγράφεται στις ειδοποιήσεις αυτές ως το «κλειδί του βασιλείου της Ουγγαρίας» (σ. 99: chiave di quel regno) και η «ασπίδα του βασιλείου της Ουγγαρίας» (σ. 315: il perfido turco … [h]a preso Belgrado, qual era scudo dil reame de l’Hongaria «ο δυσσεβής/μπαμπέσης Τούρκος πήρε το Βελιγράδι που ήταν η ασπίδα του βασιλείου της Ουγγαρίας»).

Οι ίδιες πηγές περιγράφουν τους αμύντορες του Βελιγραδίου ως «Ούγγρους και Σέρβους» (σ. 493: Hongari et Serviani) και γρήγορα προέκυψαν κουτσομπολιά στην καθολική δύση ότι αιτία της άλωσης του Βελιγραδίου ήταν η «μπαμπεσιά» των «σχισματικών» (Ορθόδοξων) Σέρβων αμυντόρων. Η κατηγορία αυτή μου φαίνεται απίθανη επειδή, όπως εξηγεί και ο Kenneth Setton, ο Σουλεϊμάν πήρε το Βελιγράδι ύστερα από μια εικοσαριά επιθέσεων, κάτι που σημαίνει ότι οι αμύντορες απέκρουσαν επιτυχώς 20 επιθέσεις. Φυσικά, τα κουτσομπολιά είναι κουτσομπολιά και το φταίξιμο αποδόθηκε στους «σχισματικούς» Σέρβους αμύντορες που επέλεξαν να «τουρκέψουν». Έτσι ισχυρίζεται ήδη μια αναφορά του προνοητή του στόλου Lorenzo Griti που στάλθηκε στην Βενετία από το Ραγούζι στις 12 Σεπτεμβρίου 1521, την οποία παραθέτει ο Sanudo στη σ. 493: προέκυψε διαφωνία/διχόνοια (discordia) μεταξύ των «Ούγγρων και Σέρβων» (venne discordia tra Hongari et Serviani) αμυντόρων (custodia), εξαιτίας της οποίας αποφασίστηκε η οριστική παράδοση του κάστρου, μετά την οποία κάποιοι από τους Σέρβους παρέμειναν στην πόλη (ως Οθωμανοί υπήκοοι) και κάποιοι άλλοι επέλεξαν να τουρκέψουν (parte fatosi turchi).

Παραθέτω και την περιγραφή της πολιορκίας του Βελιγραδίου του Kenneth Setton, ο οποίος εξηγεί ότι η πολιορκία του Βελιγραδίου ξεκίνησε στις 7 Ιουλίου 1521 και οι αμύντορες απέκρουσαν μια εικοσαριά τουρκικών επιθέσεων (Belgrade sustained more than twenty assaults) πριν αποφασίσουν να παραδώσουν οριστικά το κάστρο στις 28/9 Αυγούστου 1521. Έτσι ο Σουλεϊμάν πήρε «το προτείχιο της Χριστιανοσύνης» (Suleiman had taken “the outer wall of Christendom“).

Μόλις πήρε το Βελιγράδι, ο Σουλεϊμάν έκανε «σουργούνηδες» (< τουρκ. sürgün «καταναγκαστικός εκτοπισμός/μετοικισμός») μερικές χιλιάδες του εγχωρίου πληθυσμού και τους έστειλε να μετοικίσουν στο χωριό/προάστιο βορείως της Κωνσταντινούπολης που μέχρι σήμερα ονομάζεται … Βελιγράδι (τουρκ. Belgrad [Ormanı]).

Στην αναφορά του Lorenzo Gritti οι Σέρβοι αμύντορες του ουγγρικού Βελιγραδίου αντιπαραβάλλονται στους Ούγγρους ως Serviani. Όταν όμως ο Sanudo αναφέρει εκ νέου Σέρβους πρόσφυγες στα (τότε πρώην) ουγγρικά εδάφη βορείως του Δούναβη το 1528 (δύο χρόνια μετά τη μάχη του Μόχατς το 1526) οι πρόσφυγες αυτοί περιγράφονται τώρα ως «Σέρβοι ή Ρασκιανοί που ζούνε κατά την «γραικική» (ορθόδοξη) πίστη» (Τόμος 48, σ. 18: Serviani seu Rassiani, quali viveno a la fede greca). Πλέον, λοιπόν, οι Σέρβοι που ζούσαν βορείως του Δούναβη και ως το 1526 υπηρετούσαν το ουγγρικό στέμμα ως στρατιώτες προσδιορίζονται πια ως «Ρασκιανοί», για να διακριθούν από τους νοτιότερους «Τουρκομερίτες» Σέρβους που είχαν συνηθίσει πια να είναι Οθωμανοί υπήκοοι και στρατιώτες.

3. Μετά τη μάχη του Μόχατς (1526)

Μετά τη μάχη του Μόχατς (1526) οι Οθωμανοί κατέλαβαν τη Σλαβονία βορείως του Δούναβη, την οποία κράτησαν μέχρι τα τέλη του 17ου αιώνα, όταν η περιοχή πέρασε στα χέρια των Αψβούργων, οι οποίοι το 1697 ίδρυσαν το «βασίλειο της Σλαβονίας». Η πόλη Νόβι Σαντ (στην Βοϊβοντίνα της σημερινής Σερβίας βορείως του Δούναβη) ιδρύθηκε το 1698 (1694?) και ένα από τα πρώτα της ονόματα ήταν το γερμ. Ratzen Stadt ~ σρβ. Racki Grad, δηλαδή «Ρασκιανόκαστρο, κάστρο των Ρασκιανών».

Because of this, a new settlement was founded in 1698 on the left bank of the Danube. The initial name of this settlement was Ratzen Stadt (Serbian: Racki Grad, meaning “the Serb City” in English). The settlement officially gained the present name Novi Sad (Neoplanta in Latin) in 1748 when it became a “free royal city”.

[γερμανικό λήμμα] Bereits 1694 hatte die österreichische Militärverwaltung einen Brückenkopf am gegenüber liegenden Donauufer der Peterwardein-Festung errichtet, um den herum eine Siedlung mit Soldaten, Handwerkern und Händlern heranwuchs, die anfangs Racka Varoš genannt wurde. Auf Deutsch nannte man die Siedlung Ratzenstadt, womit Serbenstadt gemeint war, denn RaizenRatzen oder Rac war eine frühere deutsche und ungarische Bezeichnung für die Serben, die Bewohner von Raszien.

Όταν ο Windisch μελέτησε το 1782 την γλώσσα των Αλβανών που είχαν εγκατασταθεί στο Σίρμιο (Srem, Sremska Mitrovica), ερμήνευσε στα γερμανικά το αλβανικό εξώνυμο shqa (για τους σλαβόφωνους της περιοχής) ως Schkje· ein Ratz (i.e., shqa = Ratz «Ρασκιανός»):

Στην αψβουργική Σλαβονία του 18ου αιώνα υπήρχαν δύο ειδών ομιλητές σερβοκροατικών ποικιλίων: οι παλαιοί «γηγενείς» που ήταν όλοι καθολικοί και οι «πρόσφυγες» ~ «απόγονοι προσφύγων» (από την οθωμανική Σερβία), οι περισσότεροι εκ των οποίων ήταν ορθόδοξοισχισματικοί Γραικοί») με καταγωγή από την οθωμανική Σερβία και ήταν γνωστοί ως «Ρασκιανοί». Σε αυτήν εδώ την παλαιά ανάρτηση έχω παραθέσει αυτήν εδώ την περιγραφή των «Ρασκιανών» από τον καθολικό γηγενή Ιησουίτη Σλαβόνο Antun Kanižlić. Σύμφωνα με τον Kanižlić, λοιπόν, οι «άτιμοι», «σχισματικοί» και «βωμολόχοι» Ρασκιανοί μιλάνε «Ρασκιανικά» (Racki), αποκαλώντας «εμάς» τους γηγενείς καθολικούς «Σόκτσους» (εν./πληθ. Šokac/Šokci), και συνηθίζουν να λένε «κάλλιο να τουρκέψω (poturčiti) παρά να σοκτσέψω (pošokciti)!»

Leave a comment

Filed under πρώιμη νεωτερική εποχή, Εθνολογία, Ιστορία, Οθωμανική περίοδος

Leave a comment

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.