Οι «Βέσσοι» της ύστερης αρχαιότητας

Μία από τις πιο ενδιαφέρουσες και, ταυτόχρονα, λιγότερο μελετημένες εθνογλωσσικές ομάδες της ύστερης ρωμαϊκής αρχαιότητας είναι οι «Βέσσοι», δηλαδή οι πληθυσμοί της βαλκανικής ενδοχώρας που συνέχισαν να μιλάνε δακομυσικά ιδιώματα μέχρι το τέλος της αρχαιότητας, πέρα από τον παράλληλο -μερικό ή ολικό- εκλατινισμό τους (βλ. Θρακική γλώσσα, Δακο-Μυσική γλώσσα). Κατά την ύστερη αρχαιότητα (4ος μ.Χ. αιώνας και έπειτα) ο «βεσσικός χώρος» περιελάμβανε τα εδάφη της παλαιάς  Άνω και Κάτω Μυσίας (Moesia Superior & Inferior). Τα εδάφη αυτά λίγο αργότερα διαιρέθηκαν διοικητικά στην Διοίκηση Δακίας που ανήκε στην Υπαρχία του Ιλλυρικού και στα βορειοδυτικά εδάφη της Διοικήσεως Θράκης που ανήκε στην Υπαρχία του Ανατολικού.

Όποιος αποφασίσει να μελετήσει τους Βέσσους θα συνειδητοποιήσει ότι υπάρχει μια σημαντική διαφορά ανάμεσα στην προρωμαϊκή και υστερορωμαϊκή σημασία του εθνωνυμίου αυτού. Για τον Ηρόδοτο οι Βέσσοι ήταν οι ιερείς του «Διονύσου» [= Σαβαδίου προφανώς] του θρακικού φύλου των Σατρών. Οι τελευταίοι περιγράφονται ως ένα «αεί ανυπότακτο» και «ακραίως πολεμικό» θρακικό φύλο που κατοικούσε σε ψηλά όρη.

[7.111] Σάτραι δὲ οὐδενός κω ἀνθρώπων ὑπήκοοι ἐγένοντο, ὅσον ἡμεῖς ἴδμεν, ἀλλὰ διατελεῦσι τὸ μέχρι ἐμεῦ αἰεὶ ἐόντες ἐλεύθεροι μοῦνοι Θρηίκων· οἰκέουσί τε γὰρ ὄρεα ὑψηλά, ἴδῃσί τε παντοίῃσι καὶ χιόνι συνηρεφέα, καὶ εἰσὶ τὰ πολέμια ἄκροι. Οὗτοι οἱ Διονύσου τὸ μαντήιον εἰσὶ ἐκτημένοι· Τὸ δὲ μαντήιον τοῦτο ἔστι μὲν ἐπὶ τῶν ὀρέων τῶν ὑψηλοτάτων, Βησσοὶ δὲ τῶν Σατρέων εἰσὶ οἱ προφητεύοντες τοῦ ἱροῦ, πρόμαντις δὲ ἡ χρέωσα κατά περ ἐν Δελφοῖσι, καὶ οὐδὲν ποικιλώτερον.

Η κατάσταση έτσι όπως την περιγράφει ο Ηρόδοτος είναι αυτή ενός θρακικού φύλου με -τουλάχιστον- δύο κάστες: μία κάστα πολεμιστών (οι «τὰ πολέμια ἄκροι» Σάτραι) και μία κάστα ιερέων (οι «τῶν Σατρῶν προφητεύοντες τοῦ ἱροῦ» Βησσοί). Το όνομα της κάστας πολεμιστών «Σάτραι» μπορεί να συγκριθεί γλωσσολογικά και λειτουργικά με το όνομα της ινδοάριας κάστας πολεμιστών και αρχόντων “Kṣatriya” (από την ΙΕ ρίζα *tkeh1- «άρχω» που έδωσε το ελληνικό ρήμα κτάομαι και Ινδο-Ιρανικούς όρους με τη σημασία «άρχων, βασιλεύς», βλ. šah). Η ινδοάρια κάστα των ιερέων ήταν οι Βραχμάνες και μπορούν, με τη σειρά τους, να συγκριθούν λειτουργικά με τους «προφετεύοντες τοῦ ἱ[ε]ροῦ» Βέσσους/Βήσσους. Αυτή η δεύτερη σύγκριση γεννάει σε κάποιον την διάθεση να ψάξει δοκιμαστικά για μια σημασία «Ιερείς» πίσω από το «εθνωνύμιο» Βέσσοι/Βήσσοι.

Παραθέτω μια σελίδα για τις τέσσερεις ινδοάριες κάστες και, από δίπλα, την ετυμολογικη ανάλυση του ρήματος κτάομαι του Robert Beekes (ΙΕ ρίζα *tkeh1- και σχέση με τους Ινδο-Ιρανικούς όρους του τύπου kṣatrá = «αρχή, εξουσία» και kṣatriya). Σημειώνω, σε αυτό το σημείο, πως ο ιρανικός όρος που οι Έλληνες απέδωσαν ως «σατράπης» έχει ως πρώτο συνθετικό τον ιρανικό συγγενή του σανκσριτικού όρου kṣatrá (Ιραν. xšaθra-pāvā > αρχ. περσ. xšaçapāvā > ελλην. σατράπης = «προστάτης του βασιλείου (της βασιλικής επικράτειας)»).

Ksatriyas

Ο Στράβων, τέσσερεις αιώνες μετά από τον Ηρόδοτο, παρουσιάζει μια διαφορετική και λιγότερο κολακευτική εικόνα για τους Βέσσους. Για τον Στράβωνα οι Βέσσοι ήταν ένα ληστρικότατο φύλο («καὶ ὑπὸ τῶν ληιστῶν ληισταὶ προσαγορεύονται» = «ακόμα και οι ληστές τους αποκαλούν ληστές») «λυπρόβιων καλυβιτών» που κατοικούσε στον Αίμο και στα περικείμενα όρη. Ο Στράβων παραθέτει και την γεωγραφική κατανομή των Βεσσών, λέγοντας ότι «συνάπτονται» με τους Παίονες στη Ροδόπη και, από τα Ιλλυρικά φύλα, με τους Αυταριάτες και τους Δαρδανίους.

[7.5.12] Εἶθ᾽ οἱ περὶ τὸ Αἷμον καὶ οἱ ὑπὲρ αὐτοῦ οἰκοῦντες μέχρι τοῦ Πόντου Κόραλλοι καὶ Βέσσοι καὶ Μαίδων τινὲς καὶ Δανθηλητῶν. Πάντα μὲν οὖν ταῦτα ληιστρικώτατα ἔθνη· Βέσσοι δέ, οἵπερ τὸ πλέον τοῦ ὄρους νέμονται τοῦ Αἵμου, καὶ ὑπὸ τῶν ληιστῶν ληισταὶ προσαγορεύονται, καλυβῖταί τινες καὶ λυπρόβιοι, συνάπτοντες τῆι τε Ῥοδόπηι καὶ τοῖς Παίοσι καὶ τῶν Ἰλλυριῶν τοῖς τε Αὐταριάταις καὶ τοῖς Δαρδανίοις.

Αν λάβουμε την φράση του Στράβωνα τοις μετρητοίς τότε στα χρόνια του (~τέλη 1ου π.Χ. αιώνα) η «βεσσική χώρα» ήταν πάνω κάτω η περιοχή που περιέκλεισα με κόκκινο:

Bessi-Strabo

Ένας περίπου αιώνα νωρίτερα από τον Στράβωνα, δηλαδή κατά την περίοδο 150-100 π.Χ., ο Ρωμαίος ανθύπατος στρατηγός Μάρκος Μινύκιος Ρούφος τιμήθηκε ως νικητής στον «πρὸς Γαλάτας Σκορδίστας (οι Σκορδίσκοι που είχαν εγκατασταθεί στην βόρεια θρακοϊλλυρική παραμεθόριο) καὶ τὸν πρὸς Βέσσους καὶ λοιποὺς Θρᾷκας πόλεμον».

Delphoi-Bessi

Κατά την υστερορωμαϊκή αρχαιότητα, όμως, οι πληθυσμοί που αυτοπροσδιορίζονται επιγραφικά ως «Βέσσοι/Bessi» κατοικούν σε ευρύτερη περιοχή που καλύπτει σχεδόν όλο το υποδουνάβιο δακοθρακόφωνο συνεχές.

Έτσι παρακάτω θα παραθέσω επιγραφές από τη Σερδική και τον Οίσκο ποταμό, στις οποίες τα άτομα προσδιορίζονται ως “natione Bessus” και ένας στρατιώτης από τους Σκούπους (Scupi) της Δαρδανίας τον 3° μ.Χ. αιώνα αυτοπροσδιορίζεται επιγραφικά επίσης ως “natione Bessus”. Σύμφωνα με τον András Mócsy, κατά την ύστερη αρχαιότητα το μεν εθνωνύμιο «Βέσσοι» χαρακτήριζε όλους τους -υποδουνάβιους- (δακο-)θρακόφωνους πληθυσμούς, η δε φράση “lingua Bessica” δήλωνε την (Δακο-)Θρακική γλώσσα.

Bessus-Scupi

Ο αυτοκράτορας Λέων «ο Θρᾷξ» γεννήθηκε στην Διοίκηση Δακίας (Δακία του Ιλλυρικού) και ο Ιωάννης Μαλάλας τον προσδιορίζει ως «ὁ θειότατος Λέων ὁ μέγας ὁ Βέσσος» και οι λατινικές πηγές τον προσδιορίζουν ως Bessica ortus progenie («καταγόμενος από το Βεσσικό γένος»).

Malalas-Leo-Dacian

Στον παρακάτω χάρτη του Ian Mladjov, ο «βεσσικός χώρος» αποτελείται από όλη την Διοίκηση Δακίας εκτός από την παράλια επαρχία της Πραιβάλεως (Πραίβαλις, Praevalitana), που κατοικούνταν από εκλατινισμένο ιλλυρικό πληθυσμό, και από τις επαρχίες Μυσία Β΄ (Moesia II) και Θράκη της Διοικήσεως Θράκης.

Ian-Mladjov

Οι επαρχίες της Διοικήσεως Δακίας ήταν η Πραίβαλις (#1) με πρωτεύουσα την Διοκλεία, η Μυσία/Μοισία Α΄ (Moesia I, #2) με πρωτέουσα το Βιμινάκιον, η Δαρδανία (#3) με πρωτεύουσα τους Σκούπους (Σκόπια), η Παραποτάμια Δακία (Dacia Ripensis, #4), με πρωτεύουσα την Ρατιαρία και η Μεσόγειος Δακία (Dacia Mediterranea, #5), με πρωτεύουσα την Σερδική (Σόφια), η οποία ήταν και η πρωτεύουσα όλης της Διοικήσεως Δακίας.

Κατά την ύστερη αρχαιότητα, για λόγους που δεν γνωρίζουμε, οι πληθυσμοί αυτής της «βεσσικής χώρας» αυτοπροσδιορίζονταν κυρίως ως «Βέσσοι/Bessi» (και πιο σπάνια ως «Θράκες», «Μυσοί» και «Δάκες»). Έτσι στις λατινικές επιγραφές της Σερδικής (civitas/regio Serdica), οι κάτοικοι της πόλης αυτοπροσδιορίζονται ως natione Bessus, natione T(h)rax, natione DaciscaΒέσσος/Θραξ το γένος», «[ανήκων] στο Δακικό γένος»κλπ). Σε αρκετές από αυτές τις επιγραφές αναφέρεται η στρατιωτική θητεία στην Σπείρα Φλάβια των Βέσσων (Cohors Flavia Bessorum).

-D(is) M(anibus) Gaius miles Cohortis X praetoriae … natione T(h)rax civitate Serdica (Θράξ το γένος από την πόλη της Σερδικής)

-D(is) M(anibus) Aurelius Abittus miles Cohortis X praetoriae … natione Bessus natus regione Serdica vico Magari (Βέσσος το γένος, γεννηθείς στην περιοχή της Σερδικής, από το χωριό Magaris)

-D(is) M(anibus) Aurelio Victorino militi Cohortis VI praetoriae … natione Dacisca regione Serdica (Δακικού γένους από την περιοχή της Σερδικής).

Serdica

Άλλα παραδείγματα επιγραφικής απάντησης της φράσης natione Bessus = «Βέσσος το γένος» από την περιοχή του ποταμού Οίσκου (Oescus, βουλγ. Iskar), τον Πειραιά και την Βόστρα (στο αραβικό σύνορο, έδρα της Legio III Cyrenaica) είναι τα παρακάτω:

natione-Bessus

Στην πρώτη ο «Βέσσος το γένος» Μουκάτραλις, υιός Σίτα (Mucatralis filius Sit[a]e) έχει θρακικό όνομα (Μουκάτραλις) και πατρωνύμιο (Σιτᾶς) και υπηρέτησε στην Σπείρα Β΄ Φλάβια Β(?) [miles Cohortis II Flaviae B(?)]. O αποκαταστάτης της επιγράφης διάβασε το μονόγραμμα “B” δοκιμαστικά ως B(rittonum?), αλλά οι παρακάτω επιγραφές πιστεύω πως δείχνουν ότι πίσω από το γράμμα “B” ίσως κρύβεται ο όρος Bessorum = «των Βέσσων».

Bessorum

Η πρώτη από αυτές τις επιγραφές είναι δίγλωσση σε Ελληνική και Λατινική και βρέθηκε στο χωριό Gorno Srpci (δυτικά του Μοναστηρίου, βορείως της Μεγάλης Πρέσπας). Ο συνταξιοδοτημένος εκατόνταρχος (centurio) της επιγραφής φέρει το θρακικό όνομα Τήρης/Teres (λ.χ. οι Θράκες βασιλείς των Οδρυσών Τήρης Α΄, Τήρης Β΄ και Τήρης Γ΄).

Αρκετές πηγές του 6ου μ.Χ. αιώνα αναφέρονται σε Βέσσους μοναχούς σε μοναστήρια των Αγίων Τόπων, οι οποίοι προσεύχονταν στην οικεία τους [Βεσσική] γλώσσα. Οι δύο σημαντικότερες από αυτές είναι ο Θεόδωρος της Πέτρας που, γύρω στο 526, γράφει στον Βίο του Θεοδοσίου του Κοινοβιάρχου ότι στο μοναστήρι του Κουτιλά (στην Νεκρά Θάλασσα) υπήρχαν [Βέσσοι] μοναχοί που «κατὰ οἰκείαν γλῶσσαν γένος Βεσσῶν τῷ ὑψίστῳ τὰς εὐχὰς ἀποδίδωσιν» (συνολικά, σύμφωνα με την ίδια πηγή, στο μοναστήρι αυτό κάποιος άκουγε προσευχές στην Ελληνική, Αρμενική και Βεσσική) και ο Αντωνίνος Πλακεντινός , λίγο μετά το 570 μ.Χ., γράφει για την επίσκεψή του στο μοναστήρι του Όρους Σινά ότι οι τρεις αββάδες γνώριζαν διάφορες γλώσσες (tres abbates, scientes linguas“hoc est latinas et graecas, syriacas et aegyptiacas et bessas (άλλη εκδοχή του ίδιου χωρίου έχει τις αιτιατικές “latinam, graecam … bessam“).

Bessi

Οι ορεσίβιοι Βέσσοι εκχριστιανίστηκαν στα τέλη του 4ου αιώνα από τον επίσκοπο Νικήτα της Ρεμεσιάνας, έναν λόγιο και μάλλον γηγενή («Βέσσο») της Μεσόγειας Δακίας που γνώριζε άπταιστα τη Λατινική και την Ελληνική γλώσσα και, προφανώς, την «Βεσσική» γλώσσα. Ορισμένες σημαντικές εκκλησιαστικές πηγές της εποχής, όπως ο Άγιος Ιερώνυμος, ισχυρίζονται ότι ο Νικήτας μετέφρασε την Βίβλο στην Βεσσική γλώσσα, αλλά οι περισσότεροι μελετητές θεωρούν απίθανη μια τέτοια μετάφραση. Μια τέτοια μετάφραση, όμως, φαίνεται λιγότερο απίθανη αν συλλογιστούμε ότι, λίγο πριν τον Νικήτα, ο Ουλφίλας μετέφρασε την Βίβλο γοτθιστί , σχεδόν συγχρόνως με τον Νικήτα, ο προρρηθείς Ιερώνυμος έκανε μια μετάφραση της Βίβλου σε δημοτικότερη Λατινικήversio vulgata του Ιερωνύμου γρήγορα αντικατέστησε παντού την Vetus Latina) και, λίγο μετά τον Νικήτα, ο Μεσρώπ Μαστότς μετέφρασε την Βίβλο αρμενιστί. Ο φίλος του Νικήτα Παυλίνος της Νόλης σε ένα ποίημά του που αφιέρωσε στον φίλο του γράφει πως «οι Βέσσοι που ήταν σκληρότεροι κι απ΄το χιόνι των βουνών τους (Bessi nive duriores), άγονται πια σαν αρνιά (Nunc oves facti) στο μαντρί της Ειρήνης»:

Et sua Bessi nive duriores,

Nunc oves facti, duce te gregantur

Pacis in aulam.

Nicetas

Ο Θεοφάνης ο Ομολογητής στην Χρονογραφία του αναφέρει στα χρόνια της βασιλείας του Αναστασίου (~500 μ.Χ.) μια στρατιά «Γότθων, Βεσσών και έτερων θρακικών εθνών» που στάλθηκε στην διάθεση του Στρατηγού της Εώας (Ανατολής Υπαρχίας) Αριοβίνδου, μαζί με πλείστους στρατηγούς, ανάμεσα στους περιφανέστερους των οποίων ήταν ο μελλοντικός αυτοκράτορας Ιουστίνος και ο φίλος του Ζήμαρχος.

[Θεοφάνης, 504/5 μ.Χ.] Τούτῳ τῷ ἔτει στέλλεται παρὰ τοῦ βασιλέως Ἀναστασίου στρατιὰ Γότθων τε καὶ Βέσσων καὶ ἑτέρων Θρᾳκίων ἐθνῶν, στρατηγοῦντος τῆς ἕω καὶ ἐξαρχοῦντος αὐτῆς Ἀρεοβίνδου […]συναπεστάλησαν δὲ τῷ Ἀρεοβίνδῳ καὶ ἕτεροι πλεῖστοι στρατηγοί, ὧν οἱ περιφανέστατοι Πατρίκιος ἦν καὶ Ὑπάτιος, ὁ Σεκουνδίνου καὶ τῆς ἀδελφῆς Ἀναστασίου τοῦ βασιλέως υἱός, καὶ Φαρισμάνης, ὁ Ζουνᾶ πατήρ, τὸ γένος Λαζός, καὶ Ῥωμανὸς ὁ προειρημένος ἐξ Εὐφρατησίας συναφθεὶς τῷ στρατεύματι, καὶ Ἰουστῖνος ὁ βασιλεύσας μετὰ ταῦτα, καὶ Ζήμαρχος καὶ ἕτεροί τινες, τῆς δυνάμεως συνελθούσης ἐν Ἐδέσῃ, πόλει τῆς Ὀσροηνῆς

Δυστυχώς το διάβασμα «Βέσσοι» εδώ δεν είναι σίγουρο, επειδή ο Προκόπιος -πιο κοντά στα γεγονότα- δεν αναφέρει «Γότθους και Βέσσους», αλλά έναν «Γότθο στρατηγό Βέσσα».

Bessi-Theophanes

Τους τρεις «Ιλλυριούς» το γένος σισυροφόρους αγρότες από την Δαρδανία με Θρακικά, όμως, ονόματα (Ιουστίνος = λατινικό, Διτούβιστος και Ζίμαρχος = δακοθρακικά, δηλαδή «βεσσικά») τους έχω περιγράψει σε παλαιότερη ανάρτηση. Άφησαν την Δαρδανία για να κάνουν στρατιωτική καριέρα στην Κωνσταντινούπολη όπου, λόγω της κορμοστασιάς τους, εξελίχθηκαν σε εξκουβίτωρες του προρρηθέντος Λέοντος Α΄ του «Θρᾳκός/Βέσσου». Ο ένας από αυτούς έγινε ο αυτοκράτορας Ιουστίνος, ο θείος του αυτοκράτορα Ιουστινιανού.

[Προκόπιος, Απόκρυφη Ιστορία, 6.2-4] Λέοντος ἐν Βυζαντίῳ τὴν αὐτοκράτορα ἀρχὴν ἔχοντος, γεωργοὶ νεανίαι τρεῖς, Ἰλλυριοὶ γένος, Ζίμαρχός τε καὶ Διτύβιστος καὶ Ἰουστῖνος ὁ ἐκ Βεδεριάνης, πράγμασιν ἐνδελεχέστατα τοῖς ἀπὸ τῆς πενίας οἴκοι μαχόμενοι τούτων τε ἀπαλλαξείοντες ἐπὶ τὸ στρατεύεσθαι ὥρμησαν. καὶ πεζῆ βαδίζοντες ἐς Βυζάντιον ᾔεσαν, σισύρας ἐπὶ τῶν ὤμων αὐτοὶ φέροντες, ἐν αἷς δὴ ἄλλο οὐδὲν ὅτι μὴ διπύρους ἄρτους οἴκοθεν ἐμβεβλημένοι ἀφίκοντο, ταχθέντας τε ἐν τοῖς στρατιωτικοῖς καταλόγοις βασιλεὺς αὐτοὺς ἐς τοῦ Παλατίου τὴν φυλακὴν ἐπελέξατο. κάλλιστοι γὰρ ἅπαντες τὰ σώματα ἦσαν.

Σύμφωνα με τον Προκόπιο, οι μεν Κωνσταντινουπολίτες θεωρούσαν «βάρβαρη άγροικο» την γυναίκα του Ιουστίνου Λουπικίνη (αργότερα αυτοκράτειρα «Ευφημία»), ο δε Ιουστινιανός «μιλούσε, φερόταν και σκεφτόταν σαν βάρβαρος».

[Προκόπιος, Απόκρυφη Ιστορία, 9.47-9] Ἕως μὲν οὖν βασιλὶς περιῆν ἔτι, γυναῖκα ἐγγυητὴν Ἰουστινιανὸς τὴν Θεοδώραν ποιήσασθαι οὐδεμιᾷ μηχανῇ εἶχεν. ἐν τούτῳ γὰρ μόνον ἀπἐναντίας αὐτῷ ἐχώρει, καί περ ἀντιστατοῦσα τῶν ἄλλων οὐδέν. πονηρίας μὲν γὰρ ἡ γυνὴ ἀπωτάτω οὖσα ἐτύγχανεν, ἄγροικος δὲ ἦν κομιδῆ καὶ βάρβαρος γένος, ὥσπερ μοι εἴρηται. ἀντιλαβέσθαι τε ἀρετῆς οὐδαμῆ ἴσχυσεν, ἀλλἀπειροτάτη οὖσα διατετέλεκε τῶν κατὰ τὴν πολιτείαν πραγμάτων, ἥ γε οὐδὲ ξὺν τῷ ὀνόματι τῷ αὐτῆς ἰδίῳ ἅτε καταγελάστῳ ὄντι ἐς Παλάτιον ἦλθεν, ἀλλΕὐφημία ἐπικληθεῖσα.

[Προκόπιος, απόκρυφη Ιστορία, 14.2-3] Πρῶτα μὲν γὰρ οὐδὲν ἐς βασιλικὸν ἀξίωμα ἐπιτηδείως ἔχον οὔτε αὐτὸς εἶχεν οὔτε ξυμφυλάσσειν ἠξίου, ἀλλὰ τήν τε γλῶτταν καὶ τὸ σχῆμα καὶ τὴν διάνοιαν ἐβαρβάριζεν.

Ο κορυφαίος στρατηγός του Ιουστινιανού Βελισάριος επίσης καταγόταν από την νοτιοανατολική εσχατιά της Διοικήσεως Δακίας (από τη Γερμάννη, σημερινά Sapareva Banya). Αν δεν είχε γοτθική καταγωγή (μια πιθανότητα που πρέπει πάντοτε να λαμβάνεται υπόψη στα άτομα της ύστερης αρχαιότητας που προέρχοντια από την βαλκναική ενδοχώρα) τότε είναι πολύ πιθανό να είχε «βεσσική» καταγωγή.

Το τελευταίο πρόσωπο που προσδιορίζεται ως «Βέσσος» στις πηγές μας ήταν «ο Πατρίκιος Μαύρος ο Βέσσος» που αναφέρει ο Θεοφάνης στο έτος 710/711 (επί βασιλείας Ιουστινιανού Β΄) και τον οποίο πολλοί μελετητές ταυτίζουν με τον Πατρίκιο και «Άρχοντα των Σερμησιανών και των Βουλγάρων» Μαύρο που αναφέρει το δεύτερο βιβλίο των «Θαυμάτων» του Αγίου Δημητρίου. Ο Μαύρος των «Θαυμάτων» ήταν η κεφαλή των Σερμησιανών (απόγονοι Ρωμαίων πολιτών από την βαλκανική ενδοχώρα που οι Άβαροι είχαν συγκεντρώσει στην περιοχή του Σιρμίου) και έγινε υπαρχηγός του βούλγαρου Κούβερ που οδήγησε τους Σερμησιανούς και τους Βούλγαρούς του στην Πελαγονία, εντός των τότε Ρωμαϊκών ορίων. Έχω παραθέσει στοιχεία για τον Μαύρο και τους Σερμησιανούς σε αυτήν την παλαιότερη ανάρτηση.

[Θεοφάνης, 710/11 μ.Χ.] Ταῦτα μαθὼν Ἰουστινιανὸς καὶ ἐπὶ πλέον ἐκμανεὶς τὰ μὲν τέκνα τοῦ σπαθαρίου Ἡλία εἰς τὸν τῆς μητρὸς ἀπέσφαξε κόλπον, ταύτην δὲ ἠνάγκασε τῷ οἰκείῳ αὐτῆς ζευχθῆναι μαγείρῳ Ἰνδῷ ὄντι· εἶθοὕτω τε πλώϊμον ἕτερον κατασκευάσας ἀποστέλλει Μαῦρον τὸν πατρίκιον, τὸν Βέσσον, παραδεδωκὼς αὐτῷ πρὸς καστρομαχίαν κριόν, μαγγανικά τε καὶ πᾶσαν ἑλέπολιν,

Αυτά για τους Βέσσους.

12 Comments

Filed under Αρχαιότητα, Ιστορία

12 responses to “Οι «Βέσσοι» της ύστερης αρχαιότητας

  1. Ρωμηός=Έλληνας=Γραικός Όλα δικά μας είναι.

    Αν δεν είχε γοτθική καταγωγή (μια πιθανότητα που πρέπει πάντοτε να λαμβάνεται υπόψη στα άτομα της ύστερης αρχαιότητας που προέρχοντια από την βαλκναική ενδοχώρα) τότε είναι πολύ πιθανό να είχε «βεσσική» καταγωγή.

    Μου φαίνεται ότι από ένα σημείο και μετά πρέπει να μπέρδευαν τους όρους “Γέτες” και “Γότθοι”. Π.χ. Το “Getica” του Ιορδάνη.

    Βλ. και στο Μπέογουλφ που στην ταινία (στην ελληνική μετάφραση) τον έλεγαν “Γέτη” και αναρωτιόμουν τη δουλειά έχει ένας “Ρουμάνος” στην Δανία ! 🙂

  2. Bolko

    Η Βεσσαραβία δηλαδή είναι η Αραβία των Βέσσων;

    • Η «Βεσσαραβία» πήρε το όνομά της από τον ευγενή οίκο της περιοχής που είχε ως πρόγονο τον Basarab Ι. Δεν είναι ξεκάθαρη η ετυμολογία, αλλά στην βικιπαίδεια αναφέρεται η πιθανότητα τουρκικής (πετσενεγκο-κουμανικής) ετυμολογίας (κουμανικό basar = «άρχων»).

      Στη σελίδα για τον ιδρυτή της δυναστείας (Basarab I) γράφει:

      Basarab’s name is of Turkic origin.[7][8] Its first part is the present participle for the verb bas- (“press, rule, govern”); the second part matches the Turkic honorific title aba or oba (“father, elder kinsman”), which can be recognized in Cuman names, such as Terteroba, Arslanapa and Ursoba.[9] Basarab’s name implies that he was of Cuman or Pecheneg ancestry, but this hypothesis has not been proven.

  3. Bolko

    Ευχαριστώ πολύ για τις πληροφορίες. Οπότε είναι πρόσφατο, οθωμανικό όνομα. Υπάρχει περίπτωση να έγινε φωνοσημασιολογικό ταίριασμα για να ταιριάζει στο όνομα των Βέσσων έπειτα;

  4. ati

    Για τους Σάτρες καμιά ακόμα αναφορά?

  5. Evmenis

    *Βησσοί

    Οι ύστατοι εκ των νοτίως του π Δούναβη Θρακών, που διατηρήσαν την λαλιά τους. Βησσός υπήρξε και ο badass -όσο και φιλέλλην- imperator Λέων ο Μακέλλης, ή Θραξ.

    • Φιλέλλην όχι, χριστιανός Ρωμαίος βεσσικής καταγωγής και imperator Romanorum ήταν ο Λέων Θραξ/Βέσσος ο Μακέλλης (όπως ένα σωρό άλλοι ανατολικοί Ρωμαίοι της εποχής του). «Έλληνες» στα χρόνια του ήταν οι ειδωλολάτρες. 🙂 🙂

  6. Mary Vigliraki

    Υπάρχουν πληροφοριες για τους Κορπίλους;

    • Γεια σου Mary.

      Για ορεκτικό, το μόνο που ξέρω προς το παρόν είναι τα στενά των Κορπίλων και των Σαπαίων κοντά στους Φιλίππους.

      [Αππιανός, εμφ. πολ. 4.87] μέχρι πόλιν ὑπερβάντες Φιλίππους τὰ στενὰ Κορπίλων καὶ Σαπαίων, τῆς Ῥασκουπόλιδος ὄντα ἀρχῆς, κατέλαβον, ᾗ μόνῃ διελθεῖν ἔστιν ἐς τὴν Εὐρώπην ἐκ τῆς Ἀσίας τὴν γνώριμον ὁδόν.

      Πίσω από την ελληνική γραφή Κορπ- μάλλον πρέπει να κρύβεται το θρακικό μόρφημα **Kurp-, λ.χ. το θρακικό τοπωνύμιο Κουρπισός. Για αρχή θα έψαχνα για σημασίες που σχετίζονται με τις ΙΕ ρίζες *(s)kerp- «θερίζω, μαδώ, αποσπώ, αρπάζω», *krep- «σώμα» και *kwerp- «στρέφομαι, γυρίζω».

      Παραθέτω την ετυμολόγηση του Duridanov του θρακικού τοπωνύμιου Κουρπισός:

      https://imgur.com/4Dd3ixA

  7. ΚωςΚοσ

    Διαμάντι, όπως όλες οι αναρτήσεις. Πολύτιμη πηγή.

    • Καλημέρα, ΚωςΚοσ.

      Αν θυμάμαι καλά, όταν έκανα αυτή την ανάρτηση, δεν παρέθεσα τις παρακάτω μαρτυρίες για τους Βέσσους που παρέθεσα σε μεταγενέστερες αναρτήσεις (όπως αυτή).

      1) Η εξορυκτική τεχνογνωσία των Βέσσων: Ο Βεγέτιος (~ αρχές 5ου μ.Χ. αι.) γράφει ότι τον παλιό καλό καιρό του ρωμαϊκού στρατού, κάθε στρατιωτικό σώμα είχε σκαπανείς (cunicularii «αυτοί που σκάβουν cunicula» = λαγούμια) που ήξεραν να υπονομεύουν τα εχθρικά τείχη «κατά τον τρόπο των Βεσσών» (morem Bessorum), οι οποίοι ήταν γνωστοί για την «εξορυκτική τεχνογνωσία» τους (Bessorum … industria).

      [Βεγ., 2.11] Haec enim erat cura praecipua, ut quicquid exercitui necessarium uidebatur numquam deesset in castris, usque eo, ut etiam cunicularios haberent, qui ad morem Bessorum ducto sub terris cuniculo murisque intra fundamenta perfossis inprouisi emergerent ad urbes hostium capiendas.

      [Βεγ., 4.24] Aliud genus obpugnationum est subterraneum atque secretum, quod cuniculum uocant a leporibus, qui cauernas sub terris fodiunt ibique conduntur. Adhibita ergo multitudine ad speciem metallorum, in quibus auri argentique uenas Bessorum rimatur industria, magno labore terra defoditur cauatoque specu in exitium ciuitatis inferna quaeritur uia.

      Για το λόγο αυτό πιστεύω ότι ο ανετυμολόγητος όρος «τσάπα» (λατ. sappa, βυζ. ελλ. τζάπα, τζαπίον, ιταλ. zappa, ρουμ. sapă) μπορεί να είναι θρακικό/βεσσικό δάνειο στην λατινική του ρωμαϊκού στρατού (όρος που εισήγαγαν οι Βέσσοι σκαπανείς στον ρωμαϊκό στρατό) και ο θρακικός αυτός όρος πιθανώς να κρύβεται στο θρακικό εθνώνυμο «Σαπαῖοι» = θρακικό φύλο που έλεγχε/δούλευε τα ορυχεία των Φιλίππων (πρβ. αγγλ. sappers «σκαπανείς (του στρατού)»).

      2) Ένας αιγυπτιακός πάπυρος του 6ου αιώνα αναφέρει δύο Βέσσους βουκελλάριους με ονόματα Βοραΐδης και Ζίμαρχος που υπηρετούσαν στην Αίγυπτο:

Leave a comment

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.