Τα ελληνικά αρσενικά πρωτόκλιτα σε -ης/-ᾱς

Την αφορμή για την παρούσα ανάρτηση μου την έδωσε ο Χρήστος με το σχόλιο (#1) που έκανε στην χθεσινή ανάρτηση. Τα ελληνικά πρωτόκλιτα είναι τα θηλυκά ονόματα που τελειώνουν σε -η/-ᾱ (λ.χ. ἡ τῑμή, ἡ χώρ) και τα αρσενικά αντίστοιχά τους σε -ης/-ᾱς (λ.χ. ὁ νικητής, ὁ νεᾱνίᾱς). Τα ελληνικά πρωτόκλιτα κατάγονται από τα ΙΕ θηλυκά σε *-eh2-. Τα θηλυκά «τύπου Devī́» σε *-ih2 > -ια με βραχύ /α/ (λ.χ. *pot-n-ih2 > πότνια ~ σανσκ. patnī́ ~ αβεστ. paθnī́) μπορούν να θεωρηθούν μηδενόβαθμη παραλλαγή των πρωτόκλιτων σε *-ieh2 (λ.χ. *piH-wer-ieh2 > Πιερίᾱ ~ Πιερίη).

Το πρώτο πράγμα που πρέπει να εξηγήσω είναι γιατί έχουμε στην Αττική κοινή τους διπλούς τύπους -η- ~ -ᾱ-. Αυτό οφείλεται στο φαινόμενο που οι γλωσσολόγοι ονομάζουν «Αττική Επανατροπή» (Attic Reversion). Ενώ στην Ιωνική διάλεκτο η εξέλιξη ā > ǟ > ē ήταν καθολική, στην Αττική συνέβη «επανατροπή» ǟ > ā μετά από ρ,ι,ε.

Γι΄αυτό το λόγο το Πρωτο-Ελληνικό ἀγέλ έγινε ἀγέλη και στην Αττική και στην Ιωνική , αλλά τα Πρωτο-Ελληνικά χώρ και νεϝᾱνίᾱς έγιναν χώρη και νεηνίης στην Ιωνική, αλλά παρέμειναν χώρ και νενίς στην Αττική (χώρα, νεανίας).

Προφανώς, η Αττική Επανατροπή ήταν ενεργή αφού είχε ήδη χαθεί το δίγαμμα σε μεσοφωνηεντική θέση (νεϝᾱνίᾱς > νεᾱνίᾱς) και είχε πάψει πια να είναι ενεργή διαδικασία όταν χάθηκε το δίγαμμα σε μετασυμφωνική θέση (κόρϝᾱ > κόρϝη > κόρη). Οι μελετητές την χρονολογούν στην περίοδο ~850-750 π.Χ. Όταν ολοκληρώθηκε η δεύτερη αναπληρωματική έκταση (~750 π.Χ.), τόσο η Ιωνική όσο και η Αττική είχαν πάψει να τρέπουν ᾱ>η (λ.χ. *pant-ih2 > pantya > pantsa > πάνσα > πσα, αλλά όχι *πσα).

Attic-Reversion

Όπως έγραψα παραπάνω, τα ελληνικά αρσενικά πρωτόκλιτα κατάγονται από τα ΠΙΕ θηλυκά σε *-eh2. Βέβαια ως κατηγορία τα αρσενικά αυτά δεν εμφανίζονται μόνο στην Ελληνική, αλλά και σε άλλες ΙΕ γλώσσες.

Τα λατινικά αρσενικά πρωτόκλιτα είναι τα αρσενικά ονόματα τύπου Nerva, Crista και όροι όπως το ουσιαστικό agripeta. Σε αυτήν την κατηγορία εντάχθηκαν και τα δανεισμένα από την Ελληνική αρσενικά πρωτόκλιτα όπως λ.χ. τα παραδείγματα ποιητής > poēta και ἀθλητής > athleta.

Από τον Σλαβικό κλάδο αναφέρω τα παρακάτω παραδείγματα αρσενικών πρωτόκλιτων:

*wold-ūκ-eh2 > *voldyka «άρχων, κυβερνήτης» (OCS vladyka > σημερινό vladika «επίσκοπος», IE *weldh- «κυβερνώ, ελέγχω», λ.χ. αγγλικό wield).

*wodh-ieh2 > *vodya > *vodza > σερβο-κροατικό vođa = «αρχηγός, ηγέτης», καθώς και το «σκέτο» *wodh-eh2 > voda στον όρο vojvoda = στρατηγός («βοεβόδας»). Η ρίζα *wedh- «άγω» απαντά και στο ελληνικό ϝὀθρεῖν = ἄγειν.

*yοun-ōs-ieh2 > *yunōsyā*yunosyā (λόγω του νόμου του Osthoff πριν από -sy-) > yunoša = «νεανίας» (s+y > š, πως και στην νεοελληνική λ.χ. κεράσια > κεράšα και στην ΑΒΡ λ.χ. camisia > camèsya > cãmeashã)

vladyka

Αφού λοιπόν τα αρσενικά πρωτόκλιτα παράγονται από τα ΙΕ θηλυκά σε *-eh2- καλό είναι να έχουμε κατά νου τα κοινά που μπορούμε να αναδομήσουμε μέσα από την Συγκριτική Μέθοδο στα παραδείγματα που δίνει ο Benjamin Fortson:

Fortson-eh2

θεά (με μακρό ᾱ)

τὴν θεάν (με μακρό ᾱ)

τῆς θεᾶς

τῇ θεᾷ (ᾷ = -ᾱῖ)

θεά (μακρό ᾱ αλλά, όπως θα παραθέσω τον Sihler να εξηγεί παρακάτω, αρχικά με βραχύ -ᾰ)

αἱ θεαί

τὰς θεάς (μακρό ᾱ)

τάων θεάων (ομηρικό, με μακρό ᾱ) > αττικο-ιωνικό τεῶν θεέων > τῶν θεῶν ~ δωρικό/ΒΔ τᾶν θεᾶν

ταῖς θεαῖς

θεαί

Τα αρσενικά πρωτόκλιτα ξεκίνησαν στην πρωτο-ελληνική όντας ολόιδια με τα θηλυκά. Κατά την εξέλιξη της γλώσσας προέκυψαν τρεις διαφορές, σύμφωνα με τον Andrew Sihler:

1) Στην ονομαστική ενικού σε κάποια φάση προστέθηκε ένα τελικό -ς κατ΄αναλογία με τα δευτερόκλιτα αρσενικά σε -ος. Οι λεγόμενες ασίγματες ονομαστικές επιβίωσαν ως διαλεκτικό και επικό χαρακτηριστικό που θα εξηγηθεί παρακάτω. Σύμφωνα με τον Claude Brixhe, η Φρυγική είναι η μόνη άλλη ΙΕ γλώσσα που έχει σιγματική ονομαστική στα αρσενικά πρωτόκλιτα (λ.χ. Μίδᾱς), η οποία εναλλάσσεται με μια ασιγματική μορφή.

phrygian-sigmatic

2) Η γενική ενικού αρχικά ήταν ολόιδια με αυτήν των θηλυκών (ἡ χώρᾱ > τῆς χώρᾱς) και αυτός ο τύπος επιβίωσε σε πολύ λίγες διαλεκτικές επιγραφές. Αργότερα, υιοθετήθηκε αναλογικά το επίθημα -yo της δευτερόκλιτης γενικής ενικού *-osyo > -ohyo > *-oyyo > *-oio > *-oyo (λ.χ. Τηλεμάχοιο) και προέκυψε ο τύπος -āyo > -āo, από τον οποίο προέκυψαν όλες οι μεταγενέστερες διαλεκτικές ποικιλίες. Η φρυγική γενική ενικού -āvo (λ.χ. Lelās > Lelāvo) είναι ολόιδια με την Ελληνική. Προφανώς έχουμε να κάνουμε με ακόμα έναν Ελληνο-Φρυγικό αποκλειστικό νεωτερισμό. Το -w- του φρυγικού τύπου είναι μη ετυμολογικό και προστέθηκε για την αποφυγή χασμωδίας. Το ενδιαφέρον είναι πως υπάρχουν και ελληνικές γενικές σε -ᾱϝο που δείχνουν το μη ετυμολογικό δίγαμμα προφανώς για τον ίδιο λόγο, λ.χ. ὁ Τλασίᾱς > (τοῦ) Τλασίᾱϝο, ὁ Πασιάδᾱς > (τοῦ) Πασιάδᾱϝο σε αρχαϊκές επιγραφές της Κέρκυρας και της Γέλας.

genitives-awo

3) Στην κλητική ενικού τα πρωτόκλιτα αρσενικά έχουν βραχύ /ᾰ/ έναντι του μακρού /ᾱ/ των θηλυκών, αλλά ο Sihler πιστεύει πως και τα θηλυκά στην αρχή είχαν βραχύ /ᾰ/.

Ας δούμε τι ακριβώς γράφει ο Andrew Sihler για τα πρωτόκλιτα αρσενικά της Ελληνικής.

masc-eh2-1

masc-eh2-2

Λοιπόν, σύμφωνα με τον Sihler τα Ελληνικά αρσενικά πρωτόκλιτα είναι ή nomina agentis σε -τᾱς ~ -της (λ.χ. ὠμός, ἔδω > ὠμ-ηδ-τᾱς > ὠμηστής ~ ὠμηστάς = «αυτός που τρώει ωμό κρέας) ή επίθετα του τύπου ἀκερσεκόμᾱς ~ ἀκερσεκόμης, χρῡσοκόμᾱς ~ χρῡσοκόμης.

Ήδη στις πινακίδες της Γραμμικής Β βρίσκουμε τους τύπους ki-ti-ta = κτίτᾱς, a-no-qo-ta = /anor-kwhontās/ ~ Ἀνδροφόντης και su-qo-ta = /sūgwōtās/ = σῡβώτης, με γενική ενικού su-qo-ta-o ~ σῡβώτᾱο. το μόνο που δεν μπορούμε να επιβεβαιώσουμε από την Γραμμική Β, λόγω της φύσεως της γραφής, είναι αν οι παραπάνω τύποι είχαν τελικό -ς. Με άλλα λόγια, το su-qo-ta προφερόταν ήδη /sūgwōtās/ ή προφερόταν ακόμα «ασίγματα» /sūgwōtā/;

Το παραπάνω δίλημμα, μας φέρνει στις ομηρικές ασίγματες ονομαστικές του τύπου ὁ ἱππότα = ἱππότᾱς/ἱππότης, ὁ νεφεληγερέτα = νεφελᾱγερέτᾱς/νεφεληγερέτης κλπ:

[Ιλιάδα, 1.510,517]

Ὣς φάτο· τὴν δ᾿ οὔ τι προσέφη νεφεληγερέτα Ζεύς,

Tὴν δὲ μέγ᾿ ὀχθήσας προσέφη νεφεληγερέτα Ζεύς·

—-

Αυτά είπε, όμως ο Δίας δε μίλησεν ο νεφελοστοιβάχτης,

Συχύστη τότε ο Δίας κι απάντησεν ο νεφελοστοιβάχτης:

[Ιλιάδα, 2.336, 433]

τοῖσι δὲ καὶ μετέειπε Γερήνιος ἱππότα Νέστωρ·

τοῖς ἄρα μύθων ἦρχε Γερήνιος ἱππότα Νέστωρ·

—-

Σηκώθη τότε κι είπε ο Νέστορας, ο γέρο αλογολάτης:

πρώτος κινάει το λόγο ο Νέστορας, ο γέρο αλογολάτης:

(Μετάφραση Κακριδή-Καζαντζάκη)

Πως εξηγούνται αυτές οι ασίγματες ονομαστικές; Η παραδοσιακή εξήγηση είναι ότι είναι ΙΕ κατάλοιπα από τον καιρό που η πρώιμη Ελληνική ή ο πρόδρομός της δεν είχαν ακόμα αναπτύξει σιγματικές ονομαστικές. Τόσο ο Sihler όσο και CD Buck (σλδ 87 από το The Greek Dialects) όμως πιστεύουν πως το βραχύ -ᾰ σε αυτές τις ομηρικές ονομαστικές δείχνει πως έχουμε να κάνουμε με μία στερεότυπη ποιητική κλητική που παίρνει τη θέση της ονομαστικής παρά με αρχαϊσμό. Ωστόσο και οι δύο δέχονται σαν αρχαϊσμό τις περιτπώσεις ασίγματων ονομαστικών στις διαλεκτικές επιγραφές της Βοιωτίας, της Δωδώνης κλπ.

Βοιωτία: Καλλίᾱ, Μογέᾱ, Σϙόπᾱ = Καλλίᾱς, Μογέᾱς, Σϙόπᾱς

Δωδώνη/Λευκάδα: Φιλοκλέδᾱ ὁ Δᾱμοφίλου ΛευκάδιοςΦιλοκλείδᾱς ὁ Δᾱμοφίλου Λευκάδιος

(Τα παραδείγματα θα τα βρείτε πάντα στην σελίδα 87 του βιβλίου του CD Buck)

Λ.χ. Μογέα δίδωτι τᾷ γυναικὶ δὼρον = Μογέᾱς δίδωσι τῇ γυναικὶ δῶρον = ο Μογέας δίνει στη γυναίκα (του) δώρο […]

Mogea

Philikleda

Σύμφωνα με ορισμένους συγγραφείς της Ελληνιστικής και Ρωμαϊκής περιόδου, οι ασίγματες ονομαστικές στα αρσενικά πρωτόκλιτα ακούγονταν σε Μακεδονία ή/και Θεσσαλία. Ο Απολλώνιος ο Δύσκολος, αντλώντας από αυτά που διάβασε από τον σχολιαστή του Ομήρου Αρίσταρχο τον Σαμοθράκιο (~200 π.Χ.), σχολιάζοντας τον στίχο της Ιλιάδας [2.107] όπου εμφανίζεται η ασίγματη ονομαστική «ὁ Θυέστα» = «ὁ Θυέστης» λέει πως αυτός ο τύπος ήταν «Μακεδονική ή Θεσσαλική συνήθεια».

Thyesta

[Απολλώνιος Δύσκολος, Περὶ Συντάξεως, 214b,3ff]

ἤ ἀνεστραμμένως, ὅτε ἡ κλητική ἀντ΄ εὐθειῶν παραλαμβάνεται κατὰ Μακεδονικὸν ἔθος ἤ Θεσσαλικὸν, ὡς οἱ πρὸ ἡμῶν τὸ τοιοῦτον ἐπιστώσαντο:

[2.105-107]

αὐτὰρ αὖτε Πέλοψ δῶκ᾽ Ἀτρέϊ ποιμένι λαῶν,
Ἀτρεὺς δὲ θνῄσκων ἔλιπεν πολύαρνι Θυέστῃ,
αὐτὰρ αὖτε Θυέστ᾽ Ἀγαμέμνονι λεῖπε φορῆναι,

——

κι ο Πέλοπας του Ατρέα το χάρισε του πρωτοστρατολάτη,
και στο Θυέστη ο Ατρέας πεθαίνοντας το βαριοκοπάδάρη,
κι ο Θυέστης πάλε του Αγαμέμνονα κλερονομιά το αφήκε,

(Μετάφραση Κακριδή-Καζαντζάκη)

Αυτά για την ασίγματη ονομαστική. Πάμε τώρα στην γενική των αρσενικών πρωτόκλιτων.

Όπως είπα παραπάνω, η παλαιότερη γενική ήταν ολόιδια με αυτήν των θηλυκών πρωτόκλιτων (λ.χ. ἡ χώρᾱ > τῆς χώρᾱς). Υπάρχουν δύο επιγραφές (Ακαρνανία, Μέγαρα) που δείχνουν αυτού το είδους την γενική σε αρσενικά πρωτόκλιτα.

Ακαρνανία, 5ος π.Χ. αιώνας: Προκλείδᾱς τόδε σᾶμα = Προκλείδου/Πριοκλείδᾱ τόδε σᾶμα (ὁ Προκλείδᾱς/Προκλείδης)

Επίδαυρος, απόφαση Μεγαρέων, ~240 π.Χ.: ἐπὶ τοῦ Φάγᾱςἐπὶ τοῦ Φάγᾱ/Φάγου (ὁ Φάγᾱς/Φάγης)

Akarnania-Prokleidas

Megara-Phagas

Αυτές οι δύο γενικές είναι πραγματικά αξιοθαύμαστες δεδομένου ότι ήδη στις πινακίδες της Γραμμικής Β βρίσκουμε την γενική su-qo-ta-o = Σῡβώτᾱο.

Αυτή ή τελευταία είναι η πηγή όλων των άλλων διαλεκτικών ελληνικών γενικών των αρσενικών πρωτόκλιτων.

Στα Ομηρικά Έπη η γενική -ᾱο έχει ακολουθήσει την τυπική Ιωνική εξέλιξη -ᾱο > -ηο > -εω (ᾱ>η και ποσοτική μετάθεση όπως λ.χ. λᾱός > ληός > λεώς). Δίπλα στην γενική -εω όμως απαντά ενίοτε και η γενική -ᾱο, κάτι που ο Sihler θεωρεί κατάλοιπο αιολόφωνων ραψωδών.

[Ιλιάδα, 1.1] Μῆνιν ἄειδε θεὰ Πηληϊάδεω Ἀχιλῆος

[Ιλιάδα, 1.75] μῆνιν Ἀπόλλωνος ἑκατηβελέταο ἄνακτος·

Πηληϊάδᾱς ~ Πηληϊάδης > Πηληϊάδᾱο > Πηληϊάδεω

ἑκατηβελέτᾱς ~ ἑκατηβελέτης > ἑκατηβελέτᾱο

Η Αττική δείχνει την γλωσσoλογικά απρόβλεπτη γενική σε -ου (ὁ νεᾱνίᾱς > τοῦ νεᾱνίου) και η κυρίαρχη άποψη είναι πως πρόκειται για αναλογική επέκταση των δευτερόκλιτων γενικών (ὁ λύκος > τοῦ λύκοιο > λύκοο > λύκου, λόγω συναίρεσης). Ο Sihler ξεκινάει από την συνηρημένη Ιωνική γενική -εω > -ω και προτείνει «περίεργη Αττική μετάλλαξη» του μακρού φωνήεντος -ω > -ου.

Η Αρκαδο-Κυπριακή δείχνει την αναμενόμενη εξέλιξη -ᾱο > -ᾱυ (λ.χ. ἀπό > ἀπύ) και το πιο διάσημο παράδειγμα είναι η γενική ὁ Ὀφέλτᾱς > τοῦ Ὁφέλτᾱυ στην πρώτη ελληνική επιγραφή της Κύπρου (Παλαίπαφος, ~1025 π.Χ.).

Opheltau

Στις Δωρικές (Πελοπόννησος, Κρήτη, νησιά Αιγαίου, Μεγάλη Ελλάδα, Σικελία) και Βορειοδυτικές περιοχές (Αιτωλοακαρνανία, Φωκίδα, Λοκρίδα, Ήπειρος) και στην Μακεδονία (στην τελευταία όταν δεν γίνεται χρήση της Αττικής γενικής σε -ου) από ένα σημείο και μετά επικράτησε η συνηρημένη «Δωρική Γενική» -ᾱο > -ᾱ (λ.χ. ὁ Λεωνίδᾱς > τοῦ Λεωνίδ) που τελικά επικράτησε στην Ελληνιστική Κοινή, στην Παλαιά και Καινή Διαθήκη (λ.χ. δίπλα στην γενική ὁ Άνδρέας > τοῦ Ἀνδρέου, βρίσκουμε πάντα ὁ Σατανᾶς > τοῦ Σατανᾶ και ὁ Ιούδας > τοῦ Ἰούδα) και, εν τέλει, στην Νεοελληνική (ο ψαράς > του ψαρά).

doric-genitive

Το είδος της συναίρεσης είναι αυτό που συνέβη και στα ανθρωπωνύμια Λᾱο- > Λᾱ- (λ.χ. Λδίκᾱ = Λᾱόδίκᾱ = Λεωδίκη):

Laodika

Παραθέτω σαν παραδείγματα:

Μυκήνες, 6ος π.Χ. αιώνας: ἐπ΄ Ἀντίᾱ καὶ Πυρϝίᾱ = ἐπὶ Ἀντίου καὶ Πυρρίου (Ἀντίᾱς, Πυρ(ρ)ϝίᾱς)

Μακεδονία, ~325 π.Χ.: Ὀλώιχος Ἀμύντᾱ = Ἀμύντου (Ἀμύντᾱς)

Amynta

Ο Ηρόδοτος που έγραψε στην Ιωνική χρησιμοποιεί τον τύπο Ἀμύντης με γενική Ἀμύντεω, ενώ ο Θεόπομπος ο Χίος γράφοντας αττικιστί περιγράφει τον Ἀμύντου Φίλιππον.

[Ηρόδοτος, 5.20] ὡς δὲ Ἀμύντης χρηίσας τούτων οἰχώκεε, λέγει ὁ Ἀλέξανδρος πρὸς τοὺς Πέρσας

[Ηρόδοτος, 5.18] οἱ ὦν Πέρσαι οἱ πεμφθέντες οὗτοι παρὰ τὸν Ἀμύντην ὡς ἀπίκοντο, αἴτεον ἐλθόντες ἐς ὄψιν τὴν Ἀμύντεω Δαρείῳ βασιλέι γῆν τε καὶ ὕδωρ.

[Θεόπομπος, αναφορά από Πολύβιο 8.9.1] διὰ τὸ μηδέποτε τὴν Εὐρώπην ἐνηνοχέναι τοιοῦτον ἄνδρα παράπαν οἷον τὸν Ἀμύντου Φίλιππον,

Οι άλλες πτώσεις είναι ίδιες με αυτές των θηλυκών πρωτόκλιτων.

– τῷ ναύτῃ ~ τῇ χώρᾳ (= -ᾱι ~ -ηι). Προσέξτε στο πρώτο πινακάκι επάνω την δοτική ενικού σε -ai σε Ινδο-Ιρανικό κλάδο, Λατινική (deae), Λιθουανική (duon-ai), Γοτθική (gib-ai , το γοτθικό «ai» απέδιδε τον φθόγγο /e/ αλλά το συγκεκριμένο /e/ προέρχεται από *ai) και Σλαβική (glavě, -ě < *-ai). Η Αβεστική ειδικότερα έχει ακριβώς ολόιδια δοτική με την ελληνική με μακρά δίφθογγο -āi (daēna > δοτική ενικού daēnaiiāi) που στην Σανσκριτική βραχύνθηκε (priyāyai).

– τὸν νάυτην ~ τὴν χώρᾱν (προσέξτε στο πρώτο πινακάκι που παρέθεσα την σανσκριτική αιτιατική ενικού -ām)

– οἱ ναῦται ~ αἱ χὦραι (λατινικό dea = θεά > πληθυντικός deae = θεαί)

– τοῖς ναύταις ~ ταῖς χώραις

– τῶν ναυτῶν ~ τῶν χωρῶν

Στην γενική πληθυντικού πρέπει να κάνω την εξής παρατήρηση. Η πρωτοελληνική γενική πληθυντικού των πρωτόκλιτων ήταν *-āhōn και, όπως και η σανσκριτική αντίστοιχή της -āsām, ανάγεται στην ΠΙΕ *-eh2s-ōm.

Στον Όμηρο βρίσκουμε ακόμα την ασυναίρετη γενική τῶν αἰχμητάων = τῶν αἰχμητν (ὁ αἰχμᾱτάς ~ αἰχμητής), τῶν Μουσάων = τῶν Μουσν (θηλυκό «τύπου Devī́» με βραχύ -ᾰ, *mon-t-ih2 > *montya > *montsa > Μόνσα > Μοῦσα ~ Μοῖσα ~ Μῶσα) που είναι η βάση για να καταλάβουμε τις δωρικές και ΒΔ γενικές του τύπου τῶν Ἀπειρωτν = τῶν Ἠπειρωτν (λ.χ. Ἀλκμάων > Ἀλκμάν, Πάων > Πάν κλπ).

[Ιλιάδα, 1.150-3]

πῶς τίς τοι πρόφρων ἔπεσιν πείθηται Ἀχαιῶν
ἢ ὁδὸν ἐλθέμεναι ἢ ἀνδράσιν ἶφι μάχεσθαι;
οὐ γὰρ ἐγὼ Τρώων ἕνεκ᾿ ἤλυθον αἰχμητάων
δεῦρο μαχησόμενος, ἐπεὶ οὔ τί μοι αἴτιοί εἰσιν·

[Ιλιάδα, 1.600-604]

ὡς ἴδον Ἥφαιστον διὰ δώματα ποιπνύοντα.
Ὣς τότε μὲν πρόπαν ἦμαρ ἐς ἠέλιον καταδύντα
δαίνυντ᾿, οὐδέ τι θυμὸς ἐδεύετο δαιτὸς ἐΐσης,
οὐ μὲν φόρμιγγος περικαλλέος ἣν ἔχ᾿ Ἀπόλλων,
Μουσάων θ᾿ αἳ ἄειδον ἀμειβόμεναι ὀπὶ καλῇ.

Apeiros-Apeirotai

4 Comments

Filed under Γλωσσολογία, Ελληνική γλώσσα, Ινδοευρωπαϊκά θέματα

4 responses to “Τα ελληνικά αρσενικά πρωτόκλιτα σε -ης/-ᾱς

  1. leonicos

    Μ’ έναν Σμερδαλαίο τέτοιου τύπου στον Σαραντάκο…. πάει το Σαββατοκύριακο (και όχι μόνο). Καλά στα λέει ο γέρος!

    Κοντολογίς και σοβαρά: Είσαι άπιαστος φίλε!

  2. ὤ / ὦ
    ναύται / ναῦται
    χώραι / χῶραι

Leave a reply to leonicos Cancel reply

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.