Οι παρεξηγημένοι «Βυζαντινοί» #3

(συνέχεια από το μέρος #2)

Ας κάνουμε σε αυτό το σημείο μια περίληψη των βασικών δομικών λίθων της πρώιμης βυζαντινής ταυτότητας (περ. 600-800 μ.Χ.). Οι δύο βασικοί πυλώνες της ιδεολογίας είναι Ρωμαϊκή πολιτική ιδεολογία και η Χριστιανική θρησκευτική παράδοση οι οποίοι έχουν «μπολιαστεί» με τέτοιο τρόπο ώστε ο ένας να ενισχύει τον άλλο. Η Ρωμαϊκή ιδεολογία πρόσφερε την έννοια της άεθνης υπηκοότητας σε μια αυτοκρατορία που είχε αποκτήσει το δικαίωμα οικουμενικής κυριαρχίας και την παντελή αδιαφορία για την «φυλετική γνησιότητα». Η χριστιανική πίστη δικαιολογούσε το δικαίωμα του defensor christianitatis «Βυζαντινού» αυτοκράτορα για παγκόσμια κυριαρχία, επέτρεπε την περιγραφή του πολιτικού θεσμού σαν «Φιλόχριστο Πολιτεία των Ρωμαίων» και μετέτρεπε τους άεθνους υπηκόους του σε συνεκτικό και συσπειρωμένο «ἔθνος Χριστιανών» και, κατά συνέπεια, στον «Περιούσιο λαό» του «μόνου και αληθινού Θεού». Οι αλλόθρησκοι Πέρσες και Άραβες έδρασαν σαν ακονόπετρα που ακόνισε την βυζαντινή ταυτότητα και ανέδειξαν την σημασία της χριστιανικής συνιστώσας σε αυτήν.

Όμως το 800 που ο Καρλομάγνος στέφθηκε Imperator Romanorum από τον Πάπα ένα νέο είδος εχθρού προέκυψε, ένα είδος εχθρού που ήταν ομόθρησκο των Βυζαντινών και που πίστευε πως είχε τα ίδια -ή και περισσότερα- δικαιώματα στην Ρωμαϊκή κληρονομιά. Σαν να μην έφτανε αυτό, το 864 μ.Χ. ο άρχων της Βουλγαρίας Μπόρις βαπτίστηκε Χριστιανός και με το που οι διάδοχοί του κατάφεραν να εκχριστιανίσουν τους υπήκοους λαούς της Βουλγαρικής Αυτοκρατορίας, οι Βούλγαροι έγιναν «ομόθρησκοι» των Βυζαντινών.

Με άλλα λόγια, η ιδεολογία της «Φιλοχρίστου πολιτείας των Ρωμαίων» που είχε ραφτεί στα μέτρα των Βυζαντινών που αντιμετωπίζαν τους αλλόθρησκους Πέρσες και Άραβες έχανε μεγάλο μέρος του βάρους της έναντι των νέων αυτών αντιπάλων. Σαν να μην έφτανε αυτό, οι Άραβες λόγιοι που θεωρούσαν το Βυζάντιο σαν την «μεγάλη βιβλιοθήκη της αρχαίας ελληνικής γραμματείας» άρχισαν να αμφισβητούν το δικαίωμα των Βυζαντινών πάνω σ΄αυτήν. «Αφού την θεωρείτε “ἔξωθεν” παιδεία», έλεγαν, «γιατί την κρατάτε»; Και όπως συνήθως συμβαίνει με τα παραμελημένα για πολύ καιρό αντικείμενα, αρχίζεις να τα εκτιμάς μόνον όταν βλέπεις άλλους να τα εκτιμάνε και να προσπαθούν να στα πάρουν.

Δεν είναι τυχαίο ότι η αναβίωση της κλασικής παιδείας ξεκίνησε τον 9ο αιώνα και ξεκίνησε σαν ανταγωνισμός γνώσεων με τους Άραβες. Ο Σκυλίτσης λέει ότι ο πρώτος που ενδιαφέρθηκε για την αναβίωση της κλασικής «ἔξω σοφίας» (η οποία είχε σχεδόν χαθεί παντελώς) ήταν ο Καίσαρ Βάρδας (το όνομα Βάρδας, ένα πολύ συχνό βυζαντινό όνομα, είναι interpretatio graeca του Αρμενικού Vardan), ο ιδρυτής της Μαγναύρας:

[Σκυλίτσης, Mich. III, 14] ὁ Βάρδας δὲ διεῖπε τὰ πολιτικὰ καὶ τῆς βασιλείας κατεστοχάζετο, ὡς αὐτὴν εὐκαίρως παραληψόμενος. 
ἐπεμελήθη δὲ καὶ τῆς ἔξω σοφίας (ἦν γὰρ ἐκ πολλοῦ χρόνου παραρρυεῖσα καὶ πρὸς τὸ μηδὲν ὅλως χωρήσασα τῇ τῶν κρατησάντων ἀγροικίᾳ καὶ ἀμαθίᾳ), διατριβὰς ἑκάστῃ τῶν ἐπιστημῶν ἀφορίσας, τῶν μὲν ἄλλων, ὅπῃ περ ἔτυχε, τῆς δ’ ἐπὶ πᾶσιν ἐπόχου φιλοσοφίας κατ’ αὐτὰ τὰ βασίλεια ἐν τῇ Μαγναύρᾳ. καὶ οὕτως ἐξ ἐκείνου ἀνηβάσκειν αἱ ἐπιστῆμαι ἤρξαντο. τοῦτο τὸ ἔργον κάλλιστόν τε καὶ περιβόητον ὂν οὐκ ἴσχυσεν ἀποπλῦναι τὰς ἐνούσας ἄλλας τῷ Βάρδᾳ κῆρας.

Εκεί βρέθηκαν να διδάσκουν στα μέσα του 9ου αιώνα ο Λέων ο Μαθηματικός, ο πατριάρχης Φώτιος και άλλοι άνθρωπου του νέου διαφωτιστικού ρεύματος. Έχει ενδιαφέρον ότι οι πρώτοι αυτοί θιασώτες του «διαφωτισμού» ήταν αρμενικής καταγωγής. Γράφει ο Χαράνης για την προσφορά τους:

The Armenian element was prominent also in the intellectual life of the empire in the ninth century. Intellectual activity in the Byzantine empire had never ceased to exist, but it had subsided considerably in the course of the seventh and eighth centuries and certain educational institutions, such as, for instance, the university which Theodosius II had established in the fifth century, had been allowed to decline. But there was a revival in the ninth century, giving a new impetus to learning which would continue now more or less until the final fall of Constantinople. In this revival a number of persons played an important role. Foremost among these was Photios, the future patriarch and no doubt the most encyclopaedic erudite the Byzantine empire produced. John the Grammarian, patriarch from 837 to 843, was another of these persons. John, who had laid the theological foundations for the renewal of iconoclasm in 815, was reputed among his contemporaries to be well versed in the science of the ancients. He had also taught the emperor Theophilus, who came to look upon the promotion of learning as an important aspect of his reign. The revival of learning culminated in the reestablishment of the University of Constantinople, housed in the palace of Magnaura and for that reason known as the School of Magnaura. Caesar Bardas founded and Leo the Philosopher, whose fame as mathematician and master of the science of antiquity extended as far as Bagdad, headed the school. A number of others, for instance, Constantine the Philosopher, the apostle of the Slavs, are known to have contributed to the intellectual activity of the period, but John the Grammarian, Photios, Caesar Bardas and Leo the Philosopher seem to have been the prime movers. All four were, at least in part, of Armenian descent. Bardas’s Armenian origin has already been pointed out; that of Leo can be inferred from the fact that he was a cousin of John the Grammarian of whose [28] Armenian origins there can be little doubt (79), and as for Photios, the fact is that his mother, Irene, was the sister of Arshavir, the Arshavir who had married Calomaria, the sister of Bardas and the empress Theodora (80). These people appear, of course, thoroughly hellenized. Indeed it would be preposterous to call Photios anything but a Greek. Yet it may be asked whether their hellenization was not unaffected by their original background, whether in being absorbed they did not modify the culture which absorbed them.

Ο Καίσαρ Βάρδας, αρμένιος με απώτερη καταγωγή από το Θέμα των Αρμενιακών, ο Λέων ο Μαθηματικός ήταν ξάδελφος του Ιωάννη του Γραμματικού (του οποίου ο πατέρας Μοροχαρζάνιος και ο αδελφός Arshavir είχαν Αρμενικά ονόματα), ενώ η μητέρα του Φώτιου Ειρήνη ήταν αδελφή του Arshavir που παντρεύτηκε την αδελφή του Βάρδα. Εδώ ο Χαράνης έκανε ένα τυπικό σφάλμα πολλών ελλήνων βυζαντινολόγων που γράφουν στα αγγλικά. Γράφει “These people appear, of course, thoroughly hellenized. Indeed it would be preposterous to call Photios anything but a Greek” δηλαδή μεταφρασμένο στα ελληνικά γίνεται «αυτοί οι [αρμενικής καταγωγής] άνδρες εμφανίζονται έντονα «εξελληνισμένοι» και θα ήταν εξωφρενικό να θεωρήσουμε τον Φώτιο κάτι άλλο από «Γραικό». Στα μάτια ενός δυτικού και ενός νεοέλληνα η παραπάνω φράση είναι κατανοητή, αλλά σε κάποιον που προσπαθεί να καταλάβει τους βυζαντινούς μέσα από τα ίδια τους μάτια είναι προβληματική. Όπως είδαμε, οι «Βυζαντινοί» θεωρούσαν προσβλητική την παρωνυμία «Γραικοί» και θεωρούσαν τον όρο «Ἕλλην» θρησκευτικό αντίθετο της χριστιανικής τους ταυτότητας. Αν ακούσουμε τα λόγια με τα οποία ο «εξελληνισμένος» Φώτιος περιγράφει τον εκχριστιανισμό των Βουλγάρων θα κατανοήσουμε αμέσως το πρόβλημα. Ακούστε την Αρβελέρ στο [10:50] παρακάτω:

Γράφει ο Φώτιος στους άλλους πατριάρχες της ανατολής: «έχω την ευχάριστη είδηση να σας πω ότι το Βουλγαρικόν έθνος απεποιήθη την ελληνικήν του ειδωλολατρεία και έγινε χριστιανόν». Η «ελληνική ειδωλολατρεία»των Βουλγάρων ήταν ο Τεγκρισμός. Γνωρίζουμε επίσης ότι οι αλλόθρησκοι Άραβες, Πέρσες, Κινέζοι κλπ περιγράφονται από τους «Βυζαντινούς» σαν «ἔθνη Ἑλληνικά» και το κυπριακό τραγούδι του 12ου αιώνα για τον Διγενή Ακρίτα λέει «η μάνα τ΄ήταν χριστιανή κι ο κύρης τ’ήταν ἐλλην», δηλαδή ο πατέρας του ήταν Μουσουλμάνος εμίρης («Ἑλλην» = «μη Χριστιανός») που αλλαξοπίστησε από αγάπη για την χριστιανή του γυναίκα. Επομένως, εάν ο Φώτιος μπορούσε να διαβάσει τα αγγλικά λόγια του Χαράνη είναι βέβαιο ότι θα τα έβρισκε προσβλητικά μιας και δεν ήταν ούτε «Γραικός» ούτε «Ἕλλην», αλλά τέλειος Ρωμαίος, δηλαδή πλήρως αφομοιωμένος στην πρότυπο βυζαντινή ταυτότητα.

Arabs Chinese Hellenes

Ο αυτοκράτορας Θεόφιλος (που είχε στα νιάτα του δάσκαλο τον Ιωάννη τον Γραμματικό) λέει ο Σκυλίτσης πως επειδή ήταν ο ίδιος φαλακρός/αραιομάλλης είχε κόμπλεξ με τους μακρυμάλληδες. Έτσι επέβαλε έναν νόμο που απαιτούσε από όλους τους στρατιώτες του να έχουν κοντά ξυρισμένα μαλλιά (όπως οι αρχαίοι Ρωμαίοι λεγεωνάριοι) «μπας και αποκτήσουν της πολεμικές αρετές των Ρωμαίων προγόνων τους»:

[Theoph.12]  Ἐπεὶ δὲ καὶ τὰς περὶ τὴν κεφαλὴν τρίχας ὀλίγας ἐκ φύσεως εἶχεν, ἀναφάλας τις ὤν, θέσπισμα ἐξέθετο πανταχοῦ ἐν χρῷ τὰς τρίχας ἀποκείρειν, καὶ μή τινα Ῥωμαῖον ὄντα περαιτέρω ταύτας τοῦ τραχήλου φέρεσθαι συγχωρεῖν, τὸν δὲ τὸ δόγμα παρορῶντα πολλαῖς αἰκίζεσθαι μάστιξι, τὴν τῶν προγόνων Ῥωμαίων ἐπανάγειν ἀρετὴν βρενθυόμενος.

Θυμίζω ότι οι μακρυμάλληδες Γότθοι ονόμαζαν το ξυρισμένο κεφάλι «Ρωμαϊκό κούρεμα» και μέσα από την θητεία τους στον Ρωμαϊκό στρατό δανείστηκαν το λατινικό ρήμα (de-)capillare = «κόβω κοντά τα μαλλιά» και το χρησιμοποιούσαν μαζί με το δικό τους ρήμα skaban (ξαδελφάκι του αγγλικού shave). Και μιας και μιλάμε για μακρυμάλληδες, ο Προκόπιος αναφέρει ότι ο Θράκας Ρουφίνος, ένας από τους δορυφόρους του Βελισάριου, είχε τόσο υπερβολικά μακριά τα μαλλιά του που ήταν αξιοθέατο.

[Πόλεμοι, 4.10.3-11] μάλιστα δὲ αὐτὅ̣̣̓ τε καὶ Καρχηδόνα πᾶσαν συνετάραξε τὰ ἐ̣̣̔̓ Ἀιγάν τε τὸν Μασσαγέτην καὶ Ῥουφῖνον τὸν Θρᾷκα ἐν Βυζακίῳ ξυνενεχθέντα. ἄμφω γὰρ λογίμω ἐς ἄγαν ἔν τε τῇ Βελισαρίου οἰκίᾳ ἤστην καὶ τῷ Ῥωμαίων στρατεύματι, ἅτερος μὲν αὐτοῖν Ἀιγὰν ἐν τοῖς Βελισαρίου δορυφόροις ταττόμενος ὁ δὲ ἕτερος ἅτε ἁπάντων εὐψυχότατος τὸ σημεῖον τοῦ στρατηγοῦ ἐν ταῖς παρατάξεσιν εἰωθὼς φέρειν, ὃν δὴ βανδοφόρον καλοῦσι Ῥωμαῖοι. … τοῦ δὲ πλήθους τῶν βαρ βάρων βιαζομένου, Ἀιγὰν μὲν κρεουργηθεὶς τὸ σῶμα ὅλον ἐνταῦθα ἔπεσε, Ῥουφῖνον δὲ πολέμιοι ἁρπάσαντες ἦγον.αὐτίκα δὲ τῶν ἀρχόντων εἷς Μεδισινίσσας, δείσας μὴ διαφυγὼ πράγματα σφίσιν αὖθις παρέχοι, τῆς τε κεφαλῆ αὐτὸν ἀφαιρεῖται καὶ ταύτην ἐς τὰ οἰκεῖα λαβὼ ταῖς γυναιξὶ ταῖς αὑτοῦ ἔδειξε, μεγέθους τε ὑπερβολῇ καὶ τριχῶν πλήθει ἀξιοθέατον οὖσαν.

Άρα είμαστε σίγουροι ότι οι «ενάρετοι Ρωμαίοι πρόγονοι» που αναφέρει ο Θεόφιλος ήταν οι αρχαίοι λεγεωνάριοι.

Gothic capillare

Μετά την αναβίωση της ελληνικής «ἔξωθεν» παιδείας στα μέσα του 9ου αιώνα, ο όρος «ἔξωθεν/θύραθεν» διατηρήθηκε για να την διαφοροποιεί από την «ἡμέτερη» (=δική μας) παιδεία (αυτή των Χριστιανών Ρωμαίων). Έτσι ο Σκυλίτσης γράφει τον Βούλγαρο αρχιεπίσκοπο της προσαρτημένης Βουλγαρίας Ιωάννη εκ Δίβρας διαδέχθηκε ο Λέων ο Παφλαγόνιος που «πᾶσαν δὲ παιδείαν ἐξήσκητο τήν τε θύραθεν καὶ τὴν ἡμετέραν»:

καὶ Ἰωάννου δὲ τοῦ Βουλγαρίας ἀρχιεπισκόπου κοιμηθέντος, ἕτερον ὁ βασιλεὺς προχειρίζεται, Παφλαγονίας μὲν ὁρμώμενον, κἂν τῇ μεγάλῃ δὲ ἐκκλησίᾳ διαπρέψαντα, καὶ τὸ τοῦ χαρτοφυλάκου διακόνημα ἐν πολλοῖς ἔτεσιν διανύσαντα, ἔρωτι δὲ ἡσυχίας καὶ τῷ μὴ καλῶς τὰ θεῖα οἰκονομεῖσθαι παραιτησάμενον τοὺς ἐν μέσῳ θορύβους, καὶ διὰ τὸ μὴ θέλειν τῷ πατριάρχῃ προσκρούειν ἡσυχάζοντα καὶ ἰδιοπραγοῦντα. οὗτος Λέων μὲν ἐκαλεῖτο, πᾶσαν δὲ παιδείαν ἐξήσκητο τήν τε θύραθεν καὶ τὴν ἡμετέραν, ἐπιστὰς δὲ τῇ Βουλγαρίᾳ πολλὰ μνημεῖα τῆς αὐτοῦ ἀρετῆς καταλέλοιπεν.

Δηλαδή είχε εξασκηθεί τόσο στην θύραθεν (= ελληνική) παιδεία όσο και στην «ἡμετέραν» (τη δικιά μας). Αλλά ας γυρίσουμε στον αυτοκράτορα Θεόφιλο και στον Λέοντα τον Φιλόσοφο.

Ο αυτοκράτορας Θεόφιλος και ο Λέων ο Μαθηματικός εμπλέκονται σε μια άλλη ιστορία που δείχνει ότι η αναβίωση της κλασικής παιδείας ήταν αποτέλεσμα ανταγωνισμού με τους Άραβες. Γράφει ο Σκυλίτσης:

[Mich3.15]   Τῆς μὲν οὖν φιλοσοφίας ἐξηγεῖτο Λέων ἐκεῖνος ὁ μέγας τε καὶ φιλόσοφος, ἀνεψιὸς ὢν Ἰαννῆ τοῦ πατριάρχου, ὃς καὶ τὸν θρόνον ἔλαχε τῆς Θεσσαλονίκης, ἄρτι δὲ τῶν εἰκονομάχων καθαιρεθέντων συγκαθῃρέθη καὶ αὐτός, καὶ σχολάζων εἰς ταύτην προεβιβάζετο τὴν σχολήν. ἐγένετο δὲ πρότερον γνώριμος Θεοφίλῳ τῷ βασιλεῖ τοῦτον τὸν τρόπον. πάσας γὰρ κατορθώσας τὰς ἐπιστήμας, ὡς οὐδὲ μίαν ἕτερος, ἐν εὐτελεῖ τινι καταλύματι διάγων τοὺς βουλομένους ἐμυσταγώγει, ὁποίαν ἕκαστος βούλοιτο. ὡς δ’ ἤδη χρόνος παρετείνετο, καὶ πολλοὶ κατὰ τὰς ἐπιστήμας προέκοπτον, συνέβη τινὰ νεανίαν τῆς γεωμετρικῆς ἐπιστήμης εἰς ἄκρον ἐληλακότα ὑπογραφέα γενέσθαι τινὸς στρατηγοῦ. οὗ γενομένου κατά τινα πόλεμον, εἵπετο καὶ αὐτός, καὶ τροπῆς γενομένης ζωγρεῖται καί τινι τῶν ἐπιφανῶν εἰς δουλείαν ἐκδίδοται. ὁ δὲ τοῦδε καιροῦ τῶν Ἰσμαηλιτῶν κατάρχων Μαμοὺμ ἄλλοις τε μαθήμασιν Ἑλληνικοῖς σχολάζων, καὶ δὴ καὶ γεωμετρίας διαφερόντως ἐξεχόμενος ἦν. λόγου δέ ποτε κινηθέντος παρὰ τοῦ τὸν νεανίαν ἔχοντος δεσπότου περὶ τῆς εἰς τὰ μαθήματα σπουδῆς τοῦ ἀμερμουμνῆ καὶ τῆς περὶ τὴν γεωμετρίαν ἐπιμελείας, ‘ἀκοῦσαι τούτου,’ εἶπεν ὁ νεανίας, ‘ἐπιθυμῶ καὶ τῶν αὐτοῦ διδασκάλων, καὶ ἣν ἔχουσι περὶ τὴν γεωμετρίαν κατανοῆσαι σπουδήν.’ ἔμαθε τοῦτο ὁ Μαμούμ, καὶ μετὰ περιχαρείας εἰσκαλεῖται τὸν νέον πολλῆς, καὶ παραγενόμενον ἐπυνθάνετο, εἰ γνῶσιν ἔχει τῆς τοιαύτης δυνάμεως. συγκαταθεμένου δ’ ἐκείνου ἠπίστει ὁ βάρβαρος καὶ διετείνετο μηδένα ἕτερον εἶναι, πλὴν τῶν ἐκείνου διδασκάλων τῆς γεωμετρικῆς ἐπιστήμης εἰδήμονα κατὰ τὴν τότε ἡμέραν. ἱμείρεσθαι δὲ φήσαντος τοῦ νεανίσκου τῆς αὐτῶν διδασκαλίας πεῖραν λαβεῖν, θᾶττον ἢ λόγος οὗτοι παρίσταντο, καὶ διεχαράττοντο σχήματα τρίγωνα καὶ τετράγωνα, καὶ κανόνες εἰς μέσον προὐτίθεντο τοῦ στοιχειωτοῦ, τὸ μέν, ὅτι τὸ σχῆμα τόδε τήνδε φέρει τὴν κλῆσιν καὶ τόδε τήνδε, διδάσκοντες, αἰτίαν δὲ καὶ λόγον καὶ τὸ διότι ἀπεδίδοσαν οὐδαμῶς. ὡς οὖν ἑώρα γαυρουμένους αὐτοὺς ὁ νεανίας καὶ μέγα φρονοῦντας ἐπὶ τῇ τῶν σχημάτων καταγραφῇ, ‘ἐπὶ παντὸς λόγου, ὦ οὗτοι,’ ὁ νεανίας ἔφη, ‘καὶ πράγματος τὸ διότι τὸ κράτος ἔχει. ὑμεῖς δὲ τὴν ὕπαρξιν μόνην λέγοντες, τοὺς δὲ λόγους παρατρέχοντες οὐχ ἥκιστά μοι διαμαρτάνειν δοκεῖτε, τὸ καιριώτερον ἀγνοοῦντες.’ τῶν δὲ διαπορησάντων καὶ τὰς αἰτίας τούτων διευκρινεῖν καὶ διδάσκειν παρακαλούντων, ἐπεὶ διερμηνεύοντα καὶ σαφηνίζοντα ταύτας εὕρισκον, ὡς τόδε μὲν διὰ τόδε, τόδε δὲ διὰ τόδε τὴν εἰρημένην ἔχει κλῆσίν τε καὶ γραφήν, καὶ ἅμα ὁ νοῦς αὐτῶν διηνοίγετο καὶ τῶν λεγομένων συνίεσαν, θάμβει λοιπὸν συσχεθέντες, εἰ καὶ ἄλλους ἔχει τοιούτους τὸ Βυζάντιον, ἐπηρώτων. εἰρηκότος δὲ τούτου πλείστους ἐν αὐτῷ εἶναι, καὶ ἑαυτὸν τὸν ἔσχατον εἶναι τῶν μαθητῶν, ἀλλ’ οὐ τῶν διδασκόντων, περὶ τοῦ διδασκάλου πάλιν διεπυνθάνοντο, τίς τε εἴη, καὶ εἰ περίεστιν. ὁ δέ, ὅστις τε εἴη ἀπεκρίνατο, καὶ ὡς ἔτι περίεστιν ἀκτήμονα βίον ἄγων καὶ μηδέ τισιν ἄλλοις, ἀλλ’ ἢ μόναις ταῖς ἐπιστήμαις προσέχων. γράμματα γοῦν εὐθὺς ὁ Μαμοὺμ πρὸς ἐκεῖνον διαχαράττει τόνδε τὸν νοῦν ἔχοντα· ‘ἐκ τοῦ καρποῦ τὸ δένδρον, καὶ ἐκ τοῦ μαθητοῦ ἔγνωμεν τὸν διδάσκαλον. ἐπεὶ γοῦν τηλικοῦτος ὢν περὶ τὴν τῶν ὄντων ἐπιστήμην ἄγνωστος εἶ τοῖς συμπολίταις, τῆς γνώσεως καὶ σοφίας καρπὸν μὴ δρεπόμενος, μὴ ἀπαξιώσῃς ἐλθεῖν πρὸς ἡμᾶς, καὶ τῆς σῆς μεταδοῦναι σοφίας. ἐρχομένῳ γάρ σοι αὐχένα ὑποκλινεῖ γένος ἅπαν τὸ τῶν Σαρακηνῶν, καὶ πλούτου καὶ δωρεῶν ἀξιωθήσῃ ὧν οὐδείς πω τῶν ἀνθρώπων ἠξίωται.’ ταῦτα τὰ γράμματα δοὺς τῷ νεανίσκῳ καὶ δώροις φιλοφρονησάμενος ἐκπέμπει πρὸς τὸν διδάσκαλον. ὁ δὲ διασωθεὶς πρὸς τὴν βασιλεύουσαν καὶ ζῶντα τὸν φιλόσοφον εὑρηκὼς ἐπιδίδωσι ταῦτα τὰ γράμματα. ὁ δὲ οὐκ ἀκίνδυνον εἶναι λογισάμενος, εἰ γραφὴν ἀπὸ τῶν ἐχθρῶν δέξοιτο εἰδήσεως ἄνευ βασιλικῆς, πρόσεισι τῷ λογοθέτῃ τοῦ δρόμου (Θεόκτιστος οὗτος ἦν, ὁ παρὰ τοῦ Βάρδα μετὰ ταῦτα ἀναιρεθείς) καὶ διηγεῖται, ὅπως τε ἀφίκετο πρὸς αὐτὸν ὁ αἰχμάλωτος καὶ μαθητής, καὶ ὅπως γράμμα αὐτῷ προκεκόμικε τοῦ ἀμερμουμνῆ, καὶ ἅμα τὴν γραφὴν ἐκβαλὼν εἰς χεῖρας δίδωσιν. αὕτη ἡ αἰτία τῷ φιλοσόφῳ Λέοντι πρὸς τὸν βασιλέα γνῶσις γίνεται καὶ οἰκείωσις, καὶ ὁ λεχθεὶς μαθητὴς τὴν τοῦ Λέοντος σοφίαν ἔτι κρυπτομένην ἐδημοσίευσε. προσκαλεῖται γὰρ ὡς τάχος αὐτὸν ὁ βασιλεὺς καὶ πλουτίζει καὶ δημοσίᾳ διδάσκειν προτρέπεται, κατοικητήριον ἀφορίσας αὐτῷ τὸν θεῖον ναὸν τῶν τεσσαράκοντα καλλινίκων μαρτύρων. ὁ δὲ Μαμοὺμ ἀπογνοὺς τὴν τοῦ φιλοσόφου ἄφιξιν ἀπορίας ἐκθέμενος γεωμετρικῶν καὶ ἀστρονομικῶν ζητημάτων καί τινων ἄλλων μαθημάτων ἐκπέμπει, τὰς λύσεις σαφηνισθῆναί οἱ ἐξαιτησάμενος. ὡς δ’ ἑκάστην ὁ Λέων ζήτησιν διελύσατο ἁρμοδίως, προσέθετο δὲ καταπλήξεως χάριν καί τινα τῶν μελλόντων σημεῖα προγνωστικὰ καὶ τούτῳ ἐξέπεμψε, τότε δὴ ἐπὶ χεῖρας λαβόντα τὸν ἀμερμουμνῆν τρωθῆναι  δὴ τῷ τούτου ἔρωτι, μέγα τε ἀνακραγεῖν τὸν ἄνδρα τῆς σοφίας ὑπεραάμενον. εὐθὺς οὖν πρεσβεία πρὸς τὸν Θεόφιλον καὶ γράμματα ταύτην ἔχοντα τὴν διάνοιαν· ‘ἐβουλόμην μὲν αὐτὸς ἀφικέσθαι σοι, ἔργον γνησίου φίλου ἀποπληρῶν. ἐπεὶ δὲ ἡ ἀνακειμένη μοι ἀρχὴ ἐκ θεοῦ καὶ ὁ ὑπὸ τὴν χεῖρά μου τελῶν πλεῖστος κατ’ ἐξουσίαν λαὸς τοῦτο οὐ συγχωρεῖ, ὃν ἔχεις ἐπὶ φιλοσοφίᾳ καὶ ταῖς ἄλλαις ἐπιστήμαις διαβόητον ἄνδρα, βραχύν τινα χρόνον αἰτῶ ἐξαποστεῖλαί μοι, τῆς αὐτοῦ ἐπιστήμης μεταδώσοντά μοι ἐκκαιομένῳ καὶ ταύτης ἐρωτικῶς ἔχοντι. οὐκ ἀναβολὴ δὲ διὰ τὸ σέβας καὶ τὴν τοῦ γένους ἀλλοτριότητα ἔσεται, ἀλλὰ μᾶλλον, ὅτι τοιοῦτος ὁ ἀξιῶν, πέρας ἡ αἴτησις λήψεται παρὰ φίλοις ἐπιεικέσι τε καὶ χρηστοῖς. χάρις δέ σοι ὑπὲρ τούτου καταβληθήσεται χρυσίου μὲν ἑκατὸν κεντηνάρια, εἰρήνη δὲ καὶ σπονδαὶ ἀτελεύτητοι καὶ ἀΐδιοι.’ δεξάμενος δὲ τὰ γράμματα ὁ Θεόφιλος, ἄτοπον κρίνας, εἰ τὴν τῶν ὄντων γνῶσιν, δι’ ἣν τὸ Ῥωμαίων γένος θαυμάζεται, ἔκδοτον ποιήσει τοῖς ἔθνεσι, πρὸς τὰ αἰτηθέντα οὐκ ἐπένευσε. τὸν δὲ Λέοντα διὰ μείζονος ἦγε τιμῆς καὶ τῆς Θεσσαλονίκης προχειρίζεται πρόεδρον, τὸν πατριάρχην ἀναπείσας Ἰωάννην χειροτονῆσαι τοῦτον, καὶ αὐτῷ, ὡς ἤδη εἴπομεν, κατὰ γένος ᾠκειωμένον. τοῦτον οἱ Θεσσαλονικεῖς μετὰ τὴν χειροτονίαν ὑπερβαλλόντως ἐτίμησαν διὰ τὴν ἐνοῦσαν αὐτῷ σοφίαν καὶ τὴν περὶ πάντα τὰ μαθήματα ἀκρίβειαν, ἐξαιρέτως δ’ ἐθαύμασαν ἀπὸ τῆσδε τῆς αἰτίας.

Δηλαδή εξηγεί πως έγινε γνωστός ο Λέων στα μάτια του αυτοκράτορα Θεόφιλου. Ένας από τους μαθητές του πιάστηκε αιχμάλωτος από τους Άραβες. Εκείνη την περίοδο «τῶν Ἰσμαηλιτῶν κατάρχων Μαμοὺμ ἄλλοις τε μαθήμασιν Ἑλληνικοῖς σχολάζων, καὶ δὴ καὶ γεωμετρίας διαφερόντως ἐξεχόμενος ἦν». Ο αιχμάλωτος τους ξεστράβωσε και τους έλυσε ένα σωρό προβλήματα που οι Άραβες δεν μπορούσαν να λύσουν γιατί, όπως τους είπε αυτοί ήξεραν μόνο να σχεδιάζουν γεωμετρικά σχήματα χωρίς να γνωρίζουν τους «λόγους» (νόμους, αξιώματα) της γεωμετρίας. Μαγεμένος -και καλά- ο Μαμούν τον ρώτησε εάν υπάρχουν κι άλλοι σαν κι αυτόν στο Bilad Al-Rum («Ρωμέικο Βιλαέτι», Αραβικό όνομα της «Βυζαντινής» αυτοκρατορίας) και ο αιχμάλωτος απάντησε ότι -και καλά- υπήρχαν «ένα σωρό» και πολύ καλύτεροί του μιας και αυτός ήταν ο «έσχατος» μαθητής της τάξης του (δηλαδή η ιστορία μας λέει ότι ο χειρότερος Ρωμαίος μαθητής άνοιξε τα μάτια στους Άραβες). Ο καλίφης έγραψε ένα γράμμα και ζήτησε από τον αιχμάλωτο να το παραδώσει στον δάσκαλό του Λέοντα. Στο γράμμα ζητούσε στον Λέοντα να παρατήσει το «Ρωμέικο Βιλαέτι» και να έρθει στο καλιφάτο όπου θα τον γέμιζε με πλούτη εάν μετέδιδε τη γνώση του στους άραβες. Ο Λέων έδειξε το γράμμα στον αυτοκράτορα Θεόφιλο και του ζήτησε τι πρέπει να κάνει. Ακολούθησαν άλλα γράμματα όπου οι άραβες έθεσαν στον Λέοντα πιο δύσκολα θέματα, τα οποία -φυσικά- αυτός ξεπέταξε στο πι και φί και, τελικά, μια άλλη αραβική πρεσβεία στον Θεόφιλο που τον πληροφόρησε ότι ο Καλίφης τον παρακαλεί σαν «γνήσιος φίλος» να αφήσουν πίσω την αλλοτριότητα στο «σέβας» (θρήσκευμα) και στο γένος που τους χωρίζει και να επιτρέψει στο Λέοντα να έρθει στο καλιφάτο. Ο Θεόφιλος δεν επέτρεψε τον Λέοντα να φύγει γιατί θεώρησε «ἄτοπον» να εκδόσει στα έθνη (μη Ρωμαίους ~ μη Χριστιανούς) αυτά για τα οποία το Ρωμαϊκό γένος θαυμάζεται.

Δηλαδή, η «ἔξωθεν ελληνική παιδεία» θεωρήθηκε κτήμα του γένους των Ρωμαίων. Μία Αραβική πηγή μας πληροφορεί περισσότερο για την σχέση των Al-Rum με την σοφία των Al-Yunan. Γράφει ο σχεδόν σύγχρονος αντι-βυζαντινός ~ αντι-χριστιανικός Al Yahiz ότι οι Rum δεν είναι Ulama («επιστήμονες», «λόγιοι»), αλλά «απλοί τεχνήτες» και παριστάνουν τους «λόγιους» χρησιμοποιώντας την σοφία των Yunan, ενός λαού που έχει εξαφανιστεί εδώ και καιρό και του οποίου η σοφία επιβιώνει στα βιβλία τους, τα οποία έχουν οικειοποιηθεί οι Rum λόγω γεωγραφικής ταύτισης και δικαιολογούν την οικειοποίηση λόγω του ότι οι Yunan (όσο ακόμα υπήρχαν) ήταν ένα από τα έθνη της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Ο Αριστοτέλης, ο Πλάτων, ο Πτολεμaίος κλπ δεν ήταν ούτε Rum ούτε χριστιανοί, αλλά ήταν Yunan:

Yahiz Marwazi

Δηλαδή όταν συγκρίνουμε τα λόγια του Θεόφιλου ότι η «ελληνική γραμματεία» ήταν κτήμα του γένους των Ρωμαίων με τα λόγια του Al Yahiz ότι οι Rum οικειοποιήθηκαν την σοφία των Yunan που πλέον δεν υπάρχουν φαίνεται ξεκάθαρα ότι ούτε οι «Βυζαντινοί» προσπαθούσαν να ταυτιστούν με τους [αρχαίους] Έλληνες ούτε οι διαβασμένοι Άραβες ταύτιζαν τους δύο λαούς. Όποιος λοιπόν νομίζει ότι το «Γραικός» των δυτικών βαρβάρων είναι απόδειξη «συνέχειας του ελληνικού έθνους» ας κοιτάξει προς ανατολάς.

Η σχέση των Βυζαντινών με τους αρχαίους Έλληνες είναι η παρακάτω:

1) Απόλυτη ρήξη κατά την περίοδο 500-1000 μ.Χ. . Οι «Έλληνες» σε αυτήν την περίοδο είναι οι ειδωλολάτρες «εχθροί» που κατανίκησαν οι Χριστιανοί Ρωμαίοι πρόγονοι των Βυζαντινών «στις ημέρες του Ισαπόστολου Κωνσταντίνου». Την γνώμη του Θεοφάνη του Ομολογητή (που έγραψε το χρονικό του γύρω στο 815 μ.Χ.) μπορείτε να την διαβάσετε εδώ. Για τον Θεοφάνη, οι «Έλληνες» ήταν «δυσσεβείς, μιαροί, μυσαροί, δυσώνυμοι, άθεοι, παραβάτες και ψεύτες». Σύμφωνα με τον ορισμό της φιλοσοφίας που κυκλοφορούσε στο «Βυζάντιο» για 600 περίπου χρόνια (~ 400-1000 μ.Χ.), οι «Έλληνες» και οι Ιουδαίοι ήταν και «αποτυχημένοι φιλόσοφοι», επειδή προσπάθησαν να φιλοσοφήσουν χωρίς τον Χριστό. Για 500 περίπου χρόνια (~ 570-1080 μ.Χ.) οι αρχαίοι Έλληνες όπως ο Αχιλλέας και οι Μυρμιδόνες του ήταν οι πρόγονοι των «Ελλήνων» [=ειδωλολατρών] βαρβάρων εχθρών των «Βυζαντινών», όπως οι «Σκύθες» Βούλγαροι και οι «Ταυροσκύθες» Ρώσσοι. Για τον Λέοντα τον Διάκονο (~ 990 μ.Χ.) οι «Ταυροσκύθες» Ρως έμαθαν τις «ελληνικές» τους ανθρωποθυσίες και τα «ελληνικά» τους όργια από τους Μυρμιδόνες προγόνους τους. Ο δε Πορφυρογέννητος, στο Περὶ τῶν Θεμάτων, εκφράζει σε δύο σημεία την άποψή του για τους [αρχαίους] Έλληνες:

οὐκ ἐστι δὲ νῦν χρεία τῆς Ἑλληνικῆς ἰστορίας διὰ τὸ εἶναι αὐτὴν ψεύδους μεμεστωμένην»

«σήμερα δεν υπάρχει καμία ανάγκη γνώσης της [αρχαίας] Ελληνικής ιστορίας επειδή είναι γεμάτη ψέματα».

… ὡς Ἕλληνες ψευδολογούσι τοῖς γράμμασι

… όπως οι Έλληνες ψευδολογούνε στα γραπτά τους

2) Με τον Ιωάννη Μαυρόποδα και τον Μιχαήλ Ψελλό, ξεκινά μια προσπάθεια αποκατάστασης των [αρχαίων] Ελλήνων και αναγνώρισης της αρετής τους. Με άλλα λόγια, κατά τον 11ου αιώνα, οι αρχαίοι Έλληνες μεταμορφώνονται από «δυσσεβή καθάρματα» σε «ενάρετους και σοφούς ειδωλολάτρες».

3) Κατά τον 12ο αιώνα, οι [αρχαίοι] Έλληνες μεταμορφώνονται σε πρότυπα αρετής και σοφίας, κάτι που ωθεί μερικούς λόγιους όπως ο Τζέτζης και ο Τορνίκιος κατά τη δεκαετία του 1150, να αυτοπροσδιοριστούν για πρώτη φορά ως Έλληνες και να μιλήσουν για ένα διαχρονικό Ελληνικό γένος. Σε αυτό συνέβαλε και η υπέρμετρη «λατινοφιλία» του Μανουήλ Κομνηνού.

(συνεχίζεται στο μέρος #4)

Leave a comment

Filed under Εθνολογία, Ιστορία, Μεσαίωνας

Leave a comment

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.