Tag Archives: τρίτη

Το «είδωλο» της εθνοτικής βουλγαρικής ταυτότητας #3

Στην προηγούμενη ανάρτηση εξέτασα τις πηγές της περιόδου 680-971 για την πρώτη Βουλγαρία με «ήθη» τα μέρη γύρω από την Πλίσκα, Πρέσλαβ και το Δορύστολον. Στην σημερινή ανάρτηση θα περιγράψω τις πηγές της περιόδου 971-1204 για την δεύτερη (971-1018) και τρίτη (1018-1204) Βουλγαρία (Βουλγαρία του Σαμουήλ και βυζαντινή Βουλγαρία) με «ήθη» τα μέρη γύρω από την Αχρίδα και τα Σκόπια. Continue reading

8 Comments

Filed under Βυζαντινολογία, Εθνολογία, Ιστορία, Μεσαίωνας

Το Ρωμαϊκό γένος κατά τον 10ο αιώνα #3

Στη σημερινή ανάρτηση θα συνεχίσω από εκεί που έκλεισα την προηγούμενη ανάρτηση της σειράς. Ίσως κάποια στιγμή να προσθέσω μία ακόμα ανάρτηση στην οποία θα συνοψίσω τα βασικά συμπεράσματα των τριών αυτών αναρτήσεων. Continue reading

21 Comments

Filed under Βυζαντινολογία, Εθνολογία, Ιστορία, Μεσαίωνας

Οι 3 αναπληρωματικές εκτάσεις της Ελληνικής 3: Η τρίτη αναπληρωματική έκταση (ΑΕ3)

Αυτή είναι η τελευταία των συστηματικών ΑE της ελληνικής γλώσσας και πραγματοποιήθηκε κατά την περίοδο 750-700 π.Χ. Η ΑΕ3 περιγράφει την αποβολή του ημιφωνικού δίγαμμα ϝ~/w/ που γειτνιάζει με υγρό (λ,ρ) ή ρινικό (ν,μ) ένηχο και ενίοτε με άλλο σύμφωνο. Οι διάλεκτοι που διατήρησαν το δίγαμμα δεν συμμετέχουν στην ΑΕ, ενώ η Αττική απέβαλε το δίγαμμα χωρίς ΑΕ. Οι Ιωνικές και Δωρικές διάλεκτοι απέβαλαν το δίγαμμα με ΑΕ. Πολλές Δωρικές διάλεκτοι παρουσιάζουν δίγαμμα στις παλαιότερες επιγραφές και ΑΕ στις μεταγενέστερες.

1) ξένϝος : Αττικό ξένος, Ιωνικό ξεῖνος, Δωρικό ξῆνος.

2) μόνϝος: Αττικό μόνος, Ιωνικό μοῦνος, Δωρικό μῶνος.

3) ὅλϝος: Αττικό ὅλος, Ιωνικό οὗλος, Δωρικό ὧλος

4) κόρϝᾱ: Αττικό κόρη, Ιωνικό κούρη, Δωρικό κώρᾱ. Από εδώ φαίνεται ότι η λέξη κοῦρος ήταν Ιωνικό δάνειο στην Αττική.

5) *per-wr. > πέρϝαρ > Ομηρικό (Ιων) πεῖραρ

6) *h1d-wr. > ed-wr. > ἔδϝαρ ~ Ομηρικό (Ιων) εἶδαρ

7) δερϝά > δειρή

8) Η ρίζα *doru «ξύλο» έχει δώσει τις λέξεις δόρυ (Ιων. γενική τοῦ δόρϝατος ~ δούρατος), δρς και τον δόρεϝ-ιον ~δούρειον ἵππον.

9) Η ρίζα *g’enu-«μὐτη,γωνία,προέκταση»: Από τον ο-βαθμό ablaut έχουμε το ουδέτερο γόνυ, Ιων. γενική τοῦ γόνϝατος ~ γούνατος , την «Ιωνίζουσα» λέξη γουνός (γονϝός) από την οποία μάλλον κατάγεται η νεοελληνική βουνό μέσα από χειλική αφομοιώση (λ.χ. η φωνητική τροπή /h/>/f/ στις αγγλικές λέξεις laugh, cough, tough εξαιτίας του προκείμενου στρογγυλού φωνήεντος) και τη «δωριάζουσα» λέξη γωνία (γονϝία). Τέλος, από τον ε-βαθμό της ρίζας έχουμε γενεϝ-ιον > γένειον = «γένι».

1 Comment

Filed under Γλωσσολογία, Ελληνική γλώσσα