Tag Archives: πανηγύρι

Ο «πανηγυρτζής» που κρύβεται πίσω από το όνομα «Όμηρος»

Η Ιλιάδα και η Οδύσσεια ονομάζονται Ομηρικά Έπη διότι ήδη κατά την Αρχαϊκή Περίοδο είχε διαμορφωθεί η παράδοση ότι αυτά τα Έπη είχαν γραφτεί από έναν και μόνο Ποιητή που ονομαζόταν Ὅμηρος.

Είναι σχετικά εύκολο να καταλάβει κανείς ότι ο «Όμηρος» δεν ήταν ένας, αλλά γενιές ολόκληρες Ραψωδών, δηλαδή ἀοιδών που εμπλούτιζαν και διαιώνιζαν μια επική προφορική παράδοση αιώνων, «ράβοντας» στίχους (ῥάψις, ἀοιδός > ῥαψῳδός). Ο Πίνδαρος χρησιμοποίησε την περίφραση «ῥαπτῶν ἐπέων ἀοιδοί» για τους Ραψωδούς.

Οι μεταγενέστεροι Έλληνες, λοιπόν, θεωρούσαν την Ομηρική/Επική προφορική παράδοση σαν ένα υφαντό που χρειάστηκε πολλά ραπτικά χέρια για να ολοκληρωθεί. Γιατί όμως έφτασαν να πιστεύουν ότι το υφαντό αυτό το είχε ράψει κάποιος … Ὅμηρος;

Ο Ηράκλειτος, σε ένα από τα διασωθέντα αποσπάσματά του (Β42) λέει:

Ὅμηρος ἄξιος ἐκ τῶν ἀγώνων ἐκβάλλεσθαι καὶ ῥαπίζεσθαι καὶ Ἀρχίλοχος ὁμοίως.

Στον Όμηρο αξίζει/αρμόζει να αποβληθεί από τους αγώνες και να ξυλοφορτωθεί (ῥαπίζω = χτυπάω κάποιον με την ραπίδα = «βέργα»), όπως και στον Αρχιλόχο.

Ο Εφέσιος φιλόσοφος είχε αυτήν την αντίληψη, γιατί πίστευε ότι ο ἡδυεπής «Όμηρος» είχε καταφέρει να κάνει τους ανθρώπους να πιστέψουν τα παραμύθια του. Ποιοί είναι όμως οι αγώνες από τους οποίους ο Όμηρος έπρεπε να αποβληθεί;

Ο Ποιητής ως επαγγελματίας εξυμνητής είχε μια ειδική θέση στις ινδοευρωπαϊκές (ΙΕ) κοινωνίες. Από αυτά που μπορούμε να ανασυνθέσουμε για την ΠΙΕ κοινωνία γνωρίζουμε ότι ο *ghosti-potis (= «αφέντης των καλεσμένων»), για να προβληθεί κοινωνικά διοργάνωνε πλουσιοπάροχα γλέντια, αναπόσπαστο μέρος των οποίων ήταν ο Ποιητής που εξυμνούσε τον διοργανωτή. Ο Ποιητής φρόντιζε να απαθανατίσει το όνομα του Άρχοντα και ο δεύτερος φρόντιζε να ανταμείψει πλουσιοπάροχα τον πρώτο.

Όπως έχω εξηγήσει σε παλαιότερη ανάρτηση, ο κελτικός όρος βάρδος (< *gwr.H-dhh1-os) κυριολεκτικά σημαίνει «επαινοθέτης».

[Αθήναιος, Δειπνοσοφισταί, 246c-d]

Ποσειδώνιος δ᾽ ὁ Ἀπαμεὺς ἐν τῇ κ᾽ καὶ τρίτῃ τῶν ἱστοριῶν ‘Κελτοί,φησί, ‘ περιάγονται μεθ᾽ αὑτῶν καὶ πολεμοῦντες συμβιωτάς, οὓς καλοῦσι παρασίτους, οὗτοι δὲ ἐγκώμια αὐτῶν καὶ πρὸς ἁθρόους λέγουσιν ἀνθρώπους συνεστῶτας καὶ πρὸς ἕκαστον τῶν κατὰ μέρος ἐκείνων ἀκροωμένων. τὰ δὲ ἀκούσματα αὐτῶν εἰσιν οἱ καλούμενοι βάρδοι: ποιηταὶ δὲ οὗτοι τυγχάνουσι μετ᾽ ᾠδῆς ἐπαίνους λέγοντες.’

Δηλαδή ο Ποσειδώνιος ο Απαμεύς μας πληροφορεί ότι οι Κελτοί πολέμαρχοι/φύλαρχοι διοργάνωναν γλέντια όπου προσκαλούσαν «ἁθρόους … ἀνθρώπους», τους οποίους ονόμαζαν «παράσιτους» (κυριολεκτικά «συντρόφους») και οι οποίοι ως αντάλλαγμα εγκωμίαζαν τον οικοδεσπότη τους. Αναπόσπαστο μέρος αυτού του εγκωμιασμού του οικοδεσπότη ήταν οι βάρδοι που ορίζονται ως «ποιηταὶ δὲ οὗτοι τυγχάνουσι μετ᾽ ᾠδῆς ἐπαίνους λέγοντες

Επειδή ο οικοδεσπότης ήθελε τον καλύτερο δυνατό έπαινο και ήταν προδιατεθειμένος να πληρώσει αδρά για τον καλύτερο, αυτές οι εορταστικές «πανηγύρεις/ὁμηγύρεις» με τον καιρό μετατράπηκαν σε ποιητικούς διαγωνισμούς. Ο διοργανωτής του «πανηγυριού» άκουγε τους επαίνους των διαγωνιζόμενων ποιητών και επιβράβευε αυτόν που έκρινε ως καλύτερο. Έτσι προέκυψαν οι ποιητικοί «ἀγώνες» που αναφέρει ο Ηράκλειτος. Ο Ησίοδος μας πληροφορεί ότι είχε κερδίσει έναν τρίποδα σε έναν ποιητικό διαγωνισμό που είχαν διοργανώσει στην Χαλκίδα οι παίδες του «δαΐφρονος και μεγαλήτορος Αμφιδάμαντος», για να τιμήσουν τον νεκρό πατέρα τους. Αργότερα αφιέρωσε αυτόν τον τρίποδα στις Ελικωνιάδες Μούσες.

[Ησίοδος, Έργα και Ημέραι, 650-662]

οὐ γάρ πώ ποτε νηί γ᾽ ἐπέπλων εὐρέα πόντον,
εἰ μὴ ἐς Εὔβοιαν ἐξ Αὐλίδος, ᾗ ποτ᾽ Ἀχαιοὶ
μείναντες χειμῶνα πολὺν σὺν λαὸν ἄγειραν
Ἑλλάδος ἐξ ἱερῆς Τροίην ἐς καλλιγύναικα.
ἔνθα δ᾽ ἐγὼν ἐπ᾽ ἄεθλα δαΐφρονος Ἀμφιδάμαντος
Χαλκίδα τ᾽ εἲς ἐπέρησα: τὰ δὲ προπεφραδμένα πολλὰ
ἄεθλ᾽ ἔθεσαν παῖδες μεγαλήτορος: ἔνθα μέ φημι
ὕμνῳ νικήσαντα φέρειν τρίποδ᾽ ὠτώεντα.
τὸν μὲν ἐγὼ Μούσῃς Ἑλικωνιάδεσσ᾽ ἀνέθηκα,
ἔνθα με τὸ πρῶτον λιγυρῆς ἐπέβησαν ἀοιδῆς.
τόσσον τοι νηῶν γε πεπείρημαι πολυγόμφων:
ἀλλὰ καὶ ὣς ἐρέω Ζηνὸς νόον αἰγιόχοιο:
Μοῦσαι γάρ μ᾽ ἐδίδαξαν ἀθέσφατον ὕμνον ἀείδειν.

Στην Βεδική Ινδική συχνά χρησιμοποιείται το ουδέτερο ουσιαστικό samaryàm για να περιγράψει αυτό το είδος των ποιητικών διαγωνισμών. Ο ML West συμφωνεί με την άποψη που πρώτος διατύπωσε ο Durante, σύμφωνα με την οποία, το Βεδικό samaryam είναι γράμμα προς γράμμα συγγενές του ελληνικού ουδετέρου ὁμάριον = «ὁμήγυρις» και, κατά συνέπεια, ο πρωτο-ελληνικός ὅμᾱρος (> αττικο-ιωνικό ὅμηρος) ήταν ο ποιητής που συμμετείχε σε αυτούς τους πανηγυρικούς/ομηγυρικούς ποιητικούς διαγωνισμούς. Με άλλα λόγια, σύμφωνα με τον Durante, υπήρχε ο Ελληνο-Άριος όρος *som-ar-iom = «ομήγυρις» που έδωσε το ελληνικό ὁμάριον και το βεδικό samaryàm. Επειδή σε αυτές τις ομηγύρεις υπήρχε η ΙΕ παράδοση των ποιητικών διαγωνισμών, ο όρος *somaryom δευτερογενώς ταυτίστηκε με την έννοια του «ποιητικού διαγωνισμού» και, με τον καιρό, οι διαγωνιζόμενοι ποιητές ονομάστηκαν ὅμᾱροι > ὅμηροι. Το μακρό ᾱ>η προέκυψε από την εφαρμογή του γνωστού νόμου συνθετικής εκτάσεως του Wackernagel (λ.χ. ὁμογυρις > ὁμγ- > ὁμήγυρις). Τώρα το κατά πόσο η αρχική ρίζα *som-ar- ήταν όντως σύνθετη ή όχι αυτό δεν το γνωρίζουμε. Ορισμένοι έχουν προτείνει ως δεύτερο συνθετικό την ΙΕ ρίζα *h2er- > ar- του ἀραρίσκω, αλλά αυτό παραμένει αναπόδεικτη αλλά εύλογη εικασία (λ.χ. τα σύνθετα ἀγείρω > ὁμήγυρις και *h2er- > ἀραρίσκω > συναρμογή). Εμάς το μόνο που μας ενδιαφέρει από αυτήν την υπόθεση είναι το ότι, κάποια στιγμή, οι Έλληνες θεώρησαν τον όρο σύνθετο με πρώτο συνθετικό το ὁμο- και εφάρμοσαν τον νόμο του Wackernagel ὅμο-αρ-ος > ὅμᾱρος > ὅμηρος (λ.χ. δυσ-ὄνυμος > δυσώνυμος).

homarion

Σύμφωνα με τους West και Durante, λοιπόν, οι «ὅμηροι» ήταν οι «πανηγυρτζήδες» (ή, αν προτιμάτε, οι «ομηγυρτζήδες») ποιητές, δηλαδή οι ποιητές που συμμετείχαν στους ποιητικούς διαγωνισμούς των πανηγυριών.

Ο όρος «ὁμάριον» = «ὁμήγυρις» και ο Ζεύς Ὁμάριος

Αφού λοιπόν παρουσίασα την θεωρία του Durante σύμφωνα με την οποία το όνομα του Ομήρου ανάγεται στο ουδέτερο ὁμάριον και, μέσω αυτού, στο Βεδικό samaryàm = «ποιητικός διαγωνισμός», μένει τώρα να πω μερικά πράγματα για την απάντηση στην Ελληνική του ουδέτερου ουσιαστικού ὁμάριον = «ὁμήγυρις». Αυτά που έχω να πω είναι όλα συγκεντρωμένα σε δύο σελίδες ενός σχετικά πρόσφατου βιβλίου της Emily Mackil.

Homarios-Zeus

Κύρια θεότητα της Αχαϊκής Συμπολιτείας (ή του Κοινού των Αχαιών) ήταν ο Ζεύς Ὁμάριος. Ενώ «Ὁμάριος» είναι ο τύπος που μας παραδίδει ο Πολύβιος, στις Αχαϊκές διαλεκτικές επιγραφές απαντά ο τύπος «Ἁμάριος». Ο διαλεκτικός Αχαϊκός τύπος είναι είτε μηδενόβαθμός (δηλαδή *sm.- > ha- λ.χ. ἅμα, αντί για τον ο-βαθμο *som- > hom-) είτε προϊόν μεταγενέστερης αφομοίωσης (λ.χ. τα νεοελληνικά ελαφρός > αλαφρός και μοναχός > μαναχός). Μάλλον το δεύτερο συνέβη, επειδή οι λεγόμενες «Δυτικές» διάλεκτοι (Δωρικές και ΒΔ) δείχνουν μια τάση τροπής ε,ο>α πριν από ένηχα (ρ,λ,ν,μ), λ.χ. ἱερός > αρός, Δελφοί > Δαλφοί, ὄναρ > ναρ κλπ.

Κάπου κοντά στο αρχαίο Αίγιο υπήρχε το μέρος Ὁμάριον στο οποίο συγκεντρώνονταν οι Αχαιοί και στο οποίο υπήρχαν οι ναοί του Ὁμαρίου/Ἁμαρίου/Ὁμᾱγυρίου Διός και της Παναχαίας Δήμητρος. Η τελευταία λατρευόταν ως «Ὁμαρία» στην Χαλκίδα. Ο Παυσανίας κατέγραψε την παράδοση ότι το αχαϊκό τοπωνύμιο Ὁμάριον και η εκεί λατρεία του Ὁμαρίου/Ὁμᾱγυρίου Διός προέκυψαν όταν ο Αγαμέμνων έκανε σε εκείνο το μέρος ένα συμβούλιο (= ὁμήγυρις) με τους αξιότερους βασιλείς, για να καταστρωθούν τα σχέδια πολέμου κατά του Πριάμου.

[Παυσανίας, 7.24.2] πρὸς θαλάσσῃ δὲ Ἀφροδίτης ἱερὸν ἐν Αἰγίῳ καὶ μετ᾽ αὐτὸ Ποσειδῶνος, Κόρης τε πεποίηται τῆς Δήμητρος καὶ τέταρτον Ὁμαγυρίῳ Διί. ἐνταῦθα Διὸς καὶ Ἀφροδίτης ἐστὶ καὶ Ἀθηνᾶς ἀγάλματα: Ὁμαγύριος δὲ ἐγένετο τῷ Διὶ ἐπίκλησις, ὅτι Ἀγαμέμνων ἤθροισεν ἐς τοῦτο τὸ χωρίον τοὺς λόγου μάλιστα ἐν τῇ Ἑλλάδι ἀξίους, μεθέξοντας ἐν κοινῷ βουλῆς καθ᾽ ὅντινα χρὴ τρόπον ἐπὶ ἀρχὴν τὴν Πριάμου στρατεύεσθαι. Ἀγαμέμνονι δὲ καὶ ἄλλα ἐστὶν ἐς ἔπαινον καὶ ὅτι τοῖς ἐξ ἀρχῆς ἀκολουθήσασι καὶ οὐδεμιᾶς ἐπελθούσης ὕστερον στρατιᾶς τήν τε Ἴλιον ἐπόρθησε καὶ ὅσαι περίοικοι πόλεις ἦσαν.

Όπως είδατε, ο Παυσανίας δεν μας δίνει ούτε το τοπωνύμιο Ὁμάριον ούτε την επίκλιση Ὁμάριος του Διός, αλλά μιλάει για ένα συνέδριο/συμβούλιο βασιλέων σε εκείνο το «χωρίον», από το οποίο προέκυψε η λατρεία του Διός Ὁμᾱγυρίου.

Τον Παυσανία συμπληρώνει ο παλαιότερός του Πολύβιος που μας παραθέτει τους όρους που μας ενδιαφέρουν. Σύμφωνα λοιπόν με τον Πολύβιο, όταν οι εξεγερθέντες κατά των Πυθαγορείων στην Μεγάλη Ελλάδα έκαψαν τα Συνέδρια των τελευταίων, οι «Ἀχαϊκές» αποικίες ζήτησαν την συμβουλή της «μητροπόλεώς» τους Αχαΐας και η απάντηση που πήραν ήταν να χτίσουν ένα κοινό ιερό του Ὁμαρίου Διός και να διοργανώνουν εκεί τις συνόδους και τα διαβούλιά τους.

[Πολύβιος, 2.39]

Καθ’ οὓς γὰρ καιροὺς ἐν τοῖς κατὰ τὴν Ἰταλίαν τόποις κατὰ τὴν Μεγάλην Ἑλλάδα τότε προσαγορευομένην ἐνεπρήσθη τὰ συνέδρια τῶν Πυθαγορείων, μετὰ ταῦτα γενομένου κινήματος ὁλοσχεροῦς περὶ τὰς πολιτείας, ὅπερ εἰκός, ὡς ἂν τῶν πρώτων ἀνδρῶν ἐξ ἑκάστης πόλεως οὕτω παραλόγως διαφθαρέντων, συνέβη τὰς κατ’ ἐκείνους τοὺς τόπους Ἑλληνικὰς πόλεις ἀναπλησθῆναι φόνου καὶ στάσεως καὶ παντοδαπῆς ταραχῆς. ἐν οἷς καιροῖς ἀπὸ τῶν πλείστων μερῶν τῆς Ἑλλάδος πρεσβευόντων ἐπὶ τὰς διαλύσεις, Ἀχαιοῖς καὶ τῇ τούτων πίστει συνεχρήσαντο πρὸς τὴν τῶν παρόντων κακῶν ἐξαγωγήν. οὐ μόνον δὲ κατὰ τούτους τοὺς καιροὺς ἀπεδέξαντο τὴν αἵρεσιν τῶν Ἀχαιῶν, ἀλλὰ καὶ μετά τινας χρόνους ὁλοσχερῶς ὥρμησαν ἐπὶ τὸ μιμηταὶ γενέσθαι τῆς πολιτείας αὐτῶν. παρακαλέσαντες γὰρ σφᾶς καὶ συμφρονήσαντες Κροτωνιᾶται, Συβαρῖται, Καυλωνιᾶται, πρῶτον μὲν ἀπέδειξαν Διὸς Ὁμαρίου κοινὸν ἱερὸν καὶ τόπον, ἐν ᾧ τάς τε συνόδους καὶ τὰ διαβούλια συνετέλουν, δεύτερον τοὺς ἐθισμοὺς καὶ νόμους ἐκλαβόντες τοὺς τῶν Ἀχαιῶν ἐπεβάλοντο χρῆσθαι καὶ διοικεῖν κατὰ τούτους τὴν πολιτείαν.

Από το παραπάνω χωρίο καταλαβαίνουμε ότι το ιερό του Διός Ὁμᾱγυρίου του Παυσανία και το ιερό του Διός Ὁμαρίου του Πολυβίου είναι το ίδιο μέρος για συναθροίσεις, συνόδους, ομηγύρεις κλπ. Αλλού, ο Πολύβιος αναφέρει στην Αχαΐα τον βωμό της Εστίας στο Ομάριον.

[Πολύβιος, 5.93.10]

μάλιστά τε τῶν νόμων ὑπὸ Πρυτάνιδος γεγραμμένων πρὸς ἀλλήλους ἐφιλονείκουν, ὃν ἔδωκε μὲν αὐτοῖς νομοθέτην Ἀντίγονος, ἦν δὲ τῶν ἐπιφανῶν ἀνδρῶν ἐκ τοῦ Περιπάτου καὶ ταύτης τῆς αἱρέσεως. τοιαύτης δ’ οὔσης τῆς ἀμφισβητήσεως ποιησάμενος Ἄρατος τὴν ἐνδεχομένην ἐπιστροφὴν κατέπαυσε τὴν φιλοτιμίαν αὐτῶν. ἐφ’ οἷς δ’ ἔληξαν τῆς πρὸς ἀλλήλους διαφορᾶς, γράψαντες εἰς στήλην παρὰ τὸν τῆς Ἑστίας ἀνέθεσαν βωμὸν ἐν Ὁμαρίῳ.

Επομένως, έχουμε το τοπωνύμιο Ὁμάριον της περιοχής όπου, κατά τον Παυσανία, ο Αγαμέμνων συνεκάλεσε συμβούλιο βασιλέων και διοργανώθηκε η λατρεία του Ὁμᾱγυρίου Διός και έχουμε και την συμβουλή που, κατά τον Πολύβιο, έδωσαν οι Αχαιοί στους Ιταλιώτες «αποίκους» τους για την ίδρυση ενός κοινού ιερού του Ὁμαρίου Διός στο οποίο να διοργανώνουν τις συνόδους και τα διαβούλιά τους. Επιπλέον, ανέφερα ήδη ότι στην Χαλκίδα η Δήμητρα λατρευόταν ως Ὁμαρία και ο Στέφανος Βυζάντιος μας πληροφορεί ότι ο Θεόπομπος ο Χίος στα Φιλιππικά του αναφέρει ακόμα ένα τοπωνύμιο Ὁμάριον στην Θεσσαλία, στο οποίο λατρεύονταν ο Δίας και η Αθηνά.

Homarion-Thessaly

Αν σε όλα αυτά προσθέσουμε και το ρήμα ὁμαρτέω = «κάνω κάτι ταυτόχρονα/μαζί» και το επίρρημα ὁμαρτήδην = «μαζί/ταυτοχρόνως» τότε δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι το ουδέτερο ουσιαστικό ὁμάριον σήμαινε «ὁμήγυρις».

Αφού λοιπόν το «ὁμάριον» ήταν πρακτικό συνώνυμο του όρου «ὁμήγυρις» (Ζεύς Ὁμάριος = Ὁμᾱγύριος) και ο ακριβής σανσκριτικός συγγενής του samaryàm είχε και την σημασία «ποιητικός διαγωνισμός», τότε καταλήγουμε στο πολύ εύλογο συμπέρασμα του Durante ότι ο όρος ὅμᾱρος > ὅμηρος κάποτε δήλωνε τον «πανηγυρτζή/ὀμηγυρτζή» ποιητή, δηλαδή τον ποιητή που συμμετείχε σε ομηγύριους ποιητικούς διαγωνισμούς.

28 Comments

Filed under Γλωσσολογία, Ελληνική γλώσσα, Ινδοευρωπαϊκά θέματα