Minuccio Minucci (1603): Ιστορία των Ουσκόκων #1

Η σημερινή ανάρτηση είναι η πρώτη της σειράς με θέμα την Ιστορία των Ουσκόκων (ιταλ. Historia degli Vscochi, Βενετία 1603) που συνέγραψε ο Ενετός αρχιεπίσκοπος Ζάρας/Ζάνταρ, Minuccio Minucci (1551-1604), στην οποία αφηγείται την ιστορία των «καταραμένων Ουσκόκων» (σ. 99: maledetti Vscocchi) που αναγνωρίζει ως το αίτιο (σ. 49: l’origine deriui da gli Vscochi, & per la loro colpa) του λεγόμενου Δηρού (Μακροχρονίου) Τουρκικού πολέμου 1593-1606 (βλ. δηρός).

Σε παλαιότερη ανάρτηση έχω παραθέσει τα βασικά για τους Ουσκόκους (κροατ. Uskok/Uskoci, ιταλ. Uscocco/Uscocchi).

Σε αυτόν εδώ τον σύνδεσμο θα βρείτε διαδικτυακή πρόσβαση (για ανάγνωση ή κατέβασμα) στην Ιστορία των Ουσκόκων του Minuccio Minucci (ως το έτος 1602) μαζί με μια συνέχεια της Ιστορίας ως το έτος 1616 του Paolo Sarpi (1683).

Ο Minucci αναφέρει συχνά τον εαυτό του σε διπλωματικές αποστολές κατά τον Δηρό πόλεμο που σχετίζονταν με επαφές της Βενετίας με την παποσύνη, τους Αψβούργους και την πόλη της Σενίας (η δεύτερη και οριστική έδρα των Ουσκόκων, κροατ. Senj, λατ. Senia, ιταλ. Segna). Στην αφήγησή του ο Minucci αναφέρει για πρώτη φορά τον εαυτό του στη σ. 52 (Minutio Secretario di sua Santità, che in quei giorni era stato fatto Arciuescouo di Zara), στη σ. 57 εξηγεί ότι γεννήθηκε Ενετός υπήκοος (suddito della Republica di Venetianato suddito dei Venetiani) και, από εκεί και μετά, το όνομά του εμφανίζεται κάθε τόσο, όπως λ.χ. στη σ. 84 όπου προσκάλεσε τον επίσκοπο Σενίας (vescouo di Segna) στη Ζάρα όπου συζήτησαν για μέρες περί του ουσκοκικού (πειρατικού) προβλήματος.

Όπως εξηγεί ήδη στην πρώτη σελίδα του συγγράμματός του, ο Minucci δεν έτρεφε καμία συμπάθεια και κανένα σεβασμό για «αυτή τη ράτσα κλεφταράδων» (questa razza di ladroni) και, σχεδόν σε κάθε σελίδα της Ιστορίας του, κάνει τουλάχιστον ένα αρνητικό σχόλιο για τους Ουσκόκους. Οι συνηθέστεροι χαρακτηρισμοί στις πρώτες 120 σελίδες της Ιστορίας είναι «κλεφταράδες» (ladroni, σσ. 3, 5, 26, 29, 41, 87, 99, 107, 118), «κλέφτες» ~ «ληστές» (ladri, σσ. 18, 27, 83, 96, 97, 98), «κακοποιοί» (malfattori, σσ. 91, 97, 99), «παλιοτόμαρα/κατεργαραίοι» (malandrini, σσ. 22, 30, 63), «ληστοσυμμορίτες» και «συμμορία ληστών» (masnadieri, masnada de ladroni, σσ. 21, 30, 64, 100), «καταραμένοι» (maledetti, σσ. 81, 99) και, σπανιότερα, «αγριάνθρωποι» (σ. 15: huomini feroci), «αιμοσταγείς βάρβαροι φονιάδες» (σ. 7: assassinibarbarisanguinarij), «[ηθικά] μιαρότατοι» ~ «μεγάλες λέρες» (σ. 28: huomini sceleratissimi) κλπ. Ενώ υποτίθεται ότι τα άτακτα σώματα Ουσκόκων σχηματίστηκαν για την υπεράσπιση της Χριστιανοσύνης από τους Τούρκους, τελικά προκάλεσαν «ταραχή στην Χριστιανοσύνη» (σ. 4: turbulenza nella Christianità) γιατί «ληστεύοντας χριστιανούς έγιναν μισητοί σε όλους τους [χριστιανούς] γείτονές τους» (σ. 15: latrocinij, & rubamenti de’ Christiani, onde si resero odiosi a tutti li vicini) και «πλέον δυσκλεείς σε όλη την Ευρώπη και εκτός Ευρώπης για τις ξεδιάντροπες πράξεις τους» (σ. 29: hora mai infami per le loro insolenze in tutta Europa, & fuori d’Europa).

Η στάση του Minucci προς τους Ουσκόκους οφείλεται όχι μόνο στο ότι ο ίδιος ήταν «θεουδής» κληρικός που έβλεπε ως «δυσσεβέστατο» και «ανήθικο» τον τρόπο ζωής των «αιμοδιψών» Ουσκόκων, αλλά -ίσως περισσότερο- στο ότι ήταν Ενετός, γιατί, απ΄όλους τους γείτονες των Ουσκόκων, οι Ενετοί ήταν εκείνοι που έτρεφαν το μεγαλύτερο έχθος για τους Ουσκόκους επειδή, αφενός μεν με την πειρατική τους δραστηριότητα ζημίωναν το ενετικό εμπόριο στην Αδριατική, αφετέρου δε με την «αυθάδεια» και την «ανομία» τους συνιστούσαν ένα «λάθος» παράδειγμα για τους Δαλμάτες/«Σκλαβούνους» υπηκόους των Ενετών, με τους οποίους οι Ουσκόκοι είχαν διάφορα είδη συνάφειας.

Για να δούμε, λοιπόν, ποιοι ήταν αυτοί οι Ουσκόκοι που ο Minucci επέλεξε ως «δυσκλεείς» πρωταγωνιστές της Ιστορίας του.

Στη σ. 8 ο Minucci εξηγεί ότι «οι Ουσκόκοι είναι Δαλμάτες άνδρες» (Gli Vscochi sono gente Dalmatina) και το όνομά τους παράγεται από τον [σκλαβουνικό] όρο skok «άλμα» και στα λατινικά ερμηνεύεται ως transfuga «αυτόμολος» (dall’istessa voce scoco, che in Lattino si direbbe transfuga).

Εδώ υποψιάζομαι πως ο Minucci πιθανώς κατάλαβε λάθος την ετυμολογία του σερβοκροατικού όρου Uskok/Uskoci, που είναι μεταρηματικό παράγωγο του σερβοκροατικού ρήματος u-scočiti «εἰσ-άλλομαι» (“to jump into”, ο πολωνικός συγγενής είναι το ρήμα w-skoczyć, ο ουκρανικός συγγενής είναι το ρήμα в-скочити κοκ.). Συνεπώς, αν και οι περισσότεροι Ουσκόκοι ήταν όντως «αυτόμολοι» και «πρόσφυγες» προερχόμενοι από την οθωμανική επικράτεια, νομίζω πως ο όρος «Ουσκόκοι» κυριολεκτικά σημαίνει «Εισ-άλτες», δηλαδή «αυτοί που κάνουν «άλματα» (λαθραίες επιδρομές) μέσα» στην oθωμανική παραμεθόριο, όπως εξηγεί παρακάτω και ο ίδιος Minucci (σ. 9: corseggiauano ogni giorno, & portauano a Turchi molti danni «κούρσευαν (επέδραμαν) σε καθημερινή βάση, προκαλώντας πολλές ζημιές στους Τούρκους», fortiui assalti «λαθραίες επιδρομές», σ. 22: vsciuano a correrie di terra «εξέρχονταν για χερσαίες λεηλασίες», σ. 22: con quanta furia assaltauano li Turchi «με τι μανία επέδραμαν κατά των Τούρκων» κλπ.).

Στο υπόλοιπο της σ. 8 ο Minucci εξηγεί ότι η διαμόρφωση των ουσκοκικών σωμάτων ήταν συνέπεια της οθωμανικής κατάκτησης των ΒΔ Βαλκανίων: «Αφού τα τουρκικά όπλα απλώθηκαν στην Ουγγαρία, την «Γραικία» (i.e., Ρωμανία > Ρούμελη), την Βουλγαρία, την Σερβία και την Ράσκα, άρχισαν να βασανίζουν και τα σύνορα της Κροατίας και της Δαλματίας» (che l’armi Turchesche sendosi estese per l’Ongaria, & per la Grecia, nella Bulgheria, nella Seruia, & nella Rascia, trauagliauano i confini della Crouatia, & della Dalmatia). Σ’αυτό το χωρίο δεν μπορώ να καταλάβω ποια είναι η διαφορά της «Σερβίας» και της «Ράσκας» (σρβ./κρ. Raška, βλ. αυτόν εδώ τον χάρτη), μια διάκριση που έχω βρει και σε αρκετές άλλες πηγές του 16ου και 17ου αιώνα. Οι δυτικές πηγές συχνά χρησιμοποιούν τον όρο «Ρασκιανοί» (λατ. Rasciani) για να περιγράψουν τον λαό που οι ελληνόγλωσσες και οι τουρκικές πηγές αποκαλούν «Σέρβους».

Στην πρώτη παράγραφο της σ. 9 ο Minucci συνεχίζει γράφοντας ότι οι θαρραλέοι των χριστιανών των οποίων οι πατρίδες κατακτήθηκαν από τους Τούρκους μετανάστευαν παραδίπλα σε κάποιο ακατάκτητο χριστιανικό οχυρό και, χρησιμοποιώντας το ως βάση, «με πολλή μανία … επέδραμαν σε καθημερινή βάση κατά των Τούρκων, προκαλώντας τους πολλές ζημιές» (con molta ferocia … corseggiauano ogni giorno, & portauano a Turchi molti danni). Στην δεύτερη παράγραφο της σ. 9 ο Minucci εξηγεί ότι «το πρώτο και διασημότερο οχυρό που επέλεξαν [ως βάση τους] οι Ουσκόκοι» (La prima & piu famosa piazza, che si eleggessero gli Vscochi) ήταν η Κλείσα (ιταλ. Clissa, κρ. Klis), «οχυρό που βρίσκεται πάνω από τον Ασπάλαθο (sopra Spalatro, i.e., κρ. Split) και απέχει λίγο από τα αρχαία ερείπια της Σάλωνος (antiche rouine di Salona, i.e., κρ. Solin), σε ερυμνότατη θέση (in sito fortissimo) επί μιας στενωπού/κλεισούρας (vn sentiero stretto) [μεταξύ των ορών Kozjak και Mosor] από την οποία διέρχεται το μοναδικό πέρασμα που από τα γειτονικά Όρη της Μορλάκας κατεβαίνει προς τη θάλασσα (dalle vicine montagne della Morlaca verso il mare).

Στα και γύρω από τα «Όρη της Μορλάκας» κατοικούσαν οι Μαυρόβλαχοι > Μορλάκοι, όρος που, όπως εξήγησα και σε παλαιότερη ανάρτηση, ενώ αρχικά (πριν το 1400) ενδεχομένως δήλωνε ένα ρωμανόφωνο πληθυσμό Βλάχων, τελικά κατέληξε να δηλώνει όλους τους (ως επί το πλείστον σλαβόφωνους) χριστιανούς υπηκόους της Οθωμανικής παραμεθορίου που συνόρευε με την ενετική Δαλματία και την Αψβουργική Κροατία (βλ. αυτόν εδώ τον χάρτη και παρακάτω την διάκριση ΔαλμάτεςΚροάτεςΜορλάκοι).

Στο υπόλοιπο της σ. 9 ο Minucci εξηγεί ότι, όσο οι Ουσκόκοι είχαν ως βάση τους την Κλείσα, άρχοντας του κάστρου ήταν ο κνέζος Petar Kružić (signor di Clissa Pietro Crosichio), ως φεουδατάριος του ουγγρικού στέμματος (come feudatario della corona d’Ongaria). Παρακάτω στη σ. 10 ο Ενετός αρχιεπίσκοπος εξηγεί ότι οι Τούρκοι το 1537 κατέκτησαν το οχυρό της Κλείσας (Turchi … ispugnatione di Clissa nell’anno 1537) και στη σ. 11 εξηγεί ότι «μετά την κατάκτηση της Κλείσας, οι Τούρκοι μπορούσαν πλέον ανενόχλητα να επιδράμουν σε όλη την Δαλματία και την Κροατία» (Venuta Clissa in mano de Turchi restò loro libero il passo per far correrie in tutta la Dalmatia, & Crouatia senza impedimento). Τότε οι Ουσκόκοι «μετανάστευσαν [βορειότερα] στην Σενία» (gl’ Vscochi … si ricouerarono in Segna) στην ακτή της Αψβουργικής Κροατίας, «σε έναν όρμο του Φλανατικού κόλπου (in un recesso del seno Flanatico) που σήμερα ονομάζεται παραφθαρμένα Κουάρναρο ή Κάρναρο, από τα όρη της Καρνίας (Quarnaro, o Carnaro da monti di Carnia)».

Οι αρχαίες λατινικές πηγές ονομάζουν τον κόλπο «Φλανατικό» (λατ. sinus Flanaticus) από το αρχαίο λατινικό όνομα Flanona της πόλης που βρίσκεται στην ανατολική ακτή της Ιστρίας, όνομα που επιβιώνει μέχρι σήμερα στα ιταλικά ως Fianona και στα κροατικά ως Plomin (< PSlav *Plomynъ < λατ. Flanona).

Έτσι, λοιπόν, οι Ουσκόκοι που ο Minucci περιγράφει ως «Δαλμάτες άνδρες» (gente Dalmatina) με πρώτο και διασημότερο οχυρό την (δαλματική) Κλείσα κατέληξαν «πρόσφυγες» βορειότερα με νέα βάση την Σενία (ιταλ. Segna, κρ. Senj) της Αψβουργικής Κροατίας, όπου οργανώθηκε η Κροατική στρατιωτικοποιημένη παραμεθόριος των Αψβούργων ως αμυντικό μέτρο κατά των Οθωμανών.

Θα συνεχίσω στην επόμενη ανάρτηση.

Leave a comment

Filed under πρώιμη νεωτερική εποχή, Εθνολογία, Ιστορία, Οθωμανική περίοδος

Leave a comment

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.