Το λεξικό λατινικών δανείων της Eleanor Dickey #3

Η σημερινή ανάρτηση συνεχίζει το θέμα των δύο προηγουμένων (#1, #2).

1. Αθησαύριστα δάνεια

Δυο λατινικά δάνεια που παρατήρησα ότι απουσιάζουν από το λεξικό της Dickey είναι τα scrōfa > σκρόφα και falx/falcem «δρεπάνι» > φαλκίδι[ον].

Στα διαδοχικά φαράγγια των Σιδηρών Πυλών του Δούναβη ο Στράβων αναφέρει ως «καταρ[ρ]άκτες» (αγγλ. Rapids) ένα τμήμα του ποταμού όπου η ροή του είναι ορμητική και θορυβώδης το οποίο κατανοεί ως το όριο που χωρίζει το άνω μέρος του ποταμού (Δανούιος) από το κάτω (Ἴστρος). Γύρω στο 100 μ.Χ. οι «καταρράκτες» αυτοί ήταν ήδη γνωστοί με το λατινικό όνομα Scrofulae «Σκροφούλες» (μια λατινική επιγραφή του ~90 μ.Χ. αναφέρει την επιδιόρθωση της εκεί «οδού των Σκροφουλών» (iter Scorfularum), ενώ η Tabula Peutingeriana σημειώνει τον οδικό σταθμό Ad Scrofulas κάπου μεταξύ του Βιμινακίου και της σημερινής Orșova).

[Στράβων, Γεωγραφικά, 7.3.13] Ῥεῖ δὲ δι᾽ αὐτῶν Μάρισος ποταμὸς εἰς τὸν Δανούιον, ᾧ τὰς παρασκευὰς ἀνεκόμιζον οἱ Ῥωμαῖοι τὰς πρὸς τὸν πόλεμον· καὶ γὰρ τοῦ ποταμοῦ τὰ μὲν ἄνω καὶ πρὸς ταῖς πηγαῖς μέρη μέχρι τῶν καταρακτῶν Δανούιον προσηγόρευον, ἃ μάλιστα διὰ τῶν Δακῶν φέρεται, τὰ δὲ κάτω μέχρι τοῦ Πόντου τὰ παρὰ τοὺς Γέτας καλοῦσιν Ἴστρον·

Στις Γλώσσες του Ησυχίου (~500 μ.Χ.) η αρχαία «ελληνικούρα» γρομφάς/γρόμφις «γηραιά γουρούνα» (ὗς παλαιά) εξηγείται πια ως σκρόφα (δεν ξέρω όμως αν πρόκειται για μεταγενέστερη προσθήκη στο λεξικό).

[Ησύχιος, Γλῶσσαι, Γ] γρομφάς· ὗς παλαιά, σκρόφα. vgASn ὁμοίως καὶ ἡ γρόμφις

Το λεξικό της Dickey στη σ. 433 περνάει από το λήμμα σκρίπτος στο λήμμα σκύτα χωρίς αναφορά του λήμματος σκρόφα.

Παρομοίως, στη σ. 478 η Dickey έχει το λήμμα του Ησυχίου «φάλκη· ὁ τῆς κόμης αὐχμός. ἢ νυκτερίς», το νομικό όρο φαλκίδιος/Φαλκίδιος (< Lex Falcidia) και το falcō/falcōnem > φαλκόνι «γεράκι», αλλά απουσιάζει το δάνειο falx/falcem «δρεπάνι, βατοκόφτης» > φαλκίδι[ον], ίσως επειδή δεν κατάφερε να το βρει σε κάποια αρχαία πηγή. Θυμίζω ότι η δρεπανοκυτταρική αναιμία στα ιταλικά λέγεται anemia falciforme («δρεπανοείδης»).

Θα βρείτε τον όρο φαλκίδι[ν] στο χωρίο 12.6.6 του Στρατηγικού του Μαυρικίου (περ. 600 μ.Χ.) που περιέχει μια λίστα με εργαλεία που πρέπει να υπάρχουν σε κάθε άμαξα:

Ο λατινικός όρος falx/falcem «δρεπάνι» στην ΑΒΡ (βλαχ. falcă ~ ρουμ. falcă) και την αλβανική (felqinë) απέκτησε τη σημασία «κάτω γνάθος, σαγόνι», εξαιτίας του δρεπανοειδούς/πεταλοειδούς σχήματος της κάτω γνάθου:

2. Πιθανά αντιδάνεια

Οι επόμενοι όροι που θα σχολιάσω είναι πιθανά αντιδάνεια τα οποία η μεσαιωνική ελληνική ενδεχομένως κληρονόμησε όχι άμεσα από την αρχαία ελληνική αλλά έμμεσα από τη λατινική. Οι δύο πρώτοι τέτοιοι όροι που θα σχολιάσω στην αρχαιοελληνική τους μορφή περιείχαν το φωνήεν «υ» που φυσιολογικά ιωτακίστηκε (/ü/>/i/) στη μεσαιωνική ελληνική. Η απάντηση του αρχαιοελληνικού φθόγγου «υ» ως νεοελληνικό «ου» στους όρους αυτούς θα μπορούσε να εξηγηθεί μεταξύ άλλων και ως αντιδανεισμός (αρχ. ελλ. > λατ. > νεοελλ.). Παραδείγματα:

αρχ. ελλ. τύφη > λατ. tūfa > νεοελλ. τούφα (~ βλαχ. tu ~ ρουμ. tu ~ αλβ. tu)

αρχ. ελλ. στύππη/στυππεῖον > λατ. stuppa > νεοελλ. στουπί (~ βλαχ. stu ~ ρουμ. stu ~ αλβ. shtu)

Εναλλακτικά, το νεοελληνικό «ου» μπορεί να εξηγηθεί ως μεταγενέστερη νεοελληνική τροπή /iP/>/uP/ (τροπή /i/>/u/ πριν από χειλικό σύμφωνο, λ.χ. σηπία > σουπιά, τρύπα > τρούπα) του άμεσα κληρονομημένου αρχαιοελληνικού όρου.

Τα επόμενα δύο παραδείγματα είναι νεοελληνικοί όροι απώτερης αρχαιοελληνικής καταγωγής, τα οποία όμως δείχνουν λατινικό τονισμό, κάτι που ίσως εξηγείται από το φαινόμενο του αντιδανεισμού.

Ο οξύτονος αρχαιοελληνικός όρος ἀμαυρός > μαυρός εξελίχθηκε στον παροξύτονο μεταγενέστερο όρο μαῦρος > μαύρος και η νεοελληνική παροξυτονία θυμίζει την λατινική παροξυτονία του δανείου ἀμαυρός > máùrus.

Παρομοίως, τα επίθετα σε -ικός είναι κατά κανόνα οξύτονα στην αρχαία αττικοϊωνική ελληνική και τη μεταγενέστερη λόγια ελληνική (λ.χ. παιδικός, τοπικός, λογικός, ιππικό(ς)), αλλά πάρα πολλά τέτοια παραδοσιακά δημώδη νεοελληνικά επίθετα είναι προπαροξύτονα κατά τους κανόνες του λατινικού τονισμού, λ.χ. κλαψιάρικος, ψαράδικο(ς), χωριάτικος, πολίτικος κλπ., όπως λ.χ. ἀρωματικός > arōmá:ticus, aqua > aquá:ticus κλπ.

Θα συνεχίσω στην επόμενη ανάρτηση.

35 Comments

Filed under ρωμανικές γλώσσες, Βαλκανικές γλώσσες, Γλωσσολογία, Ελληνική γλώσσα

35 responses to “Το λεξικό λατινικών δανείων της Eleanor Dickey #3

  1. Ιήτης

    Έχω βρει κάμποσα και εγώ αθησαύριστα στο λεξικό της Dickey. Από το LSJ π.χ. αντιγράφω στα γρήγορα το εξής (μεταφραστικό δάνειο, όπως φαίνεται):

    ἀκαθήκουσα διαθήκη, = Lat. inofficiosum testamentum, Just.Nov. 38.3 (pl.).

    Θα επανέλθω και με άλλα αθησαύριστα σε μελλοντικά σχόλια.

  2. Ιήτης

    Μια και για λατινικά δάνεια ο λόγος, θα ήθελα να σε ρωτήσω για έναν τύπο που απαντά τον 11ο αι. (και επομένως δεν περιελήφθη στο λεξικό της Dickey γιατί ξεπερνά τα χρονικά όρια αποθησαύρισης). Στον Κεκαυμένο λοιπόν (Στρατηγικόν 56,9), η προξενήτρα αναφέρεται ως “κουρκουσούρα”, λέξη που επιβιώνει σε μερικά νεοελληνικά ιδιώματα (αν και σε μερικά σημαίνει την κουτσομπόλα). Ο Κουκουλές ετυμολογεί σωστά από τη μετοχή μέλλοντα του concurro (concursura). Για τον ρωτακισμό στο ένρινο ξέρουμε κάτι;

    • Ιήτη, θα σου απαντήσω το πρωί.

    • Καλημέρα, Ιήτη. Ενδιαφέρον το κουρκουσούρα.

      Το concursura > κουρκουσούρα μπορεί να εξηγηθεί τόσο ως ρωτακισμός n>r (και απλοποίηση rs>s λόγω ρωτικής ανομοίωσης) όσο και ως περίπτωση απώλειας του /n/ και μετάθεσης του /r/, δλδ:

      υπόθεση #1: concursura > *κορκουρσούρα > κουρκουσούρα

      υπόθεση #2: concursura > *kokursura > κουρκουσούρα

      Τώρα για ρωτακισμό προσυμφωνικού ερρίνου (nC>rC) προς στιγμήν δεν μου έρχεται κάτι στο μυαλό. Το μόνο που θυμάμαι είναι το αντίστροφο φαινόμενο στα πλαίσια της ρωτικής ανομοίωσης, λ.χ.:

      *deru > *der-drew-on > *δέρδρεϝον > δένδρεον

      PIt *karkros > *kankros > λατ. cancer

      γράω > *γάργραινα > γάγγραινα

      • Ιήτης

        Σε ευχαριστώ, Σμερδαλέε, όπως πάντα κατατοπιστικότατος. Ιδού μια ακόμη απορία φωνολογικής φύσεως. Αντιγράφω από LSJ:

        γῠβερνήτης, ὁ, = κυβ-ερνήτης, PGrenf.1.49.21 (iii A. D.)

        Το γάμμα δεν μπορεί, νομίζω, να θεωρηθεί ως μακεδονισμός, καθώς σε τόσο ύστερη εποχή η Κοινή έχει σαρώσει τέτοια διαλεκτικά στοιχεία. Αναρωτιέμαι λοιπόν μήπως έχουμε την επίδραση του λατινικού gubernator. Το αν αυτό είναι κριτήριο συμπερίληψης στο λεξικό της Dickey, χωρά πολλή συζήτηση.

      • Πιστεύω ότι έχεις δίκαιο ότι τον 3ο μ.Χ. αι. δεν έχει νόημα η υπόθεση μακεδονικής επίδρασης και, συνεπώς, ότι η παραλλαγή γυβερνήτης εξηγείται καλύτερα ως επίδραση του λατινικού gubernator.

    • Dino o Πογρίτσενος

      “Ο Κουκουλές ετυμολογεί σωστά από τη μετοχή μέλλοντα του concurro”

      Τι είναι αυτό που κάνει την ετυμολογία αυτή σωστή; Μπορεί να κάνω λάθος, αλλά δε βλέπω πώς από τη μετοχή μέλλοντα του συγκεκριμένου ρήματος μπορεί να προήλθε η σημασία “προξενήτρα”.
      Στα βλάχικα υπάρχει το ενδιαφέρον λήμμα curcushor = αγγελιαφόρος, ταχυδρόμος, το οποίο φαίνεται να συνδέεται με το κουρκουσούρα = προξενήτρα του Κεκαυμένου. Πρβλ. αλβανικά lajmës = προξενητής < lajm = μαντάτο, νέο.
      Πάντως, η λέξη υπάρχει και στα διαλεκτικά αλβανικά: korkosur = φλύαρος, αυτός που έχει περιέργεια, korkosure = μάγισσα. Και στα ελληνικά ιδιώματα βρίσκουμε και τον τύπο κορκοσούρα πέρα από κουρκουσούρα.

      • Υπάρχει άραγε κάποια σχέση με τον όρο κουσκουσιάρης «κουτσομπόλης» που πετάει ο Ζήκος στο Της Κακομοίρας;

        [02:10-2] (αφού προηγουμένως έθαψε εκτενώς το αφεντικό του) Σταματάω γιατί δε μ’αρέσει και να κακολογώ
        [02:20-2] Μα τι με πέρασες, τώρα, κουσκουσιάρη;

      • Παραθέτω και το λατινικό ρηματικό ουσιαστικό σε -tus ~ -sus concurrō (IE *kors-) > concursus «κοσμοσυρροή, φασαρία», μήπως μας βοηθήσει, το οποίο έχει παρόμοια δομή και σημασία με το convenio «συνέρχομαι» > conventus «συνέλευση, συμφωνία» > κουβέντα.

      • Dino ο Πογρίτσενος

        Το κουσκουσιάρης προέρχεται σίγουρα από το κουσκούς/κουσκούσι = κουτσομπολιό (αλλά και ανακατωσούρα), το οποίο έχει ετυμολογηθεί από το γνωστό ζυμαρικό, https://www.greek-language.gr/greekLang/modern_greek/tools/lexica/triantafyllides/search.html?lq=%22%CE%BA%CE%BF%CF%85%CF%83%CE%BA%CE%BF%CF%8D%CF%82+1%22&dq=

        Από το κουσκούς/κουσκούσι βγαίνει και το κουσκουσούρης (ίδια σημασία με το κουσκουσιάρης), για το επίθημα πρβλ. ανακατωσούρης = ανακατωσιάρης. Πολύ πιθανό και τα κουρκουσούρης/κορκοσούρης (θηλυκώς κουρκουσούρα/κορκοσούρα) = κουτσομπόλης, φλύαρος να αποτελούν απλά παραλλαγές. Ίδια ετυμολογία πάντως έχουν σίγουρα και τα ιδιωματικά αλβανικά korkosur/korkosure και τα βλάχικα curcusuru = ανακατωσιάρης & curcusure = ανακάτωμα, κουτσομπολιό που καταγράφει ο Δασούλας.

        Άμα ισχύει ότι το κουρκουσούρης/κορκοσούρης είναι απλά παραλλαγή του κουσκουσούρης (και επομένως τούρκικα δάνεια), τότε το κουρκουσούρα = προξενήτρα του Κεκαυμένου δεν μπορεί να έχει την ίδια προέλευση. Με το κουρκουσούρα του Κεκαυμένου συνδέεται σχεδόν σίγουρα το βλάχικο λήμμα curcushor = αγγελιαφόρος, ταχυδρόμος που καταγράφει στο βλάχικο λεξικό του ο Cunea (curcushor = omlu tsi poartã cu el unã carti (un zbor, etc.) di la un om trã un altu om, στα αγγλικά courier, dispatch rider).

      • Dino ο Πογρίτσενος

        Θα μπορούσε μήπως το κουρκουσούρα του Κεκαυμένου να αποτελεί ιδιωματικό όρο της Βλαχίας (Θεσσαλίας) και να προέρχεται από βλάχικο τύπο *curcushoarã = θηλυκή μορφή του curcushor = αγγελιαφόρος, ταχυδρόμος (που δε γνωρίζω τι ετυμολογία έχει, αλλά μοιάζει λατινογενές).

      • Μπορεί, ποιος ξέρει;

      • Dino o Πογρίτσενος

        Βλέπω ότι τον όρο κουρκουσούρα τον χρησιμοποιεί και ο Πτωχοπρόδρομος (πρωτοκουρκουσούραι, με την έννοια “αρχικουτσομπόλες”) οπότε αποκλείεται η ετυμολογική σύνδεση μεταξύ κουρκουσούρη/κορκοσούρη και του τουρκογενούς κουσκουσούρη (αν και μπορεί να επέδρασε ο πρώτος στον δεύτερο). Και αποκλείεται και ο όρος να ήταν περιορισμένος στη Βλαχία (Θεσσαλία).

      • Παραμένει όμως ανοιχτή η υπόθεση κοινής λατινικής προέλευσης τόσο του βυζαντινού όρου όσο και του βλαχικού όρου για τον αγγελιο/αφόρο.

  3. Λεωνίδας

    Στο ιδίωμα της Μάκρης (Fethiye), ο σαλίγκαρος ονομάζεται ως καραβόλος, ο οποίος μου θυμίζει το ισπανικό caracol, το οξιτανικό caragol/cagarol, και το βενετσιάνικο caracollo. Στην Κύπρο είναι γνωστός και ως καραόλος. Γνωρίζει κανείς την κατανομή του εν λόγω ζωωνυμίου στους Ελληνόφωνους πληθυσμούς;

    Μάλλον πρόκειται για δυτική επίδραση μετά τις σταυροφορίες, αλλά αναρωτιέμαι εάν υπήρχε και στη δημώδη λατινική.

    • Καλημέρα, Λεωνίδα.

      Κάτσε να δούμε τι θα μας πουνε οι ίδριες για την κατανομή του καρα(β)όλος.

      Πάντως στο βικιλεξικό βλέπω ότι τόσο η γαλλική (caracole) όσο και η ιταλική (caracollo) έχουν δανειστεί τον όρο από την ισπανική. Συνεπώς, υποθέτω ότι η παλαιότερη (δημώδης λατινική;) ιστορία του όρου μάλλον πρέπει να αναζητηθεί στην Ιβηρική χερσόνησο.

      Κατά μία ετυμολογική υπόθεση, το ισπανικό caracol προέρχεται από το ελληνικό δάνειο κοχλίας > cochlea «σαλιγκάρι», μέσω ενός παραγώγου όπως το cochlear > κοχλιάριον > χ(ου)λιάρι «κουτάλι».

  4. Ιήτης

    Τρεις ακόμα ελλείψεις στο κατά τα άλλα εξαίρετο λεξικό της Dickey:

    1. κοξός (> ΝΕ κουτσός), από το μεσαιωνικό λατινικό coxus. Η λέξη απαντά στον Ρωμανό τον Μελωδό, στον οποίο συχνά παραπέμπει η Dickey για άλλες λατινογενείς λέξεις.

    2. Στη Στάση του Νίκα ακούστηκε το σύνθημα “τοῦ βίγκας” (= tu vincas). Βλ. Πασχάλιον Χρονικόν 624,19.

    3. Το υβριδικό ὁλόβηρον (Προκόπιος, Ανέκδοτα 25) σημαίνει την κόκκινη βαφή, έχει δε ως δεύτερο συνθετικό το verus. Για τη σημασία πρβ. και ἀληθινός (= κόκκινος) στον Μαλάλα (33,12).

  5. Dino o Πογρίτσενος

    Καλησπέρα! Και το συκωτόν > συκώτι μπορεί να είναι μεταφραστικό δάνειο από τα λατινικά ficatum ή έστω η επικράτηση του όρου μπορεί να οφείλεται σε επίδραση της λατινικής.
    Επίσης, η φρά(γ)ουλα μπορεί να είναι δάνειο από τη δημώδη λατινική *fragula και όχι από τα ιταλικά fragola

    • Γεια σου, Dino!

      Δεν ξέρω καλά τις αρχαιότερες απαντήσεις των όρων (ἧπαρ) συκωτόν ~ (iecur) fīcātum για να κρίνω ποιο αποτελεί μετάφραση του άλλου.

      Η φράουλα όντως μπορεί να είναι και παλαιότερο λατινικό δάνειο. Δυστυχώς πάλι δε γνωρίζω την παλαιότερη απάντηση του όρου, για να πω κάτι σιγουρότερο.

  6. Ιήτης

    μερικά αθησαύριστα με βάση την κατάληξη:

    παραδεισάριος
    βοηθοῦρα
    διαγραφάριος
    ἐνθηκάριος
    ἐντολικάριος

    • Τα πρώτα χρόνια στη Φερράρα έμαθα πως στα φερραρέζικα ο «μπακάλης» επιχωρίως λέγεται budgar και ότι η λέξη αυτή αντιστοιχεί στο πρότυπο (τοσκανικό) ιταλικό bottegaio «μαγαζάτορας, καταστηματάρχης».

      Χρόνια αργότερα κατάλαβα πως οι όροι bottegaio ~ budgar ανάγονται στο λατινικό apothēcārius «αποθηκάριος».

      Το επίθημα -ārius στη μεν τοσκανική/πρότυπη ιταλική έχασε το /r/ και έγινε -ārius > -arjo > -aio, στα δε αιμιλιανικά και ενετικά έχασε το /j/ (-arjo > -aro, πρβ. βεν. becaro = ιταλ. beccaio «χασάπης») και υπέστη αποκοπή (-aro > -ar).

    • Ιήτης

      για την κατάληξη πάλι, είναι και το “λᾰγωδάτον κοιμᾶσθαι” (ίσως θέλει περισπωμένη, btw)

  7. Ιήτης

    Αθησαυρίστων συνέχεια. Αντιγράφω από LSJ το εξής πιθανό δάνειο:
    σκᾶπος (σκάπος cod.)· κλάδος, καὶ ἄνεμος ποιός, Hsch.: cf. Lat. scapus.

    • Γεια σου, Ιήτη.
      Ο λατινικός όρος scāpus είναι ΙΕ συγγενής του αττικοϊωνικού σκῆπ-τρον και του αλβανικού shkop (με αλβ. *ā>o).

      Με τη γραφή σκᾶπος ο Ησύχιος μπορεί κάλλιστα να είχε στο μυαλό του τον λατινικό όρο (και όχι κάποιον μη αττικοϊωνικό ελληνικό συγγενήτου όρου σκῆπτρον).

  8. Ιήτης

    Το επιγραφικό ἐντουρίων μοιάζει λατινογενές, αλλά δεν ξέρουμε καν τι σημαίνει.

  9. Στους απόντες αθησαύριστους λατινικούς όρους προσθέτω και τα ὀλλάρια = χυτροπώλια του Αγαθία.

  10. Ιήτης

    Η μεγαλύτερη παράλειψη της Dickey είναι, νομίζω, ο Διοσκουρίδης. Στο “Περὶ ὕλης ἰατρικῆς” αποθησαυρίζονται πάνω από 300 λατινικές ονομασίες φυτών. Μια απλή αναζήτηση στο TLG είναι εξόχως διδακτική.

    • Γεια σου, Ιήτη. Πάντως στο λήμμα «κίκερ» αναφέρει και [μεταγενέστερες] προσθήκες (interpolations) στον Διοσκουρίδη (αν ερμηνεύω σωστά τη συντομογραφία Dsc) πέρα από τον Πλούταρχο.

Leave a comment

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.