Ο εθνοτικός λόγος

Σ΄αυτήν την ανάρτηση θα περιγράψω την έννοια του εθνοτικού λόγου (ethnic discourse) όπως τον χρησιμοποιεί η σχολή της Βιέννης του Walter Pohl.

1. Ο «λόγος» του Foucault

Ο Pohl δανείστηκε την έννοια του «λόγου» (discourse) από την θεωρία του φιλοσόφου Michel Foucault. Συνεπώς, όποιος θέλει να καταλάβει την ειδική έννοια του «εθνοτικού λόγου», πρέπει πρώτα να κατανοήσει την γενικότερη έννοια του «λόγου» του Foucault (για την απόδοση discourse > λόγος βλ. εδώ).

Σύμφωνα με ένα δημοφιλή ορισμό της κοινωνιολογίας, ο «λόγος» (discourse) είναι αυτό που εμποτίζει την (αντιλαμβανόμενη) πραγματικότητα με νόημα

In the humanities and social sciences, discourse describes a formal way of thinking that can be expressed through language. Discourse is a social boundary that defines what statements can be said about a topic. Many definitions of discourse are largely derived from the work of French philosopher Michel Foucault. In sociology, discourse is defined as “any practice (found in a wide range of forms) by which individuals imbue reality with meaning”.

Ο Foucault μελέτησε τον «λόγο» ως σύστημα αναπαράστασης (a system of representation), ως «σύνολο ισχυρισμών που παρέχουν την [προαπαιτούμενη] γλώσσα (i.e., ορολογία και εννοιολογικά εργαλεία) για να μιλήσουμε για κάτι σε μια δεδομένη ιστορική περίοδο» (a group of statements which provide a language for talking about -a way of representing the knowledge about- a particular topic at a particular historical moment). Αυτό που ενδιέφερε τον Foucault ήταν οι κανόνες και πρακτικές που παράγουν νοηματούχες δηλώσεις (the rules and practices that produced meaningful statements). Κατά τον Foucault, ο «λόγος» δομεί το πραγματευόμενο θέμα, ορίζει και παράγει τα αντικείμενα της γνώσης μας (Discourse, Foucault argues, constructs the topic. It defines and it produces the objects of our knowledge).

2. Εθνοτικός λόγος

Ο Walter Pohl δανείστηκε τον όρο «εθνοτικός λόγος» από την θεωρία περί «λόγου» του Foucault και εξηγεί ότι με τον όρο «εθνοτικός λόγος» εννοεί αυτό που ο Rogers Brubaker αποκάλεσε «εθνοτική κοινή λογική» (ethnic common sense). Σύμφωνα με τον Brubaker, αυτή η «εθνοτική κοινή λογική» δεν υπάρχει ανέκαθεν σε μια γεωγραφική περιοχή, αλλά προκύπτει κάποια στιγμή υπό ορισμένες ιστορικοκοινωνικές συνθήκες και η εμφάνισή της είναι κάτι που πρέπει επίσης να εξηγηθεί.

Πάντοτε σύμφωνα με τον Pohl, «η εθνοτική ταυτότητα δημιουργείται με την κατά συρροή επανάληψη ρουτίνας προσδιορισμών σύμφωνα με τον τρέχοντα εθνοτικό λόγο μιας κοινωνίας» (Ethnic identity is thus created by serial and routinized identifications according to the pattern or discourse of ethnicity current in the respective society).

Με άλλα λόγια, οι εθνοτικές ομάδες προκύπτουν όταν, μέσα από την «επανάληψη ρουτίνας» του, ένα συγκεκριμένο είδος εθνοτικού λόγου γίνεται μέρος της κοινωνικής πραγματικότητας (social reality) μιας περιοχής.

Τι είναι όμως η κοινωνική πραγματικότητα;

Την απάντηση δίνει ο Michael A.K. Halliday στις παρακάτω σελίδες (σσ. 1-2):

[σ.2] […] to the social reality that is encoded in language

[…] στην κοινωνική πραγματικότητα που κωδικοποιείται στη γλώσσα

[σ. 2] A social reality (or ‘culture’) is itself an edifice of meaningsa semiotic construct.

Η [εκάστοτε] κοινωνική πραγματικότητα (ή «κουλτούρα») είναι ένα οικοδόμημα νοημάτωνένα σημειωτικό κατασκεύασμα.

Αυτό το «οικοδόμημα νοημάτων» που ονομάζουμε «κοινωνική πραγματικότητα», όπου το κάθε νόημα έχει μια σχετική θέση ως προς τα υπόλοιπα νοήματα, χρειάζεται ένα αρχικό σκελετό γενικών/βασικών εννοιών, με τις οποίες μπορούν να οριστούν νέες έννοιες και να εμπλουτιστεί σταδιακά το οικοδόμημα παράγοντας έτσι νέα γνώση. Ο «λόγος» (discourse) του Foucault παρέχει αυτό το βασικό εννοιολογικό σύστημα.

Για να δούμε μερικά τέτοια παραδείγματα ρουτινικής επανάληψης εθνοτικού λόγου και κοινωνικής πραγματικότητας που κωδικοποιείται με τη γλώσσα.

Σε παλαιότερη ανάρτηση παρουσίασα ένα έγγραφο του 1336 από την επισκοπή Σταγών (σημ. Καλαμπάκα) όπου οι εγχώριοι «ιερωμένοι και λαϊκοί» αυτοπροσδιορίζονται ως «Βλάχοι, Βούλγαροι και Αρβανίτες» (Βλάχους τε καὶ Βουλγάρους καὶ Ἀλβανίτας).

Οι εγχώριοι αυτοί ήταν ομόχθονες, ομόθρησκοι και υπήκοοι της ίδιας πολιτικής αρχής αλλά -παραταύτα- αλληλοδιακρίνονται σε «Βλάχους», «Βούλγαρους» και «Αλβανίτες». Οι συλλογικές κατηγορίες «Βλάχοι», «Βούλγαροι» και «Αλβανίτες» νοούνται ως ομόλογες και αλληλοαποκλειόμενες κατηγορίες που δεν έχουν να κάνουν με τον τόπο κατοικίας, την θρησκεία και την πολιτική υπηκοότητα των μελών τους (χαρακτηριστικά που είναι κοινά και στις τρεις ομάδες του εγγράφου), αλλά έχουν να κάνουν με τις πεποιθήσεις περί εθνοτικής καταγωγής των ανθρώπων αυτών.

Σύμφωνα με τον Shaye J. D. Cohen:

Any ethnic group that gives itself a name is implicitly or explicitly naming itself in opposition to some other named group, claiming that its members are not the members of some other group, and asserting that members constitute an “us” versus the members of the other groups who constitute a “them.”

Μετάφραση: Κάθε εθνοτική ομάδα (εθνότητα) που απονέμει στον εαυτό της ένα [συλλογικό] εθνώνυμο ρητά ή υπαινικτικά αυτοπροσδιορίζεται σε αντιδιαστολή με μία άλλη [ομόλογη] επώνυμη ομάδα, ισχυριζόμενη ότι τα μέλη της δεν είναι μέλη κάποιας άλλης [ομόλογης] ομάδας και ότι [τα μέλη της] συνιστούν ένα «εμείς» σε αντιδιαστολή με τα μέλη των άλλων ομάδων που αποτελούν «αυτούς».

Αφού παρακάτω εξηγεί ότι το βασικό στην εθνοτικότητα είναι οι πεποιθήσεις και αντιλήψεις περί καταγωγής των μελών των διαφόρων εθνοτήτων, ο Cohen επιπρόσθετα εξηγεί γιατί ο γενετικός έλεγχος του DNA δεν έχει τίποτε να συνεισφέρει στην έννοια της εθνοτικότητας που ανήκει στο χώρο της κοινωνικής πραγματικότητας με την παρακάτω φράση που τονίζει την διαφορά μεταξύ της εθνοτικής ομάδας και της ταξονομικά μονοφυλετικής τάξης των τρωκτικών:

the crucial difference between them being that [monophyletic] rodents descend from a single remote ancestor but don’t know it, whereas members of an ethnic group suppose they descend from a single remote ancestor even though they don’t.

Μετάφραση: Η σημαντική διαφορά είναι ότι τα [μονοφυλετικά] τρωκτικά κατάγονται από έναν κοινό πρόγονο, αλλά δεν έχουν επίγνωση [της κοινής τους καταγωγής], ενώ τα μέλη μιας εθνοτικής ομάδας έχουν την πεποίθηση ότι κατάγονται από ένα κοινό πρόγονο (κοινωνική πραγματικότητα) ακόμα κι αν η καταγωγή αυτή δεν ισχύει [στο χώρο της βιολογικής/γενετικής πραγματικότητας].

Σύμφωνα με προρρηθέντα χωρία του Cohen, στο έγγραφο των Σταγών του 1336 βλέπουμε:

  • ανθρώπους που αυτοπροσδιορίζονται «Βλάχοι», σε ένα πλαίσιο όπου ο αυτοπροσδιορισμός «Βλάχοι» σημαίνει «όχι Βούλγαροι» και «όχι Αλβανίτες».
  • ανθρώπους που αυτοπροσδιορίζονται «Βούλγαροι», σε ένα πλαίσιο όπου ο αυτοπροσδιορισμός «Βούλγαροι» σημαίνει «όχι Βλάχοι» και «όχι Αλβανίτες».
  • ανθρώπους που αυτοπροσδιορίζονται «Αλβανίτες» σε ένα πλαίσιος όπυο ο αυτοπροσδιορισμός «Αλβανίτες» σημαίνει «όχι Βλάχοι» και «όχι Βούλγαροι».

Ποιο είναι το εννοιολογικό σύστημα με το οποίο ο εθνοτικός λόγος εμποτίζει με νόημα στην έννοια της εθνοτικότητας;

Σύμφωνα πάντοτε με τον Pohl, οι «πρώτες ύλες» του πρώιμου μεσαιωνικού εθνοτικού λόγου (στην δυτική Ευρώπη στην οποία περιόρισε τη μελέτη του) ήταν η κλασική εθνογραφία και η βιβλική οντολογία.

Παραθέτω ως παράδειγμα το σχολιασμό του Ισιδώρου της Σεβίλλης (θ. 636) για την συλλογική έννοια του gens («έθνος/γένος»).

Στο 9ο βιβλίο των Ετυμολογιών του ο Ισίδωρος πραγματεύεται το θέμα της διαφορετικότητας των «εθνών/γενών» (gentes) και των γλωσσών τους (linguae).

Εξηγεί την γλωσσική ποικιλότητα (diversitas linguae) της οικουμένης με τον βιβλικό μύθο του Πύργου της Βαβέλ. Στην αρχή όλα τα «έθνη» μιλούσαν μία κοινή γλώσσα, την εβραϊκή (una omnium nationum lingua fuit, quae Hebrae vocatur), αλλά, μόλις ο θεός προκάλεσε γλωσσική «σύγχυση» στους χτίστες του πύργου, προέκυψαν πολλές γλώσσες. Σε πρώτη φάση τα «έθνη/γένη» ήταν όσα και οι γλώσσες (Initio autem quot gentes, tot linguae fuerunt) αλλά, με το πέρασμα του χρόνου, τα έθνη έγιναν περισσότερα από τις γλώσσες, γιατί από την ίδια γλώσσα προέκυψαν πολλά έθνη (deinde plures gentes quam linguae; quia ex una lingua multae sunt gentes exortae).

[Ετυμολογίες, 9.1.1-2] . DE LINGVIS GENTIVM. [1] Linguarum diversitas exorta est in aedificatione turris post diluvium. Nam priusquam superbia turris illius in diversos signorum sonos humanam divideret societatem, una omnium nationum lingua fuit, quae Hebrae vocatur; quam Patriarchae et Prophetae usi sunt non solum in sermonibus suis, verum etiam in litteris sacris. Initio autem quot gentes, tot linguae fuerunt, deinde plures gentes quam linguae; quia ex una lingua multae sunt gentes exortae.

Ως εδώ ο Ισίδωρος έχει εισάγει την έννοια του ιδιαίτερου «έθνους/γένους» (gens/natio) και έχει συνδέσει την έννοια αυτή με την έννοια της ομογλωσσίας: το μέλη ενός «έθνους/γένους» μιλάνε την ίδια γλώσσα η οποία μπορεί να είναι ίδια ή διαφορετική με την γλώσσα ενός άλλου «έθνους/γένους».

Στην επόμενη παράγραφο ο Ισίδωρος παρέχει ένα ορισμό της έννοιας gens όπου τονίζει την κοινή καταγωγή των μελών του: Το «έθνος» (gens) είναι πληθυσμός (multitudo) που χαρακτηρίζεται από κοινή καταγωγή (ab uno principio orta) και διαφέρει από ένα άλλο «γένος» (alia natione) επειδή διαθέτει μια ιδιαίτερη συλλογή χαρακτηριστικών (propriam collectionem distincta).

[Ετυμολογίες, 9.2.1] II. DE GENTIVM VOCABVLIS. [1] Gens est multitudo ab uno principio orta, sive ab alia natione secundum propriam collectionem distincta, ut Graeciae, Asiae. Hinc et gentilitas dicitur. Gens autem appellata propter generationes familiarum, id est a gignendo, sicut natio a nascendo. 

Στην ίδια παράγραφο ο Ισίδωρος παραθέτει την βιβλική γενεαλογία των απογόνων των τριών γιων του Νώε, Σημ, Χαμ και Ιάφεθ. Για τους λαούς που θεωρούνταν απόγονοι του Ιάφεθ (tribus filiorum Iafeth, gentes de stirpe Iaphet) λ.χ. γράφει ότι κατοικούν από την οροσειρά του Ταύρου μέχρι τη νήσο της Βρετανίας και περιλαμβάνουν μεταξύ άλλων λ.χ. τους Θράκες που είναι απόγονοι του γιου του Ιάφεθ, Θείρα (Thiras, ex quo Thraces). Παρακάτω προσθέτει ως ιδιαίτερο γνώρισμα των Θρακών το ότι θεωρούνταν «το αγριώτερο όλων των εθνών» (Saevissimi enim omnium gentium fuerunt).

[9.2.25-37] Item tribus filiorum Iafeth. [26] Filii igitur Iaphet septem nominantur: Gomer, ex quo Galatae, id est Galli. [27] Magog, a quo arbitrantur Scythas et Gothos traxisse originem. [28] Madai, a quo Medos existere putant. [29] Iavan, a quo Iones, qui et Graeci. Vnde et mare Ionium. Thubal, a quo Iberi, qui et Hispani; licet quidam ex eo et Italos suspicentur. [30] Mosoch, ex quo Cappadoces. Vnde et urbs apud eos usque hodie Mazaca dicitur. [31] Thiras, ex quo Thraces; quorum non satis inmutatum vocabulum est, quasi Tiraces. [32] Filii Gomer, nepotes Iaphet. Aschanaz, a quo Sarmatae, quos Graeci Rheginos vocant. [33] Riphath, a quo Paphlagones. Gotorna, a quo sunt Phryges. [34] Filii Iavan Elisa, a quibus Graeci Elisaei, qui vocantur Aeolides. Vnde et lingua quinta Graece AIOLIS appellatur. [35] Tharsis, a quo Cilices, ut Iosephus arbitratur. Vnde et metropolis civitas eorum Tharsus dicitur. [36] Cethim, a quo Citii, id est Cyprii, a quibus hodieque urbs Citium nominatur. [37] Dodanim, a quo Rhodii. Haec sunt gentes de stirpe Iaphet, quae a Tauro monte ad aquilonem mediam partem Asiae et omnem Europam usque ad Oceanum Brittanicum possident, nomina et locis et gentibus relinquentes; de quibus postea inmutata sunt plurima, cetera permanent ut fuerunt.

[82] Thraces ex filio Iaphet, qui vocatus est Thiras, et orti et cognominati, ut superius dictum est, perhibentur; licet gentiles eos ex moribus ita dictos existimant, quod sint truces. Saevissimi enim omnium gentium fuerunt.

[Ιώσηπος, Ιουδαϊκή Αρχαιολογία, 1.125] Θείρης δὲ Θείρας μὲν ἐκάλεσεν ὧν ἦρξεν, Ἕλληνες δὲ Θρᾷκας αὐτοὺς μετωνόμασαν.

Τέτοια χωρία σιγά σιγά κατά το μεσαίωνα (με διαφορετικές χρονικές αφετερίες και διαφορετικούς ρυθμούς εξέλιξης) δόμησαν ένα εννοιολογικό σύστημαεθνοτικός λόγος = ethnic discourse– που επέτρεψε τη νόηση, αντίληψη και περιγραφή των διαφόρων λαών ως διακριτά «έθνη/γένη» (gentes/nationes) που διέφεραν μεταξύ τους σε [ιδεατή] «καταγωγή» και «πάτρια» κουλτούρα (γλώσσα, θρησκεία, έθιμα, χαρακτήρας κλπ).

Έτσι λ.χ. από τα gentes που κατάγονται από τους γιους του Νώε του Ισιδώρου (Βησιγοτθική Ισπανία, 7ος μ.Χ. αι.), ο εθνοτικός αυτός λόγος επέτρεψε τη συγγραφή στην Ουγγαρία του 13ου αιώνα του Gesta Hungarorum, όπου ο ανώνυμος συγγραφέας περιγράφει την [σε μεγάλο βαθμό επινοημένη/εμπλουτισμένη] εθνοϊστορία του Gens Hungarorum που περιγράφει ως «ισχυρότατο και δυνατότατο στα έργα του πολέμου».

[Gesta Hungarorum, 6. De electione almi ducis] Gens itaque hungarorum fortissima et bellorum laboribus potentissima

Στην εθνοϊστορία αυτή ο ανώνυμος συγγραφέας περιγράφει (συχνά μεταφέροντας αναχρονιστικά πίσω στην εποχή της ουγγρικής μετανάστευσης) ένα σωρό άλλους λαούς που ζούσαν είτε εντός είτε γύρω από το βασίλειο της Ουγγαρίας. Ένας από αυτούς τους λαούς είναι οι «Ρουθηνοί» (Ρως) του Ουγγρικού βασιλείου που αποτελούν το θέμα του παρακάτω πρόσφατου βιβλίου:

Myroslav Voloshchuk, Ruthenians (The Rus’) in the Kindgom of Hungary (11th to mid-14th century), Brill 2021

Ενώ στην πραγματικότητα η ρουθηνική αυτή διασπορική κοινότητα προέκυψε μετά τον 11° αιώνα (και κυρίως τον 13°), ο Ανώνυμος συγγραφέας των GH παρουσιάζει αναχρονιστικά τους Ρουθηνούς της εποχής του ως «απογονή» (posteritas = σύνολο απογόνων) «Ρουθηνών» των τελών του 9ου αιώνα που ακολούθησαν τους Ούγγρους κατά τη μετανάστευσή τους στην Παννονία:

[GH, De Rutenia, De VII ducibus Cumanorum] Similiter etiam multi de ruthenis almo duci adherentes, secum in panoniam uenerunt, quorum posteritas usque in hodiernum diem per diuersa loca in Hungaria habitat.

«Πολλοί Ρουθηνοί» (multi de ruthenis) ακολούθησαν τους Ούγγρους στην Παννονία (in panoniam uenerunt), των οποίων η «απογονή» (quorum posteritas) μέχρι σήμερα κατοικεί σε διάφορα μέρη της Ουγγαρίας.

Σε ποιο πεζά και γραφειοκρατικά λατινικά έγγραφα του βασιλείου της Ουγγαρίας, οι «απόγονοι» αυτοί περιγράφονται ως «γένει Ρουθηνοί» (genere Ruthenos), έχουν τα δικά τους «ρουθηνικά νεκροταφεία» (sepultura Ruthenorum) και κατοικούσαν σε μέρη τα οποία οι Ούγγροι ονομάτισαν με το εξωνύμιο Orosz «Ρως» (λ.χ. Oroszvár = Ρωσόκαστρο).

Με παρόμοιο πεζό και γραφειοκρατικό τρόπο η ενετική σινιορία σε έγγραφο του 1402 προσκαλεί στην Εύβοια (Νεγροπόντε) ως εποίκους-στρατιώτες «τους Αλβανίτες ή κάποιο άλλο ιππόσυνο έθνος/γένος» για την υπεράσπιση του νησιού (ad defensionem Insulam):

[Σάθας, ΜΕΙ2, σσ. 79-80, έγγραφο #298, έτος 1402]

(γγ. 21-2) Albanensis, vel alia gens, qui non sint nostri subditi

(γγ. 26-7) tales Albanenses et alia gens equestris

(γγ. 29-30) equitare et ire ad defensionem Insulam

(σ. 80, γγ. 1-2) dictis Albanensibus, et aliis equestribus venientibus habitatum in insula predicta

λατ. equester = ελλ. ἱππόσυνος = που διαθέτει ἱπποσύνη (εμπειρία εφίππου πολέμου)

4 Comments

Filed under Εθνολογία, Ιστορία, Μεσαίωνας

4 responses to “Ο εθνοτικός λόγος

  1. Τον Michael Halliday τον κάναμε στην κοινωνιογλωσσολογία. Είναι αυτός που μιλάει για τις τρεις μετα-λειτουργίες της γλώσσας: την αναπαραστατική, τη διαπροσωπική και την κειμενική.

Leave a comment

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.