H ουσιοκρατία: de uno sanguine et de uno osse sumus

Στην σημερινή ανάρτηση θα περιγράψω την έννοια της ουσιοκρατίας (essentialism) στην μελέτη της εθνοτικότητας (ethnicity) ξεκινώντας με ένα παράδειγμα ουσιοκρατικής ρητορικής του Αγίου Βονιφατίου.

Ο Αγγλοσάξονας  Άγιος Βονιφάτιος (c. 675 – 754, αγγλ. Saint Boniface, κατά κόσμον Winfriþ = «Φιλειρηνικός» ~ «Ειρηναίος») σήμερα τιμάται ως πολιούχος άγιος της Γερμανίας και «Απόστολος των Γερμανών» επειδή ήταν ηγετική μορφή της Αγγλο-Σαξονικής ιεραποστολής πρώτα στην παράλια Φρισία και κατόπιν στην μεσόγαια Σαξονία. Σε μια επιστολή που έστειλε «προς πάντες της φυλής και γενεάς των Άγγλων», δηλαδή το γένος από το οποίο κατάγονταν και ο ίδιος (omnibus … de stirpe et prosapia Anglorum procreatis eiusdem generis vernaculus), o «Βονιφάτιος γνωστός και ως Ουινφρέδος» (Bonifacius qui et Uuynfrethus) ζητά από τους ομοφύλους του να προσευχηθούν για την τελεσφόρηση της ιεραποστολής, ώστε να εισακούσει τις προσευχές τους ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός και να στρέψει τις καρδιές των παγανών Σαξόνων στην Καθολική πίστη (convertat ad Catholicam fidem corda paganorum Saxonum). Για να αυξήσει τον πόθο των Αγγλοσαξόνων κατά την προσευχή τους, ο Βονιφάτιος προσθέτει «Λυπηθείτε τους! Αυτοί [οι κακομοίρηδες, όταν τους λέω πως είμαι Αγγλοσάξονας,] συχνά μου λένε: «[Oι δύο λαοί] είμαστε φτιαγμένοι απ΄το ίδιο αίμα και οστό!» (et ipsi solent dicere: ‘De uno sanguine et de uno osse sumus‘).

Η επιστολή στα λατινικά (εδώ, σσ. 74-5):

Η αγγλική της μετάφραση (εδώ, σσ. 74-5):

Στην επιστολή αυτή βλέπουμε τον Βονιφάτιο να επικαλείται την κοινή «φύση» Σαξόνων και Αγγλοσαξόνων για να προκαλέσει το ενδιαφέρον των Αγγλοσαξόνων για την τύχη των Σαξόνων «ομοφυών» τους. Η επίκληση της (ιδεατής/επινοητής/νοερής) κοινής φύσης και συγγένειας (putative/fictive kinship) γίνεται με την επίκληση κοινών σωματικών/βιολογικών συστατικών, όπως το αίμα και το οστό. Από τις δύο αυτές ουσίες, το αίμα είναι με διαφορά η συνηθέστερη που εμφανίζεται σε επικλήσεις συγγένειας. Οι συγγενείς συχνά περιγράφονται στην ελληνορωμαϊκή γραμματεία ως ὅμαιμοι/ὁμαίμιοι/ὁμαίμονες/consanguinei, στην Οδύσσεια οι στενοί συγγενείς ενός ανθρώπου περιγράφονται ως «αίμα και γένος του» (Οδ. 8.853: κήδιστοι τελέθουσι μεθ’ αἷμά τε καὶ γένος αὐτῶν), στον ορισμό του Ελληνικού έθνους του Ηροδότου (8.144.2) η έννοια της κοινής καταγωγής (συγγένεια) εκφράζεται ως το «ὅμαιμον», ενώ η σύγχρονη παροιμία «το αίμα νερό δεν γίνεται» (και η αγγλική αντίστοιχη blood is thicker than water) χρησιμοποιείται για να περιγράψει τον άγραφο νόμο της συγγενικής αλληλεγγύης.

Στο βραβευμένο βιβλίο του Jonathan M. Hall Ethnic Identity in Greek Antiquity (Cambridge 1997) διαβάζουμε:

[σ. 7] Consanguinity refers to a notion of kinship that uses blood as a metaphor. Again this is to be found in antiquity: Homer uses the word ‘blood’ (haima) to express kin relationships, and Herodotos enumerates blood as one of the criteria of Hellenic identity. For the romantics, blood symbolised the ‘natural essence’ of life; but it is this image of an essence that has led to some dangerous associations, because one of the qualities of an essence is its purity. Pure, ‘unsullied’ blood is blood that had been ‘uncontaminated’ by another type of blood -that is, blood of a different ethnic origin. Before the construction of the field of genetics, it was the image of blood as essence that lay behind the concept of ‘racial purity’ and permeated so much of nineteenth-century thought not only in Germany, but also in Britain in the work of people like Carlyle or Matthew Arnold.

Η ομαιμοσύνη είναι η επίκληση συγγένειας που χρησιμοποιεί το αίμα ως μεταφορά. Τέτοιες επικλήσεις συναντούμε ήδη στην αρχαιότητα: ο Όμηρος χρησιμοποιεί τον όρο αἷμα για την δήλωση συγγένειας, και ο Ηρόδοτος απαριθμεί το αίμα ως ένα από τα κριτήρια της ελληνικής ταυτότητας. Για τους ρομαντικούς, το αίμα συμβόλιζε την «φυσική ουσία» της ζωής· Όμως αυτή η ιδέα ουσίας οδήγησε σε μερικές επικίνδυνες συσχετίσεις, γιατί μια από τις ιδιότητες της ουσίας είναι η καθαρότητά της. Καθαρό, «αμίαντο» αίμα είναι το αίμα που έχει παραμείνει «αμόλυντο» από άλλο είδος αίματος -δηλαδή, από αίμα διαφορετικής εθνοτικής καταγωγής. Πριν από την εμφάνιση της γενετικής, η ιδέα του αίματος ως ουσίας συντηρούσε την έννοια της «φυλετικής καθαρότητας» και απασχόλησε ευρέως την σκέψη του 19ου αιώνα, όχι μόνο στην Γερμανία, αλλά και στην Βρετανία σε συγγράμματα ανθρώπων όπως ο Carlyle και ο Matthew Arnold.

Η αναγωγή των διαπληθυσμιακών σχέσεων σε ομοιότητες ή διαφορές κάποιας πρωτογενούς και αμετάβλητης «φύσης» ή «ουσίας», ονομάζεται ουσιοκρατία (essentialism). Σύμφωνα με τον Michael Herzfeld (1998),

The distinctive mark of essentialism, by constrast, lies in its suppression of temporality: it assumes or attributes an unchanging, primordial ontology to what are the historically contingent products of human or other forms of agency. It is thus also a denial of the relevance of agency itself.

Το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό της ουσιοκρατίας, αντιθέτως, έγκειται στην αναίρεση της προσκαιρότητας: υποθέτει ή απονέμει μια αμετάβλητη, πρωτογενή οντολογία σε πράγματα που είναι ιστορικώς δυνητικά προϊόντα της ανθρώπινης ή άλλης ενέργειας. Με αυτόν τον τρόπο, [η ουσιοκρατία] είναι μια άρνηση της σημασίας της ενέργειας (ως αίτιο που παράγει αποτέλεσμα).

Με απλούστερα λόγια, ενώ η διαδικασία διαμόρφωσης και επιλογής ταυτοτήτων χαρακτηρίζεται από ιστορική δυνητικότητα (historical contingency), δηλαδή είναι μια διαδικασία που αποτελείται από μια αλληλουχία βημάτων, κάποια από τα οποία είναι ιστορικά σταυροδρόμια όπου η επιλογή του δρόμου δεν ήταν ούτε τελεολογικά «φυσική», ούτε προβλέψιμη, ούτε προκαθορισμένη πριν από την διάβαση. Το ουσιοκρατικό αφήγημα αφαιρεί την ιστορική δυνητικότητα και παρουσιάζει την ταυτότητα που ευνοεί ως μόνιμη, διηνεκή, φυσική, προκαθορισμένη και ανεξάρτητη των ιστορικών συνθηκών.

Leave a comment

Filed under Εθνολογία

Leave a comment

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.