Οι ΙΕ αόριστοι

Σε αυτήν την ανάρτηση αρχικά θα περιγράψω τους διάφορους τύπους αορίστου που μπορούμε να αναδομήσουμε για την Ύστερη ΠΙΕ και, στη συνέχεια, θα περιγράψω τα είδη αορίστου που απαντούν στους διάφορους θυγατρικούς κλάδους.

Τα είδη αορίστου που μπορούμε να αναδομήσουμε ανήκουν στο λεγόμενο ρηματικό σύστημα των Cowgill-Rix, δηλαδή στο ρηματικό σύστημα της Ύστερης ΠΙΕ. Το ρηματικό σύστημα Cowgill-Rix (CRV = Cowgill-Rix Verb) εξηγεί ικανοποιητικά τα ρηματικά συστήματα μόνο των ύστερων (μετατοχαρικών) θυγατρικών κλάδων. Το ρηματικό σύστημα του Τοχαρικού κλάδου ήδη εμφανίζει αρκετές «ανωμαλίες» που δεν μπορούν να εξηγηθούν από το CRV, ενώ ο ακόμα παλαιότερος Ανατολιακός κλάδος (ο ΙΕ «δεινόσαυρος») έχει ένα αρχαϊκότατο ρηματικό σύστημα που είναι ως επί το πλείστον ασυμβίβαστο με το CRV (δεν έχει θεματική κλίση του τύπου *bher-oh2 > φέρ-ω, δεν έχει ίχνη της υποτακτικής και της ευκτικής που μπορούμε να αναδομήσουμε για την Ύστερη ΠΙΕ, δεν έχει ίχνη του αναδομημένου παρακείμενου, ούτε εμφανίζει κάποιο από τα αναδομημένα είδη αορίστου).

Παραθέτω ένα φυλογενετικό διάγραμμα των ΙΕ γλωσσών από το βιβλίο του Don Ringe για την πρωτογερμανική γλώσσα. Νομίζω είναι αναπόφευκτη η παρατήρηση ότι οι ύστεροι θυγατρικοί κλάδοι που εμφανίζουν το CRV είναι αυτοί που συμμετέχουν στο ΙΕ λεξιλόγιο της τροχοζωήλατης μεταφοράς (#1, #2).

Cowgill-Rix

Εντός της Ύστερης ΠΙΕ η διαίρεση ανάμεσα σε έναν Ιταλο-Κελτικό κλάδο και έναν «κεντρικό» (όπως τον ονομάζει δοκιμαστικά ο Ringe) κλάδο που περιέχει όλους τους άλλους Ύστερους θυγατρικούς κλάδους (Ελληνο-Άριες γλώσσες [Ελληνική, Ινδο-Ιρανικός κλάδος, Αρμενική και Φρυγική] και λοιποί κλάδοι [Γερμανικός, Βαλτο-Σλαβικός, Αλβανική]) φαίνεται να δικαιολογείται από δύο μορφολογικά κριτήρια:

  1. ο «κεντρικός» κλάδος καινοτόμησε με την αντικατάσταση το μεσοπαθητικού δείκτη *-r > *-y, ενώ ο Ιταλο-Κελτικός διατήρησε τον παλαιό δείκτη *-r που απαντά και στους παλαιότερους κλάδους (λ.χ. ελλην. ἕπομαι ~ σανσκ. sácate [< sácatay] vs. λατ. sequor). Η Φρυγική, περιέργως, μάλλον φαίνεται να είχε *-r (λ.χ. αδδακετορ, αββερετορ ~ adfertur vs. φέρεται), αλλά αυτό μπορεί να οφείλεται σε υποστρωματική Ανατολιακή επίδραση.
  2. ο Ιταλο-Κελτικός κλάδος χαρακτηρίζεται από το καινοτομικό (και παράξενο) επίθημα γενικής ενικού *-ī των θεματικών ονομάτων σε *-os, ενώ ο κεντρικός έχει διάφορα επιθήματα, λ.χ. Ελληνικό, Ινδο-Ιρανικό και μάλλον πρωτογερμανικό *-osyo και βαλτο-σλαβικό *-ā (λ.χ. ελλην. λύκ-οιο (> λύκοο > λύκου) ~ σανσκ. vṛk-asya , λιθ. vilk-o ~ OCS vlĭk-vs. λατ. lup-ī ~ PCelt *ulkw-ī > *uylki > Ιρλ. oilc). Η αρχαϊκή Λατινική εμφανίζει ίχνη της γενικής σε *-osyo, αλλά στην κλασική γλώσσα εμφανίζεται μόνο η γενική σε *-ī (λ.χ. η επιγραφή των αρχών του 5ου π.Χ. αι. που είναι γνωστή ως Lapis Satricanus δείχνει την γενική POPLIOSIO VΑLESIOSIO = «του Πουβλίου Βαλεζίου/Βαλερίου», αντί για την κλασική λατινική γενική Pūbliī Valeriī, ονομαστική Pūblius Valerius/Valezius).

Πάντοτε από το ίδιο βιβλίο του Ringe (σλδ 32,43):

Ita-Celt

Αφού ξεκαθάρισα ότι οι αναδομημένοι τύποι αορίστου που θα περιγράψω είναι «μετατοχαρικοί», πρέπει τώρα να πω μερικά λόγια για το «ποιόν ενέργειας» (verbal aspect). Η παλαιότερη ΠΙΕ δεν είχε ρηματικούς τύπους για τους διάφορους «χρόνους» (tenses), αλλά για το κάθε «ποιόν». Οι βασικές διακρίσεις ήταν ανάμεσα σε (κατα)στατική (stative) και δυναμική/διαδικαστική (dynamic/eventive) ρηματική δράση, με την τελευταία να διαιρείται περαιτέρω σε συντελεσμένη (perfective) και ασυντέλεστη (imperfective). Το ρήμα «γνωρίζω» είναι (κατα)στατικό μιας και δηλώνει την κατάσταση γνώσης (ή γνωρίζουμε ή δεν γνωρίζουμε). Αντίθετα, το ρήμα «μαθαίνω» είναι διαδικαστικό, μιας και η μάθηση έχει αρχή, διάρκεια και τέλος.

Οι στατικές ρηματικές ρίζες είναι η πηγή του ΙΕ παρακειμένου (γι΄αυτό το ρήμα *woyd-h2e > οἶδα = «γνωρίζω» είναι γραμματικά ένας αρχαϊκός IE παρακείμενος, «γνωρίζω» = «έχω δει»)

Οι συντελεσμένες δυναμικές ρίζες είναι η πηγή του ΙΕ αορίστου. Ο χρόνος ονομάστηκε «αόριστος» επειδή είναι ένα είδος παρελθοντικού χρόνου που χρησιμοποιούμε όταν δεν μας ενδιαφέρει να περιγράψουμε τις διαδικαστικές λεπτομέρειες της ρηματικής δράσης, αλλά ενδιαφερόμαστε απλά και μόνο να αναφερθούμε αόριστα στην ρηματική δράση (λ.χ. «χθες μαγείρεψα γεμιστά»).

Τέλος, οι ασυντέλεστες/εξακολουθητικές ρηματικές ρίζες, εστιάζουν την προσοχή στις διαδικαστικές λεπτομέρειες της ρηματικής δράσης και  είναι η πηγή του ΙΕ ενεστώτα (και του παρατατικού, όπου αυτός μπορεί να αναδομηθεί).

aspect-aorist

Στην δεξιά σελίδα, ο Ringe αναφέρει τα αναδομημένα είδη ΙΕ αορίστων.

  1. ΘΕΜΑΤΙΚΟΣ/ΑΘΕΜΑΤΙΚΟΣ. Αν οι λεγόμενες «δευτερεύουσες» καταλήξεις (λ.χ. στα τρία πρόσωπα ενικού *{-m, –s, –t}, στην πραγματικότητα είναι πιο πρωτογενείς από τις «πρωτεύουσες», γιατί οι τελευταίες προέκυψαν από τις πρώτες) προσαρτώνται απευθείας στην ρηματική ρίζα τότε ο αόριστος είναι αθεματικός. Αν μεσολαβεί το θεματικό φωνήεν *e/o τότε ο αόριστος είναι θεματικός. Στην Ελληνική αυτή η διάκριση μεταφράζεται στη διάκριση μεταξύ αθεματικών αορίστων σε -α (λ.χ. *e-deyk’-s-m. > ἔδειξα) και θεματικών αορίστων σε -ον (λ.χ. *e-h1ludh-om > ἤλυθον = «ήρθα»).
  2. ΣΙΓΜΑΤΙΚΟΣ/ΑΣΙΓΜΑΤΟΣ. Ο σιγματικός αόριστος σχηματίζεται με την προσθήκη του αοριστικού δείκτη *-s- μετά την ρηματική ρίζα (λ.χ. ήδη ανέφερα το ελληνικό παράδειγμα *deyk’- > δείκνῡμι, με αόριστο *e-deyk’-s-m. > ἔδειξα). Οι ασίγματοι αόριστοι είναι αυτοί που δεν χρησιμοποιούν τον αοριστικό δείκτη *-s-, αλλά χρησιμοποιούν άλλους δείκτες όπως η αοριστική ρίζα (root aorist), λ.χ. το μηδενόβαθμο παράδειγμα που ήδη αναφέρθηκε *h1leudh- «έρχομαι» > *e-h1ludh-e/o- > ἤλυθον ή ο διπλασιασμός (λ.χ. *wekw- «λέω» > *e-wewkw-e/o- > εἶπον ~ σανσκ. a-vaucam > avocam). Η παρελθοντική αύξηση *e- (λ.χ. δείκνῡμι > δειξα/ ἐλεύθω > λυθον) είναι αποκλειστικό χαρακτηριστικό των Ελληνο-Άριων θυγατρικών κλάδων (Ελληνική, Αρμενική, Φρυγική και Ινδο-Ιρανικός κλάδος) και δεν μπορεί να αναδομηθεί εν γένει για την Ύστερη ΠΙΕ. Οι διπλασιασμένοι αόριστοι αν και παραγωγικοί μόνο στον Ελληνο-Άριο κλάδο, απαντούν και στον Τοχαρικό κλάδο (λ.χ. Τοχ. Α śa-śärs = «γνωστοποίησε»).

Η ΑΟΡΙΣΤΙΚΗ ΡΙΖΑ

Υπάρχουν τέσσερα διαφορετικά είδη αοριστικών ριζών που μπορούν να αναδομηθούν:

  1. ομόβαθμη της ενεστωτικής: λ.χ. *dhe-dheh1-mi/*s(t)i-steh2-mi > τίθημι/ἵστημι με αοριστική ρίζα *(e-)-dheh1-/*(e)-steh2– > ἔθηκα/ἔστησα (φρυγικά ε-δᾱ-ες/ε-στᾱ-ες = ἔ-θη-κε/ἔ-στη-σε, λατινικό ~ ἔθηκα)
  2. μηδενόβαθμη: λ.χ. *h1leudh- «πηγαίνω» με μηδενόβαθμη αοριστική θεματική ρίζα *h1ludh-e/o- > ελληνικό ἤλυθε = «ήρθε» ~ παλαιό ιρλανδικό luid = «έφυγε» (< *luydi < *lud-i < *h1ludh-e-t) και *weyd- > εἴδομαι = «βλέπω» με ελληνοάριο μηδενόβαθμο θεματικό αόριστο *e-wid-e-t > ελληνικό ἔ-ϝιδ-ε > εδε (η δίφθογγος «ει» σχηματίστηκε μετά την απώλεια του δίγαμμα) ~ σανσκριτικό avidat ~ αρμενικό egit = «είδε» (στην Αρμενική *w>gw>g, λ.χ. ΙΕ *wed- «νερό» > αρμ. get = «ποταμός»).
  3. εκτεταμένη (ē-βαθμός): ενεστωτική ρίζα *CeC > αοριστική ρίζα *CēC-. Αυτός ο τύπος αοριστικής ρίζας, αν και άγνωστος στην Ελληνική, απαντά στη Λατινική, στη Σανσκριτική, στην Εκκλησιαστική Παλαιοσλαβονική, στον Γερμανικό κλάδο και στην Αλβανική και, κατά συνέπεια, πρέπει να ήταν ιδιαίτερα συχνός στην ύστερη ΠΙΕ. Αυτός είναι ο λόγος που ο Ringe, στην τελευταία σελίδα που παρέθεσα παραπάνω, δίνει τους διπλούς σιγματικούς τύπους *deyk’- > *deyk’-s– ~ *dēyk’-s– και *weg’h- > *weg’h-s– *wēg’h-s– με βραχύ και μακρό e/ē. Θα τον ονομάσω εκτεταμένο ē-αόριστο και, όπως θα δείξω παρακάτω, απαντά και σε ασίγματη μορφή (λ.χ. σιγματικός λατινικός τύπος vehō > vēxī, αλλά ασίγματος legō > lē).
  4. Τέλος, μπορούμε να αναδομήσουμε μερικά παραδείγματα όπου η αοριστική ρίζα ενός ρήματος είναι διαφορετική από την ενεστωτική. Έτσι η Ελληνική και η Σανσκριτική, ενώ έχουν χρησιμοποιήσει τον μηδενικό βαθμό *gwm.- της ρίζας *gwem- «βαίνω» για να σχηματίζουν μηδενόβαθμους ενεστώτες σε *gwm.-sk’-e/o- ~ *gwm.-ye/o- (λ.χ. βαίνω, βάσκω = σανσκ. gacchati), δείχνουν αόριστους σε αυτά τα ρήματα που σχηματίστηκαν από την εναλλακτική ΙΕ ρίζα *gweh2- (λ.χ. Ελληνο-Άριος αόριστος *e-gweh2-m > *ἔβν > ἔβην ~ σανσκ. agām).

Ο ΣΙΓΜΑΤΙΚΟΣ ΑΟΡΙΣΤΟΣ

Όπως ήδη ανέφερα, ο σιγματικός αόριστος σχηματίζεται με την προσθήκη του αοριστικού δείκτη *-s- στην ρηματική ρίζα (*CeC- > *CeC-s-).

Ελληνική:

IE *deyk’-: *deyk’-nu-/*e-deyk’-s-m. > δείκνῡμι/ἔδειξα (ks > «ξ») και νεοελληνικό δείχνω/έδειξα

IE *trep-: *trep-/*e-trep-s-m. > τρέπω/ἔτρεψα (ps = «ψ»)

IE *sed-: *si-sd-ō/*e-sed-s-m. > *hizdō/*ehetsa > ἵζω/εἶσα (*-ds- > *-ts- > -s-, *e-he- > ἔε- > εἶ- λόγω συναίρεσης, ο ενεστώτας είναι διπλασιασμός του τύπου *C1eC2 > *C1i-C1C2-, λ.χ. *men- > μένω, *mi-mn- > μίμνω)

ΣΗΜΕΙΩΣΗ: προσοχή στις ΙΕ ρίζες που λήγουν σε ένηχα (r,l,m,n), γιατί σε αυτές  η ΑΕ1 «έκρυψε» τον αοριστικό δείκτη *-s-: *e-men-s-m. > ἔμενσα > ἔμεινα, *e-ten-s-m. > ἔτενσα > ἔτεινα, φαίνω > *ἔφανσα > ἔφᾱνα > ἔφηνα, *h2ger-yō > ἀγείρω , με αόριστο *e-h2ger-s-m. > āgersa > ἤγειρα κλπ.

Λατινική:

Στη Λατινική, όπως θα εξηγήσω παρακάτω, ο ΙΕ αόριστος συγχωνεύτηκε με τον ΙΕ παρακείμενο σε ένα λατινικό υβριδικό «παρακείμενο» που, ανάλογα με τις περιστάσεις, λειτουργεί άλλοτε ως αόριστος και άλλοτε ως παρακείμενος.

IE *weg’h-: *weg’h-/wēg’h-s– > vehō/vēxī (ks > «x»)

IE *deyk’-: *deyk’-/deyk’-s– > dīcō/dīxī (στη Λατινική *ey>ī, λ.χ. *bheydh- > πείθω ~ fī)

IE *dewk-: *dewk-/dewk-s– > dūcō/dūxī (στη Λατινική *ewC > owC > ouC > ūC, λ.χ. h1ews- «καίω» > εὕω ~ ū)

IE *teng-: *teng-/teng-s– > tingō/tinxī

Σανσκριτική:

IE *terp- (λ.χ. ελληνικό τέρπω): *tr.p-/*e-tērp-s– > tr.pyati ~ tr.pnoti/atārpsīt (~ τέρπω/ἔτερψα)

ΙΕ *terh2-: *terh2-/*e-tērh2-s– > tarati/atārīt

ΙΕ *weg’h-: weg’h-oh2/*e-wēg’h-s-m. > vahāmi/avākam (ο αοριστικός αυτός τύπος είναι παρόμοιος με το *dhregh-/*e-dhregh-s-m. > τρέχω/ἔτρεξα, με μόνη διαφορά την έκταση e>ē [radical vr.ddhi] που δεν απαντά στην Ελληνική)

Skt-sigmatic

Σλαβικός Κλάδος:

Η Εκκλησιαστική Παλαιοσλαβονική (OCS) δείχνει εκτατικό σιγματικό αόριστο, όπως η Σανσκριτική και η Λατινική:

IE *weg’h-/wēg’h-s– > σατεμοποίηση *wez-/*wē(z)-s– > OCS vezǫ/věsŭ ~ věχŭ (η απλοποίηση ks>s λόγω του ΝΑΣ συνέβη πριν την εφαρμογή του κανόνα RUKI, η απλοποίηση kχ>χ μετά)

ΙΕ *h1nek’- «φέρω» (λ.χ. ἤνεγκον ~ ἤνεγκα): *h1nek’-/*h1nēk’-s– > σατεμοποίηση *nes-/nē(s)-s– > OCS nesǫ/něsŭ ~něχŭ ~ nesŭ

Στις ρηματικές ρίζες που έληγαν σε R,U,K,I ο κανόνας RUKI έτρεψε τον αοριστικό δείκτη *s>š>χ, λ.χ. *rek- «λέω» > *rēk-s– > *rēk-š– > *rěk-χ– = «είπα» (OCS rěχŭ). Αργότερα συνέβη ανάπτυξη (προσθήκη φωνήεντος για την διάλυση ενός συμφωνικού συμπλέγματος) και ο τύπος *rě(k)-χ– πήρε την μορφή *rěk-oχ– που συνεχίζει στις σημερινές σλαβικές γλώσσες. Αυτός ο τύπος τελικά μονιμοποιήθηκε παντού (χωρίς την έκταση) και, κατά συνέπεια, στις σημερινές σλαβικές γλώσσες ο ΙΕ σιγματικός αόριστος «μεταμφιέστηκε» σε αόριστο –οχ-.

Βουλγαρική: reka = «λέω» > rek = «είπα»

Πρότυπος Σλαβομακεδονική: rečam «λέω» > rekov = «είπα» (λόγω σχετικά ύστερης τροπής χ>v, λ.χ. OCS Vlaχŭ > ΠΣΜ Vlav = /Vlaf/ = «Βλάχος» και OCS graχŭ > ΠΣΜ grav = «φασόλι»,  tavče gravče ο «φασουλοταβάς»)

Σερβική: rečem = «λέω» > rek = «είπα»

OCS-sigmatic

Αλβανική:

Ο σιγματικός αόριστος είναι ένας από τους πολλούς αοριστικούς τύπους της Αλβανικής. Ο ΙΕ αοριστικός δείκτης *-s– εμφανίζεται στην Αλβανική ως –sh-, όπως είναι αναμενόμενο. Τα περισσότερα παραδείγματα που παραθέτει ο Vladimir Orel είναι ανώμαλοι αόριστοι, δηλαδή οι αοριστικές ρηματικές ρίζες έχουν διαφορετική καταγωγή από τις ενεστωτικές, λ.χ. bie = «πέφτω» > rashë = «έπεσα», αλλά υπάρχουν και ομαλά παραδείγματα, όπως λ.χ. thom = «λέω» > thashë = «είπα». Ο Orel κάνει και μια ενδιαφέρουσα (αλλά κατά τη γνώμη μου απίθανη) πρόταση για την ερμηνεία του τριβόμενου dh = /δ/ στον αόριστο dhashë = έδωσα. Θεωρεί ότι ο πρωτοαλβανικός τύπος είχε Ελληνο-Άρια αύξηση *e- (*e-dh3-s-m. > PAlb *edaša > *eδaša > dhashë), για να εξηγήσει πιο εύκολα την τριβοποίηση d>dh σε μεσοφωνηεντική θέση (όπου είναι φυσιολογική εξέλιξη). Από τη στιγμή όμως που δεν υπάρχει η παραμικρή ένδειξη σε όλα τα άλλα ρήματα ότι η πρωτοαλβανική διέθετε την αύξηση *e-, νομίζω ότι είναι προτιμότερο να εξηγήσουμε το τριβόμενο αυτό με σποραδική τριβοποίηση σε αρκτική θέση, όπως στο *dh(e)h1-tis > PAlb *dati > Alb dhatë = «θέση, τόπος» (~ θέσις, deed, OCS blagodětĭ = «ευλογία»). Αν η πρωτοαλβανική διέθετε την αύξηση *e- τότε ο αόριστος lashë = «έφυγα» θα έπρεπε να ήταν **e-lh1d-s-m. > **eladša > **llashë (όπως συνέβη λ.χ. στο μεσοφωνηεντικό *-l- του *alenā > llërë) και ο παρατατικός του «είμαι» δεν θα ήταν *h1esm. > *éša > *jesha (λ.χ. τσάμικο jeshë) > isha = «ήμουν», αλλά θα είχε την Ελληνο-Άρια μορφή *e-h1es-m. > *eesm. > Gr-Ar. *ēsm. > PAlb. *ēša (λ.χ. ομηρικό *ēha > α ~ σανσκ. āsam, θα τα συζητήσω παρακάτω στην αύξηση), το οποίο στην Αλβανική θα κατέληγε πρώτα **osha (ē>ā>o, όπως *plēta > plo) και, κατόπιν, τοσκικό **vasha ~ γκεγκικό **vosha (λόγω διφθογγοποίησης του αρκτικού τονισμένου #ó- > va- ~ vo-, λ.χ. órfanus > varfër ~ vorfën και, αναλόγως, *ātra > ótra > vatër ~ votër).

Παραθέτω την πρόταση του Orel για την αύξηση *e- ως ερμηνεία του *e-dh3-s-m. > edasa > *eδaša > dhasë και την περιγραφή του για τον παρατατικό *h1es-m. > ésa > jesha > isha (που σίγουρα δεν είχε αύξηση).

dhashe

Ας δούμε τώρα τα παραδείγματα σιγματικού αορίστου που περιγράφει ο Orel για την Αλβανική:

ALB-sigmatic

IE *deh3- «δίδωμι»: *(e)dh3-s-m. > PAlb *(e)daša > αλβ. dhashë = «έδωσα»

IE *peh2- «προστατεύω, επιβλέπω ποίμνιο» (λ.χ. *peh2-s-tōr > λατ. stor = *poh2imēn > ελλην. ποιμήν) > *ph2-s-m. > PAlb. *paša > αλβ. pashë = «είδα» (αρχικά «επέβλεψα/επόπτευσα»)

ΙΕ *k’ens- «δηλώνω δημόσια» (λ.χ. λατ. cēnseō) > PAlb *tsens-mi > *tsēnmi > αλβ. thom = «λέω», με αόριστο thashë = «είπα»

ΙΕ *leh1d- «αφήνω» (λ.χ. αγγλικό let): *lh1d-na > PAlb. *ladna > αλβ.  = «φεύγω», με αόριστο *lh1d-s-m. > lashë = «έφυγα»

IE *h3rew- (λ.χ. λατ. ruō = «βιάζομαι, πέφτω»): αλβανικός αόριστος *h3rou-s-m. > *rauša > *raša > rashë = «έπεσα» (με τυπική μονοφθογγοποίηση au>a, λ.χ. λατ. aurum > αλβ. ar)

Ο ΕΚΤΕΤΑΜΕΝΟΣ ΑΟΡΙΣΤΟΣ

Αυτός ο τύπος αορίστου χρησιμοποιεί τον εκτεταμένο ē-βαθμό της ρίζας και, απ΄όσο γνωρίζω, δεν υπάρχει κάποιο ελληνικό παράδειγμα τέτοιου αορίστου. Ωστόσο ο τύπος απαντά σε Σανσκριτική, Λατινική, Σλαβική, Γερμανική και Αλβανική. Μπορεί να είναι σιγματικός ή ασίγματος.

Σανσκριτική:

Έχω ήδη εξηγήσει ότι στην σανσκριτική γραμματική αυτή η έκταση ονομάζεται «ριζικό vr.ddhi» (radical vr.ddhi) και έχω παραθέσει παραπάνω τα εκτεταμένα σιγματικά παραδείγματα

IE *terp- > αορ. *e-tērp-s- > atārpsīt

IE *terh2- > αορ. *e-tērh2-s- > atārṣīt

IE *weg’h- > αορ. *e-wēg’h-s-m. > avākṣam

Λατινική:

Έχω ήδη αναφέρει ότι στη Λατινική ο ΙΕ αόριστος και ο παρακείμενος συγχωνεύτηκαν σε έναν υβριδικό λατινικό παρακείμενο με διπλή λειτουργία.

ΙΕ *weg’h- > *wēg’h-s- > vehō/vē «μετέφερα/έχω μεταφέρει»

IE *leg’- > *lēg- > legō/lē «συνέλεξα/έχω συλλέξει»

IE *h1ed- > *h1ēd- > edō/ē «έφαγα, έχω φάει»

IE *h2eg’- > *h2ēg’ > agō/ē «έκανα, έχω κάνει» (το λαρυγγικό *h2 δεν χρωμάτισε το μακρό *ē, φαινόμενο που ονομάζεται νόμος του Eichner)

Σλαβικός κλάδος:

Έχω αναφέρει παραπάνω τα παρακάτω παραδείγματα από την Εκκλησιαστική Παλαιοσλαβονική (OCS):

IE *h1nek’- > *h1nēk’-s- > OCS nesǫ/něsŭ ~ něχŭ «έφερα»

IE *weg’h- > *wēg’h-s- > OCS vezǫ/věsŭ ~ věχŭ «μετέφερα»

Balt-Slv *rek- > *rēk-s- > OCS rěχŭ «είπα»

Γερμανικός κλάδος:

Στον Γερμανικό κλάδο, ο ΙΕ αόριστος χάθηκε τελείως και ο παρελθοντικός χρόνος (ΠΧ, past tense) της γλώσσας προέκυψε από τον ΙΕ παρακείμενο. Ωστόσο, μερικά ρήματα δείχνουν έκταση e>ē της ρίζας που θυμίζει αυτήν του εκτατικού αορίστου των άλλων γλωσσών:

Κανονικός πρωτογερμανικός παρελθοντικός χρόνος (ΠΧ, = ΙΕ παρακείμενος):

IE *bher- > *(bhe)-bhor- > PGmc *be = «φέρω» με ΠΧ *bar (λ.χ. γοτθικό bairan/bar ~ αγγλικό bear/bare (αρχαϊκό) ~bore)

ΙΕ *sengwh- > *(se)-songwh- > PGmc singwō με ΠΧ *sangw (λ.χ. αγγλικό sing/sang)

«Ανώμαλα» εκτεταμένα παραδείγματα:

ΙΕ *h1ed- «τρώω» > PGmc *etō με ΠΧ *ēt (λ.χ. γοτθικό itō/ēt , παλαιό αγγλικό ete/aet > αγγλικό eat/ate, όπως ο λατινικός συγγενής edō/ēdī)

Τα υπόλοιπα παραδείγματα είναι ακόμα πιο περίεργα επειδή στον ΠΧ έχουν κανονικό ο-βαθμό στον ενικό, αλλά εκτεταμένο ē-βαθμό σε δυϊκό και πληθυντικό:

PGmc *kwemaną = «έρχομαι» (λ.χ. αγγλικό come) με ΠΧ 1sg/1pl *kwam/*kwēmum (= IE *gwom-/gwēm-, λ.χ. γοτθικά qam/qēmum)

PGmc *sehwaną = «βλέπω» (λ.χ. αγγλικό see) με ΠΧ 1sg/1pl *sahw/*sēγ(w)um (= IE *sokw-/sēkw-, λ.χ. γοτθικά saƕ/sēƕum)

PGmc *gebaną = «δίνω» (λ.χ. αγγλικό give) με ΠΧ 1sg/1pl *gab/gēbum (= IE *ghobh-/ghēbh-, λ.χ. γοτθικά gaf/gēbum)

Αλβανική:

Στην Αλβανική ο εκτεταμένος αόριστος είναι ασίγματος και ξεχωρίζει από το χαρακτηριστικό /o/ που προέκυψε μετά την τροπή *ē>ā>o (λ.χ. *plēta > plo). Ένα ιδιάζον χαρακτηριστικό των ρηματικών ριζών που λήγουν σε υπερωικά σύμφωνα είναι η ουράνωσή των τελευτάιων στον αόριστο (k>kj=q, g>gj, λ.χ. pjek > poqa, djeg > dogja)

Η εναλλαγή ΙΕ *leg’-/*lēg’- που βρίσκουμε στο λατινικό ρήμα legō/lē στην Αλβανική εξελίχθηκε σε:

IE *leg’-e-/*lēg-m. > PAlb *ambi-ledz-a/ambi-lēdz-a > αλβ. mbledh/mblodha

Αναλόγως:

IE *dhegwh- «καίω» > PAlb *deg-a/dēg-a > αλβ. djeg/dogja

IE *weg’h- > PAlb *wedz-a/wēdz-a > αλβ. vjedh/vodha

Ο Orel δίνει τα παρακάτω παραδείγματα εκτεταμένων αορίστων στην Αλβανική:

mblodha

Ο ΜΗΔΕΝΟΒΑΘΜΟΣ ΘΕΜΑΤΙΚΟΣ ΑΣΙΓΜΑΤΙΚΟΣ ΑΟΡΙΣΤΟΣ

Αυτό το είδος αορίστου είναι η κατηγορία στην οποία εντάσσεται ο λεγόμενος δεύτερος αόριστος της Ελληνικής (αόριστος Β΄). Σχηματίζεται με το μηδενικό βαθμό της ρηματικής ρίζας και οι Έλληνο-Άριες γλώσσες εμφανίζουν την παρελθοντική αύξηση *e-. Στην καταγωγή του αυτός ο αόριστος είναι ένας «τροποποιημένος» παρατατικός (ο πλήρης βαθμός έγινε μηδενικός λ.χ. ἔλειπον = «έλειπα» > ἔλιπον = «έλειψα»).

ΙΕ *weyd- «βλέπω» (λ.χ. ελληνικό εἴδομαι) > ελληνο-άριος αόριστος *e-wid-o-m/*e-wid-e-t > ἔϝιδον/ἔϝιδε > εἶδον/εἶδε ~ σανσκριτικό avidat = «είδε» ~ αρμενικό egit = «είδε» (IE *w>gw>g).

IE *leykw- «λείπω» > ελληνο-άριος αόριστος *e-likw-o-m/*e-likw-e-tἔλιπον/ἔλιπε ~ σανσκριτικό aricam/aricat ~ αρμενικό elik’.

IE *h1leudh- «πηγαίνω» (ἐλεύθω) > αόριστος *(e-)h1ludh-o-m > ελληνικό ἤλυθον = «ήλθα» ~ παλαιό ιρλανδικό luid = «έφυγε» (< *luydi < *ludi < PCelt *lude ~ ἤλυθε < *(e-)h1ludh-e-t)

Γράφει ο Ben Fortson για τα παραπάνω παραδείγματα.

thematic

elik

Παραθέτω μερικά ακόμα ελληνικά παραδείγματα που δείχνουν την μηδενόβαθμη ρίζα αυτού του αορίστου:

IE *bhewg-/*e-bhug-o-m > φεύγω > ἔφυγον

ΙΕ *trep-/*e-tr.p-o-m > τρέπω/ἔτραπον

ΙΕ *derk’-/*e-dr.k’-o-m > δέρκομαι/ἔδρακον (~ σανσκ. 3pl. adr.śan)

IE *segh-/*e-sgh-o-m > ἔχω/ἔσχον

Στη Σανσκριτική αυτός ο ασίγματος θεματικός αόριστος είναι γνωστός ως α-αόριστος (επειδή το θεματικό φωνήεν e/o είναι πάντα /a/, λ.χ.  asicam, asicas, asicat). Γράφει ο Thomas Burrow:

Skt-a-aorist

Αν ξανακοιτάξετε την σελίδα με τους σιγματικούς αορίστους της σανσκριτικής που παρέθεσα πιο πάνω, θα δείτε στην ρίζα *terp- «τέρπομαι» τον θεματικό ασίγματο αόριστο atr.pat (< *e-tr.p-e-t ~ ἔδρακε), δίπλα στον σιγματικό atārpsīt (~ ἔτερψε).

Στο Σλαβικό κλάδο αυτό το είδος αορίστου απαντά στο ρήμα *iti/*jĭti = «πηγαίνω» (λ.χ. OCS idŭ = «πήγα»), με τη μόνη διαφορά ότι η τροπή *jĭ>i (λ.χ. *mę > i) έκρυψε τον μηδενικό βαθμό *h1ey- > *h1i- > *i- > EPSlv *– > LPSlv i-. Παρόμοιο αόριστο έχει στην OCS το ρήμα mošti = «μπορώ» (ΙΕ *megh- λ.χ. αγγλικό may): ενεστώτας mogǫ/možesĭ = «μπορώ/μπορείς», με αόριστο mogŭ/može = «μπόρεσα/μπόρεσες»), αλλά με «παγωμένο» τον o-βαθμό της ρίζας. Αργότερα, εμφανίζεται η τάση αντικατάστασης αυτών των αορίστων από τις ομαλότερες (για τη σλαβική) σιγματικές μορφές idoχŭ, mogoχŭ.

OCS-iti

*h1id-om     > idŭ (< *[j]ĭdŭ) ~ ἔλιπον

*h1id-es       > ide                      ~ ἔλιπες

*h1id-et       > ide                      ~ ἔλιπε

*h1id-ome– > idomŭ                ~ ἐλίπομεν

*h1id-ete    > idete                   ~ ἐλίπετε

*h1id-on(t)  > idǫ                       ~ ἔλιπον

ΟΙ ΔΙΠΛΑΣΙΑΣΜΕΝΟΙ ΑΟΡΙΣΤΟΙ

Όπως είπα στην αρχή της ανάρτησης, οι διπλασιασμένοι αόριστοι απαντούν στις Ελληνο-Άριες γλώσσες και στον Τοχαρικό κλάδο. Γράφει ο Benjamin Fortson:

reduplicated-aorists

Σε πολλές περιπτώσεις έχουν αιτιακή σημασία (causative, λ.χ. δάω = «μαθαίνω» [ορισμός Ι], αλλά δέδαε =«δίδαξε» [ορισμός 2]).

Το αρχετυπικό παράδειγμα είναι το ρήμα «είπα»:

IE *wekw- «λέω» > διπλασιασμός *we-wk- > ελληνο-άριος αόριστος  με παρελθοντική αύξηση *e-we-wk-om > ἔϝειπον (ύστερα από ανομοίωση *wew>wey) > εἶπον ~ σανσκριτικό avocam (< *avaucam).

Ελληνική:

IE *gwhen- «σκοτώνω» > *e-gwhe-gwhn-o-m > ἔπεφνον = «σκότωσα» (ορισμός ΙΙ εδώ, επικός αόριστος του *gwhen-yō > *kwhenʲnʲō > θείνω)

[Ιλιάδα, 4.396-7]

Τυδεὺς μὲν καὶ τοῖσιν ἀεικέα πότμον ἐφῆκε·
πάντας ἔπεφν᾽, ἕνα δ᾽ οἶον ἵει οἶκον δὲ νέεσθαι·

[Ιλιάδα, 5.68-69]

γνὺξ δ᾿ ἔριπ᾿ οἰμώξας, θάνατος δέ μιν ἀμφεκάλυψε.
Πήδαιον δ᾿ ἄρ᾿ ἔπεφνε Μέγης Ἀντήνορος υἱὸν

Ενίοτε, στην επική γλώσσα η αύξηση παραλείπεται και ο τόνος κατεβαίνει (λ.χ. ἔπεφνε > πέφνε). Το ίδιο φαινόμενο απαντά και στην Σανσκριτική και την Αβεστική (στην τελευταία η αύξηση εμφανίζεται σπάνια αν και είναι κανονικότατη στην Αρχαία Περσική).

[Ιλιάδα, 13.362-3]

Ἰδομενεὺς Τρώεσσι μετάλμενος ἐν φόβον ὦρσε.
πέφνε γὰρ Ὀθρυονῆα Καβησόθεν ἔνδον ἐόντα

Εκτός από την παραπάνω τυπική διπλασιασμένη μορφή *C1eC2 > *e-C1e-C1C2-o-m, υπάρχουν και οι περίεργοι διπλασιασμοί του τύπου ἄγω > ἤγαγον. Το παράξενο αυτών των διπλασιασμών είναι ότι διπλασιάζεται ένα σύμπλεγμα *HC και το δεύτερο λαρυγγικό χάνεται χωρίς έκταση αφού χρωματίσει το προκείμενο /e/:

IE *h2eg’- > *e-h2g’e-h2g’-o-m > *ah2g’ah2g’om > *ah2g’ag’om (χάθηκε το δεύτερο *h2) > *āg’ag’om > ἤγαγον

IE *h1nek’- > *e-h1ne-h1nk’- > *eh1neh1nk’- > *eh1nenk’- (χάθηκε το δεύτερο *h1) > *ēnenk’- > ἤνεγκα ~ ἤνεγκον

ΙΕ *h2er- > *e-h2re-h2r-o-m > *ah2rah2rom > *ah2rarom (χάθηκε το δεύτερο *h2) > *ārarom > ἤραρον

Η παλαιότητα αυτών των σχηματισμών φαίνεται από τον χρωματισμό του /e/ του διπλασιάσματος. Αυτό δείχνει ότι όταν έγιναν αυτοί οι διπλασιασμοί τα λαρυγγικά ήταν ακόμα ενεργοί φθόγγοι. Ίσως η απώλεια του δεύτερου λαρυγγικού να προέκυψε από ανομοίωση (H..H > H..∅), γιατί και στη Σανσκριτική η ρίζα *h1nek’ διπλασιάστηκε με απώλεια του δεύτερου λαρυγγικού (*eh1ne-h1nk’-> *eh1nenk’- > ānaṃś-).

Ωστόσο, ενώ το ελληνικό ρήμα προέρχεται σίγουρα από την ρίζα *h1nek’-, το σανσκριτικό ρήμα μπορεί να προέρχεται τόσο από την ρίζα *h1nek’- όσο και από την μορφολογικά παραπλήσια *h2nek’-. Αντίθετα με τα ἤγαγον και ἤραρον, όπου πρέπει αναγκαστικά να παραδεχτούμε απώλεια του δεύτερου λαρυγγικού μετά τον χρωματισμό χωρίς έκταση, στο ἤνεγκα ~ ἤνεγκον και ānaṃś- το δεύτερο λαρυγγικό μπορεί και να μην χάθηκε και το μακρό eh1>η να βραχύνθηκε αργότερα από τον νόμο του Osthoff (λ.χ. *e-h1n-e-h1nk’– > *ἤνηγκ– > ἤνεγκ-). Παραθέτω την περιγραφή των δύο ρημάτων από τον Andrew Sihler και το λήμμα ἐνεγκεῖν από το ετυμολογικό λεξικό του Robert Beekes.

h1nenk

enegka

Η απλή ρηματική ρίζα *h1nek’- «φέρω» έδωσε το πρωτοσλαβικό ρήμα *h1nek’-tey > nesti = «φέρειν» (λ.χ. το OCS nesǫ = «φέρω», με τον προαναφερθέντα εκτεταμένο σιγματικό αόριστο něsŭ ~ něχŭ = «έφερα»).

h1nek

Σανσκριτική:

Στη Σανσκριτική οι διπλασιασμένοι αόριστοι έμφανίζουν ποικιλία στο φωνήεν του διπλασιάσματος. Το φωνήεν είναι */e/ (> Skt /a/) όπως και στην ελληνική στα παρακάτω ρήματα:

IE *wekw- > *e-we-wkw-o-m > *avaucam > avocam ~ ἔειπον (λόγω μονοφθογγοποίησης au>o)

IE *pet(h2)- = «πετώ, πίπτω/πέφτω» > σανσκ. pátati = «πέφτει», με αόριστο *e-pe-pt(h2)-e-t > apaptat = «έπεσε»

Ωστόσο, είναι λίγες οι «ομαλές» περιπτώσεις όπως οι παραπάνω, γιατί το συχνότερο φωνήεν του διπλασιάσματος στον σανσκριτικό διπλασιασμένο αόριστο είναι /ī/και, σπανιότερα, i, u,ū. Αυτή η ποικιλία φωνηέντων είναι ινδοάριος νεωτερισμός που θυμίζει την ελευθερία διπλασιαστικού φωνηέντος της Λατινικής στους διπλασιασμένους παρακειμένους που κληρονόμησε από την ΠΙΕ (λ.χ. αναμενόμενο canō > cecinī, αλλά μη αναμενόμενο poscō > poposcī).

IE *g’enh1- «γεννάω» > σανσκ. janati, με αόριστο > ajījanam = «γέννησα»

Γράφει ο Thomas Burrow για τους διπλασιασμένους αορίστους της Σανσκριτικής:

Skt-redupl

Αν ξανακοιτάξετε την σελίδα για τους σανσκριτικούς σιγματικούς αόριστους που παρέθεσα παραπάνω, στην ρίζα *terp- ~ *tr.p- = «τέρπομαι» θα βρείτε τους εξής αορίστους:

σιγματικός εκτεταμένος: *e-tērp-s– > atārpsīt (= ἔτερψα)

ασίγματος θεματικός: *e-tr.p-o-m > atr.pam (~ ἔδρακον)

διπλασιασμένος: *e-tV-tr.p-o-m > atītr.pam (~ ἔπεφνον)

Αβεστική:

Για τον διπλασιασμένο θεματικό αόριστο της Αβεστικής οι Martinez-de Vaan γράφουν:

Avesta

Η αύξηση εμφανίζεται σπάνια στην Αβέστα (θυμίζω το ἔπεφνε > πέφνε που ανέφερα παραπάνω). Έτσι ο διπλασιασμένος αόριστος *e-we-wkw-o-m > ἔειπον ~ avocam, στην Αβεστική απαντά ως vaoca- = «είπα».

ΙΕ *nek’- «σκοτώνομαι, εξαφανίζομαι» (λ.χ. νεκρός ~ νέκυς) > αβεστικό απαρέμφατο ενεστώτα nasiieiti, με διπλασιασμένο αόριστο *e-ne-nk’-e/o- > ΚΙνΙρ *ananśa- > αβεστ. nąsa-.

Αρμενική:

Στην ρηματική ρίζα *h2er- «συναρμόζω, συναρμολογώ» η Αρμενική δείχνει έναν διπλασιασμένο αόριστο που θυμίζει τον ελληνικό αόριστο ἤραρον (πηγή του διπλασιασμένου ενεστώτα ἀραρίσκω).

ενεστώτας *h2er-n-e-mi > aṙnem = «φτιάχνω», με αόριστο *(e)h2re-h2r- > arari = «έφτιαξα»

arari

Τοχαρική:

Όπως είπα και στα προκαταρκτικά στην αρχή της ανάρτησης, πέρα από τις Ελληνο-Άριες γλώσσες, ο μόνος άλλος θυγατρικός κλάδος πυο δείχνει διπλασιασμένους αορίστους είναι ο Τοχαρικός (λ.χ. Τοχ. Α śa-śärs = «γνωστοποίησε»).

ΔΙΑΦΟΡΑ

Ο αλβανικός αόριστος σε -va δείχνει ένα επίθημα που μάλλον σχετίζεται με το επίθημα των λατινικών παρακειμένων σε -vī. Και οι δύο γλώσσες χρησιμοποιούν αυτό το επίθημα στην ρηματική ρίζα *g’neh3- «γνωρίζω»:

Λατινική: *g’n.h3-sk’-e/o- > (g)nōscō, με παρακείμενο gnō

Αλβανική: *g’n.h3-sk’-e/o- > PAlb *gnāska > αλβ. njoh ~ njof, με αρχαϊκότερο αόριστο njova, ο οποίος αντικαταστάθηκε απότον πιο πρόσφατο njoha.

Το ίδιο επίθημα απαντά διαλεκτικά στον αόριστο του «είμαι» kleva (στις αλβανόφωνες κοινότητες της Ιταλίας), αλλά στην βαλκανική Αλβανική έχει αντικατασταθεί από τον σιγματικό αόριστο qeshë. Γράφει ο Orel:

w-aorist

Όπως ανέφερα πιο πάνω στην ανάρτηση, στην Λατινική ο ΙΕ αόριστος και ο παρατατικός συγχωνεύτηκαν σε έναν νέο «υβριδικό» παρακείμενο με διπλή λειτουργία. Έτσι ο λατινικός παρακείμενος dīxī = «είπα, έχω πει», στην καταγωγή του είναι ΙΕ σιγματικός αόριστος (*deyk’-s-), ενώ ο λατινικός παρακείμενος του ρήματος canō = «τραγουδώ» είναι cecinī και, όπως δείχνει ο διπλασιασμός, πρόκειται για γνήσιο ΙΕ παρακείμενο (IE *ke-kan-). Ενώ το λατινικό cecinit σημαίνει τόσο «τραγούδησε» όσο και «έχει τραγουδήσει», ο παλαιός ιρλανδικός συγγενής cechain (ετυμολογικά πάντα ΙΕ παρακείμενος *ke-kan-) σημαίνει μόνο «τραγούδησε». Με άλλα λόγια, στην Παλαιά Ιρλανδική ο ΙΕ παρακείμενος κατέληξε να έχει μόνον αοριστική σημασία και η γλώσσα αναγκάστηκε να σχηματίσει έναν νέο παρακείμενο με την προσθήκη ενός μορίου ro- (ro-cechain = «έχει τραγουδήσει»).

cecinit

Μια ομάδα αορίστων της Αρμενικής φαίνεται να έχουν σχηματιστεί από το ΙΕ ρηματικό επίθημα *-sk’-. Αυτό εκ πρώτης όψεως φαίνεται παράξενο γιατί το επίθημα αυτό συνήθως προστίθεται σε εξακολουθητικές/ασυντέλεστες καταστάσεις και όχι σε συντελεσμένες. Ωστόσο, η Αρμενική περίπτωση εξηγείται εύκολα διότι οι περισσότεροι αρμενικοί αόριστοι κατάγονται από τον ΙΕ παρατατικό. Λ.χ. ο αρμενικός αόριστος eber = «έφερε» στην παραγματικότητα είναι o ελληνο-άριος παρατατικός (*e-bher-o-m > ἔφερον ~ σανσκ. abharam ~ αρχαίο περσικό abaram) ενώ, όπως ανέφερα παραπάνω, οι ασίγματοι θεματικοί αόριστοι του τύπου *e-likw-e-t > αρμ. elik’ ~ ἔλιπε ~ σανσκ. aricat και *e-wid-e-t > αρμ. egit ~ εἶδε ~ σανσκ. avidat, καταγωγικά είναι «τροποποιημένοι» (μηδενόβαθμοι) παρατατικοί (λ.χ. ἔλειπον > ἔλιπον).

Επομένως, η πιθανότερη λύση είναι πως οι αρμενικοί αόριστοι σε *-sk’- > -c’- κατάγονται από παλαιότερους παρατατικούς σε *sk’-.

IE *worg’-om = «ἔργον» > αρμ. gorcem = «εργάζομαι, ποιώ» > αόριστος gorcec’i = «έφτιαξε» και, αντίστοιχα, orsac’i = «κυνήγησα».

Armenian-sk

Οι παλαιότεροι παρατατικοί σε *sk’- που εξελίχθηκαν σε αρμενικούς αορίστους θυμίζουν τον ομηρικό «παρατατικό συνήθειας» σε -σκ- (λ.χ. φεύγεσκον ~ «συνήθιζα να φεύγω»). Το ενδιαφέρον είναι ότι και στα ομηρικά έπη ορισμένες τέτοιες δομές εμφανίζονται ενίοτε με θέμα αορίστου (λ.χ. φεύγεσκον > φύγεσκον ~ παρατ. ἔφευγον/ αόρ. ἔφυγον), διατηρώντας όμως την λειτουργία του «παρατατικού συνήθειας».

[Ιλιάδα, 17.461]

ἵπποις ἀΐσσων ὥς τ᾽ αἰγυπιὸς μετὰ χῆνας·
ῥέα μὲν γὰρ φεύγεσκεν ὑπ᾽ ἐκ Τρώων ὀρυμαγδοῦ,

αλλά

[Οδύσσεια, 17.316]

αἶψά κε θηήσαιο ἰδὼν ταχυτῆτα καὶ ἀλκήν.
οὐ μὲν γάρ τι φύγεσκε βαθείης βένθεσιν ὕλης

Αυτή η σύγχυση του τύπου φεύγεσκον ~ φύγεσκον, ίσως είναι ο λόγος που οι αρμενικοί παρατατικοί σε σε *sk’- > -c’- απέκτησαν κάποια στιγμή λειτουργία αορίστου.

Θα κλείσω την ανάρτηση με τα λεγόμενα «ανώμαλα» ρήματα της Αγγλικής. Στην πραγματικότητα, τα περισσότερα από αυτά δεν είναι καθόλου «ανώμαλα» για όποιον γνωρίζει ότι ο παρελθοντικός χρόνος (past tense) του γερμανικού κλάδου προέρχεται από τον ΙΕ παρακείμενο, ο οποίος σχηματιζόταν με διπλασιασμό και ο-βαθμο θέμα (δέρκομαι > δέδορκα, λείπω > λέλοιπα). Τα «ανώμαλα» ρήματα της Αγγλικής είναι τα λεγόμενα ισχυρά γερμανικά ρήματα και η «ανωμαλία» τους έγκειται στο ότι συνεχίζουν τις εναλλαγές ablaut που χαρακτήριζαν τον ΙΕ παρακείμενο. Απλά οι εναλλαγές αυτές έχουν «καμουφλαριστεί» από τις φωνολογικές εξελίξεις που χαρακτήρισαν την μετάβαση από την ΠΙΕ στην πρωτογερμανική και από την πρωτογερμανική στην Αγγλική.

IE *bher-/*bhor- > PGmc *ber-/*bar- > αγγλικό bear/bare (νεότερο bore)

IE *sengwh-/*songwh- > PGmc *singw-/sangw- > αγγλικό sing/sang

IE *deh1g-/*doh1g- > PGmc *tēk-/*tōk- > αγγλικό take/took (ο γοτθικός συγγενής εμφανίζει κανονικό διπλασιασμό tēka/tetōk)

IE *dhreybh-/*dhroybh- > PGmc *drīb-/*draib- > αγγλικό drive/drove (*ey>ī στην πρωτογερμανική και ai>o στην Αγγλική, όπως *oynos > *ainaz > one)

Αυτά για τους ΙΕ αορίστους.

4 Comments

Filed under Γλωσσολογία, Ελληνική γλώσσα, Ινδοευρωπαϊκά θέματα

4 responses to “Οι ΙΕ αόριστοι

  1. Ιήτης

    IE *gwhen- «σκοτώνω» > *e-gwhe-gwhn-o-m > ἔπεφνον = «σκότωσα» (ορισμός ΙΙ εδώ, επικός αόριστος του *gwhen-yō > *kwhenʲnʲō > θείνω)

    Απορία: Γιατί έχουμε ἔπεφνον και όχι **ἔτεθνον; Ή, για να το θέσω ανάποδα, γιατί στον ενεστώτα έχουμε θείνω και όχι **φείνω;

    • Καλημέρα Ιήτη. Νομίζω πως πρόκειται για «αιολοειδή» διαλεκτική συνεισφορά στην επική γλώσσα. Όπως θα εξηγήσω παρακάτω, η «αιολοειδής» εξέλιξη είναι χαρακτηριστικό των διαλέκτων που κατά την περίοδο 1200-1000 π.Χ. είχαν απόμακρη/περιφερειακή θέση ως προς το νοτιοελλαδικό κέντρο του πεπτωκότος μυκηναϊκού κόσμου.

      Η τροπή των χειλοϋπερωικών (kw, gw, ghw) σε χειλικά σύμφωνα (π, β, φ) πριν από πρόσθια φωνήεντα (ε,ι, PGrk η) είναι αιολικό (ή καλύτερα «αιολοειδές» = αιολικό + κυπριακό) χαρακτηριστικό, λ.χ.:

      *penkwe > αττικοϊωνικό και δωρικό πέντε, αλλά αιολικό πέμπε και κυπριακό pe-pa-me-ro-ne = πεμπᾱμέρων = πενθημέρων

      *g’hwer- > αττικοϊωνικό θήρ, αλλά αιολογενές επικό φήρ. Πρβ. και τους κυπριακούς τύπους *kwey- > πεί- = τει- του ρήματος τίω.

      Παρομοίως, στα Θετταλός/Θεσσαλός αντιστοιχούν οι αιολικοί τύποι Πετθαλός (θεσσαλικός τύπος) και Φετταλός (βοιωτικός) και, αν ο Μιλτιάδης Χατζόπουλος έχει ερμηνεύσει σωστά το μακεδονικό ανθρωπωνύμιο Βέτταλος (Βέροια 223 π.Χ.), ο μακεδονικός τύπος *Βετταλoς.

      Απ΄αυτά που διάβασα στους Holt Parker και Jose Luis Garcia Ramon, η «αιολοειδής» εξέλιξη είναι η “default” αναμενόμενη εξέλιξη στις ΙΕ γλώσσες τύπου centum, δηλαδή η εξέλιξη που αναμένεται να γίνει, αν δεν συμβεί κάποια άλλη καινοτομική τροπή. Συνεπώς, η κοινή εξέλιξη πέμπε σε αιολική και κυπριακή δεν αποτελεί ένδειξη κοινής καταγωγής των δύο διαλέκτων, απλώς δείχνει ότι οι διάλεκτοι αυτοί κατέληξαν σε περιφερειακή θέση ως προς το επίκεντρο της «πανελλήνιας»/νοτιοελλαδικής καινοτομικής ουράνωσης των χειλοϋπερωικών πριν από πρόσθια φωνήεντα). Ο λόγος της «πανελλήνιας»/νοτιοελλαδικής «απόκλισης» από την “default” εξέλιξη (δλδ. kwe>τε, *ghwe > khwe > θε και όχι πε/φε) είναι συνέπεια της καινοτομικής διαλεκτικής ουράνωσης των χειλοϋπερωικών πριν από πρόσθια φωνήεντα (kwe > k’we,, *ghwe > *khwe > *k’hwe) που φαίνεται πως συνέβη στο επίκεντρο του μυκηναϊκού κόσμου (νοτιοελλαδικός χώρος νοτίως του Σπερχειού) στο τέλος της μυκηναϊκής εποχής ή στην πολύ πρώιμη μεταμυκηναϊκή εποχή (περ. 12ος π.Χ. αι.), η οποία στην αρκαδοκυπριακή έφτασε ως την προστριβοποίηση *kwis > *k’wis > αρκαδοκυπρ. tsis = πανελλήν. τίς = ΒΑ θεσσαλικό κίς (= μη αναμενόμενο για αιολική διάλεκτο). Πρβ. και τα αρκαδικά *gwerh3- > ζέρεθρον = βέρεθρον/βάραθρον και *gwelh1- > ζέλλω = βάλλω.

  2. Jaçe

    Χαίρετε!

    Σχετικά με το αρκτικό ‘δ’ στο ρήμα dhashë (έδωσα), το παρατηρούμε και σε άλλες εγχώριες λέξεις όπως το dhjetë (δέκα), dhez (ανάβω) το οποίο συνδέεται με το djeg (καίω), πιθανόν και το dhunë (βία), το dhjamë (λίπος) και σε μια δάνεια λέξη dhuroj < λατ. donare. Οπότε δεν χρειάζεται να υποθέσουμε κάποια αύξηση e στον σχηματισμό αορίστου, εφόσον υπάρχουν παραδείγματα με σποραδική, όπως λες, τριβόμενου δ σε αλβανικές λέξεις και σε αρκτική θέση.

    • Καλημέρα, Jaçe. Και εγώ δεν βρίσκω πειστική την υπόθεση ότι ο αλβανικός αόριστος dhashë «έδωσα» έχει «dh» επειδή κάποτε ήταν *e-dhashë με παρελθοντική αύξηση *e-.

      Αν η αλβανική είχε κάποτε παρελθοντική αύξηση *e-, αυτό θα φαινόταν στον παρατατικό isha «ήμουν» (παλαιότερο jesha) απ΄όπου το πρώιμο πρωτοαλβανικό μακρό αρκτικό φωνήεν (e+e=ē) δεν θα μπορούσε να χαθεί και θα ακολουθούσε την εξέλιξη του τονισμένου αρκτικού *ē.

      IE *h1e-h1es-m. > *eesm. > *ēsm. > ομηρ. ελλ. [*ēha] > α

      Το αλβανικό isha (παλαιότερο jesha) συνεχίζει τον ίδιο ΙΕ παρατατικό με το ἦα αλλά χωρίς την παρελθοντική αύξηση *h1e-: IE *h1es-m. > *esa > αλβ. jesha > isha.

Leave a comment

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.