Ο ρωτακισμός ως γλωσσολογικό φαινόμενο

Ο όρος ρωτακισμός (rhotacism, rhotacization) στην γλωσσολογική ορολογία χρησιμοποιείται για να δηλώσει την τροπή ενός συμφώνου σε /r/. Υπάρχουν διάφορα ήδη ρωτακισμού.

Ο ρωτακισμός /L/>/R/

Αυτός είναι ίσως ο πιο κοινός και διαδεδομένος τύπος ρωτακισμού και χαρακτηρίζεται από την τροπή του υγρού ένηχου /L/ στο άλλο υγρό ένηχο /R/ (/L/>/R/).

Στην μεταγενέστερη Ελληνική αυτός ο τύπος ρωτακισμού ήταν πολύ συχνός στο προσυμφωνικό /λ/, λ.χ. ἀδελφός > αδερφός, Βούλγαρος > Βούργαρος, λβανίτης > Αρβανίτης και το αντιδάνειο κόλπος > λατ. colfus > κόρφος (κόλπος, gulf, κόρφος).

Ο CD Buck γράφει γι΄αυτό το συχνό μεταγενέστερο ελληνικό φαινόμενο πως αρχίζει να εμφανίζεται σιγά σιγά στις αρχαίες επιγραφές του 2ου μ.Χ. αι.:

[σλσ 64 από την μαλακή/paperback έκδοση (1998) του “The Greek Dialects” (1955)]

The change of λ to ρ before a consonant, regular in popular Mod. Grk. (ἀδερφός = ἀδελφός, etc.) appears in occasional forms from the second century A.D. on, e.g. Delph. Δερφοί, Att. ἀδερφοί.

Παραθέτω τις επιγραφές με τα παραδείγματα Δερφοί και ἀδερφός, αὐτάδερφος, ἐξάδερφος που αναφέρει ο Buck.

Derfoi

exaderfos

Αυτό το είδος ρωτακισμού συνέβη και στις γλώσσες που ήρθαν σε στενή επαφή με την μεσαιωνική Ελληνική, λ.χ. ο βουλγαρικός όρος *vlĭkodlakŭ > rkolak ~ βουρκόλακας/βρυκόλακας (βρυκόλακας) και το βλαχικό Virgaru ~ Βούργαρος.

Ο ρωτακισμός /L/>/R/ ήταν καθολικός στον Ινδο-Ιρανικό κλάδο της ΙΕ οικογένειας, με την εξαίρεση των βορειοανατολικότερων ινδικών ποικιλιών στις οποίες συνέβη το αντίστροφο φαινόμενο /R/>/L/ και μεμονωμένων ιρανικών παραδειγμάτων όπως λ.χ. οι Αλανοί (< Aryan-, Αλανοί, Ιράν). Θα αναφέρω μερικά τυπικά Ινδο-Ιρανικά παραδείγματα:

*wl.kwos = «λύκος» > Σανσκριτικό vr.ka (vr.ka), Αβεστικό vəhrka (vəhrka), Αρχαίο Περσικό varka (varka) κλπ.

*pl.h1-nos = «γεμάτος» > Σανσκριτικό rṇá (pūrṇá), Νεοπερσικό por (por)

*solwos = «ὅλος» > Σανσκριτικό sarva- (sarva), Αβεστικό haurva

*seh2wl./*suh2l = «ήλιος» > Σανσκριτικό svàr/Sūrya, Αβεστικό hvarə/rō

O ρωτακισμός /L/>/R/ σε μεσοφωνηεντική θέση ήταν τυπικός της Ανατολικής Βαλκανικής Ρωμανικής (ΑΒΡ, πρόγονος Βλαχικής/Αρουμανικής και Ρουμανικής), όπως δείχνει η εξέλιξη των παρακάτω λατινκών όρων:

sol/solem = «ήλιος» > βλαχικό soare = ρουμανικό soare (soare)

sal/salem = «αλάτι» > βλαχικό sare = ρουμανικό sare (sare)

malum = «μῆλον» > βλαχικό mer[u], ρουμανικόr (mer, măr)

basilica > βλαχικό bãsearicã, ρουμανικό biserică (bãsearicã, biserică)

angelus > ρουμανικό înger (înger)

στῦλος > λατινικό stylus > βλαχικό stur[u] και ρουμανικό stur (stur[u], stur)

Θεσσαλονίκη > Βλαχικό runã (ονόματα της Θεσσαλονίκης), αλλά έλλειψη ρωτακισμού στο λοοσσών/Ελασσόνα > Lãsun, κάτι που δείχνει ότι, αντίθετα με αυτά που ισχυρίζεται ο ρουμάνος Madgearu, η Ελασσόνα έγινε γνωστή στους Βλάχους αργότερα από την Θεσσαλονίκη, όταν είχαν πάψει πια να ρωτακίζουν. Θα είμαι ευγνώμων σε όποιον αναγνώστη μπορεί να μου πει το όνομα του Ολύμπου στην Βλαχική των Περιολύμπιων Βλάχων.

Lasun

Από την Ρουμανική αναφέρω τον υποστρωματικό όρο *wèg’h-ulos «μικρός κλέφτης, κλεφτύλος» > *vjèdzula «ασβός» > viezure (viezure ~ αλβανικό vjedhvjed(h)ull).

Έχει ενδιαφέρον ότι ο ρωτακισμός της ΑΒΡ δεν συνέβη στο λατινικό διπλό -LL-, κάτι που δείχνει πως όταν ήταν ενεργός ο ρωτακισμός στην ΑΒΡ υπήρχε ακόμα διάκριση στην προφορά μεταξύ μονών και διπλών συμφώνων.

agnellus > βλαχικό njel[u] , ρουμανικό miel

cellārium (κελάρι) > βλαχικό tsilar, ρουμανικό celar

caballus > cavallus > βλαχικό cal[u] και ρουμανικό cal.

Να σημειωθεί τέλος ότι ο ρωτακισμός της ΑΒΡ δεν συμβαίνει κατά κανόνα στα σλαβικά δάνεια (άρα είχε λίγο πολύ ολοκληρωθεί στην ΑΒΡ όταν άρχισαν να εισρέουν τα σλαβικά δάνεια μετά το ~600-650 μ.Χ.), με την εξαίρεση του πρώιμου πρωτοσλαβικού δανείου στην Ρουμανική EPrSlv. *magyla > măgură (măgură). Μετά την σλαβική τροπή *a>o, ο ύστερος πρωτοσλαβικός τύπος *mogyla απαντά σε τοπωνύμια όπως Mogila, Mogilnice κλπ.

Ο ρωτακισμός /N/>/R/

Ο ρωτακισμός του μεσοφωνηεντικού /N/ είναι τυπικό χαρακτηριστικό της Τοσκικής Αλβανικής και της Ρουμανικής.

Υπάρχει μόνον ένας όρος που δείχνει ρωτακισμό και στην Γκεγκική Αλβανική:

*h2neh2t-ih2 «πάπια» (ελληνικό νῆσσα/νῆττα, λατινικό anas) > Πρώιμο Πρωτο-Αλβανικό *anātsa > Ύστερο Πρωτο-Αλβανικό *arātsa > Ρουμανικό rață και αλβανικό rosë (μέσω των τυπικών τροπών ā>ο και *tj>ts>s, λ.χ. motër και pus).

Τόσο στην Τοσκική Αλβανική όσο και στην Ρουμανική αυτός ο ρωτακισμός δεν συμβαίνει στα σλαβικά δάνεια, κάτι που σημαίνει ότι είχε ολοκληρώσει τον κύκλο του γύρω στο ~600-650 μ.Χ.

Ο καλύτερος τρόπος για να παρουσιάσω τον τοσκικό ρωτακισμό είναι μέσα από το αρχαιοελληνικά και λατινικά δάνεια στην Πρωτο-Αλβανική.

Αὐλών/Αὐλώνα > Τοσκικό Vlorë ~ Γκεγκικό Vlonë

μηχανή (mēkhanē) > πρωτο-αλβανικό *mēkânë > Τοσκικό mokër ~ Γκεγκικό mokën (*ē>ā>o, όπως λ.χ. στο IE *mēkwe > *motše > mos ~ ελληνικό μήτε).

λάχανον > πρωτο-αλβανικό *lakânë > Τοσκικό lakër ~ Γκεγκικό lakën

δράπανον > πρωτο-αλβανικό *drapânë > Τοσκικό drapër ~ Γκεγκικό drapën (drapër)

ὀρφανός > λατ. òrfanus > Τοσκικό varfër ~ Γκεγκικό vorfën (varfër)

λατινικό (h)arēna = «άμμος» (λ.χ. βλαχo-ρουμανικό arinã ~ arină) > Τοσκικό rë ~ Γκεγκικό në (rërë)

λατ. campàna > δαλματ. campuàna ~ campuòna > Τοσκικό këmborë ~ Γκεγκικό këmbonë

σπλήν > λατ. splēneticus > Τοσκικό shpretkë (shpretkë)

fēmina > Τοσκικό femër ~ Γκεγκικό femën (femër)

Με τα παραπάνω δάνεια κατά νου, μπορείτε να καταλάβετε την διτυπία στον παρακάτω γνήσιο αλβανικό όρο:

ΙΕ *woinom > Πρωτο-Αλβανικό *waina = «κρασί» > Τοσκικό  verë ~ Γκεγκικό venë (verë)

tosk-rhotacism

Σημειώνω τέλος ότι ο Τοσκικός Ρωτακισμός δεν συνέβη στο Πρωτο-Αλβανικό *-nj-:

castanea > castànja > gështenjë

cuneus > cunju > kunj

Και οι γνήσιοι αλβανικοί όροι:

*meln.-yeh2 > *melanjā (~ ελληνικό μέλας/μέλαινα) > mëllenjë

*wl.kw-ānjā > ujkonjë = «λύκαινα»

Το τελευταίο πρωτο-αλβανικό θηλυκό επίθημα *-ānjā>-ònja απαντά και στην βλαχο-ρουμανική «λύκαινα» μόνο που έχει προσαρτηθεί στον λατινικό όρο για τον «λύκο» lupus.

Βλαχικό lupoanje ~ Ρουμανικό lupoaie

Η διφθογγοποίηση του τονισμένου ò>oa είναι όπως στα poartă, noapte κλπ, ενώ η Ρουμανική «λύκαινα» κανονικά απώλεσε το μετατονικό /n/ (λ.χ. cùneus > cùnju > cui, cotòneus > cutùnju > gutui) . Έχει γλωσσολογικό ενδιαφέρον το ότι η ΑΒΡ διφθογγοποίηση ò>oa στην «λύκαινα» συνέβη στο /o/ που προέκυψε από την Αλβανική τροπή *ā>o, γιατί το υποστρωματικό λεξιλόγιο της ΑΒΡ χωρίζεται σε αυτό που δείχνει την τροπή *(ē>)ā>o, όπως η Αλβανική (λ.χ. cioară, moș) και σε αυτό που δείχνει την τροπή *ā>a (λ.χ. rață, mazăre, balaș).

Ας αφήσουμε τώρα τον Τοσκικό ρωτακισμό του μεσοφωνηεντικού /N/ και ας δούμε το αντίστοιχο φαινόμενο στην Ρουμανική:

minūtus > δημώδες λατινικό *minūntus > runt (mărunt)

cānūtus > δημώδες λατινικό *cānūntus > runt (cărunt)

fenestra > fereastră (fereastră)

Σύμφωνα με τον Andre DuNay, ο Ρουμανικός ρωτακισμός ήταν πιο διαδεδομένος στο παρελθόν, αλλά υποχώρησε επειδή στην Πρότυπο Ρουμανική προτιμήθηκαν οι αρρωτάκιστοι τύποι.

Από την Ιστρο-Ρουμανική αναφέρω τα παραδείγματα:

Rōmāni > Rumâri ~ Rumêri (εδώ)

bene > bine (λ.χ. βλαχικό ghine) > bire (προτελευταίος όρος στην πρώτη λίστα απογόνων)

vinum > vinu > viru > vir (πάντοτε προτελευταίος όρος πρώτης λίστας)

Στην Βλαχική ο ρωτακισμός είναι πάρα πολύ σπάνιος. Το μόνο παράδειγμα που κατάφερα να βρω είναι το «παράθυρο»:

fenestra > fireastrã (fireastrã)

Ο ρωτακισμός /D/>/R/

Αυτός ο ρωτακισμός του μεσοφωνηεντικού /d/ είναι σήμερα τυπικός των Σικελικών ποικιλιών της περιοχής του Παλέρμου (λ.χ. i denti > i renti, με το /r/ ν΄ακούγεται σαν το πολωνικό /rz/ του rzeka). Στον αρχαίο κόσμο το φαινόμενο απαντούσε στην μεν Μικρά Ασία στην Λουβική (λ.χ. para = pada) και στην Παμφυλιακή Ελληνική στην δε Ιταλία συστηματικά στην Ουμβρική και σποραδικά στην αρχαϊκή Λατινική (aduorsum > aruorsum, pedes > peres κλπ). Στην Ουμβρική το αποτέλεσμα του ρωτακισμού δηλωνόταν με «rs» στο λατινικό αλφάβητο και στο εγχώριο αλφάβητο με ένα ειδικό ρω (ř). Η επιλογή των γραμμάτων «rs» στο λατινικό αλφάβητο φέρνει στο νου μου τον σικελικό ήχο που ακούγεται σαν την αρχαϊκότερη εκδοχή του σημερινού πολωνικού /rz/.

rhotacism-d

Από την Παμφυλιακή παραθέτω την παρακάτω επιγραφή (Άσπενδος, 2ος π.χ. αι.):

Epitimidas

Λιμναῖις Ἐπιτῑμίραυ (= Λιμναῖις Ἐπιτῑμίδᾱο)

Γενική του ονόματος Ἐπιτῑμίδᾱς > Ἐπιτῑμίρᾱς.

Ορισμένα αόριστα λήμματα του Ησυχίου που δείχνουν ρωτακισμό δ>ρ, συνήθως θεωρούνται παμφυλιακά, όπως λ.χ. το

ϝείδω > ἀβήρω (ἀείδω, ἀ(β)ηδών, ἀβηροῦσιν = ᾀδοῦσιν)

Για τον Ουμβρικό ρωτακισμό (*pede > peři ~ persi, *ad– > ar/ař/ars– κλπ) παραθέτω τις παρακάτω σελίδες από τον CD Buck:

umbrian-rhotacism

Βρήκα δύο παραδείγματα ρωτακισμού δ>ρ στην Μακεδονία.

Ο Ησύχιος κατέγραψε το λήμμα ῥοῦτο = τούτο (που μάλλον εξηγείται από την εξέλιξη τοῦτο> *δοῦτο > οῦτο), ενώ το θρακικό όνομα Καρβερένθης που απαντά 7 φορές, αποκλειστικά σε επιγραφές της Καλίνδοιας, δείχνει την εξέλιξη –δένθης/ζένθης > –ρένθης.

Karberenthes

Όπως έχω εξηγήσει αλλού, πιστεύω ότι το Θρακικό επίθημα -δένθης/-ζένθης περιέχει το IE *g’enh1-tis που απαντά και στο σλαβικό *zętĭ, με εξέλιξη *g’>dz>d(h), όπως στην Αλβανική (και ενίοτε στο ρουμανικό υπόστρωμα) και την Αρχαία Περσική (λ.χ. αλβανικό *g’enh1-ros > dhëndërr «γαμπρός» ~ διαλεκτικό ρουμανικό dandâr = «ξένος» (< σώγαμπρος) και *h2r.g’i-pyo- «αετός»> αρχαίο Περσικό ardifya ~ Αβεστικό arzifya). 

ardifya

dandar

Ο σιγματικός ρωτακισμός /S/>/Z/>/R/

Ο «σιγματικός» ρωτακισμός είναι το τελευταίο είδος ρωτακισμού που θα περιγράψω. Σε μεσοφωνηεντική θέση ήταν τυπικός στην Λατινική, στον Δυτικό και Βόρειο υποκλάδο του Γερμανικού κλάδου και στην Ερετριακή Ιωνική. Σε τελική θέση, ο σιγματικός ρωτακισμός ήταν τυπικός της Ηλειακής διαλέκτου και της ύστερης Λακωνικής, ενώ απαντά ενίοτε και στην Σανσκριτική, όταν η επόμενη λέξη ξεκινούσε από φωνήεν ή ηχηρό σύμφωνο.

Στην Λατινική το μεσοφωνηεντικό /s/ προφερόταν ως ηχηρό /z/ (λ.χ. μουσική > λατ. musica = /mūzica/). Κάποια στιγμή στην πολύ αρχαϊκή Λατινική αυτό το ηχηρό /z/ ρωτακίστηκε (/z/>/r/), όπως φαίνεται από τα παρακάτω παραδείγματα:

flōs με πλάγιες πτώσεις σε *flōz > flōr (λ.χ. αιτιατική flōrem)

s με παράγωγο *pūz-ulentus > rulentus (pus, purulentus)

*h2ous > *auzis > auris (auris, αλλά auscultō)

*h1eus «καίω» > λατινικό ustiō = «έγκαυμα» με ρήμα zō > ūrō (ustio, uro)

*swesōr > *swezōr > sorōr «αδελφή» (sorōr)

*h2ewsōs > *auzōza > aurōra (aurora)

*h2eus-om > *auzom > aurum = «χρυσός» (aurum)

*g’enh1os > genus με πληθυντικό *g’enh1es-h2 > *geneza > genera

Κατά κανόνα, ο ρωτακισμός δεν συνέβη σε μεσοφωνηεντικό «s»= /z/ που ακολουθείται από /r/ (λ.χ. caesariēs, miser) αν και υπάρχουν μερικές εξαιρέσεις όπως τα soror και aurora που αναφέρθηκαν παραπάνω.

Latin-rhotacism

Στον Γερμανικό κλάδο, όπως ανέφερα, ο ρωτακισμός του μεσοφωνηεντικού *s>z συνέβη στον Δυτικό (λ.χ. Αγγλικά, Γερμανικά) και Βόρειο υποκλάδο (Σκανδιναβικές γερμανικές γλώσσες), αλλά όχι στον Ανατολικό υποκλάδο στον οποίο ανήκε η Γοτθική.

ΙΕ *h2ous- > πρωτογερμανικό *ausô > αγγλικό ear, αλλά γοτθικό auso (ear, auso)

IE *h2kous- «ακούω» > πρωτογερμανικό *hausijaną > αγγλικό hear, αλλά γοτθικό hausjan (hear, hausjan)

Πρωτογερμανικό *batizô = «καλύτερα» > αγγλικό better, αλλά γοτθικό batiza (batizô, better, batiza)

Στο ίδιο φαινόμενο οφείλεται η εναλλαγή was ~ were (was, were) στην Αγγλική.

Τέλος, όπως ανέφερα παραπάνω, ο ρωτακισμός του μεσοφωνηεντικού σίγμα ήταν χαρακτηριστικό της Ερετριακής Ιωνικής και των περιερετριακών διαλέκτων. Η έκταση του ρωτακισμού φαίνεται στον παρακάτω χάρτη.

Σε ένα ενδιαφέρον κεφάλαιο του Greek Personal Names: Their Value as Evidence,” ο Dennis Knoepfler προτείνει πειστικότατα (ακολουθώντας την κατανομή των ονομάτων σε Ὠρωπο- σε Ερέτρια και στην γειτονική Ωρωπία) ότι ο Βοιωτικός Ὠρωπός δεν είναι παρά ο Ἀσωπός προφερμένος με Ερετριακό ρωτακισμό και Ιωνική κράση (λ.χ. ὁ ἀνήρ > ὡνήρ ~ ὁ σωπός > *Ὡζωπός >ρωπός).

Oropos

Επιγραφικά, ο Ερετριακός Ρωτακισμός (s>z>r) φαίνεται στους τύπους ἔχουρι = ἔχουσινδημoρίων = δημοσίων, Ἀρτεμίρια = Ἀρτεμίσια κλπ.

eretrian-rhotacism

Ο ίδιος τύπος ρωτακισμού απαντά σποραδικά σε διάφορες περιοχές στο /s/ πριν από /m/ (λ.χ. σεισμός = /se:zmòs/) και πριν από ηχηρό κλειστό /b,d,g/ (λ.χ. Πελασγός = /Pelazgos/), δηλαδή σε εκείνες τις θέσεις όπου το /s/ προφέρεται ως ηχηρό /z/.

Παραδείγματα:

Περιερετριακά Μίσγος > Μίργος, Μίργων κλπ

Θεσσαλικό και Ερετριακό Θεόσδοτος > Θεόρδοτος

Λακωνικό Θεοκοσμίδᾱς > Θιοκορμίδᾱς

Mirgos

Όταν μετά από ένα τελικό σίγμα ακολουθεί λέξη που αρχίζει από φωνήεν τότε το τελικό σίγμα στην ουσία βρίσκεται σε μεσοφωνηεντική θέση. Επίσης, όταν η επόμενη λέξη αρχίζει από ηχηρό κλειστό /b,d,g/, τότε το τελικό /s/ μπορεί να προφερθεί ως ηχηρό /z/. Στην Βεδική/Σανσκριτική αυτό συνέβη στον «Όφιν τὸν Πυθμένιο» *h3ogwhis bhudhnios > Ahir Budhnya. Ενώ εν γένει η λέξη ahi = «ὄφις» προφέρεται χωρίς το τελικό /s/, στην συγκεκριμένη φράση το /s/ επιβίωσε και ρωτακίστηκε, επειδή ακολουθεί ηχηρό κλειστό /b/.

Ahir

Στην Ηλειακή, αυτός ο ρωτακισμός του τελικού σίγμα εμφανίζεται ήδη στις παλαιότερες επιγραφές, πολλές φορές ταυτόχρονα με κανονικό /s/. Από τον 4ο π.Χ. αιώνα και μετά ο τελικός ρωτακισμός γίνεται κανόνας στην Ηλειακή διάλεκτο και λίγο αργότερα γίνεται κανόνας και στην Λακωνική (λ.χ. ἀσκός > ἀκκόρ).

final-rhotacism

Από την Ηλειακή επιγραφή αναφέρω τα: τᾶρ πόλιορ = τᾶς πόλιος, τοῖρ ἄλλοιρ προξένοιρ καὶ εὐεργέταιρ κλπ.

Από την Λακωνική επιγραφή που παρέθεσα: Εὐδόκιμορ Δᾱμοκράτεορ = Εὐδόκιμος Δᾱμοκράτεος, Ἀριστείδᾱρ = Ἀριστείδᾱς.

38 Comments

Filed under Γλωσσολογία, Ινδοευρωπαϊκά θέματα

38 responses to “Ο ρωτακισμός ως γλωσσολογικό φαινόμενο

  1. Simplizissimus

    Εξαιρετικό και το σημερινό. Αλλά διατί λαμπρέ νέε, υμείς ο Σάθας του 21ου αιώνος, αποσιωπάτε ότι το τοπωνύμιον Μογλενίτσας υπάρχει και εν Ελλάδι; Ούτως ονομάζεται ο ποταμός όστις διαρρέει την πόλη της Εδέσσης. Διατί το αποκρύπτετε από τους αναγνώστας σας, κύριε Σμερδαλέε, και τρέχετε να βρείτε Μογλενίτσας εις τα πέρατα της Πολωνίας; 🙂

    • Χαχαχα … παραδέχομαι σχόλιο «Βαταλιστί»!

      Ο Μογλενίτσας (σλαβιστί η Moglenica/Meglenica) είναι το «ποτάμι που έρχεται από τα Μογλενά» (Moglena/Meglen) και δεν ξέρω αν αυτό το τοπωνύμιο προκύπτει από *mogyla = «λόφος» ή από το *mĭgla = το σλαβικό ξαδελφάκι του ελληνικού «ομίχλη» (*h3mig’h-leh2).

      Οι σλαβικοί τύποι (σλαβομακεδονικό Meglen ~ Βουλγαρικό Mǎglen) είναι ενδεικτικοί της δεύτερης ετυμολόγησης (λ.χ. βουλγαρικό mǎglá).

      Στην Ελλάδα οι απόγονοι του *mogyla (πρώιμο *magyla) είναι τα «μάγουλα» και ένα σωρό τοπωνύμια σε Μαγουλ- (λ.χ. Μαγούλα Λακωνίας, Μαγούλα Θεσσαλίας κλπ).

  2. Johnnie_R

    «Θα είμαι ευγνώμων σε όποιον αναγνώστη μπορεί να μου πει το όνομα του Ολύμπου στην Βλαχική»

    Elimu?
    Δεν έχω ιδίαν αντίληψη, αλλά αυτό άκουσα εδώ: https://www.youtube.com/watch?v=cZk9jIBmRGU

    Πώς εξηγείται όμως αν όντως είναι το όνομα, η αποβολή του «p»;

    • Χίλια ευχαριστώ Johnny! Δεν ξέρω για την αποβολή του /p/, αλλά το αρκτικό /e/ το υποψιαζόμουν γιατί Έλυμπους είναι το παραδοσιακό όνομα του Ολύμπου σε Ημαθία και Πιερία.

      Προϊόν i-μετάλλαξης /oli-/ > /eli-/ όπως άροτρον > αρότριον > αλότρι > αλέτρι.

      Είναι ο ίδιος μηχανισμός με τους ανώμαλους αγγλικούς πληθυντικούς του τύπου foot-feet και tooth-teeth (πρωτογερμανικά fōts-fōtiz και tanþs-taiz αντίστοιχα) και το γερμανικό και αλβανικό λατινικό δάνειο calix/calicem > Κelch και qelq αντίστοιχα.

      Τώρα για την απλοποίηση/αφομοίωση mp>mb>m(m) πρέπει να το ψάξω περισσότερο, γιατί απ΄ότι βλέπω η Αρουμανική συνήθως το διατηρεί εκεί που οι άλλες ρωμανικές ποικιλίες το χάνουν λ.χ.:

      plumbum = «μόλυβδος» > βλαχ. pljumbu αλλά ισπανικό plomo, πορτογαλικό promo και ναπολιτάνικο cchiummo (με τροπή pj >kj όπως στο βλαχικό pjatrã > kjatrã)

      columba/columbus = «περιστέρι» > βλαχ. culumbu αλλά καταλανικό colom και σικελιανό culumma

      Πάντως, όπως είδες, η τροπή mp>mb>m(m) είναι φαινόμενο που εν γένει συμβαίνει εδώ και εκεί.

      • Μανούσος

        Πάντως Έλυμπος και στην Κάρπαθο

        ;

      • Πρόκειται για i-μετάλλαξη από την εποχή που το «υ» προφερόταν ακόμα /ju/: Oljumbos > Eljumbos > Elimbos, όπως ἄροτρον > ἀρότριον > ἀλότριον > ἀλέτριον > αλέτρι

  3. Johnnie_R

    Νομίζω (χωρίς να είμαι απόλυτα σίγουρος) ότι στα βλάχικα το “περιστέρι” είναι “pâlump” ή κάπως έτσι, παρόμοιο με το αλβανικό “pellumb” και συγγενές με το ισπανικό “paloma” (?)… Όσον αφορά την εξέλιξη mp > mb > mm > m, ψάχνω να βρω από μνήμης κάποιο παράδειγμα ακόμη, αλλά δεν μου έρχεται😇. Το αντίθετο πάντως γίνεται: π.χ. flammulus > hlambură (φλάμπουρο, σημαία), mulier > mljare (γυναίκα), αλλά έχω ακούσει και “bljari” (Αβδέλλα νομίζω). Καλό απόγευμα σε σένα και τους αναγνώστες σου!

    • Ναι και pârumbu. Τα λατινικά columbus/palumbus πάνε μαζί (το δεύτερο είναι μάλλον πρώιμο οσκο-σαβελλικό δάνειο στην Λατινική και ομόρριζο το columbus, μαλλον από το πρωτο-ιταλικό *kwolombos).

      Το mulier > mljare > bljari είναι αναμενόμενο ml>mbl>bl, όπως το αρχαιοελληνικό *mr.tos > μροτός > μβροτός > βροτός και το νεοελληνικό χαμηλός > χαμλός > χαbλός ορισμένων διαλέκτων.

      Το φαινόμενο ονομάζεται «ομοργανική επένθεσις» (n/m..r/l > nd/mb..r/l) και είναι το ίδιο με το ο ανήρ > του ανρός > ανδρός.

      Το /b/ στο flammula > flamula > flãmburã = φλάμπουρο είναι η ίδια ομοργανική επένθεση και btw είναι χλάμπουρο με /h/ και στο Ρουμλούκι.

      Πιστεύω ότι το η τροπή f>h συνέβη λόγω της ουράνωσης flam- > fljam- > hljam- (λ.χ. flamma > fleamã, clavis > cljae) γιατί η τροπή f>h είναι κανονικότατη στην βλαχική πριν από i/j (λ.χ. filius > hilju, ferrum > hjeru, ficus > hicu).

      Καλό απόγευμα και σε σένα και πάλι ευχαριστώ για το Elimu!

  4. George

    Το περίεργο είναι πως και στην διάλεκτο που μιλούν στα Ανώγεια της Κρήτης υπάρχει έντονος ρωτακισμός (ίσως και στα Σφακιά και σίγουρα και στην Απείρανθο στη Νάξο) πριν τα μακρά φωνίεντα. Υπάρχει σχετική έρευνα γι’αυτό;

    • Τι είδος ρωτακισμού υπάρχει στη Κρήτη; Ποιο ακριβώς είναι το σύμφωνο που ρωτακίζεται στην Κρήτη;

      • George

        Στα ανώγεια συγκεκριμένα το λάμδα σε κάποιες συλλαβές προφέρεται ως παχύ λάμδα, σχεδόν ρω (καλά > καρά, λάδι > ράδι, γάλα > γάρα)

        Σε αυτό το λίνκ φαίνεται πως υπάρχουν δύο λάμδα (αν και απο οτι βλέπω δεν είναι μόνο πριν τα μακρά, είναι λιγο αυθαίρετο το πότε χρησιμοποιείται https://youtu.be/Et_dpfs_hiA?t=3m20s)

      • Δώσε αν θέλεις τη χρονική στιγμή του βίντεο όπου υπάρχει παράδειγμα ρωτακισμού, γιατί δεν μπορώ να το παρακολουθήσω όλο.

      • George

        Στο 3.24 όπου λέει “καθαρίζω άλλον ένα” και αμέσως μετα “δεν εκατάλαβα” , δεν είναι ρωτακισμός;

      • Κώστας

        Πρόκειται για το ανακεκαμμένο προσεγγιστικό [ɻ] και πραγματώνεται πριν από τα φωνήεντα /ο, a, u / (για περισσότερες λεπτομέρειες εδώ, σ. 10-12).

      • Ωραίος Κώστα. Ευχαριστώ.

  5. Markos

    Θα ήθελα σας παρακαλώ να σας κάνω κάποιες ερωτήσεις, μη διάκριση ρ- λ- όπως εμφανίζεται στην Γραμμική β αρχαία Αιγυπτιακή αλλά και στη σύγχρονη Ιαπωνική που οφείλεται; Επίσης αν μπορείτε δώστε μου μερικές πληροφορίες για την μετατροπή του –δ σε -λ όπως συμβαίνει στην Λατινική. Εννοώ το Sabine –l . Το φαινόμενο αυτό αναπτύσσεται και σε άλλες γλώσσες; Που οφείλεται;

    • Γεια σου Μάρκο. Για την αρχαία Αιγυπτιακή και Ιαπωνική δεν ξέρω, αν θες ΙΕ παράδειγμα ο ρωτακισμός l>r είναι χαρακτηριστικός στον Ινδο-Ιρανικό κλάδο λ.χ. *wl.kw-os = «λύκος» και *pl.h1-nos = «πλήρης» > σανσκριτικά vr.ka = «λύκος» και pūrṇa- = «γεμάτος, πλήρης».

      Από εκεί και μετά, στην Γραμμική Β δεν υπήρχε αληθινός ρωτακισμός, απλά το ίδιο σύμβολο απέδιδε στο γραπτό λόγο και τα δύο υγρά ένηχα /r/ και /l/. Εντελώς συμβατικά εμείς σήμερα αποδίδουμε το σύμβολο ως «r» (λ.χ. qa-si-re-u = gwasileus = βασιλεύς). Θα μπορούσαμε κάλλιστα να γράφαμε qa-si-le-u και do-lo = δῶρον, αλλά προτιμήθηκε η απόδοση με /r/ (qa-si-re-u, do-ro). Ωστόσο, αυτή η γραπτική συνήθεια που οι Μυκηναίοι κληρονόμησαν από τους ομιλητές της γλώσσας που αποδίδει η Γραμμική Α, ίσως να λέει κάτι για την ίδια την γλώσσα της Γραμμικής Α. Ενδεχομένως εκεί να υπήρχε ρωτακισμός και γι΄αυτό, οι ομιλητές να επέλεξαν να αποδώσουν με ένα σύμβολο τα δύο υγρά. Φυσικά, αυτό είναι απλή υπόθεση.

      Τώρα στο που οφείλεται ο ρωτακισμός L>R εκεί που όντως απαντά, νομίζω πως ο βασικότερος λόγος είναι η ομοιότητα των δύο φθόγγων. Ωστόσο, υπάρχουν ορισμένες θέσεις όπου αυτός είναι πιο συχνός, λ.χ. στην Νεοελληνική ο ρωτακισμός είναι πιο συχνός σε προσυμφωνική θέση (λ.χ. αδερφός, Βούργαρος, κόρφος).

  6. Markos

    Σας ευχαριστώ πάρα πολύ και θα ήθελα να σας δώσω τα συγχαρητήρια για το μπλοκ που έχετε δημιουργήσει . Οι πληροφορίες που μας δίνεται είναι εκπληκτικές.
    Δεν σας κρύβω ότι είχα την εντύπωση ότι η Μυκηναϊκή δεν έκανε διάκριση μεταξύ –ρ και –λ
    ενώ πίστευα ότι ο ρωτακισμός που παρατηρείται σε μερικές περιοχές στη σημερινή ορεινή Κρήτη (Ανώγεια Σφακιά και αλλού ) ότι προέρχεται από την εποχή αυτή (κάτι σαν ζωντανό απολίθωμα).
    Αλήθεια πια γλώσσα πιστεύεται ότι αποτυπώνεται στην Γραμμική Α: ,Σημιτική, Ινδοευρωπαϊκή ή κάποια άγνωστη Ευρωπαϊκή ;
    Και πάλι σας ευχαριστώ .

    • Αλήθεια πια γλώσσα πιστεύεται ότι αποτυπώνεται στην Γραμμική Α: ,Σημιτική, Ινδοευρωπαϊκή ή κάποια άγνωστη Ευρωπαϊκή ;
      Και πάλι σας ευχαριστώ.

      Μάρκο μου αν μπορούσα να απαντήσω σ΄αυτήν την ερώτηση θα ήμουν διάσημος! 🙂 🙂

      Χωρίς να έχω την παραμικρή βεβαιότητα, προς στιγμή βρίσκω ενδιαφέρουσα την «Λουβική» θεωρία του Palmer ότι η Γραμμική Α και η Μινωική γλώσσα μπορεί να είναι κάποια μορφή Ανατολιακής ΙΕ. Η Γόρτυνα της Κρήτης και η Γορτυνία της Αρκαδίας είναι ΙΕ τοπωνύμια, αλλά δεν είναι ελληνικά. Ταιριάζουν πάρα πολύ στην λουβική λέξη gurta = «ακρόπολις».

      Ίσως αυτό να εξηγεί την πεποίθηση των αρχαίων συγγραφέων ότι οι (Ετεο-)Κρήτες και οι Κάρες συγγένευαν.

      Και ίσως αυτό να εξηγεί γιατί ορισμένοι έχουν προτείνει ότι το όνομα «Γολιάθ» (και σύμφωνα με την Παλαιά Διαθήκη, οι Φιλισταίοι κατάγονταν από την Kaphtor) είναι σημιτική παραφθορά ενός ανατολιακού ονόματος όπως το λυδικό Αλυάττης και το Καρικό όνομα Ουλιάτης.

      The name “Goliath” itself is non-Semitic and has been linked with the Lydian king Alyattes, which also fits the Philistine context of the biblical Goliath story.[15] A similar name, Uliat, is also attested in Carian inscriptions[16] Aren Maeir, director of the excavation, comments: “Here we have very nice evidence [that] the name Goliath appearing in the Bible in the context of the story of David and Goliath … is not some later literary creation.”[

      • Markos

        Ευχαριστώ

      • Πάντως αν σ΄ενδιαφέρει το θέμα της ετεοκρητικής γλώσσας που μιλιόταν στα όρη της δυτικής Κρήτης, όπου ζούσαν οι Κύδωνες, υπάρχουν κάποια μη Ελληνικά ονόματα σε Τασκ- και Ορυ- Ορου- που απαντούν μόνο σε εκείνη την περιοχή και έχουν συγκριθεί με αντίστοιχα Ανατολιακά (Χειττιτολουβικά και Πισιδικά).

        Σε αυτό το βιβλιο εδώ, ο Nick Secunda αναφέρει τα εξής ονόματα:

        http://imgur.com/a/R4fwq

      • Μανούσος

        Νομίζω είναι παρακινδυνευμένη η σύνδεση Γολιάθ-Αλυάττη για τους εξής λόγους:
        Ο Γολιάθ έχει σκληρό g ως πρώτο φθόγγο το οποίο σημαίνει ότι δεν θα μπορούσε να εκπέσει εύκολα στην εβραϊκή, ούτε όμως και να προστεθεί καθώς σε τέτοια περίπτωση θα απαιτούσε την προΰπαρξη ενός άιν ή άλεφ ή κοφ. Αν πάλι το γκ είναι αρχικό τότε θα μετατρεπόταν σε μαλακό γ ή σε χεθ (είτε λαρυγγικό είτε γλωττιδικό) και άρα η ρίζα θα ήταν αυτομάτως σημιτική.
        Άλλωστε το άτονο μακρό α με κάμετς (προφέρεται ο Γο-λιάθ) παραμένει αμετάβλητο στην εβραϊκή από την πρωτοσημιτική άρα δεν είναι υποχρεωτικό να προέρχεται από κάποιο μακρό α με προφορά α ή από κάποιο ου. [Brockelmann, Grundriß der Vergleichenden Grammatik der semitischen Sprachen σελ. 128, 142). Ακόμη και η κατάληξη -αθ με το α μακρό μου φαίνεται σαν σημιτική εξομάλυνση (αν το όνομα δεν είναι σημιτικό) καθώς είναι μία πολύ παραγωγική κατάληξη όμως για θηλυκά . Επίσης η τροπή του μακρού α σε ο στα εβραϊκά (και σε γύρω σημιτικές γλώσσες) προϋποθέτει υπόστρωμα όπου στην υποστρωματική γλώσσα λείπει το μακρό α.

      • Μανούσο, δεν ξέρω τίποτε για την φωνολογία των Σημιτικών γλωσσών και πως αυτές αποδίδουν τα δάνεια.

  7. Markos

    Πράγματι όλα οδηγούν στις γλώσσες τις Ανατολίας .
    Μήπως μπορείτε να μου πείτε ξανά τον τίτλο του βιβλίου γιατί η παραπομπή με οδηγεί σε κάποιο με διαφορετικό συγγραφέα .Δεν ξέρω αν κάνω λάθος.

    • Το βιβλίο είναι το Alternatives to Athens, επιμέλεια Roger Brock & Stephen Hodkinson. Τα κεφάλαια έχουν γραφεί από διάφορους συγγραφείς που συμμετείχαν σε συνέδριο που έγινε το 1992 στο Μάντσεστερ με θέμα η πολιτική οργάνωση των λοιπών Ελλήνων πέρα από τους Αθηναίους.

      Επειδή η Αθηναϊκή δημοκρατία έχει γίνει σλόγκαν που έχει καλύψει τις υπόλοιπες μορφές ελληνικής πολιτικής οργάνωσης, τα κεφάλαια του βιβλίου δεν όλο τον υπόλοιπο ελλαδικό χώρο.

      Ο Nick V. Sekunda γράφει το τελευταίο κεφάλαιο για το Κοινό των Πολιχνιτών στην Δυτική Κρήτη (Land-use, Ethnicity and Federalism in West Crete) και, στις πρώτες σελίδες περιγράφει ορισμένα πράγματα για την ετεοκρητική γλώσσα που μιλιόταν στα όρη της δυτικής Κρήτης και τις πληροφορίες από τον Όμηρο μέχιρ τον Στράβωνα για την δημογραφική κατάσταση στη δυτική Κρήτη.

  8. Markos

    Καλημέρα .Σας ευχαριστώ για τις πληροφορίες.

  9. Pingback: Τρεις διαλυμένοι οικισμοί κοντά στο χωριό Καστράκι Καλαμπάκας-Ρουξιόρι, Τριστιανός, Ρίγκλαβo – TrikalaVoice

  10. spyridonv

    Καλησπέρα, Σμερδαλέε. Είδα ότι ως Pingback στην ανάρτησή σου αυτή για τον ρωτακισμό έβγαλε μια πρόσφατη μελέτη μου για τρεις διαλυμένους οικισμούς κοντά στο χωριό Καστράκι Καλαμπάκας (https://www.academia.edu/40959690), όπου έχω απλώς link προς την εδώ σελίδα (κι όχι κανονική παραπομπή. Δυσκολεύομαι να έχω παραπομπές προς ιστολόγιο ανωνύμου, όσο κι αν το θεωρώ αξιολογότατο!). Μπορείς να ρίξεις μια ματιά στις ετυμολογήσεις μου στα —ενδιαφέροντα ετυμολογικώς— τοπωνύμια και υδρωνύμια και να μου πεις τη γνώμη σου. Θα το εκτιμούσα. Ευχαριστώ προκαταβολικώς.

    • Σπυρίδων, θα σου απαντήσω αργότερα το βράδυ.

    • Καλημέρα, Σπυρίδων.

      Μόλις διάβασα το άρθρο σου και κάνω τις εξής παρατηρήσεις για τα τοπωνύμια.

      1) Ρουξιόρι. Μου άρεσε η ετυμολόγηση από το βλαχικό υποκοριστικό luncușoară: ελλην. *Λουγκουσιόρι > Λουγκσιόρι > Λουξιόρι > Ρουξιόρι.

      2) Τριστιάνος/Τριστενίκος. Όντως η πιθανότερη ετυμολόγηση είναι το σλαβονικό τοπωνύμιο *Trĭst-ěn-ikŭ. Τα επίθετα σε -ěn- είναι συσχετιστικά (στη συγκεκριμένη περίπτωση «τόπος με καλάμια»), λ.χ. OCS drěvo = «ξύλο» > drěv-ěn-ŭ = «ξύλινος».

      Η εναλλαγή -εν-/-ιαν- στα Τριστενίκος/Τριστιάνος μπορεί να εξηγηθεί με δυο τρόπους:

      α) Ενδοσλαβική εξήγηση: οφείλεται σε «εκαβική/γιακαβική» διτυπία του γιατ (ě), λ.χ. lěska = «φουντούκι» > εκαβικό Leskovec = γιακαβικό Lyaskovets (λ.χ. Λιασκοβέτσι Ιωαννίνων). Παρόμοιο γιακαβισμό βλέπουμε και στο επίθετο *sěrikavŭ > *syarikavŭ > σιάργκαβος = «γκριζωπός».

      β) Βλαχική διαμεσολάβηση: ο τύπος Τριστιάνος μπορεί να εξηγηθεί από την εφαρμογή της βλαχικής/ΑΒΡ μεταφωνίας (λ.χ. ρουμ. septem > *seapte > syapte > șapte, petra > piatră) στον τύπο *Τριστένος. Η ΑΒΡ δείχνει αυτήν την εξέλιξη στο σλαβικό επίθημα –ěn-inŭ > ρουμ. ean, λ.χ. το ρουμανικό και βλαχικό muntean(u) = «βουνίσιος, ορεινός».

      3) Ρίγκλαβο. Προσθέτω μία ακόμα ετυμολογική υπόθεση. Τρίγκλαβο > [Ντρίγκλαβο >] Ρίγκλαβο (με απλοποίηση dr>r).

      Ο σλαβονικός όρος triglavŭ σημαίνει «τρικέφαλος, τρίκορφος/τρικάρανος», λ.χ. το σλοβενικό ορωνύμιο Triglav.

      Η άποψη του Ασημάκη Στάθη ότι το σλαβικό συσχετιστικό επίθημα -ovo έχει κάποια σχέση με τον λατινικό όρο ovis = «πρόβατο» πρόκειται για αστείο ισχυρισμό ανθρώπου που δεν έχει ιδέα από σλαβική και εν γένει ΙΕ γλωσσολογία. Το σλαβικό συσχετιστικό μόρφημα -ov- ανάγεται σε ΙΕ *-ew- (ε-βαθμός ablaut της IE κατάληξης *-u-, λ.χ. ϝάστ-υ > ϝαστ-έϝ-ιος > ἀστεῖος) που τράπηκε σε *-ow- > *-aw- κατά την κοινή βαλτοσλαβική περίοδο και το -aw- κατέληξε στην μορφή -ov- μετά την ύστερη πρωτοσλαβική τροπή a>o (περ. 800 μ.Χ.).

      Η σειρά φωνολογικών εξελίξεων είναι παρόμοια με εκείνη του επιθέτου *newos = «νέος»:

      ΙΕ *newos > κοινό βαλτ/σλβ. *nowos > *nawas > ύστερο πρωτοσλαβικό *novŭ

      Όπως στην ελληνική το υ-ληκτο επίθετο θρασ-ύς έχει πληθυντικό θρασ-έϝ-ες > θρασεῖς, έτσι και στην εκκλησιαστική παλαιοσλαβονική το υ-ληκτο ουσιαστικό dom-ŭ «σπίτι» έχει πληθυντικό *dom-ew-es > domove.

      Η ίδια κλίση υπήρχε στην πρώιμη πρωτοσλαβική, με την διαφορά ότι πριν το 800 μ.Χ. δεν είχε ακόμα συμβεί η τροπή a>o, άρα ήταν *dam-u / *dam-aw-e.

      Όταν οι κυριλλομεθοδιανοί μεταφραστές χρειάστηκε να μεταφράσουν στην εκκλησιαστική παλαιοσλαβονική την ελληνική φράση «ὁ τοῦ τέκτονος υἱός» για τον Χριστό, την απέδωσαν ως tekton-ovŭ synŭ (κυρ. «ο τεκτόνιος υιός», όπως λέμε Αίας ο Τελαμώνιος = «υιός Τελαμώνος»), ακριβώς όπως το ρωσικό και βουλγαρικό επώνυμο Ivanov σημαίνει «Γιαννόπουλος» (κυρ. «Ιβάνιος (γιος)» = «γιος του Ιβάν/Γιάννη»).

      Περισσότερα εδώ και ειδικότερα εδώ.

      4) Αβρανίτσα. Μάλλον μου φαίνεται για μεταθετική παραλλαγή του *Αβαρνίτσα (πρώιμο πρωτοσλαβικό (j)avarĭnica > ύστερο πρωτοσλαβικό (j)avorĭnica) από τον σλαβικό όρο για «σφενδάμι», πρβ. βουλγ. Yavornitsa, χωρίς όμως να αποκλείω την περίπτωση να πρόκειται για τον πρωτοσλαβικό όρο *ravŭ > rovŭ = «χαντάκι» (rav- > arv- > avr-). Απλώς, η δεύτερη υποθεση προϋποθέτει δύο ανεξάρτητες μεταθέσεις (rav- > arv- και arv- > avr-).

      • spyridonv

        Ευχαριστώ πολύ για την εμπεριστατωμένη απάντηση. Οι μελέτες του Ασημάκη Στάθη εδώ (https://drive.google.com/file/d/18CAqDiuo1RqZXfxXlmbByBzMi5a8WKVg/view?usp=sharing και http://www.kozlib.gr/kozlib_new/wp-content/uploads/2014/08/asimakis-toponimia.pdf), μήπως εγώ δεν μετέφερα καλά τι γράφει.
        Θα σε «εκμεταλλευτώ» και σε άλλες περιπτώσεις (π.χ. για την ετυμολογία του μεσαιωνικού ονόματος της Καλαμπάκας «Σταγοί», που έχω μελετήσει, αλλά δεν δημοσιεύω ακόμη, γιατί ψάχνω / συμπληρώνω τα ακριβή ιστορικά καθέκαστα της μετάβασης από το Αἰγίνιον στους Σταγούς κι από κει στην Καλαμπάκα). Φαντάζομαι ότι σου σπαν τα νεύρα πολλοί που στέλνουν ή ρωτάνε διάφορα (😊), αλλά …θα το τολμήσω στο μέλλον.
        Ευχαριστώ…

      • μήπως εγώ δεν μετέφερα καλά τι γράφει.

        Το ερώτημα που θα έπρεπε να είχες θέσει είναι αν ο Ασημάκης (τον οποίο αποφάσισες να χρησιμοποιήσεις ως πηγή) είναι γλωσσολόγος ή όχι κι αν δεν είναι, αν πρόκειται για άνθρωπο για κάποια γνωστική επάρκεια επί του θέματος (κάτι που προϋποθέτει θεμέλια γενικής ΙΕ γλωσσολογίας και ειδικής σλαβικής μορφολογίας και λεξιπλασίας) ή για τον συνήθη παναδαήμονα Βαλκάνιο αγύρτη με άποψη.

        Απο τον όρο dom/domovi = «οίκος/οίκοι» οι Σερβο-Κροάτες, Σλοβένοι και Τσέχοι έπλασαν τον παράγωγο όρο domov-ina (zemlja) = «πατρίδα» («τα οικεία ήθη» που λέει κι ο Προκόπιος ή το αγγλικό homeland). Οι Βούλγαροι και οι (Βορειο)Μακεδόνες έπλασαν τον όρο «πατρίδα» από τον όρο tatko/tatk-ovci = «πατέρας/πατερ-άδες» > tatk-ov-ina = «πατρίδα».

        Ο σλαβικός όρος για το «πνεύμα» είναι duχŭ. Το παράγωγο σερβοκροατικό επίθετο «πνευματικός» είναι duχovni και ο «πνευματικός (ιερέας)» στους ορθόδοξους σλάβους είναι duχovnik.

        Η περίπτωση του Ασημάκη ισοδυναμεί με κάποιον που διατυπώνει απόψεις περί καρδιολογίας πιστεύοντας ότι η καρδιά βρίσκεται στο γόνατο και όχι στο μεσοθωράκιο. Όποιος επιλέγει να λαμβάνει καρδιολογικές συμβουλές από έναν τέτοιο άνθρωπο (και όχι παό έναν καταξιωμένο καρδιολόγο), νομίζω πως είναι άξιος της μοίρας του.

  11. Νίκος

    Υπάρχει και ο ρωτακισμός του τύπου /ð/ > /r/. Καλό παράδειγμα για αυτό αποτελεί η διάλεκτος της Σίλλης πχ ρώνου “δίνω”, ρέκα “δέκα”, ρόντζι “δόντι”, ρώρεκα “δώδεκα” κλπ https://imgur.com/ehZDq5y

    • Γεια σου Νίκο. Έτσι. Κάποια από τα παραδείγματα ρωτακισμού του /d/ που περιέγραψα, δεν αποκλείεται να πέρασαν από μεταβατική τριβόμενη φάση (d>δ>r).

  12. Ιήτης

    Ἐπῑμίδᾱο / Ἐπῑτιμίδᾱο

  13. Jaçe

    Επειδή στην γκέγκικη δεν υπάρχουν ίχνη ρωτακισμού, το *anātsa παίζει να είναι λάθος και προτείνω την άποψη του Topalli, που βγάζει το rosë (πάπια) από μία πρωτοαλβανική βάση erā(d) + së επίθημα, συνδέοντας το με το ελληνικό ερωδιός.
    Πτώση του μη τονισμένου e βγάζοντας το r σε αρκτική θέση.

    • Καλημέρα, Jaçe. Είναι εύστοχη η παρατήρηση ότι, αν ξεκινήσουμε από την ετυμολογική υπόθεση του PAlb *anātjā, τότε η γκεγκική θα έπρεπε να είχε **nosë και όχι rosë και, παράλληλα, σε κάποια ρουμανική διάλεκτο θα έπρεπε να υπήρχε ο τύπος **nață δίπλα στο rață.

Leave a comment

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.