Η Ρουμλουκιώτικη διάλεκτος #4

(συνέχεια από το μέρος #3)

Σε αυτήν την τέταρτη και τελευταία ανάρτηση, θα συνεχίσω με την παρουσίαση ορισμένων λημμάτων του ρουμλουκιώτικου λεξιλογίου.

1) Το κατσούλ΄ (κατσούλι) , ο σαϊάς (σαγιάς) και τα δούλια

Πρόκειται για τρεις όρους που χαρακτηρίζουν μέρη της τοπικής παραδοσιακής ενδυμασίας των γυναικών. Πρέπει εδώ να πω ότι έχει αναπτυχθεί ένας μύθος με αυτήν την παραδοσιακή φορεσιά, που μπορεί να περιέχει έναν κόκκο αλήθειας. Ο κόκκος αλήθειας είναι το ότι η παραδοσιακή φορεσιά των γυναικών μάλλον είναι παραλλαγή της βυζαντινής στρατιωτικής ενδυμασίας. Η νεότερη μυθολογική υπερβολή (1900 και έπειτα) είναι η αναγωγή «στην Μακεδονία του Μιγαλʲέξαντρου».

Το κατσούλι είναι το γυναικείο κάλυμμα της κεφαλής. Η λέξη «κατσούλι» με τη σημασία «κάλυμμα της κεφαλής» απαντά και στο αλβανικό kësulë/kaçule , στο βλαχο-ρουμανικό căciulă και στο βενετσιάνικο caciòła. Η ετυμολογία της λέξης δεν είναι βέβαιη, αλλά αυτή που περισσότερο συζητιέται είναι εκ του λατινικού casula = «σπιτάκι/καλυβάκι» (> «καλυμματάκι»).

Εγώ έχω να προτείνω μια άλλη ετυμολόγηση από το λατινικό caput = κεφάλι. Στα λατινικά, το «κάλυμμα της κεφαλής» ήταν capitium, ενώ ανάμεσα στις σημασίες του όρου capitulum (ορισμός IIB) είναι και το «γυναικείο κάλυμμα κεφαλής».

Αν επομένως ξεκινήσουμε από τον λατινικό όρο *capitèola = «κάλυμμα της κεφαλής», μπορούμε αβίαστα και κανονικότατα να παράξουμε όλους τους θυγατρικούς όρους.

1) Απώλεια του ατόνου /i/: capitèola > captèola

2) Απλοποίηση του συμπλέγματος pt>t όπως στο βαπτίζω > λατινικό baptizo > βλαχικό tedz ~ batiz και ρουμανικό boteza (η τροπή a>o είναι σλαβική επίδραση λ.χ. Calendae > κόλιντα = σλαβ. kolede = «κάλαντα»), δηλαδή captèola > catèola

3) Τροπή o>u catèola > catèula

4) μετατόπιση του τόνου και τροπή του άτονου πλέον e>i>j: catèula > catjùla λ.χ. pùteus «πηγάδι» > pùtju > pòtso (ιταλικό pozzo) > βλαχικό pùtsu ~ ρουμανικό puț

Ο όρος catjùla είναι η πηγή του αλβανικού sulë (λ.χ. puteus > putju > αλβανικό pus)

5) Η αλλαγή τόνου είχε την εξής συνέπεια στην Ανατολική Βαλκανική Ρωμανική (πρόγονος βλαχικής και ρουμανικής). Όταν το σύμπλεγμα -tj- ανήκει σε τονισμένη συλλαβή τότε τρέπεται σε -tj- > -kj- > -tš- [=č] και όχι σε -tj- > -ts- (λ.χ. pùtsu παραπάνω). Την διαδικασία αυτή την εξηγεί ο Andre Du Nay στην παρακάτω σελίδα (συγγνώμη για το πρόβλημα με τα ειδικά σύμβολα που έχει το pdf του Du Nay που έχω βρει):

fetiolus

Παραθέτει τα παρακάτω παραδείγματα:

λατινικό fetiòlus > fetjòlu > fekjòrufečoru > βλαχικό fičòr ~ ρουμανικό feciòr «παιδί, αγόρι»

λατινικό tītiō/tītiònem > titjòne > tikjòne > tičùne> βλαχικό tičuni ~ ρουμανικό tăciune «ξύλο/κάρβουνο που σιγοκαίει χωρίς φλόγα» (λ.χ. ιταλικό tizzòne)

Άρα, για τα δεδομένα της Ανατολικής Βαλκανικής Ρωμανικής η εξέλιξη catjùla > cakjùla > cačulă είναι απόλυτα φυσιολογική και εξηγεί τον βλαχο-ρουμανικό όρο caciulă που πέρασε στην ελληνική ως κατσούλα/κατσούλι και ξαναεισήλθε στην αλβανική ως kaçule.

Γι΄αυτό το λόγο, εγώ προσωπικά βλέπω πίσω από το «κατσούλι» το αμαρτύρητο λατινικό *capitèola = «κάλυμμα κεφαλής» ως παραλλαγή των μαρτυρημένων capitium και capitulum.

Πάμε τώρα στο σαϊά (σαγιάς) που είναι το ένδυμα που καλύπτει το σώμα. Η ετυμολογία είναι εύκολη. Η απώλεια του μεσοφωνηεντικού /γ/ θυμίζει την εξέλιξη ραγιάς > ραϊάς. Στη Λατινική sagum = «χοντρή μάλλινη κουβέρτα, στρατιωτικός χιτώνας» και sagulum = «μικρότερος στρατιωτικός χιτώνας, όπως ο πορφυρόχρωμος των στρατηγών». Ο δε όρος sagulātus δήλωνε «αυτόν που φορούσε sagulum» (λ.χ. comites sagulati = «σαγουλοφόροι κόμητες»). Ο όρος πέρασε στην ελληνική ως σάγος και σαγίον.

Πως τα έφερε η τύχη και το σλαβικό φύλο που εγκαταστάθηκε στο Ρουμλούκι έφερε το όνομα «Σαγουδάτοι», όρος που σύμφωνα με τον Jireček δεν έχει σλαβική ετυμολογία και έχει την λατινική κατάληξη -ātus). Και ενώ στην βικιπαίδεια το όνομά τους δίνεται εσφαλμένα ως «Σαγουδάται», οι Βυζαντινοί συγγραφείς χρησιμοποιούν πάντοτε τον τύπο «Σαγουδάτοι», λ.χ. ο Ιωάννης Καμινιάτης (~910 μ.Χ.) γράφει:

Ἐμπεριέχει δὲ τῷ διὰ μέσου χώρῳ το πεδίον τοῦτο καὶ ἀμφιμίκτους τινὰς κῶμας, ὦν αἱ μὲν πρὸς τῇ πόλει τελοῦσι, Δρουγουβῖται τῖνες καὶ Σαγουδάτοι τὴν κλῆσιν ὀνομαζόμενοι, αἱ δὲ τῷ συνομοροῦντι τῶν Σκυθῶν ἔθνει οὐ μακράν ὄντι τοὺς φόρους ἀποδιδόασι.

Προσέξτε την διαφορετική κατάληξη: «Δρουγουβῖται τῖνες καὶ Σαγουδάτοι τὴν κλῆσιν ὀνομαζόμενοι».

Εγώ πιστεύω ότι το εθνωνύμιο «Σαγουδάτος» σχετίζεται με το λατινικό sagulātus = «αυτός που φοράει sagulum/σαγίον» (ίσως διαλεκτική ποικιλία όπως olor ~ odor ) και δόθηκε στο συγκεκριμένο σλαβικό φύλο επειδή υιοθέτησε νωρίς την ενδυμασία των γηγενών κατοίκων της περιοχής όπου εγκαταστάθηκε. Με άλλα λόγια, οι «Σαγουδάτοι» ξεχώριζαν από τα άλλα σλαβικά φύλα, επειδή υιοθέτησαν το σαγίον (=sagulum) > σαγιά. Οι αρχαιολόγοι σήμερα πιστεύουν ότι ο μαζικός σλαβικός εποικισμός της Ελλάδος δεν άφησε σημαντικά αρχαιολογικά δείγματα επειδή οι Σλάβοι υιοθέτησαν γρήγορα τον υλικό πολιτισμό του ιθαγενούς πληθυσμού που βρήκαν.

Παραθέτω μια σελίδα όπου περιγράφει το φαινόμενο της υιοθέτησης εγχωρίων πολιτισμικών στοιχείων από τους νεήλυδες Σλάβους μεταφράζοντας το ζουμί που βρίσκεται στο θαυμαστικό:

invisible_Slavs

Από αυτά που γνωρίζουμε μέχρι στιγμής, οι νεήλυδες (Σλάβοι έποικοι) έφτασαν [στην Ελλάδα] φέρνοντας τις δικές τους σλαβικές κεραμικές παραδόσεις, αλλά γρήγορα υιοθέτησαν την εγχώρια υπο-ρωμαϊκή (= πολύ ύστερη αρχαιότητα) κεραμική, κάτι που τους έκανε «σχεδόν αόρατους» στον αρχαιολογικό εντοπισμό. 

Επομένως δεν μπορεί να είναι σύμπτωση η ομοιότητα των όρων «Σαγουδάτοι» ~ sagulāti και το γεγονός ότι αυτοί οι Σαγουδάτοι σλάβοι εγκαταστάθηκαν σε μία περιοχή όπου το σαγίον/sagulum > σαγιάς διατηρήθηκε ως αναπόσπαστο μέρος της παραδοσιακής φορεσιάς. Εκτός από το απλό σαγίον των στρατιωτών, υπήρχε και «τὸ χρυσοῦν σαγίον τὸ καισαρικόν» που φορούσε ο Βασιλεύς Ῥωμαίων (= «Βυζαντινών»), ενώ στην Αγιασοφιά υποτίθεται ότι φυλασσόταν το σαγίον του Μεγάλου Κωνσταντίνου ως σύμβολο της εξουσίας που ο Θεός έδωσε στον Ρωμαίο («Βυζαντινό») αυτοκράτορα.

sagion

Τα δούλια είναι στολίδια που κρέμονται από τα πλαϊνά του κατσουλιού. Ο όρος προέρχεται από τα βυζαντινά πρεπενδούλια/πενδούλια, τα πιο γνωστά από τα οποία στόλιζαν το στέμμα του βυζαντινού αυτοκράτορα. Ο όρος πενδούλια/πρεπενδούλια σημαίνει «κρεμαστά/εκκρεμή» και είναι λατινικής καταγωγής (pendo = «κρεμάω», pendulus = «εκκρεμής, κρεμαστός» απ΄όπου προκύπτει και το pendulum = «εκκρεμές» της Φυσικής).

prependoulia

Παραθέτω και δυο εικόνες όπου φαίνονται τα πενδούλια/πρεπενδούλια του στέμματος του Ιουστινιανού και του Πορφυρογέννητου.

just

Ο Πορφυρογέννητος περιγράφοντας την τελετή της στέψης της αυτοκράτειρας στο «Περί τῆς Βασιλείου Τάξεως» (De Ceremoniis) γράφει:

pendoulia

[…] ὁ πατριάρχης ἐπιδίδωσι τὸ στέμμα τοῖς δεσπόταις, καὶ οἱ δεσπόται ἐπιτιθέασιν αὐτὸ εῖς τὴν κεφαλὴν τῆς αὐγούστης. Ὁμοίως ἐπιδίδωσιν ὁ πατριάρχης καὶ τὰ πρεπενδούλια τοῖς δεσπόταις, καὶ κρεμῶσιν αὐτὰ οἱ δεσπόται ἐν τῷ στέμματι τῆς αὐγούστης […]

Σημειώνω, τέλος, ότι το λατινικό pendulus = «εκκρεμής, κρεμαστός» επιβιώνει και στα Αλβανικά ως pezull.

Αυτά για το «κατσούλι»,το «σαγιά» και τα «δούλια».  Συνεχίζω με άλλα λήμματα.

2) χλιμ΄dρώ και φρουμάζου

Το νεοελληνικό χλιμιντρώ/χλιμιντρίζω ως γνωστόν προέρχεται από το αρχαίο ελληνικό χρεμετίζω (λ.χ. γρήγορα ~ γλήγορα) που προέρχεται από την ΙΕ ρίζα *ghrem- «έντονος ήχος» απ΄όπου προέρχεται και ο σλαβικός «κεραυνός» *ghromos > *gromŭ (~ ελλην. χρόμος/χρόμη = χρεμέτισμα). Γράφουν οι Mallory-Adams για την ρίζα *ghrem-:

bhrem

Παρέθεσα στην εικόνα και την ΙΕ ρίζα *bhrem- «κάνω θόρυβω», διότι από αυτήν την ρίζα κατάγεται το λατινικό fremō = «χλιμιντρίζω, κάνω θόρυβο», τα ελληνικά βρέμωβρόμος = ήχος, βρομ-τή >βροντή , το επίθετο του Δία Ὑψιβρεμέτης (= που βροντάει από ψηλά) και ο αιολικός φόρμιγξ = λύρα, ενώ στην Θρακική γλώσσα η ρίζα έδωσε την λέξη βρύγχος = κιθάρα που φαίνεται να συνεχίζει στο ρουμανικό broancă = «παραδοσιακό έγχορδο όργανο».

Για το ρουθούνισμα των αλόγων, στο Ρουμλούκι χρησιμοποιείται και το ρήμα φρουμάζου (φρουμάζω = «ρουθουνίζω έντονα σαν άλογο»), που προφανώς κατάγεται από το λατινικό fremō: frem- > frim- > frum- με τροπή i>u πριν από χειλικό σύμφωνο (m,b,p,v,f) όπως στα τρύπα > τρούπα και τριβόλι > dρουβόλ΄.

druvoli

3) Σκατζλήθρα (σκατζιλήθρα) = «σπίθα»

Άλλος ενδιαφέρων όρος. Προέρχεται από την προσθήκη του ελληνικού επιθήματος -ηθρα (λ.χ. μπουρμπουλήθρα, κολυμπήθρα) στο βλαχικό scãntealje «σπίθα, λάμψη» που με τη σειρά του προέρχεται από το λατινικό scintilla με την ίδια σημασία. Από το λατινικό scintilla προέρχεται και το αλβανικό shkëndijë.

scintill- > skãntèl- > skandel- > skandjèl- skadzèl- > σκατζιλήθρα.

scintilla

4) Κικιρίκ΄ (κικιρίκι) = «φιστίκι»

Δεν ξέρω την ετυμολογία του όρου, πάντως μπορώ να προτείνω ως υποψήφιους όρους το λατινικό cicer = «ρεβίθι» (ο Κικέρων ήταν ή «Ρεβιθάς» ή αυτός που είχε ένα «ρεβίθι» = σπυρί στη μύτη) και το αρχαίο μακεδονικό  λήμμα που διέσωσε ο Ησύχιος:

κίκερος· ὁ χερσαῖος κροκόδειλος

κίκεῤῥοι· ὦχροι. Μακεδόνες

Κικίνης· δῆμος τῆς Ἀκαμαντίδος φυλῆς

Ο τύπος κίκερροι είναι αιολίζουσα ποικιλία του κικέριοι (-rj- > -(e)rr- όπως το μέτερρος = μέτριος και αλλότερρος = αλλότριος της Σαπφούς), ενώ οι ὦχροι (ορισμός ΙΙ) ήταν «σπόρια για την τροφή των πουλιών». Τόσο ο λατινικός όρος όσο και ο μακεδονικός ανάγονται στην διπλασιασμένη κοινή ΙΕ ρίζα *k’i-k’er- «όσπριο, ρεβίθι» που έχει δώσει και το αρμενικό sisern = «ρεβίθι».

kikirik

Κικιρίκι λοιπόν είναι το φιστίκι στα μέρη της Θεσσαλονίκης. Ο Δελιόπουλος παραθέτει την φράση «δα πάμι στου παγγύρ΄ να φάμι χαλβάν μι κικιρίκια».

Ο καρπός της ψευτοφιστικιάς, τα ψευτοφιστίκια, μοιάζουνε με κουκουλάκια. Στην Αίγυπτο λέγονται σουντάνια, στην Αμερική πινότσα, στην Θεσσαλονίκη κικιρίκια και αλλού φιστίκια της γης ή αράπικα φιστίκια. Τέτοια βλέπει κανείς να πωλούν με τις μπύρες και είναι πολύ ορεκτικά, ψημένα στο φούρνο με αλάτι.

5) Σπαργώνου (σπαργώνω) και λυγκιάζου (λυγκιάζω)

«Σπαργώνου» (< σπαργώνω < σπαργάω) στο Ρουμλούκι θα πει εν γένει «είμαι πρησμένος με υγρά» και, ειδικότερα, «μι κατριέται» («με κατουργιέται» = «έχω γεμάτη την ουροδόχο κύστη και κρατάω τα ούρα με το ζόρι»). Συμβουλή γιαγιάς προς τα μικρά της εγγόνια λ.χ. είναι το «Μη σπαργών΄τι !» (= «Να μην σπαργώνετε» = «να μην κρατάτε τα τσίσα σας όταν κατουργιέστε»).

«Λυγκιάζου» = «λύζω, έχω λόξιγκα». Λύγξ = λόξιγκας στην αρχαία Ελληνική.

6) Κλιούφ΄ (κλιούφι) , κουλιούμπ΄(κολιούμπι = κολύμπι) , κρούσταλλου (= κρύσταλλο) και κ΄μάσ΄/αρνιθουκούμασιου (= κουμάσι, ορνιθοκούμασο)

Τα έβαλα μαζί αυτά τα τέσσερα διότι διατήρησαν παλιές προφορές του ύψιλον ως «ιου» (=/y/=/ü/ λ.χ. Αἰγύπτιος > γιούφτους) και /u/ (λ.χ. κρούσταλλο και κυτίον > κουτί) πριν από τον ιωτακισμό  /ü/>/i/.

kljuf

Το «κλιούφι» λοιπόν σημαίνει «μαξιλαροθήκη» και όσο κι αν δεν του φαίνεται προέρχεται από τον όρο κελύφιον (κέλυφος ~ κάλυμμα, από την ρίζα *kalup- του καλύπτω, όπως και η καλύβα). Το «κουλιούμπ΄» δεν χρειάζεται ανάλυση, απλώς σημειώνω ότι το ρήμα είναι κουλμπώ και η κολυμβήθρα είναι «κουλμπήθρα».

Το κ΄μάσ΄ (= κουμάσι) είναι το «οίκημα που κοιμούνται τα ζώα» (< κοιμάσιον ~ κοιμήσιον) και απαντά ήδη στο λεξικό του Hσυχίου (5ος μ.Χ. αι.) ως κουμᾶσι[(ο)ν] = «τὸ τῶν ὀρνίθων οἴκημα».

7) dραγάτς = δραγάτης και dραγασιά = δραγασιά

Ο δραγάτης είναι ο αγροφύλακας και η λέξη παράγεται από τον μηδενικό βαθμό ablaut *dr.k’- του θέματος *derk’- του ρήματος δέρκομαι = βλέπω. Επομένως, ο δραγάτης και ο δράκων (*dr.k’-ont-, συνήθως φύλακας θησαυρού στους μύθους και στα παραμύθια) είναι «σκοπός» (< σκέπτομαι) και «φρουρός» (< προ-hοράω, με μετάθεση της δασείας). Η δραγασιά είναι το παρατηρητήριο του δραγάτη.

dragats

Το αστείο είναι πως δεν θα ξέραμε ότι ο όρος «δραγάτης» είναι αρχαιοελληνικός αν δεν είχε ανακαλυφθεί μία επιγραφή του ~220 π.Χ. κοντά στα σύνορα Μακεδονίας και Θεσσαλίας, όπου απαντά το ρήμα «δραγατεύω». Στην επιγραφή, οι δήμοι των Θεσσαλικών Γόννων και του Μακεδονικού Ηρακλείου (Πλαταμώνας Πιερίας) προσπαθούν να ορίσουν τα σύνορά τους.

dragates

8) Ο Βραγκάλας και ο dραφτσιάρς (dραφτσιάρης)

Αυτούς τους όρους τους παραθέτω κραυγάζοντας βοήθεια διότι δεν μπορώ να βρω την ετυμολογία τους.

Ο βραγκάλας είναι «ο άχαρα ψηλός άνθρωπος, το ψηλάγγουρο», ενώ οι dραφτσιάροι προπορεύονταν μαζί με τα bρατίμια στην γαμπροπομπή πληροφορώντας τον κόσμο για τον γάμο και μοιράζοντας τσίπουρο και κρασί.

bragalas

Το μόνο που μπορώ να πω για τον «βραγκάλα» είναι ότι μπορεί να περιέχει την ΙΕ ρίζα *bherg’h- «ψηλός», αλλά άντε βρες τώρα από ποια ΙΕ γλώσσα μπορεί να κατάγεται.

Όπως εξηγεί και ο Dino στα σχόλιά του (εδώ και εδώ) οι όροι ζντράφτσα και ντραφτσιάρς προέρχονται από το νοτιοσλαβικό όρο zdravica = «η πρόποση “στην υγειά μας”» (πρβ. σρβ/κρ. zdrav = «υγιής» και zdravlje = «υγ(ι)εία»). Στην βενετσιάνικη letteratura schiavonesca του 16ου αιώνα, αντί για τον ιταλικό όρο brindisi = «πρόποση» χρησμοποιείται ο νοτιοσλαβικός όρος sdraviza (i.e., zdravica).

9) Σλαβικά δάνεια

τάτης = πατέρας (< σλαβικό tata)

ζμπουρίζου = «μιλάω, συζητώ» με παράγωγο το ζμπουριάρς/ζμπουριάρου = «αυτός/αυτή που του/της αρέσουν οι συζητήσεις, ο ομιλιτικός/η ομιλιτική». Από το σλαβικό sŭ-boriti > zboriti «ομιλώ» που έδωσε και στην Βλαχική το ουσιαστικό zbor[u] = «κουβέντα, λέξη» και το ρήμα zburãscu = «μιλώ, συζητώ».  Έχει ενδιαφέρον ότι η αρχική σημασία του σλαβικού ρήματος είναι «συμμαχώ» (boriti = μάχομαι, borba = «μάχη») και η σημασιακή τροπή ήταν συμμαχία > συνέλευση > ομιλία, όπως ακριβώς συνέβη και με το ελληνικό ομιλέω (= συγκεντρώνομαι > μιλώ) και το λατινικό conventus = «συνέλευση» που έδωσε την ελληνική κουβέντα, την βλαχική cuvendã, την ρουμανική cuvânt και την αλβανική kuvend.

μπλούχους = μεταλλικό αλέτρι (< σλαβ. plugŭ). Η τροπή g>χ απαντά και στο trŭgŭ = «παζάρι» > Trŭgovište = «τόπος/πόλη με παζάρι»  > Τριχοβίστα/Τερχοβίστα (σημερινό Καμποχώρι).

Τζιόλας = Γιώργος (< Đole)

– Σχηματισμός επιθέτων με το επίθημα -αβους (= -αβος < σλαβ. -avŭ λ.χ. βουλγ. (χ)ubav = «όμορφος, ωραίος», zelenikav = «πρασινωπός»): γκόλιαβους = «γυμνός» (< golŭ), χούλαβος = «αποκαμωμένος, που τά΄χει χαμένα», μπρούχαβος  «αυτός που έχει χρόνιο βρογχικό πρόβλημα» κλπ.

ζιάρ΄ (η ζιάρη) = «αναμένα κάρβουνα» (< σλαβ. (po-)žar = «φωτιά»)

10) μπούρας = «δυνατός» (< αλβανικό burrë «άνδρας, σύζυγος»)

11) άλλα λήμματα:

φτιλιάδ΄= το φτιλιάδι = πτελέα

φκέdρι = το βουκέντρι < βούκεντρον

φτρύδ΄ = το βοτρύδι < βοτρύδιον της αμπέλου

μέλιου = το μέλιο = η μελία

κ΄λίκ΄ = το κολλίκιον = μικρό ψωμί από κριθάρι (< κόλλιξ)

σκούτα = μικρή μάλλινη υφαντή κουβέρτα (αρχαίο σκῦτος ; )

πουριά = μικρό άνοιγμα στον φράκτη απ΄όπου περνάνε τα ζώα (< πόρος)

πόρους = σημείο διάβασης του ποταμού (< πόρος)

όχτους = η όχθη του ποταμού

όbυους = το πύον

λικουπώ = υλοκοπέω ~ υλοτομώ

λίμα = μεγάλη πείνα (< αρχ. λιμός)

γκουβρουμένους = συνοφρυασμένος

νίβου = πλένω και άνιφτους = άπλυτος

λάπατου < λάπαθον

Ἐλυμπους = Όλυμπος

έμουρφους < εύμορφος > όμορφος

είνουρου = όνειρο (συνέβη μετάθεση o..i > i..o)

ασκαίνουμι = σιχαίνομαι

ντόντου = η ντόντω = η θεία

κατιλυμός = φθορά, καταστροφή

καταλαχού = όλως τυχαίως (έλαχε)

αδειασ΄κός = αδ(ε)ιαστικός = βιαστικός (ίσως από το βιαστικός με σύγχυση τών εξακολουθητικών β>δ και μη ετυμολογικό προθηματικό α-)

διρπάν΄ = δρεπάνι

δόδ΄ = δόντι

ακράτους = αμιγής, ανόθευτος (< αρχ. ἄκρατος)

akratus

Τιτράδ΄ (= Τετράδη). Η ημέρα Τετάρτη. Έχει ενδιαφέρον ότι η Άννα Κομνηνή χρησιμοποιεί τον όρο «Τετράς» (τὴν Τετράδα) για την Τετάρτη. Δείτε ορισμό 2b του όρου τετράς εδώ (b. the fourth day of the week, Wednesday, Cod.Just.9.4.6.1. ).

[Αλεξιάς, 7.8.5] Ἐπὰν δὲ τῇ Χίῳ προσπελάζειν ἔμελλον, ὁ μὲν Ὦπος τῷ λιμένι πρῶτος τὰς ναῦς προσώρμισε τῆς Χίου (προεφθάκει γὰρ τοῦτον κατασχεῖν ὁ Δαλασσηνός), ὁ δὲ Τζαχᾶς παραπλεύσας τουτονὶ τὸν ἤδη ῥηθέντα τῆς Χίου ὅρμον τῷ τείχει τοῦ κάστρου τὰς ἰδίας προσεπέλασε ναῦς. Τετρὰς δὲ τῆς ἑβδομάδος ἦν. Τῇ δὲ μετ’ αὐτὴν ἐξελάσας τῶν νηῶν ἅπαντας ἠρίθμει τε καὶ ἀπεγράφετο.

Παραθέτω και μερικά άλλα βυζαντινά κείμενα με τον όρο Τετράδη = Τετάρτη

Tetrade

Γράφει ο Εμμανουήλ Κριαράς για τον τύπο Τετράδη = Τετάρτη:

kriaras-Tetradi

7 Comments

Filed under Βαλκανικές γλώσσες, Γλωσσολογία, Ελληνική γλώσσα

7 responses to “Η Ρουμλουκιώτικη διάλεκτος #4

  1. Dino

    Ντραφτσιάρ’ς από τα μακεδονικά και βουλγάρικα zdravica (ζντράβιτσα) = αγγείο ή μπουκάλι με κρασί ή ρακή με το οποίο καλούμε σε γάμο (μακ: сад или шише со вино или со ракија со кој се кани на свадба) (βουλγ.: съд за вино или ракия, с който се канят сватбари). Όπως γράφει ο Δελιόπουλος, ντραφτσιάρ’ς ήταν αυτός που προηγούνταν του γαμπρού και των καλεσμένων στην πορεία τους προς την εκκλησία και ο οποίος κρατούσε ποτήρια ή μπουκάλια με κρασί ή τσίπουρο…
    Στην ευρύτερη περιοχή ντράφτσα είναι η είδηση του γάμου ή η κουλούρα του γάμου.
    Απλά χάθηκε το αρχικό ζ (βουλγ./μακ. zdravica (ζντράβιτσα) > ελλ. *ζντράφτσα > ντράφτσα > ντραφτσιάρ’ς). Δεν αποκλείεται το ντραφτσιάρς να έρχεται κατευθείαν από μακεδονικό/βουλγάρικο τύπο *zdravičar, πρβλ. σέρβ. zdravičar και nazdravičar = αυτός που κάνει πρόποση *δραγκάλας > βραγκάλας (με την τροπή δ > β, η οποία μαρτυρείται στα νεοελληνικά ιδιώματα)

    Και το Δελιόπουλος, το όνομα του Ρουμλουκιώτη συγγραφέα του λεξικού του ιδιώματος της ιδιαίτερης πατρίδας του, προέρχεται από το Δέλιος + -πουλος, όπου Δέλιος < μακ. Deljo = υποκοριστικό του βαφτιστικού Nedelko ("Κυριάκος") (απ' όπου το νεοελληνικό επώνυμο Νεδέλκος (Νιγρίτα, κτλ.)), βουλγ. Delyo = υποκοριστικό του βαφτιστικού Nedelyo ("Κυριάκος") (απ' όπου το νεοελληνικό επώνυμο Νεδέλιος (Βήσανη Ιωαννίνων)).

  2. Dino

    (Ξαναποστάρω το σχόλιο επειδή τα σύμβολα έκοψαν ένα κομμάτι του):

    Ντραφτσιάρ’ς από τα μακεδονικά και βουλγάρικα zdravica (ζντράβιτσα) = αγγείο ή μπουκάλι με κρασί ή ρακή με το οποίο καλούμε σε γάμο (μακ: сад или шише со вино или со ракија со кој се кани на свадба) (βουλγ.: съд за вино или ракия, с който се канят сватбари). Όπως γράφει ο Δελιόπουλος, ντραφτσιάρ’ς ήταν αυτός που προηγούνταν του γαμπρού και των καλεσμένων στην πορεία τους προς την εκκλησία και ο οποίος κρατούσε ποτήρια ή μπουκάλια με κρασί ή τσίπουρο…
    Στην ευρύτερη περιοχή ντράφτσα είναι η είδηση του γάμου ή η κουλούρα του γάμου.
    Απλά χάθηκε το αρχικό ζ (από τα βουλγ./μακ. zdravica (ζντράβιτσα) προήλθε η ελληνική λέξη ντράφτσα, μέσω αμάρυρου τύπου *ζντράφτσα, και από το ντράφτσα το ντραφτσιάρ’ς). Δεν αποκλείεται το ντραφτσιάρς να έρχεται κατευθείαν από μακεδονικό/βουλγάρικο τύπο *zdravičar, πρβλ. σέρβ. zdravičar και nazdravičar = αυτός που κάνει πρόποση, zdravica και nazdravica = πρόποση.

    Όσον αφορά το βραγκάλας, προέρχεται από το ιδιωματικό ντραγκάλας = ψηλός (Ορεινή Πιερία), από το ουσιαστικό της ίδιας περιοχής ντραγκάλα = διχαλωτό ξύλο. Η λέξη απαντάται και στην Ήπειρο με την έννοια “μακρύ διχαλωτό ξύλο”. Είνια σλαβογενής λέξη: πρβλ. μακ. drag = μακριά ράβδος και βουλγ. drăg = ραβδί, βέργα, στέλεχος. Το βραγκάλας θα προήλθε μέσω αμάρτυρου ενδιάμεσου τύπου *δραγκάλας (με τροπή του δ σε β, η οποία μαρτυρείται στα νεοελληνικά ιδιώματα)

    Και το Δελιόπουλος, το όνομα του Ρουμλουκιώτη συγγραφέα του λεξικού του ιδιώματος της ιδιαίτερης πατρίδας του, προέρχεται από το Δέλιος + -πουλος, όπου το Δέλιος προέρχεται από τα μακ. Deljo = υποκοριστικό του βαφτιστικού Nedelko (“Κυριάκος”) (απ’ όπου το νεοελληνικό επώνυμο Νεδέλκος (Νιγρίτα, κτλ.)), βουλγ. Delyo = υποκοριστικό του βαφτιστικού Nedelyo (“Κυριάκος”) (απ’ όπου το νεοελληνικό επώνυμο Νεδέλιος (Βήσανη Ιωαννίνων)).

  3. Dino

    Καλησπέρα

    Από τα βουλγάρικα nožica/nužica = λεπτή δερμάτινη λουρίδα, nožička/nužička = λεπτή δερμάτινη λουρίδα με την οποία δένουμε τα τσαρούχια (τσερβούλια). Από το noga. Αυτή η εξήγηση δίνεται. H σημασιολογική μεταβολή ποδαράκι – δερμάτινη λουρίδα δεν ξέρω πώς εξηγείται, όμως. Στα βουλγάρικα υπάρχει λέξη nužon = δέρμα παρμένο από το πόδι ζώου, προερχόμενη από το noga. Ίσως οι δερμάτινες λουρίδες να προέρχονταν αρχικά από το δέρμα των ποδιών των ζώων και γιαυτό ονομάστηκαν nožica, δηλαδή nožica μπορεί να σήμαινε αρχικά το δέρμα που προέρχεται από το πόδι ζώου, όπως η λέξη nužon που προέρχεται από το noga, και μετά να έλαβε τη γενική σημασία δερμάτινη λουρίδα.

    Στα ελληνικά ιδιώματα η βουλγάρικες λέξεις έχουν περάσει ως νουζίτσκα, νιζίτσκα και νουζίτσα.

    • H σημασιολογική μεταβολή ποδαράκι – δερμάτινη λουρίδα δεν ξέρω πώς εξηγείται,

      Μήπως επειδή το δέσιμο γίνεται στο πόδι;

      • Dino

        Μπορεί, παρόμοια εξέλιξη δηλαδή όπως kračol = μέρος του παντελονιού που τυλίγει το πόδι < krak (πόδι). Στην περίπτωση αυτή η αρχική σημασία είναι "δερμάτινο κορδόνι/λουρίδα για δέσιμο των τσαρουχιών" και η σημασία "δερμάτινη λουρίδα εν γένει" είναι μεταγενέστερη. Ως προς αυτό δεν έχω βρει εξήγηση μέχρι στιγμής, ποιά από τις δύο είναι η αρχική σημασία, η γενική ή η πιο ειδική; Το ετυμολογικό λεξικό της βουλγαρικής φαίνεται να υπονοεί πως αρχική σημασία είναι η πιο γενική. Και στην περίπτωση αυτή η σημασιολογική εξέλιξη noga – nožica δεν μου είναι τόσο ευκατάληπτη ☺️

      • ποιά από τις δύο είναι η αρχική σημασία, η γενική ή η πιο ειδική;

        Καλημέρα Dino. Δεν έχω ιδέα.

Leave a comment

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.