Η ετυμολογία του Πηνειού

Ο Πηνειός είναι ο κύριος ποταμός της Θεσσαλίας και στην αρχαιότητα λατρευόταν σαν ποτάμια θεότητα. Ένας άλλος Πηνειός ποταμός υπήρχε στην Ήλιδα. Το υδρωνύμιο φαίνεται να είναι ΙΕ καταγωγής, από τη ρίζα *pen- «νερό» που δεν έχει δώσει γνωστούς απογόνους στην ελληνική γλώσσα. Η ρίζα εμφανίζεται σε δύο μορφές: την απλή *pen- και την επαυξημένη *pen-k-.

pen

Η ρίζα *pen- έχει δώσει το παλαιο-ιρλανδικό (OIr) en = «νερό» και enach = «έλος» (η τροπή #p>f>h>∅ είναι τυπική στον κελτικό κλάδο λ.χ. *ph2ter- > athair), το αγγλικό fen (πρωτο-γερμανικό *fanją από τον ο-βαθμό ablaut *pon-) = «βάλτος, λασπότοπος» και το παλαιο-προυσικό pannean = «λασπότοπος». Το τοπωνύμιο Παννονία προφανώς προέρχεται από την ίδια ρίζα μιας και μεγάλο μέρος της Παννονικής πεδιάδας ήταν καλυμμένο με βάλτους και ποταμόρρυτο.

Η επαυξημένη ρίζα *pen-k- έχει δώσει τον πρωτο-γερμανικό όρο *pn.k- > *funhtijaz > *fūhtijaz = «υγρός» που επιβιώνει στην αγγλική «ομίχλη» fog , στο παλαιο-αγγλoσαξονικό και παλαιο-γερμανικό fūht «υγρός» και στο γερμανικό επίθετο feucht = «υγρός». Η ίδια ρίζα *pen-k- έχει δώσει το σανσκριτικό panku- «λάσπη, λασπότοπος».

Αναμφίβολα όμως, ο πλησιέστερος συγγενής του ελληνικού υδρωνυμίου Πηνειός (Pēneios) είναι ο σανσκριτικός όρος pānīya = «πόσιμο νερό». Ο σανσκριτικός όρος σχηματίστηκε με τον μακρό ē βαθμό ablaut *pēn- προσαρτημένο στο επίθημα -īya (< *iH-ya). Με άλλα λόγια, εμφανίζει τον ίδιο βαθμό ablaut με τον Πηνειό, με την μόνη διαφορά ότι στον Ινδο-Ιρανικό κλάδο έγινε η τροπή *ē>ā (λ.χ. *dheh1- ~ *dhē– > τίθημι ~ dadhāmi ).

skt iya

O αρχαίος Σανσκριτικός όρος pānīya επιβιώνει στη γλώσσα Romani (γύφτικα) ως pani = νερό, ρυάκι, ποταμός.

pani

Για όσους δεν το γνωρίζουν, οι Ρομά μιλάνε μία βορειο-κεντρική,δυτική νεο-Ινδο-Αριανή γλώσσα που κατάγεται από την αρχαία Σανσκριτική. Όπως έχω γράψει σε παλαιότερη ανάρτηση, οι Ρομά μαζί με τους Ινδόφωνους Πακιστανούς και τους Ιρανόφωνους Κούρδους είναι οι μόνοι πραγματικοί Άριοι στην Ελλάδα, μιας και οι γλωσσικοί πρόγονοί τους (ομιλητές της κοινής Ινδο-Ιρανικής γλώσσας) ήταν οι μόνοι άνθρωποι στην ιστορία που χρησιμοποιούσαν τον όρο Arya για τον αυτοπροσδιορισμό τους, θεωρώντας όλους εμάς τους άλλους «μη Άριους» Dasyu και Aneran (κυριολεκτικά «Ανάριοι»).

Οι γλωσσικοί πρόγονοι των Ρομά θα περιέγραφαν τους ψευτο-Άριους Γερμανούς του Χίτλερ και τα χρυσαβγά σαν:

The Dāsa appear as a hostile (“savage, barbarian, infidel”) population in the Rigveda. In the later Vedic texts, the meaning shifts to “devotee”. The Rigvedic Dasa and Dasyu are characterized by their not following the religion of the Aryas; hence, the term implied “impiety”, and Aryan kings could also become “Dasyu” if their behaviour was considered irreligious;

The term Dasyu is not necessarily from the same root as Dāsa (Monier-William considers it a derivation from das “to be exhausted”). The Rigveda and Atharvaveda apply it to individual enemies of the gods, defeated by Indra or Agni, to impious men or to “barbarians” described as anā́s “ugly-faced”, ádhara “inferior” or á-mānuṣa’ ” inhuman”. In Epic Sanskrit, dasyu may be any outcast, or any former Hindu who has become an outcast by neglect of the essential rites.

«άπιστους/γκιαούρηδες», «βάρβαρους», «ασχημό-φατσες», «κατώτερους» (àdhara <*n.dher- ) και «ανάνθρωπους». :smt005

Μάλιστα ο τελευταίος όρος á-mānuṣa είναι εύκολα κατανοητός στους Ρομά σήμερα διότι το αρχαίο σανσκριτικό manuṣyá = «άνθρωπος» επιβιώνει πρακτικά αναλλοίωτο στα γύφτικα ως manush !!! :smt005:smt005

Αλλά ας γυρίσουμε στον Πηνειό. Το επίθημα -ειός απαντά και στα ποταμωνύμια Ἀλφειός και Σπερχειός, το τελευταίο από το ρήμα σπέρχω = «τρέχω, κινούμαι βίαια» (*spergh-). Γλωσσολογικά το επίθημα -ειος προέρχεται είτε από ένα σιγμόληκτο θέμα -es-jos (λ.χ. ἄφνος > ἀφνεσ-ιός > ἀφνειός) είτε από ένα υ-ληκτο θέμα (λ.χ. γένυς > γένεϝ-ιον > γένειον). Όπως ο Σπερχειός διαθέτει **σπέρχος = «ωκεία ροή, ταχύτητα» έτσι και ο Πηνειός φαίνεται να προέρχεται από το μη μαρτυρημένο ουδέτερο ουσιαστικό **πῆνος = νερό, το οποίο δεν σχετίζεται με το πῆνος (< πᾶνος) = ύφασμα. Αν και κανονικά θα περιμέναμε *penes- > **πένος = «νερό», το μακρό ᾱ των σανσκριτικών pāni και pānīya και η διτυπία *swedhes- > θος ~ θος παρέχουν μια υποστήριξη για το **πῆνος.

12 Comments

Filed under Γλωσσολογία, Ελληνική γλώσσα, Ινδοευρωπαϊκά θέματα

12 responses to “Η ετυμολογία του Πηνειού

  1. Ρωμηός=Έλληνας=Γραικός Όλα δικά μας είναι.

    Ταιριάζει ” ιρανόφωνοι Πακιστανοί ” ( ή εννοούμε τους Αφγανούς, Βελούχους και λοιπούς ιρανόφωνους του Πακιστάν) ?

    Και οι ΧΑτες είναι Άριοι γιατί σχετίζονται με τους Καλάσα !!! 🙂 🙂 🙂

    • Δεν κατάλαβα την ερώτησή σου. Εγώ πάντως εννούσα τους Ιρανόφωνους εν γένει. Απλώς ο όρος Πακιστανοί ήταν της μόδας τα τελευταία χρόνια με τα ρατσιστικά παραληρήματα.

    • Τώρα κατάλαβα τι ρωτούσες. Εγώ έκανα λάθος στην ανάρτηση: ήθελα να γράψω ινδο-ιρανόφωνους Πακιστανούς και Κούρδους και ξέχασα το ινδο-. Το διόρθωσα ξεκαθαρίζοντας ότι οι Πακιστανοί είναι ινδόφωνοι και οι Αφγανοί, Κούρδοι κλπ Ιρανόφωνοι.

  2. Ptolemaios

    Και πώς από τον Πηνειό καταλήξαμε στο μεσαιωνικό Σαλαμβρία ή Σαλαμπριά (θηλ. η), αγαπητέ Σμερδαλέε; Πώς θα το ετυμολογούσες;

    • Πτολεμαίε καλημέρα!

      Το πως φτάσαμε από τον Πηνειό στο όνομα Σαλαμπριά είναι εύκολο. Με τον ίδιο τρόπο που φτάσαμε από τον Αλιάκμονα στην Μπίστριτσα («Γοργοπόταμος» σλαβιστί) και από τον Ενιπέα στην Λεστινίτσα («Φουντουκώνας» σλαβιστί).

      Τώρα, το δύσκολο ερώτημα είναι το δεύτερο που έθεσες: πως ετυμολογείται το υδρωνύμιο Σαλαμπριά;

      Το υδρωνύμιο απαντά ως Σαλαβρίας ήδη στην Αλεξιάδα της Κομνηνής (στο χωρίο περιγράφονται εμπλοκές «Λατίνων/Κελτών» [Φράγκων του Βοημούνδου] και Ρωμαίων μεταξύ Λάρισας και Λυκοστομίου/Τεμπών):

      [5.6.3]Οἳ καὶ κατέλαβον αὐτὸν εἴς τι νησίδιον ποταμοῦ τοῦ οὕτω καλουμένου Σαλαβρία μετά τινων ἱστάμενον ὀλίγων Κελτῶν καὶ σταφυλὰς ἐσθίοντα, ἅμα δὲ καὶ ὑπέρκομπόν τι καυχώμενον, ὅπερ καὶ μέχρι τοῦ νῦν παρῳδεῖται καὶ περιφέρεται. Τοῦτο γὰρ πολλάκις ἔλεγε βαρβαρίζων τὸ Λυκοστόμιον ὅτι «Τὸν Ἀλέξιον εἰς λύκου στόμα ἐνέβαλον».

      Τώρα πως ετυμολογείται το υδρωνύμιο Σαλαβρία/Σαλαμπρία;

      Εσύ έχεις καμιά ιδέα, Πτολεμαίε;

      Εγώ δεν έχω κάτι να πω. Το μόνο που μου έρχεται στο νου είναι το σλαβικό επίθετο slabŭ = «αδύναμος» slab-rŭ > Σαλαβρ- ίσως για την αδύναμη ορμή/ροή του ποταμού. Βέβαια, το λέω χωρίς να είμαι καθόλου σίγουρος.

      • Ptolemaios

        Ενδιαφέρουσα η προσπάθεια ετυμολόγησης της Σαλαμβρίας, Σμερδαλέε. Δεν είμαι ειδικός, αλλά είναι σαφώς προτιμότερη από άλλες που έχουν ειπωθεί και γραφεί κατά καιρούς. Αυτό που κυρίως με ενδιαφέρει είναι η γλωσσικη ομάδα (εάν ευσταθεί ο όρος) από την οποία προήλθε. Γνωρίζουμε ότι κάποια στιγμή κατά τη Μέση Βυζαντινή Περίοδο (πιθανότατα πριν τον 11ο αι.) το υδρωνύμιο Σαλαμβρία εκτόπισε αυτό του Πηνειού. Στη Θεσσαλία δὐο είναι οι μεγάλες, μη ελληνόφωνες, ομάδες που μαρτυρούνται την περίοδο αυτή στις πηγές, οι Σλάβοι και οι Βλάχοι. Από ποιούς προήλθε, επομένως, το όνομα Σαλαμβρία; Η ετυμολόγησή σου μού έλυσε την απορία. Εκτός εάν υπάρχουν αμφιβολίες.

      • Γεια σου Πτολεμαίε,

        Όπως σου είπα στο προηγούμενο σχόλιο, μην θεωρήσεις ούτε σίγουρη ούτε πιθανή τηνετυμολογική πρόταση που έκανα. Η απόπειρα ετυμολόγησης του υδρωνυμίου Σαλαβρία συνεχίζεται.

        Τώρα, σωστά μίλησες για γλωσσική ομάδα (ή γλώσσα). Βέβαια το σλαβικό επίθετο slabŭ έχει εισέλθει ως δάνειο στη Βλαχική (λ.χ. βλαχικό/αρμανικό slab(u) και το ρήμα *slabisco > *slaghiscu slãghescu = ρουμανικό slăbesc).

        Παρεμπιπτόντως, το δάνειο αυτό έχει ιδιαίτερη γλωσσολογική σημασία γιατί μας δείχνει ότι η Αρμανική έτρεψε τη δομή Pj>Kj (P=χειλικό σύμφωνο, K=υπερωικό, λ.χ. piatrã > chiatrã, albinã > alghinã κλπ) μετά την εισαγωγή των σλαβικών δανείων.

        Ο αρμανικός πληθυντικός του σλαβικού δανείου slab(u) είναι *sla > slaghʲ, όπως ο πληθυντικός του lup(u) είναι *lu>lu.

        Επομένως, ακόμα και αν δεχτούμε την ετυμολογία από το σλαβικό slabŭ, η γλωσσική ομάδα που μετονόμασε τον Πηνείο μπορεί να είναι οι Βλάχοι.

        Αλλά, όπως είπα, κάθε άλλο παρά βέβαιη ή πιθανή είναι η ετυμολόγηση του υδρωνυμίου Σαλαβρία από το slabŭ.

  3. ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΚΟΥΤΟΥΖΑΣ

    καλησπέρα Σμερδαλέε
    θα ήθελα να προσθέσω κάτι ως προς τα παραπάνω σχετικά με την την ετυμολόγηση των υδρωνυμίων (η) Σαλαμπριά (ο σημερινός Πηνειός) και (ο) Σαλαμπριάς, που αμφότερα βρίσκονται στη Θεσσαλία. Η μεν Σαλαμπριά είναι ο σήμερα γνωστός Πηνειός ποταμός, αν και οι παλιότεροι συνεχίζουν να τον αποκαλούν ως Σαλαμπριά (/salabr’a/ όπου ” ‘ ” το ημίφωνο j, που ίσα ίσα ακούγεται) ενώ ο ο Σαλαμπριάς είναι χείμαρος/ ρέμα που πηγάζει από την ανατολική Ό(ρ)θρυ και εκβάλλει στον Παγασητικό κόλπο. Πρώτη που κάνει αναφορά στο όνομα Σαλαμπριά (Πηνειός) είναι η Άννα η Κομνηνή.
    Προσπαθώ εδώ και χρόνια να το ετυμολογήσω, έχω σπουδάσει γλωσσολογία και κατάγομαι από χωριό 2χμ από το ποτάμι, αντιπαρερχόμενος ετυμολογήσεις από το αρχαίο “σαλάμβη” (οπή), από τη λέξη με θρακική κατάληξη -bria (=φρούριο) ή από τη σλαβική (ή σερβικά) славина (=βρύση, κάνουλα, νερό). Εστιάζω στα κοινά χαρακτηριστικά των δύο υδρωνυμίων, όπως τα ορμητικά νερά στον άνω ρου του Πηνειού (από τη Μαλακάσα μέσω του κάμπου των Τρικάλων μέχρι τη στροφή του ποταμού στο χωριό Δροσερό) αλλά και του Σαλαμπριά (ρέμα με ορμητικά νερά το χειμώνα και τις αρχές της άνοιξης, για την ιστορία το σύνορο της Ελλάδας μέχρι την ενσωμάτωση της Θεσσαλίας στην Ελλάδα) και τείνω να θεωρώ πως και τα δύο σχετίζονται με την ΙΕ ρίζα *sal(m)-, που έτσι κι αλλιώς παραπέμπει σε “ρεματιά, ποτάμι” κλπ.
    Το γεγονός ωστόσο ότι η ρίζα του σχετικού υδρωνυμίου δεν απαντάται σε άλλες όμορες σλαβόφωνες χώρες, ενώ αντίθετα απαντάται κατά κόρον στη Ρουμανία, με κάνει να πιστεύω πως τελικά το όνομα μάλλον είναι βλάχικης προέλευσης. Το γεγονός επίσης ότι η παρουσία των Σλάβων στην περιοχή μαρτυρείται από τον 7ο αιώνα και μετά, συν το γεγονός τα σλαβικής προέλευσης υδρωνύμια στην περιοχή δεν είναι πολλά συγκλίνουν στα περί βλαχικής προέλευσης του ποταμού.

    Αναμένω σχόλιά σας!

    • Γεια σου Κώστα. Η ετυμολόγηση του υδρωνυμίου «Σαλαβρίας» είναι όντως ενδιαφέρουσα και, όντως, δεν φαίνεται να έχει ξεκάθαρη ή έστω πιθανή σλαβική ετυμολογία. Συνεπώς, η υπόθεση βλαχικής ετυμολόγησης έχει νόημα αρκεί φυσικά
      να μπορεί να εξηγηθεί λογικά βάσει βλαχικής μορφολογίας.

      Να πω εδώ με την ευκαιρία ότι υπάρχει ένας (υστερο-;)λατινικός όρος «φάντασμα» (salebra =«κιτρινόχρωμη θολούρα/βρωμιά (dirty yellow)») τον οποίο έχω βρει εδώ και εκεί, χωρίς όμως να τον αναφέρουν τα έγκυρα λεξικά της λατινικής. Τα έγκυρα λεξικά έχουν λατ. salebra = «προεξοχή/εξόγκωμα σε τραχύ δρόμο που κάνει το όχημα να αναπηδήσει/σαλτάρει (*sel- > λατ. salio/saltare > σάλτο, salebra) κατά την κίνησή του» και, συνεπώς, «τραχύτητα εδάφους».

      Αν μπορέσουμε να επιβεβαιώσουμε την ύπαρξη του λατινικού λήμματος salebra = «κιτρνωπή θολούρα/βρωμιά», τότε πιστεύω πως αυτή θα είναι η πιθανότερη ετυμολογία για το υδρώνυμο Σαλαβριάς.

      Ο Προκόπιος στο Περί Κτισμάτων αναφέρει το τοπωνύμιο «Σαλεβρίες» στην Μεσόγειο Δακία (μεταξύ Σαρδικής/Σόφιας και Γερμανίας / Σαπάρεβα Μπάνια), που σίγουρα προέκυψε από τον λατινικό όρο salebra, αλλά δυστυχώς δεν ξέρω αν αυτός χρησιμοποιήθηκε εκεί με την σημασία «τραχύς δρόμος (ή τραχύ έδαφος)» ή με την σημασία «φάντασμα» «λάσπη, βρωμιά» πυο δνε μπορώ να επιβεβαιώσω.

      Ὑπὸ πόλιν Σαρδικήν·

      Σκούπιον. Στένες. Μαρκίπετρα. Βρίπαρον. Ῥωμανιανά. Στρούας. Πρωτίανα. Μακκουνιανά. Σκοπέντζανα.

      Ἐν δὲ τῇ Καβετζῷ χώρᾳ,

      νέον μὲν Βαλβαί. ἀνενεώθη δὲ τάδε· Βυρσία. Σταμαζώ. Κλεσβέστιτα. ∆ουΐανα. Τούρικλα. Μέδεκα. Πεπλαβιός. Κοῦναι. Βίνεος. Τρισκίανα. Παρνοῦστα. Τζίμες. Βιδζώ. Στενεκόρτα. ∆ανεδέβαι. Ἀρδεία. νέα μέν· Βουγάραμα. Βέτζας. Βρεγεδάβα. Βόρβρεγα. Τουροῦς. Ἀνενεώθη δέ· Σαλεβρίες. Ἀρκοῦνες. ∆ουρίες. Βουτερίες. Βαρβαρίες. Ἀρβατίας. Κουτζούσουρα. Ἐταιρίες. Ἰταβερίες. Βόττες. Βιτζιμαίας. Βαδζιάνια. Βάνες. Βιμηρός. Τουσουδεάας. Σκουάνες. Σκεντουδίες. Σκάρες. Τουγουρίας. Βεμάστες. Στραμεντίας. Λίγνιος. Ἰταδεβά.

      Ὑπὸ πόλιν Γέρμεννε,

      Κλείνω το σχόλιο παραθέτοντας μερικές σελίδες για την σημασία-“φάντασμα” «κιτρινωπή θολούρα/βρωμιά» του λατινικού όρου salebra, την οποία -όπως σου εξήγησα- δυστυχώς δεν μπορώ να επιβεβαιώσω στα έγκυρα λεξικά της λατινικής.

      O Michiel De Vaan στο ΙΕ ετυμολογικό της λατινικής και του ιταλικού ΙΕ κλάδου παραθέτει στο λατινικό λήμμα saliva = «σάλιο» ως συγγενή του το επίθετο *sales-ros > λατ. salebrus «κιτρινωπός, που έχει κιτρινωπή θολούρα/βρωμιά» (υπάρχουν γερμανικοί [βλ. αγγλ. sallow] και σλαβικοί [βλ. ρωσ. solov-] συγγενείς του όρου).

      https://imgur.com/8MrRE0X

      Συνεπώς, συνοψίζω:

      1) αν μπορέσουμε να επιβεβαιώσουμε την σημασία-“φάντασμα” «κίτρινη θολούρα/βρωμιά» του λατινικού όρου salebra (του οποίου η επιβεβαιωέμνη σημασία είναι «προεξοχή εξόγκωμα σε τραχύ δρόμο»), τότε το λατινικό αυτό επίθετο είναι κατά την γνώμη μου ο καλύτερος υποψήφιος για την ετυμολογία του υδρωνύμου «Σαλαβριάς».

      2) αν, όμως, δεν μπορέσουμε να επιβεβαιώσουμε την παραπάνω σημασία, τότε το πρωτοσλαβικό επίθετο *solvъ = «κιτρινωπός» (η πηγή του πρωρρηθέντος ρωσικού solov- «με κρεμώδες χρώμα»), στην «πλειοφωνική» μορφή *salav- είναι κατά την γνώμη μου ο επόμενος καλύτερος υποψήφιος (αν και εδώ θα χρειαστεί μια επιπλέον συζήτηση για την εξήγηση του παράξενου /r/ που θα πρέπει να εξηγηθεί από επιπρόσθετο μόρφημα, λ.χ. κάτι σαν *salav-arj- = «αυτός που γεμίζει τον τόπο με κίτρινη βρομιά/θολούρα»).

  4. Επισκεπτούλης

    Μιας και μνημόνεψες τους Ρoμά, ίσως είν’ ο καιρός να κάνεις κάποια ξεχωριστή ανάρτηση σχετικά μ’ αυτούς (φαντάζομαι κυρίως για την εξέλιξη της πρωτο-Ρωμανί και για τις διαλέκτους του Παρακαλάμου/της Θρακίας);
    Μου φαίνεται πολύ ενδιαφέρον ο τρόπος με τον οποίο η πρώτο-Ρωμανί επηρεάστηκε απ΄ τις γλώσσες με τις οποίες συνέζουσε (πρώτου απ’ τα Αρμενικά, που μάλλον ευθύνονται για την αποηχηροποίηση των ηχήρων δασέων συμφώνων (bhū́mi → phuv, ‘χώμα’ bhabbā → phabaj ‘μήλο’, πρακρ. ghamma → kham ‘ήλιος’ κτλ.) και δεύτερον απ’ τα Ρωμαίικα, που εισήγαγαν τα οριστικά άρθρα και προκάλεσαν την διχοτόμηση του κλιτικού συστήματος σε οικοκλιτικά και ξενοκλιτικά, όταν οι Ρομά άρχισαν να προσαρτούνε ελληνογενείς καταλήξεις σε δάνεια απ’ τις γλώσσες που αντίκρισαν μετά), καθώς και διατηρεί αρκετές λέξεις πολύ κοντά στα Σανσκριτικά (πχ. na dara! = ‘μη φοβάσαι!’ σανκρ. dara , khelel, σανκρ. khelati = παίζω, χορεύω). Δεν μπορεί και κανείς να ξεχάσει ότι πρόκειτε για ένα απ’ τα μέλη του βαλκανικού Sprachbund (αρκεί να παραθέσω την πρόταση ‘mangav TE džanav’ – ‘θέλω ΝΑ ξέρω’, ‘unë dua TË di’ και καθένας μάλλον θα καταλάβει τι ενοώ).
    Να μην αναφέρω και πόσες κρεολικές γλώσσες είχαν τις ρίζες τους στην Ρωμανί, απ’ τα Γκουρμπέτικα της Κύπρου με την γραμματική βασισμένη στα Τουρκικά, μέχρι τα Γυφτοβασκικά (Erromintxela). Και τώρα η πλειονότητα αυτών των ποικιλίων κοντεύει να πεθάνει..
    Ενιωθα και κάπως παράξενα όταν η Ευθυμίου έκανε την γνωστή της εκπομπή σχετικά με τις εθνοτικές μειονότητες της Ελλάδας. Βέβαια ούτε μία λέξη δεν είπε για τους Ρομά, παρόλο που ζούνε εδώ, διασκορπισμένοι ανά την χώρα, από σχεδόν εφτά αιώνες…

    • Γεια σου Επισκέπτη!

      Αν βρω υλικό για την περιγραφή της γλώσσας, θα ξεφουρνίσω κάποια στιγμή μια ανάρτηση.

Leave a comment

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.