Σημιτικά δάνεια στην αρχαία ελληνική

Εδώ θα παραθέσω μέρη του κεφαλαίου της Emilia Masson «Ελληνική και Σημιτικές γλώσσες: πρώιμες επαφές» από το βιβλίο «Ιστορία της Ελληνικής Γλώσσας: από τις αρχές ως την ύστερη αρχαιότητα» (επιστ. επιμ. Α.Φ. Χριστίδης, ΚΕΓ 2001, σελ. 543-546) όπως το μετέφρασαν στα ελληνικά οι Τσελέντη-Καραστάση.

*****

Τα σπάνια δείγματα [δανείων από την σημιτική Ανατολή] που μαρτυρούνται μέχρι στιγμής επάνω σε μυκηναϊκές πινακίδες τοποθετούν εξαρχής τα δάνεια στον χώρο των εμπορικών ανταλλαγών. Οι ανταλλαγές αυτές πρέπει να πραγματοποιούνταν κυρίως με τις δύο γειτονικές μεταξύ τους πόλεις, την Τύρο και τη Σιδώνα, που οι ελληνικοί τους τύποι, Τύρος και Σιδών, μαρτυρούν γλωσσικές μορφές που χρονολογούνται πριν από τον 14° π.Χ. αιώνα, όπως το δείχνει με τρόπο πειστικό ο Haiim B. Rosèn (1976), στηριζόμενος σε επιχειρήματα από την φωνητική: τα αρκτικά σύμφωνα, Τ και Σ, στους ελληνικούς τύπους προδίδουν μια παλαιότερη γλωσσική πραγματικότητα, στον βαθμό που τα δύο αυτά τοπωνύμια έχουν το ίδο αρκτικό φωνήεν, , στα φοινικικά και στα βιβλικά εβραϊκά. Στη μικρή αυτή ομάδα λέξεων συγκαταλέγονται δύο ονόματα μπαχαρικών από τις Μυκήνες: ku-mi-no/κύμινον και sa-sa-ma/σήσαμον «σουσάμι». Έχουν ως πρότυπο τα σημιτικά ονόματα των δύο φυτών, kamunu στην ακκαδική, kmn στην ουγκαριτική και φοινικική και τον τύπο sumson στη μισναϊκή εβραϊκή αντίστοιχα. Εκτός, από αυτά τα ονόματα φυτών, η τύχη μας αποκάλυψε δύο ακόμη σημαντικούς όρους, που δηλώνουν μία πολύτιμη ύλη και ένα ύφασμα. Πρόκειται για την ονομασία του χρυσού, ku-ru-so/χρυσός, που αντιστοιχεί στις σημιτικές λέξεις hurasu (ακκαδική), hrs (ουγκαριτική, που προφέρεται, αν προστεθούν τα φωνήεντα, hurasu), hrs (φοινικική) και harus στην ποιητική εβραϊκή. Το αρχαϊκό αυτό δάνειο, καθώς και το σύνθετο ku-ru-so-wo-ko/χρυσουργός, δείχνουν καθαρά τη σημασία του εμπορίου χρυσού που ξεκινάει από την Ανατολή. Για τους φοίνικες εμπόρους ιδιαίτερα, η διακίνηση χρυσού ήταν η βάση της ανθούσας οικονομίας τους. Μέσω των ίδιων εμπορικών δρόμων μεταδόθηκε και ένα άλλο ουσιαστικό, το οποίο μετά την ένταξή του στην ελληνική γλώσσα θα γνωρίσει την δική του ιστορία και η σημασία του θα εξελιχθεί ανάλογα με τις περιόδους και σε συνάρτηση με τη μόδα. Πρόκειται για τη λέξη ki-to/χιτών, που αναπαράγει τις σημιτικές λέξεις kitu/kitinnu (ακκαδική), ktn (ουγκαριτική και φοινικική), kutonet (εβραϊκή) και δηλώνει το «λινό», αλλά και το «αντικείμενο ή ένδυμα από λινό». Ο ποιοτικός προσδιορισμός ri-no re-po-toλινόν λεπτόν», που προηγείται του όρου ki-to σε μια πινακίδα της Κνωσσού, εκφράζει σαφώς την έννοια ενός ενδύματος κατασκευασμένου από λεπτό λινό, έννοια που επιβεβαιώνεται εξάλλου από το παράγωγο e-pi-ki-to-ni-ja/ἐπιχιτωνία «πανωφόρι». Οι μαρτυρίες αυτές, έστω και ασαφείς, δείχνουν τουλάχιστον πως η λέξη χιτών υπήρξε χωρίς αμφιβολία δάνειο από τη φοινικική, με τη σημασία «λινός χιτώνας». Στον Όμηρο, ο όρος αυτός, που εμφανίζεται στο εξής συχνότατα, δηλώνει το κοντό και άνετο εσωτερικό ένδυμα που φορούσαν οι άνδρες, σε αντίθεση προς το πέπλον των γυναικών. Στη συνέχεια γίνεται διάκριση μεταξύ κοντού και ποδήρους χιτώνα, που φορούσαν οι πιο ηλικιωμένοι άνδρες. Σε ένα ποίημα της Σαπφούς δηλώνει, για πρώτη φορά, γυναικείο ένδυμα.

Οι λίγες αυτές λέξεις είναι ήδη αρκετές για να προδιαγράψουν ποια θα είναι η φύση των δανείων που θα μας αποκαλύψουν τα κείμενα σε αλφαβητική γραφή. Αυτά, που είναι πολύ περισσότερα και πιο σύνθετα, αποκαλύπτουν την τρέχουσα χρήση μιας ολόκληρης σειράς σημιτικών λέξεων που δηλώνουν φυτά, μέταλλα, υφάσματα και ρούχα, δοχεία, ή ακόμα τεχνικούς ή εμπορικούς όρους. Εδώ θα σταθούμε αποκλειστικά στις λέξεις της ελληνικής που η σημιτική προέλευσή τους μπορεί να να αποδειχθεί με βεβαιότητα και που η σημασία τους μπορεί να φωτίσει με τον καλύτερο τρόπο τις πρώτες ελληνοσημιτικές επαφές.

Ο κατάλογος μπαχαρικών και αρωματικών ή χρωστικών φυτών επιμηκύνεται σημαντικά. Πέρα από το κύμινο και το σουσάμι της μυκηναϊκής ελληνικής, άλλα γνωστά ονόματα φυτών πέρασαν στην ελληνική από τη σημιτική ή, τουλάχιστον, μέσω μιας σημιτικής διαλέκτου. Έτσι, δύο ποικιλίες κανελόδεντρου, η κασσία και το κιννάμωμον, που εμφανίζονται για πρώτη φορά στη Σαπφώ και στον Ηρόδοτο, μπορούν να συσχετιστούν με το εβραϊκό qsi’a, που στην πραγματικότητα είναι επίθετο με παθητική σημασία σχηματιζόμενο από μια ρίζα qs’ «κόβω σε φλούδες, ξύνω», εξού ο φυσμένος φλοιός του κανελόδεντρου και το qinnamon, όπως παρατηρεί ήδη ο Ηρόδοτος (3.111): ἀπό Φοινίκων μαθόντες κιννάμωμον καλέομεν. Το όνομα του κροκού «ζαφορά», γνωστό ήδη στον Όμηρο, πέρασε στην ελληνική μέσω της σημιτικής, όπου γνωρίζουμε τον ακκαδικό τύπο kurkanu και τον εβραϊκό karkom. Για τα θυμιάματα θα αναφέρουμε τη μύρρα, που δηλώνει ταυτόχρονα το δέντρο αλλά και το προϊόν, το οποίο και μαρτυρείται πρώτο. Ο ελληνικός τύπος, που απαντά ήδη από την εποχή της Σαπφούς, προέρχεται από τη δυτική σημιτική: λ.χ. ουγκαριτικό mr, εβραϊκό mor ή επίσης mu-ur-ra στις χαναναϊκές «γλώσσες» (λεξικογραφικά σχόλια) που προέρχονται από την Τελ-ελ-Αμάρνα. Για να δηλώσει την χένα (κύπρος) η Ελληνική, δανείζεται τον σημιτικό όρο που αποδίδεται στα εβραϊκά με τον τύπο koper.

H καλλιέργεια και η ύφανση του λινού γνώρισαν μεγάλη ανάπτυξη σε όλη την αρχαία Εγγύς Ανατολή και τα βασικά κέντρα βρίσκονταν στην Άνω Συρία και στην Αίγυπτο. Τις διάφορες ποικιλίες λινού που παρήγαν και που καθεμιά τους προοριζόταν για συγκεκριμένη χρήση και για συγκεκριμένο τύπο ενδύματος, τις διέκριναν με τη βοήθεια ιδαίτερων ουσιαστικών. Αποκλειστικότητα των εμπόρων της Ανατολής, αυτά τα ποικίλης ποιότητας λινά είχαν μεγάλη ζήτηση στην Ελλάδα, όπου το άνυδρο έδαφος δεν προσφερόταν για πιο εκτεταμένη καλλιέργειά του. Επιπλεόν, μετά τον χιτώνα, που απαντά ήδη στην μυκηναϊκή, βρίσκουμε δύο ανάλογους όρους, βύσσος και σίνδων «κατηγορία πολύ λεπτού λινού», οι οποίοι δηλώνουν επίσης αντικείμενα (ταινίες, πέπλα, κουρτίνες) ή ενδύματα κατασκευασμένα με το υλικό αυτό. Οι δύο ελληνικοί τύποι αναπαράγουν τις σημιτικές τους πηγές. Το ένα μαρτυρείται στην ακκαδική ως busu, στην ουγκαριτική και στη φοινικική ως bs και στην εβραϊκή ως bus, ενώ το άλλο στην ακκαδική ως saddinu και στην εβραϊκή ως sadin, με την ίδια σημασία. Όπως ο χιτών, οι δύο αυτοί όροι θα πάρουν άλλες σημασίες στη συνέχεια. Για τα πιο χοντρά υφάσματα, θα αναφέρουμε δύο περιπτώσεις δανείων: το πρώτο, σάκκος, που σήμαινε αρχικά «χοντρό ύφασμα από κατσικίσιο μαλλί» χρησιμοποιούνταν ευρύτερα ως όνομα για διάφορα είδη σάκων (σάκος για προμήθειες, σάκοςτων αθλητών, σάκος για τη διήθηση του κρασιού κλπ.) Στο τέλος θα πάρει την γενική σημασία «σάκος». Η λέξη αυτή, που η χρήση της γενικεύτηκε, μπήκε στην ελληνική ως ειδικός όρος και αντιστοιχεί στους σημιτικούς τύπους με την ίδια σημασία, στο ακκαδικό saqqu και στο εβραϊκό saq. Είναι θεμιτό να υποτεθεί ένας φοινικικός τύπος *sqq, που θα  πρέπει να ήταν άμεση πηγή δανεισμού για την ελληνική. Το δεύτερο δάνειο, κασᾶς, δηλώνει κατά βάση το κάλυμμα του αλόγου και προέρχεται από τη σημιτική λέξη για το σκέπασμα, kysîtu στην ακκαδική, kst στην ουγκριτική ή ksut στην εβραϊκή.

Ονόματα δοχείων, που χρησίμευαν για τη μεταφορά των εμπορευμάτων και με τα οποία δευτερευόντως προσδιοριζόταν το μέτρο ή η χωρητικότητα, υιοθετούνταν επανειλημμένα από την ελληνική. Για παράδειγμα η λέξη κάδος, που σήμαινε αρχικά «δοχείο για κρασί σε σχήμα αμφορέα» και που μαρτυρείται ήδη στις αρχαϊκές κυπριακές επιγραφές, προέρχεται από το σημιτικό kd «δοχείο,μέτρο».

Τα δάνεια τεκμηριώνουν επίσης τις ελληνοσημιτικές εμπορικές επαφές. Μεταξύ αυτών οι δύο γνωστές μονάδες που δηλώνουν το βάρος αλλά και το νόμισμα, η μνᾶ και ο σίγλος. Οι λέξεις αυτές αναπαράγουν αντίστοιχα τους όρους manu (ακκαδική), mn (ουγκαριτική) ή maneh (εβραϊκή) – προέρχονται από μια ρίζα που σημαίνει «αριθμώ» -, και seqlu (ακκαδική), tql (ουγκαριτική), seqel (εβραϊκή), που ανάγονται στη ρίζα tql «ζυγίζω». Όπως στην Ανατολή έτσι και στην Ελλάδα η μνα χρησίμευε ως βασική μονάδα για το ζύγισμα των πολύτιμων μετάλλων και κατέληξε έτσι να δηλώνει το νόμισμα-βάρος. Η πρώτη μαρτυρία απαντά σε μια επιγραφή του 6ου αιώνα π.Χ. από την Έφεσο, η οποία περιλαμβάνει κατάλογο των δωρεών προς τον ναό, ζυγισμένες σε μνες χρυσού και μνες αργύρου. Αντίθετα από τη μνα, ο σίγλος δεν εντάχθηκε ποτέ στο καθαυτό ελληνικό σύστημα σταθμών. Έγινε βασική μονάδα για το ζύγισμα των πολύτιμων μετάλλων και απέκτησε δύο παράλληλες χρήσεις: αυτή του «ιερού σίγλου», αποκλειστικότητα των ναών, και του «κοινού σίγλου», που προοριζόταν για τις εμπορικές συναλλαγές. Δεν είναι σίγουρα τυχαίο ότι ένα από τα σπανιότατα δάνεια που αφορά μια αφηρημένη έννοια έχει σχέση με την εμπορική γλώσσα. Η σημιτική προέλευση του όρου ἀρραβών «καπάρο, εγγύηση», ο οποίος εμφανίζεται για πρώτη φορά τον 4ο αιώνα π.Χ., δεν μπορεί να αμφισβητηθεί: κατεξοχήν τεχνικός όρος, χρησιμοποιείται ήδη στις παλαιοασσυριακές πινακίδες της Καππαδοκίας (20ός-18ος αιώνας), με τη μορφή erubatu «κινητό ενέχυρο». Στην ουγκαριτική, ο όρος  ‘rbn έχει την ίδια σημασία, αλλά σημαίνει επιπλεόν «εγγύηση παρουσίας», ενώ το εβραϊκό erabon σημαίνει επίσης «χρηματική εγγύηση».

Όπως παρατηρούμε, πολύ λίγες είναι οι σημιτικές λέξεις από τον πολιτιστικό τομέα που ήρθαν να πλουτίσουν το ελληνικό λεξιλόγιο των παλαιότερων περιόδων. Μπορούμε ωστόσο να αναφέρουμε εδώ έναν όρο σημαντικό, που αφορά την γραφή και πρέπει να συνδέεται με την υιοθέτηση του φοινικικού αλφαβήτου από τους Έλληνες. Πρόκειται για τη λέξη δέλτος που πέρασε στην ελληνική με τη σημασία της «πινακίδας για γράψιμο», ανεξάρτητα από τη μορφή και το υλικό της. Μαρτυρείται καταρχάς στον Ηρόδοτο, όπου απαντά ήδη το υποκοριστικό της, δελτίον, στην έκφραση δελτίον δίπτυχον, που σήμαινε «δύο πινακίδες ενωμένες με κρίκους», αλλά η λέξη πρέπει να μπήκε στην ελληνική πολύ νωρίτερα. Η χρήση της στα ελληνικά νησιά και ιδίως στην Κύπρο, όπου αναφέρεται στην περίφημη χάλκινη πινακίδα του Ιδαλίου (ἰδὲ τὰ(ν) δάλτον/και τούτη εδώ την πινακίδα), υποδηλώνει ότι ακολούθησε μια διαδρομή παράλληλη με το αλφάβητο. Με τον χρόνο η σημασία του όρου δέλτος διευρύνθηκε για να δηλώσει άλλα αντικείμενα που σχετίζονται με τον γραπτό λόγο, όπως «επιστολή», «διαθήκη», «πίνακας ανακοινώσεων» και, αργότερα, «βιβλίο». Έτσι στην Κέρκυρα βρίσκουμε την έκφραση Ὁμήρου δέλτος. Η λέξη αυτή αναπαράγει τον σημιτικό τύπο dlt, του οποίου η πρώτη σημασία είναι «πορτόφυλλο» και κατόπιν «πινακίδα». Στον πληθυντικό το εβραϊκό delet σημαίνει επίσης «στήλες γραφής».

Συμπερασματικά, τα πιο παλιά αυτά δάνεια αντικατοπτρίζουν αρκετά πιστά την φύση των πρώιμων επαφών που είχαν οι Έλληνες με τη σημιτική Ανατολή. Οι επαφές αυτές κινούνταν κυρίως μέσα από ένα πλαίσιο πρακτικό, το πλαίσιο της ανταλλαγής -διά της εμπορικής οδού- εμπορευμάτων και ειδικών προϊόντων. Το αλφάβητο θα αποτελέσει το πιο πολύτιμο λουλούδι που θα δρέψουν οι Έλληνες από τον σαγηνευτικό κόσμο των φυτών της ανατολικής Μεσογείου.

10 Comments

Filed under Γλωσσολογία, Ελληνική γλώσσα, Ιστορία

10 responses to “Σημιτικά δάνεια στην αρχαία ελληνική

  1. Αρχέλαος Βαρκάρης

    Να κάνω ένα ποδαρικό εδώ. Το “Αλαλά” που είχαν σαν πολεμική ιαχή η Αθηναίοι ταιριάζει με το “Αληλούια” της βίβλου; παίζει να είναι και αυτό σημητικό δάνειο; κάπου το είχα δει τυχαία παλιότερα αλλα τώρα το θυμήθηκα. 🙂

  2. Αρχέλαος Βαρκάρης

    Έχει δεκάδες άλλα παραδείγματα, για αυτά τι λες; το axine, pallake, sakkos κτλ. Το macha μου έκανε ιδιαίτερη εντυπωση γιατί πως γίνεται ένας πολεμικός λαός όπως οι Έλληνες να παίρνουν δάνειο από τους σημίτες;

    • Εξέτασέ τα ένα ένα ξεχωριστά και δες τι λέει ο Robert Beekes στο ετυμολογικό λεξικό της ελληνικής του.

  3. Ριβαλντίνιο

    Σε ένα πανεπιστημιακό βιβλίο είχα διαβάσει τα εξής. Στην Παλαιά Διαθήκη χρησιμοποιείται ο όρος «βαμά» (πληθυντικός βαμώθ) για τον υψηλό/υπερυψωμένο τόπο στον οποίο υπάρχει θυσιαστήριο. Οι επιστήμονες είχαν διαφωνία για το αν οι Εβραίοι πήραν το βαμά απ’το ελληνικό «βωμός» ή αν οι Έλληνες πήραν το «βωμός» απ’το εβραϊκό «βαμά». Τελικά τίποτα απ’τα δύο. Ο ελληνικός βωμός έχει ινδοευρωπαϊκή προέλευση και το βαμά σημιτική ( απ’την ακκαδική και την ουγκαριτική). Απλώς αρχικά ο εβραϊκός όρος σήμαινε μόνο τον υψηλό τόπο και ίσως κάτω απ’την επίδραση του ελληνικού βωμού (μέσω των πιθανών επαφών Ελλήνων και Εβραίων) να πήρε την σημασία του υψηλού λατρευτικού τόπου στον οποίο υπάρχει θυσιαστήριο .

    Kατά μιά άποψη ελληνικής προέλευσης λέξεις στην αρχαία εβραϊκή διάβασα ότι θεωρούνται οι εξής :

    lappid ( =λαμπάδα, λύχνος, δάδα, φλόγα) < ελληνικό λύχνος,
    mekerah < ελλην. μάχαιρα,
    mum ( = μώμος, ψεγάδι, φυσική ατέλεια, μομφή, κηλίδα, λεκές, βλάβη, έλλειψη) < ελλην. μώμος,
    liskah ( = δωμάτιο ) < ελλην. λέσχη ,
    massah ( = άζυμος άρτος ) < ελλην. μάζα

  4. Επισκέπτης

    Μπορώ να προσθέσω:

    Φοινικικά λιβάνι -> λίβανος –> λιβάνι
    (Ισως φοινικικά) πορφύρα -> πορφυρέος -> πορφύριος
    Εβραικά כְּלוּב‎ (kluv) -> κλωβός -> κλουβί
    Καναανικά dōʾēlu (με την ίδια σημασία) – >δούλος -> δούλος, δούλα, δουλιά
    Αραβικά ‎(quffa, “ψάθινο καλάθι μεγάλου μεγέθους”) -> κόφινος -> κοφίνι

    Και τα αιγυπτιακά σίγουρα δεν είναι ακριβώς σιμιτικά, μα δεν μπορώ κάπως να μη αναφέρω την λέξη “βάσανο” και “βασανίζω”, που προέρχονται από το αιγυπτιακό baḫan (είδος πέτρου), και το συνηθιστό μας “μπουκάλι” που επίσης μπορεί να ‘ναι αιγυπτιακής προέλευσης.
    Τι σκέφτεις για την καταγωγή της “αγάπης”΄; Κάπιοι θέλουνε να το σιγκριθούν με το εβραικό אָהַב‎ (ʾaháḇ), μα άκουσα επίσης μια θεωρία ότι μπορεί να ‘χει σχέση με την γλώσσα των Τσερκέζων гуапэ (g°āpă). Αυτό μου θυμήθηκε ότι ένας από τους προελληνικούς λαούς (Μινύες της Βοιώτιας ή Καυκόνες;) αναφέρθηκε από τους αρχαίους ιστορικούς να κατάγεται δήθεν από τον Καύκασο… Ωστόσο μου φαίνεται λιγάκι παράξενο να μετακινηθούν τόσο μακριά. Αφού και η ίδρυση της Θήβας από Φοινοίκους αποβεβαιώθηκε ως αδύνατη…

    • Δεν μπορώ να προκρίνω κάποια από τις ετυμολογικές υποθέσεις για τον όρο ἀγάπη. Ποιος ξέρει;

      • Επισκέπτης

        Πρόσφατα βρήκα και ετρουσκική λέξη aχapri, με την ιδια σημασία όπως και “αγάπη” (http://www.palaeolexicon.com/Word/Show/34995). Αυτό μου προκαλεί μία ερώτηση αν ίσως δεν είναι δάνειο από την Ετρουσκική ή την Λεμνική γλώσσα.

Leave a comment

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.