Tag Archives: Όλυμπος

Η ΙΕ ρίζα *weik- «μάχομαι, πολεμώ» και η ομηρική έκφραση «οὐκ ἐπιεικτός»

Μία στερεότυπη ομηρική φράση είναι η έκφραση «οὐκ ἐπιεικτός» = «ανένδοτος, απτόητος». Το επίθετο ἐπιεικτός δεν απαντά ποτέ μόνο του, αλλά πάντοτε στερεοτυπικά συνοδευόμενο με το οὐκ. Οι αρχαίοι Έλληνες ήξεραν το νόημα της συνολικής φράσης αλλά δεν ήξεραν την ετυμολογία του επιθέτου ἐπιεικτός, διότι αυτό περιείχε μία ΙΕ ρίζα που δεν επιβίωσε σε καμία άλλη ελληνική λέξη. Με άλλα λόγια, η γλωσσολογική ιστορία του επιθέτου ἐπιεικτός είναι η ίδια με το ομηρικό επίρρημα νωλεμέως = «αδιάκοπα, ακατάπαυστα, συνεχώς» το οποίο περιέχει την ΙΕ ρίζα *h3lem- «σπάω» (νε-ολεμ-έως, με ΙΕ συγγενείς το αγγλικό lame, και τα σλαβικά lomiti, lom, pre-lom, ne-lomljiv = άθραυστος). Η ετυμολόγηση του επιρρήματος νωλεμέως (*ne-h3lem- = «ά-σπαστα, α-διάκοπα») γίνεται κατανοητή μόνον όταν συγκριθεί με το ΙΕ αδελφάκι του ne-lomljiv (< ne-lom-ivŭ < *ne-h3lom-īw-os = ά-θραυστος, το πρωτο-σλαβικό επίθημα επιθέτων -ivŭ <*-īw-os έχει την ίδια καταγωγή με το λατινικό αντίστοιχο -īvus, λ.χ.  actīvus = ενεργός που πέρασε στην αγγλική σαν active).

h3lem

Εδώ θα κάνω μια μικρή παρένθεση και θα πω δυο λόγια το ορωνύμιο Ὄλυμπος. Το ορωνύμιο παραμένει ανετυμολόγητο και πολλοί πιστεύουν ότι πρόκειται για αιγαιακό προ-ΙΕ ορωνύμιο, μιας και απαντά σε διάφορα μέρη της περιαιγαιακής περιοχής. Αν κάποιος όμως θέλει να ψάξει ΙΕ ετυμολογία στο ορωνύμιο Ὄλυμπος, πιστεύω πως η ρίζα *h3lem- είναι ο καλύτερος υποψήφιος (*h3lom-pos > *Ὄλομπος > Ὄλυμπος ύστερα από την εφαρμογή του νόμου του Cowgill λ.χ. *bholjom > *φόλjον > *φύλjον > φύλλον). Γιατί είναι σημασιολογικά πιθανή η ρίζα *h3lem- «σπάω»; Θυμίζω την ρίζα *tem- «τέμνω» που έδωσε το ελληνικό τέμενος και το λατινικό templum = «ναός». Σε αυτήν την περίπτωση η πρωταρχική σημασία «τέμνω, κόβω» εξελίχθηκε στην «αποκόβω, ξεχωρίζω» ένα «ξεχωριστό» μέρος από τα άλλα ως ιερό ή ως περιουσία κάποιου βασιλιά. Επομένως, ο όρος Ὄλυμπος μπορεί να είναι ελληνο-φρυγικός όρος με τη σημασία «θεών τέμενος» = «τόπος λατρείας/κατοικίας των θεών» και οι Έλληνες να ευθύνονται για την διάχυση του όρου στο Αιγαίο (λ.χ. ο Όλυμπος της Νάξου, της Εύβοιας, της Λέσβου) και στην Κύπρο, ενώ οι Φρύγες να ευθύνονται για τους μικρασιατικούς Ολύμπους (με πιο γνωστό αυτόν στην Μυσία). Είπα ελληνο-φρυγικό διότι η ρίζα *h3lom-pos αναμένεται να δώσει και στην φρυγική γλώσσα *olump- μιας και η Φρυγική, όπως και η Αρμενική, φωνηεντοποιεί τα αρκτικά λαρυγγικά όπως και η Ελληνική (λ.χ. *h1no-mn. > enoman > φρυγ. onoman = νομα) και είναι γνωστό ότι τρέπει o>u & e>i πριν από ρινικά ένηχα (n,m). Έχει ενδιαφέρον ότι η Ολυμπία της Ήλιδος ξεκίνησε σαν ένα ιερό άλσος (Ἄλτις) που λειτουργούσε σαν τέμενος του Δία και του Πέλοπα.

Olympia

Αλλά μετά από αυτήν την ενδιαφέρουσα παράκαμψη στην ρίζα *h3lem- «σπάω» και την πιθανή σχέση της με τον Όλυμπο, ας γυρίσουμε στο κυρίως θέμα, την ομηρική φράση «οὐκ ἐπιεικτός» = «ανένδοτος, απτόητος».  Δεν είναι δύσκολο να βρούμε την ΙΕ ρίζα που κρύβεται πίσω από το επίθετο ἐπιεικτός (= ἐπι-ϝεικ-τός), μιας και η ρίζα *weik- «πολεμώ, μάχομαι» ταιριάζει τέλεια τόσο μορφολογικά όσο και σημασιολογικά. Οι πιο διάσημοι απόγονοι αυτής της ρίζας είναι τα λατινικά vincō = «νικάω», victōr = «νικητής» και victōria = «νίκη» και το γερμανικό όνομα «Λουδοβίκος» (Ludwig < Hlūdwīg < Hlūð-wīγaz < *k’luto-weik-os ~ «Κλεόμαχος» ή, καλύτερα, «Κλυτόμαχος») που περιέχει τον πρωτο-γερμανικό όρο *wīgą = «μάχη». Το πρωτο-γερμανικό *hlūðaz είναι το αντίστοιχο του ελληνικού κλυτός = «ξακουστός» και ο πρόγονος του αγγλικού loud = «ηχηρός, ἐρι-ηχής».

Το λατινικό ρήμα vincō δείχνει το τυπικό λατινικό ρινικό ένθημα (nasal infix), δηλαδή την προσθήκη ενός *n μέσα (ένθεσις, ένθημα) στον μηδενικό βαθμό ablaut μιας ρίζας όπως λ.χ.:

*jeug- > iugum = ζυγόν αλλά iun = ζεύγνυμι

*dheig’h- > figūra (ίσως φαλισκανό δάνειο μιας και ο λατινικός όρος έπρεπε να ήταν **fihūra), αλλά fin

*bheid- > fissiō (< *bhid-t-ih3onh2), αλλά fin

*g’heu- > fusiō (<*g’hud-t-ih3onh2), αλλά fun

*bhrag- > fractiō (< *bhrag-tih3onh2), αλλά fran

Επειδή, η ΙΕ ρινική ένθεση γίνεται μόνο στον ενεστώτα, στην διάσημη φράση του Καίσαρα “veni vidi vici που ο Πλούταρχος (Βίος Καίσαρα, 50.2) απέδωσε ελληνιστί ως «ἦλθον, εἶδον, ἐνίκησα» σημειώνοντας πως η φράση είναι πιο εύηχη στα λατινικά λόγω ομοιοκαταληξίας («Ῥωμαϊστὶ δὲ αἱ λέξεις εἰς ὅμοιον ἀπολήγουσαι σχῆμα ῥήματος οὐκ ἀπίθανον τὴν βραχυλογίαν ἔχουσιν»), βλέπουμε πως ο παρακείμενος vīcī δεν δείχνει ρινικό ένθημα. Το ίδιο ισχύει και με τις λίγες περιπτώσεις ρινικού ενθήματος στην ελληνική, όπως λ.χ. *dheugh- : τύχη, τεῦχος > τυγχάνω ~ ἔτυχον (= έτυχα).

Παραθέτω την περιγραφή των Mallory-Adams της ρίζας *weik- «μάχομαι,πολεμώ» και των απογόνων της:

weik

Η ελληνική φράση «οὐκ ἐπι-ϝεικ-τός» = «ανένδοτος, απτόητος» θυμίζει το λατινικό *n.-wik-tos > invictus = «ανίκητος» (λ.χ. Sol Invictus), ενώ ο συνδυασμός της πρόθεσης *h1epi/h1opi- και της ρίζας *weik- του ελληνικού ἐπι-ϝεικ-τός συνέβη και στην λιθουανική γλώσσα (apveik-iu  = «κατανικώ»).

Κλείνω την ανάρτηση με την παρουσίαση της σελίδας 417 από το How to Kill a Dragon” του Calvert Watkins, όπου περιγράφει την ρίζα *weik-:

weik

3 Comments

Filed under Γλωσσολογία, Ελληνική γλώσσα, Ινδοευρωπαϊκά θέματα