Ο λατινικός παρακείμενος

Στη σημερινή ανάρτηση θα περιγράψω αναλυτικότερα τον λατινικό παρακείμενο (Latin perfect), ένα θέμα που πραγματεύτηκα συνοπτικά σε προηγούμενη ανάρτηση.

Οι αρχαίες πηγές αποδίδουν στον Ιούλιο Καίσαρα τη ρήση vēnī, vīdī, vīcī μετά τη μάχη των Ζήλων το 47 π.Χ. την οποία ο Πλούταρχος απέδωσε ελληνιστί ως ἦλθον, εἶδον, ἐνίκησα.

[Σουητώνιος, Καίσαρ, 37.2] Pontico triumpho inter pompae fercula trium uerborum praetulit titulum “veni · vidi · vici” non acta belli significantem sicut ceteris, sed celeriter confecti notam.

[Πλούταρχος, Καίσαρ, 50.2] καὶ τῆς μάχης ταύτης τὴν ὀξύτητα καὶ τὸ τάχος ἀναγγέλλων εἰς Ῥώμην πρός τινα τῶν φίλων Αμάντιον ἔγραψε τρεῖς λέξεις· «ἦλθον, εἶδον, ἐνίκησα.» Ῥωμαϊστὶ δ’ αἱ λέξεις, εἰς ὅμοιον ἀπολήγουσαι σχῆμα ῥήματος, οὐκ ἀπίθανον τὴν βραχυλογίαν ἔχουσιν.

Σ΄αυτή τη φράση βλέπουμε το α΄ ενικό πρόσωπο του παρακειμένου των λατινικών ρημάτων ven-iō/ven-īre > vēnī, vid-eō/vid-ēre > vīdī και vinc-ō/vinc-ere > vīcī.

Ο λατινικός «παρακείμενος» είναι υβριδικός χρόνος, μιας και δομικά κληρονόμησε στοιχεία τόσο του ΠΙΕ «παρακειμένου» όσο και του ΠΙΕ αορίστου, ενώ η λειτουργία του είναι ουσιαστικά αοριστική, γι΄αυτό και εξελίχθηκε στον (απλό) αόριστο των θυγατρικών ρωμανικών γλωσσών.

Από τον ΠΙΕ «παρακείμενο» ο λατινικός παρακείμενος κληρονόμησε το βασικό σκελετό των προσωπικών καταλήξεων και τον (σποραδικό) διπλασιασμό (λ.χ. λείπ-ω > λέ-λοιπ-α (< ΙΕ *le-loykw-h2e) ~ λατ. cad-ō > ce-cid-ī (< IE *k’e-k’h2d-h2e-y) «έπεσα»), ενώ από τον ΠΙΕ αόριστο κληρονόμησε τη (σποραδική) σιγματική δομή (λ.χ. IE *klep- > κλέπτω (< *klep-yoh2) ~ λατ. clep-ō, με σιγματικό αόριστο *klep-s– > ἔκλεψα ~ λατ. clep-s) και τη (σποραδική) έκταση *e>*ē (λ.χ. IE *leg’-/lēg’- «συλλέγω/συνέλεξα» > λατ. leg-ō/lēg-ī ~ αλβ. mbledh/mblodha, με αλβ. *ē>ā>o όπως στο IE *meh1 > *mē > ελλ. μή ~ αλβ. mo).

Για να δούμε τώρα ένα ένα τα βασικά ΙΕ «υλικά» του λατινικού παρακειμένου.

1. Διπλασιασμός

Μερικά παραδείγματα λατινικών παρακειμένων που σχηματίστηκαν με διπλασιασμό (reduplication) σαν το ελλ. λείπ-ω > λέ-λοιπ-α (< ΙΕ *le-loykw-he2) και το γοτθικό tēkan > te-tōk (< IE *te-toh1k-h2e > αγγλ. took) είναι τα παρακάτω:

IE *keh2n- «τραγουδώ» > λατ. can-ō / ce-cin-ī «τραγούδησα» (< *kekanai < IE *ke-kh2n-h2e[-y])

IE *k’h2d- «πέφτω» > λατ. cad-ō / ce-cid-ī «έπεσα» (< *kekadai < IE *k’e-k’h2d-h2e[-y])

IE *telh2- «σηκώνω, βαστάζω» > *te-tolh2-h2e-y > λατ. te-tul-ī «ήνεγκα» (υποκατάστατος παρακείμενος του fer-ō)

IE *k’ers- «τρέχω» > λατ. curr-ō / cu-curr-ī «έτρεξα» (< ΙΕ *k’e-k’ors-h2e[-y])

IE *(s)merd-> λατ. mord-eō / mo-mord-ī «δάγκωσα» (< IE *me-mord-h2e[-y])

2. Σιγματικοί τύποι σε -sī

Μερικά παραδείγματα λατινικών παρακειμένων που κληρονόμησαν το *-s- του ΙΕ σιγματικού αορίστου (IE *-s-h2e[-y] > λατ. -sī) είναι τα παρακάτω:

IE *klep-/*klep-s– > ελλ. κλέπτω/ἔκλεψα ~ λατ. clep-ō / clep-sī (< IE *klep-s-h2e[-y])

ΙΕ *deyk’-/*deyk’-s– > ελλ. δείκνῡμι/ἔδειξα ~ λατ. dīcō / xī «είπα» (< IE *deyk’s-h2e[-y])

IE *(s)kreybh- > λατ. scrīb-ō / scrīp-sī «έγραψα» (< IE *skreybh-s-h2e[-y])

IE *men-/*men-s– > ελλ. μένω / ἔμεινα (< *ἔμενσα, βλ. ΑΕ1) ~ λατ. (re)man-eō / (re)mān-sī

IE *yewg-/*yewg-s– > ελλ. ζεύγνῡμι/ἔζευξα ~ λατ. iung-ō / iūnxī (< IE *yu-n-g-s-h2e[-y])

3. Εκτεταμένοι τύποι

Πάρα πολλοί λατινικοί παρακείμενοι σχηματίστηκαν με έκταση του φωνήεντος της ρίζας. Η έκταση αυτή μόνο σε ελάχιστες περιπτώσεις κληρονομήθηκε άμεσα από την ΠΙΕ, ενώ στις περισσότερες προέκυψε δευτερογενώς, είτε ως συνέπεια των φωνολογικών εξελίξεων της λατινικής είτε ως συνέπεια αναλογίας.

Παραδείγματα εκτάσεων που κληρονομήθηκαν άμεσα από την ΠΙΕ είναι τα παρακάτω:

IE *leg’-/*lēg’- «συλλέγω/συνέλεξα» > λατ. leg-ō/lēg-ī ~ PAlb *ambi-ledz-ō/ambi-lēdz-a > αλβ. mbledh/mblodha

IE *weg’h-/*wēg’h-s- «μεταφέρω» > λατ. veh-ō/vē ~ σανσκ. ávākṣam (< *e-wēg’h-s-om)

IE *dheh1- > ενεστώτας *dhh1-k-yoh2 > λατ. faciō «ποιώ, φτιάχνω», με παρακείμενο *dheh1-k- > λατ. fē «εποίησα, έφτιαξα» (~ ἔθηκα)

Παραδείγματα εκτάσεων που προέκυψαν δευτερογενώς από πρωτοϊταλικές ή λατινικές φωνολογικές εξελίξεις είναι τα παρακάτω:

Αναπληρωματική έκταση Vsd > V:d, λ.χ.:

IE *sed- > *se-sd- > *sezd-h2e-y > *sēd-ai > λατ. sē «κάθισα» (παρακείμενος του sedeō)

Έκταση φωνήεντος στις ακολουθίες Vns > V:ns και Vnx > V:nx, λ.χ.:

λατ. (re)man-eō / *(re)mansī > (re)mānsī, λατ. iung-ō*iunx-ī > iūnxī

Όλες οι παραπάνω εκτάσεις δημιούργησαν ένα αναλογικό παράδειγμα που επέβαλε δευτερογενώς (αναλογικά) την φωνηεντική έκταση σε πολλές άλλες μορφές παρακειμένου, λ.χ. λατ. ven-iōvē «ἦλθον» κλπ.

4. Προσωπικές καταλήξεις

Οι προσωπικές καταλήξεις του λατινικού παρακειμένου είναι:

α΄ ενικ.:

β΄ ενικ.: -istī

γ΄ ενικ.: -it

α΄ πληθ.: -imus

β΄ πληθ.: -istis

γ΄ πληθ.: -ēre ~ -ērunt ~ -erunt

Οι καταλήξεις αυτές προστίθενται στην παρακειμενική ρίζα άλλοτε «σκέτες» (όπως λ.χ. στην προρρηθείσα Καισάρεια ρήση vēn-ī, vīd-ī, vīc-ī), άλλοτε μαζί με ένα -v- (λατινική καινοτομία εντός του Ιταλικού κλάδου, λ.χ. οι παρακείμενοι σε -vī των «ομαλών» ρημάτων όπως cantāre > cantā «τραγούδησα», complēre > complē «γέμισα, ολοκλήρωσα», και fīnīre > fīnī-[v]ī «τελείωσα»), ενώ αρκετά ρήματα έχουν παρακείμενο σε -uī (λ.χ. domāre > dom- «δάμασα», habēre > hab- «ἔσχον», futuere > futuī «γάμησα» κλπ.).

Ήδη στην κλασική λατινική βλέπουμε μια τάση διάχυσης των παρακειμένων σε -uī, μια διαδικασία που εντατικοποιήθηκε περισσότερο στην ύστερη δημώδη λατινική και είναι απαραίτητη για την κατανόηση πολλών θυγατρικών ρωμανικών αορίστων.

Σύμφωνα με τον Sihler, ήδη στην κλασική λατινική ο παρακείμενος nexuī «συνέδεσα» απαντά δίπλα στον «κανονικό» τύπο nexī, ενώ ο «κανονικός» παρακείμενος *met- > *messī του ρήματος metō «θερίζω» (αγροτικό, άρα φύσει δημώδες ρήμα) χάθηκε χωρίς καν να προλάβει να καταγραφεί, δίνοντας τη θέση του στον τύπο messuī.

Για να δούμε τώρα την ΙΕ «προϊστορία» των λατινικών προσωπικών καταλήξεων παρακειμένου.

Ενικός:

α΄ πρόσωπο:

Στις αρχαιότερες λατινικές επιγραφές η κατάληξη αυτή απαντά ως δίφθογγος «-ΕΙ» (πρβ. FECEI = fēcī), ενώ η φαλισκική γλώσσα (ο πλησιέστερος συγγενής της λατινικής εντός του ιταλικού κλάδου) έχει «-ΑΙ» (πρβ. φαλ. PE|PARA[I] = λατ. peperī, το τελικό -I της φαλισκικής επιγραφής είναι λίγο δυσανάγνωστο, αλλά είναι η πιθανότερη ανάγνωση).

Η αφετηρία αυτής της κατάληξης είναι η ΙΕ κατάληξη α΄ ενικ. προσ. παρακειμένου *-h2e που έδωσε την ελληνική κατάληξη του παρακειμένου λέλοιπ-α. Στην πρωτοϊταλική γλώσσα (PIt, ο κοινός πρόδρομος όλων των γλωσσών του ιταλικού κλάδου), η κατάληξη *-h2e > *-a επεκτάθηκε σε *-h2e-y > PIt *-ai, μια επέκταση που επίσης συνέβη στην Χεττιτική (*-h2e-y > χεττ. -ḫḫi) και σε ορισμένες ποικιλίες της Εκκλησιαστικής Παλαιοσλαβονικής (πρβ. IE *woyd-h2e > ελλ. οἶδα, αλλά *woyd-h2e-y > ΚΒΣ *waid-ai > σπάνιο OCS věd-ě, δίπλα στο συνήθη OCS τύπο *woyd-mi > věmь).

Άρα έχουμε: IE *-h2e > *-h2e-y > PIt *-ai > OLa *-ei > λατ.

β΄ πρόσωπο: -istī

Στις αρχαιότερες λατινικές επιγραφές απαντά ως «-ISTEI». Σύμφωνα με τον Sihler, η λογικότερη ΙΕ αφετηρία είναι η κατάληξη *-(s)th2e > *-sta (με /s/ που ίσως προήλθε από σιγματικό αόριστο), η οποία στον ιταλικό κλάδο επεκτάθηκε σε *-sta-i και στην λατινική κατέληξε ως OLa -istei > λατ. -istī.

γ΄ ενικό πρόσωπο: -it

Οι αρχαιότερες λατινικές επιγραφές έχουν «-ED» και «-EIT», οι οποίες κάποια στιγμή κατέληξαν στη μορφή *-īt που στην αρχαϊκή λατινική βραχύνθηκε κανονικά σε -it.

Πληθυντικός:

α΄ πρόσωπο: -imus (και -umus). Πρόκειται για συνηθέστατη ΙΕ κατάληξη του α΄ προσ. πληθυντικού.

β΄ πρόσωπο: -istis. Πρόκειται για κατάληξη που προέκυψε από ανασχηματισμό που βασίστηκε στην αναλογική επίδραση του β΄ προσ. ενικού.

γ΄ πρόσωπο: τριτυπία -ēre ~ -ērunt ~ -erunt. Ο Sihler εδώ εξηγεί ότι οι αρχαιότερες λατινικές επιγραφές έχουν «-ERAI» (λ.χ. STETERAI = stetērunt), στα κείμενα του Πλαύτου (θ. 184 π.Χ.) οι τύποι -ēre ~ -ērunt απαντούν με αναλογία 1:2, στα κείμενα του Τερεντίου (θ. περ. 159 π.Χ.) οι δύο αυτοί τύποι απαντούν με αναλογία σχεδόν 1:1 και, τέλος, εξηγεί ότι οι περισσότερες θυγατρικές ρωμανικές γλώσσες κληρονόμησαν τον τύπο -erunt με βραχύ /e/ (λ.χ. λατ. *dīxerunt «είπαν» > προπαροξύτονο (!) *díkseront > ιταλ. díssero, OFr dístrent, ρουμ. zíseră κλπ.) που πιθανώς να είχε ήδη καθιερωθεί στην καθουμιλουμένη λατινική της εποχής του Κικέρωνα (σ. 589: it has been suggested that -erunt was in Cicero’s day the ordinary conversational form of cultivated and vulgar Latin alike).

Για την εξέλιξη λατ. dīxerunt > ρουμ. ziseră παραθέτω ένα χωρίο από το Κατά Ματθαίον ευαγγέλιο:

[Κατά Ματθαίον, 2.5] οἱ δὲ εἶπον αὐτῷ

[λατινική] At illi dixerunt

[παλαιά Ρουμανική (1574)] ei ziseră lui

Παραθέτω τις σχετικές σελίδες του Andrew L. Sihler για όσα περιέγραψα παραπάνω (στις σσ. 579-86 περιγράφει τα διάφορα είδη παρακειμένων και στις σσ. 586-9 κάνει ετυμολογικό σχολιασμό των προσωπικών καταλήξεων (Endings)).

Με αυτές τις βάσεις για τον λατινικό παρακείμενο κατά νου, κάποια στιγμή θα κάνω και μια ανάρτηση για τον βλαχικό (απλό) αόριστο που προέκυψε από τον λατινικό παρακείμενο.

Leave a comment

Filed under ρωμανικές γλώσσες, Γλωσσολογία, Ινδοευρωπαϊκά θέματα

Leave a comment

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.