Ένα βαλκανικό calque του όρου dominus

Στη σημερινή ανάρτηση θα περιγράψω έναν βαλκανικό όρο με τη σημασία «αφέντης» που απαντά στις νοτιοσλαβικές γλώσσες (μόνο στις νοτιοσλαβικές: OCS stopanŭ), την αλβανική (γκεγκ. shtëpâ = «αρχιποιμένας, τυροποιός» (παρόμοιο φάσμα σημασιών με τον ρουμανικό όρο baci: “cioban care conduce o stână”, “păstor însărcinat cu prepararea brânzei, urdei și untului”) και τοσκ. shtëpreshë ~ γκεγκ. shpneshë= «ποιμένισσα, (καλή) νοικοκυρά») και τις ποικιλίες της Ανατολικής Βαλκανικής Ρωμανικής (ΑΒΡ, λ.χ. ρουμανικό stăpân «αφέντης, ιδιοκτήτης»). Μια ελκυστική ετυμολογική υπόθεση του όρου αυτού είναι η παραγωγή από τον λατινογενή αλβανικό όρο shtëpi = «σπίτι» (< λατ. hospitium) ως calque της κλασικής λατινικής παραγωγής domus «οίκος» > dominus «αφέντης, δεσπότης, νοικοκύρης».

1. Ο «αφέντης» ως «νοικοκύρης»

Ο νεοελληνικός όρος νοικοκύρης ανάγεται στον παλαιότερο τύπο *οἰκοκύριος = «κύριος του οίκου» ή, αν προτιμάτε το ρεφρέν των Ημισκουμπρίων, «ο κύρης του σπιτιού». Η κατάληξη -ιος έγινε κανονικά *-ις > -ης (λ.χ. Αντώνιος, Γεώργιος, Δημήτριος > Αντώνης, Γιώργης,  Δημήτρης), ενώ το αρκτικό «ν» προέκυψε από τη μετανάλυση της αιτιατικής «τον οικοκύρη» > «το νοικοκύρη» (πρβ. την Ύδρα > τη Νύδρα > Νύδρα, τον Εύριπον > το Νεύριπο > Νέγριπος > ιταλ/βεν. Negroponte).

Ο ελληνικός όρος δεσπότης ανάγεται στον ΙΕ όρο *dems-potis (λ.χ. σανσκ. dám-pati) που κυριολεκτικά σημαίνει «οίκου κύρης» (το πρώτο συνθετικό *dems είναι η παλαιότερη γενική του ΙΕ όρου *dōm «σπίτι»).

Στην λατινική γλώσσα παράγωγο του όρου domus «οίκος» είναι ο όρος *domV?-nos (V? = κάποιο φωνήεν, μάλλον /o/ ή /u/) > dominus «κύρης/ιδιοκτήτης του σπιτιού, αφέντης, δεσπότης».

Οι δύο πρώτοι Ρωμαίοι αυτοκράτορες (Αύγουστος και Τιβέριος) αρνούνταν επιδεικτικά να αποδεχτούν δημόσια την προσηγορία dominus «αφέντης, δεσπότης», ως μέρος της προπαγάνδας που επινόησαν για να μπορούν να ισχυρίζονται (στην σύγκλητο κυρίως) ότι δεν ήταν μονάρχες των Ρωμαίων και ότι τίποτε δεν είχε αλλάξει στην Ρωμαίων πολιτεία (respublica Romanorum).

[Σουητώνιος, Divus Augustus, 53.1] domini appellationem ut maledictum et obprobrium semper exhorruit.

[αγγλική μετάφραση] He always abhorred the title of Lord, as ill-omened and offensive.

[Σουτώνιος, Divus Tiberius, 27] dominus appellatus a quodam denuntiauit, ne se amplius contumeliae causa nominaret.

[αγγλική μετάφραση] Being once called “lord,” by some person, he desired that he might no more be affronted in that manner.

Οι μεταγενέστεροι Ρωμαίοι αυτοκράτορες κάποια στιγμή εγκατέλειψαν αυτήν την υποκριτική στάση και, σύμφωνα με τον Αυρήλιο Βίκτωρα, ο Διοκλητιανός ήταν ο πρώτος αυτοκράτορας μετά τον Καλιγούλα και τον Δομιτιανό που «επέτρεψε» στο υπήκοον να τον λατρεύει δημόσια ως «δεσπότη» (dominus) και θεό. Αν το μυαλό σας πάει εδώ και εδώη σύμπτωση δεν είναι τυχαία, γιατί μετά τον Κώτσο το μαγαζί εκχριστιανίστηκε (domine deus = θεέ και κύριε!).

[Aurelius Victor, De Caesaribus, 39.1-4] Sed postquam odore tabescentium membrorum scelus proditum est, ducum consilio tribunorumque Valerius Diocletianus domesticos regens ob sapientiam deligitur, magnus vir, his moribus tamen: 2 quippe qui primus ex auro veste quaesita serici ac purpurae gemmarumque vim plantis concupiverit. 3 Quae quamquam plus quam civilia tumidique et affluentis animi, levia tamen prae ceteris. 4 Namque se primus omnium Caligulam post Domitianumque dominum palam dici passus et adorari se appellarique uti deum.

Κλείνω αυτή την εισαγωγική ενότητα παραθέτοντας τον ετυμολογικό σχολιασμό των όρων δεσπότης και dominus από τους Robert Beekes και Michiel de Vaan αντίστοιχα.

2. Το βαλκανικό calque του dominus

Στις νοτιοσλαβικές γλώσσες των Βαλκανίων απαντά ο μυστήριος όρος stopan/stopanin «αφέντης, ιδιοκτήτης» που ΔΕΝ απαντά στους άλλους δύο σλαβικούς κλάδους (ανατολικό και δυτικό). Ο όρος αυτός απαντά επίσης και στις θυγατρικές ποικιλίες της Ανατολικής Βαλκανικής Ρωμανικής (ΑΒΡ, πρβ. ρουμαν. stăpân «αφέντης, ιδιοκτήτης» = μογλεν. stăpǫn) και στην αλβανική (γκεγκ. shtëpâ «αρχιποιμένας», τοσκ. shtëpreshë «ποιμένισσα, (καλή) νοικοκυρά»). Η ετυμολογία του όρου αυτού είναι άγνωστη, αλλά ο τοσκικός ρωτακισμός (n>r: τοσκ. shtëpreshë ~ γκεγκ. shpneshë) συνηγορεί υπέρ της προσλαβικής παρουσίας του όρου στα [βόρεια/λατινόφωνα;] Βαλκάνια. Σύμφωνα με μια ελκυστική ετυμολογική υπόθεση, ο όρος ετυμολογείται ως παράγωγο του λατινογενούς αλβανικού όρου hospitium > αλβ. shtëpi ~ shpi (πρβ. ὁσπίτιον > σπίτι), ως calque της παλαιότερης λατινικής παραγωγής domus > dominus.

Παραθέτω τον σχολιασμό των αλβανικών όρων του Vladimir Orel (που λίγο αβάσιμα πιστεύει ότι ο όρος εισήλθε στην αλβανική ως πρώιμο σλαβικό δάνειο):

6 Comments

Filed under ρωμανικές γλώσσες, Βαλκανικές γλώσσες, Γλωσσολογία, Ινδοευρωπαϊκά θέματα, Σλαβικές γλώσσες

6 responses to “Ένα βαλκανικό calque του όρου dominus

  1. Jaçe

    Χαίρετε!
    Παραθέτω μια μελέτη του Krzysztof Witczak. Στο χωρίο 6 κάνει ορισμένες συγκρίσεις μεταξύ αλβανικής και μυσικής/δακικής πάνω στις ονομασίες κάποιων φυτών (μυσός & σέβα), καταλήγοντας ότι δεν συγκλίνουν με την αλβανική, αλλά εντοπίζει ομοιότητα με τον βεσσικό όρο όσα’. Δεν γνωρίζω που άντλησε αυτούς τους όρους. https://www.academia.edu/9580171/Albanian_Vocabulary_in_the_Palaeo_Balkanic_and_Indo_European_View

    • Γεια σου Jaçe.

      1) αλλά εντοπίζει ομοιότητα με τον βεσσικό όρο όσα’.

      Ο βεσσικός όρος που περιγράφει ο Witczak είναι «ἀσᾶ» και δηλώνει το ίδιο ακριβώς φυτό με το αλβ. ashë (σ. ). Η πληροφορία για το βεσσικό φυτώνυμο ἀσᾶ προέρχεται από ένα μεταγενέστερο σχόλιο σε κάποιο χειρόγραφο του Διοσκουρίδη.

      2) καταλήγοντας ότι δεν συγκλίνουν με την αλβανική

      Ο Edgar Polome ετυμολογεί διαφορετικά από τον Witczak το δακικό «σέβα» (*k’eyw-), χωρίς να σημαίνει ότι κάποια από τις δύο προτάσεις είναι καλύτερη. Η αλβανική και η «δακική» [δακομυσική;] έχουν παρόμοια λέξη για το «βατόμουρο»: αλβ. *manta > mën/man(d), δακ. «μαντεία».

      Επίσης το δακικό «γαϊδουράγκαθο» σκιάρη (με e>je>ja όπως στο Κέβρος > Κιάβρος) που κατέγραψε ο Διοσκορίδης έχει συγκριθεί με το αλβανικό ρήμα *iš-ker- > shqerr «σχίζω, γρατσουνώ» και το παράγωγο επίθετο shkerrë «τραχύς».

      Διάβασε εδώ (σ. 123, τελευταία παράγραφος της πάνω ενότητας) τι λέει ο Georgiev για το δακικό «σκιάρη» και το αλβ. ρήμα shqerr.

      3) Από εκεί και μετά, ο Witczak δεν φαίνεται να συνειδητοποίησε ότι κατά την ύστερη αρχαιότητα (μετά το 200 μ.Χ.) με τον όρο «Βέσσοι» εννοούνται όλοι οι αναφομοίωτοι γηγενείς των δύο Μυσιών και της βόρειας Θράκης, άρα η διάκριση «Μυσών» και «Βεσσών» που κάνει είναι προβληματική και πρέπει να οριστεί, γιατί οι Μυσίες είναι γεμάτες με ανθρώπους που περιγράφονται ως natione Bessus.

      4) Είναι στις ετυμολογικές υποθέσεις για την δακομυσική (όχι στην τωόντι Θρακική) εκεί που βρίσκουμε κάποιες ενδείξεις των αλβανικών τροπών ē>ā>o (dēvā > dāvā > Gildova, *klew-ārā > Clevora, πρβ. αλβ. plēta > plāta > plotë) και ō>e (λ.χ., *udōr > Salmorude, πρβ. λάτ. pōmum > αλβ. pe) κλπ.

      • Jaçe

        Σ’ευχαριστώ πολύ. Μπέρδεψα τις αναρτήσεις. Το σχόλιο ήθελα να το αφήσω στην ανάρτηση περί αλβανικού /y/.

        Όντως, γνωρίζω για την σύνδεση του αλβ. *manta > mën/man(d), δακ. «μαντεία», όπως και για το ιλλ. ρινόν, αλβ. re, απλώς δεν έχω πειστεί ακόμη αν η αλβανική είναι ιλλυρική ή δακομυσική ποικιλία. Πιστεύω ότι ακολουθεί ανεξάρτητη πορεία από αυτές. Από άποψη φωνολογίας, σύμφωνα με τα όσα ξέρουμε, γέρνει προς την δεύτερη.

        Αν υποθέσουμε ότι η κοιτίδα είναι βορειοανατολικά και ανατολικά, δηλαδή σε περιοχές με ιδιαίτερη παρουσία των τοπωνυμίων σε dava, para, diza, bria, δεν μπορώ να καταλάβω πως δεν σώθηκε ούτε μια από αυτές τις λέξεις στην αλβανική. Οι όροι αυτοί πρέπει να ήταν ιδιαίτερα σημαντικοί για τους κατοίκους αυτής της μεριάς των Βαλκανίων, και αν οι γλωσσικοί πρόγονοι των Αλβανών έρχονται από αυτές τις περιοχές, έστω ένας από αυτούς τους όρους θα είχε διατηρηθεί στην γλώσσα τους.

      • Αν υποθέσουμε ότι η κοιτίδα είναι βορειοανατολικά και ανατολικά, δηλαδή σε περιοχές με ιδιαίτερη παρουσία των τοπωνυμίων σε dava, para, diza, bria, δεν μπορώ να καταλάβω πως δεν σώθηκε ούτε μια από αυτές τις λέξεις στην αλβανική.

        Τα -para, -diza, -bria είναι της τώοντι θρακικής, η οποία είναι εξαιρετικά απίθανο να είναι ο πρόδρομος της αλβανικής (άρα μάλλον η αλβανική δεν τα είχε ποτέ).
        Τώρα γιατί χάθηκε το -dava «πόλη» (αλλά όχι το ομόρριζο *dh1-tis > dhatë), μία απάντηση είναι ότι αντικαταστάθηκαν από τα λατινικά δάνεια για «πόλη, μεγάλο κάστρο» (civitas > qytet), «κάστρο» (castellum > kështjellë) και χωριό (fossatum > fshat και «κατουνεύω» = «στρατοπεδεύω» > katund).

        Για να σου το θέσω διαφορετικά, ποιες είναι οι γνήσιες πρωτοαλβανικές λέξεις για το «άλογο» και τον «σκύλο»; Οι σημερινοί όροι είναι λατινικά δάνεια (caballus > kalë και canis/canem > qen).

        Δεν ξέρω για το «άλογο», αλλά για το «σκυλί» η απάντηση ίσως κρύβεται στο samë «σκυλόσκατα» (IE *k’won- «σκύλος» > PAlb *tswan-ma > samë).

  2. Jaçe

    Παράξενο που το qen (σκύλος) δεν ρωτακίστηκε στην τόσκικη. Ο Topalli αφήνει ανοιχτή και την περίπτωση να βγαίνει από την ΙΕ *k’won-. Δεν γνωρίζω όμως αν στέκει φωνολογικά το πέρασμα από το IE *k’w > αλβ. kj/q.
    Από την άλλη, ίσως ο σκύλος να κρύβεται στο πρώτο συνθετικό του thënukël (dogberry), εάν βέβαια η λέξη αυτή δεν βγαίνει από το thanë (κρανιά).
    Υπάρχει δε κι ένας άλλος όρος, το shakë (σκύλα), που το έχουν συγκρίνει με την περσική sak ή πιθανόν δάνειο από αυτή, αλλά αδιευκρίνιστο πως μπήκε. Έχω την εντύπωση ότι και στις σλαβικές γλώσσες υπάρχει μια πρωτοσλαβική ρίζα *suka/soka για το σκύλο.

    Για το άλογο μάλλον χρησιμοποιούσαν το mâz/mëz < *mandjo που συνδέεται με το ρήμα mënd (θηλάζω), ενώ για την φοράδα το pelë < IE *põl- (μικρό ζώο).

    • Παράξενο που το qen (σκύλος) δεν ρωτακίστηκε στην τόσκικη.

      Γεια σου Jaçe. Το qen μάλλον πέρασε από το στάδιο cane(m) > *kani > *keni [> *qenj?] > qen και το nj (μήπως και το ni;) δεν ρωτακίζεται (πρβ. cuneus > kunj και castanea > gështenjë).

Leave a comment

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.