Τα τοπωνύμια «Σάλτυς/Σαλτός» και «Σίλτα/Σιλτική» στην Θράκη

Στη σημερινή ανάρτηση θα περιγράψω τις ετυμολογικές υποθέσεις δύο αρχαίων τοπωνυμίων της Θράκης:

1. Το πρώτο είναι το τοπωνύμιο «Σάλτυς/Σαλτός στην Θράκη (όνομα κώμης 30 μίλια ανατολικά της Φιλιππούπολης) που απαντά στο Μαρτύριο των Αγίων Μαξίμου, Θεοδότου και Ασκληπιοδότης από την Μαρκιανούπολη της Κάτω Μυσίας, οι οποίοι υποτίθεται ότι μαρτύρησαν στην Αδριανούπολη επί βασιλείας (Μαξιμιανού) Γαλερίου (305-311) στις αρχές του 4ου αιώνα. Το ενδιαφέρον μ΄αυτό το τοπωνύμιο είναι ότι η μορφή του τοπωνυμίου και η πιθανότερη ετυμολογική υπόθεση εξαρτώνται από την εκδοχή του κειμένου του Μαρτυρίου (υπάρχουν δύο αρκετά διαφορετικά κείμενα!), υπενθυμίζοντάς μας μ΄αυτόν τον τρόπο την εγγενή αβεβαιότητα που υπάρχει στις ετυμολογικές υποθέσεις που σχετίζονται με τις άγνωστες σ΄εμάς παλαιοβαλκανικές γλώσσες.

2. Το άλλο τοπωνύμιο από την αρχαία Θράκη είναι η «Σίλτα» (στην ενδοχώρα της Ηρακλείας/Περίνθου και της Σηλυμβρίας), η οποία έδωσε το όνομά της στην ευρύτερη περιοχή ως «Σιλτική».

Εξετάζω μαζί τα δύο αυτά τοπωνύμια γιατί οι ετυμολογικές υποθέσεις τους περιλαμβάνουν σύγκριση με τα λιθουανικά επίθετα šaltas = «κρύος, παγωμένος» και šiltas = «θερμός». Το παράξενο μ΄αυτά τα δύο αντίθετα επίθετα είναι πως φαίνεται ν΄ανάγονται στην ίδια ΙΕ ρίζα *k’elh1- (μηδενόβαθμο *k’l.(h1)-tos > šiltas «θερμός» και ο-βαθμο *k’olh1-tos > šaltas «κρύος, παγωμένος»).

Α. «Σάλτυς/Σαλτός»

Δυστυχώς, η μορφή του τοπωνυμίου («Σάλτυς» ή «Σαλτός») και η πιθανότερη των ετυμολογικών υποθέσεων του τοπωνυμίοου αυτού εξαρτώνται από την εκδοχή του κειμένου στο οποίο το τοπωνύμιο αυτό απαντά. Το κείμενο (μαρτύριο Αγίων Μαξίμου, Θεοδότου και Ασκληπιοδότης από την Μαρκιανούπολη) υπάρχει σε δύο διαφορετικές εκδοχές. Αυτή η εξάρτηση από την εκδοχή του κειμένου μας θυμίζει ανάγλυφα την εγγενή αβεβαιότητα που υπάρχει στην ετυμολόγηση αρχαίων τοπωνυμίων από τις άγνωστες σε εμάς παλαιοβαλκανικές γλώσσες.

1. Εκδοχή #1

Οι Vladimir Georgiev και Ivan Duridanov έκαναν μια λογική ετυμολογική υπόθεση βασιζόμενοι σ΄αυτήν εδώ (σσ. 35-6, στη σ. 31 το γενικό ιστορικό πλαίσιο) την εκδοχή του Μαρτυρίου:

σ. 31, Γενικό ιστορικό πλαίσιο:

Το Μαρτύριο των τριών Αγίων με καταγωγή από την «μητρόπολη των (κάτω) Μυσών, Μαρκιανούπολη» υποτίθεται ότι συνέβη επί βασιλείας του «δυσσεβεστάτου Μαξιμιανού» (Γαλέριος, β. 305-311), όταν βικάριος/έξαρχος της Διοικήσεως Θράκης (ὁ τῆς Θρᾴκης ἡγεμών = Thraciae praefectus) ήταν κάποιος Τήρης (τυπικότατο θρακικό όνομα, βλ. Τήρης Α΄, Τήρης Β΄, Τήρης Γ΄). Θυμίζω πως η διοικητική υποδιαίρεση σε Διοικήσεις ήταν πρόσφατη καινοτομία των μεταρρυθμίσεων του Διοκλητιανού.

Μαξιμιανοῦ τοῦ δυσσεβεστάτου τῆς Ῥωμαϊκῆς ἀρχῆς ἐπιβεβηκότος (λατ. Impiissimo Maximiano Romanum Imperium lenente)

Μυσῶν δὲ μητρόπολις ἦν ἡ Μαρκιανούπολις (λατ. Mysiorum a antem metropolis erat Marcianopolis)

Ἐν τούτῷ δὲ καὶ ὁ τῆς Θρᾴκης ἡγεμών, Τήρης ἦν αὐτῷ ὄνομα (λατ. Thraciae praefectus, nomine Teres)

Με αφορμή τον χαρακτηρισμό «δυσσεβέστατος» για τον Μαξιμιανό Γαλέριο, κάνω μια παρέκβαση εδώ για να περιγράψω το ενδιαφέρον κόλπο που επινόησαν οι χριστιανοί συγγραφείς για να αμαυρώνουν τους ιδεολογικούς τους αντιπάλους. Το κόλπο αυτό είναι ο εθνοτικίζων λόγος (ethnicizing discourse), δηλαδή η αναγωγή του θρησκευτικού διπόλου «ευσεβής-δυσσεβής» στο εθνογραφικό δίπολο «Ρωμαίος-βάρβαρος». Ο «γένει Λίβυς / natione Afer» Λακτάντιος εργαλειοποίησε την έννοια του «ρωμαϊκού αίματος» (sanguis romanus) για να αμαυρώσει την καταγωγή του «δυσσεβεστάτου Μαξιμιανού» με τον ισχυρισμό ότι ο Γαλέριος διέθετε μια «φυσική βαρβαρότητα» (naturalis barbaries) που ήταν «ξένη προς το ρωμαϊκό αίμα» (a Romano sanguine aliena), την οποία κληρονόμησε από την υπερδουνάβια μητέρα του (mater eius Transdanuviana), που είχε γεννηθεί στην [«βάρβαρη» μετά το 270] υπερδουνάβια Δακία, την οποία επιλυμαίνονταν οι [βάρβαροι] Κάρποι, και ήρθε «πρόσφυγας/μετανάστρια» στην [Ρωμαϊκή] Νέα Δακία εντεύθεν του Δουνάβεως που ίδρυσε ο Αυρηλιανός (μετά την εκκένωση της υπερδουνάβιας Δακίας).

[Λακτάντιος, de Mortibus Persecutorum, 9] Alter vero Maximianus, quem sibi generum Diocletianus asciverat, non his duobus tantum quos tempora nostra senserunt sed omnibus qui fuerunt malis peior. Inerat huic bestiae naturalis barbaries, effertitas a Romano sanguine aliena: non mirum, cum mater eius Transdanuviana infestantibus Carpis in Daciam novam transiecto amne confugerat.

Για να μπορέσει να αμαυρώσει την καταγωγή του Γαλερίου, λοιπόν, ο Λακτάντιος ειδικά γι΄αυτό το χωρίο μετατρέπει τον Δούναβη από πολιτικό ρωμαϊκό σύνορο σε όριο του ρωμαϊκού «αίματος», δίνοντας στον αναγνώστη την –ανακριβή για την εποχή εκείνη- εντύπωση της εθνοτικής ομοιογένειας της Ρωμανίας. Σε τέτοιες εθνοτικίζουσες ad hominem επιθέσεις βλέπουμε τις απαρχές του εθνοτικού ρωμαϊκού λόγου. Σύμφωνα με τον Eric Hobsbawm που συνοψίζει μια φράση του Ernest Gellner, η εμφάνιση του εθνικισμού (nationalism) προϋπάρχει της διαμόρφωσης του έθνους (το οποίο προκύπτει ως προϊόν της σταθερής θεσμικής αναπαραγωγής της εθνικ[ιστικ]ής ιδεολογίας). Παρομοίως, κατά την προνεωτερική περίοδο, η εμφάνιση του εθνοτικού/εθνοτικίζοντος λόγου (ethnic/ethnicizing discourse) προϋπάρχει της διαμόρφωσης της εθνότητας (η οποία επίσης προκύπτει ως προϊόν της σταθερής αναπαραγωγής του εθνοτικού/εθνοτικίζοντος λόγου).

σσ. 35-6, το τοπωνύμιο «Σάλτυς»

Στις σσ. 35-6 εξηγείται ότι οι συλληφθέντες μάρτυρες διέρχονται από μία κώμη που βρισκόταν 30 μίλια ανατολικά της Φιλιππουπόλεως (έπὶ τὴν ΦιλιππούπολινΠρὸ δὲ τριάκοντα τῆς πόλεως ἐν κώμῃ τινί). Το όνομα της κώμης είναι «Σάλτυς», το οποίο «αν μεταφραστεί στα ελληνικά, σημαίνει Βρύον» (Σάλτυς δὲ τῇ κώμῇ τὸ ὄνομα, ἕλλην δὲ γλῶσσα βρύον ἄν αυτῇ μετεφράσετο = λατ. Saltys vico nomen, lingua vero Graeca interpretatus est Scaturiens). Στην συνέχεια εξηγείται πως η κόμη είχε αυτό το όνομα επειδή «ὑδάτων βρύχουσι (sic!) ἄφθονες πηγαί» (abundantes ibi aquarum fontes scaturiunt).

Με άλλα λόγια, ο συγγραφέας κατανοεί το τοπωνύμιο «Σάλτυς» ως μη ελληνικό, γνωρίζει την σημασία του στη μη ελληνική γλώσσα (το πιθανότερον η θρακική, αν και αυτό δεν αναφέρεται ρητά), την οποία αποδίδει στα ελληνικά ως «Βρύον [i.e. ὕδωρ]» (ουδέτερη μετοχή ενεστώτα του ρήματος βρύω απ΄όπου προέρχεται και γνωστός μας όρος βρύσις = ἀνάβλυσις (πρβ. ἀναβλύες = πηγαί) > βρύση). Η λατινική μετάφραση αποδίδει την ελληνική μετάφραση «Βρύον» ως Scaturiens = «Αναβλύζον» (λ.χ. scaturiens aqua = «ἀναβλύζον ὕδωρ»). Το μη ελληνικό (μάλλον θρακικό) τοπωνύμιο «Σάλτυς», λοιπόν, σημαίνει κάτι σαν «Πηγές, Βρυσάκια».

Ο Vladimir Georgiev (εδώ σ. 113, κάτω: σάλτυ-ς = “spring“) και ο Ivan Duridanov θεώρησαν το τοπωνύμιο θρακικό και το συνέκριναν με το λιθουανικό ρήμα salti = «στάζω, ρέω» (και το ομόρριζο παλαιοπρωσικό salus = «χείμαρρος»), το οποίο ο Rick Derksen ετυμολογεί από την ΙΕ ρίζα *sel- «εκτινάσσομαι, ξεπετάγομαι» που έδωσε τους ελληνικούς όρους ἅλλομαι (< EPGk *hl.yomai < IE *sl.yo-) και ἅλμα και τους λατινικούς όρους saliō, saltus = «άλμα» (η πηγή του νεοελληνικού όρου «σάλτο») και saltō = «(χορο)πηδώ» (εξού και saltātor = «χορευτής»).

Ο Ivan Duridanov δεν αποκλείει (“gedeuten werden kann” = «θα μπορούσε να ερμηνευθεί») την περίπτωση το μη ελληνικο τοπωνύμιο «Σάλτυς» να είναι ο λατινικός όρος saltus, αλλά φαίνεται να το θεωρεί απίθανο και ολοκληρώνει τον σχολιασμό με την ετυμολογική πρόταση του Georgiev (συσχέτιση με το λιθ. salti = «στάζω, ρέω»), αναφέροντας και το κελτικό ποταμωνύμιο Saltus.

Παραθέτω και τα σχόλια του Derksen για το λιθουανικό ρήμα salti = «στάζω, ρέω» (< IE *sol-tey, ομόρριζο του λιθ. seleti < IE *sel-) και τον ομόρριζο βαλτοσλαβικό όρο *sel-p-os (βλ. PSlv *solpŭ > OCS slapŭ = «χείμαρρος» και λιθ. salpas) που συν τοις άλλοις έδωσε τα ρωσοσλαβονικά ρήματα ΙΕ *selp- > vŭ-slěpati «ρέω» και ΙΕ *sl.p- > slŭpati «(εκ)ρέω». Η επεκτεταμένη ρίζα *sel-p- «ρέω» θα μπορούσε να εξηγήσει και το αρχαίο ποταμωνύμιο Ἐλπειός στην αρχαία Πιερία (IE *selp- > PGrk *help- > Ἐλπ- + -ειός, όπως σπέρχω > Σπερχειός, Πηνειός, Ἀλφειός, εναλλακτικά από το ΙΕ *selp- > ἔλπος = «λίπος»).

[Λίβιος, ab urbe condita, 44] (8) citra ripam Elpei amnis, (20) flumine Elpeo

2. Εκδοχή #2

Καθώς έψαχνα να βρω την έκδοση του Μαρτυρίου (Acta Sanctorum) που παρέθεσα παραπάνω, ένας φίλος με ενημέρωσε πως το κείμενο του Μαρτυρίου στο TLG είναι αρκετά διαφορετικό (αντιγράφω όπως μου το έστειλε):

(10)   Τότε τοίνυν ὁ ἀσύνετος ἐκεῖνος, ἐπὶ Φιλιππούπολιν ἐξορμῶν,   (1)
ἀκολουθεῖν αὐτῷ καὶ τοὺς ἁγίους ἐκέλευσε. καταλαμβάνει τοίνυν
τόπον τινὰ ἐν κώμῃ λεγομένῃ ΣαλτῷΒρίον οὕτω φερωνύμως
καλούμενον, ὑδάτων μὲν πολλῶν ψυχρῶν τε καὶ διειδῶν καταρδό-
μενον ἀφθονίᾳ, δένδρων δὲ παντοίων καὶ ἀμπέλων καταστεφό-   (5)
μενον πλήθει,

Δυστυχώς δεν γνωρίζω την αιτία ύπαρξης αυτών των δύο αρκετά διαφορετικών εκδοχών του ίδιου κειμένου. Αν κάποιος γνωρίζει κάτι, ας το καταθέσει στα σχόλια.

Στην δεύτερη εκδοχή (του TLG) του κείμενου η κώμη λέγεται «Σαλτός» (και όχι «Σάλτυς»), λείπει όλο το χωρίο της συνειδητής μετάφρασης του ονόματος της κώμης στα ελληνικά από τον συγγραφέα, ο τόπος με τα νερά κοντά στην κώμη «Σαλτό» λέγεται «Βρίον» (όχι «Βρύον» όπως είναι η μετάφραση του ονόματος της κώμης στο προηγούμενο) και, τέλος, προστίθεται η νέα πληροφορία ότι τα αναβλύζοντα νερά είναι «ψυχρά» (ὑδάτων μὲν πολλῶν ψυχρῶν).

Σ΄αυτήν την διαφορετική εκδοχή του κειμένου αλλάζει και η πιθανή ετυμολογία του τοπωνυμίου «Σαλτός»! Από τη στιγμή που λείπει η μεταφραστική πληροφορία του συγγραφέα της προηγούμενης έκδοσης ότι «Σάλτυς» σημαίνει «Βρύον [ὕδωρ]= Scaturiens [aqua]» (= αναβλύζον ύδωρ), μειώνεται και η πιθανότητα συσχέτισης με το λιθουανικό ρήμα salti «ρέω». Επιπρόσθετα, η νέα πληροφορία ότι τα αναβλύζοντα νερά είναι κρύα (ὑδάτων μὲν πολλῶν ψυχρῶν) καθιστά πιθανή μια νέα ετυμολογική υπόθεση, γιατί το αγνώστου (πια) ετύμου τοπωνύμιο «Σαλτός» μπορεί να συγκριθεί με το λιθουανικό επίθετο šaltas = «κρύος, παγωμένος» (το αντίστοιχο ρήμα είναι šalti «παγώνω», ενώ οι λετονικοί συγγενείς είναι salts = «κρύος, παγωμένος» και salt = «παγώνω» αντίστοιχα), αμφότερα από το ΙΕ επίθετο *k’οlH-tos «κρύος, παγωμένος». Επειδή η θρακική ήταν γλώσσα τύπου satem όπως ο Βαλτικός κλάδος, το ΙΕ *k’ (ουρανωμένο υπερωικό) αναμένεται να εξελιχθεί σε θρακικό *(t)ś γι΄αυτό και το ΙΕ επίθετο *k’olH-tos  είναι σε θέση να εξηγήσει το μάλλον θρακικό τοπωνύμιο «Σαλτός» (θρακ. *(t)śalta).

Παραθέτω την περιγραφή των βαλτικών απογόνων της ΙΕ ρίζας *k’elH- «κρυώνω, παγώνω» του Rick Derksen:

Β. «Σίλτa» και «Σιλτική»

Στην ενδοχώρα της Σηλυμβρίας ο Στράβων αναφέρει την πόλη Σίλτα (βορείως της Περίνθου/Ηρακλείας και Σηλυμβρίας, σύμφωνα με τον Duridanov το αρχαίο τοπωνύμιο Σίλτα επιβιώνει σήμερα στα τουρκικά ως Silti-köy = «Σιλτοχώρι»), η οποία έδωσε το όνομά της στην τριγύρω περιοχή που ο Ιεροκλής (535 μ.Χ.) στoν Συνέκδημο αποκαλεί «Σιλτική».

[Στράβων, Γεωγραφικά, 7. fr. 56] καὶ Πέρινθος, Σαμίων κτίσμα: εἶτα Σηλυβρία. ὑπέρκειται δ᾽ αὐτῶν Σίλτα

Ο Duridanov ετυμολογεί το θρακικό αυτό τοπωνύμιο από το ΙΕ επίθετο *k’l.tos = «θερμός» (πρβ. ελλην. Θέρμη): λιθ. šiltas = «θερμός», λετ. silts = «θερμός», μέσο ουαλικό clyd «θερμός». Η ΙΕ ρηματική ρίζα είναι η *k’el(h1)- που έδωσε τους λατινικούς όρους IE *klh1-eh1- > caleō «θερμαίνω», calor «θέρμη», calidus «θερμός» και τα πρωτογερμανικά επίθετε *hlēwaz και *hliwiaz «χλιαρός» (πρβ. αγγλ. lew «χλιαρός, θερμός, ηλιόλουστος»).

Κλείνω την ανάρτηση παραθέτοντας την ετυμολογική περιγραφή του λιθουανικού šiltas «θερμός» του Rick Derksen και αυτήν του λατινικού caleō «θερμαίνω» του Michiel de Vaan.

7 Comments

Filed under Βαλκανικές γλώσσες, Γλωσσολογία, Ινδοευρωπαϊκά θέματα

7 responses to “Τα τοπωνύμια «Σάλτυς/Σαλτός» και «Σίλτα/Σιλτική» στην Θράκη

  1. Jaçe

    Παρόλο που τους αλβανικούς όρους (k)thjellët & thëllim τους ανάγουν στο thellë, στο αγγλικό βικιλεξικό είδα μια άλλη ερμηνεία σύμφωνα με την οποία το αλβ. thëll-im (ψύχρα) = λιθουανικό šálti (“to freeze”) από το ΠΙΕ *ḱel- .

    • Έτσι ακριβώς, Jaçe. Θεωρητικά το thëllim «ψύχρα, παγωνιά» θα μπορούσε κάλλιστα να αναχθεί σε PAlb *tsal- < IE *k'olh1- «κρύος», αλλά ο Orel (AED , σ. 474) το ανάγει στο thellë, με αλλαγή σημασίας «σκούρος/βαθύς» > «κρύος, ψυχρός».

      Δεν ξέρω αν κάποιος γλωσσολόγος έχει ήδη προτείνει την αναγωγή του thëllim στο ΙΕ *k’elh1- «κρύος», αλλά θεωρητικά τουλάχιστον αυτή η ετυμολογία στέκει από φωνολογική και σημασιακή άποψη.

  2. Ιήτης

    Για τη διπλή παράδοση του κειμένου ας μην απορεί κανείς. Είναι συνήθης σε αγιολογικά κείμενα, μετά τόσες επιτομές, παραφράσεις κτλ. Εν προκειμένω, βλέπει κανείς και το λάθος ιωτακισμού (βρύον> Βρίον) και πώς αυτό πέρασε στο κείμενο ως τοπωνύμιο, από σκέτη παρανόηση, απλά.

    Υγ. βρύχουσι ἄφθονες > βρύουσιν ἄφθονοι (στο ίδιο ξέχασες να μεταφράσεις το ibi= ἐκεῖ).

    • Υγ. βρύχουσι ἄφθονες > βρύουσιν ἄφθονοι (στο ίδιο ξέχασες να μεταφράσεις το ibi= ἐκεῖ).

      Γεια σου Ιήτη. Ενώ το «βρύχουσι» είναι σίγουρα λάθος, είναι ο τύπος που υπάρχει στο πρωτότυπο κείμενο που παρέθεσα [έπρεπε να είχα βάλει (sic)]. Δεν είναι δική μου απροσεξία. Προφανώς το «βρύχουσι» προέκυψε από λάθος μεταγραφή του «βρύουσι» αφού το δεύτερο είναι που μεταφράζεται ως scaturiunt στα λατινικά.

  3. Γιάννης

    Πιασε και λιγο Πελ/νησο, Μεσσηνια πλευρα… εδω εχουμε ψωμι…ονομασιες οπως γκρουστεσι, Χράνοι, χατζης, Τσέρια, Στασιό, Ριγκλια, αλτομιρα,μπισμπαρδι, δολοι, αρκετες παραξενες λεξεις για να βρεις τις αλβανοσλαβικες (ως συνηθως) ριζες

Leave a comment

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.