Η ΙΕ ρίζα *kwel- «γυρίζω»

Στη σημερινή ανάρτηση θα περιγράψω τους απογόνους της ΙΕ ρίζας *kwel- «γυρίζω».

Ο πιο γνωστός απόγονος της ρίζας είναι το διπλασιασμένο ουσιαστικό *kwe-kwl-os = «τροχός» (κυριολεκτικά «αυτό που γυρίζει») που έχω περιγράψει στη σειρά αναρτήσεων για την ΙΕ ορολογία της τροχοζωήλατης μεταφοράς (εδώ και εδώ).  Απόγονοι του όρου *kwe-kwl-os είναι ο ελληνικός όρος κύκλος ( από την ο-βαθμη ποικιλία *kwo-kwl-os, με τροπή o>u που οφείλεται στο νόμο του Cowgill και με ανομοίωση *kwukw- > kuk- εξαιτίας του «νόμου του Βουκόλου» που θα περιγράψω παρακάτω) , το πρωτογερμανικό ουδέτερο *kwe-kwl-om > *hwehwlą = «τροχός» (λ.χ. αγγλικό wheel) και το επίσης Κοινό Ινδο-Ιρανικό (ΚΙνΙρ) ουδέτερο *čakrám = «τροχός» (λ.χ. σανσκ. cakrá ~ αβεστ. čaχra) κλπ.

Το άμεσο (αδιαπλασίαστο) ουσιαστικό *kwol-os (λ.χ. τρέχω > τροχός) είναι ο πρόγονος του ελληνικού όρου πόλος = «άξονας (περιστροφής)» και, συν τοις άλλοις, του σλαβικού ουδετέρου *kwol-om > PSlv kolo = «τροχός».

Άμεσοι ρηματικοί απόγονοι της ρίζας *kwel-

Στην παρακάτω εικόνα παραθέτω τις σελίδες 377-8 των Mallory-Adams με τους άμεσους ρηματικούς απογόνους της ρηματικής ρίζας *kwel- = «γυρίζω»:

kwel

Το Κοινό Ινδο-Ιρανικό ρήμα *kwel-e-ti > *čarati απέκτησε τη σημασία «κινούμαι κυκλικά, γυρίζω εδώ και εκεί ~ περιπλανιέμαι» (αβεστ. čaraiti = «κυκλοφορώ, κινούμαι σε κυκλική τροχιά», σανσκ. carati = «κινούμαι, γυρίζω εδώ και εκεί, περιπλανιέμαι»).

Το αλβανικό ρήμα *kwel- > PAlb. *tšelasjell σημαίνει «φέρνω/γυρίζω (πίσω)» (kwe > kʲwe > tswe > tše > se όπως στο *penkwe > peκαι διφθογγοποίηση του τονισμένου *é>jé, όπως στο *dhegwh- > *déga > djeg). Ο αόριστος sjell > solla (~ djeg > dogja) προέκυψε από τον εκτεταμένο βαθμό *kwēl-, όπως ο λατινικός παρακείμενος legō > lē (το /ο/ οφείλεται στην αλβανική τροπή *ē>ā>o, λ.χ. *plētos > *plāta > plo).

Το ελληνικό ρήμα *kwel-e- > πέλω/πέλομαι απέκτησε τη σημασία «γίνομαι, υπάρχω». Η ανώμαλη τροπή kwe->pe- είναι ή αιολική (λ.χ. *penkwe > πέμπε = πέντε) ή αναλογική επίδραση από τον ο-βαθμο τύπο *kwol->πολ-. Ο αναμενόμενος τύπος τέλω/τέλομαι απαντά επιγραφικά στην Κρήτη. Η ίδια σημασιακή αλλαγή «γυρίζω» > «γίνομαι» που χαρακτηρίζει το ρήμα πέλω/πέλομαι συνέβη και στον γερμανικό κλάδο με την ρηματική ρίζα *wert- «γυρίζω» > PGmc *werθaną = «γίνομαι, συμβαίνω» και στον ανώμαλο αλβανικό αόριστο του jam = «είμαι» qeshë που επίσης ανάγεται στην ΙΕ ρίζα *kwel- (*kwl-e-s- > *kleš- > kješ- > qeshë). Η αρχική σημασία του ρήματος πέλω/πέλομαι «γυρίζω ~ κινούμαι» διατηρήθηκε στα παράγωγα νυκτιπόλος = «που τριγυρίζει τη νύχτα, νυκτιβάτης» («όποιος νύχτα περπατεί, λάσπες και σκατά πατεί») και περιπέλομαι > περίπολος = «τριγυρίζουσα φρουρά».

Στη Λατινική, το ρήμα *kwel-ō > *kwolō (με αναμενόμενη λατινική τροπή el>ol, όπως στο δανειο ἔλαιον > oleum) > colō απέκτησε μια πληθώρα σημασιών, η παλαιότερη από τις οποίες είναι «οργώνω, καλλιεργώ την γη». Η σημασιακή αλλαγή «γυρίζω» > «οργώνω/καλλιεργώ» προέκυψε είτε από την «βουστροφηδόν» κίνηση του αρότρου (περιοδικό «γύρισμα» < *kwel-) είτε από το «γύρισμα» της γης που προκαλεί η άροση (το κάτω χώμα «γυρίζει» και έρχεται επάνω στην επιφάνεια). Παράγωγοι όροι του ρήματος colō = «οργώνω» είναι το nomen agentis cultor/agricultor = «γεωργός, καλλιεργητής (της γης)» και το θηλυκό cultūra = «καλλιέργεια» (> κουλτούρα).

Επειδή οι εδραίοι πληθυσμοί μιας περιοχής είναι κατά κανόνα αυτοί που την καλλιεργούν, το ρήμα colō απέκτησε και την δευτερεύουσα σημασία «είμαι μονίμως εγκατεστημένος, κατοικώ». Από αυτήν την σημασία προέκυψαν τα παράγωγα incolō = «κατοικώ» > inquilīnus = «ἔνοικος», colōnus = «έποικος, άποικος» και colōnia = «οικισμός, αποικία». Η συσχέτιση γεωργίας και εδραίων πληθυσμών ήταν τόσο ισχυρή στις προνεωτερικές κοινωνίες, ώστε μια στερεοτυπική αναφορά των «εδραίων/πολιτισμένων» λαών για τους «ανίδρυτους/αΐδρυτους» (μη εδραίους/νομαδικούς, απολίτιστους) «βαρβάρους» είναι ότι δεν ξέρουν/θέλουν να καλλιεργήσουν τη γη.

Στην Οδύσσεια, οι Κύκλωπες (< *pk’u-klōp-es = «ζωοκλέφτες», οι αρχετυπικοί απολίτιστοι «βάρβαροι» και το πολικό αντίθετο των πολιτισμένων Φαιάκων) περιγράφονται ως «ἀθέμιστοι» (άνομοι) που δεν φυτεύουν φυτό με τα χέρια τους ούτε οργώνουν τη γη (ό,τι φυτρώνει στη γη τους είναι «άσπαρτο», δηλαδή άγριο φυτό που φυτρώνει σε «ἀνήροτο» = «ανόργωτο» (ἀρόω, ἄροτρον) έδαφος και όχι «πυροὶ καὶ κριθαὶ ἠδ΄ἄμπελοι»), που δεν συγκαλούν βουληφόρες αγορές, ούτε έχουν θέμιστες (νόμους/ρήτρες, επικός πληθυντικός του όρου θέμις), αλλά κατοικούν στα κάρηνα (κορυφές) υψηλών ορέων μέσα σε γλαφυρά (= κούφια/σκαμμένα, IE *glm.bh- > γλαφ-, ομόρριζο του σλαβικού *glombh-ok-os > *glǫbokŭ = «βαθύς») σπέη (= σπήλαια, στον Ησίοδο (τὸ) γλάφυ = (τὸ) σπέος).

[9.106-115]

Κυκλώπων δ’ ἐς γαῖαν ὑπερφιάλων ἀθεμίστων
ἱκόμεθ’, οἵ ῥα θεοῖσι πεποιθότες ἀθανάτοισιν
οὔτε φυτεύουσιν χερσὶν φυτὸν οὔτ’ ἀρόωσιν,
ἀλλὰ τά γ’ ἄσπαρτα καὶ ἀνήροτα πάντα φύονται,
πυροὶ καὶ κριθαὶ ἠδ’ ἄμπελοι, αἵ τε φέρουσιν    110
οἶνον ἐριστάφυλον, καί σφιν Διὸς ὄμβρος ἀέξει.
τοῖσιν δ’ οὔτ’ ἀγοραὶ βουληφόροι οὔτε θέμιστες,
ἀλλ’ οἵ γ’ ὑψηλῶν ὀρέων ναίουσι κάρηνα
ἐν σπέεσι γλαφυροῖσι, θεμιστεύει δὲ ἕκαστος
παίδων ἠδ’ ἀλόχων, οὐδ’ ἀλλήλων ἀλέγουσι.

Για την ανάγκη παραδοχής μιας διπλής ΙΕ ρίζας *glewbh- ~ *glembh- παραθέτω την παρακάτω σελίδα (η εκδοχή *glewbh- εξηγεί τα γλύφω και cleave, ενώ η εκδοχή *glembh- απαιτείται για τα γλαφυρός, glǫbokŭ και το αλβανικό «αγκάθι» *glombh-os > *glamba > gjemb [αρβανίτικο glëmb] ~ υποστρωματικό ρουμανικό ghimpe = «αγκάθι»).

glembh

Ο Ηρόδοτος λέει για τους Θράκες ότι θεωρούσαν την αργία, το ληστρικό βίο και τον πόλεμο «κάλλιστες» ενασχολήσεις και την γεωργία «ατιμότατη».

[5.6] τῶν δὲ δὴ ἄλλων Θρηίκων ἐστὶ ὅδε νόμος· πωλεῦσι τὰ τέκνα ἐπ᾽ ἐξαγωγῇ, τὰς δὲ παρθένους οὐ φυλάσσουσι, ἀλλ᾽ ἐῶσι τοῖσι αὐταὶ βούλονται ἀνδράσι μίσγεσθαι· τὰς δὲ γυναῖκας ἰσχυρῶς φυλάσσουσι καὶ ὠνέονται τὰς γυναῖκας παρὰ τῶν γονέων χρημάτων μεγάλων. καὶ τὸ μὲν ἐστίχθαι εὐγενὲς κέκριται, τὸ δὲ ἄστικτον ἀγεννές. ἀργὸν εἶναι κάλλιστον, γῆς δὲ ἐργάτην ἀτιμότατον· τὸ ζῆν ἀπὸ πολέμου καὶ ληιστύος κάλλιστον.

Ο Μιχαήλ Ατταλειάτης λέει για τους «Σκύθες» Ούζους (στεπαίο τουρκικό φύλο), που τον Σεπτέμβρη του 1064 έκαναν μια μεγάλη επιδρομή στα βαλκανικά ρωμαϊκά εδάφη (κυρίως στο «Ιλλυρικόν» = θέμα Βουλγαρίας, όπου οι επιδρομές τους έφτασαν μέχρι τα νότια σύνορα του θέματος Βουλγαρίας με τα θέματα Θεσσαλονίκης και Ελλάδος), πως όταν γύρισαν πίσω στην υπερδουνάβια χώρα τους λιμοκτόνησαν τον χειμώνα που ακολούθησε (λιμῷ δυσθεραπεύτῳ διαφθειρόμενοι) «διὰ τὸ καὶ σιτίων ἀπορεῖν καὶ μηδὲ καρπῶν προσδοκίαν ἔχειν», επειδή άφησαν τη γη τους «ἄσπαρτη» και «ἀνήροτη» (= ανόργωτη, ἀρόω/ἄροτρον), έχοντας προτιμήσει [ως ανίδρυτο έθνος] να αφιερώσουν το καλοκαίρι σε ληστρικές επιδρομές και όχι στη γεωργία [όπως οι εδραίοι λαοί] και οι λίγοι επιβιώσαντες αναγκάστηκαν να γίνουν υποτελείς του άρχοντα των «Μυρμιδόνων» (= Ρώσων του Κιέβου).

[14,6-12] Τῆς γἰνδικτιῶνος ἐνστάσης, ἐπάρχοντος τῶν κατὰ τὸν Ἴστρον πόλεων τοῦ τε μαγίστρου Βασιλείου τοῦ Ἀποκάπη καὶ τοῦ μαγίστρου Νικηφόρου τοῦ περιβοήτου Βοτανειάτου, παγγενεὶ τὸ τῶν Οὔζων ἔθνος μετὰ τῆς ἰδίας ἀποσκευῆς τὸν Ἴστρον διαπεραιωθὲν ξύλοις μακροῖς καὶ λέμβοις αὐτοπρέμνοις καὶ βύρσαις, τοὺς διακωλύοντας τὴν τούτων περαίωσιν Βουλγάρους καὶ λοιποὺς στρατιώτας κατηγωνίσαντο, καὶ τοὺς ἡγεμόνας αὐτῶν καίτοι διαγωνισαμένους ἐκθύμως, καὶ μᾶλλον τοῦ Βοτανειάτου, αἰχμαλώτους παρέλαβον, καὶ τὴν ἐκεῖσε πᾶσαν ἐπλήρωσαν ὕπαιθρον· συνεψηφίζετο γὰρ τὸ ἔθνος εἰς ἑξήκοντα μυριάδας ἀνδρῶν. μοῖρα δέ τις οὐκ ἐλαχίστη τῶν ἐκεῖ σπουδαίως ἀπάρασα τὸ Ἰλλυρικὸν ἅπαν ἄχρι Θεσσαλονίκης καὶ αὐτῆς Ἑλλάδος κατέδραμε καὶ κατεληίσατο […] Τούτου δὲ τοῦ ἔθνους τοῦ Σκυθικοῦ οἱ μὲν τὸν Ἴστρον ἀντιπεραιωθέντες λιμῷ δυσθεραπεύτῳ διαφθειρόμενοι, διὰ τὸ καὶ σιτίων ἀπορεῖν καὶ μηδὲ καρπῶν προσδοκίαν ἔχειν ἀσπάρτου καὶ ἀνηρότου τῆς γῆς αὐτῶν ἐαθείσης, εἰς ὀλίγους ἀπετελεύτησαν. καὶ τούτους φασὶ τῷ τῶν Μυρμιδόνων ἄρχοντι προσρυῆναι καὶ παραὐτοῦ διασπαρῆναι ταῖς ἀμφαὐτὸν πόλεσι,

Ο Donald Nicol στο «Δεσποτάτο της Ηπείρου» παραθέτει μια στερεοτυπική (και, όπως συνήθως συμβαίνει με τις στεροτυπικές περιγραφές, υπερβολική) περιγραφή της Ηπείρου του 15ου αιώνα από τον Ισίδωρο του Κιέβου όπου η ακτή και πόλεις όπως η Άρτα και τα Ιωάννινα κατοικούνται από «καθαρόν Ελληνικόν γένος» (είμαστε ουσιαστικά στην πρώιμη μεταβυζαντινή φάση των ελληνόφωνων λογίων που, ως σύγχρονοι του  Λαόνικου Χαλκοκονδύλη και του Πλήθωνα, έχουν απορρίψει την παραδοσιακή Ρωμαϊκή ταυτότητα για μια νέα Ελληνική), ενώ η ορεινή ενδοχώρα κατοικείται από διάφορα βάρβαρα φύλα, ένα εκ των οποίων είναι οι Αλβανοί, ένα λυπρόβιο και νομαδικό «Ιλλυρικό» γένος που δεν έχει ούτε πόλεις, ούτε φρούρια, ούτε χωριά, ούτε χωράφια, ούτε αμπελώνες, αλλά μόνο όρη και πεδιάδες.

Isidore-Epirus

Αν κάποιος διαθέτει το πρωτότυπο κείμενο στην Ελληνική ας το παραθέσει, γιατί βρίσκω μόνο κομμάτια του. Ο συγγραφέας που ο Nicol ταυτίζει με τον Ισίδωρο του Κιέβου πρέπει να είναι αυτός που άλλοι ονομάζουν o «ανώνυμος πανηγυριστής Παλαιολόγων».

Isidoros-Nicol

«Πάσης δὲ ἐκείνης τὰ μὲν ἐπὶ θάλατταν χωρία Ἕλληνες ᾤκουν, τὰ δὲ ἀνωτέρω καὶ πρὸς μεσόγαιαν βάρβαροι καὶ πάλαι καὶ νῦν […] τὰ γένη Αἰτωλῶν, Ἀκαρνανῶν, Ἀμφιλόχων, Κασσωπαίων, Δολόπων, Ἀμπρακιωτῶν, Ἀθαμανῶν, Θεσπρωτῶν, Μολοττῶν καὶ Χαόνων τῶν καὶ ἀνηκόντων ἐς Ἀκροκεραύνια ὄρη. Ταῦτα, γένη παλαιὰ καὶ πολλὰ, εὐανδροῦντα καὶ πολυανδροῦντα τὸ πάλαι, νῦν ἀπορίᾳ μεγάλῃ κατείληπτε καὶ τοὔνομα προσαπολωλός ἕκαστον ἐστι. Χρόνος γὰρ ὁ μακρὸς λήθην καταχέει πάντων μακρὰν.Καὶ τανῦν ᾤκισται σποράδην ἐκείνη καὶ κατὰ μικρὸν ὑπ΄Ἀλβανῶν, γένους ἰλλυρικοῦ, ξύμπασα και κωμηδόν. Νομαδικὸν γὰρ τὸ γένος καὶ λυπρόβιον, οὐ πόλεσιν, οὐ φρουρίοις, οὐ κώμαις, οὐκ ἀγροῖς, οὐκ ἀμπελῶσιν, ἀλλ΄ὄρεσι χαῖρον καὶ πεδιάσι. Αἰ δὲ πόλεις καθαρὸν ἕτι σώζουσι τὸ ἑλληνικὸν γένος».

Ο Άγγλος περιηγητής γιατρός Andrew Boorde έκανε το 1542 μια παρόμοια στερεοτυπική διάκριση ανάμεσα σε «πολιτισμένους Άγγλους» και «άγριους Ιρλανδούς» (wild Irish) στην Ιρλανδία. «Εντεύθεν του φράκτη» (στο English Pale) γράφει ότι υπήρχαν «όμορφες πόλεις και αγγλική κοσμιότητα» (good towns and cities … english fashion), ενώ «πέραν του φράκτη» υπήρχαν «άγριοι Ιρλανδοί […] που δεν νοιάζονταν να σπείρουν και να οργώνουν την γη τους» (not regarding to sow and till their land). Όπως οι Θράκες του Ηροδότου θεωρούσαν «τὸ ζῆν ἀπὸ πολέμου καὶ ληιστύος κάλλιστον» έτσι και οι Ιρλανδοί θεωρούσαν ως επικό κατόρθωμα την «βοηλασία» (κλοπή βοοειδών) και μια αγγλική πηγή του 1515 αναφέρει για τους ιρλανδούς φυλάρχους («καπετάνιους») πως «ζούνε συνεχώς με το ξίφος (εμπόλεμο βίο) […] και δεν υπακούουν σε κανέναν αφέντη, Άγγλο ή Ιρλανδό». Υπάρχει ένας ολόκληρος ιρλανδικός επικός κύκλος με θέμα την βοηλασία (ιρλανδιστί Táin Bó).

Boorde

Έκανα όλη αυτή την παράκαμψη για να εξηγήσω πως συνέβη η σημασιακή αλλαγή «καλλιεργώ/οργώνω έναν τόπο» > «εγκαθίσταμαι μονίμως/εδραίως» > «κατοικώ» στο λατινικό ρήμα colō.

Παραθέτω το λήμμα πέλομαι/πέλω από το ετυμολογικό λεξικό της Ελληνικής του Robert Beekes και το λήμμα colō από το ετυμολογικό λεξικό της Λατινικής του Michiel De Vaan. Οι συγγραφείς δίνουν την ΙΕ ρίζα ως *kwelh1- με λαρυγγικό h1.

pelo-colo

Ο βουκόλος και η αμφίπολος

Η ρίζα *kwel- «γυρίζω» έδωσε το σύνθετο *gwou-kwol-(y)os = «βουκόλος» (κυριολεκτικά «αυτός που πάει τα αγελάδια για βοσκή και τα φέρνει/γυρίζει πίσω στο βουστάσι») στην Ελληνική και στον Κελτικό κλάδο. Στο ελληνικό βούκολος/βουκόλος (στην Γραμμική Β qo-u-ko-ro = /gwoukolos/, με αφομοίωση *ukw>uk που, όπως ανέφερα παραπάνω, ονομάζεται «νόμος του βουκόλου») αντιστοιχεί το παλαιοϊρλανδικό buachaill = «βουκόλος» (πρωτοκελτικό *gwoukolyos) και το ομόρριζο ουαλικό bugail = «ποιμήν».

Παρόμοια σύνθετα με τον όρο βούκολος/βουκόλος είναι τα αἴπολος/αἰπόλος = «γιδοβοσκός» (< *aik-kwolos < *aig-kwolos, αἴξ/αἶγες), ἱπποπόλος, ταυροπόλος κλπ.

Ενδιαφέρον έχει ο κοινός ελληνο-λατινικός όρος *h2ent-bhi-kwolos > *ambhi-kwolos > ἀμφίπολος = λατ. anculus = «υπηρέτης» (κυριολεκτικά «αυτός που αμφιπέλεται του κυρίου του, που βρίσκεται διαρκώς γύρω από τον κύριό του [*sm.-koloudh-os > ἀκόλουθος], έτοιμος να τον υπηρετήσει»).

boukolos

Το επίρρημα πάλι(ν)

Η σημασία *kwelH- «γυρίζω πίσω, επιστρέφω» έδωσε το μηδενόβαθμο επίρρημα (παγωμενη αιτιατική) *kwl.H-im > πάλιν (που χωρικά δηλώνει επιστροφή [«γύρισμα»] και χρονικά επανάληψη [«άλλος ένας γύρος»]).

[Ιλιάδα, 1.116]

ἀλλὰ καὶ ὧς ἐθέλω δόμεναι πάλιν εἰ τό γ᾿ ἄμεινον·

Κι όμως, αν πρέπει, παίρνω απόφαση και τήνε δίνω πίσω (μετάφραση Κακριδή-Καζαντζάκη)

Αυτή η σημασία φαίνεται στον όρο παλίνδρομος = «που γυρίζει και κινείται προς τα πίσω», ο οποίος επιλέχθηκε για το όνομα του παλίνδρομου λαρυγγικού νεύρου (recurrent laryngeal nerve, κλάδος του πνευμονογαστρικού κρανιακού νεύρου) που, επειδή κατά την οντογένεση «μπλέκεται» στις μεγάλες αρτηρίες της καρδιάς, κατεβαίνει, στρίβει γύρω από αυτές (το αριστερό παλίνδρομο στρίβει γύρω από το αορτικό τόξο, ενώ το δεξιό γύρω από την δεξιά υποκλείδια αρτηρία) και ξανανεβαίνει για να εννευρώσει τις φωνητικές χορδές. Το συνολικό μήκος της «παράκαμψης» του παλίνδρομου λαρυγγικού νεύρου είναι περίπου 15cm στον άνθρωπο, αλλά η ομόλογη «παράκαμψη» στην καμηλοπάρδαλη είναι 4,6m !!!

Όλα τα τετράποδα έχουν ένα ομόλογο του παλίνδρομου λαρυγγικού νεύρο, αλλά όχι τα ψάρια (περισσότερα εδώ).

laryngeal-nerve

giraffe-RL

Άλλος ιατρικός όρος που περιέχει τον όρο παλίνδρομος είναι η γαστρο-οισοφαγική παλινδρόμηση (gastro-esophageal reflux), όπου το όξινο περιεχόμενο του στομάχου παλινδρομείται στον οισοφάγο, με την χαρακτηριστική αίσθηση «καψίματος» στον οισοφάγο που ονομάζεται «πύρωση». Όταν η τακτική επανάληψη της παλινδρόμησης αυτής χρονίζει, συνήθως λόγω ανατομολειτουργικής δυσλειτουργίας του γαστρο-οισοφαγικού ή «καρδιακού» σφιγκτήρα και/ή αυξημένης ενδογαστρικής πίεσης (αυτοί που συνηθίζουν να γεμίζουν το στομάχι τους τίγκα όταν τρώνε), ο βλεννογόνος του τελικού οισοφάγου αντιδρά στις πολλαπλές όξινες προσβολές με επιθηλιακή μεταπλασία (μεταπλάθεται στο οξεοανθεκτικό επιθήλιο του στομάχου), μια κατάσταση που ονομάζεται οισοφάγος του Barrett και θεωρείται προνεοπλαστική βλάβη, επειδή το μεταπλασμένο επιθήλιο του Barrett έχει μεγαλύτερες πιθανότητες κακοηθούς μετάπτωσης. Σταματάω εδώ τα ιατρικά γιατί, όπως λέει συνέχεια και ο Νίκος Σαραντάκος, «εδώ γλωσσολογούμε».

reflux-Barrett

Κάτι που «γυρίζει προς τα πίσω» αποκτά και αντίθετη φορά κίνησης. Για να εκφράσει την «ισορροπία/αρμονία των αντιθέτων», ο Ηράκλειτος έπλασε την φράση «παλίντονος ἁρμονίη ὅκωσπερ τόξου καὶ λύρης» (Fr B51). Το τόξο τείνοντας να ευθειαστεί τεντώνει την χορδή και η χορδή αντιστεκόμενη στην έκτασή της κρατάει το τόξο καμπύλο. Το στατικό σχήμα του τόξου εξασφαλίζεται από την ισορροπία των αντίθετων δυνάμεων.

Η 15η ραψωδία της Ιλιάδας φέρει τον τίτλο «παλίωξις παρὰ τῶν νεῶν» (οι Τρώες αντεπιτίθενται και διώκουν τους Αχαιούς ως τα πλοία τους). Ο όρος παλίωξις σημαίνει «αντεπίθεση στην οποία οι αρχικά υποχωρούντες γίνονται διώκτες» (ἰωκή = δίωξις).

Η παλινόρθωσις των παλαιών μοναρχικών καθεστώτων ήταν ο βασικός στόχος της Ιερής Συμμαχίας στην «Εποχή του Μέττερνιχ» (παλινόρθωση).

Άλλοι όροι που πιθανώς να έχετε ακούσει είναι οι ακόλουθοι: παλίντροπος = «που τρέπεται προς τα πίσω»,  παλίμβολος/παλίμβουλος = «ασταθής/αυτός που έχει ασταθή γνώμη» (η Κομνηνή τον χρησιμοποιεί πολύ στην Αλεξιάδα, ιδίως για τους «Λατίνους»), παλιγγενεσία κλπ. Τα παρακάτω χωρία είναι από την Αλεξιάδα:

[2.9.2] βλέπων ὁ τὸ νέον ἐνδεδυκὼς πέδιλον Ἀλέξιος τὸ δυσάλωτον τῆς πόλεως καὶ τὸ τῶν στρατιωτῶν παλίμβολον ὑποτοπάζων

[10.11.6] Ὁ δὲ περιχαρῶς ταῦτα δεξάμενος καὶ εὐχαριστήσας ἀπῄει ἀναπαυθησό μενος οὗ κατέλυσεν. Ἀποκομισθέντων δὲ τούτων αὐτῷ, μεταβαλὼν ὁ πρὶν τεθαυμακὼς ἔφη· «Οὐδέποτε τοιαύτην ἀτιμίαν ἔσεσθαί μοι ἀπὸ τοῦ βασιλέως ἤλπισα· λαβόντες οὖν ταῦτα ἀπαγάγετε τῷ πέμψαντι». Ὁ δὲ βασιλεὺς τὸ φύσει παλίμβουλον τῶν Λατίνων γινώσκων τὸν δημώδη λόγον ἀντέφησε· «Κακὸν πρᾶγμα πρὸς τὸν ἴδιον ἐπανερ χέσθω αὐθέντην». Τοῦτο ὁ Βαϊμοῦντος ἀκούσας καὶ τοὺς ἀποκομίσαντας ἐπιμελῶς ἀναζητοῦντας αὖθις αὐτὰ ὁρῶν μεταβαλὼν ὁ πρὶν ἀποπεμπόμενος ταῦτα καὶ ἀχθόμενος ἐπὶ τούτοις ἱλαρὸν βλέμμα τοῖς ἀποκομισταῖς ἐδείκνυ καθάπερ τις πολύπους μετασχηματιζόμενος ἐν βραχεῖ. Φύσει μὲν γὰρ ἦν ὁ ἀνὴρ πονηρὸς καὶ ὀξὺς πρὸς τὰ συμπίπτοντα, πονηρίᾳ καὶ ἀνδρείᾳ τοσοῦτον ὑπερέχων ἁπάν των τῶν τότε διερχομένων Λατίνων, ὁπόσον δυνάμεσί τε καὶ χρήμασιν ἥττητο· ἀλλὰ καὶ ὣς πάντων ἐκράτει κακεν τρεχείας περιουσίᾳ, τὸ δὲ παλίμβουλον ὡς φυσικόν τι τῶν Λατίνων παρακολούθημα παρείπετο καὶ αὐτῷ.

palin

Το τέλος

Ο τελευταίος ελληνικός απόγονος της ρίζας *kwel(H)- που θα παρουσιάσω είναι το σιγμόληκτο ουδέτερο *kwelH-os > τέλος, στο οποίο συνέβη η σημασιακή αλλαγή «γύρισμα» > «ολοκλήρωση του κύκλου».

Παράγωγο του σιγμόληκτου αυτού ουδετέρου είναι το ρήμα *kwel(H)-es-yō > *kwelehyō > *kweleyyō > τελείω ~ τελέω ~ τελῶ = «ολοκληρώνω, εκπληρώνω» και όλοι οι παρεμφερείς όροι (ἀτελής, τέλειοςτελέσφορος/τελεσφόροςτέλεσις, τελετήτελεστής κλπ).

Ωστόσο, στον τελικό ελληνικό τύπο τέλος συνέπεσαν δύο διαφορετικά σιγμόληκτα επίθετα. Το ένα είναι το προρρηθέν *kwel(H)-os > τέλος και το άλλο είναι το *telh2-os > τέλος = «φόρος» (λ.χ. τα τέλη κυκλοφορίας, ὑποτελής = φορολογούμενος), από την ρίζα *telh2- «σηκώνω» (ἄτλητος = ανυπόφερτος, φόρος ~ τέλος).

telos

22 Comments

Filed under Γλωσσολογία, Ελληνική γλώσσα, Ινδοευρωπαϊκά θέματα

22 responses to “Η ΙΕ ρίζα *kwel- «γυρίζω»

  1. Ρωμηός=Έλληνας=Γραικός Όλα δικά μας είναι.

    Καί τανϋν φκισται σποράδην έκείνη καί κατά/ μικρόν υπ’ ‘Αλβα­νών, γένους Ιλλυρικού ξύμπασα καί κωμηδόν/ νομαδικόν γαρ το γένος καί λυπρόβιον, ου πόλεσιν, ου φρουρίοις,/ ου κώμαις, ουκ άργοϊς, ουκ άμπελώσιν, αλλ’ δρεσι χαΐρον καί/ πεδιάσιν. Αϊ δέ πόλεις καθαρόν έτι σώζουσι το έλληνικόν γένος

    http://www.dimos-pylou-nestoros.gr/dimos/medieval-messinia/albanian-small-vilages-messinia.html

  2. Ρωμηός=Έλληνας=Γραικός Όλα δικά μας είναι.

    Όπως αναφέρεται σε πανηγυρικό κείμενο που γράφτηκε μεταξύ 1427-1446, “Αι δε πόλεις καθαρόν έτι σώζουσι το ελληνικόν γένος, …”

    Ι.Κ. Βογιατζίδου: Συμβολή εις την Μεσαινωνικήν Ιστορίαν της Ηπείρου. Ηπειρωτικά Χρονικά, 1926, τομ. 1ος, σελ. 72-80.
    Ο πανηγυρικός οφείλεται σε ανώνυμο συγγραφέα και φυλάσσεται στη Βιλιοθήκη του Βατικανού. Δημοσιεύτηκε πρώτα από τον Σπ. Λάμπρου στα “Παλαιολόγεια και Πελοποννησιακά”, τομ. Γ’, σελ. 194,7, Αθήνα, 1928.

    https://el.wikipedia.org/wiki/%CE%89%CF%80%CE%B5%CE%B9%CF%81%CE%BF%CF%82#cite_note-8

    • Ωραίος ο Ριβαλδίνιο, όπως πάντα!

      Αν ο Nicol έχει δίκαιο τότε ο «ανώνυμος πανηγυριστής» είναι ο Ισίδωρος του Κιέβου.

  3. Ρωμηός=Έλληνας=Γραικός Όλα δικά μας είναι.

    Ναι γενικά υπάρχει μπέρδεμα αν είναι κάποιος ανώνυμος ή ο γνωστός Ισίδωρος Κιέβου. Ο τελευταίος συχνά ταυτίζεται και με κάποιον Ισίδωρο Μονεμβασίας. Αλλά δεν τα θυμάμαι καλά και δεν παίρνω όρκο… 😦

    • Λοιπόν, Ριβαλδίνιο, κατάφερα να βρω όλο το ελληνικό πρωτότυπο του κειμένου που μεταφέρει στα Αγγλικά ο Nicol.

      Κάνει μια σύγκριση ανάμεσα στα αρχαία γένη της Ηπείρου ([…] ταῦτα γένη … τὸ πάλαι) και της σύγχρονής του κατάστασης (τανῦν ᾤκισται […] ὑπ΄Ἀλβανῶν, γένους ἰλλυρικοῦ […]), λέγοντας πως «και πάλαι και νῦν» οι έλληνες κατοικούν τα παραθαλάσσια μέρη και οι βάρβαροι τα ανωτέρω και προς τη μεσόγαια (ενδοχώρα).

      «Πάσης δὲ ἐκείνης τὰ μὲν ἐπὶ θάλατταν χωρία Ἕλληνες ᾤκουν, τὰ δὲ ἀνωτέρω καὶ πρὸς μεσόγαιαν βάρβαροι καὶ πάλαι καὶ νῦν […] τὰ γένη Αἰτωλῶν, Ἀκαρνανῶν, Ἀμφιλόχων, Κασσωπαίων, Δολόπων, Ἀμπρακιωτῶν, Ἀθαμανῶν, Θεσπρωτῶν, Μολοττῶν καὶ Χαόνων τῶν καὶ ἀνηκόντων ἐς Ἀκροκεραύνια ὄρη. Ταῦτα, γένη παλαιὰ καὶ πολλὰ, εὐανδροῦντα καὶ πολυανδροῦντα τὸ πάλαι, νῦν ἀπορίᾳ μεγάλῃ κατείληπτε καὶ τοὔνομα προσαπολωλός ἕκαστον ἐστι. Χρόνος γὰρ ὁ μακρὸς λήθην καταχέει πάντων μακρὰν.Καὶ τανῦν ᾤκισται σποράδην ἐκείνη καὶ κατὰ μικρὸν ὑπ΄Ἀλβανῶν, γένους ἰλλυρικοῦ, ξύμπασα και κωμηδόν. Νομαδικὸν γὰρ τὸ γένος καὶ λυπρόβιον, οὐ πόλεσιν, οὐ φρουρίοις, οὐ κώμαις, οὐκ ἀγροῖς, οὐκ ἀμπελῶσιν, ἀλλ΄ὄρεσι χαῖρον καὶ πεδιάσι. Αἰ δὲ πόλεις καθαρὸν ἕτι σώζουσι τὸ ἑλληνικὸν γένος».

      • Ρωμηός=Έλληνας=Γραικός Όλα δικά μας είναι.

        Μπράβο και θερμότατες ευχαριστίες !!!

  4. Bolko

    Παρόμοιες αντιπαραθέσεις συνεχίζονται στη σήμερον ημέρα στις Αφρικανικές χώρες, όπου οι εδραίοι πληθυσμοί θεωρούν τους νομαδικούς κτηνοτρόφους βάρβαρους, και τους φοβούνται επίσης γιατί συχνά κάνουν επιδρομές, και από την άλλη οι κτηνοτρόφοι περιφρονούν πλήρως τους αγρότες αποκαλώντας τους κοπροφάγους. Η κατάσταση αυτή ήταν αρκετά έντονη στη Νότια Αφρική κατά τον αποικισμό της, αλά συνεχίζεται σε αρκετές περιοχές ακόμα και σήμερα σε μικρότερο βαθμό.
    Εγώ νόμιζα ότι ο πόλεμος είναι άμεσο παράγωγο του πέλομαι. Δεν είναι;

  5. Ιήτης

    Μια ασήμαντη παρατηρησούλα…
    Το σωστό γραμματικά είναι “σπέα” (όχι “σπέη”), θυμίσου π.χ. τα “κλέα ἀνδρῶν” που τραγουδά ο Αχιλλέας, τα “ὑγιᾶ”, τα “ὑπερφυᾶ” κτλ.

    • Και γιατί όχι όπως τὸ δέος ~ τὰ δέη (< δέεα), βρε Ιήτη (δίπλα στους εναλλακτικούς πληθ. τὰ δέα και τὰ δέατα); Ο Ευστάθιος Θεσσαλονίκης τον χρησιμοποιεί τον πληθυντικό σπέη στα ομηρικά του σχόλια.

      Ο πληθυντικός τὰ κλέα δεν είναι ομαλός (και εμφανίζεται μόνο πριν από φωνήεν). Ο εναλλακτικός τύπος κλεῖα (συναίρεση του κλέεα) είναι περισσότερο ομαλός.

      • Ιήτης

        Αντιγράφω από γραμματική Οικονόμου, παράγρ. 137, 3: το ε+α κανονικά σε η (τὰ βέλε-α = βέλη)· αν όμως πριν από το ε προηγείται άλλο ε, τότε συναιρούν το ε+α σε ᾱ: τὰ χρέε-α=χρέᾱ, τὰ κλέε-α-κλέᾱ· βλ. § 64, 1.

        “Σπέα” και στο στο Μέγα Ετυμολογικόν, στο λήμμα “σπέος”. Στην πραγματικότητα τσακωνόμαστε χωρίς λόγο, καθώς το “σπέος” είναι αμάρτυρο στην αττική πρόζα (την οποία πρόζα περιγράφει η σχολική γραμματική). Και σε τελευταία ανάλυση, αφού στην κοινή νεοελληνική λέμε “τα υγιή” και “τα ευφυή”, μάλλον έχεις δίκιο, τα σπέη.

        Τέλος πάντων, ομολόγησα τα κουκιά που έμαθα στο σχολείο, αλλά ίσως έπρεπε να λάβω υπ΄ όψη το του Πυθαγόρα “κυάμων ἀπέχεσθαι” :Ρ

      • Ιήτη, καλημέρα. Από την στιγμή που και στην αρχαία ελληνική υπήρχε πολυτυπία (λ.χ. τὰ δέη/δέα/δέατα, τὰ χρέᾱ/χρήατα), δεν υπάρχει «σωστό» και «λάθος», όλοι οι τύποι μπορούν να χρησιμοποιηθούν.Απλά, προσωπικά, μου φαίνεται παράλογο να μην προτιμήσω τον τύπο σπέη, όταν η γλώσσα που γράφω και μιλώ χρησιμοποιεί κανονικότατα τον πληθυντικό τα χρέη (και όχι τους εναλλακτικούς τύπους χρέᾱ/χρέατα), τα πέη κλπ.

  6. Ιήτης

    Σμερδ, το του Ησυχίου κίκελος: τροχός, θυμίζει κάπως μακρινά τον αναδομημένο τύπο *kwe-kwl-os. Μήπως έχεις κάποια ιδέα πώς προέκυψαν οι αλλαγές από το μεν στο δε; (αν όντως δεχτούμε αιτιώδη σχέση).

    • Γεια σου Ιήτη. Το κίκελος = «τροχός» σίγουρα προέρχεται από το ΙΕ *kwe-kwl-os και θυμίζει πολύ τον φρυγικό λήμμα του Ησυχίου κίκλην = «τὴν ἄρκτον τὸ ἄστρον Φρύγες». Ο αστερισμός της Μεγάλης Άρκτου ήταν γνωστός και ως Άμαξα (ορισμός ΙΙΙ) και το φρυγικό όνομα *Κίκλη μάλλον σχετίζεται με το *kwe-kwl-os και την σημασία «άμαξα».

      https://imgur.com/DfCRhTO

  7. Ιήτης

    βούκολος/βουκόλος είναι τα αἴπολος/αἰπόλος
    —-
    Απαντούν όντως οι παροξύτονοι τύποι;

    Υγ. Στο ανήροτη σου ξέφυγαν δύο τόνοι.

    • Ιήτης

      διόρθωση: προπαροξύτονοι ήθελα να πω. Με τον τόνο στην πρώτη από τις τρεις συλλαβές, με άλλα λόγια.

    • Χαίρε Ιήτα πανόπτα! Ετέθη το ανήροτη.

      Το LSJ έχει και προπαροξύτονο λήμμα αἴπολος και παροξύτονο αἰπόλος.

      Παρομοίως και με τα βούκολος/βουκόλος.

      Δεν έχω βγάλει άκρη. Εσύ τι καταλαβαίνεις;

      • Ιήτης

        Στο Liddel-Scott που ψηφιοποίησε το TLG δεν υπάρχει διτυπία στον τόνο. Υποψιάζομαι πως είναι λάθη που κάνουν ενίοτε οι Βρετανοί (όχι όμως οι Αμερικανοί) στον τονισμό, διότι μόνο αυτοί και οι Ολλανδοί υιοθέτησαν τους κανόνες προφοράς του Vossius, που πίστευε ότι η ελληνική πρέπει να ακολουθεί τους κανόνες τονισμού της λατινικής…
        (δες πρόχειρα στη βικιπαίδεια)

        https://en.m.wikipedia.org/wiki/Pronunciation_of_Ancient_Greek_in_teaching

      • τους κανόνες προφοράς του Vossius, που πίστευε ότι η ελληνική πρέπει να ακολουθεί τους κανόνες τονισμού της λατινικής…

        Τι άλλο θ’ακούσουμε …

  8. Jaçe

    Στην αλβανική εκτός του sjell (φέρω, περιφέρομαι), είναι και τα ρήματα kall (βάζω, τοποθετώ, εισάγω, δευτερευόντως ανάβω φωτιά λ.χ. kall zjarrin), το οποίο προέκυψε από το ο-βαθμό *kwol και το qell (φέρω, καθυστερώ), το οποίο έδωσε και το qëlloj (χτυπώ) – qëllim (σκοπός – target), përqell (κοροϊδεύω) – përqellë (ντροπή). Παρατηρώ ότι η ΙΕ ρίζα αυτή είναι αρκετά παραγωγική στις θυγατρικές γλώσσες.

    • Καλημέρα, Jaçe. Έτσι. Θα σου γράψω περισσότερα σε λίγο.

      • Λοιπόν, Jaçe, η ΙΕ ρηματική ρίζα *kwelh1- «γυρίζω» έχει την εναλλαγή ablaut *kwelh1- (e-βαθμός), *kwolh1- (o-βαθμός), *kwlh1- (μηδενικός βαθμός), *kwēlh1 (εκτεταμένος ē-βαθμός) κλπ.:

        Στην αλβανική οι παραπάνω βαθμοί απαντούν ως εξής:

        ε-βαθμός: *kwelh1- > PAlb *tšel-ō (~ ελλ. πέλ-ω) > αλβ. sjell (με *kwe > tše > se όπως στο *penkwe > pesë και διφθογγοποίηση του τονισμένου e>je όπως στο *pekw- > αλβ. pjek)

        o-βαθμός: *kwolh1-eye- > (πιθανόν) kall/qell (ο σχηματισμός είναι σαν το ελληνικό ρήμα *bher- > φέρω και *bhor-eye- > φορ-έ-ω και τα σλαβικά τύπου *nes- > *nos-eye- > PSlav *nositi) και το qëlloj που ανέφερες.

        μηδενικός βαθμός: αόριστος *(h1e-)kwlh1e-to > παλαιό τοσκ. kle > αλβ. qe «ήταν» (~ ελλ. ἔ-πλε-το = αόριστος του πέλω ~ sjell)

        https://imgur.com/I0s1qBk

        εκτεταμένος ē-βαθμός: αόριστος *kwēlh1- > αλβ. solla (αόριστος του sjell, με τυπική αλβανική τροπή *ē>o όπως στο μη/μήτε ~ mo/mos και το πλήρης/plotë). Για τους ΙΕ αορίστους στον εκτεταμένο ē-βαθμό δες εδώ.

Leave a comment

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.