Γλωσσολογικά: ο Ζεύς και ο Άδης

Η ετυμολογία των θεωνυμίων Ζεὺς και Ἅδης είναι ενδιαφέρουσα διότι δείχνει ότι σημασιολογικά τα θεωνύμια αυτά δημιουργούν ένα αντιθετικό ζεύγος φωτεινού-σκοτεινού.

Πριν προχωρήσω στα γλωσσολογικά παραθέτω ένα κομμάτι από τα λόγια του Ποσειδώνα στην Ιλιάδα για το πως οι τρεις αδελφοί Δίας, Ποσειδών και Άδης μοίρασαν τον έλεγχο του κόσμου:

[Ιλιάς, 15.187-193]

τρεῖς γάρ τ᾽ ἐκ Κρόνου εἰμὲν ἀδελφεοὶ οὓς τέκετο Ῥέα
Ζεὺς καὶ ἐγώ, τρίτατος δ᾽ Ἀΐδης ἐνέροισιν ἀνάσσων.
τριχθὰ δὲ πάντα δέδασται, ἕκαστος δ᾽ ἔμμορε τιμῆς:
ἤτοι ἐγὼν ἔλαχον πολιὴν ἅλα ναιέμεν αἰεὶ
παλλομένων, Ἀΐδης δ᾽ ἔλαχε ζόφον ἠερόεντα,
Ζεὺς δ᾽ ἔλαχ᾽ οὐρανὸν εὐρὺν ἐν αἰθέρι καὶ νεφέλῃσι:
γαῖα δ᾽ ἔτι ξυνὴ πάντων καὶ μακρὸς Ὄλυμπος.

Δηλαδή, ο Ποσειδώνας πήρε την «αεικίνητη θάλασσα με τον ασπρόγκριζο αφρό», ο «ἄναξ ἐνέρων Ἀΐδης» έλαχε τον «ζόφον ἠερόεντα» και ο Δίας έλαχε τον «οὐρανὸν εῦρὺν ἐν αἰθέρι καὶ νεφέλῃσι», ενώ η Γη και ο μακρός Όλυμπος ήταν κοινά και στους τρεις.

1) Ζεύς

Το όνομα Ζεύς έχει εμφανέστατη ινδο-ευρωπαϊκή (ΙΕ) κατάγωγη και είναι η ελληνική εξέλιξη του πρωτο-ινδο-ευρωπαϊκού (ΠΙΕ) θεού *Djēus. Το σύμπλεγμα *dj (εναλλακτική γραφή dy) έγινε κανονικά *dj>dz>zd = «ζ» στην ελληνική (λ.χ. *kwtwr.-ped-ja > kwtra-ped-ja > τράπεζα/τράπεσδα, το *kwtwr.- είναι ο μηδενικός βαθμός του *kwetwr.- ~ τετρά-), ενώ το μακρό *ē βραχύνθηκε λόγω εφαρμογής του νόμου του Osthoff. Μορφολογικά, το θεωνύμιο *Dj-ēus είναι διμορφηματικό. Το πρώτο μόρφημα *dj- προέρχεται από την ημιφωνοποίηση του *di- που με τη σειρά του είναι ο μηδενικός βαθμός ablaut της ρίζας *dei- «λάμπω». Το μη ημιφωνοποιημένο *di- εμφανίζεται στην γενική (τοῦ Διός < Diwòs) και στην δοτική (τῷ Διί < *Di-w-[e]i). Οι διάλεκτοι που δείχνουν αντίσταση στην πρώιμη ελληνική προστριβοποίηση (tj>ts και dj>dz) έχουν την μορφή Δεύς όπως εμφανίζουν και  το ρηματικό επίθημα *-ίδ-jω > -ίδδω αντί του γνωστού -ίζω. Με τον καιρό όμως φαίνεται ότι ήδη κατά την ΠΙΕ φάση αναθεωρήθηκε μονομορφηματικό *djew-. Η ΙΕ ρίζα *dei- έχει δώσει το λατινικό deus = θεός, το dies = ημέρα και το diurnus = ημερήσιος (το τελευταίο έδωσε το ιταλικό giorno και εν τέλει το αγγλικό journal = «ημερήσια φυλλάδα») και, συν τοις άλλοις, την βαλτο-σλαβική ρίζα για την ημέρα.

Στην ελληνική, η ρίζα *dei- έχει δώσει τα επίθετα δῖος (< *diw-jos)= «θεϊκός, ισόθεος» και δῆλος (< *deelos <*dej-elos) = «ορατός, ευδιάκριτος».

Επομένως, ο Ζεύς είναι ο «φωτεινός» θεός-ουρανός που κερα(ϝ)-ΐζει τους θνητούς με τον κεραυ-νό. Η πεποίθηση ότι ήταν «πατήρ θνητῶν καὶ ἀθανάτων» έχει επίσης ΙΕ καταγωγή όπως δείχνει το πλήρες αποκατεστημένο  όνομά του *Djēus Ph2tēr (Dyaus Pita, Iupiter κλπ). Εδώ πρέπει να σημειωθεί ότι το λατινικό όνομα Iulius («Ιούλιος») κατά πάσα πιθανότητα προέρχεται από την ίδια ρίζα με το λατινικό Iupiter και δεν αποκλείεται οι «Ιούλιοι» (gens Iulia, η φάρα από την οποία προήλθε ο Ιούλιος Καίσαρας) να ήταν ιερείς του Iupiter.

Εδώ πρέπει να σημειωθεί μια παρεξήγηση. Ο Ησύχιος έχει το λήμμα Δειπάτυρος = θεὸς παρὰ Στυμφαίοις. Κατά τα χρόνια του «Πανιλλυρισμού» αυτό θεωρήθηκε ότι ήταν η Ιλλυρική εκδοχή του ΠΙΕ *Djēus Ph2tēr. Αυτό το διπλό σφάλμα διαιωνίζεται μέχρι σήμερα σε βιβλία ΙΕ γλωσσολογίας/μυθολογίας. Και γράφω διπλό σφάλμα, διότι όχι απλά ο Ησύχιος δεν τον αναφέρει ως Ιλλυρικό θεό, αλλά  σαν θεό του μολοσσικού/ άνω μακεδονικού φύλου των Τυμφαίων, χωρίς να υπάρχει απολύτως καμία ένδειξη ότι η θεότητα αυτή ήταν Ιλλυρική, αλλά και κατά πάσα πιθανότητα το θεωνύμιο Δειπάτυρος έχει παρετυμολογηθεί. Ο Δειπάτυρος είναι η θεματοποιημένη μορφή (Δειπάτορ-ος) του αθεματικού Δειπάτωρ με διαλεκτική τροπή ο>υ (λ.χ. ἀγορά > ἄγυρις), όπως ο Διάκτορος είναι η θεματοποιημένη μορφή του αθεματικού Διάκτωρ. Η μορφή Δειπάτωρ (*djew-i-ph2tōr) κατά πάσα πιθανότητα σημαίνει «που έχει τον Δία για πατέρα», όπως λ.χ. τα θεοπάτωρ και ὀβριμοπάτρη. Με άλλα λόγια, αντί για Ιλλυρική εκδοχή του *Djēus Ph2tēr, ο Δειπάτυρος μάλλον είναι τοπικό επίθετο του διογενούς Ηρακλή «παρὰ Στυμφαίοις». Όσο για το πρώτο συνθετικό Δει- θυμίζω το επίθετο διίφιλος «αγαπητός στον Δία», που επιγραφικά απαντά σαν ανθρωπωνύμιο με τις μορφές Διείφιλος, Διΐφιλος και Δίφιλος.

Diiphilos

Δυστυχώς, το σφάλμα συνεχίζει να αναπαράγεται στα μεγάλα εγχειρίδια ΙΕ γλωσσολογίας όπως αυτό του Benjamin Fortson και αυτό των Mallory & Adams (οι οποίοι επιπρόσθετα δυσαποδίδουν τον όρο σαν Dei-patrous):

Deipatyros

2) Ἅδης

Εδώ πρέπει πρώτα απ΄όλα να ξεκινήσουμε από την πρωταρχική μορφή του ονόματος. Η μορφή που επικράτησε Hadēs είναι παραφθορά της αρχικής μορφής *Awidēs όπου το δίγαμμα μεταφέρθηκε μπροστά και τράπηκε σε δασεία και η δίφθογγος /ai/ που προέκυψε μονοφθογγοποιήθηκε σε /a/. Ο Όμηρος χρησιμοποιεί τους όρους Ἀΐδης και Ἀϊδωνεύς. Είδαμε στο χωρίο της Ιλιάδος ότι ο Ἀΐδης έλαχε τον «ἠερόεντα ζόφον» («ομιχλώδες σκότος»). Η μορφή *Awidēs έχει ετυμολογηθεί ως *n.-wid-ēs με το στερητικό *n.- προσκολλημένο στον μηδενικό βαθμό *wid- της ρίζας *weid– «βλέπω». Με άλλα λόγια, ο Ἀΐδης είναι ο «Σκοτεινός»/«Αόρατος» όπως το επίθετο ἀϊδνός (< *n.-wid-nos). Και οι δύο χαρακτηρισμοί ταιριάζουν στον Άδη. «Αόρατος» διότι κανένας θνητός δεν έχει δει τον κάτω κόσμο για να τον περιγράψει και «σκοτεινός», γιατί στην ελληνική γλώσσα ο θάνατος έχει συνδεθεί με το σκότος. «Σκοτώνω» ετυμολογικά σημαίνει «στέλνω στο σκότος», ενώ η ρίζα *dhwenh2- από την οποία προκύπτουν οι λέξεις θάνατος και θνήσκω έχει την αρχική σημασία «καλύπτω, κρύβω, σκεπάζω» και, συνεπώς, «κρύβω από το φως» ~ «σκότος,σκιά».

dhwenh2

Ακριβώς επειδή κανένας ζωντανός δεν μπορούσε να δει τον κόσμο του Άδη, σε κάποια φάση δημιουργήθηκε ο μύθος με την περικεφαλαία/κυνέη του θεού που έκανε αόρατο (ἀϊδνό) όποιον την φορούσε.

Hades

Έτσι, η θεά Αθηνά, όταν βοηθά κρυφά  τον Διομήδη να τραυματίσει τον θεό Άρη, φορά την «Ἄϊδος κυνέην» ώστε να γίνει αόρατη.

[Ιλιάς 5.845]

λάζετο δὲ μάστιγα καὶ ἡνία Παλλὰς Ἀθήνη:
αὐτίκ᾽ ἐπ᾽ Ἄρηϊ πρώτῳ ἔχε μώνυχας ἵππους.
ἤτοι ὃ μὲν Περίφαντα πελώριον ἐξενάριζεν
Αἰτωλῶν ὄχ᾽ ἄριστον Ὀχησίου ἀγλαὸν υἱόν:
τὸν μὲν Ἄρης ἐνάριζε μιαιφόνος: αὐτὰρ Ἀθήνη
δῦν᾽ Ἄϊδος κυνέην, μή μιν ἴδοι ὄβριμος Ἄρης.

Σχετικά με την διαλεκτική ποικιλία του ονόματος έχει ενδιαφέρον ο μακεδονικός και κρητικός μήνας Αὐδ((ο)υ)ναῖος (~ Δεκέμβριος) ο οποίος παράγεται από τη μορφή Ἀϝιδωνεύς με τροπή -ϝι->-υ- και -ων->-ουν-, όπως το κατά πάσα πιθανότητα μακεδονικό σαϝοτορία > σαυτορία (~σαοτηρία > σωτηρία) που κατάγραψε ο Αμερίας τον οποίο παραθέτει ο Ησύχιος:

<σαυσιαλεῖ>· μαστιγᾶται. Ἠλεῖοι

<σαυτορία>· σωτηρία. Ἀμερία(ς)

<σαυχμόν>· σαχνόν, χαῦνον, σαθρόν, ἀσθενές

.

3 Comments

Filed under Γλωσσολογία, Ελληνική γλώσσα, Ινδοευρωπαϊκά θέματα

3 responses to “Γλωσσολογικά: ο Ζεύς και ο Άδης

  1. Lycagos

    καταπληκτικο φλμ

  2. Ιήτης

    τρεις αδελφοί Δίας, Ποσειδών και Άδης μοίρασαν τον έλεγχο του κόσμου [Ιλιάς, 15.187-193].

    Να προσθέσουμε ότι και το σύμβολο καθενός παραπέμπει στον αριθμό τρία (ο Ποσειδώνας κρατά μια τρίαινα, ο Άδης έχει τον τρικέφαλο Κέρβερο, ο Δίας απεικονίζεται συχνά να κρατά μια δέσμη τριών κεραυνών).

    Ο Dumézil έχει γράψε πολλά για την τριλειτουργική κοινωνική δομή των ΙΕ. Κάποιοι λένε πως και η τριαδολογία του χριστιανισμού βρήκε πρόσφορο έδαφος στην παγανιστική Ευρώπη ακριβώς λόγω της εξοικείωσης των ΙΕ με παραδοσιακές τριάδες.

    • Ιήτη καλημέρα. Αυτή η τριλειτουργική διάκριση του Dumézil σε πολεμιστές, ιερείς και εργάτες μου φαίνεται πολύ γενική και κοινότυπη για να την θεωρήσω ειδικά ΙΕ.

      Η διάκριση μεταξύ αρχόντων-πολεμιστών και αρχομένων-εργατών είναι θεμελιωδέστατο φαινόμενο όλων των αρχαίων κοινωνιών: αυτοί που έχουν τα όπλα επιβάλλονται δια της βίας σ΄αυτούς που δεν έχουν τα όπλα, τους οποίους εκμεταλλεύονται οικονομικά, τιμωρώντας παραδειγματικά την ανυπακοή.

      Οι εξυπνότεροι από αυτούς τους άρχοντες-πολεμιστές κάποια στιγμή μαθαίνουν πως η διατήρηση της εξουσίας γίνεται ευκολότερη, όταν υποστηρίζεται ιδεολογικά ως «θεόσταλτη» και εδώ γίνεται χρήσιμη για τον έλεγχο των μαζών η τάξη των ιερέων: γιατί υπάρχει η διάκριση αρχόντων και αρχομένων; Γιατί είναι «θέλημα των θεών [αργότερα του ενός θεού]» και κανένας θνητός δεν μπορεί να τα βάλει με τους «παντοδύναμους» θεούς [αργότερα με τον ένα «παντοδύναμο» θεό].

      Αυτή την τριλειτουργική διάκριση του Dumézil όποιος θέλει μπορεί να την δει λ.χ. και στην Οθωμανική αυτοκρατορία: το ασκέρι (οι προνομιούχοι πολεμιστές που «προστατεύουν» το κοπάδι = η άρχουσα τάξη), οι ραγιάδες (το «προστατευόμενο» και εκμεταλλεύσιμο κοπάδι) και μια κάστα χριστιανών ιερέων που νομιμοποιούσε ιδεολογικά την εξουσία του σουλτάνου στους γκιαούρηδες.

Leave a comment

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.