Το λεξικό του Αρμανικού ιδιώματος του Μετσόβου του Φάνη Δασούλα #2

Στην ανάρτηση αυτή θα συνεχίσω τον σχολιασμό που ξεκίνησα σε παλαιότερη ανάρτηση (και επιπρόσθετα εδώ) του λεξικού του Φάνη Δασούλα για το Αρμανικό ιδίωμα του Μετσόβου. Αρκετοί από τους όρους που θα περιγράψω απαντούν και σε ορισμένες βορειοελληνικές διαλέκτους, όπως η Ρουμλουκιώτικη, γι΄αυτό τόσο σ΄αυτήν όσο και στην επόμενη (και τελευταία) ανάρτηση θα παραπέμψω συχνά στο βιβλίο του Δημήτρη Θ. Δελιόπουλου Το Ρουμλουκιώτικο Ιδίωμα (από εδώ και πέρα Ρουμλ., έχω σχολιάσει το βιβλίο αυτό σε παλαιότερη ανάρτηση).

1. Επιλεκτικός σχολιασμός ορισμένων όρων

djóe ~ djói=  «Πέμπτη» (dj = /dž/, σλδ 98, αριστερή στήλη): όπως και το ρουμανικό joi (j = /ž/) ο όρος προέρχεται από το λατινικό Iovis (diēs) = «Διός ἦμαρ» (λ.χ. ιταλ. giovedì, βενετσ. z(i)oba). Σ΄αυτό εδώ το βίντεο (1:49-2:00) ένας Παντοβάνος δημοσιογράφος εξετάζει έναν νεαρό Παντοβάνο να δει αν ξέρει πως λέγεται η Πέμπτη στα βενετσιάνικα και μετά τον βάζει να του πει όλες τις μέρες της εβδομάδας.

mátsu = «έντερο» (πληθ. mátsă = «εντόσθια», σλδ 148, αριστερή στήλη). Όπως και το αντίστοιχο ρουμανικό maț = «έντερο», το σαρδηνικό matza = «κοιλιά» κλπ, ο όρος ανάγεται στον αγνώστου ετύμου υστερολατινικό όρο matia, ο οποίος επιβιώνει ατόφιος (δίχως να έχει υποστεί την υστερολατινική/ρωμανική προστριβοποίηση -ty- > -ts-) σε ορισμένες βορειοελληνικές διαλέκτους, όπως η Ρουμλουκιώτικη. Ο Δημήτρης Δελιόπουλος (Ρουμλ., σλδ 204, αριστερή στήλη) γράφει:

ματιά* (η): […] Είδος λουκάνικου που γίνεται με περίβλημα το παχύ έντερο του γουρουνιού (η ετυμολογική αναγωγή στα αρχαιοελληνικά αἰματία/ματτύη που δίνει ο Δελιόπουλος είναι αρκετά αμφιλεγόμενη, αλλά όχι εντελώς απίθανη ως απώτερη πηγή του υστερολατινικού όρου *matia που είναι ο κοινός πρόδρομος όλων αυτών των όρων)

matşólă = «είδος σφυριού» (σλδ 148, αριστερή στήλη). Από το λατινικό mateola = «είδους σφυριού», με τυπική ΑΒΡ τροπή -tyó- > -tşó- (σε τονισμένη θέση) όπως στο *fēteolus > *fetyólu > ΑΒΡ fetşóru (λ.χ. ρουμαν. fecior), αλλά με ανώμαλη έλλειψη ρωτακισμού (-L- > -R-) σε μεσοφωνηεντική θέση (θα περιμέναμε ΑΒΡ **mătşóră, κάτι που σημαίνει ότι ο αρμανικός όρος ίσως έχει υποστεί αναλογική έλξη από κάποιον άλλο απόγονο του λατινικού mateola). Από τον ίδιο απώτερο λατινικό όρο *mat(t)ea (λ.χ. ιταλ. mazza = «ρόπαλο») προέρχεται και ο όρος *mat(t)eúca > ΑΒΡ mătşucă ~ βυζ. ελλ. (τὸ) ματζοῦκι(ο)ν > νεοελλην. (η) ματσούκα.

pérpiru (σλδ 175, δεξιά στήλη): στη φράση míntea u ái in perpiru! = «το μυαλό σου πετάει, είσαι αλλού» (κυριολεκτικά «έχεις το νου σου στον πέρπιρο»). Ο όρος pérpiru σημαίνει «πεταλούδα» και απαντά ως πέρπιρας στα ρουμλουκιώτικα (εδώ έχω παραθέσει την προταθείσα αναδομημένη ΙΕ ρίζα *pel-pel- = «πεταλούδα, πτηνό, ζώο που φτερουγίζει» (λ.χ. ρωσικό  perepel = «ορτύκι») που κρύβεται πίσω από το λατινικό pāpiliō, λ.χ. παλαιοϊταλικό parpaglione, νεοϊταλικό farfalla κλπ). Ο Δελιόπουλος (Ρουμλ., σλδ 256, δεξιά στήλη) γράφει:

πέρπιρας (ο): Η πεταλούδα […] (φρ.) σι τριουρνάει ι πέρπιρας (σε τριγυρνάει ο πέρπιρας) = «πας γυρεύοντας [τα θέλει ο κώλος σου]»

Παραθέτω την ετυμολογική περιγραφή του λατινικού όρου pāpiliō = «πεταλούδα» του Michiel de Vaan για όποιν ενδιαφέρεται:

prefteásă = «παπαδιά» (σλδ 183, αριστερή στήλη). Εκ του (ελληνογενούς) λατινικού όρου presbyter > preftu = «παπάς», με την προσθήκη του (επίσης ελληνογενούς) θηλυκού επιθήματος -ισσα > λατ. -íssa > VLat. éssa(λ.χ. ιταλ. dottoressa= γιατρέσσα, professoressa = καθηγήτρια πανεπιστημίου) > ΑΒΡ -eásă

plemúnă = «πλεμόνι/πνευμόνι» (σλδ 180, αριστερή στήλη). Eκ του λατινικού pulmō/pulmōnem με την αναλογική έλξη του νεοελληνικού όρου πλεμόνι (πλεύμων ~ πνεύμων).

púlmu = «χούφτα, το εσωτερικό της παλάμης» (σλδ 184, δεξιά στήλη).  Ο όρος αυτός προέκυψε από την σύγχυση των λατινικών όρων pugnus = «χούφτα, γροθιά» (λ.χ. ρουμαν. pumn) και palmus = «παλάμη».

túrmă = «μεγάλο κοπάδι προβάτων» (σλδ 225, δεξιά στήλη). Όπως και οι αντίστοιχοι όροι της ρουμανικής και της αλβανικής (ρουμαν. turmă, αλβ. turmë), ο όρος αυτός ανάγεται στον λατινικό στρατιωτικό όρο turma, που επιβίωσε στην βυζαντινή στρατιωτική ορολογία ως τοῦρμα = μέρος (στρατιωτικό σώμα τριών μοιρών/δρούγγων) και τουρμάρχης = μέραρχος:

[Τακτικά Λέοντος Σοφού, 4.11] Δρουγγάριος δὲ λέγεται ὁ μιᾶς μοίρας ἄρχων, ἥτις ὑπὸ τὸ μέρος τοῦ τουρμάρχου τάττεται. μέρος γὰρ ἐστιν ἡ τοῦρμα, τὸ ἐκ τριῶν μοιρῶν ἤγουν δρούγγων συγκείμενον ἄθροισμα […]

Στην ΑΒΡ συνέβη η σημασιακή ποιμενική εξειδίκευση «στρατιωτικό σώμα» > «κοπάδι (προβάτων)».

umtulemnu = «λάδι» (σλδ 227, δεξιά στήλη). Πρόκειται για μονολεξηματισμό που προέκυψε από την φράση umtu de lemnu = «βούτυρο του δένδρου». Οι γλωσσικοί πρόγονοι των Αρμάνων ήταν περισσότερο και πρωτύτερα εξοικειωμένοι με το βούτυρο (κτηνοτροφικό προϊόν), παρά με το ελαιόλαδο και αυτό έχει σημασία για την γεωγραφική κοιτίδα όπου σχηματίστηκε η γλώσσα τους (σίγουρα όχι το μεσογειακό κλίμα που επιτρέπει την ελαιοκαλλιέργεια). Ο λατινικός όρος oleum = «λάδι» δεν επιβίωσε ούτε στην Αρμανική ούτε στην Ρουμανική (το ρουμανικό ulei έχει βουλγαρική καταγωγή), αλλά επιβίωσε στην Αλβανική (τοσκ. vaj ~ γκεγκ. voj, όπως το órfanus > τοσκ. varfër ~ γκεγκ. vorfën), προφανώς επειδή κάποια στιγμή προς το τέλος της αρχαιότητας, οι γλωσσικοί πρόγονοι των Αλβανών έφτασαν στην (μεσογειακού κλίματος) νοτιοδαλματική ακτή (Σκόδρα, Δυρράχιο), όπου ήρθαν σε επαφή με λατινόφωνους πληθυσμούς που χρησιμοποιούσαν τον όρο oleum = «λάδι».

Και στην παραδοσιακή ρουμανική, το λάδι λέγεται umt de lemn, όρος που θεωρείται calque του σλαβικού drĕvĕno maslo = «δενδρένιο βούτυρο».

2. Παρατσούκλια ζώων

Ένα από τα πιο ενδιαφέροντα σημεία του λεξικού του Φάνη είναι τα παρατσούκλια για τα διάφορα ζώα που σχετίζεται με το χρώμα τους.

baláşă = «σκύλα με πυρρόξανθο χρώμα» (σλδ 56, δεξιά στήλη). Όπως και ο επόμενος όρος του λεξικού bálă = «μέτωπο, κούτελο», ο όρος αυτός έχει υποστρωματική καταγωγή (λ.χ. αλβ. ballë = «μέτωπο», balë = «άσπρο σημάδι στο μέτωπο», bal = «σκυλί/γίδα με άσπρο σημάδι στο μέτωπο») και ανάγεται στο ΙΕ όρο *bholΗ-nos = «ανοιχτόχρωμος, φωτεινός» > *balna > *balla (λ.χ. λιθ. balnas = «λευκός, ζώο με άσπρη ράχη», PSlv bělŭ = «λευκός» κλπ). Ο αρχαιοελληνικός όρος βαλιός = «παρδαλός» (εκ του οποίου το ομηρικό όνομα Βάλιο ~ Βαλίος = άλογο του Αχιλλέα) και ο νεοελληνικός όρος μπάλιος (Ρουμλ., σλδ 214: μπάλιους)  = «ο παρδαλός (εν μέρει λευκός) σκύλος που φέρει ασπρόμαυρες τρίχες στο κεφάλι ή στο σώμα» συνήθως εξηγούνται ως δάνεια στην ελληνική από κάποια άλλη παλαιοβαλκανική ΙΕ γλώσσα (οι γνήσιοι ελληνικοί συγγενείς όλων αυτών των όρων είναι οι όροι φαλός = «λευκός», φαλιός ~ φάλᾱρος = «ζώο με εν μέρει λευκό τρίχωμα», με τυπική ελληνική τροπή ΙΕ *bh>φ). Παραθέτω τον σχολιασμό του Robert Beekes:

bútşicu/bútşică (σλδ 63, δεξιά στήλη) = «κριάρι/προβατίνα με άσπρο μαλλί και καφετιά στίγματα στη μούρη»

dáşu/dáşă (σλδ 87, αριστερή στήλη) = «αρσενικό/θηλυκό μουλάρι με καφεκόκκινο τρίχωμα»

djavéli (σλδ 97, δεξιά στήλη) = «ονομασία σκύλου με εναλλαγές στο τρίχωμα από άσπρες και μαύρες βούλες» (η πηγή του επωνύμου Τζαβέλας; )

oácărnu/oácrinu (θηλ. –ă, σλδ 165, αριστερή στήλη) = «κριάρι/προβατίνα που το ρύγχος του/της φέρει κόκκινο-καφετί χρώμα». Υποψιάζομαι ότι ο όρος έχει σχηματιστεί από τον αναμενόμενο ΑΒΡ απόγονο του ελληνογενούς λατινογενούς όρου ὤχρα > λατ. ochra > ΑΒΡ *oacră (πρβ. παλαιό γαλλικό ocre).

petiríngă (σλδ 176, αριστερή στήλη) = «ονομασία σκύλας με άσπρες και μαύρες βούλες στο τρίχωμα»

samúri (σλδ 190, αριστερή στήλη, και tşamúri, σλδ 220, δεξιά στήλη) = «ονομασία σκύλου με τρίχωμα μαύρου χρώματος (ή σταχτί)» (μάλλον ο ίδιος όρος με τον τουρκογενή νεοελληνικό σαμούρι)

şîmurónʲu & şumurónʲu (σλδ 209, δεξιά στήλη) = «τυφλοπόντικας». Υποψιάζομαι έναν τριμορφηματικό όρο *(V?)şV-mūr-ōneus, με δεύτερο μόρφημα τον λατινικό όρο mūs/mūrem = «ποντικός, μῦς» και κατάληξη το αρσενικό αντίστοιχο της θηλυκής κατάληξης  -oanje.

táru/táră (σλδ 212, δεξιά στήλη) = «γάιδαρος/γαϊδάρα». Ως πρώτο συνθετικό έχει τη σημασία «παλιο-», λ.χ. taru-ómu = «παλιάνθρωπος» (κυρ. «γαϊδουράνθρωπος»), taru-mulʲáre = «παλιοθήλυκο, παλαιογύναικο» (λατ. mulier/mulierem = «γυναίκα»), taru-míndjanu = «παλιομετσοβίτης» (κυρ. «γαϊδουρομετσοβίτης»), σκωπτικό παρατσούκλι για τους Μετσοβίτες που χρησιμοποιούσαν οι κάτοικοι γειτονικού βλαχόφωνου χωριού.

tşónă (σλδ 223, δεξιά στήλη) = «ονομασία σκύλας με καφετί-μπεζ τρίχωμα»

tşumáni (σλδ 224, αριστερή στήλη) = «ονομασία αρσενικού σκυλιού με τρίχωμα που φέρει καφετί και άσπρες βούλες»

3. Η τροπή lʲā > lʲe

Αυτήν την τροπή την έχω ήδη περιγράψει στις αναρτήσεις (εδώ και, παλαιότερα, εδώ) για την ΑΒΡ εξέλιξη του λατινικού όρου Chrīstiānus > cristʲānu > crişténu > criştínu. Εδώ θα περιγράψω απλά τρεις όρους στους οποίους το ουρανωμένο σύμφωνο είναι το /L/:

ελλην. βασιλιάς/βασιλιάδες > αρμαν. vasié/vasilʲádzî (σλδ 230, αριστερή στήλη). Συν τοις άλλοις, η Αρμανική έχει υιοθετήσει και τον ανισοσύλλαβο/περιττοσύλλαβο πληθυντικό του μεσαιωνικού ελληνικού κλιτικού παραδείγματος.

λατ. taliātor/taliātōrem = «κόπτης» (λ.χ. ιταλ. tagliatore και tagliatura = «κόψιμο») > αρμαν. talʲetóru = «κόφτης» και talʲetúră= «κόψιμο» (σλδ 213, δεξιά στήλη)

λατ. spoliō = «ξεγυμνώνω, σκυλεύω, (ιερο)συλέω» > λατ. spoliātor templorum = «συλητής ναών, ιερόσυλος», λατ. dē-spoliō ~ dē-spoliātiō > αρμαν. dispolʲetúră (σλδ 94, δεξιά στήλη)

4. Σλαβικά δάνεια

Εδώ θα αναφέρω μερικά σλαβικά δάνεια που βρήκα στο λεξικό του Φάνη που έκρινα ως αξιοσχολίαστα.

bizdáne = «φυλακή» (σλδ 60, αριστερή στήλη). Tο /a/ δείχνει σερβική καταγωγή (OCS bez-dŭno = «ά-βυσσος, δίχως βυθό/πάτο» > σερβ. bezdan), κάτι που σημαίνει ότι το δάνειο εισήλθε στην αρμανική του Μετσόβου την εποχή της σερβοκρατίας των Ιωαννίνων (βλ. δεσπότης Θωμάς Πρεάλιμος/Preljubović).

djáră = «φλόγα, μεγάλη φωτιά» (σλδ 97, δεξιά). Πρόκεται για τον σλαβικό όρο žarŭ και η προστριβοποίηση του αρκτικού ž>dž δείχνει ότι ο δανειστής είναι η δυτική σλαβομακεδονική (πρβ. ζευγάρι > σλαβομακ. dzevgar και PSlv *žŭvati > σλαβομακ. vaka):

pángu = «αράχνη, ιστός αράχνης» (και păndzină = «ιστός αράχνης», σλδ 168, δεξιά στήλη). Όπως και οι αντίστοιχοι ρουμανικοί όροι paing/păianjen, πρόκεται για αρκετά πρώιμα σλαβικά δάνεια εκ του πρωτοσλαβικού pa-ǫkŭ = «αράχνη» (λ.χ. σλαβομακ. pajak, pajažina), πριν την πλήρη στρογγύλωση του anC>ąC>ǫC (αν η διαδικασία αυτή συμβάδιζε χρονικά με την ύστερη πρωτοσλαβική τροπή a>o, τότε ο δανεισμός των παραπάνω όρων στην ΑΒΡ έγινε πριν το 800 μ.Χ.).

píngă (σλδ 177, αριστερή στήλη) = «υπόδημα από μαλακό δέρμα που το φορούσαν τα φτωχά στρώματα του πληθυσμού». Πρόκειται για τον πρωτοσλαβικό όρο *ob(ŭ)-pĭnŭkŭ > *opĭnŭkŭ (λ.χ. σερβ. opanak, βλ. και βικιπαίδεια Opanak).  Ο σλαβικός αυτός όρος απαντά ως δάνειο και στην αλβανική (opingë).

právdă (σλδ 182, αριστερή στήλη) = «(εκτρεφόμενο) ζώο». Πρόκειται για τον σλαβικό όρο pravĭda (στις σημερινές σλαβικές γλώσσες pravda) = «αλήθεια, δικαιοσύνη» που έχει και την επιπρόσθετη σημασία «βιός σε ζώα, περιουσία σε ζώα που δικαιωματικά ανήκει σε κάποιον».

răgoájă (=/rəgoážə/, σλδ 187, αριστερή στήλη) = «ραγάζι». Όπως και ο νεοελληνικός όρος, εκ του παλιοσλαβονικού rogozŭ ~ rogoža (πρβ. το σλαβικό τοπωνύμιο της αλβανίας Rogožina > Rrogozhinë = «Ραγαζώνας»).

rumeánu (σλδ 189, δεξιά στήλη) = «κιτρινόχρωμο λουλούδι που έβγαινε στα χορτολίβαδα». Πρόκεται για το παλαιοσλαβονικό επίθετο ruměnŭ = «κοκκινωπός» (< ΙΕ *h1roudh-m-ēn-os) και βλέπουμε την τυπική πρώιμη απόδοση στην ΑΒΡ ως /eá/ του πρωτοσλαβικού Yat (ě), όπως λ.χ. στο επίθημα PSlv -ěninŭ/-ěni > ρουμαν. -ean (λ.χ. ardeal-ean = « Τρανσυλβαν-ιάτης»).

scrápu/scráchi = «σκορπιός/σκορπιοί» (το περιέγραψα στην πρώτη ανάρτηση).

sémbre/sembríre (σλδ 197, αριστερή στήλη) = «η σύμπραξη δύο σέμπρων = ζευγάδες που μοιράζονται το ίδιο βόδι για το όργωμα των χωραφιών τους». Εκ του παλαιοσλαβονικού sębrŭ.

şopotu (σλδ 210, αριστερή στήλη) = «μικρός κρουνός». Εκ του παλαιοσλαβονικού sopotŭ = «κρουνός, κεφαλόβρυσο». Το παχύ /ş/ απαντά και στην Ρουμανική (λ.χ. Șopot) και, ενίοτε, και στις σλαβικές γλώσσες (λ.χ. Κροατικό Šopot).

tăpóru = «είδος τσεκουριού» (σλδ 214, αριστερή στήλη). Εκ του παλαιοσλαβονικού toporŭ = «τσεκούρι» (όρος απώτερης σκυθικής/ιρανικής καταγωγής).

trúpu = «σώμα, κορμί» (σλδ 219, αριστερή στήλη). Εκ του παλαιοσλαβονικού trupŭ = «κορμί/κορμός, πτώμα».

Θα κλείσω αυτήν την σειρά αναρτήσεων για το λεξικό του Φάνη Δασούλα με την επόμενη ανάρτηση όπου θα σχολιάσω τους υποστρωματικούς όρους που σημείωσα.

23 Comments

Filed under Βαλκανικές γλώσσες, Γλωσσολογία, Ινδοευρωπαϊκά θέματα

23 responses to “Το λεξικό του Αρμανικού ιδιώματος του Μετσόβου του Φάνη Δασούλα #2

  1. Φάνης Δασούλας

    Καλησπέρα
    Αν χαίρομαι για κάτι είναι που επιτέλους ο κόπος μου να διασώσω αυτόν το λεξιλογικό απόθεμα βρίσκει επιστημονική ανταπόκριση. Αυτός άλλωστε ήταν και ο σκοπός μου, για αυτό και έδωσα ιδιαίτερη βαρύτητα στην σωστή φωνολογική απόδοση. Σύμφωνα με ειδικούς το umtulemnu( umt de lemn στα ρουμανικά) αποτελεί σλαβικό ισόγλωσσο (κάτι δείχνει και αυτό). Θα ήθελα να πω κάτι για τα παρατσούκλια των ζώων. Τα βασικά απαντώνται σε όλο τον χερσαίο ελληνόφωνο χώρο αλλά και στους αλβανόφωνους. το ίδιο συμβαίνει και με την ορολογία των ασθενειών των ζώων.

    • Γεια σου Φάνη!

      1) Μόνο αν ενδιαφερθείτε οι τελευταίοι «φυσικοί ομιλητές» (όπως ενδιαφέρθηκες εσύ) για την διάσωση των τοπολαλιών, θα μπορέσουν αυτές οι τοπολαλιές να γίνουν αντικείμενο σοβαρής επιστημονικής μελέτης.

      2) Ευχαριστώ για το ρουμανικό umt de lemn. Δεν το ήξερα.

      3) Καλά, είναι αναμενόμενο ότι τα παρατσούκλια των ζώων σε όλο τον ηπειρωτικό ελλαδικό χώρο θα είναι αυτά που χρησιμοποιούσαν οι Βλάχοι και οι Αρβανίτες, γιατί οι δύο αυτοί πληθυσμοί ήταν οι κατεξοχήν ποιμενικές γλωσσικές ομάδες του χώρου αυτού. Ακόμα κι οι Σαρακατσάνοι, αν θυμάμαι καλά, έχουν δανειστεί αρκετούς εξειδικευμένους κτηνοτροφικούς όρους από την Βλαχική/Αρμανική.

  2. Φάνης Δασούλας

    Δεν αρκεί να είσαι φυσικός ομιλητής, απαιτείται μία βαθύτερη αντίληψη της γλώσσας γεγονός που προϋποθέτει πολύχρονη παρατήρηση και μελέτη αλλά αυτό είναι μία άλλη συζήτηση. Σε ευχαριστώ για τις αναρτήσεις επίκειται και έντυπη έκδοση.

    • Δεν αρκεί να είσαι φυσικός ομιλητής, απαιτείται μία βαθύτερη αντίληψη της γλώσσας γεγονός που προϋποθέτει πολύχρονη παρατήρηση και μελέτη αλλά αυτό είναι μία άλλη συζήτηση.
      —-

      Γεια σου Φάνη. Εννοείται πως χρειάζονται και επιπλέον πράγματα πέρα από την φυσική γνώση της γλώσσας. Αλλά το πρώτο βήμα είναι η ορθή καταγραφή του γλωσσικού υλικού. Μετά από αυτό το πρώτο βήμα, εννοείται πως όσο περισσότερο
      καταρτισμένος είσαι στα θεωρητικά, τόσο βαθύτερα μπορείς να ενσκύψεις στην μελέτη του γλωσσικού υλικού που έχεις συλλέξει.

  3. Φάνης Δασούλας

    έτσι ακριβώς είναι, η γνώση δεν έρχεται με επιφώτιση η ομορφιά της κρύβεις τιμήματα. Καληνύχτα

    • Φάνη, εσύ ευχήθηκες καληνύχτα, αλλά επειδή διαβάζω το σχόλιό σου πρωΐ, απαντά με καλημέρα! 🙂

  4. Δελιόπουλος Δημήτρης

    Αγαπητέ Σμερδαλέε,
    Έστω και με καθυστέρηση παρακαλώ να δεχτείς ένα μεγάλο ευχαριστώ, γιατί για μια ακόμα φορά μνημονεύεις το ιδίωμα του τόπου μου. Ενός τόπου, για τον οποίο μέχρι πριν από μερικές μόνο δεκαετίες δεν υπήρχε ούτε αράδα γραμμένη.
    Και πάλι ευχαριστώ.

    • Γεια σου Δημήτρη. Όπως είπα και στον Φάνη, η δουλειά ξεκινά από το ενδιαφέρον που δείξατε όσοι ενδιαφερθήκατε να καταγράψετε τις τοπολαλιές.

  5. Gandalf

    djavéli (σλδ 97, δεξιά στήλη) = «ονομασία σκύλου με εναλλαγές στο τρίχωμα από άσπρες και μαύρες βούλες» (η πηγή του επωνύμου Τζαβέλας; )
    —-

    του Νταβέλη, γνωστό ήδη από την εποχή του Μ. Τριανταφυλλίδη.

  6. Δημήτρης

    Καλησπέρα.
    Είμαι φυσικός ομιλιτής της βλάχικης γλώσσας, συγκεκριμένα της αρβανιτοβλάχικης διαλέκτου (Rămănești, όχι Armănești/Armăneaști).
    Θα ήθελα να μάθω αν υπάρχει κάποια ετυμολογική ερμηνεία για την λέξη mărcat (γιαούρτι). Δυστυχώς στη ρουμανική γλώσσα δεν υπάρχει αυτή η λέξη, οπότε τα ρουμανικά λεξικά δεν βοηθούν.

    • Γεια σου Δημήτρη. Και εγώ ψάχνω την ετυμολογία της λέξης μαρκάτι/mărcat = «γιαούρτι», αλλά δεν έχω βρει κάτι μέχρι στιγμής. Ο όρος αυτός απαντά και στα ρουμλουκιώτικα.

      Ο Δελιόπουλος γράφει (σλδ 203):

      μαρκαdάρα (η). Η μαρκαντάρα. Παραδοσιακό ρουμλ. φαγητό, ένα είδος χυλού, με βάση το καλαμποκίσιο αλεύρι.

      μαρκάτ΄ (το). Το μαρκάτι (κατά μία άποψη, αρμ. ετυμολογίας). Το γιαούρτι.

      • Δημήτρη, συμπλήρωμα.

        Φαντάζομαι πως ο όρος πρέπει εν τέλει να προέρχεται (άραγε από ποια γλώσσα;) από την ΙΕ ρίζα *merk- «μουλιάζω, μαλακώνω, μπαγιατεύω» που έδωσε τα λατινικά ρήματα marceo/marcesco (marcidus = «μπαγιάτικος, σάπιος») και το λιθουανικό merkti = «γίνομαι ραμολί, μουλιάζω».

  7. Φάνης Δασούλας

    είναι παράξενο που ενώ όλες σχεδόν οι ευρωπαϊκές γλώσσες έχουν παραλλαγές της τουρκογενούς λέξεως γιαούρτι οι Βλάχοι έχουν δικό τους όρο καλό είναι να ψάξουμε και τα γερμανογεννή milch, milk για σχέση με το βλαχικό mărcatu (ρωτακισμός του l )

    • Καλώς τον Φάνη!

      Επειδή το γιαούρτι είναι γαλακτοκομικό προϊόν, είναι αναμενόμενο μια κτηνοτροφική γλώσσα που αντιστάθηκε δανεισμό στην κτηνοτρογφικη΄ορολογία, να έχει τον δικό της όρο.

      Το αγγλικό milk και το ελληνικό αμέλγω/αρμέγω ανάγονται στην ΙΕ ρίζα *h2melg’- που στα λατινικά έδωσε το ρήμα mulgeo.

      Βρίσκω πιθανότερη την αναγωγή στην ΙΕ ρίζα *merk- «μουλιάζω, μαλακώνω, σαπίζω» που έχει δώσει τα λιθουανικά marka/merkti (και το λατινικό marceo και τα παράγωγά του):

      https://imgur.com/viyVDDq

      Πρόσεξε ότι η ρίζα *merk- στον σλαβικό κλάδο έχει δώσει τον όρο *morky = «βάλτος» (= «μουλιασμένο έδαφος», λ.χ. ουκραν. morokva) και ο θρακολόγος Ivan Duridanov έχει αναγάγει σ΄αυτή την ρίζα το θρακικό τοπωνύμιο Μαρκέλλαι/Marcellae (= «μικρός βάλτος», οι Βούλγαροι λένε τον ποταμό της περιοχής Močurica = «Βαλτίσιο»)

      Επομένως, το θρακικό θέμα mark- «μουλιασμένο έδαφος, βάλτος» του τοπωνυμίου Μαρκέλλαι, πιστεύω πως είναι καλή αρχή για το μαρκάτι (και τη μαρκαντάρα):

      Γράφει ο Duridanov:

  8. Φάνης Δασούλας

    “Το αγγλικό milk και το ελληνικό αμέλγω/αρμέγω ανάγονται στην ΙΕ ρίζα *h2melg’- που στα λατινικά έδωσε το ρήμα mulgeo.”

    βλαχικά ”mulgu” αρμέγω, με προβληματίζει όμως μία ακόμη ποιμενική λέξη της βλαχικής το “măldzáre” ξύλινο δοχείο γιαουρτιού.

    “Πρόσεξε ότι η ρίζα *merk- στον σλαβικό κλάδο έχει δώσει τον όρο *morky = «βάλτος» (= «μουλιασμένο έδαφος», λ.χ. ουκραν. morokva) και ο θρακολόγος Ivan Duridanov έχει αναγάγει σ΄αυτή την ρίζα το θρακικό τοπωνύμιο Μαρκέλλαι/Marcellae (= «μικρός βάλτος», οι Βούλγαροι λένε τον ποταμό της περιοχής Močurica = «Βαλτίσιο»)”

    παράβλεπε και το βλαχικό “mutșară”υγρότοπος”

    • βλαχικά ”mulgu” αρμέγω, με προβληματίζει όμως μία ακόμη ποιμενική λέξη της βλαχικής το “măldzáre” ξύλινο δοχείο γιαουρτιού.

      Γεια σου Φάνη. το mulgu είναι λατινικό (εν χρειάζεται σχολιασμό). Το măldzáre είναι ενδιαφέρον και χωράει συζήτηση. Για πες μου περισσότερα για την κατάληξη -are (γένος, σχηματίζει άλλα εργαλεία κλπ).

      Υπάρχει το λατινικό ουδέτερο mulgāre = «δοχείο για το γάλα του αρμέγματος» (milkingpail). Ο τύπος -are είναι το ουδέτερο του επιθήματος -aris.

      Παρατήρησα ότι το βλαχικό mulgu έχει απαρέμφατο mulgere > muldzeare, του οποίου του dz μπορεί να άσκησε αναλογική επίδραση στο mulgare, κάνοντάς το muldzare > măldzáre

  9. Φάνης Δασούλας

    η κατάληξη -are σχηματίζει πάντα λέξεις θηλυκού γένους, την πιο κλασική περίπτωση συνιστούν τα ουσιαστικοκοποιημένα απαρέμφατα (που ανήκουν στην συζυγία με κατάληξη -are) όμως την βρίσκουμε και σε κανονικά ουσιαστικά όπως π.χ, cășare (και cășărie) “τυροκομείο”, căldare”καζάνι”, tortoáre (και turtoáre) “κορδόνι κατασκευασμένο με στρίψιμο και πλέξιμο γνεμάτων” κ.λπ.

    • Τέλεια. Σε ρώτησα γιατί το υποψιαζόμουν ότι το επίθημα -αν είναι θηλυκό- μπορεί να ανάγεται στο λατινικό -aria > -arje > -are (το -rj- απλοποιήθηκε σε -r- όπως στο -arius > -aru και -torium > -toru και το νεοελληνικό κῡρία > κυριά > κυρά).

      Στο căldare ”καζάνι” αντιστοιχεί το ιταλικό caldaia (εκ του caldaria).

  10. Φάνης Δασούλας

    από ότι φαίνεται έχει λατινική προέλευση, να είσαι καλά

    • Γεια σου Φάνη.

      Το επίθημα -aria > -are σίγουρα έχει λατινική ετυμολογία. Αυτό που μένει να διαλευκάνουμε είναι το θέμα măldz- και, μέχρι στιγμής, έχω σκεφτεί δύο υποθέσεις:

      1) ή από το ατόφιο λατινικό mulg-earia (όπως τo vitrearius = «υαλοποιός» που φαίνεται να έχει παραχθεί από το επίθετο vitreus = «υάλινος») > mulgiaria > măldzarje > măldzare

      2) ή από μια «υβριδική» λέξη που προέκυψε από την προσθήκη του λατινικού επιθήματος -aria στο υποστρωματικό ρηματικό θέμα *h2melg’ > *meldz- μιας ΙΕ γλώσσας τύπου σάτεμ (*g’>dz), όπως η θρακική.

  11. Φάνης Δασούλας

    στη βλαχική γλώσσα το φώνημα /dz/ αποτελεί προστριβοποίηση 1. του λατινικού /d/ μπροστά από τα πρόσθια φωνήεντα /e/ και /i/, π.χ. decem -dzace”δέκα” , dico – dzîcu “‘λέγω” 2 .του λατινικού /g/ μπροστά από τα πρόσθια φωνήεντα /e/ και /i/ π. χ. geminus – geaminu “δίδυμος” [dzeaminu] , genuculus – genucliu “γόνατο” γνωρίζω τις αναφορές σου για το θρακικό /dz/ και την επιβίωσή του στις νεότερες βαλκανικές γλώσσες όμως δεν έχω άποψη επειδή δεν έχω ασχοληθεί ιδιαίτερα όλα είναι πιθανά

Leave a reply to Φάνης Δασούλας Cancel reply

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.