ἰζέλα = ἀγαθή τύχη, Μακεδόνες

Διάβασα μία πολύ ωραία ετυμολογική πρόταση για το μακεδονικό λήμμα του Ησυχίου ἰζέλα = ἀγαθή τύχη, Μακεδόνες.

Για να καταλάβετε την ετυμολογία που προτείνεται πρέπει να γνωρίζετε δύο πράγματα:

1) Την εξέλιξη ΙΕ *tw>ts>s στην Ελληνική γλώσσα:

– *teuh2- ~ *twh2-: *twawos > tsawos > σάϝος > σάος ~ σῶς (αρχικά «ακέραιος», «πλήρης σε δύναμη»). Στο πανελλήνιο όνομα Σωκλῆς αντιστοιχεί το συντηρητικότερο Κυπριακό Σαϝο-κλέϝης.

teuh2

twawos

Εδώ πρέπει να πω πως η αρχική σημασία του αρχαίου σῶς/σημερινού σώος = «ακέραιος» ως «δυνατός, πλήρης σε δύναμη» διατηρήθηκε στο αρχαίο επίθετο του θεού Ερμή σῶκος (= σάϝο-κος).

– *twer- «έχω, κρατώ» > *twer-jeh2 > *twerjà > *tserjà > σερjά > σειρά = «σχοινί, λάσσο» (= μέσο κατακράτησης) και το παράγωγο Σειρήνες = «Σαγηνεύτριες» (σαγήνη = δίχτυ ψαρέματος)

– *tweis- «σείω, ταρακουνώ» > *tweis-ō > *tseih-ō > σείω (με το αρχικό /s/ της ρίζας να διατηρείται σε μη μεσοφωνηεντική θέση λ.χ. σεισμός, σειστός κλπ).

tw

2) Ότι το ενδιάμεσο προστριβόμενο /ts/ κατάφερε να επιβιώσει σε γεωγραφικά απομονωμένες περιοχές του αρχαίου ελληνόφωνου κόσμου, όπως το Μεταπόντιον της Μεγάλης Ελλάδος, όπου αποδίδεται γραπτά με το γράμμα «ζ» (το οποίο κανονικά αποδίδει τον ήχο dz>zd λ.χ. *kwtr.-ped-jeh2 > τράπεδ-jα > τράπεdzα > τράπεζα ~ τράπεσδα και Ἀθήνασδε ~ Ἀθήναζε όπως Ἄργοσδε). Σε μία αρχαϊκή επιγραφή του 6ου π.Χ. αιώνα από το Μεταπόντιον ο τύπος τέζαρα (=/tetsara/) χρησιμοποιείται αντί των τυπικών τέσσαρα/τέτταρα. Ως γνωστόν, το ελληνικό τέσσαρες/τέτταρες προέρχεται από τον μηδενικό βαθμό *kwetwr.- του ΙΕ *kwetwores.

tezara

Αυτό σημαίνει ότι οι «Αχαιοί» άποικοι που ίδρυσαν το Μεταπόντιον γύρω στο 700 π.Χ. φαίνεται να έφεραν μαζί τους τον πρώιμο ελληνικό τύπο /tetsares/ και να τον διατήρησαν λόγω της γεωγραφικής τους απομόνωσης.

Ότι το γράμμα «ζ» χρησιμοποιείται ενίοτε για να αποδώσει τους προστριβόμενους ήχους /ts/ και /dz/ που δεν υπήρχαν στην Αττική κοινή φαίνεται τόσο από το Θρακικό όνομα που απαντά σε επιγραφές της περιοχής Στρυμόνα και Νέστου ως  Ζυκουλαίσης/Ζυκουλήσης/Τσουκολείζις όσο και από το γεγονός ότι όταν οι Αρκάδες εγκατέλειψαν το τοπικό τους αλφάβητο για το κοινό αττικο-ιωνικό, χρησιμοποίησαν το γράμμα «ζ» ως αντικαταστάτη του Αρκαδικού γράμματος «τσαν» (= «σαν») που χρησιμοποιόταν παραδοσιακά για να αποδώσει τους προστριβόμενους ήχους /ts/ και /dz/ που προέκυψαν ειδικά σε αυτή την διάλεκτο από τα χειλοϋπερωικά *kw,gw πριν από τα πρόσθια φωνήεντα e,i (λ.χ. ΙΕ *kwis > αττικό τις, θεσσαλικό κις, αρκαδικό иις (= /tsis/ και τα αρκαδικά λήμματα *gwel- > ζέλλω =βάλλω και *gwerh3- > ζέρεθρον = βέρεθρον/βάραθρον).

zykuleses

Με όλα τα παραπάνω κατά νου ας δούμε την μακεδονική ευχή ἰζέλα = ἀγαθή τύχη. Ο Πολωνός γλωσσολόγος Wojciech Sowa πιστεύει πως ἰζέλᾱ = /itsèla/ < etw-èlā =«αληθινή (τύχη)» από τον μηδενικό βαθμό της ρίζας *setew- «αληθής» που έδωσε τα ελληνικά ἐτεϝ-ός και ἔτυ-μος . Στον υπόλοιπο αρχαιοελληνικό κόσμο είναι γνωστές οι ευχές ἐτεά τύχη = ἀληθής τύχη και ἐτεαί τύχαι = ἀληθεῖς τύχαι.

izela

H τροπή του e>i *etsèla > ζέλᾱ (σύγχυση ε~ι) ήταν τυπικό διαλεκτικό φαινόμενο σε Μακεδονία, Θεσσαλία και Βοιωτία. Η λέξη στία λ.χ. απαντά επιγραφικά συνήθως ως στία στις περισσότερες μη αττικές διαλέκτους.

estia

Με άλλα λόγια, οι Μακεδόνες, όπως και οι Αρκάδες και οι Μεταπόντιοι, εξαιτίας της γεωγραφικής τους απομόνωσης διατήρησαν παλαιότερους προστριβόμενους ήχους της Ελληνικής, τους οποίους αργότερα δεν ήξεραν πως να αποδώσουν με το «κοινό» αττικο-ιωνικό αλφάβητο. Η λύση που υιοθέτησαν και οι τρεις τους ήταν να χρησιμοποιήσουν το γράμμα «ζ» για την απόδοση των ιδιαίτερων προστριβόμενων ήχων τους.

Η πρόταση ἰζέλᾱ = /etsèlā/ < ἐτϝ-έλᾱ με ώθησε να ξανασκεφτώ την άποψη μου πάνω στο άλλο μακεδονικό λήμμα του Ησυχίου Ζειρηνίς = Ἀφροδίτη ἐν Μακεδονίᾳ :

ζείρη· μίτρα. ταινία. διάδημα. πέρα, ἤγουν ποδεᾶ

Ζειρηνίς· Ἀφροδίτη ἐν Μακεδονίᾳ

ζειρόν· ποικίλον r.

Ενώ παλαιότερα πίστευα, όπως και ο Mendez-Dosuna (βλέπε τέλος ανάρτησης) πως το λήμμα δείχνει απλά την τυπική μακεδονική τάση ηχηροποίησης των εξακολουθητικών (= συρριστικά και τριβόμενα) συμφώνων s>z: Σειρηνίς > Ζειρηνίς («Σειρηνίς» = που σαγηνεύει όπως οι Σειρήνες) που βλέπουμε και στο ΙΕ *aliso > ἄλιζα , η πρόταση του Sowa μου θύμισε πως ο όρος Σειρήνες προέρχεται επίσης από ένα ΠΙΕ */tw/ (ρίζα *twer- παραπάνω) και, επομένως, μπορεί να είναι μια προσπάθεια απόδοσης του προστριβόμενου *tw>ts, όπως το μακεδονικό ἰζέλα = etsela < etwela, το θρακικό Ζυκουλήσης/Τσουκολείζις και το τέζαρα της αρχαϊκής επιγραφής του Μεταποντίου.

Αυτή η χρήση του «ζ» για ν΄αποδώσει τον προστριβόμενο ήχο /ts/ φαίνεται να υποστηρίζει την πρόταση του Μιλτιάδη Χατζόπουλου ότι το περίεργο σύμπλεγμα «σζ» στο επίθετο του θεού Απόλλωνα Μεσζορίσκος/Μεσζωρίσκος σε επιγραφές της δυτικής Ελιμείας (Ξηρολίμνη Κοζάνης) είναι μια προσπάθεια απόδοσης του προστριβόμενου *medhjos > μέθjoς > /mètsos/ > μέσ(σ)ος (λ.χ. *n.-budh-jos > ἀβύθjος > /abutsos/ > ἄβυσσος) που διατηρήθηκε διαλεκτικά στην Μακεδονία. Ο Ησύχιος μας δίνει το λήμμα μέσωρος = «μέσος» (ανάμεσα στους όρους) και «έφηβος» (ἐν τῇ δέκα ἐτῶν ἡλικία ~ teenager). Το «ω» οφείλεται στην εφαρμογή του εκτατικού νόμου του Wackernagel στα ελληνικά σύνθετα όπως:

παν+γυρις > πανγυρις > πανήγυρις , στρατός/στρότος+γός > στρατγός ~ στρατηγός ~ στρότγος , δυς+ζω/σμή > δυσώδης/δυσωδία , ἐπὶ+νυμα > ἐπώνυμος

μέσωρον· μέσον

μέσωρ· μέσως

μεσσωτήρ· ὁ μεσιτεύων κατὰ τὸν ἀγῶνα*

μεστή· γέμουσα (Nah. 1,10) ASs

μεστόν· πλῆρες (Esth. 5,2) r*

μέστακα· τὴν μεμασημένην τροφήν AS

μέσφα· ἕως r. [μέχρι A καὶ ἀφ’ οἵου χρόνου

μέσφ’ ὅτε· μέχρις ὅτε (Callim. fr. 260,4 ..)

μέσωρα· ἐν τῇ δέκα ἐτῶν ἡλικίᾳ. καὶ παρήλικα. καὶ ἀγγεῖα, καὶ παίγνια, οἷς ἔχαιρον, καὶ τὰ ὅπλα, οἷς ἐχρῶντο καὶ παῖδες ὄντες, καὶ ἔφηβοι, καὶ τελειωθέντες

Επομένως, το επίθετο Μεσζορίσκος/Μεσζωρίσκος σημαίνει ή ότι ο ναός του Απόλλωνα ήταν «μέσωρος» (πάνω στα όρια Ελιμείας και Ορεστίδος) ή ότι ο θεός λατρευόταν ως έφηβος (= νεᾱνίσκος), όπως και στα υπόλοιπα μέρη της Ελλάδος, μιας και ο Απόλλων ήταν ο par excellence ἀκερσεκόμης κοῦρος = έφηβος.

Apollo

Επαναλαμβάνω ότι εγώ προσωπικά συμφωνώ με την κριτική του Julian Mendez-Dosuna στις απόψεις του Χατζόπουλου, με τον πρώτο να βλέπει το άτυπο «σζ» καλύτερα εξηγήσιμο ως προϊόν της τυπικής μακεδονικής τάσεως για ηχηροποίηση των εξακολουθητικών συμφώνων (συρριστικό s>z και τα τριβόμενα /f,θ,χ/>/v,δ,γ/) λ.χ. Διονύσιος > Διονύζιος ~ *aliso > ἄλιζα ~ Σειρηνίς > Ζειρηνίς, όπως Φερενίκᾱ > Βερενίκᾱ. Η τροπή αυτή είναι πιθανότερη και συνέβη και στην Γερμανική και Ολλανδική γλώσσα (λ.χ. αγγλικό seven ~ ολλανδικό zeven και αγγλικό father ~ ολλανδικό vader). Αν όμως δεχτούμε την ετυμολογική πρόταση του Sowa για ἰζέλα = /itsèla/ < etwèlā τότε η πρόταση του Χατζόπουλου γίνεται λιγότερο απίθανη.

Meszoriskos

Έτσι, κλείνω την ανάρτηση με μια μικροδιόρθωση της πρότασης του Sowa που βασίζεται στην κριτική του Mendez-Dosuna. Αντί για διατήρηση του πρώιμου ελληνικού /ts/, το «ζ» του ἰζέλα μπορεί να αποδίδει μεταγενέστερη ηχηροποίηση s>z του κανονικού ελληνικού /s/. Δηλαδή, τόσο το ἰζέλᾱ όσο και το Ζειρηνίς μπορεί κάλλιστα να περιέχουν ένα *tw που ακολούθησε κανονικά την ελληνική πορεία *tw>ts>s και το παραχθέν /s/ να ηχηροποιήθηκε σε /s/>/z/ όπως στα *aliso > ἄλιζα και Διονύσιος > Διονύζιος.

Leave a comment

Filed under Uncategorized

Leave a comment

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.