Η ΙΕ λεξιπλασία: ο σχηματισμός των ΙΕ λέξεων #2

(συνέχεια από το μέρος #1)

Β) ΤΑ ΣΥΝΘΕΤΑ ΕΠΙΘΗΜΑΤΑ:

Στο μέρος Α περιέγραψα τα βασικά απλά ΙΕ επιθήματα -s, -(i)os, -(i)om, -h2,-eh2, -ieh2, -is, -u-, -es-, -r. . Τα σύνθετα επιθήματα αποτελούνται από τον συνδυασμό ενός απλού επιθήματος με ένα άλλο σύμφωνο. Το σύμφωνο αυτό μπορεί να είναι:

–  ένηχο : r, l, n, m

– άηχο κλειστό: p,t,k

– ηχηρό δασύ κλειστό: *bh,dh,gh

– ημιφωνικό w

1) Σύνθετα με ένηχο:

Τα επιθήματα αυτά είναι γνωστά στην βιβλιογραφία ως *-ro, *-lo, *-no, *-mo και, κατά κανόνα, προσαρτούνται στον μηδενικό βαθμό του θέματος:

i) *-ro-. Η ελληνική γλώσσα σχημάτισε τα επίθετα ἰσχυρός και ἀνθηρός προσθέτοντας το επίθημα *-ros στο θέμα των ουσιαστικών ἰσχύς και ἄνθος αντιίστοιχα:

*h2endhes- > ἄνθος > ἀνθεσ-ρός > ἀνθηρός (ύστερα από πρώιμη αναπληρωματική έκταση -Vsr-> -V:r-).

*leh2p- «λάμπω» > ενεστώτας σχηματισμένος με ρινικό ένθημα (nasal infix) στον μηδενικό βαθμό ablaut > *lh2-n-p > *lamp- > λάμπω με επίθετο λαμπ-ρός (άλλες περιπτώσεις ρινικό ενθήματος είναι οι *leikw- > λείπω > λιμπάνω και *dheugh- >τεύχω > τυγχάνω).

ἰσχύς > ἰσχυσ-ρός > ἰσχῡρός

*nek’- «πεθαίνω»: *nek’-us > νέκυς και *nek’-ròs > νεκρός

*meh2k’- > *mh2k’-ros : ελληνικό μακρός, λατινικό macer, πρωτο-γερμανικό *makraz > αγγλικό mæger

*h1reudh- «κόκκινο» > *h1rudh-ros = «κόκκινος»: ελληνικό ἐρυθρός, λατινικό rubrus/ruber, σανσκριτικό rudhi κλπ.

Η λατινική εξέλιξη *-ros > -er είναι τυπική και θυμίζει την εξέλιξη που συνέβη στις σλαβικές γλώσσες μετά την απώλεια των ασθενών yer. Το επίθημα *-ros στην πρωτο-σλαβική και στην παλαιοσλαβωνική (OCS) έγινε -rŭ λ.χ. *dhabh-ros > dobrŭ (> «ντόμπρος»), modh-ros > modrŭ . Όταν χάθηκε το τελικό yer /ŭ/ δημιουργήθηκε μεταβατικά ένα συλλαβικό ένηχο /r./ που σταθεροποιήθηκε με την ανάπτυξη ενός schwa μπροστά του, το οποίο σε μερικές φωνηεντοποιήθηκε πλήρως. Έτσι οι βουλγαρικοί και σερβο-κροατικοί απόγονοι των παραπάνω δύο όρων είναι dóbăr,dóbar και módăr, modar αντίστοιχα. Ένα άλλο κελτο-σλαβικό παράδειγμα είναι το παράγωγο *dhub-ros της ρίζας  *dheub– «βάθος» (λ.χ. αγγλικό deep, λιθουανικό dubùs  και αλβανικό *dheub-eta > det = «θάλασσα») που έδωσε το OCS dŭbrŭ = «φαράγγι, κοιλάδα» και κελτικές λέξεις με τη σημασία «(βαθύ) νερό» :

dheub

Δεν ξέρω αν οι Mallory-Adams μπερδεύτηκαν και έγραψαν dŭbrŭ αντί για dŭbrĭ διότι ο Torsten Meissner δίνει τον δεύτερο τύπο, συνοδευόμενο από το ελληνικό σχόλιο για κάποια γλώσσα (παλαιοβαλκανική, σλαβική ? ) «δύβρις = κατὰ γλῶσσαν ἡ θάλασσα» (θυμίζω ότι η ρίζα *dheub- έδωσε την αλβανική θάλασσα *deubeta > det).

dubris

*nebh-es- «νέφος» > *n.bh-ros > ελληνικό ὄμβρος, σανσκριτικό abhrá, λατινικό imber κλπ.

Η ρίζα *h2ek’- «μύτη, αιχμή» έδωσε το επίθετο *h2k’-ros «μυτερός, κοφτερός»: ελληνικό ἄκρος, λατινικό acer,  κοινό βαλτο-σλαβικό aśras κλπ.

Η ρίζα *g’hel- «κίτρινο/πράσινο, λάμψη» που έδωσε τα αγγλικά yellow = «κίτρινος» και gold = «χρυσός» και τα OCS zelenŭ = «πράσινος» και *g’hol-tom > *zolto > zlato = «χρυσός», μέσα από το παράγωγο *g’hl.h3-ròs έδωσε το ελληνικό επίθετο χλωρός και το φρυγικό γλουρός = «χρυσός»:

glouros

H ρίζα *gwhaid- «λάμπω» (φαίδ-ι-μος, Φαίδ-ων) έχει δώσει το επίθετο *gwhaid-ròs «λαμπερός» που απαντά στο ελληνικό φαιδρός (Φαῖδρος, Φαίδρᾱ), στο λιθουανικό gaidrùs = «αίθριος, φωτεινός, καθαρός, διαυγής» και στο θρακικό ανθρωπωνύμιο «Γαιδρῆς»:

gwhaidros

Ένα παράδείγμα σε *-r-is είναι το ελληνικό *wid-risἴδρις = «γνώστης» (*weid- «βλέπω», με παρακείμενο *woid- «έχω δει ~ γνωρίζω = οἶδα», όπως *wid-tor- >ϝίστωρ > ἵστωρ = «γνώστης» με παράγωγο την ἱστορ-ίᾱ, με τροπή #ϝ>h, όπως στο ϝέσπερος > ἕσπερος).

Αγγλικές λέξεις που περιέχουν το επίθημα *-ro- είναι οι: *(s)tn.h2-ros >Πρ-γρμ. *þunraz > thunder «κεραυνός»,  *bit-raz > bitter = «πικρός», *h2ek’-mon- «πέτρα» > *h2k’omo-ros > *hamaraz > hammer «σφυρί».

Από τα παραδείγματα όπως το ἰσχύς > ἰσχῡρός και τα -Vw-ros > -V-uros (V= φωνήεν) όπως λ.χ. στα *peh2u- «μικρός» > *ph2w- > παῦς/παϝ-ίς ~ παῖς και πάϝ-ρος > παῦρος και ἀγλαϝ-ός >ἀγλαϝ-ρος ~ ἄγλαυρος δημιουργήθηκε ένα νέο υπερσύνθετο επίθημα -υρός που απέκτησε σιγά σιγά αυτονομία όπως λ.χ. στα ελληνικά *h2erg’- «άσπρος, λαμπερός» >*ἄργ-υρος (λατιν. arg-ent-um) και *segh- «νικώ, επικρατώ» > *segh-uros > ἐχυρός και *sh2l-mo- > *sh2lm-uros > ἁλμυρός και στο αλβανικό *bhlaid-uros > blehurë.

Από τη ρίζα *deh3- «δίνω» (λ.χ. ελληνικό δίδωμι ~ σλαβικό dati) προέκυψε το παράγωγο *deh3-rom «δώρο» > ελληνικό δῶρον ~ πρωτο-σλαβωνικό darŭ.

Θα κλείσω την περιγραφή του επιθήματος *-ro- αποδεικνύοντας ένα παράδειγμα της ισολειτουργικότητάς του. Όπως οι πρώιμοι Έλληνες γνώριζαν ότι στις λέξεις κῦδ-ος, κῡδ-ρός και κῡδ-νός το θέμα είναι το κῡδ-, που κατάγεται από το ΙΕ *keuHd- που έδωσε και το σλαβικό «θαύμα» *kūd-om > kydo > čudo (y=ju και, κατά την πρώτη σλαβική ουράνωση, kju-> ču-, θαυμαστό ~ αξιέπαινο ~ ξακουστό = κῡδρό), το οποίο εμφανίζεται μόνο του στο ομηρικό επίθετο της μάχης κῡδ-ι-άνειρα = «που προσφέρει κῦδος στους άνδρες», έτσι και στον Ινδο-Ιρανικό κλάδο έχουμε τα εξής παραδείγματα:

*krewh2s «ωμό κρέας, αίμα» (λ.χ. ελληνικό κρέϝας, παλαιοσλαβωνικό *kruh2s > *krūs > kry = αίμα, λατινικό *krū-dos > crūdus)

Οι σανσκριτικοί απόγονοι είναι: *krewh2-is > kravis = «ωμό κρέας», *kruh2-ròs > krūra = «αιματηρός» και το σύνθετο επίθετο *n.-krewh2-g’hostos > a-kravi-hasta«αυτός που δεν έχει λερώσει τα χέρια του με αίμα, αναιμακτόχειρας». Την ρίζα *g’hos-tos = «χέρι»  την έχω περιγράψει σε αυτήν εδώ την ανάρτηση.

Οι Πέρσες από την άλλη έχουν το επίθετο dərəz- = «δυνατός» με το καλανδιανό σύνθετο dərəz-i-raθa = «αυτός που έχει δυνατό άρμα ή αυτός που δείχνει την δύναμή του πάνω στο άρμα του».

Το αρχαίο Περσικό αντίστοιχο του σανσκριτικού krūra είναι χrūra = «αιματηρός, ματωμένος» και χrūw-i-dru είναι «αυτός που έχει ματώσει το δόρυ του» (δηλαδή που έχει σκοτώσει άνθρωπο σε μάχη).

akravihasta

Επομένως έχουμε:

κῡδ-ρός > κῡδ-ι-άνειρα

krū-ra > a-kravi-hasta

χrū-ra >  χrūw-i-dru

dərəz- > dərəz-i-raθa

ii) *-no-. Η ιστορία είναι η ίδια με την παραπάνω. Έχω ήδη αναφέρει παραπάνω την εξίσωση κῦδος: κῡδ-ρός = κῡδ-νός την οποία συμπληρώνω με την τριάδα ψεῦδος: ψυδ-ρός = ψυδ-νός και το ζευγάρι *puk-nòs > πυκνός και *puk-i-nòs > πυκινός.

Τα παρακάτω σιγμόληκτα ουδέτερα σχηματίζουν τα εξής παράγωγα:

ὄρος > ὀρεσ-ι-νός > ὀρεh-ι-νός > ὀρεινός (οι μορφές του τύπου ὀρεσ-ί-τροφος έχουν αναλογικά αποκατεστημένο μεσοφωνηεντικό /s/).

κλέϝος > κλεϝεσ-ι-νός > κλεϝεh-ι-νός > κλεεινός

ἄλγος > ἀλγεσ-ι-νός > ἀλγεh-ι-νός > ἀλγεινός (το /s/ στον όρο ἀλγεσ-ί-δωρος είναι αναλογικά αποκατεστημένο)

φᾶος > φᾱεσ-νός > φᾱεινός/φᾱεννός (εδώ ο αιολικός τύπος φαεννός δείχνει ότι δεν υπήρχε συζευκτικό -ι- και, κατά συνέπεια, το αττικο-ιωνικό -ει- είναι νόθος δίφθογγος που προέκυψε από την αναπληρωματική έκταση -εσν- > -ε:ν- ~ ἀνθεσ-ρός > ἀνθηρός)

*h2r.g’-es- > *ἄργος = «λάμψη» > ἀργεσ-νός > αιολικό ἀργεννός = «λευκός» (λ.χ. ἀργ-ι-όδους = «με λευκά δόντια», ἀργ-ι-κέραυνος, και εναργής = διαυγής, ξεκάθαρος, φανερός).

*swelh2s- > σέλας = «έντονο φως» και *swelh2s-n-eh2 > σελάσ-νᾱ > αιολικό σελάννα, δωρικο-αρκαδικό σελά:νᾱ και αττικο-ιωνικό σελήνη.

Πιστεύω πως τα παραπάνω παραδείγματα σας έδειξαν πως χειρίστηκε η ελληνική το επίθημα *-no-. Ας δούμε και τις άλλες ΙΕ γλώσσες. Αφού ανέφερα πριν από λίγο στην σελάσ-νᾱ > σελήνη θα ξεκινήσω από την λατινο-σλαβική «σελήνη»:

*leuk- «βλέπω, φέγγω» (λ.χ. λευκός) > luks-nos > luk-h-nos > lukhnos ~ λύχνος και

*louks-neh2 > λατινικό lūna και πανσλαβικό luna.

Η ρίζα *swep- «κοιμάμαι», με μηδενικό βαθμό *sup- έχει δώσει το πρωτο-σλαβικό ρήμα sŭpati = «κοιμάμαι». Για τον σχηματισμό του ουσιαστικού «ύπνος» οι περισσότερες γλώσσες έχουν χρησιμοποιήσει το επίθημα *-no- προσαρτημένο σε διάφορους βαθμούς της ρίζας:

– Η Ελληνική, η Σλαβική και η Αλβανική χρησιμοποίησαν τον μηδενικό βαθμό της ρίζας: *sùp-nos > ὕπνος , sŭnŭ (το p χάθηκε εξαιτίας του νόμου των ανοικτών συλλαβών στην πρωτοσλαβική λ.χ. *dhub-nom > dŭno), gjumë (με τυπική αλβανική τροπή *s>j>gj και pn>mn>m όπως scamnum > shkëm(b)).

– Η Λατινική και η Λιθουανική χρησιμοποίησαν τον ο-βαθμό *swop-nos > somnus και sapnas

– O Γερμανικός κλάδος χρησιμοποίησε τον ε-βαθμό *swep-nos > *swefnaz

Η σλαβική «ημέρα» προέρχεται από τη ρίζα *dei- «λάμπω»: *di-nis > dĭnĭ (βουλγ. den, σερβ-κροατ. dan κλπ).

Μερικά άλλα παραδείγματα είναι τα λατινικά *mog’h2-nos > magnus (ελλην. *meg’h2s > μέγας) και *gwhor-nos > furnus, το σλαβικό *g’hel-e-nos > zelenŭ που έχει αναφερθεί πιο πάνω και το *g’holt-i-nos > *zoltĭ > OCS zlatĭnŭ = «χρυσός» (επιθ. του ουσιαστικού *g’holt-om > zolto > OCS zlato = χρυσός). Κλείνω με το *(H)jag’- > ἅγ-ι-ος (η δασεία προέρχεται από το ημιφωνικό j, όπως στο *jeh1k-wr. > ἧπαρ), ἅγ-ι-ομαι > ἅζομαι (με γj > ζ όπως στο φύγ-ιᾱ > φύζα) και ἁγ-νός.

Η ρίζα *deh3- «δίνω» που συζητήθηκε παραπάνω έδωσε το λατινινό *deh3-nom > dōnum και στον σλαβικό κλάδο το όνομα «Θεό-δοτος»  = *Bhogo-dō-nos > Bogŭ-danŭ > Bogdan .

Ένα υπερσύνθετο επίθημα που περιέχει *-n- είναι το επίθημα Hoffmann *-(i)h3onh2.

 iii) -lo-. Επίσης συχνότατο επίθημα για τον σχηματισμό λέξεων. Αρχίζω με τα αρίγνωτα ελληνικά παραδείγματα:

ὕψος > ὑψεσ-λός > ὑψηλός , ῥῖγος > ῥῑγεσ-λός > ῥῖγηλός , σιωπή > σιωπη-λός , *nebhes- > νέφος και *nebhes-leh2 > νεφέλη (η έλλειψη αναπληρωματικής έκτασης θυμίσει το κράτος > κρατεσ-ρός > κρατερός με το οποίο πρέπει να είναι σύγχρονος σχηματισμός).

*neh2w-s > ναῦς : ναῦ-λος/ναῦ-λον και ναυ-τ-ί-λος , ὕπνος > ὑπνεσ-λός > ὑπνηλός , εἰκός > εἰκ-ε-λός

Τα παρακάτω ελληνικά παραδείγματα είναι κατανοητά όταν είναι γνωστές οι ΙΕ ρίζες από τις οποίες προέρχονται:

*dei- «λάμπω» (μέρος της επαυξημένης *dj-ew-) > *dèj-e-lοs > dèelos > dēlòs > δῆλος = «φανερός» (με παράγωγο ρήμα το δηλό-ω > νεοελληνικό δηλώνω).

*bheuH- «είμαι, υπάρχω» (λ.χ. φύω και *bhuH-tis > bhū-tis > φῦσις) > *bhū-leh2 > φῡλή και *bhū-lom > φῦλον (δεν έχει καμία σχέση με το *bhol-jom > φύλλον). Οι όροι φῡλή και φῦλον εκφράζουν πληθυσμιακές ομάδες με κοινή φύση.

*dheh1(i)- «θηλάζω» > *dheh1-leh2 > θηλή , *dheh1-l-us > θῆλυς, θηλυ-κός

*peik’- «χρωματίζω» > *poik’-i-los > ποικίλος «χρωματιστός»

peik

*h3meig’h- «υγραίνω» (λ.χ. ὀμείχω = κατουρώ) > *h3mig’h-leh2 > ὀμίχλη

*sed- «κάθομαι» (λ.χ. *sed-es- > ἕδος, *sed-reh2 > ἕδρᾱ και *si-sd-ō > hizdō > ἵζω) > *sed-leh2 «θέση» > ελληνικό ἕλλα, λατινικό sella

Στην προηγούμενη ανάρτηση μίλησα για τα επαυξημένα θέματα όπως λ.χ. *g’heu- «χέω» και *g’heu-d- > πρωτο-γερμανικό geutaną > αγγλικό gut . Μία άλλη επαυξημένη μορφή είναι η *g’heu-s- με μηδενικό βαθμό *g’hus-. Από τον τελευταίο προκύπτει το παράγωγο *g’hus-lo– «χυτός» που έδωσε το ελληνικό χυσ-λός > χῡλός και το αλβανικό *g’hus-lom > *dzus-la > dūla > dyllë = «(χυμένο) κερί» (η τροπή *g'(h)>d/dh είναι τυπική της αλβανικής λ.χ. *g’heimen- > χειμών ~ dimër).

dylle

Στην λατινική, η ρίζα *nebh-(es-) έδωσε το παράγωγο *nebh-leh2 > nebla ~ nebula με αναπτυκτικό -u- όπως στον «στάβλο» *sth2-dhlom > stablum > stabulum (*-dhlom > -blum > –bulum):

stabulum

Άλλα λατινικά παραδείγματα είναι τα albus > albulus , *(s)kand- «λάμπω, φέγγω» > candēla , aēnus > aēnulum κλπ.

Όπως η προσθήκη το έπιθήματος *-ros σε προϋπάρχον -u- δημιούργησε την κατάληξη -υ-ρός που με τον καιρό απέκτησε αυτόνομη ύπαρξη (ἀλμυρός, ἐχυρός/ὀχυρόν, ἄργυρος/ἀργυρός κλπ) έτσι συνέβη και με το επίθημα -u-los. Αρχικά εμφανιζόταν εκεί που υπήρχε ετυμολογικό /u/:

λ.χ. ελληνικό ἡδ-ύς > ἡδύ-λος και λατινικό *peh2w- «μικρός» > *ph2u-los > paulus > Paulus (~ παῦρος).

Με τον καιρό όμως, το επίθημα *-ulos αυτονομήθηκε, όπως στα ελληνικά παραδείγματα κόνδ-υλος, σπόνδ-υλος, καμπ-ύλος, ἀγκ-ύλος , με το τελευταίο να έχει λατινικό (ang-ulus) και σλαβικό (ǫgŭlŭ) αντίστοιχο, όλα από την ΠΙΕ ρίζα *h2enk-.

Το νέο επίθημα *-ulos απέκτησε και υποκοριστική/παρωνυμική σημασία ήδη στην ΠΙΕ γλώσσα, μιας και αυτή εμφανίζεται λίγο πολύ σε όλους τους κλάδους και μπορεί να δείχνει εκφραστικό διπλασιασμό (expressive gemination).

-Ελληνική:

ἔρως > ἐρωτ-ύλος

ἄρκτος > ἀρκτ-ύλος ~ ρκ-υλλος = «αρκουδάκι»

*smeik- > μικρός ~ μικκός > μικκ-ύλος

μήτηρ > μάτρ-υλλᾱ = «τσατσά μπουρδέλου» και μάτρ-υλλος = «μαστροπός/νταβατζής»

– Λατινική:

agnus > agnellus (> βλαχ. njel ~ ρουμαν. miel)

Graecus > Graec-ulus > Γραικύλος (αρχικά παρατσούκλι για τους ελληνόπληκτους Ρωμαίους)

vetus > vet-ulus ~ «γεροντάκος»

porcus > porc-ulus «γουρουνάκι» (το λατινικό porcus είναι από την ρίζα *perk’- «σκάβω» κάτι που κάνει το *pork’-os = «το ζώο που σκάβει με το ρύγχος του» ρίζα που έδωσε το πρωτο-γερμανικό *farhaz και το πρωτο-σλαβικό *porsę > OCS prasę).

homō > hom-ullus ~ «ανθρωπάκος, ανθρωπίσκος»

-Αλβανική:

*weg’h- > vjedh «κλέβω» > *weg’h-ulos > vjedzula «μικρός κλέφτης» > vjedull «ασβός» (~ ρουμανικό viezure)

– Δακο-Θρακική: υπάρχει μια μεγάλη κατηγορία δακο-θρακικών ονομάτων σε -ούλας (-ula(s) < *-ulos):

oulas

Τα πιο συχνά είναι το Πυρούλας (29 φορές) και το Ταρούλας (14). Από αυτά, το πρώτο μπορεί να σχετίζεται με τη ρίζα *peh2ur-/*puh2r- ~ *pūr > πῦρ και, κατά συνέπεια, μπορεί να σημαίνει «Ξανθ-ούλης» (Pūrulas ~ Pyrula) και να είναι αντίστοιχο του ελληνικού πυρρός = ξανθός > Πύρρος ή, ακριβέστερα, των Πυρρίλος και Ξανθύλλᾱ.

Pyrros

Το Ταρούλας είτε έχει είτε δεν έχει μακρό ᾱ (Τᾱρούλας < Tārulas) μπορεί να σχετίζεται με το Τήρης και, εν τέλει, με τη ρίζα *terh2- που έδωσε το ελληνικό τρᾱνός (και ίσως το θρακικό δεύτερο συνθετικό -τράλις).

Το άπαξ Γετούλας ήταν σίγουρα παρατσούκλι ενός υπερδουνάβιου Γέτη, ενώ το Ζερούλας αν προέρχεται από την ρίζα *g’erh2- «γέρων» (λ.χ. σλοβενικό zrel και τσεχικό zralý = «ώριμος, όψιμος») θα μπορούσε να είναι το ακριβές ανάλογο του ελληνικού Γέρυλλος/Γερύλος (θυμίζω το λατινικό vetus > vetulus που ανέφερα πιο πάνω).

Gerullos

iv) *-mo-. Είναι το τελευταίο από τα ένηχα επιθήματα. Ω συνήθως αρχίζω με τα πιο ολοφάνερα ελληνικά παραδείγματα, για να δείξω τον τρόπο χρήσης του επιθήματος στην λεξιπλασία:

*sweh2d-us : ἡδύς (με αττικο-ιωνικό ἀδύς) > ἥδυ-μος (και το τυπικό μακεδονικό όνομα Ἅδυμος (34 φορές) που απαντά και στος θεσσαλο-βοιωτικό κόσμο (9 φορές)).

Hadumos

*bhleg- > φλόξ/φλόγες > φλογ-μός , *δρῦς > δρῡ-μός , ψάλ-jω > ψάλλω > ψαλ-μός , ἑλίσσω/ἕλιξ > ἑλιγ-μός ,

ἐτεϝ-ός με μηδενικό βαθμό ἐτυ- > ἔτυ-μος , *wreh1g’- > ῥήγνῡμι/ρἡξις > ῥηγ-μός  , *wag’- > ἄγνῡμι > ἀγ-μός ,

*dwei- «φοβάμαι» (λ.χ. δείδω): dwejes- > δέος , dwei-nos > δεινός και *dwei-mos > δειμός και Δεῖμος (η τροπή δϝ>δ είναι τυπική λ.χ. δϝίς>δίς).

*h1erh1- «κοπηλατώ» (λ.χ. αγγλικό row) > *h1rh1-tēr > ἐρετήρ ~ ἐρέτης/Ἐρέτρια και ἐρετ-μόν «κουπί», ἐρετ-μός «κοπηλασία».

Η πιο γνωστή κατηγορία επιθημάτων σε *-mo- είναι αναμφίβολα η -σμός με το δευτερογενές «σ» να κατάγεται από το δ/ζ των ρημάτων σε δ-jω > -ζω.

*k’leu-d– > κλύζω > κατα-κλυσ-μός , *skeh1id > σχίζω > σχισ-μός όπως δ-μή ~ ὀσ-μή (~ λατιν. odor)

Το «ζ» των ρημάτων που προέρχεται από το σύμπλεγμα –γ-jω σχηματίζει παράγωγα σε *-mo- σε –γμός: φράζω > φρακτικός ~ φραγ-μός , σφύζω > σφυκτικός ~ σφυγ-μός , ἅρπαξ/ἅρπαγες ~ ἁρπαγή > ἁρπάζω > ἁρπαγ-μός

Ειδική κατηγορία είναι οι παλαιοί σχηματισμοί σε *-s-mo- της ελληνικής γλώσσας που πρόλαβαν να υποστούν αναπληρωματική έκταση *-Vs-mo > *-V:-mo- . Μία από τις λίγες εξαιρέσεις είναι το *tweis- > σείω και *tweis-mos > σεισμός που διατήρησε αναλογικά το «σ» επηρεαζόμενο από τα σειστής ~ σειστός. Όλα τα άλλα παραδείγματα δείχνουν απώλεια του σίγμα με αναπληρωματική έκταση:

*jes- «βράζω» > ζέω, ζεσ-τός και *jos-mòs > dzosmòs > dzōmòs > ζωμός/δωμός .

*g’heu-s- (έχω ήδη αναφέρει την επαυξημένη αυτή ρίζα στο ζεύγος χῡλός – dyllë ). Εδώ ανάφέρω το παράγωγο *g’hus-mos > *χυσ-μός > χῡμός.

*kreus- «κρύο» (λ.χ. κρύσ-ταλλος , λατινικό crusta και *krus-os > kruh-os > κρύος) > *krus-mos > krūmos > κρῡμός .

Ένα άλλο υπερσύνθετο επίθημα είναι το -θμός : *sreu- > ῥυθμός , *gwem- > *gwm.n-jō > βαίνω > βαθμός και *steh2- > ἵστημι > σταθμός .

Μία άλλη ιδιαίτερα παραγωγική κατηγορία είναι το επίθημα *-i-mos που απέκτησε δυνητική σημασία:

μάχη, μάχομαι > μάχ-ι-μος = «αυτός που είναι σε θέση να πολεμήσει»

γόνος > γόν-ι-μος = «αυτός που έχει παραγωγική δυνατότητα»

Βέβαια σε ορισμένα παλαιότερα παράγωγα αυτή η μεταγενέστερη δυνητική σημασία δεν υπάρχει:

κῦδος > κύδ-ι-μος , φαιδρός > φαίδ-ι-μος , νόστος > νόστ-ι-μος (λ.χ. νόστιμον ἧμαρ = η ημέρα της επιστροφής), ἔθος > ἔθ-ι-μος

Τέλος, υπάρχουν τα θηλυκά σε *-meh2 > -μᾱ > αττικο-ιωνικό -μη.

*kwei- «ανταποδίδω» > *kwoi-neh2ποινή και *kwi-tis > τίσις , *kwi-meh2τῑμή (με περίεργο μακρό /ῑ/).

*g’neh3- «γνωρίζω» > *g’n.h3-meh2 > γνώμη

*seh2l- «αλάτι» > *sh2l-meh2 > ἅλμη

*telh2- «σηκώνω > υπομένω/αντέχω» (λ.χ. τλάω και τελαμών) > *tolh2-meh2 > τόλμη

Μετά από αυτήν την εξονυχιστική παρουσίαση του επιθήματος *-mo- στην ελληνική μπορούμε να περάσουμε στην ευρύτερη ΙΕ οικογένεια.

*gwher- «ζεσταίνω» (λ.χ. θέρος , zjarr, žar κλπ) > *gwher-mos/*gwhor-mosθερμός, formus, warmzjarm, gharma, ǰerm , garm .

*dheuH- «κινούμαι > αναστατώνω > σηκώνω σκόνη» (λ.χ. θύωdust) > *dhuH-mos ~ *dhū-mos «καπνός» > θῡμός, fūmus, dhūmá, dūmas, dymŭ κλπ. Το νεοελληνικό «ντουμάνι» δεν ανήκει σε αυτήν την κατηγορία γιατί προέρχεται από το τουρκικό duman < πρωτο-τουρκικό *tuman.

Η ρίζα *bheh2- «μιλώ» (λ.χ. φημί, *n.bhh2-t-ieh2 > ἀφασία) έδωσε το παράγωγο *bheh2-meh2 > ελληνικό φάμᾱ/φήμη ~ λατινικό fāmā > αγγλ. fame.

Η ρίζα *dher «κρατώ > ακινητοποιώ» έδωσε το λατινικό frēnum «φρένο» και το επίθετο *dher-mos > firmus = πάγιος, σταθερός, στερεός, αστεμφής .

Η ρίζα *sreu- «ρέω» μέσω του παραγώγου *srou-mos έδωσε το πρωτο-γερμανικό *straumaz που κατέληξε στο αγγλικό stream .

Στη συζήτηση για το επίθημα *-ro-, στην εικόνα που έχω δώσει που περιγράφει τα ινδο-ιρανικά *kruH-ros ~ krūra = χrūra = «αιματηρός» φαίνεται και το περσικό παράγωγο *krū-mos > χrūma με την ίδια σημασία.

Εδώ τελείωσα την περιγραφή των σύνθετων ένηχων επιθημάτων *{-ro-, -no-, -lo-, -mo-}. Στην επόμενη ανάρτηση θα περιγράψω τα σύνθετα επιθήματα που περιέχουν άηχα κλειστά και ηχηρά δασέα σύμφωνα.

(συνεχίζεται στο μέρος #3)

Leave a comment

Filed under Γλωσσολογία, Ινδοευρωπαϊκά θέματα

Leave a comment

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.