Η ΙΕ ρίζα *ghostis = «ξένος» και ο θεσμός της ξενίας

Τα γλωσσολογικά και μυθολογικά στοιχεία των θυγατρικών γλωσσών δείχνουν ότι η ΠΙΕ κοινωνία διέθετε έναν ανεπτυγμένο θεσμό ξενίας. Η ξενία αυτή, δηλαδή η παροχή στέγης και τροφής σε κάποιον ξένο, χαρακτηριζόταν από ένα ισχυρό αίσθημα αμοιβαιότητας και ανταπόδοσης (reciprocity). Με άλλα λόγια, η παροχή ξενίας θεωρούνταν ως το πρώτο μέρος μιας ευρύτερης διαδικασίας που ολοκληρωνόταν με την ανταπόδοση ξενίας, δηλαδή την αντιστροφή των ρόλων φιλοξενούντος και φιλοξενούμενου. Η αξενία, δηλαδή η μη παροχή ξενίας, θεωρούνταν το ίδιο απρεπής όσο και η μη ανταπόδοση της ξενίας. Αυτή η αμοιβαία ανταποδοτικότητα και η εναλλαγή των ρόλων άφησε το ίχνος της στο ΙΕ λεξιλόγιο, όπου οι έννοιες «παίρνω» και «δίνω», «οικοδεσπότης» και «μουσαφίρης» συχνά παράγονται από την ίδια ρίζα. Η ρίζα *nem- λ.χ. που στην ελληνική κατέληξε να έχει την σημασία «διανέμω,μοιράζω», στον γερμανικό κλάδο απέκτησε την σημασία «παίρνω», ενώ η ρίζα *bhagos = «διανομέας μερίδων» που στην φρυγική γλώσσα έδωσε το επίθετο του Δία «Βαγαῖος» = «δοτήρ ἐάων» (δοτήρας αγαθών), στην ελληνική απέκτησε τη σημασία «λαμβάνω μερίδα, τρώω» (ἔφαγον).

Πριν περάσω στα γλωσσολογικά θέλω να παρουσιάσω τον θεσμό της ξενίας όπως μας παραδίδεται στα ομηρικά έπη. Έχει από καιρό παρατηρηθεί ότι στην Οδύσσεια οι Φαίακες και οι Κύκλωπες είναι πολικά αντίθετα συμπεριφοράς.  Οι Φαίακες ζουν σε μία ιδανική και έννομη κοινωνία μιας και είναι πολιτισμένοι, αστοί (κάτοικοι περιτοιχισμένης πόλεως), θεόφοβοι/θεοσεβείςναυσικλυτοί και φιλόξενοι, ενώ οι Κύκλωπες (< *pk’u-klōp-s = «ζωοκλέφτης») είναι μια απολίτιστη, άνομη κοινωνία αθεόφοβων και αφιλόξενων ποιμένων που κατοικούν «ἐν σπήεσσι» (σπέος = σπήλαιον). Το ενδιαφέρον χαρακτηριστικό αυτού του διπόλου συμπεριφοράς είναι ότι τα δύο αντιθετικά άκρα, δηλαδή οι Φαίακες και Κύκλωπες είναι ὁμόγνιοι (και οι δύο κατάγονται από τον Ποσειδώνα) και τέως σύντοποι. Με άλλα λόγια, συμμερίζονται τα δύο εκείνα στοιχεία (συμβολική ομαιμία/συγγένεια και συντοπία) που κατά τον Jonathan M. Hall, αποτελούσαν τα σημαντικότερα κριτήρια εθνολογικής κατάταξης κατά την αρχαϊκή περίοδο.

Hall aggregative 2 criteria

Οι Φαίακες κάποτε κατοικούσαν στη στεριά όπου μαστίζονταν από τις ληστρικές επιδρομές των γειτόνων και ομογενών τους Κυκλώπων, μέχρι που ο Ναυσίθοος τους οδήγησε στη νήσο Σχερία «ἑκὰς ἀνδρῶν ἀλφηστάων» («μακριά από τους ανθρώπους που βγάζουν το ψωμί τους με κόπο»). Επειδή, ο όρος «ναυσικλυτοί» στα έπη αποδίδεται μόνον στους Φαίακες και στους Φοίνικες και επειδή είναι γνωστό ότι οι Έλληνες κατά την ανατολιάζουσα περίοδό τους υιοθέτησαν από τους Φοίνικες την αλφαβητική γραφή και την οργάνωση σε πόλεις-κράτη, νομίζω πως το δίπολο Φαιάκων-Κυκλώπων είναι ένας επικός συμβολικός διαχωρισμός μεταξύ των «προοδευτικών» ανατολιαζόντων Ελλήνων και των «οπισθοδρομικών» ομογενών τους. Με άλλα λόγια, αιώνες πριν τον Ισοκράτη, βλέπουμε ένα παράδειγμα της διαφοράς «ἔθνους» και «γένους»! Το ἔθνος (< *swedh-nos) είναι μια ομάδα ανθρώπων με κοινή συμπεριφορά (*swedhes- > ἔθος ~ ἦθος), ενώ το γένος (< *g’enh1es- > *g’n.h1-t-ih3onh2 > nātiō) ήταν μια ομάδα ανθρώπων με κοινή καταγωγή: ο συγγενής/ὁμόγνητος δεν θεωρούνταν αυτομάτως ὁμοεθνής.

Η ξενία και η θεοφοβία ήταν έννοιες συνυφασμένες στην κοινωνία των ομηρικών επών, επειδή υπήρχε η πεποίθηση ότι οι θεοί επέβλεπαν την συμπεριφορά των ανθρώπων και τους έκριναν από αυτήν. Στα παρακάτω χωρία της Οδύσσειας η μετάφραση είναι αυτή των Κακριδή-Καζαντζάκη. Κάθε φορά που ο Οδυσσέας βρίσκεται σε έναν ξένο τόπο αναρωτιέται:

[Οδ. 6.119-121]

ὤ μοι ἐγώ, τέων αὖτε βροτῶν ἐς γαῖαν ἱκάνω;
ἦ ῥ᾽ οἵ γ᾽ ὑβρισταί τε καὶ ἄγριοι οὐδὲ δίκαιοι,
ἦε φιλόξεινοι καί σφιν νόος ἐστὶ θεουδής;

Αλί σε μένα, σε ποιων έφτασα θνητών ξανά τη χώρα;
Άνομοι τάχα να ΄ναι, ανέσπλαχνοι, που δεν ψηφούν το δίκιο,
για έχουν ψυχή θεοφοβούμενη και συμπαθούν τον ξένο;

Δηλαδή η φιλοξενία είναι συνυφασμένη με την θεούδεια και, κατά συνέπεια, ο θεουδής άνθρωπος είναι και φιλόξενος, επειδή γνωρίζει ότι η ξενία ελέγχεται από τον Ξένιο Δία ο οποίος, ως «ἐπιτιμήτωρ ξένων» (=εκδικητής των αδικημένων ξένων), τιμωρεί αυτούς που παραβιάζουν τον θεσμό της ξενίας. Όταν ο μνηστήρας Αντίνοος κακομεταχειρίζεται τον μεταμορφωμένο σε ζητιάνο Οδυσσέα, ένας άλλος μνηστήρας του λέει να προσέχει διότι ο ξένος μπορεί να είναι κάποιος θεός μεταμορφωμένος που ήρθε να ελέγξει αν τηρείται ο θεσμός της ξενίας.

[Οδ. 17.483-8]

Ἀντίνο᾽, οὐ μὲν κάλ᾽ ἔβαλες δύστηνον ἀλήτην,
οὐλόμεν᾽, εἰ δή πού τις ἐπουράνιος θεός ἐστιν.
καί τε θεοὶ ξείνοισιν ἐοικότες ἀλλοδαποῖσι,
παντοῖοι τελέθοντες, ἐπιστρωφῶσι πόληας,
ἀνθρώπων ὕβριν τε καὶ εὐνομίην ἐφορῶντες.

ὣς ἄρ᾽ ἔφαν μνηστῆρες, ὁ δ᾽ οὐκ ἐμπάζετο μύθων.

«Δεν έκανες καλά τον άμοιρο που χτύπησες ζητιάνο·
Πού ξέρεις αν δεν είναι, δύστυχε, κανείς θεός ουράνιος;
Συχνά οι θεοί, την όψη αλλάζοντας λογής λογής, παρόμοιοι
με αλλόξενους θνητούς, αγνώριστοι τις πολιτείες γυρνούνε,
να δουν μαθές ποιοι άνθρωποι είναι άνομοι και ποιοι κρατούν το δίκιο.»

Τέτοια οι μνηστήρες λόγια του ΄λεγαν, μα κείνος τ΄ αψηφούσε.

Οι μόνοι που είναι αφιλόξενοι χωρίς δεύτερες σκέψεις είναι οι αθεόφοβοι Κύκλωπες. Όταν ο Οδυσσέας λέει στον Πολύφημο ότι ο Ξένιος Δίας, ως «ἐπιτιμήτωρ ξείνων», τιμωρεί αυτούς που παραβιάζουν τον θεσμό της ξενίας, ο δεύτερος απαντά:

[Οδ. 9.266-78]

πολλούς. ἡμεῖς δ᾽ αὖτε κιχανόμενοι τὰ σὰ γοῦνα
ἱκόμεθ᾽, εἴ τι πόροις ξεινήιον ἠὲ καὶ ἄλλως
δοίης δωτίνην, ἥ τε ξείνων θέμις ἐστίν.
ἀλλ᾽ αἰδεῖο, φέριστε, θεούς: ἱκέται δέ τοί εἰμεν,
Ζεὺς δ᾽ ἐπιτιμήτωρ ἱκετάων τε ξείνων τε,
ξείνιος, ὃς ξείνοισιν ἅμ᾽ αἰδοίοισιν ὀπηδεῖ».

ὣς ἐφάμην, ὁ δέ μ᾽ αὐτίκ᾽ ἀμείβετο νηλέι θυμῷ:
«νήπιός εἰς, ὦ ξεῖν᾽, ἢ τηλόθεν εἰλήλουθας,
ὅς με θεοὺς κέλεαι ἢ δειδίμεν ἢ ἀλέασθαι:
οὐ γὰρ Κύκλωπες Διὸς αἰγιόχου ἀλέγουσιν
οὐδὲ θεῶν μακάρων, ἐπεὶ ἦ πολὺ φέρτεροί εἰμεν:
οὐδ᾽ ἂν ἐγὼ Διὸς ἔχθος ἀλευάμενος πεφιδοίμην
οὔτε σεῦ οὔθ᾽ ἑτάρων, εἰ μὴ θυμός με κελεύοι.

Κι εμείς, φτασμένοι εδώ, προσπέφτουμε στα γόνατά σου τώρα,
σαν ξένους αν μας καλοσκάμνιζες με αγάπη· ωστόσο κι άλλο
μπορούσες να μας δώσεις χάρισμα, στους ξένους ως ταιριάζει.
Σεβάσου τους θεούς, στα πόδια σου μας βλέπεις, αντρειωμένε·
τιμή στους ξένους πρέπει· αντάμα τους οδεύει ο Δίας ο ξένιος.
για να παιδεύει τους που αδίκησαν τον ξένο, τον ικέτη.”
Είπα, κι εκείνος με ανελέημονη καρδιά μου απηλογήθη:
Μυαλό δεν έχεις, ξένε, φαίνεται, για από μακριά θα φτάνεις
που τους θεούς μου λες να σκιάζουμαι, να φεύγω την οργή τους!
Μηδέ το Δία ψηφούν οι Κύκλωπες το βροντοσκουταράτο,
μηδ᾿ άλλο θεό κανένα, τι είμαστε πολύ τρανότεροί τους.
Αν δε θελήσω εγώ, δε θα ΄βρετε και συ κι οι σύντροφοί σου
σπλαχνιά καμιά· πολύ που μ΄ ένιαξε να μου χολιάσει ο Δίας!

Νομίζω ότι φαίνεται ξεκάθαρα ότι η αφιλοξενία των Κυκλώπων πηγάζει από την αθεοφοβία τους.

Η σχέση ξενίας είχε τέτοια ισχύ που ο Διομήδης και ο Γλαύκος, μόλις συστήνονται στα προκαταρκτικά της επικείμενης μονομαχίας τους, συνειδητοποιώντας ότι οι πρόγονοί τους είχαν συνάψει δεσμό ξενίας, διακόπτουν την μονομαχία, ανταλλάσσουν δώρα και συμφωνούν να μην πολεμήσουν ο ένας τον άλλον όσο ακόμα θα διαρκούσε ο πόλεμος.

[Ιλ. 6.119-126]

Γλαῦκος δ᾽ Ἱππολόχοιο πάϊς καὶ Τυδέος υἱὸς
ἐς μέσον ἀμφοτέρων συνίτην μεμαῶτε μάχεσθαι.
οἳ δ᾽ ὅτε δὴ σχεδὸν ἦσαν ἐπ᾽ ἀλλήλοισιν ἰόντε,
τὸν πρότερος προσέειπε βοὴν ἀγαθὸς Διομήδης:
‘τίς δὲ σύ ἐσσι φέριστε καταθνητῶν ἀνθρώπων;
οὐ μὲν γάρ ποτ᾽ ὄπωπα μάχῃ ἔνι κυδιανείρῃ
τὸ πρίν …

Ο Γλαύκος τότε, ο γιος του Ιππόλοχου, με το Διομήδη σμίγει

εκεί στη μέση, και λαχτάριζαν κι οι δυο τους να πιαστούνε.
Κι όπως τρεχάτοι κοντοζύγωσαν ο ένας του άλλου χιμώντας,
πρώτος εμίλησε ο βροντόφωνος γιος του Τυδέα και του ‘πε:
«Ποιος να ‘σαι τάχα, αρχοντογέννητε; σαν ποιου θνητού λογιέσαι;
Δε σ’ έχουν δει ποτέ τα μάτια μου στη δοξανδρούσα μάχη
ως τώρα·

Αφού ο Λύκιος [οι όροι Λύκιοι (< *Luwi-ka)και Λῡδοί (< *Luwi-ya) είναι συγγενείς του Luwiya = Λούβιοι] Γλαύκος πληροφορεί τον Διομήδη ότι είναι εγγονός του Βελλεροφόντη, ο δεύτερος έμπηξε το κοντάρι του στη γη και λέει ευθύμως ότι είναι παλαιός του «πατρῷος ξεῖνος» μιας και ο παππούς του Γλαύκου Βελλεροφών είχε ξενίσει τον παππού του Οινέα και είχε γίνει ανταλλαγή δώρων. Του προτείνει λοιπόν, να διατηρήσουν την σχέση ξενίας των παππούδων τους, ν΄ανταλλάξουν όπλα και να μην πολεμήσουν ο ένας τον άλλον όσο ακόμα διαρκεί ο πόλεμος γιατί υπάρχουν πολλοί άλλοι ξακουστοί Τρώες και επίκουροι πέρα από τον Γλαύκο, για να σκοτώσει ο Διομήδης, όπως υπάρχουν πολλοί άλλοι ξακουστοί Αχαιοί πέρα από τον Διομήδη, για να σκοτώσει ο Γλαύκος.

[6.212-231]

ὣς φάτο, γήθησεν δὲ βοὴν ἀγαθὸς Διομήδης:
ἔγχος μὲν κατέπηξεν ἐπὶ χθονὶ πουλυβοτείρῃ,
αὐτὰρ ὃ μειλιχίοισι προσηύδα ποιμένα λαῶν:
ἦ ῥά νύ μοι ξεῖνος πατρώϊός ἐσσι παλαιός:
Οἰνεὺς γάρ ποτε δῖος ἀμύμονα Βελλεροφόντην
ξείνισ᾽ ἐνὶ μεγάροισιν ἐείκοσιν ἤματ᾽ ἐρύξας:
οἳ δὲ καὶ ἀλλήλοισι πόρον ξεινήϊα καλά:
Οἰνεὺς μὲν ζωστῆρα δίδου φοίνικι φαεινόν,
Βελλεροφόντης δὲ χρύσεον δέπας ἀμφικύπελλον
καί μιν ἐγὼ κατέλειπον ἰὼν ἐν δώμασ᾽ ἐμοῖσι.
Τυδέα δ᾽ οὐ μέμνημαι, ἐπεί μ᾽ ἔτι τυτθὸν ἐόντα
κάλλιφ᾽, ὅτ᾽ ἐν Θήβῃσιν ἀπώλετο λαὸς Ἀχαιῶν.
τὼ νῦν σοὶ μὲν ἐγὼ ξεῖνος φίλος Ἄργεϊ μέσσῳ
εἰμί, σὺ δ᾽ ἐν Λυκίῃ ὅτε κεν τῶν δῆμον ἵκωμαι.
ἔγχεα δ᾽ ἀλλήλων ἀλεώμεθα καὶ δι᾽ ὁμίλου:
πολλοὶ μὲν γὰρ ἐμοὶ Τρῶες κλειτοί τ᾽ ἐπίκουροι
κτείνειν ὅν κε θεός γε πόρῃ καὶ ποσσὶ κιχείω,
πολλοὶ δ᾽ αὖ σοὶ Ἀχαιοὶ ἐναιρέμεν ὅν κε δύνηαι.
τεύχεα δ᾽ ἀλλήλοις ἐπαμείψομεν, ὄφρα καὶ οἵδε
γνῶσιν ὅτι ξεῖνοι πατρώϊοι εὐχόμεθ᾽ εἶναι.

Έτσι μιλούσε, κι ο βροντόφωνος εχάρηκε Διομήδης,
και το κοντάρι κάτω μπήγοντας στη γη την πολυθρόφα
στον αντρολάτη ευτύς με πρόσχαρα γλυκομιλούσε λόγια:
«Παλιός λοιπόν λογιέσαι φίλος μου, προγονικός, αλήθεια!
τι ο αρχοντικός Οινέας τον άψεγο Βελλεροφόντη, ξέρω,
κράτησε κάποτε στο σπίτι του καλοσκαμνίζοντάς τον
είκοσι μέρες, κι ώρια αλλάξανε δώρα φίλιας οι δυο τους’

ο Οινέας ζωστάρι λαμπροπόρφυρο του χάρισε να το ‘χει,
και δέχτηκε απ’ αυτόν διπλόγουβη μαλαματένια κούπα,
που τώρα ακόμα στο παλάτι μου μισεύοντας αφήκα.
Μα δε θυμούμαι εγώ τον κύρη μου, τι ήμουν μικρός ακόμα,
σύντας στη Θήβα πέρα εχάθηκαν των Αχαιών τ’ ασκέρια.
Λοιπόν μες στο Άργος καλοπρόσδεχτος θα μου ‘σαι ξένος πάντα·
κι εγώ δικός σου, αν έρθω κάποτε στων Λυκιωτών τη χώρα.
Κι όταν ακόμα ανάβει ο πόλεμος, ας κρατηθούμε αλάργα·
πολλοί ‘ναι οι Τρώες, πολλοί οι σύμμαχοί τους, για να ‘χω να σχίσω
όποιον μου ρίξει ο θεός στα χέρια μου για τρέχοντας τον φτάσω·

Αιώνες αργότερα, ο αυτοκράτορας Μαυρίκιος στο Στρατηγικό του (~600 μ.Χ.) γράφει ότι οι υπερδουνάβιοι ακόμα Σλάβοι αν και απολίτιστοι είχαν παραταύτα ένα ανεπτυγμένο αίσθημα ξενίας. Αν κάποιος Σλάβος φύλαρχος έστελνε φιλοξενούμενούς του σε κάποιον άλλο σλάβο φύλαρχο και ο δεύτερος τους κακομεταχειριζόταν, τότε ο πρώτος φύλαρχος κήρυττε πόλεμο στον δεύτερο, θεωρώντας την εκδίκηση των αδικημένων ξένων ως θρησκευτικό καθήκον! Η τελευταία φράση θυμίζει την ελληνική λειτουργία του Ξένιου Δία ως «επιτιμήτορα ξένων».

Maurikios Slavs

Πάμε τώρα στα γλωσσολογικά.

Ο βασικός ΠΙΕ όρος για τον «ξένο» είναι o *ghos-tis. Απόγονοί του είναι το αγγλικό guest, το γερμανικό gast, το σλαβικό gost και το λατινικό hostis. Με την εξαίρεση της λατινικής, στις άλλες γλώσσες ο όρος σημαίνει τον «φιλοξενούμενο». Στην λατινική, ο όρος «ξένος» ανέπτυξε και την σημασία «εχθρός» (εξού και το αγγλικό hostile σήμερα). Ο οικοδεσπότης που παρέχει φιλοξενία ήταν *ghos(ti)-potis όρος που επιβιώνει στο λατινικό hospes (εξού και το αγγλικό hospitality = φιλοξενία) και στο παλαιο-σλαβωνικό gos-podĭ = κύριος (αρχικά οικοδεσπότης που παρέχει ξενία).

Όλοι οι παραπάνω όροι ανάγονται στην ρίζα *ghes- «τρώω» (λ.χ. σανσκρ. gasati) το οποίο δείχνει πόσο συνυφασμένη ήταν η έννοια της παροχής τροφής (και στέγης) με την έννοια του ξένου (φιλοξενούμενου). Θυμίζω το νεοελληνικό ρήμα φιλεύω = προσφέρω τα δέοντα (φαί, κέρασμα) σε φιλοξενούμενο και τα σύν-τροφος = φίλος = com-panion = αρμεν. ənger .

Αμέσως γεννάται η απορία τι απέγινε η ρίζα *ghes- στην ελληνική; Θυμίζω πως για την ελληνική, την φρυγική και την αλβανική γλώσσα ο «ξένος» ανάγεται στην ρίζα *ksenwos:

Πρώιμο ελληνικό ξένϝος > ξένος, ξεῖνος, ξῆνος

Φρυγικό ξεῦνος (με προχειλίωση ksenwos > kseunos)

Πρωτο-αλβανικό *ksōnwja (< *ksōnw-jos) που εξελίχθηκε κανονικότατα στο σημερινό αλβανικό huaj (ks>h όπως στο hirrë και διφθογγοποίηση με απώλεια του /n/όπως στο krua).

Σύμφωνα με τον μακαρίτη Calvert Watkins, η ρίζα *ghes- κρύβεται με τον μηδενικό βαθμό της *ghs- πίσω από το αρκτικό ks- της ρίζας *ksenwos , όπως το σανσκριτικό *sm.-ghs-ti > sàgdhi = «συντροφία» με την κυριολεκτική σημασία της λέξης, δηλαδή «συμφάγωμα».

ghes

Με άλλα λόγια, πρέπει να μιλάμε για τον όρο *ghs-en-wos που δευτερογενώς κατέληξε *ksenwos , γιατί η απηχηροποίηση και η αποδάσυνση είναι αναμενόμενα φαινόμενα πριν από *{s, t}:

ἁρπαγ-ή > ἅρπαγ-ς > ἅρπακ-ς ~ ἅρπαξ, όπως ἁρπαγτικός > ἁρπακτικός

φλέβ-ς > φλέπ-ς > φλέψ

*wag‘- «σπάζω» > ἄγνυμι, κάταγμα, αλλά ἄγ-σος > ἄκ-σος ~ ἄξος (στην κρητική διάλεκτο το κάταγμα, ο αγμός και στην μακεδονική τα κομμένα ξύλα).

Και από τη σερβο-κροατική Srb, Srbin , αλλά srb-ski > srpski

Με άλλα λόγια, το πρώιμο γερμανικό όνομα Hlewa-gastiz δεν είναι απλά ταυτόσημο του ελληνικού Κλεϝό-ξενϝος, αλλά τα δύο ονόματα περιέχουν τις ίδιες ακριβώς IE ρίζες (*k’lewos + *ghes-).

15 Comments

Filed under Γλωσσολογία, Ινδοευρωπαϊκά θέματα

15 responses to “Η ΙΕ ρίζα *ghostis = «ξένος» και ο θεσμός της ξενίας

  1. Kostas

    Δε μου λες, πως σου φαίνεται αυτή η μετάφραση? Αυτή είχαμε κάνει στο σχολείο? Υπάρχει κάποια άλλη που να είναι κάπως πιο κοντά στην “κοινή νεοελληνική”?

  2. Kostas

    Αν και δεν είπα ότι μου τη δίνει… αυτό ακριβώς εννοούσα! Η ειρωνεία είναι ότι ώρες ώρες θέλω μετάφραση για την μετάφραση που λέει ο λόγος. Δεν έιχα κάτι τέτοιο πάντως. Το βιβλίο μου ήταν λίγο πιο πρόσφατο από την ίδια την οδύσσεια…

    • Αν και δεν είπα ότι μου τη δίνει… αυτό ακριβώς εννοούσα!

      Κατάλαβα αμέσως τι εννοούσες, γιατί και εμένα μου τι δίνει αφάνταστα, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν τρέφω τον μέγιστο σεβασμό για τους Κακριδή-Καζαντζάκη. Απλώς οι καιροί αλλάζουν μέσα σε 2 γενεές 🙂 :).

      Πλέον ένας Έλληνας καταλαβαίνει την λέξη «στρατός» στο πρωτότυπο και, όπως είπες, χρειάζεται λεξικό για το «ασκέρι» της «νεοελληνικής» μετάφρασης.

      http://el.wiktionary.org/wiki/%CE%B1%CF%83%CE%BA%CE%AD%CF%81%CE%B9

  3. Kostas

    Είναι και ελληνικές λέξεις που ξενίζουν, όπως λογιέμαι λογισμός (καλή ώρα τώρα που το γραφα δεν το είχε το λεξικό). Αν γράφεις έτσι σήμερα όπως και να το κάνεις είσαι λίγο πριτέντσους…
    Αναρωτιέμαι πως θα ακουγόταν σε κάποιον πριν 50 ή 100 χρόνια. Υπήρχε πράγματι η λέξη “καλοσκαμνίζοντάς” ή είναι μια προσπάθεια να προσομοιάσει το ύφος του ομήρου με το περίεργα σύνθετα κτλπ.

  4. Jaçe

    Χαίρετε! Εντύπωση μου προξενεί που στην αλβανική διατηρήθηκε ο γνήσιος αλβανικός όρος i/e huaj για τον ξένο/η, ενώ οι αλβανόφωνοι δάνεισαν δύο όρους για την έννοια του φίλου, τα shok & mik από τα λατινικά. Είμαι πολύ περίεργος πως θα ήταν ο γνήσιος αλβανικός όρος για τον φίλο / σύντροφο πριν την λατινική επιρροή.

    Για τα του οίκου στην αλβανική σώζονται ελάχιστες έννοιες λ.χ. njeri = ανήρ/άνθρωπος, zot (κύριος). Σώζονται δε και τα dhëndër (γαμπρός), vjehërr (πεθερός/α) και motër (αδελφή).

    • Είμαι πολύ περίεργος πως θα ήταν ο γνήσιος αλβανικός όρος για τον φίλο / σύντροφο πριν την λατινική επιρροή.

      Γεια σου Jaçe. Σου έρχεται κάποιος όρος στο μυαλό; Εμένα μου έρχεται μόνο το vëllam/βλάμης που θυμίζει την ετυμολογική ιστορία του σλαβικού pobratim.

  5. Ιήτης

    Βαγαίος / Βαγαῖος
    ἑάων / ἐάων
    άννομη / άνομη
    είναι οι Κύκλωπες / και οι Κύκλωπες
    ἀνδρών / ἀνδρῶν
    ἐπιτιμήτωρα / ἐπιτιμήτορα

Leave a reply to smerdaleos Cancel reply

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.